Κεφάλαιο 1
"Εύη! Κατέβα να χαιρετήσεις τον αδερφό σου κορίτσι μου! Μόλις έφτασε το αγόρι μου."
Μάνα: Η γυναίκα που μπορεί να είναι στο διπλανό δωμάτιό και όμως να φωνάζει τόσο πολύ που την ακούει μέχρι και ο περιπτεράς. Ευτυχώς, για όλους μας, μένουμε σε μονοκατοικία.
"Τώρα έρχομαι..." Σηκώνομαι με τα χίλια ζόρια από το κρεβάτι μου για να κατέβω τις σκάλες. Οι χριστουγεννιάτικες διακοπές δεν έχουν έρθει ακόμα και δεν νομίζω να επιτρέπεται να αφήσει την σχολή του, όμως θα το προσπεράσω αυτό.
Το χαμόγελο της μάνας μου είναι τόσο μεγάλο που φτάνει μέχρι τα αυτιά της καθώς αγκαλιάζει τον Κωνσταντίνο από τον λαιμό του. Ναι ο Κωνσταντίνος είναι πολύ πιο ψηλός από την μαμά γι'αυτό και φαντάζεστε την όλη κατάσταση, δεν χρειάζεται να εξηγήσω πόσο άβολη είναι η θέση του!
"Έκπληξη να υποθέσω;" Ρωτάω τον μπαμπά μου ο οποίος μόλις τώρα έφτασε για να δώσει μία 'ανδρική' αγκαλιά στον Κωνσταντίνο μόλις επιτέλους τον άφησε η μαμά μου να αναπνεύσει.
"Ναι Εύη! Δεν σου έλειψα;" Ρωτάει ειρωνικά και φυσικά σηκώνει το φρύδι του. Η αλήθεια είναι πως λίγο... τόσο δα... μου έλειψε. Πήγε Αθήνα πριν ένα χρόνο μόλις έμαθε ότι πέρασε στην γυμναστική ακαδημία και από τότε δεν είχε έρθει να μας επισκεφθεί ούτε μία φορά. Κι όμως ξέρω όλοι τι σκέφτεστε! Αυτό το βούρλο έγραψε καλά πανελλήνιες και πέρασε γυμναστική ακαδημία.
Συμβαίνουν και αυτά.
"Πώς, πως... Όλη μέρα αυτό σκεφτόμουν!" Τον ειρωνεύομαι ακόμα πιο πολύ, απλά γιατί μου αρέσει να τον πειράζω.
"Μίλα καλύτερα τον αδερφό σου Ευμορφία!" Το γεγονός ότι οι μαμάδες ποτέ δεν καταλαβαίνουν τα αστεία; Και που στο καλό θυμήθηκε το Ευμορφία τώρα; Απλά κατεβάζω το κεφάλι μου γιατί δεν έχω όρεξη να ασχοληθώ. Ο Κωνσταντίνος βρήκε κατάλληλη ευκαιρία να μου μπερδέψει τα μαλλιά μου και να περάσει στο σαλόνι.
"Φάγατε μεσημεριανό αγόρι μου; Μήπως θέλεις να σου κάνω τίποτα; Να σου φέρω ένα κομμάτι παστίτσιο απο το μεσημέρι; Ω θεέ μου είναι πέντε η ώρα!" Τον ρωτάει ανήσυχη η μαμά καθώς πηγαίνει πέρα δώθε από την χαρά της.
"Δεν φάγαμε μαμά και δεν υπάρχει περίπτωση να πω όχι στο παστίτσιο σου..." Της λέει και κατευθείαν τρέχει στην κουζίνα να ετοιμάσει το φαγητό.
"Πώς και ήρθες; Δεν έχετε μαθήματα ακόμα;" Τον ρωτάω αφού μείνουμε επιτέλους μόνοι.
"Ναι, και; Πότε πήγαμε στο μάθημα για να πάμε τώρα;" Απαξιώ να απαντήσω... Απλά ξεφυσσάω με τα λόγια του και προσπαθώ να σκεφτώ κάτι άλλο για να μην ξεκινήσουμε καυγά πάλι...
"Εσύ μικρή, ακόμα φλώρα είσαι; Να φανταστώ, συνεχίζεις να κάνεις παρέα με εκείνον τον χλε χλε τον Πάνο; Ή πλέον είσαι μόνο με την Ξένια;" Γελάει τόσο πολύ με αυτό που είπε λες και εφήβρε το επίθετο χλε χλες... Με ενοχλεί που μου το ρίχνει έτσι στα μούτρα ενώ ξέρει ότι δεν κάνουμε πλέον τόσο πολύ παρέα μαζί του... και η Ξένια μην φανταστείτε τίποτα παράλογο, ή ξαδέρφη μας είναι που τώρα θα τελειώσει και αυτή το σχολείο και αναγκαστηκά θα είμαι επισήμως μόνη μου για μία ακόμη χρονιά στο Λύκειο μέχρι να περάσω και εγώ σε κάποια σχολή.
