Κεφάλαιο 15

"Μπαμπά! Σταμάτα το αυτοκίνητο! Θα τον πατήσεις!" Τσιρίζω μπροστά στον μπαμπά μου αφού η καρδιά μου έχει σταματήσει να χτυπάει. Ευτυχώς προλαβαίνει να πατήσει απότομα το φρένο αφού δεν τον είχε δει.

Κανένας δεν κατάλαβε την μηχανή εκτός από εμένα.

"Γαμώτο σας, τι έγινε; Τρακάραμε και με ξυπνάτε έτσι;" Βρίζει μέσα από την ανάσα του ο Κωνσταντίνος ενώ εγώ βγάζω την ζώνη μού για να βγω έξω από το αυτοκίνητο.

Για μια ακόμη φορά, τι στο καλό θέλει από εμένα;

Έπρεπε να αφήσω τον μπαμπά να τον πατήσει μπας και ησυχάσω!

Βγάζει το κράνος του ενώ για σίγουρα πρώτη φορά στην ζωή του, αφήνει την μηχανή όπου βρει.

Η μαμά μου ανοίγει διάπλατα το στόμα της ως ένδειξη ενθουσιασμού να υποθέσω και ο μπαμπάς μου παραξενεύεται.

"Εύη." Λέει ο Πάνος τρέχοντας προς το μέρος μου ενώ εγώ έχω σοκαριστεί. Τα κόκκινα μάτια του σε συνδυασμό με τους μαύρους κύκλους δεν μου δίνουν και την καλύτερη εντύπωση.

Όμως αντί να φύγω απλά κάθομαι και τον κοιτάω να με πλησιάζει με τα πιο μπερδεμένα καστανόξανθα μαλλιά που έχω δει ποτέ.

"Τι κάνεις πρωί πρωί εδώ; Θα σε πατούσαμε βρε αγόρι μου." Ανοίγει το παράθυρο η μαμά ενώ ο Πάνος δεν αφήνει το βλέμμα του από πάνω μου.

"Έπρεπε..." Ψάχνει τα λόγια του και το ίδιο κάνω και εγώ χωρίς όμως και πάλι να την κοιτάξει.

"Άντε χλε χλε. Δεν έχουμε όλοι την όρεξή σου." Σκάσε Κωνσταντίνε.

"Εμ... μαμά μπορείτε να περιμένετε ένα λεπτό;" Προτείνω όσο ακόμα έχω το μυαλό μου.

"Όχι! Μπορείτε να φύγετε... Θα την φέρω εγώ όπου και να πάτε. Θέλω να μιλήσω μαζί της." Προλαβαίνει να μιλησει ο Πάνος πριν απαντήσει η μαμά μου.

Πες όχι, πες όχι. Σε παρακαλώ.

"Εντάξει. Μην αργήσετε απλά." Μου ρίχνει ένα βλέμμα έγκρισης και εγώ, χαμένη στις σκέψεις μου δεν βγάζω μιλιά.

Και μέσα σε δευτερόλεπτα έχω μείνει χωρίς μπουφάν, κλειδιά, κινητό...

Μόνη μου με τον άνθρωπο που μέχρι εχθές μισούσα.

Και το κυριότερο από όλα είναι ότι μέσα στην βιασύνη μου δεν κατάλαβα καν ότι έβαλα κοντομάνικο! Κυριολεκτικά έχω αρχίσει να τρέμω ενώ το μόνο που κάνουμε είναι να κοιτάμε ο ένας τον άλλο ψάχνοντας τρόπους να ξεκινήσει η περιβόητη συζήτηση.

"Γιατί ήρθες; Δεν καταλαβαίνεις ότι με πλήγωσες;"

"Αν θυμάσαι καλά εσύ με πήρες! Τρόμαξα πως πάλι χτύπησες..."

"Δεν βγάζουν νόημα αυτά που λες! Από την μια με κατηγορείς ότι σε πήρα τηλέφωνο και σε ενοχλώ ενώ νοιάζεσαι για το αν χτύπησα; Τρέξε σε άλλα κορίτσια για να παίξεις Πάνο ή ακόμα καλύτερα παίξε ποδόσφαιρο που σου αρέσει και πολύ..." Τα τελευταία λόγια τα λέω ενώ τα χείλια μου έχουν ήδη μουδιασει και με τρεμάμενα δόντια.

"Μα... έλα πάρε αυτό." Σταματάει να μιλάει καθώς βγάζει το ζεστό μπουφάν του να μου δώσει. Η αλήθεια είναι πως το γλυκοκοιτάζω σαν παιδί που βλέπει καραμέλες.

"Δεν το θέλω. Παραβιάζει τους χαζοκανόνες σας." Ειρωνεύομαι ενώ του το δίνω και πάλι πίσω. Στο τέλος μου το περνάει ο ίδιος γύρω από τους ώμους μου λες και δεν έχει ακούσει τίποτα από ότι του είπα.

