Κεφάλαιο 19
Πάνος POV
"Παιδιά μου γιατί είστε μόνα μέσα; Δεν θα έρθετε στην βόλτα μας;"
Τι σκατά; Ποιά γαμημένη βόλτα;
"Εμ γιαγιά έψαχνα την χτένα μου και δεν την έβρισκα. Ετοιμαστείτε και ε-ερχόμαστε." Λέει προσπαθώντας να μην πανικοβληθεί, όπως δηλαδή κάνει πάντα αλλά μπορώ να καταλάβω πότε προσπαθεί υπερβολικά να το κρύψει.
Αυτή η γιαγιά φταίει για όλα.
"Πες της ότι δεν θα πάμε." Την προστάζω με το πιο άγριο βλέμμα μου μπας και με φοβηθεί.
Αλλά όπως έχω πει πολλές φορές. Η Εύη δεν με φοβάται. Δηλαδή όχι πλέον.
"Αυτό θα το αποφασίσω εγώ!" Ανοίγει ελάχιστα το στόμα της για να βγάλει αυτή την πρότασή αφού τα χείλια της είναι πρησμένα ακόμα από τα φιλιά.
Κατεβάζει απότομα την μπλούζα της, όχι ότι πρόλαβα να την ανεβάσω, και ανοίγει την δεξιά παλάμη της περιμένοντας να της δώσω κάτι;
"Μπορείς να μου πεις τι τρέχει μαζί σου; Τι θες να σου δώσω;" Γυρνάει για ένα δευτερόλεπτο το κεφάλι της προς την πόρτα και μου δίνει να καταλάβω πως θέλει τα κλειδιά.
Δεν νομίζω να της τα δώσω τόσο εύκολα.
"ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΑΝΕΤΟΣ;"
Μόνο να ήξερε πόσο άνετος δεν είμαι. Ειδικά ο φίλος μου κάτω, που είναι και ανυπόμονος, δεν είναι καθόλου άνετος.
Αλλά τι μπορώ να κάνω όταν την βλέπω να κάνει νευρικές κινήσεις; Μόνο που τα μαλλιά της δεν ξερίζωσε ακόμα.
"ΤΟΥΙΤΙ. ΗΡΕΜΗΣΕ." Σηκώνομαι στο ύψος της, παρολο που είμαι πολύ ψηλότερός της, και ακουμπάω τους ώμους της. Την ταρακουνάω για λίγα δευτερόλεπτα ώστε να ξυπνήσει από όποιον εφιάλτη πάλι νομίζει πως βλέπει. Όπως και το βράδυ που κοιμήθηκε στο σπίτι μου μετά πο το κλαμπ... Τότε που υποσχέθηκα στον εαυτό μου οτι θα έκρυβα τον ενθουσιασμό μου του πόσο όμορφη έμοιαζε ακόμα και εξαντλημένη.
Κατευθείαν πέφτει στον θώρακά μου, κλείνοντας τα μάτια της απαλά και δεν τα ξανά ανοίγει. Με το ζόρι αναπνέει.
Την σκότωσα;
Τυλίγει τα μικροσκοπικά χέρια της στην μέση μου και ψυθιρίζει κάτι που μου ακούγεται σαν συγγνώμη. Δίνει τουλάχιστον ένα σημάδι ζωής.
"Δεν... Δεν ήθελα να σου φωνάξω περισσότερο." Είναι τα τελευταία της λόγια πριν αρχίσει να κλαίει.
Κλαίει.
ΚΛΑΙΕΙ!
Τι έκανα πάλι λάθος; Δεν της άρεσε που την φίλησα;
Το μόνο που καταφέρνω να κάνω μέσα στην ατυχία μου είναι να της χαϊδέψω τα μαλλιά.
"Γιατί κλαις ρε Εύη γαμώ... Σε παρακαλώ σταματά μέχρι να φύγουν και οι υπόλοιποι και το συζητάμε μετά." Έχει αρχίσει να κλαίει δυνατά και είμαι σίγουρος πως οι λυγμοί της ακούγονται έξω από αυτή την πόρτα.
Πρέπει να τους πω ότι θα μείνουμε σπίτι.
