Κεφάλαιο 6 : Ο καυγάς


Ο καυγάς

Σήμερα έκανα κάτι που είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δεν θα κάνω. Πίεσα το σώμα μου να ξεχάσει ότι είναι άρρωστο και να μου δώσει αυτό που του ζητούσα. Κολυμπούσα σε όλη την προπόνηση χωρίς να το σκέφτομαι και χωρίς να κρατιέμαι όμως αυτό είχε αποτέλεσμα να ζαλιστώ στο δρόμο του γυρισμού και να αναγκαστώ να σταματήσω στην άκρη μέχρι να καταφέρω να ηρεμήσω το ατελείωτο σφυροκόπημα στο κεφάλι μου.

Γυρνώντας στο σπίτι ευχόμουν να έτυχε κάτι στη μητέρα μου στη δουλειά και να είχε αργήσει και εκείνη όμως καθώς ανέβαινα τη σκάλα ήξερα ότι δεν θα ήμουν τόσο τυχερή. Η δυνατή μουσική, ο αναμμένος φούρνος και η μυρωδιά από το μουσακά που ψηνόταν πρόδιδαν την παρουσία της.

Δεν ήταν στην κουζίνα και σκέφτηκα ότι θα κατάφερνα να αποφύγω την συνάντηση μας μέχρι τουλάχιστον να φτάσω στο δωμάτιο μου. Όμως περνώντας από το σαλόνι για να πάω στο δωμάτιο την εντόπισα.

Είχε γυρισμένη την πλάτη της σε εμένα και καθάριζε τα τεράστια παράθυρα του σαλονιού μας. Λικνιζόταν στο ρυθμό της μουσικής και τραγουδούσε τους άγνωστους σε εμένα στίχους του τραγουδιού με την απίστευτα φάλτσα φωνή της. Έμοιαζε τόσο νέα!

Το θέαμα με έκανε να γελάσω από χαρά και να απομείνω εκεί να την κοιτάζω. Είχα πολύ καιρό να την δω να φέρεται τόσο ανέμελα. Πάνω σε μία στροφή που έκανε για χάρη του χορευτικού της, με εντόπισε πίσω της που την κοιτούσα.

Έκανα να φύγω όσο πιο γρήγορα μπορούσα αλλά εκείνη έκλεισε την μουσική από το κοντρόλ που φαίνεται ότι θα είχε στην τσέπη της και ήρθε για ανάκριση.

«Μέλια που ήσουν;» Ωραία μπαίνει αμέσως στο θέμα.

«Είχα βγει μια βόλτα» της απάντησα γρήγορα περπατώντας ταυτόχρονα προς το δωμάτιο μου. Δυστυχώς με ακολούθησε.

«Βόλτα που; Άργησες και δεν είχες αφήσει και σημείωμα.» «Ανησύχησα» προσθέτει λίγο πιο σιγανά.

«Ναι το είδα» της απάντησα ειρωνικά αναφερόμενη στους χορούς της.

Τι χαζή που είμαι γιατί το είπα αυτό;

«Τι θέλεις να πεις;»

«Τίποτα απλά έχω πονοκέφαλο. Δεν ξέρω τι λέω» προσπαθώ να το σώσω.

«Καλά» ευτυχώς δεν το συνέχισε. «Σε λίγα λεπτά το φαγητό θα είναι έτοιμο.»

«Εντάξει. Φώναξε με» της απαντάω ανακουφισμένη που την γλίτωσα έτσι απλά. Όμως καθώς κάνει να φύγει, ξαναγυρίζει απότομα και με κοιτάζει σαν να προσπαθεί να ανακαλύψει τι είναι αυτό που δεν κολλάει στην εικόνα μου.

Καταλαβαίνω ότι ανακάλυψε αυτό που έψαχνε όταν γουρλώνει τα μάτια της και μπαίνει ξανά μέσα στο δωμάτιο μου. Κοιτάζει γεμάτη περιέργεια τον σάκο που έχω ακουμπήσει μπροστά στο κρεβάτι μου.