"Δεν ήρθες εδώ για να μιλήσουμε για τα προσωπικά μου!" Μπλέκω τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου κάπως παραπονεμένη με αυτό που είπε με αποτέλεσμα να τον κάνω να με λυπηθεί. Είμαι και η πρώτη πονηρή αλεπού!
"Έλα τώρα! Μην στεναχωριέσαι... Θα έρθεις μαζί μας στο μπαρ την επόμενη φορά έτσι για να ζηλέψει ο χλε χλες..." Με αγκαλιάζει τόσο σφιχτά και μπερδεύει για μία ακόμη φορά τα μαλλιά μου με τα χοντρά δάχτυλά του.
"Δεν φταίει αυτός... Και εγώ απομακρύνθηκα από την παρέα του και-" Του λέω όμως δεν παίρνω απάντηση κάτι που με κάνει να παραξενεύτω. Μα φυσικά και δεν παίρνω γιατί ΈΧΕΙ ΉΔΗ ΑΡΠΆΞΕΙ ΤΟ ΠΑΣΤΊΤΣΙΟ ΚΑΙ ΤΡΩΕΙ ΣΑΝ ΓΟΥΡΟΎΝΙ!
"Είναι τέλειο μαμά!" Προσπαθεί να φωνάξει για να τον ακούσει στην άλλη άκρη του σπιτιού... Αυτό δεν είναι σπίτι, γήπεδο είναι!
"Εγώ πάω στο δωμάτιό μου." Του λέω για να τον αφήσω να συζητήσει με την μαμά που μόλις τώρα μπήκε στο σαλόνι.
"Για να διαβάσεις βρε φλώρα; Αφού Παρασκευή είναι μην ανησυχείς! Θα ποτίσεις άλλη μέρα τα κλαδιά σου." Γυρίζω τα μάτια μου ως ένδειξη, απλής αδιαφορίας.
"Αν θέλεις να ξέρεις δεν ποτίζουμε τα κλαδιά! Στην ρίζα ρίχνουμε νερό Κωνσταντίνε!" Του βγάζω την γλώσσα έξω και μου το ανταποδίδει.
"Ήρεμα εσείς οι δύο! Δεν πρόλαβες να έρθεις πειράζεις την καημένη την αδερφή σου. Θα έπρεπε να είστε αγαπημένα βρε... να μην αφήνετε κανέναν να περνάει από πάνω σας..." Και κάπως έτσι ξεκίνησε η καθημερινή κατήχηση με την κυρία Δήμητρα ή ως γνωστών 'μαμά'. Κλείνω τα αυτιά μου με τα δάχτυλά μου και τον αφήνω να απολαύσει όλη την πανέμορφη συζήτηση με την μητέρα μας... Έκανε και κάτι καλό ο Κωνσταντίνος.
Ανεβαίνω στο δωμάτιό μου χωρίς να έχω καμία ιδέα για το τι θα κάνω σήμερα. Η αλήθεια είναι πως θα είχα στο πρόγραμμα μου να διαβάσω όμως τώρα που με λέει φυτό δεν θέλω ούτε κάν να τα δω τα σχολικά βιβλία. Θα έπαιρνα τηλέφωνο την Ξένια για να δω άμα θα βγει με τους φίλους της, και να την ρωτήσω δηλαδη άμα με θέλουν, όμως φέτος θα δώσουν πανελλήνιες και δεν βγαίνουν τόσο συχνά όσο παλιά. Όποτε αποφασίζω να μην χάσω χρόνο και να δω μία σειρά από το λάπτοπ.
Αφού έχω κουκουλώσει κάθε σημείο του σώματός μου με την κουβέρτα μου, και φυσικά έχω μαζί μου προμήθειες από διάφορα πατατάκια, ποπ κορν, νάτσος, είμαι έτοιμη να ξεκινήσω τον μαραθώνιο. Με αυτές τις προοπτικές θα μπορούσα να μείνω μία εβδομάδα στο ίδιο σημείο χωρίς ούτε καν να σηκωθώ, όμως δυστυχώς έχω ζωή! Ξαφνικά ακούω το σταθερό να χτυπάει δίπλα μου και δεν θέλετε να φανταστείτε που πήγαν τα ποπ κορν, ή μάλλον καλύτερα που δεν πήγαν! Απορώ πως βρέθηκε αυτό εδώ... ποτέ δεν παίρνω εγώ τηλέφωνο, και το εννοώ αυτό. Άσε που οι εξελιγμένοι άνθρωποι επικοινωνούν πλέον με τα κινητά, όμως οι γονείς μου δεν ανοίκουν ακόμα σε εκείνη την κατηγορία. Προφανώς ούτε και οι φίλοι τους.