Πώς θα την βγάλω έτσι έξω; Θα λένε ότι την βίασα!
Ο μόνος άνθρωπος που θα με ακούσει είναι ένας. Η Μαμά της.
Την βάζω να καθίσει στο κρεβάτι ενώ τα χέρια της ακόμα δεν με αφήνουν να κουνηθώ. Κάνω μια απότομη κίνηση για να ξεφύγω όμως με κοιτάει στα μάτια παίζοντας με τα αισθήματά μου.
"Θα πάω για ένα λεπτό μέσα. Εντάξει;"
Δεν απάντησε. Απλά σκούπισε την μύτη της με το μανίκι της και μπόρεσα να ξεφύγω.
Ξεκλειδώνω την πόρτα καθώς τους βρίσκω όλους μαζεμένους στην πόρτα.
Ακόμα καλύτερα για εμένα.
"Κυρία Δήμητρα... Επειδή είμαστε κουρασμένοι καλύτερα λέμε να καθίσουμε σπίτι να σας περιμένουμε. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με αυτό;" Με κοιτάει σαν τα λόγια μου να μην την έδωσαν κάποια οπτική εξήγηση αλλά ευτυχώς για εμένα δεν φέρνει αντίρρηση και απλά την συνοδεύω μέχρι έξω.
"Είναι σίγουρα καλά η Εύη; Μήπως θέλει να της μιλήσω;"
"Ναι. Αφήστε το πάνω μου. Το ξέρετε ότι πάντα την προσέχω."
Καλά ίσως εγώ να προκάλεσα τα προβλήματα της, όμως αδιαμφισβήτητα πάντα την προσέχω!
"Σε εμπιστεύομαι αγόρι μου. Μην με απογοητεύσεις." Πρώτη φορά μου μιλάει πιο σοβαρά. Σαν να γνωρίζει τι συμβαίνει.
"Αποκλείεται." Δίνω ένα πειστικό χαμόγελο όταν ακούω τους λυγμούς να επανέρχονται μέσα στο δωμάτιο.
Πρέπει να βιαστώ.
Την ίδια στιγμή ο Κωνσταντίνος εμφανίζεται οδηγώντας το αυτοκίνητο με τέρμα την μουσική.
Φυσικά το γαμημένο γυαλί δεν λείπει από το στυλ καθώς κατεβάζει το παράθυρο για να ακούσω τους στίχους:
Πίσω απ' το τιμόνι κάνω μπίζνες.
Χαμηλώνει την μουσική καθώς η ξαδέρφη του γελάει και τσιρίζει μπροστά μου για να ακουστεί.
"ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΝΩ ΜΠΙΖΝΕΣ ΧΛΕ ΧΛΕ..." Ανεβάζει τα γυαλία του για να μου κλείσει το μάτι και έπειτα περιμένει ανυπόμονος την απάντησή μου.
Δεν θα το κάνω την χάρη αλλά η γιαγιά...
"Κωνσταντίνε μου! Μην ακούς αυτή την μουσική παιδουδι μου. Είναι του διαβόλου. Κλεισ'την γρήγορα πριν μας ακούσει η θεία η Μαρίκα και αρχίσει να ρωτάει. Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά."
Ο Κωνσταντίνος βέβαια δεν τον ενδιαφέρει ότι και να λέει όμως την μουσική ούτος ή άλλος την είχε κλείσει. Μπαίνουν η γιαγιά με τον παππού και την Ξένια που παρέμεινε στο αυτοκίνητο για να πάνε από ότι κατάλαβα στο εστιατόριο. Δεν είναι πολύ μακριά από εδώ γι'αυτό και οι γονείς τους θα περπατήσουν.
Τέλος μου κάνει νόημα η Κυρία Δήμητρα να προσέχω. Φαίνεται ανήσυχη.
Ρίχνω και εγώ ένα βλέμμα:Πίστεψέ με θα την φροντίσω και ευτυχώς με πιστεύει.
Κλείνω την πόρτα για να την ακούσω να μιλάει. Ποιός μπορεί να μπήκε μέσα στο δωμάτιο πριν το καταλάβω;
Στέκομαι δύο βήματα πριν την πόρτα του δωματίου για να ακούσω ποιός είναι πριν μπουκάρω μέσα.
