Κεφάλαιο 4
"Έπρεπε να δεις την μάνα μου πως καθάριζε σαν υστερική για να σας υποδεχτεί..." Ευτυχώς με αυτό που είπε μπορώ να ηρεμήσω ελάχιστα και να γελάσω στην εικόνα της κυρίας Στεφανίας να πιάνει την σκούπα και να καθαρίζει όλο το σπίτι.
"Γι'αυτό είναι φίλες αυτές οι δύο... φαίνεται έχουν πολλές ομοιότητες." Του λέω μέσα από τα γέλια μου καθώς τοποθετεί, με αρκετή χάρη μπορώ να πω για αγόρι, τα μικρά πιατάκια για το γλυκό.
"Γιατί δεν με χαιρετάς πλέον στο σχολείο Εύη; Κάτι μου λέει ότι με αποφεύγεις..." Βγάζει το ταψί με το γλυκό από το ψυγείο και αρχίζει να το κόβει σε κομμάτια ενώ εγώ προσπαθώ να μαζέψω τα λόγια μου.
"Ε... Εγώ απλά..." Κομπιάζω αφού δεν έχω προετοιμαστεί για να του μιλήσω. Και ξέρετε πόσο οργανωμένη θέλω να είμαι σε αυτά τα πράγματα αφού δεν έχω συνέχεια ευκαιρία να μιλάω με το πιο διάσημο αγόρι του σχολείου, όποια και να ήταν η σχέση μας στο δημοτικό.
"Εσύ απλά;" Με έχει καρφώσει για μία ακόμη φορά με το βλέμμα του και το μυαλό μου έχει εκραγεί.
"Δεν ήθελα να ζηλεύει η κοπέλα σου. Γιατί όπως και να το δεις, το να είσαι σε μία σχέση σημαίνει ότι πρέπει ο ένας με τον άλλο να έχουν εμπιστοσύνη και δεν θα πρέπει να υπάρχει ζήλια αμάμεσα. Αν και εγώ ποτέ δεν είχα μία σχέση, που αυτό δεν ξέρω γιατί το είπα αφού δεν κολλάει στην συζήτησή μας, έτσι πιστεύω πως είναι σωστό να γίνονται τα πράγματα τέλος πάντων." Για μία ακόμη φορά τα πήγα αρκετά καλά ώστε να αρχίσω να πολυλογώ χωρίς λόγο και να περάσω μπροστά στο σκορ από όλους τους ξενέρωτους του σχολείου. Σε λίγο θα με βραβεύουν με αυτές τις βλακείες που λέω.
"Και άμα σου πω ότι δεν υπάρχει κοπέλα πλέον, θα μου ρίχνεις ένα χαμόγελο τουλάχιστον και δεν θα τρέχεις σαν κυνηγημένη στους διαδρόμους για να με αποφύγεις; Ναι το έχω προσέξει, και ας νομίζεις πως είσαι αόρατη." Έχω στριμωχτεί στην γωνία του πάγκου, αρκετά μακριά του, ενώ ο ίδιος έχει καθίσει όσο πιο άνετα γίνεται στην καρέκλα, τρώγοντας μέσα από το ταψί το γλυκό χωρίς καν να κόψει δικό του κομμάτι. ΑΛΛΑ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΜΑΣ. Το θέμα είναι ότι έχει παρατηρήσει πόσο χαζά συμπεριφέρομαι όλα αυτά τα χρόνια γιατί απλά είμαι ντροπαλή και φοβάμαι να κοιτάξω την παρέα του, συγκεκριμένα αυτόν και τον Αλέξανδρο.
"Χώρισες με την Ελπίδα;" Αυτοί οι δύο ήταν το ζευγαράκι της χρονιάς και μου είναι πολύ δύσκολο να το πιστέψω.
Όπου και να στεκώσουν θα συζητούσαν τα νέα του ζευγαριού, αφού δεν τους ένοιαζε τίποτα άλλο παρά μόνο να φιλιούνται μπροστά σε όλους. Ήταν πολύ σπαστικό για εμένα να το ακούω όμως μετά από αρκετές φορές που τους είδα και η ίδια να φασώνονται στις τουαλέτες, στο προαύλιο ή ακόμα και στην τάξη μας, το συνήθισα. Για να πω την αλήθεια αυτή η Ελπίδα πάντα ήταν πολύ κακιά για τον Πάνο, άσε που είχε κάθε μέρα και από έναν άλλον για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές της παρορμήσεις. Λες και ήταν τίποτα λιοντάρι ή κάτι τέτοιο. Και αυτά γινόταν όταν ακόμα είχαν σχέση και φυσικά δεν ήθελε να μάθει τίποτα ο Πάνος, το μπαλαντέρ στην ουσία.
"Από το χαμόγελό σου δεν φαίνεται και πολύ να σε πείραξε τσούπρα. Τρέχει κάτι που δεν ξέρω;" Είχα αφαιρεθεί τόσο πολύ στις σκέψεις μου που δεν κατάλαβα ότι χαμογελούσα.