"Μαμά! Τηλέφωνο!" Την φωνάζω για να έρθει να το πάρει.
"Ποιος είναι κορίτσι μου;" Με ρωτάει καθώς ανεβαίνει και μόλις δω την αναγνώριση παθαίνω ακόμα ένα καρδιακό. Ήταν η κυρία Στεφανία, ή αλλιώς, η μάνα του Πάνου... Αυτές οι δύο ήταν κολλητές από παλιά. Δεν έχω ιδέα πως γνωρίστηκαν, όμως ξέρω ότι μέσω της παρέας τους εγώ είχα γνωρίσει τον Πάνο. Κάθε μήνα σχεδόν συναντιόμασταν σε ένα από τα δύο σπίτια, πλέον όμως έχουμε να συναντηθούμε πάνω από εξάμηνο! Οι μαμάδες ακόμα μιλάνε αλλά δεν έχουμε κάνει κάποιο τραπέζι ούτε και μας έχουν καλέσει.
Της το δίνω χωρίς δεύτερη σκέψη και πέφτω πάλι σε λήθαργο. Κάποια στιγμή επιτέλους το κλείνουν και μας αφήνουν να απολαύσουμε την σειρά μας χωρίς να χασκογελάνε ή να φωνάζουν και να μας αποσπάνε την προσοχή.
"Σήμερα είμαστε καλεσμένοι σε τραπέζι. Θα πάμε στους Δημητροπουλέους σαν παλιά!" Φωνάζει από τον κάτω όροφο κάτι που με κάνει να φανταστώ το τεράστιο χαμόγελο που θα έχει τώρα. Σε αντίθεση με τα δικά μου μούτρα.
"Τι; Σε ποιούς θα πάμε;" Με χάνετε...
"Αμάν μωρέ Εύη... Στους Μιτσοπουλέους..." Ανοίγει την πόρτα ο Κωνσταντίνος και γελάει με το αστείο του... Που το βρήκε τόσο κρύο χιούμορ ένας Θεός ξέρει!
"Πώς είσαι έτσι καλέ;" Με δείχνει και χτυπάει τα χέρια του σαν φώκια.
"Δεν είναι και τόσο αστείο αυτό!" Φωνάζω και βγάζω την κουβέρτα από πάνω μου...
"Υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να καθίσω εδώ μαμά;" Πραγματικά δεν έχω όρεξη να μιλήσω με κανέναν... Ο Πάνος κάνει παρέα με άτομα που πλέον δεν γουστάρω...υπάρχει μία εξαίρεση βέβαια, όμως και πάλι όλοι λένε πως η παρέα τους είναι τα bad boys και καλά...
"Όχι είπα θα έρθετε όλοι και δεν ακούω κουβέντα! Ντύσου όμορφα για να εντυπωσιάσεις τον όμορφο Πάνο! Άκουσα πως έχει πλέον τα πιο γαλανά μάτια σε όλο το σχολείο!"
"Α έτσι Ευμορφία... γι'αυτό δεν θέλεις να πας. Μήπως κάτι τρέχει με τον Πανούληηη;" Ωχ θεέ μου τι λέει βαρέστε τον!
"Όχι Κωνσταντίνε, έπεσες έξω και πάλι.." Ξεφυσσάω και ανοίγω την ντουλάπα για να βρώ κάτι καλό να φορέσω. Εντάξει δεν θα πάω και με την πιτζάμα τουίτι!
"Ότι και να βάλεις θα τον ανάψεις μωρό μου!" Με ειρωνεύεται και του πετάω το μαξιλάρι μου για να φύγει επιτέλους από τα πόδια μου.
"Δεν με παρατάς λέω εγώ;"
Τώρα μόνο ένα πράγμα με απασχολεί... Πως θα μιλήσω στον Πάνο μετά από τόσο καιρό;
Δώσε μου κουράγιο θεέ μου...
Καινούργιο βιβλίο λοιπόν...
Ελπίζω να σας αρέσει! Καλή ανάγνωση σε όλους❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top