"Νομίζεις ότι δεν έχω παραβιάσει εγώ άλλους κανόνες για εσένα ή ότι είναι ο πρώτος;" Χαμογελάει και μετά σταματάει αμήχανα περιμένοντας από εμένα να μιλήσω.

"Α ναι; Και ποιός είναι αυτός;" Ενώ είμαι σίγουρη πως δεν θα απαντήσει, για μία ακόμη φορά με αμφισβητεί.

"Κανόνας Νο. 2: Δεν ακολουθώ ποτέ, κανένα κορίτσι από πίσω. ΠΟΤΕ."

"Τότε γιατί σε κρατάμε; Μην με ακολούθεις και τελειώνει η υπόθεση εδώ."

"Δεν γίνεται εντάξει; Θέλω να μου πεις πως θα με συγχωρέσεις μετά από αυτά που θα ακούσεις." Προτιμώ να τον αφήσω να μιλήσει αφού δεν έχω άλλη επιλογή.

"Δεν υπόσχομαι τίποτα." Τον διαβεβαιώνω ενώ μου πιάνει το χέρι.

"Μόνο οι μαμάδες έχουν δίκιο... Το ξέρω πώς δεν έχει σχέση με τις μαλακίες μου όμως άμα δεν υπήρχε αυτή σίγουρα τώρα θα συνέχιζα να σου κάνω την ζωή δύσκολη. Επειδή έτσι είμαι. Ένας μαλάκας." Πες μου ότι δεν είπε αυτο που νομίζω στην κυρία Στεφανία...

"Άμα αναρωτιέσαι τι της είπα μην ανησυχείς. Δεν ανέφερα ονόματα. Μόνο την κατάσταση. Γιατί ξέρω ότι με τέτοιο σόι που έχουμε δεν θα έβρισκα άκρη. Τώρα θα ήμουν στο νοσοκομείο από την παντόφλα της μάνας μου." Και μόνο στην εικόνα τους μου έρχεται να γελάσω και να κλάψω ταυτόχρονα. Παρόλο που ήθελα να κρατήσω ένα σοβαρό πρόσωπο δεν αντέχω και υποκύπτω στην δύναμη του γέλιου.

Κλαίω και γελάω ταυτόχρονα. Μπορεί να συμβεί αυτό;; Υποθέτω ότι εγώ το κατάφερα.

"Έλα μην κλαις. Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι όσο και αν εγώ ευθύνομαι για αυτό..." Ακουμπάει το πρόσωπό μου με το παγωμένο χέρι του. Κάνω κίνηση να του δώσω το μπουφάν του γιατί κυριολεκτικά έχει παγώσει όμως επιμένει να το κρατήσω.

"Συνέχισε..." Του λέω εμποδίζοντας τα υπόλοιπα δάκρυα να βγουν.

"Έκανα λάθος. Μεγάλο λάθος. Και θέλω να επανορθώσω. Όταν το είχα καταλάβει ήταν πολύ αργά. Πίστευα ότι η πουτάνα θα ζήλευε έστω και λίγο γιατί με πλήγωσε γαμώτο. Με πλήγωσε όταν γαμήθηκε με τον κολλητό μου. Και εσύ ήσουν το τέλειο κορίτσι. Όλες σε ζηλεύουν που είσαι τόσο αγνή. Μην τις ακους που λένε κακά λόγια. Από την ζήλια τους το κάνουν και είμαι σίγουρος για αυτό. Γι'αυτό και θέλω να σε βοηθήσω με τον Αλέξανδρο. Όσο και να τον αντιπαθώ θα έκανα τα πάντα για να με συγχωρέσεις. Γι'αυτό και σου είπα για τους κανόνες Εύη. Κανείς δεν ξέρει για αυτούς εκτός από εμάς και στο έχω ξανά πει. Συγχώρεσέ με."

Γιατί είναι τόσο πειστικός; Γιατί να σκέφτομαι άλλα και να νιώθω άλλα; Βλέπω τα κόκκινα μάτια του γεμάτα οίκτο και δεν το αντέχω. Τον βλέπω σε μια τελείως παρακμή του εαυτού του και δεν νομίζω να τον έχει δει άλλος άνθρωπος έτσι εκτός από εμένα.

Να τον συγχωρέσω;

Όχι.

Ναι.

ΌΧΙ!

Με πλήγωσε. Όμως γιατί νιώθω ότι το έχει μετανιώσει τόσο πολύ; Δεν έπρεπε από την αρχή να τον εμπιστευτώ όμως είναι πολύ αργά. Και χρειάζομαι την βοήθειά του για να κερδίσω τον Αλέξανδρο. Έτσι δεν είναι;

"Ναι." Βγάζω επιτέλους από μέσα μου χωρίς να σκεφτώ παραπάνω.

