Κεφάλαιο 9(μέρος β): Το σχέδιο
Σηκώνομαι να πάω να τον πιάσω αλλά ζαλίζομαι. Λίγο πριν ακουμπήσω στο έδαφος νιώθω δύο ζεστά χέρια να με πιάνουν.
«Δεσποινίς είστε καλά;» μου λέει ο άγνωστος καθώς με βοηθά να καθίσω πάλι στο παγκάκι. Θέλω να τον ευχαριστήσω που δεν με άφησε να σωριαστώ στο έδαφος αλλά ακόμη ζαλίζομαι και δεν νιώθω ικανή να μιλήσω. Αφού παίρνω μερικές βαθιές ανάσες, δοκιμάζω πάλι.
«Σας ευχαριστώ, είμαι καλύτερα τώρα», καταφέρνω να πω αλλά φαίνεται από το ύφος του ότι δεν πείστηκε. Με κοιτάζει εξεταστικά και κάνω κι εγώ το ίδιο. Είναι ένας μεγαλύτερος άντρας, φρεσκοξυρισμένος, περιποιημένος με το μπλε κουστούμι του. Ίσως επέστρεφε από την δουλειά του τέτοια ώρα και σίγουρα στο σπίτι θα τον περιμένουν. Κι όμως φαίνεται ανήσυχος για μένα μία άγνωστη κοπέλα που βρήκε να σωριάζεται μπροστά του.
«Θα ήθελες να ειδοποιήσω κάποιον; Ή έστω να σε συνοδέψω μέχρι το σπίτι σου;»
«Όχι αλήθεια είμαι καλύτερα τώρα. Σας ευχαριστώ πολύ για την βοήθεια».
«Τουλάχιστον άσε με να καθίσω μαζί σου μέχρι να νιώσεις καλύτερα, εντάξει;
«Εντάξει».
«Πώς σε λένε;»
«Μέλια».
«Χάρηκα Μέλια, εμένα με λένε Πολ».
«Κι εγώ χάρηκα, είστε πολύ ευγενικός. Μένετε εδώ στην γειτονιά;»
«Εμ, ναι εδώ γύρω. Εσύ;»
«Εγώ πρόσφατα μετακόμισα εδώ».
«Για σπουδές;»
«Όχι, για θεραπεία. Έχω καρκίνο». Γιατί το είπα τώρα αυτό; Τόσο καιρό δεν το έχω πει σε κανέναν που έχω γνωρίσει εδώ. Τώρα γιατί το είπα σε έναν άγνωστο; Δεν καταλαβαίνω!
«Λυπάμαι» είναι το μόνο που λέει. Τι να πει άλλωστε; Κι αυτός κι εγώ και όλος ο κόσμος όταν ακούει για καταστάσεις σαν τη δική μου, λυπάται. Τι άλλο να κάνει; Να χαίρεται;
«Το χρώμα σου έφτιαξε. Φαίνεσαι καλύτερα τώρα».
«Ναι έτσι είναι αυτές οι ζαλάδες έρχονται και φεύγουν απροειδοποίητα».
«Είσαι σίγουρα καλά για να μείνεις μόνη σου;»
«Ναι μην ανησυχείτε. Το έχω συνηθίσει. Πρέπει να πιάσω και τον σκύλο μου που κρύβεται στους θάμνους και έρχεται και η φίλη μου όπου να' ναι».
«Εντάξει τότε».
«Ναι σας ευχαριστώ και πάλι πάρα πολύ».
«Μην με ευχαριστείς! Ο καθένας στη θέση μου το ίδιο θα έκανε. Τα λέμε Μέλια».
Τον χαιρέτησα κουνώντας το χέρι μου. Καθώς έφευγε ήμουν σίγουρη από τον τρόπο που με χαιρέτησε ότι κάπου τον είχα ξαναδεί τον κύριο Πολ αλλά μετά θυμήθηκα που μου είπε ότι μένει στην γειτονιά. Φυσικό ήταν να τον είχα συναντήσει κάπου εδώ γύρω κι άλλη φορά. Κοίταξα τριγύρω για να αποφασίσω από πού θα ξεκινούσα να ψάχνω τον Καίσαρα όταν μία τσιριχτή φωνή και ένα επίμονο γαύγισμα αντήχησε παντού.
«Μέλιαααα».
«Γιατί φωνάζεις βρε παιδί μου;»
«Το τέρας σου.. ήρθε μόνο του.. στην πιτσαρία και.. μου γαύγιζε και με τραβούσε και.. και.. νόμιζα ότι κάτι έπαθες..» είπε η Σάρα ανάμεσα στο λαχάνιασμα της. Ήταν φανερό ότι έτρεχε σε όλο το δρόμο.
«Όπως βλέπεις είμαι μια χαρά. Μόνο που ο Καίσαρας σήμερα ήταν λίγο άτακτος και μου ξέφυγε».
«Και γιατί έκανε έτσι;» είπε καθώς καθόταν στο παγκάκι.
«Που να ξέρω βρε Σάρα γιατί έκανε έτσι ο Καίσαρας; Δεν είμαι σκύλος!»
«Είσαι καλά όμως ε;»
«Όχι πέθανα και αναστήθηκα ξανά μέχρι να' ρθεις».
«Έλα, κρυάδες».
«Έ μα, τι να σου πω; Ερώτηση είναι αυτή που κάνεις; Αφού με βλέπεις» άνοιξα τα χέρια μου σαν να παρουσιάζομαι και η τρελή η φίλη μου με τράβηξε να κάτσω δίπλα της στο παγκάκι.
