Κεφάλαιο 8: Το δείπνο (μέρος γ)
Όταν ο Κίραν είπε «Έλα, πάμε να φύγουμε από εδώ» δεν φαντάστηκα ότι θα πηγαίναμε και πολύ μακριά, όπως και έγινε. Φύγαμε από την αίθουσα με τους πίνακες αθόρυβα και χωρίς να μας καταλάβουν. Μπήκαμε μέσα σε μία πόρτα στην άλλη μεριά του διαδρόμου. Πίσω της κρυβόταν μία σκάλα. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε γρήγορα τις κρυμμένες εσωτερικές σκάλες.
«Που πάμε;» τον ρώτησα κάπου στα μισά της κατάβασης.
«Στο μπουντρούμι φυσικά!» μου απάντησε με μια φυσικότητα.
Σταμάτησα απότομα αναγκάζοντας τον και αυτόν να σταματήσει, μιας και μου κρατούσε το χέρι.
«Τι;» αναφωνώ.
Με κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα και τα μάτια του λαμπιρίζουν.
Ύστερα σκάει στα γέλια.
Τι χαζός!
«Είναι τόσο εύκολο να σε κοροϊδέψω!» λέει ανάμεσα στα χαχανητά του.
Όταν επιτέλους σταματάει να γελάει μαζί μου και συνεχίζουμε να κατεβαίνουμε τις σκάλες - μα πόσες είναι;- μου λέει:
«Έλα μην μου πεις ότι με τέτοια διακόσμηση δεν το σκέφτηκες;»
«Είμαστε στο κέντρο του Λονδίνου! Όχι δεν το σκέφτηκα» του απαντάω.
«Χα! Και τι έχεις να πεις για όλο αυτό το μουσειακό σπίτι;»
«Ότι οι γονείς σου αγαπάνε την τέχνη;» λέω διερευνητικά. Δεν μου έχει αναφέρει ποτέ τους γονείς του αλλά αυτό το σπίτι και η επίπλωση του σίγουρα είναι δικό τους έργο ή ακόμη και των παππούδων τους. Δεν ξέρω, πάντως αποκλείεται δύο αγόρια γύρω στα 20 να έχουν τέτοιο γούστο.
Στη βάση της σκάλας υπάρχει άλλος ένα διάδρομος αλλά όχι τόσο περιποιημένος όπως το υπόλοιπο σπίτι πάνω. Μία τεράστια δίφυλλη πόρτα υπάρχει στα δεξιά της σκάλας, την οποία όμως προσπερνάμε και κατευθυνόμαστε προς μία άλλη μικρότερη πόρτα πιο μέσα στο διάδρομο.
Ο Κίραν βγάζει από την τσέπη του ένα κλειδί και ξεκλειδώνει την ξύλινη πόρτα.
Αμέσως καταλαβαίνω ότι αυτό είναι το δωμάτιο του. Το δωμάτιο έχει ένα απλό αγορίστικο στυλ. Βιβλιοθήκη, συρταριέρα, διπλό κρεβάτι με ουρανό, καναπέ, ράφια με βιβλία και στερεοφωνικό, μπλε ταπετσαρία στους τοίχους, τίποτα ιδιαίτερο που θα πρόδιδε τον χαρακτήρα του ενοίκου του, σωστά;
Λάθος!
Όλοι οι τοίχοι είναι κρυμμένοι πίσω από αφίσες άγνωστων σε εμένα συγκροτημάτων, ταινιών που φαίνονται κουλτουριάρικες και σκίτσα. Τότε μια σκέψη με χτυπάει ξαφνικά σαν κεραυνός
Βρισκόμαστε στο δωμάτιο του, στον χώρο του, ΜΟΝΟΙ μας!
Έχω μείνει άφωνη με αυτή την ξαφνική αποκάλυψη και στέκομαι στην πόρτα ακούνητη ενώ ο Κίραν έχει ήδη προχωρήσει και μπει μέσα.
«Εκεί θα μείνεις;»
«Εεε, όχι» λέω και μπαίνω κι εγώ.
Το πιο ασυνήθιστο από όλα τα ντεκόρ του δωματίου του είναι τα κρεμασμένα σκίτσα πάνω από το γραφείο. Μοιάζουν βγαλμένα από το μάθημα ανατομίας του σχολείου. Μπορώ να διακρίνω έναν ανθρώπινο εγκέφαλο, ανθρώπινο σώμα και σκελετούς ζώων. Κάποια είναι τόσο ανατριχιαστικά λεπτομερή που με τραβάνε σαν μαγνήτης να πάω πιο κοντά. Καθώς πλησιάζω διακρίνω χειρόγραφες σημειώσεις πάνω στα σχέδια και μερικά ακόμη χαρτάκια κολλημένα πάνω που ξεχειλίζουν με σημειώσεις.
Ο Κίραν, που μάλλον δεν είχε προσέξει την πηγή του ενδιαφέροντός μου μέχρι τώρα, έρχεται και κατεβάζει ένα στόρι μπροστά από όλα αυτά τα σχέδια κρύβοντας τα τελείως και λέγοντας μου, με ένα αμήχανο χαμόγελο «Φτάνει η τέχνη για σήμερα, δεν νομίζεις;»
«Μάλλον!» λέω καθώς γυρίζουμε την πλάτη σε όλα αυτά και μου κάνει νόημα να καθίσω στην στριφογυριστή καρέκλα του γραφείου του. «Συγνώμη, έχω μόνο με ανθρακικό» μου λέει δίνοντας μου ένα κουτάκι αναψυκτικό που ξετρύπωσε από κάπου, όση ώρα εγώ κοιτούσα γεμάτη προσήλωση τα σχέδια.
