Κεφάλαιο 11

"Ευμορφία! Κορίτσι μου για όνομα του Θεού πρέπει να πάω στην δουλειά!" Η μάνα μου έχει περάσει έξω από το δωμάτιό μου για χιλιοστή φορά αυτό το πρωί. Όμως εγώ δεν έχω όρεξη ούτε το πόδι μου να κουνήσω.

Ευτυχώς κλειδώνω την πόρτα, αλλιώς θα ερχόταν να μου τραβήξει το πάπλωμα.

"Σήκω, είναι η τελευταία σας μέρα βρε Εύη." Αυτή την φορά την ακούω λίγο πιο ήρεμη και έτσι μπορώ να πάρω δύναμη και να ανοίξω την πόρτα χωρίς να φοβάμαι ότι θα τραυματιστώ από καμία υπτάμενη κατσαρόλα.

Έχουν και από αυτά τα φονικά όπλα οι μαμάδες. Από πείρα σας το λέω.

"Μωρή βλαχάρα, σήκω και πες την μαμά να σταματήσει να φωνάζει. Δεν κατάλαβες ότι γύρισα αργά έχθες;" Πετάγεται και η τσου τσου από πίσω. Παίρνω την απόφαση να βγω από το δωμάτιό μου και να πάω στην τουαλέτα, αφού με αφήσουν όλοι τους στην ησυχία μου.

Μόνο να ήξεραν τι συμβαίνει τις τελευταίες μέρες.

Βάζω ότι βρω στην ντουλάπα μου στα γρήγορα και φτιάχνω πρόχειρα μία τσάντα με τα απαραίτητα. Όλο το βράδυ προετοίμαζα τι θα πω στην Ξένια ώστε να μην με περάσει για: τρελή, ψυχοπαθή, και περίεργη.

Τώρα που το σκέφτομαι, το πιθανότερο είναι να πάω στο σχολείο σαν ζόμπι με τόσες λίγες ώρες ύπνου. Ευτυχώς είχα στείλει από το βράδυ μήνυμα στην ξαδέρφη μου να περάσει από το σπίτι μου και να περπατήσουμε μαζί. Μένει αρκετά μακριά από το σπίτι μας όμως θα την φέρει η Θεία Ειρήνη και θα πάμε μαζί. Της είπα ότι είναι μεγάλη ανάγκη και δέχτηκε.

Κατεβαίνω τις σκάλες για να βάλω παπούτσια και να χαιρετήσω τους γονείς μου. Ο Κωνσταντίνος, ως συνήθως, κοιμάται.

"Δεν θα φας πρωινό εσυ;" Με ρωτάει με το κλασσικό περίεργο ύφος ανάκρισης.

"Όχι, λες και δεν ξέρεις πως το πρωί δεν τρώω." Μου ξεφεύγουν τα λόγια λίγο πιο σκληρά από ότι σκόπευα. Φυσικά η μαμά πειράχτηκε και ο μπαμπάς, ανενόχλητος, συνεχίζει κανονικά να πίνει τον καφέ του. Είμαι 100% σίγουρη ότι μου έχει ακόμα νεύρα από την προηγούμενη εβδομάδα που πήγα στο μπαρ και δεν επέστρεψα σπίτι το βράδυ.

"Καλά θα ήταν να έτρωγες." Αποφασίζει να μιλήσει ο μπαμπάς για να μας βγάλει από την δύσκολη θέση. Αλλιώς θα ξεκινούσαμε καυγά πρωινιατικα και δεν έχω όρεξη.

"Εντάξει, θα προσπαθήσω. Εγώ φεύγω θα τα πούμε το μεσημέρι." Χαιρετάω και τους δύο και βγαίνω από το σπίτι με την ελπίδα ότι η Ξένια είναι από έξω. Και φυσικά έπεσα μέσα.

"Καλημέρα..." Της λέω και την αγκαλιάζω.

"Καλημέρα Εύη μου. Πώς είσαι;"

"Έχουμε τόσο καιρό να μιλήσουμε που νομίζω ότι έχω ξεχάσει την φωνή σου."

"Μια από τα ίδια. Περιμένω πως και πως αυτές τις διακοπές για να ηρεμήσω λίγο από το πιεσμένο πρόγραμμα αλλά που! Άσε που οι γονείς μου, είπαν σήμερα πως θα πάμε χωριό για λίγες μέρες." Μωρέ λες να πάμε και εμείς και να μην μου το έχουν πει;

"Υποθέτω πως θα πάμε μαζι;"

"Το πιθανότερο. Καλύτερα μαζί σου παρά μόνη μου." Δείχνει πολύ κουρασμένη για να την πρήξω με τα δικά μου θέματα.