«Μέλια που ήσουν;» ρωτάει ξανά αλλά φαίνεται εκνευρισμένη αυτή τη φορά.

«Μια βόλτα στο είπα» ξέρω ότι ήδη έχει μαντέψει που ήμουν αλλά τρέφω μία τελευταία ελπίδα.

«Και τι τον ήθελες τον σάκο γυμναστικής σου τότε μαζί;»

Δεν της απαντάω και με πλησιάζει περισσότερο. Στέκεται πάνω από το σάκο και με κοιτάζει. Ξέρω ποια θα είναι η επόμενη κίνηση της και την εκλιπαρώ με το βλέμμα να μην το συνεχίσει. Όμως εκείνη σκύβει, ανοίγει το σάκο και αρχίζει να πετάει ένα ένα τα περιεχόμενα του στο πάτωμα. Όταν φτάνει στο βρεγμένο μου μαγιό σταματάει. Τα μάτια της βγάζουν φωτιές. Η προηγούμενη ανέμελη διάθεση της έχει χαθεί.

«Μελίνα Στέφανι Μπράουν πες μου αυτή τη στιγμή που ήσουν!», απαιτεί σχεδόν ψιθυριστά, μέσα από τα σφιγμένα της δόντια.

«Στην πισίνα» δεν υπάρχει λόγος να το αρνηθώ αφού το ξέρει ήδη και αφού χρησιμοποιεί ολόκληρο το όνομα μου ξέρω ότι είναι πολύ θυμωμένη.

«Και τι έκανες στην πισίνα;» λέει λίγο πιο δυνατά.

«Κολυμπούσα».

Σηκώνει στα χέρια της τον σάκο και αρχίζει να μαζεύει τα πράγματα από κάτω και να τα ξαναρίχνει μέσα. Δεν τολμώ να της πω τίποτα παραπάνω και εκείνη δεν μιλάει. Δεν ξέρω αν είναι καλή ή κακή αυτή η σιωπή αλλά ποντάρω στο δεύτερο. Αναρωτιέμαι τι κάνει. Όταν τα έχει μαζέψει όλα βγαίνει από το δωμάτιο χωρίς να πει λέξη παίρνοντας μαζί της τον σάκο μου.

Πετάγομαι από το κρεβάτι και τρέχω πίσω της.

«Που τα πας;» φωνάζω στηριζόμενη στο κούφωμα της πόρτας μου.

«Στην αποθήκη», απαντά ξερά.

«Τα χρειάζομαι». Τρέχω κοντά της και της αρπάζω τον σάκο.

«Όχι, δεν τα χρειάζεσαι Μέλια» αρπάζει τον σάκο και συνεχίζει «γιατί δεν θα ξαναπάς στην πισίνα».

«Θα πάω».

«Δεν θα πας».

«Χα και ποιος το λέει αυτό;»

«Το λέω εγώ κι αν θυμάσαι είμαι η μητέρα σου και θα κάνεις ότι σου λέω».

«Όχι. Είμαι ενήλικη πια. ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΜΟΥ ΛΕΣ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ» ξεφωνίζω λέγοντας την τελευταία φράση αλλά με έχει φτάσει στα όρια μου.

«Χαμήλωσε την φωνή σου! Δεν είσαι ενήλικη και θα σου λέω τι να κάνεις αφού είσαι τόσο απερίσκεπτη και θέλεις να καταστρέψεις την υγεία σου επειδή βαριέσαι!»

«Ο γιατρός είπε ότι μπορώ να το κάνω».

«Πότε τον ρώτησες τον γιατρό; Προχτές που πήγαμε δεν...» Κόβει την πρόταση της αφού για άλλη μια φορά καταλαβαίνει από μόνη της.

«Την μέρα που ζήτησες να του μιλήσεις μόνη σου. Το ήξερα! Το ήξερα ότι κάτι σχεδιάζεις, για αυτό δεν ήθελες να ακούσω.» τώρα ξεφωνίζει κι αυτή.

«Είμαι 18 δεν μπορώ να κάθομαι συνέχεια στο σπίτι. Και ο γιατρός είπε ότι το κολύμπι είναι καλή ιδέα.»

