Κεφάλαιο 9 : Μια απρόσμενη συνάντηση
Την επόμενη μέρα τεμπελιάσαμε με τη Σάρα στο σπίτι. Ξυπνήσαμε το μεσημέρι και δεν είχαμε όρεξη ούτε τις πιτζάμες μας να αλλάξουμε. Είχε και η μητέρα μου ρεπό και αφού μαγειρέψαμε και φάγαμε μέχρι να πονέσει η κοιλιά μας, καθίσαμε και οι τρεις μαζί στο σαλόνι να δούμε μια ρομαντική ταινία. Φυσικά το υπέροχο σώμα μου δεν άντεξε τόσο πολύ φαί σε συνδυασμό με το κοκτέιλ χαπιών, έτσι κατέληξα στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας να βρίσκομαι στο μπάνιο και να αδειάζω τα περιεχόμενα του στομαχιού μου. Κρίμα το σουφλέ.
Η μητέρα μου αράδιασε στη Σάρα το πρόσφατο ξέσπασμα μου για την πισίνα όπου ήθελα να πηγαίνω και κατέληξα να ακούω κήρυγμα και από εκείνη. Το κεφάλι μου, που είχε αρχίσει να βουίζει επικίνδυνα λίγο μετά το φαγητό, δεν άντεχε άλλο θόρυβο και έτσι τις παράτησα τις δυο τους στο σαλόνι να γκρινιάζουν η μία στην άλλη για μένα. Εγώ, πήρα την «απαράδεκτη» συμπεριφορά μου και την έβαλα για ύπνο.
Όταν ξύπνησα πάλι είχε νυχτώσει. Η μητέρα μου και η Σάρα καθόντουσαν στο χαλί του σαλονιού και έπαιζαν Jenga, ακούγοντας μουσική. Κάθισα μαζί τους και στην επόμενη παρτίδα που έπαιξα κι εγώ, παρ'ότι αγουροξυπνημένη τις νίκησα και τις δύο χωρίς καθόλου κόπο. Καθώς διαμαρτύρονταν ότι δεν παίζω σωστά, κλέβω και όλο έτσι κάνω, η κοιλιά μου άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα. Σκάσαμε και οι τρεις στα γέλια και τους ανακοίνωσα ότι θα πάω να φέρω πίτσα.
Η μητέρα μου με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που-θα-πας-μες-το-βράδυ-άρρωστο-κορίτσι και η Σάρα σηκώθηκε για να έρθει μαζί μου.
«Θα έρθω κι εγώ μαζί σου για βόλτα» είπε η Σάρα καθώς σηκωνόταν.
«Η πιτσαρία είναι στη γωνία. Δεν θα πάθω κάτι μέχρι εκεί» είπα και στις δύο με έντονη την αγανάκτηση μου.
«Είμαι όλη μέρα μέσα, για βόλτα θέλω να έρθω» επέμεινε η Σάρα.
«Κάνε ότι θες. Εγώ πάω να ντυθώ».
Φόρεσα ένα απλό τζιν, ένα φούτερ και τα αθλητικά μου, έπιασα τα μαλλιά μου μία ψηλή αλογοουρά και ήμουν έτοιμη. Η Σάρα όμως ήθελε να ντυθεί πιο ωραία. Με ένα κόκκινο κολάν και ένα μαύρο πλεκτό φόρεμα που έκανε τουλάχιστον πέντε λεπτά να βρει μέσα στη βαλίτσα της. Μάλιστα αφού την περίμενα δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά να ντυθεί, να φτιάξει τα μαλλιά της και να χτενιστεί, με κατσάδιασε κιόλας γιατί δεν ντύνομαι πιο θηλυκά. Την διαολόστειλα και ξεκινήσαμε να φύγουμε. Όμως ο Καίσαρας είχε σταθεί μπροστά από την πόρτα, γκρίνιαζε και δεν μας άφηνε να φύγουμε. Επειδή δεν είχε βγει ούτε αυτός έξω όλη μέρα, του έβαλα το λουρί του και τον πήραμε μαζί.
Μετά τον απογευματινό μου ύπνο είχα ακόμη πονοκέφαλο αλλά δεν ήταν τόσο έντονος όσο πριν. Είχα μια τεράστια επιθυμία να πάω στο πάρκο αλλά αν το έλεγα στη Σάρα δεν θα ήθελε να έρθει. Λίγο πριν φτάσουμε στην πιτσαρία ήξερα τι έπρεπε να κάνω.