"Συμφωνώ." Απαντάω μονολεκτικά, αφού άμα μιλήσω παραπάνω σίγουρα θα πετάξω κάτι που δεν θέλω. Θα αρχίσει μετά να ρωτάει και εγώ θα βρεθώ στην θέση να πρέπει να εξηγήσω.

"Τελικά τι συμβαίνει; Δεν μου φαίνεσαι πολύ χαρούμενη."

"Δεν είναι τίποτα, απλώς υπερβάλλω και το ξέρεις." Της λέω ενώ πλησιάζουμε στην πύλη του σχολείου.

"Εγώ ξέρω πώς ο Πάνος έρχεται προς τα εμάς." Χαμογελάει σε αντίθεση με τα δικά μου μούτρα με αυτήν την είδηση. Όντως, γυρνάω το πρόσωπό μου και τον βλέπω να τρέχει προς τα πάνω μας.

"Επ... Περίμενα μήνυμά σου εχθές όμως δεν μου έστειλες." Με σταματάει πριν καν προλάβω να μπω μέσα στο σχολείο. Αφού δεν έχω το τηλέφωνό του, πως υποτίθεται περίμενε μήνυμα;

"Καταρχάς γιατί και πως να σου στείλω άμα δεν έχω το κινητό σου;"

"Χαίρομαι που το ζητάς με αυτόν τον τρόπο όμως θα μπορούσες απλά να μου πεις: Πανουλή, εγώ η Εύη, που σε γουστάρω τρελά κατά βάθος, θα ήθελα να πάρω τον λατρεμένο, απο πολλά κοριτσάκια, αριθμό σου για να μην ξαναχαθούμε ποτέ ποτέ ποτέ!"

Ο χειρότερός μου εφιάλτης μόλις έγινε πραγματικότητα.

Όλο το σχολείο κοιτάει τον Πάνο να μιλάει κοριτσίστικα και την Ξένια δίπλα μου να έχει πάθει εγκεφαλικό με το γεγονός ότι εγώ, η πιο φλώρα και από την έννοια των φλώρων, να μιλάω με τον Πάνο. Δεν μπαίνω σε λεπτομέριες τι πιστεύει όλο το σχολείο για τον Πάνο αλλά τα ξέρετε ήδη.

Ξεροβήχω για να μπορέσω να συνεφέρω τον εαυτό μου στην πραγματικότητα και δίνω εντολή στην Ξένια να μας αφήσει μόνους μας, αφού την υποσχέθηκα βέβαια να της εξηγήσω τα πάντα.

Όταν λέω τα πάντα εννοώ την παραμικρή λεπτομέρεια.

"Γιατί επιμένεις τόσο πολύ;"

Εντάξει, μπορεί να θέλω λίγο να δείχνω σκληρή, όμως κατα βάθος, μου αρέσει που μου δίνει σημασία. Δεν έχω πρόβλημα να είμαστε 'φίλοι' και να με βοηθήσει με τον Αλέξανδρο, όμως δεν θέλω να αρχίσει πάλι την ίδια κοροϊδία. Γιατί αυτό που κάνει ακόμα και τώρα μπροστά σε όλο το σχολείο λέγεται κοροϊδία.

"Δώσε μου το κινητό σου." Αποφεύγει λοιπόν την ερώτησή μου και εγώ απελπισμένη ανοίγω την τσάντα μου και του το δίνω.

Αφού κάνει μια αναπάντητη στο δικό του τηλέφωνο, μου το δίνει στα χέρια και με κοιτάει με ένα περίεργο χαμόγελο.

"Τι;" Του λέω και σφίγγω τα χέρια μου κάτω από το στήθος. Η αλήθεια είναι ότι πάγωσαν από την στιγμή που τα έβγαλα έξω από την τσέπη του μπουφάν μου γι'αυτό και προτίμησα να τα ξαναβάλω μέσα και να εστιάσω στην γκρινιάρικη έκφρασή μου.

"Τίποτα."

Τίποτα; Τι σημαίνει το τίποτα;

Τίποτα... Καλά το πιθανότερο είναι να μην ξέρει τι σημαίνει, οπότε τον συγχωρώ.

Την ίδια στιγμή που ο εγκέφαλός μου προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τα γεμάτα νόημα γαλάζια μάτια του, ο δικός του εγκέφαλος σκέφτεται να κάνει κάτι που πιθανότατα δεν θα μου αρέσει. Γι'αυτό και ξεκινάω να περπατάω ώστε να μπω στο προαύλιο, πριν μας δει όλο το σχολείο και έχουν ακόμα έναν λόγο για να με σχολιάζουν.

"Θα σε πάω εγώ μέχρι μέσα." Με ακολουθεί αυξάνοντας λίγο το βήμα του για να με φτάσει.