«Είσαι σχεδόν 18 δεν τα έκλεισες ακόμη και ο γιατρός δεν σε ξέρει. Δεν ξέρει ότι δεν μπορείς να κρατηθείς. Δεν ξέρει ότι δεν θα αρκεστείς στο να κολυμπάς απλά ήσυχα στην ακρούλα. Εμένα δεν θα μου έκανε έκπληξη να ήθελες να συμμετάσχεις ακόμη και σε αγώνες.»

«ΕΣΥ ΔΕΝ ΜΕ ΞΕΡΕΙΣ! ΔΕΝ ΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ. ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΠΕΡΝΑΩ».

Φωνάζω όσο πιο δυνατά μπορώ. Το πρόβλημα είναι ότι έχει δίκιο. Δεν ξέρω πώς να μην ξεπερνάω τα όρια. Για αυτό δεν φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση σήμερα; Να ουρλιάζουμε η μία στην άλλη πάνω από ένα σάκο με βρεγμένα ρούχα. Επειδή πίεσα το σώμα μου και μετά δεν μπορούσα να γυρίσω σπίτι πριν από εκείνη. Όμως δεν πρόκειται να το παραδεχτώ αυτό!

«Δεν θα το συζητήσω άλλο. Θα κάθεσαι στο σπίτι. Τέλος.» λέει ελάχιστα πιο σιγά και τελεσίδικα.

«Δεν μπορείς να με αναγκάσεις!»

«Ναι μπορώ».

«ΌΧΙ! Θέλω να κάνω πράγματα. Θέλω να περνάω καλά. Δεν θα κάθομαι στο σπίτι να περιμένω να πεθάνω!» φωνάζω με απόγνωση όμως μόλις συνειδητοποιώ τι είπα βάζω το χέρι μου μπροστά από το στόμα μου, λες και μπορώ να το πάρω πίσω.

Μόλις αυτά τα λόγια βγήκαν από τα χείλη μου κατάλαβα ότι αυτό είναι το πρόβλημα. Φοβάμαι. Δεν ήθελα να το παραδεχτώ ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό για αυτό φερόμουν σαν να μην συμβαίνει τίποτα όμως δεν γίνεται να το κρύψω άλλο.

Χοντρά δάκρυα αρχίζουν να τρέχουν από τα μάτια μου χωρίς την άδεια μου.

Η μητέρα μου με πλησιάζει και τυλίγει τα χέρια της γύρω μου.

«Δεν θα πεθάνεις» μου λέει τώρα πιο σιγά.

«Που το ξέρεις;» φωνάζω πάλι απομακρύνοντας τη από πάνω και χτυπώντας τη. Έχω βγει εκτός ελέγχου πια.

«Το ξέρω! Γιατί το είπε ο γιατρός.. Γιατί είσαι η κόρη μου και γιατί είσαι δυνατή ΚΑΙ-ΔΕΝ-ΘΑ-ΠΕΘΑΝΕΙΣ.»

Έρχεται πίσω μου και τυλίγει τα χέρια της γύρω μου ξανά. Αυτή τη φορά την αφήνω.

«Δεν το ξέρεις. Ο γιατρός είπε ότι έχω πιθανότητες όχι ότι θα γίνω σίγουρα καλά. Μπορεί και να πεθάνω». Λέω ανάμεσα στα δάκρυα μου.

«Μέλια μην το λες αυτό. Δεν με νοιάζει τι λέει ο γιατρός. Εγώ ξέρω ότι θα γίνεις καλά». Τώρα κλαίει και εκείνη. Καθόμαστε κάτω ακουμπισμένες στο τοίχο και κλαίμε η μία στην αγκαλιά της άλλης. Καμιά μας δεν έχει ξεσπάσει από τότε που το μάθαμε και μάλλον τώρα ήρθε η ώρα. Της εξηγώ ανάμεσα στους λυγμούς μου, ότι νιώθω χειρότερα αν δεν κάνω κάτι. Νιώθω ότι απλά κάθομαι και περιμένω το θάνατο μου. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, δεν μπορώ απλά να είμαι στο σπίτι, δεν ξέρω πώς να το κάνω. Της λέω τι έκανα το πρωί και της ορκίζομαι ότι δεν θα το ξανακάνω.