"Σ-σε πιστεύω. Όμως γιατί τώρα να μου φ-φερθεί καλά; Τ-τι θέλει πάλι από εμ-εμένα;" Μπορώ να ξεχωρίσω την τρεμάμενη φωνή της από χιλιόμετρα μακριά.
Υποθέτω πως μιλάει στο τηλέφωνο γιατί την απάντηση δεν την ακούω.
"Θ-θα το σκ-σκεφτώ. Πρέπει να κ-κλείσω. Αντίο."
Αυτό ήταν. Άμα είναι αυτός που νομίζω, σίγουρα θα με κλείσουν στην φυλακή. Κυριολεκτικά αυτή την φορά.
"Ποιός ήταν;" Πριν καθίσω δίπλα της και δω από κοντά τα πρησμένα μάτια της, σταυρώνω τα χέρια μου στην μέση περιμένοντας μία απάντηση.
"Εμ... Ένας φίλος της Ξένιας." Τρομάζει βλέποντας με να μπαίνω απότομα μέσα.
"Τουίτι, θέλω και εσύ να μου λες την αλήθεια. Δεν θέλω να σε κάνω να μου την πεις με άλλον τρόπο γιατί υποσχέθηκα κάτι."
"Και εγώ ξέρω ότι ο δεύτερος κανόνας σου άλλα λέει."
"Όχι πάλι αυτή την συζήτηση..." Στριφογυρίζω τα μάτια μου αγανακτώντας. ΑΦΟΥ ΤΟΥΣ ΕΧΩ ΑΛΛΑΞΕΙ ΤΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΗΣ.
"Ναι Πάνο! Πάλι αυτή η συζήτηση! Γιατί άμα δεν μου πεις την αλήθεια θα γίνουμε και πάλι δύο απλοί γνωστοί και αυτός που θα πονέσει δεν θα είμαι εγώ αυτή την φορά!"
ΜΕ ΑΠΕΙΛΕΙ;
"ΓΑΜΩΤΟ! ΤΙ ΣΟΥ ΕΙΠΕ; ΑΥΤΟΣ ΉΤΑΝ Ε; Ο ΓΑΜΗΜΕΝΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ."
"Δεν υπάρχει περίπτωση να σου πω. Και γιατί να πρέπει να σου πω; Αφού δεν χρωστάω τίποτα σε εσένα. Εσύ μάλλον χρωστάς πολλά."
Αρπάζω το κινητό της από τα χέρια της και σηκώνοντας το ψηλά δεν φτάνει να το πάρει παρόλο που με εκλιπαρεί. Σιγά μην της το δώσω.
Πάω στις επαφές και βλέπω το όνομά του πρώτο πρώτο γραμμένο έτσι:
Αλέξανδρος💘💝💖💗💓💞💕
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι ο ίδιος και ότι θα γίνει της...
"Είσαι ότι χειρότερο έχω δει τους τελευταίους μήνες! Σταμάτα! Σταμάτα να μου συμπεριφέρεσαι έτσι! Δεν το καταλαβαίνεις ότι είναι κακό; Πάρ'το απόφαση ότι δεν σου ανήκω! Δεν μπορείς να με κοροϊδεύεις οπότε θέλεις και μετά να με φιλάς! Δεν μπορείς να μου λες πως θα ήθελες να κοιμηθείς στην γιαγιά μου ενώ το μόνο που θέλεις είναι να την σπάσεις στον κολλητό σου γεμίζοντας ψέματα τους πάντες! Φύγε τώρα γιατί δεν θέλω να κλάψω ποτέ ξανά μπροστά σου."
Τα εννοεί αυτά που λέει; Με θεωρεί έναν ψεύτη;
Μάλλον της έκανα πολλά για να το πιστεύει αυτό όμως τις τελευταίες ώρες κάνω προσπάθεια να της δείξω τα αισθήματά μου! Δεν μπορεί μία γαμημένη στιγμή να είναι ευγνώμων;
"Και τι θέλεις να κάνω; Να σε αφήσω; Κανένα πρόβλημα! Με ανώριμα δεν κάνω παρέα..." Λέω παραπάνω πράγματα από όσα θέλω όμως σιγά μην την παρακαλέσω! Εγώ είχα φήμη, φίλους, γκόμενες πριν με αποτρελάνει!