"Πλάκα κάνεις;" Ταράζεται μόλις ακούει την απάντηση μου.

Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό του που φτάνει μέχρι τα αυτιά του. Τα κόκκινα μάγουλά του από το κρύο έχουν γίνει ακόμα πιο κόκκινα από την χαρά του. Με λίγα λόγια αυτός και τα πατζάρια

"Όχι δεν κάνω. Όμως με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρχουν αλλά ψέματα μεταξύ μας. Και θα διορθώσεις ότι έγινε με την Ελπίδα!" Του υψώνω την φωνή μου όμως δεν δίνει σημασία πλέον. Απλά απαντάει συνεχόμενα με την λέξη 'ναι' μέχρι να με πάρει στην αγκαλιά του και να με σηκώσει μέχρι πάνω.

Το γιατί χάρηκε τόσο πολύ είναι αλλουνού πάπα ευαγγέλιο.

Αντί να με αφήσει κάτω κοιτάει μέσα στα μάτια μου σαν να έχει κερδίσει κάτι σημαντικό. Εγώ βλέπω τις θάλασσες που έχει αντί για μάτια και σκέφτομαι κατευθείαν κάτι απαλό και ήρεμο. Γι'αυτό και αφήνω τον εαυτό μου να κλείσει τα μάτια του και να απολαύσει αυτά τα δευτερολεπτα ηρεμίας που επιτέλους νιώθω μετά από τόσες εβδομάδες. Μόλις τα ανοίξω τα χείλια του Πάνου ορμάνε στα δικά μου κάνοντας την καρδιά μου να βγει έξω από το στήθος μου φωνάζοντας για βοήθεια.

Πανικοβάλομαι. Δεν έχω ιδέα τι πρέπει να κάνω σε αντίθεση με αυτόν που απλά έχει κλείσει τα μάτια του και με φιλάει. Γλυκά.

Νιώθω το αλκοόλ.

Σίγουρα ήπιε. Πώς αλλιώς θα ήταν τόσο ήρεμος; Πώς αλλιώς θα μπορούσε να απολογηθεί. Να μου πει επιτέλους ένα συγγνώμη.

Δεν το νιώθει. Με φιλάει απλά γιατί είναι μεθυσμένος.

Γι'αυτό και αποφασίζω να γευτώ λίγο ακόμη τα δικά του. Ελάχιστα δευτερόλεπτα ακόμα μόνο και μόνο για να είμαι προετοιμασμένη με τον Αλέξανδρο και μετά θα φύγω...

Μόλις μπλέκονται οι γλώσσες μας τότε είναι που καταλαβαίνω επιτέλους τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στην παραζάλη της ημέρας. Φυσικά και τραβιέμαι μακριά του και αυτός με αφήνει κάτω γουρλώνοντας τα μάτια του.

Γυρίζει την πλάτη μου σε εμένα κάνοντας κάτι που δεν κατάλαβα ακριβώς τι. Τρίβει τα μάτια του και συμπεριφέρεται σαν να μην έγινε τίποτα.

"Εμμ. Θα με πας λοιπόν;" Του λέω όμως δυστυχώς δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον.

"Που;"

"Που αλλού; Εσύ είπες ότι θα με πας στο χωριό μου..."

"Α ναι το ξέχασα τελείως. Γαμώτο απλώς πρέπει να περάσουμε από το σπίτι μου γιατί κρυώνω και σε σημεία που δεν θα έπρεπε." Φυσικά το μυαλό μου πάει στο ανώμαλο. Και ποιανού δεν θα πήγαινε δηλαδή!;

"Άμα δεν άφηνες τους γονείς μου να φύγουν αυτό δεν θα είχε συμβεί τώρα." Τον ειρωνεύομαι αφού όντως και εγώ θα είχα πάρει το μπουφάν μου, και βέβαια θα είχα κινητό.

"Και πάλι θα σε φιλούσα." Τρομάζω ενώ ταυτόχρονα ξαφνιάζομαι με την απάντησή του αφού δεν εννοούσα καθόλου αυτό που φαντάστηκε.

"Ε-εννοείς π-πως..." Να το και πάλι το τραύλισμα.

"Ξέχνα ότι είπα. Είμαι λίγο ζαλισμένος..." Θέλω να τον πιστέψω όμως δεν με βοηθάει και πολύ.

"Δηλαδή δεν μπορείς να οδηγήσεις;"

"Α καλά... Δεν με ξέρεις καλά φαίνεται. Ανέβα πίσω και πάμε."

"Την θέλω την ζωή μου Πανούλη. Να το ξέρεις."

Πώς μου ήρθε να τον πω Πανούλη τώρα;

Η κατάσταση γίνεται όλο και πιο περίεργη μεταξύ μας και δεν ξέρω πώς θα καταλήξει όλο αυτό.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top