Καθόμαστε εκεί αγκαλιασμένες στο πάτωμα του σαλονιού μας ποιος ξέρει πόση ώρα. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε και ο Καίσαρας και ξάπλωσε στην αγκαλιά μου γλύφοντας μου το χέρι.

Ξαφνικά σηκώνει το κεφάλι του και μυρίζει τον αέρα. Ακολουθώ το παράδειγμα του. Μία απαίσια μυρωδιά καμένου πλημμυρίζει τα ρουθούνια μου. Σκουπίζω τα μάτια μου.

«Νομίζω ότι το φαί καίγεται» λέω στην μητέρα. Εκείνη μυρίζει ρουφάει την μύτη της και μυρίζοντας τον αέρα «Μάλλον έχεις δίκιο» απαντάει.

Κοιταζόμαστε και ξαφνικά σκάμε στα γέλια. Δεν ξέρω πως μέσα σε λίγα λεπτά περάσαμε από τα ουρλιαχτά, στο κλάμα και έπειτα στα γέλια αλλά υποθέτω έτσι είναι η ζωή ένα κουβάρι συναισθημάτων μπλεγμένα στην καθημερινότητα μας. Αυτό δεν ήθελα; Να ζήσω;

Μου δίνει ένα φιλί ανάμεσα στα μαλλιά μου και μου λέει πριν σηκωθεί «Σ'αγαπάω Μέλια».

«Κι εγώ μαμά αλλά σε παρακαλώ μην μου ζητάς να μένω μέσα στο σπίτι».

Σηκωνόμαστε.

«Θα το συζητήσουμε άλλη φορά, πιο ήρεμα. Τώρα πάω να κλείσω το φαί για να μην κάψουμε το σπίτι.»

«Εντάξει» της απαντάω και πάω κι εγώ στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου.

Εκτός από τα κατακόκκινα μάτια μου παρατηρώ επίσης ότι έχω αδυνατίσει. Βγαίνοντας από το μπάνιο πετυχαίνω την μητέρα μου πάνω από το μαυρισμένο φαγητό σκαλίζοντας το μήπως και καταφέρει να σώσει κάτι.

«Μάλλον θα πρέπει να παραγγείλουμε τελικά» λέει μόλις αντιλαμβάνεται την παρουσία μου.

«Όχι, θα πάω εγώ να φέρω κάτι».

«Μέλια γιατί να βγεις μες τη ζέστη; Αφού μπορούν να μας τα φέρουν».

«Ναι το ξέρω αλλά θέλω να πάω».

Με κοιτάζει έτοιμη να διαφωνήσει αλλά την προλαβαίνω

«Σε παρακαλώ ας μην διαφωνήσουμε πάλι. Θέλω απλά λίγο αέρα».

Γνέφει χωρίς να απαντήσει. Έτσι παίρνω τα κλειδιά και βγαίνω έξω.

Καθώς κλείνω την πόρτα πίσω μου, αντιλαμβάνομαι ότι ακούγονται φωνές από το κάτω πάτωμα. Τι γίνεται σήμερα; Είναι η μέρα των τσακωμών;

Κατεβαίνοντας κάτω να δω τι συμβαίνει, αντικρίζω τον Κίραν και ένα άλλο μεγαλύτερο αγόρι να τσακώνονται. Τα μάτια τους πετούν φωτιές και φαίνονται έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια. Μένω σαστισμένη στα μισά της σκάλας και είμαι έτοιμη να γυρίσω πίσω στο διαμέρισμα μου όταν το μεγαλύτερο αγόρι που είναι γυρισμένο προς το μέρος μου με βλέπει και σταματάει να φωνάζει. Γυρίζει και ο Κίραν να κοιτάξει και μόλις με βλέπει γρυλίζει, ξεφυσώντας και βγαίνει έξω από την ανοιχτή πόρτα δίπλα του, χωρίς να πει κουβέντα. Το άλλο αγόρι βγαίνει κι αυτό και του φωνάζει:

«Δεν μπορείς να αρνείσαι άλλο την κληρονομιά σου! Πρέπει να το αποδεχτείς!».