"ΤΗΝ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΑΛΉΘΕΙΑ ΘΕΛΩ!"
Έβρισε, και ύψωσε την φωνή της σε εμένα.
Αυτό δεν είναι καλό. Καθόλου καλό.
Την κολλάω στον τοίχο μιλώντας όσο πιο σίγουρα μπορώ πριν εκραγώ.
"Την αλήθεια την ξέρεις. Ο Αλέξανδρος δεν ξέρω τι σου είπε αλλά εγώ δεν φταίω σε τίποτα παραπάνω από αυτά που έχω απολογηθεί ήδη! Γι'αυτό άμα δεν με πιστεύεις, καλύτερα για εμένα. Υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές. Να τα φτιάξεις με τον βρωμιάρη τον Αλέξανδρο. Μπίχλας είναι άμα θέλεις να ξέρεις και δεν θα μπω σε λεπτομέριες για να μην αηδιάσεις."
Για κάποια στιγμή χάνω τον έλεγχο. Χάνομαι στα ολοκάστανα μάτια της που με κοιτάνε με μίσος. Προσπάθει να με διώξει από πάνω της. Σπρώχνει το σώμα μου με όλη της την δύναμη Αλλά δεν καταφέρνει τίποτα. Το μόνο που καταλαβαίνω είναι το εμφανές μίσος της για εμένα.
"Τι περιμένεις; Φύγε!"
"Σ'αγαπώ πολύ για να σε αφήσω με αυτόν τον μαλάκα." Βγάζω με μια αναπνοή όλες αυτές τις λέξεις συνεχίζοντας να κοιτάω τα πανέμορφα χαρακτηριστικά της που με κάνουν να χανω τα λόγια μου κάθε γαμημένη φορά.
"Άμα με αγαπούσες θα με άφηνες να πάω με όποιονδηποτε άλλο εκτός από εσένα."
Έχει δίκιο.
Το ξέρω πλέον.
Κάνω την μία μαλάκια πίσω από την άλλη... Με πίσω βήματα ανοίγω την πόρτα και βγαίνω. Και δεν την ξαναβλέπω.
Δεν θέλω να φύγω ακόμα. Δεν θέλω να αθέτησω την υπόσχεση μου στην μαμά της. Θα την προσέχω μέχρι αύριο το πρωί που θα φύγω πριν καταλάβει κανείς τίποτα...
(...)
Ή ώρα έχει πάει 9 και αφού δεν ακούω πλέον το κλάμα της ανησυχώ. Αποφασίζω να περπατήσω όσο πιο αθόρυβα μπορώ μέχρι το δωμάτιό της για να δω τι κάνει. Ίσως να μπορέσω να τα φτιάξω... Αλλά ποιον κοροϊδεύω; Πότε ξανά δεν θα με συγχωρέσει.
Βλέπω την πριγκίπισσα μου να κοιμάται με το μισό βιβλίο που διάβαζε ανοιχτό και το στόμα της κλασσικά μισάνοιχτο. Βρίσκω μία κουβέρτα για να την σκεπάσω και να επιστρέψω και πάλι πίσω. Δεν με χωράει το δωμάτιο.
Μόλις η κουβέρτα την σκεπάζει ανοίγει διάπλατα τα μάτια της τινάζοντας τα πόδια της.
"Εγώ είμαι. Είπα μήπως ήθελες να σε σκεπάσω και..." Κάνω μια προσπάθεια να δικαιολογήσω την κίνησή μου.
Γρήγορα όμως κλείνει ξανά τα μάτια της κάνοντας χώρο για να ξαπλώσω δίπλα της.
Δεν χάνω καμία ευκαιρία και απλώνω τα πόδια μου στο διπλό κρεβάτι, κάνοντάς την να χαμογελάσει στον ύπνο της και να με αγκαλιάσει μια ακόμη φορά.
Ελπίζω να με συγχώρεσε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top