«Σάρα, πήγαινε εσύ να παραγγείλεις τις πίτσες και μέχρι να γίνουν θα πάω τον Καίσαρα στο πάρκο. Οκ;»
«Βαριέμαι να περιμένω..Πάμε να παραγγείλουμε τις πίτσες και πάμε αύριο στο πάρκο. Άλλωστε είναι βράδυ, που θα τρέχεις στο πάρκο με το τέρας νυχτιάτικα;» γκρίνιαξε η Σάρα.
Ο Καίσαρας μούγκρισε ενοχλημένος.
«'Ωχου, έχεις συνωμοτήσει με την μάνα μου για να με τρελάνετε έτσι;»
«Ρε Μέλια βαριέμαι να περιμένω...»
«Δεν θα βαριέσαι μόλις δεις το παιδί που δουλεύει εκεί», της λέω μπας και σταματήσει την γκρίνια. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω δει κανένα παιδί να δουλεύει στην πιτσαρία αλλά ξέρω ότι αυτό θα πιάσει με την Σάρα.
«Τι σχέση έχει τώρα αυτό; Επειδή είναι βράδυ στο λέω και ανησυχώ για σένα».
«Στο πάρκο ακριβώς απέναντι σου θα πάω. Δεν θα με φάει ο κακός ο λύκος. Έλεος πια!» της είπα για άλλη μια φορά αγανακτισμένη.
«Καλά θα πάω αλλά το καλό που σου θέλω μέχρι να γίνουν οι πίτσες να είσαι πίσω, εντάξει;»
«Μην ξεχάσεις την δική μου με έξτρα μανιτάρια!!» της φωνάζω καθώς απομακρύνομαι με τον Καίσαρα.
«Μωρό μου, μόνο εγώ μπορώ να σε λέω τέρας ε;» λέω του Καισαράκου μου, πειράζοντας την μουσούδα του.
Στο πάρκο επικρατεί μια γαλήνια ατμόσφαιρα. Δεν είναι πολύ μεγάλο για τα δεδομένα του Λονδίνου αλλά τα δέντρα είναι ψηλά και τοποθετημένα με τρόπο που δεν βλέπεις ιδιαίτερα τα γύρω κτίρια. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που παρατήρησα και μου άρεσε σε αυτό το μέρος. Η αίσθηση που σου δίνει ότι ενώ ξέρεις ότι είσαι στην καρδιά του Λονδίνου, μπορείς εύκολα να φανταστείς ότι είσαι σε ένα άλλο μέρος, σε ένα δάσος ίσως. Τώρα πώς γίνεται αυτό το δάσος να έχει φώτα και αναπαυτικά παγκάκια ας πούμε ότι είναι μέρος της διευκόλυνσης της φαντασίωσης.
Δεν είναι κανένας άλλος τριγύρω, οπότε αποφασίζω να λύσω τον Καίσαρα ώστε να μπορεί να πάει όπου θέλει χωρίς να με τραβάει. Κάθομαι στο παγκάκι, λέγοντας του Καίσαρα να τον βλέπω και να μην πάει μακριά, για να απολαύσω την σύντομη μοναξιά μου στο γαλήνιο πάρκο. Δεν κάνει κρύο και κλείνω ενστικτωδώς τα μάτια για να προσπαθήσω να ηρεμήσω το σφυροκόπημα στο κεφάλι μου.
Τότε ο Καίσαρας αρχίζει να γαυγίζει. Ανοίγω απότομα τα μάτια μου και ψάχνω με το βλέμμα μου να βρω τον Καίσαρα. Είναι λίγο πιο πέρα και γαυγίζει σε έναν θάμνο. Σίγουρα κανέναν σκίουρο θα εντόπισε πάλι. Ένα ρίγος διαπερνά το σώμα μου και νιώθω να κρυώνω. Φωνάζω του Καίσαρα να έρθει κοντά μου αλλά εκείνος επιμένει να γαυγίζει και να γρυλίζει στο θάμνο. Σηκώνομαι να πάω να τον πιάσω αλλά ζαλίζομαι. Λίγο πριν ακουμπήσω στο έδαφος νιώθω δυο ζεστά χέρια να με πιάνουν.
******
(θα έχει και β' μέρος αλλά δεν πρόλαβα να το γράψω...)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top