Κεφάλαιο Ένα

Η Τζινξ ήρθε και άρχισε να τρίβεται στο πόδι μου. Εκείνο που κρεμόταν, δηλαδή από το πέτρινο περβάζι που καθόμουν και διάβαζα. Άφησα το βιβλίο στο πλάι και έπιασα το γατί με το ένα χέρι, αφήνοντάς το στα γόνατά μου. Χάιδεψα το λαιμό της, από τον οποίον δεν κρεμόταν πια το λουράκι της με τον αμέθυστο. Την είχα αφήσει να τριγυρνάει στον κήπο και μόλις γύρισε, δεν το είχε. Θα έπαιρνε μια αιωνιότητα για να ψάξω σε όλο το κήπο.

"Τι θες, μικρή;" της είπα χαμογελώντας. "Μορφώνομαι".

Η Τζινξ με κοίταξε με τα μεγάλα της μάτια και νιαούρισε παραπονεμένα. Για απέθαντο γατί ήταν πολύ εκφραστική και τρυφερή μαζί μου. Βολεύτηκε στα γόνατά μου, γαντζώνοντας τα νύχια της στο ύφασμα του φορέματός μου και άρχισε να γουργουρίζει. Μάλιστα. Απλά προσοχή ήθελε. Χάιδεψα αφηρημένα τη γούνα της μικρής μαύρης γάτας που απολάμβανε την προσοχή μου καθώς το βλέμμα μου περιπλανιόταν στον εσωτερικό κήπο του κτήματος. Το συντριβάνι είχε πάψει εδώ και χρόνια - για να μην πω αιώνες - να λειτουργεί. Είχε γεμίσει νερό από την χθεσινή βροχή, βρύα και πρασινάδες εδώ και χρόνια, όπως και τα πέτρινα παγκάκια γύρω από την αυλή. Αναρριχητικά φυτά σκαρφάλωναν στις κολώνες ολόγυρα και έδιναν μια ακόμα πιο καταθλιπτική ομορφιά σε τούτο το μέρος. Αν υπήρχε κάτι που μου άρεσε στο Σάντοουφορτ Μουρ, αυτό ήταν η θλιβερή ομορφιά του. Θύμιζε παραμύθι του παρελθόντος, με τις αναμνήσεις να κρέμονται σαν ιστοί από τους τοίχους και τα ταβάνια. Με τις παρουσίες των προηγούμενων κατοίκων σαν εκτοπλάσματα, να βγαίνουν από κάθε ρωγμή στο κτίριο. Οι κολώνες, ίδιες λευκά φαντάσματα ειδικά την ώρα του λυκόφωτος, έδιναν μια μακάβρια όψη στο σπίτι και το κτήμα, κάτι που μου άρεσε πάντα, ακόμα και πριν τη Μεταμόρφωσή μου. Ο Ήλιος και η Σελήνη, οι αιώνιοι εραστές όπως μου άρεσε να τους αποκαλώ, έριχναν σκιές σαν φαντάσματα σε όλο το Σάντοουφορτ Μουρ.

Φαντάσματα.

Χωρίς να είμαι σίγουρη, θα ορκιζόμουν ότι είχα δει μερικά όσα χρόνια μέναμε εδώ. Εκτός αν πάλι ήταν της φαντασίας μου, ή έφταιγε η πείνα μου. Ήταν όμως πριν αποκτήσω την Τζινξ, οπότε δεν μπορούσα να είμαι βέβαιη, βάζοντάς την να κοιτάξει κάπου για να δω τις αντιδράσεις της, όπως έκαναν οι σκύλοι. Δεν είμαι και σίγουρη αν ισχύει το ίδιο και με τις γάτες, για τα πω την αλήθεια. Δεν το έψαξα ποτέ.

Τώρα, λίγες ώρες πριν σκοτεινιάσει και αντί να βοηθάω στο σχέδιο που οργάνωνε μέσα στο σπίτι η οικογένειά μου, εγώ καθόμουν και διάβαζα στην εσωτερική αυλή. Όχι ότι είχα και τίποτα καλύτερο να κάνω.

Το κακό όμως ήταν ότι είχα. Δυστυχώς, όφειλα κι εγώ να βοηθήσω στην οργάνωση του σχεδίου, μιας και ήμουν άμεσα ενδιαφερόμενη. Δεν άντεχα όμως άλλο. Είχα κουραστεί να ασχολούμαι τόσο καιρό με τους Κέιν. Αυτά βέβαια τα σκεφτόμουν σε φάσεις όπως τώρα, που πεινούσα, ή που ήμουν κουρασμένη. Λίγο φαΐ και ξεκούραση, και το επόμενο πρωί θα ήμουν πάλι έτοιμη να ξεσκίσω τον ηλίθιο τον Κάρτερ Κέιν με τα ίδια μου τα δόντια.