ΣΟΒΑΡΕΨΟΥ ΕΥΗ.
"Όχι."
"Καλά λοιπόν." Με κοιτάει ακόμα πιο πονηρά από πριν, και χώνει πάλι στο στόμα του το γλυκό.
"Ναι." Κοιτάω το ταψί που έχει μείνει το μισό από το γλυκό. Πολύ απλά το έφαγε χωρίς καν να τον νοιάζει.
"Τέλεια, τώρα θα μπορείς να με χαιρετάς γιατί δεν σκοπεύω να κάνω μία ακόμα σχέση. Μόνο μπελάδες είναι."
Αφού δεν απαντήσω με ρωτάει:"Εσύ δεν θέλεις να κάνεις σχέση;"
"Εμ όχι." Κατευθείαν στο μυαλό μου έρχεται ο Αλέξανδρος. Ο πρίγκιπάς μου με τα καστανά μαλλιά του και τα μελί μάτια του. Ε καλά και τα τατουάζ του είναι πολύ ωραία...
"Όπαα... Το ξέρω αυτό το βλέμμα. Ποιόν σκέφτεσαι μικρή ψευταρού; " Σηκώνει το ένα του φρύδι και περνάει το χέρι του μέσα στα ξανθά μαλλιά του.
"Κ- κανέναν..." Παίρνω βαθιές ανάσες για να μπορέσω να συγκρατήσω τον εαυτό μου πριν τα ξεράσω όλα στον Πάνο και μάθει ότι ακόμα είμαι κολλημένη με τον Αλέξανδρο. Αρκετά νομίζω ρεζίλι έχω γίνει και μόνο που του μιλάω.
Ξαφνικά εμφανίζεται ο Κωνσταντίνος μπροστά στην πόρτα και με σώζει από αυτήν την άβολη συζήτηση.
"Εύη κάποιος σε ψάχνει..." Απλώνει τα χέρια του στην κάσα της πόρτας και περιμένει να βγω, υποθέτω.
"Ποιός;"
"Δεν ξέρω άκουσα κάποιον να λέει: όλα τα άχρηστα μαζεύω." Γυρνάω υποτονικά τα μάτια μου για να μην πω καμία κακία και απλά περιμένω να σταματήσει να γελάει με τον Πάνο για να μου πει τι πραγματικά θέλει. Τα αγόρια απλά είναι ανώριμα...
"Πες τι θες." Του λέω για να σταματήσουν να γελάνε.
"Εγώ θα φύγω τώρα γιατί θα βγούμε με την παρέα. Θα έρθεις μαζί μας ή θα μείνεις με τον χ..." Κλείνω το στόμα του πριν προλάβει να πει τίποτα περισσότερο! Άμα καταλάβει ότι τον φωνάζει χλε χλε δεν θα φύγουμε από εδώ χωρίς άλλους τραυματισμούς.
"Θέλω να με πας σπίτι."
"Και θα φύγεις από τώρα; Η συζήτησή μας δεν τελείωσε Ευάκι..." Το χέρι μου παραμένει στο στόμα του γιατί ακόμα δεν τον έχω εμπιστοσύνη.
"Απλά πονάω και λίγο από το χτύπημα." Προσπαθώ να δικαιολογηθώ για να μπορέσω να φύγω από εδώ μέσα. Ο Κωνσταντίνος γλύφει την παλάμη μου με αποτέλεσμα να αηδιάσω και απλά να τον αφήσω.
"Λοιπόν Εύη εγώ θα φύγω με το αυτοκίνητο του φίλου μου οπότε σπίτι δεν θα σε πάμε. Όμως για μερικά ποτά μπορείς να έρθεις." Λες και δεν ξέρει ότι δεν πίνω ποτέ...
"Τότε καλά να περάσεις... Γερογλεντζέ..." Του λέω ειρωνικά και τον βλέπω να σηκώνει το μεσαίο του δάχτυλο σε εμένα με την πιο γελοία φάτσα. Θα τον σκοτώσω.
"Θα σε πάω εγώ στο σπίτι σου." Δεν την περίμενα αυτήν την προσφορά. Όχι δεν την περίμενα με τίποτα!
"Δεν νομίζω να χρειάζεται. Λογικά θα φύγουμε σε λίγο." Βγαίνω από την κουζίνα να για πάω στην τραπεζαρία όμως το χέρι του προλαβαίνει το δικό μου και με σταματάει απότομα πριν κάνω άλλα βήματα.
"Είπα θα σε πάω. Ούτος ή άλλος δεν συζητάνε κάτι ενδιαφέρον, ή καλύτερα κάτι πιο ενδιαφέρον από την συζήτησή μας. Εκτός άμα θέλεις να ακούσεις πως φτιάχνει η μάνα μου τα μελομακάρονα και πως η δικιά σου." Κοιτάω το πάτωμα για να μην φανεί το γέλιο μου.