"Θεωρείς ότι είναι καλή ιδέα;" Τον ρωτάω γεμάτη νόημα αφού με το παγωμένο χέρι μου του δείχνω την Ελπίδα με την Άννα να είναι δέκα βήματα πίσω μας.

"Ναι είναι γαμάτη ιδέα." Με αρπάζει από τα γόνατα και με στυλ νύφης με πηγαίνει στον χώρο προσευχής. Με στυλ νύφης επαναλαμβάνω!

Για κάποιο λόγο πλέον δεν κρυώνω. Μόνο ζεσταίνομαι και νιώθω πως τα πόδια μου δεν θα με κρατήσουν μόλις αποφασίσει να με αφήσει κάτω.

Δεκέμβριος μήνας και ο Πάνος έχει ορέξεις για να θυμώσει το φαν κλαμπ του.

"Άσε με κάτω!" Χτυπάω την πλάτη του φυσικά τόσο ελαφρά που ίσα ίσα το αισθάνεται.

"Πρόσεχε μην χτυπήσεις τα χέρια σου γιατί μετά ποιος θα κάνει μασάζ την πλάτη μου;"

Χα χα.

Εντάξει το παραδέχομαι, ήταν αστείο. Όμως δεν φταίω που είμαι καλός άνθρωπος και δεν θέλω να τον δείρω...

Με αφήνει κάτω επιτέλους καθώς προσπαθώ να κρύψω το ανεξήγητο χαμόγελό μου. Για κάποιο λόγο, σκύβει πολύ χαμηλά και αγγίζει το μάγουλό μου με τα σκληρά δάχτυλά του.

Μόνο με αυτό το άγγιγμα τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα και η καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Μα γιατί δεν μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου που να πάρει η ευχή;!

Μου δίνει ένα μαλακό φιλί στο μάγουλο και μετά εξαφανίζεται από προσώπου γης που λένε. Με αφήνει μόνη στα επιθετικά βλέμματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσω μόνη.

Πρώτα από όλα πρέπει να βάλω τον εαυτό μου σε μία σειρά γιατί άμα συνεχιστεί αυτό το τρέμουλο, με βλέπω να μένω παρθένα καμία ζωή. Και παρόλο όλες τις αντιστάσεις που έβαλα στον εαυτό μου, τελικά ήταν θέμα δευτερολέπτων να του δώσω το κινητό μου.

Σκέτα... Α καλά. Ούτε το autocorrect δεν με θέλει να βρίσω.

Μπαίνουμε στην τάξη για να πάρουμε παρουσίες και ο Πάνος έρχεται για να καθίσει δίπλα μου. Αναμενόμενο. Τελευταία στιγμή όμως εμφανίζεται ο Αλέξανδρος από πίσω του και τον τραβάει στο μέρος του επιθετικά, λες και έχει συμβεί κάτι μεταξύ τους που δεν πρέπει να μάθει κανένας άλλος.

Προσπαθώ να καταλάβω τι του λέει τόσο έντονα και γιατί ο Πάνος φαίνεται τόσο νευριασμένος. Με κοιτάει στα μάτια έτοιμος να κάνει φόνο. Κάνει μία απότομη κίνηση να φύγει από το γερό κράτημα του Αλέξανδρου όμως δεν τον αφήνει. Ίσα ίσα υψώνει τον τόνο της φωνής του τόσο δυνατά για να γυρίσουν όλοι να δουν τους, μέχρι σήμερα, κολλητούς να μαλώνουν τόσο δυνατά που μπορούμε να ακούσουμε την συζήτησή τους.

"Γιατί ρε μαλάκα δεν το κόβεις εδώ και τώρα;" Σφίγγει λίγο περισσότερο το κράτημα του ο Αλέξανδρος, μέχρι να πεταχτεί η φλέβα του στο χέρι του.

"Και εσύ τι ζόρι τραβας; Δικιά μου είναι η ζωή, και σου είπα να μην ανακατεύεσαι άμα δεν σου αρέσει αυτό που κάνουμε. Άντε μην θυμίσω τις δικές σου μαλακιες και γίνουμε κώλος και βρακί!"

"Το καημένο το κορίτσι είχε την δική του ζωή μέχρι να την χαλάσεις. Να ξέρεις ότι σιγά σιγά θα την καταστρέψεις, όπως πάντα κάνεις."

"Ως εδώ!" Είπε την τελευταία πρόταση ο Πάνος καθώς χτυπάει με το γόνατό του το ευαίσθητο σημείο όλων των αντρών.

Ο Αλέξανδρος πέφτει με την μία στο πάτωμα και είναι θέμα δευτερολέπτων να έρθουν οι καθηγητές να τους χωρίσουν.

Όμως εμένα, μόνο ένα πράγμα με νοιάζει.

Ποιό είναι το κορίτσι που καταστρέφει ο Πάνος;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top