Σήκωσα το βλέμμα, όταν ο Ντέβερελ έσπρωξε τα πόδια μου από το περβάζι και βολεύτηκε.

"Τι κάνεις εδώ πέρα;" με ρώτησε απομακρύνοντας τα μαύρα του μαλλιά από το πρόσωπό του. "Σε χρειαζόμαστε μέσα".

Αναστέναξα. Κλασσικός Ντέβερελ, η κόλλα της οικογένειας. Ίσως έφταιγε και η ηλικία του, δεν ξέρω,πάντως έπαιρνε πάντα το μέρος που είχε δίκιο. Πολύ εκνευριστικό.

"Βαρέθηκα τα σχέδια, Ντεβ" του είπα. Παρόλο που ήμασταν αδέρφια μόνο για τον έξω κόσμο, είχαμε τα ίδια γαλανά μάτια και μαύρα μαλλιά. Τύχη, υποθέτω. Ο Θεός μας βοηθούσε να στηρίξουμε το ψέμα μας, να επιβιώσουμε, χωρίς να μας κάνουν πειραματόζωα.

"Βαρέθηκες τα σχέδια;" επανέλαβε σαν να μην με άκουσε, ή σαν να μην ήθελε να με πιστέψει. "Να σου θυμίσω ότι θα έπρεπε να είσαι η πρώτη που να ζητάει εκδίκηση, ή όχι;"

"Αυτή τη στιγμή, το μόνο που θέλω είναι το ποτό" του είπα. "Αν δεν μπορείς να με βοηθήσεις, καλύτερα πήγαινε μέσα. Πώς θα οργανώσουμε σχέδιο χωρίς εσένα;"

Ο Ντέβερελ με πλησίασε και δεν πτοήθηκε όταν τον έσπρωξα μακριά. Με τράβηξε στην αγκαλιά του και ακούμπησε το μάγουλό του στην κορυφή του κεφαλιού μου.

"Είσαι ένα πολύ εκνευριστικό πλάσμα, Ρέιβεν" είπε. "Αλλά σ' αγαπάω. Και είναι δουλειά μου να σε φέρνω στα σωστά σου όταν παθαίνεις εκλάμψεις και σου έρχεται να τα βροντήξεις όλα στον αέρα".

"Τι λεξιλόγιο είναι αυτό;" του είπα πειρακτικά. "Στο πανεπιστήμιο τα μαθαίνεις αυτά;"

"Έχει πλάκα, ξέρεις. Δεν θα έβλαπτε να πήγαινες κι εσύ που και που".

"Πηγαίνω" είπα. "Απλώς δεν έχω όρεξη να τρώω στη μάπα όλους τους ανθρώπους που με κοιτούν και αρχίζουν να σχολιάζουν".

"Δεν βλέπουν κάθε μέρα μια γοτθική φιγούρα να τριγυρίζει στους δρόμους της Πανεπιστημιούπολης, Ρέιβεν".

"Αν αυτό είναι μπηχτή για τον τρόπο που ντύνομαι, έχω να σου πω-"

Ο Ντέβερελ σήκωσε τα χέρια του σε ένδειξη παραίτησης καθώς απομακρύνθηκα από την αγκαλιά του. "Δεν είπα τίποτα, μικρή. Αλήθεια".

Τον κοίταξα και αποφάσισα να μην δώσω συνέχεια.

"Πώς πάει μέσα;" ρώτησα αλλάζοντας θέμα.

"Τα ίδια. Η Έμπονι συνεχώς φωνάζει επειδή ο μπαμπάς δεν υιοθετεί ποτέ τα σχέδιά της, ο Κρις είναι μονίμως σύμφωνος με ό, τι αποφασίσει η μαμά και ο μπαμπάς, η Σκάι και ο Μπρένταν έχουν ήδη σκεφτεί από δέκα διαφορετικούς τρόπους να σκοτώσουν τον Βλάντιμιρ και το ασκέρι του..."

"Α, κατάλαβα... μια τρελή μάζωξη, μιας ακόμα πιο τρελής οικογένειας".

"Ακριβώς. Γι' αυτό θέλουμε εσένα, τη φωνή της λογικής, να βάλεις μια τάξη".

"Η μαμά και ο μπαμπάς τι λένε;"

"Ο μπαμπάς συμφωνεί κάπως με τον Μπρένταν, που, όπως και να το κάνεις είναι λιγότερο βίαιος από τη Σκάι, αλλά και πάλι, καμιά εναλλακτική δεν του κάνει. Η μαμά θα συμφωνήσει σε οτιδήποτε δεν σε θέτει σε κίνδυνο". Πήρα στην αγκαλιά μου τη Τζινξ και το βιβλίο και στάθηκα μπροστά στον Ντέβερελ.

"Η οικογένεια με χρειάζεται" είπα ποιητικά. "Πάμε".

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top