Δεν έχω ιδέα τι λέει αλλά μόλις ελευθερώνει την πόρτα σκύβω το κεφάλι και φεύγω. Ο Κίραν δεν φαίνεται πουθενά κι έτσι αποφασίζω να πάω εκεί που είχα σκοπό να πάω.

Το βράδυ ήρθε γρήγορα. Ο τσακωμός, το κλάμα και η παραδοχή επιτέλους του φόβου μου με άφησαν εξαντλημένη για λίγες ώρες, όμως μετά το δείπνο με την μητέρα μου, που αποτελούνταν από τα απομεινάρια της μεσημεριανής πίτσας, δεν ένιωθα πια την ανάγκη να κοιμηθώ. Η μητέρα μου είχε πάει ήδη για ύπνο από ώρα και εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν ήθελα να κοιμηθώ.

Στεκόμουν μπροστά στο παράθυρο του σαλονιού όταν ένιωσα την ανάγκη να βγω έξω. Απέρριψα αμέσως την ιδέα να βγω από το σπίτι γιατί ήταν ήδη πολύ αργά για βόλτες, τότε θυμήθηκα ότι έχουμε μπαλκόνι! Άνοιξα προσεκτικά το πλαϊνό παράθυρο και βγήκα στο μικρό μπαλκονάκι που ένωνε τα δύο σπίτια. Το δροσερό αεράκι τυλίχτηκε αμέσως γύρω μου και έκανε τα μαλλιά μου να κινούνται προς τα πίσω σαν να καθόμουν μπροστά από έναν ανεμιστήρα. Η νύχτα ήταν γλυκιά και ήσυχη.

Γυρίζω να κοιτάξω στο διπλανό σπίτι αν έχουν φώτα ή αν κοιμούνται, περισσότερο από περιέργεια λόγω του καυγά που έγινα μάρτυρας το μεσημέρι. Πετάγομαι από έκπληξη όταν αντικρίζω την σκοτεινή φιγούρα που είναι καθισμένη στο περβάζι στην άλλη άκρη του μπαλκονιού. Όμως η καρδιά μου επανέρχεται στην θέση της γρήγορα αφού αντιλαμβάνομαι ότι γνωρίζω τελικά ποιος είχε την ίδια ιδέα με μένα τέτοια ώρα. Αμφιταλαντεύομαι σκεφτόμενη αν θα πρέπει να γυρίσω πάλι μέσα στο σπίτι πριν με δει και να μην ενοχλήσω την ιδιωτικότητα του όμως η απαλή φωνή σαν ψίθυρος που διακόπτει τις σκέψεις μου, μου δείχνει ότι είναι ήδη αργά. Με έχει δει.

«Μείνε αν θέλεις. Δεν με ενοχλείς», λέει η φωνή.

«Συγνώμη Κίραν δεν ήξερα ότι θα ήσουν εδώ», του απαντώ κι εγώ σιγανά. Αυτή η νύχτα έχει κάτι που σε κάνει να θέλεις να μιλάς ψιθυριστά για να μην παρεμβάλλεται η φωνή σου ανάμεσα στους φυσικούς ήχους της.

«Δεν πειράζει. Είναι και δικό σου μπαλκόνι».

«Ναι σωστά αλλά αν θέλεις την ησυχία σου θα μπορ...»

«Μην λες βλακείες. Είπα δεν με ενοχλείς» , με διακόπτει και μιλάει πιο δυνατά τώρα, σχεδόν σαν να με κατσαδιάζει.

Τι στο καλό; Τι του έκανα;

Παραμένω σιωπηλή. Ειλικρινά δεν ξέρω τι να του απαντήσω. Εγώ απλά προσπαθούσα να είμαι ευγενική.

«Συγνώμη. Απλά είμαι φορτισμένος».