«Ανησύχησα, χαζή!» είπε καθώς με αγκάλιασε. Ο Καίσαρας που τόση ώρα μύριζε τριγύρω ανήσυχος, ήρθε και κουλουριάστηκε μπροστά στα πόδια μας με υψωμένα όμως τα αυτιά του σε θέση επιφυλακής.
«Δεν υπάρχει λόγος, είμαι μια χαρά βρε Σάρα, αφού με βλέπεις».
«Καλά, καλά εντάξει σε είδα είσαι καλά, λήξη συναγερμού».
«Θες γυμναστική πάντως» της λέω κοιτάζοντας τη λοξά και σφίγγομαι, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για την αγκωνιά που έρχεται, αμέσως μετά.
«Ήμουν ανήσυχη εντάξει; Και έτρεχα σαν τρελή για να έρθω εδώ».
«Είναι μισό τετράγωνο μακριά» είπα πνίγοντας το γέλιο μου.
«Ας αλλάξουμε θέμα».
«Τι θέμα δηλαδή;»
«Χμ, ας μιλήσουμε για το αγόρι στην πιτσαρία».
«Εμ, ναι όσο για αυτό.. συγνώμη Σάρα».
«Για τι πράγμα ζητάς συγνώμη βρε βούρλο; Αφού είχες δίκιο! Είναι θεός! Και μας προσκάλεσε σε κλαμπ αύριο βράδυ!»
Έμεινα να την κοιτάζω σαν χάνος. Για ποιο αγόρι μου μιλάει τώρα η τρελή; Αφού δεν υπάρχει αγόρι στην πιτσαρία, έτσι της το είπα για να με αφήσει να πάω στο πάρκο.
«Μέλια; Hello; Που πετάς;»
«Εμ, πουθενά εδώ είμαι».
«Ναι καλά! Δεν πιστεύω να σου έχει γυαλίσει κι εσένα ο Ντέιβ;»
«Όχι, δεν τον ξέρω καν».
«Αυτό σου έλειπε! Έχεις ολόκληρο παίδαρο να λιώνει στα πόδια σου.. Δεν μπορείς να τους έχεις όλους». Απλά αναστέναξα και την κοίταξα με το βλέμμα που λέει 'είσαι τρελή παράτα με!' Το κατάλαβε και μαζεύτηκε.
«Πάμε να πάρουμε τις πίτσες μας τώρα; Τις παράτησα πάνω στον πάγκο και έφυγα. Κι όχι τίποτα άλλο θα με περάσει για καμιά τρελή το παιδί!»
«Μα είσαι τρελή!»
«Άλλο αυτό! Πάμε, σου είπα», ούρλιαζε τραβώντας με να σηκωθώ από το παγκάκι και να πάω μαζί της.
******
Εντωμεταξύ σε κάποιο σπίτι λίγο πιο μακριά από το πάρκο μία σοβαρή συζήτηση λάμβανε μέρος. Ο άντρας με το μπλε κουστούμι στεκόταν μπροστά από το μεγάλο γωνιακό γραφείο φτιαγμένο από μαόνι. Πίσω από το γραφείο, καθισμένος στην τεράστια καρέκλα του σαν θρόνο, βρισκόταν ο άντρας που λάμβανε όλες τις αποφάσεις που τους αφορούσαν.
«Που ήσουν;» ρώτησε κοιτάζοντας τον.
«Συνάντησα το κορίτσι» απάντησε καθώς καθόταν στην καρέκλα απέναντι του.
«Και;»
«Είναι εύκολος στόχος και αρκετά ευάλωτη αυτή τη στιγμή».
«Ωραία! Τότε ξέρεις τι πρέπει να κάνεις;»
Ο άντρας με το μπλε κουστούμι άπλωσε το χέρι του και κράτησε εκείνο του συνομιλητή του «Ζακ είσαι σίγουρος για αυτό;»
«Απόλυτα!» είπε με στόμφο τραβώντας το χέρι του μακριά από το άγγιγμα του.
«Μα είναι ένα αθώο κορίτσι γιατί να το μπλέξουμε σε όλα αυτά; Σίγουρα θα βρούμε άλλο τρόπο».
«Όχι. Θα γίνει όπως τα έχουμε συμφωνήσει».
«Όπως θέλεις», είπε καθώς σηκώθηκε να φύγει. «Αλλά να ξέρεις ότι δεν συμφωνώ», συνέχισε κρατώντας το χερούλι της πόρτας.
«Δεν είσαι εδώ για να λες την γνώμη σου, Πολ», απάντησε χωρίς καν να σηκώσει τα μάτια του από τα έγγραφα μπροστά του.
Ο άντρας με το μπλε κουστούμι βγήκε απογοητευμένος από το γραφείο ενώ ο Ζακ έμεινε να σκέφτεται αυτό που μόλις διέταξε να γίνει. Ίσως να υπήρχε άλλος τρόπος αλλά δεν υπήρχε χρόνος. Ήταν απαραίτητο να καταφέρει να πείσει τον Κίραν και ο μόνος τρόπος να γίνει άμεσα ήταν αυτός. Τον είχε δει πώς κοιτούσε το κορίτσι. Ο ανόητος ήταν ήδη ερωτευμένος μαζί της κι ας μην το ήξερε.
Όμως δεν είχαν χρόνο για τέτοια. Ο αδερφός του έπρεπε να υπακούσει. Δεν υπήρχε άλλος χρόνος για να παριστάνει τον φυσιολογικό έφηβο. Έπρεπε να αναλάβει τις υποχρεώσεις του. Όλοι τους έπρεπε. Είχε έρθει η ώρα το σχέδιο να μπει σε εφαρμογή και ήταν σίγουρος ότι όλοι θα έπαιρναν αυτό που τους άξιζε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top