"Έχεις δίπλωμα;" Ήταν η πρώτη ερώτηση που μου ήρθε στο μυαλό.
"Μηχανή οδηγώ Εύη, άρα ναι. Μην ανησυχείς δεν οδηγώ παράνομα. Δεν θέλω να σε σκοτώσω, ακόμα." Αυτό το χιούμορ με σκοτώνει. Σοβαρά. Το ίδιο και αυτά τα μπλέ μάτια που είναι υπερβολικά κοντά μου και δεν με αφήνουν να σκεφτώ λογικά.
"Δεν έχω ξανά ανέβει."
"Για όλα υπάρχει μία πρώτη φορά." Πιάνει τα κλειδιά της μηχανής του, μου φέρνει το σακάκι μου και το δικό του μπουφάν από μέσα και παίρνει το κράνος του. Και όλα αυτά έγιναν σε δευτερόλεπτα. Ναι λοιπόν είναι πολύ γρήγορος.
Αποχαιρετάμε τους μεγάλους και βγαίνουμε από την πολυκατοικία σε ένα πολύ άβολο κλίμα για εμένα, όμως σε ένα πολύ διασκεδαστικό κλίμα για αυτόν. Βλέπω την μαύρη μεγάλη μηχανή και έπειτα τον Πάνο να ανεβαίνει. Μου δίνει το κράνος του και αναγκαστικά το φοράω αφού δεν έχω άλλη επιλογή. Έχει τόσο πολύ κρύο που τα χείλη μου έχουν αρχίσει να τρέμουν.
"Θα ανέβεις;"
"Πώς;" Ναιπ, τόσο άσχετη είμαι.
"Απλά βάλε το πόδι σου εδώ και πιάσε την μέση μου άμα φοβάσαι τόοοσο πολύ." Κάνω αυτά ακριβώς που λέει χωρίς να μπορέσω να πω λέξη από το κρύο αλλά και από την ντροπή μου. Ακουμπάω την γυμνασμένη μέση του και ανατριχιάζω στην σκέψη ότι αυτό είναι κάτι ανώμαλο.
Ξαφνικά ξεκινάει την μηχανή και χωρίς δευτερόλεπτο παραπάνω έχει μπει στον δρόμο και πάμε με μεγάλη ταχύτητα στο σπίτι μου. Έχω τρομοκρατηθεί εντελώς, και ο παγωμένος αέρας έχει παγώσει όποιο σημείο του σώματός μου δεν είναι καλυμμένο από τα ρούχα μου. Ώρες ώρες νιώθω σαν καμία γρια που δεν ζεσταίνεται με τίποτα όμως και πάλι προτιμώ να είμαι ζεστή παρά προκλητική και με 40 πυρετό.
Μόλις φτάσουμε έξω από την μονοκατοικία μας δεν βλέπω την ώρα να κατέβω από την μηχανή και να βγάλω το κράνος από το κεφάλι μου.
"Πώς σου φάνηκε; Δεν έχω την καλύτερη μηχανή; Όλες οι γκόμενες πάντα κατεβαίνουν τόσο ενθουσιασμένες από την μηχανή μου."
"Ναι, ναι. Φανταστική εμπειρία." Τον ειρωνεύομαι και βαζω τα χέρια μου στις τσέπες για να ζεσταθούν.
"Πάλι παίζεις επικίνδυνα. Άσε που αφήσαμε μία συζήτηση στην μέση..."
"Δεν γουστάρω κάποιον Πάνο. Μην είσαι τόσο..."
"Τι; Υπερβολικός μήπως; Αφού το βλέπω στα μάτια σου Εύη. Κάποιος υπάρχει και αυτός είναι..."
"Όχι! Δεν είσαι εσύ εντάξει;" Δεν ξέρω γιατί το είπα αυτό. Το μόνο που κατάφερα είναι να κάνω χειρότερα τα πράγματα.
"Εγώ θα έλεγα τον Μάκη αλλά χαίρομαι που με ενημέρωσες."
"Μιλάμε για τον ίδιο Μάκη; Ο Μάκης που τρώει τις μύξες του για πρωινό;" Γελάει με αυτό που του είπα όμως είναι αλήθεια! Αηδιάζω και μόνο που το φαντάζομαι.
"Που θα πάει ερωτευμένη, θα τον βρω αυτόν που σε έχει κλέψει την καρδιά. Ευτυχώς που επιβεβαίωσε πως δεν είμαι εγώ, ούτε και ο Μάκης για να μου κάνεις την δουλειά πιο εύκολη." Βάζει το κράνος και με ένα χαμόγελο φεύγει αφήνοντάς με στην είσοδο του σπιτιού μου, ολομόναχη με τις σκέψεις μου.
Μήπως ήμουν υπερβολικά άνετη και όλο αυτό γυρίσει ανάποδα σε εμένα;
Μάλλον ποτέ δεν θα μάθουμε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top