Δεν του απαντώ, μην θέλοντας να του θυμίζω ότι έγινα μάρτυρας του τσακωμού του, ακουμπάω τους αγκώνες μου πάνω στα κάγκελα του μπαλκονιού και στηρίζω το κεφάλι μου πάνω στα χέρια μου αγναντεύοντας τον ήσυχο πια δρόμο.

«Δεν θα δεις αστέρια από εδώ, έχει πολλά φώτα» ακούω την φωνή του και αντιλαμβάνομαι ότι με κοιτούσε. Είχα σηκώσει το κεφάλι μου και κοιτούσα τον ουρανό προς αναζήτηση των φωτεινών αστεριών όμως μάταια γιατί ο Κίραν είχε δίκιο. Δεν φαίνεται σχεδόν τίποτα από εδώ.

«Δεν φαίνονται ποτέ;»

«Πολύ σπάνια όταν ο ουρανός είναι καθαρός και τα αστέρια στην κατάλληλη θέση μπορεί να δεις κάποιο αλλά συνήθως όχι».

Αναστενάζω. «Κρίμα, θα ήθελα πολύ να τα δω».

Όταν η Σάρα έμενε στο σπίτι μου για να κοιμηθούμε μαζί ή εγώ στο δικό της πάντα μέναμε ξύπνιες τα βράδια και κοιτούσαμε τα αστέρια. Ήταν κάτι που μας άρεσε αχ πόσο μου λείπει η Σάρα τώρα.

«Δεν έμενες στο Λονδίνο πριν ε;»

«Όχι έμενα σε ένα μικρό χωριό στα ανατολικά, αποκλείεται να το ξέρεις. Εσύ πάντα εδώ έμενες;»

«Ναι, περίπου».

«Τι σπουδάζεις;»

«Εμ τίποτα, τουλάχιστον όχι ακόμη».

«Α, νόμιζα ότι για αυτό μετακομίσατε εδώ για το πανεπιστήμιο».

«Ε, όχι» Τι του λένε τώρα; Δεν κάνει άλλη ερώτηση αλλά νιώθω την περιέργεια του οπότε του λέω το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό.

«Η μαμά μου πήρε μετάθεση σε νοσοκομείο εδώ στο Λονδίνο, είναι καλύτερη δουλειά οπότε..»

«Κατάλαβα». Με πιστεύει! Πάντα ήμουν καλή στα ψέματα.

Συνεχίζουμε να μιλάμε για διάφορα σχεδόν όλο το βράδυ δεν του λέω όμως τον αληθινό λόγο που βρίσκομαι εδώ. Δεν χρειάζεται να ξέρει κι αυτός ότι είμαι άρρωστη. Κάτι μου λέει ότι αν το ήξερε δεν θα καθόταν εδώ έξω μαζί μου να μιλάμε μέχρι το πρωί.

Κάποια στιγμή τα μάτια μου κλείνουν. Όσο ενδιαφέρουσα κι αν βρίσκω την συζήτηση δεν μπορώ να ξεγελάσω τα φάρμακα που προστάζουν το σώμα μου να κοιμηθεί.

Ο Κίραν το καταλαβαίνει ότι είμαι έτοιμη για ύπνο και μου λέει ότι νυστάζει και θα πάει για ύπνο. Ξέρω ότι λέει ψέματα και το θεαματικό χασμουρητό που έκανε πριν λίγο τον προδίδει. Με πλησιάζει για να με βοηθήσει να ανέβω μέσα στο σπίτι μου από το παράθυρο και όταν το χέρι του ακουμπά τον ώμο μου για να με σταθεροποιήσει καθώς ανεβαίνω, ανατριχιάζω. Το χέρι του είναι τόσο ζεστό και το δέρμα μου τόσο παγωμένο. Δεν είχα καταλάβει ότι κρύωνα μέχρι που με ακούμπησε.

Καληνυχτίζουμε ο ένας τον άλλο και μένω να τον παρακολουθώ καθώς σκαρφαλώνει και αυτός στο παράθυρό του. Ξέρω ότι κοιμάμαι πριν προλάβω να ακουμπήσω στο κρεβάτι μου.

".m���m���

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top