«Δεν πειράζει, ευχαριστώ! Μήπως τυχαίνει να έχεις και ένα καλαμάκι;»
Γελάει αλλά ανοίγει ένα συρτάρι και μου δίνει ένα. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού του, ανοίγει και πίνει μια γουλιά από το αναψυκτικό του. Έπειτα μου λέει «Συγνώμη για τον αδερφό μου, μπορεί να γίνει πολύ παράξενος μερικές φορές».
«Ω, έλα τώρα, δεν είναι τόσο κακός», «μόνο λίγο πωρωμένος».
Γελάει, «Δεν φαντάζεσαι πόσο».
«Με την τέχνη;»
«Γενικά».
Πίνω μια γουλιά από το αναψυκτικό μου. Δεν πίνω πολύ συχνά αναψυκτικά και μου καίει λίγο τον λαιμό.
«Δεν τον συμπαθείς και πολύ έτσι;» του λέω διστακτικά, μη θέλοντας να μπλεχτώ στα οικογενειακά τους.
«Που το κατάλαβες;» λέει ειρωνικά. «Εσύ έχεις αδέρφια;»
«Όχι δυστυχώς. Αλλά θα μπορούσα να πω ότι η Σάρα είναι σαν αδερφή μου. Μεγαλώσαμε μαζί από μικρές».
«Φαίνεται ότι είστε πολύ δεμένες» επισημαίνει με μια δόση πικρίας στη φωνή του. Ίσως να ήθελε να είναι κι αυτός πιο κοντά με τον αδερφό του.
«Τι σπουδάζεις;» τον ρωτάω γρήγορα για να αλλάξω θέμα αλλά και γιατί είμαι γεμάτη περιέργεια από τη φύση μου και αυτό είναι κάτι που δεν έχει τύχει να τον ρωτήσω.
«Τίποτα ακόμη».
«Πώς κι έτσι;»
Ανασηκώνει τους ώμους.
«Εννοώ φαίνεσαι σε ηλικία και .. Πόσο χρονών είσαι;» αυτό που πραγματικά ήθελα να πω ήταν «και σίγουρα έχεις την οικονομική άνεση να το κάνεις» αλλά θα φαινόταν αγενές και το σιχαίνομαι να γίνομαι αγενής, έστω κι αν φταίει απλά το μεγάλο μου στόμα για αυτό.
«Είμαι δεκαεννιά αλλά δεν ήμουν έτοιμος για σπουδές ακόμη. Ίσως του χρόνου».
«Έχεις σκεφτεί τι θέλεις να σπουδάσεις;»
«Ιατρική» λέει χωρίς δισταγμό.
«Ώστε για αυτό όλα αυτά τα σχέδια».
«Το ήξερα ότι εκεί αποσκοπούσε αυτή η ερώτηση» λέει σχεδόν απογοητευμένος.
Ουπς! Δεν γλίτωσα την αδιακρισία.
«Για αυτό δεν τα έχεις;» συνεχίζω, αφού έτσι κι αλλιώς έγινα ήδη ρεζίλι, ας ικανοποιήσω την περιέργεια μου τουλάχιστον.
«Και για αυτό» απαντάει.
Στριφογυρίζω για λίγο με την καρέκλα, έχοντας το καλαμάκι στο στόμα μου αλλά χωρίς να πίνω. Από μικρή μου άρεσε να στριφογυρίζω με τέτοιες καρέκλες, ίσως γιατί ποτέ δεν είχα μία τέτοια δική μου. Στα αριστερά, πιάνω με την άκρη του ματιού μου ένα μουσικό όργανο χωμένο ανάμεσα στον καναπέ και στην πόρτα, του μπάνιου φαντάζομαι. Ο τρόπος που είναι τοποθετημένο και γεμάτο σκόνη είναι σαν να ήθελε να το κρύψει εκεί και να το ξεχάσει αλλά το μέγεθος του δεν το αφήνει να χαθεί.
«Τι είναι αυτό;» ρωτάω ενεργοποιώντας την περιέργεια μου ξανά και δείχνοντας το με το δάχτυλο μου. Ο Κίραν ακολουθεί με το βλέμμα του το σημείο που δείχνω και ξεφυσά.
«Μα που τα ανακαλύπτεις όλα;»
«Δεν είναι ότι τα είχες κρυμμένα και τα έψαξα. Άλλωστε εσύ με έφερες εδώ, αν δεν ήθελες να τα δω γιατί το έκανες;» του λέω θυμωμένα.
«Έχεις δίκιο, συγνώμη. Ήθελα μόνο να ξεφύγουμε για λίγο από πάνω και δεν σκέφτηκα».
Κοιταζόμαστε για λίγο αμήχανα. Πίνει την τελευταία γουλιά από το κουτάκι του, το τσαλακώνει, το πετά στον κάδο κάτω από το γραφείο του και τείνει το χέρι του προς εμένα «Πάμε πάνω; Θα μας ψάχνουν». Έπιασα το χέρι του και σηκώθηκα. Κούνησα λίγο το αναψυκτικό μου για να δω αν μπορώ να το πετάξω κι εγώ στον κάδο. Εκείνος όμως μου είπε να το πάρω μαζί ή να το αφήσω στο γραφείο του και να το μαζέψει αυτός μετά. Δεν ήθελα να πιω άλλο έτσι κι αλλιώς, οπότε το άφησα.
Αφού βγήκαμε από το δωμάτιο και διπλο-κλείδωσε την πόρτα πίσω του, ανεβήκαμε τις σκάλες προς το πάνω πάτωμα όπου τελικά όντως μας έψαχναν.
*****
Κίραν - Μέλια alone time λίγο πριν μπούμε στην βασική πλοκή της ιστορίας...
Ετοιμαστείτε!!!
Το επόμενο κεφάλαιο θα είναι λίιιγο περίεργο αλλά τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top