Κεφάλαιο 17 - Υπό συντήρηση

Γύρισα στο σπίτι τρομερά κουρασμένη αλλά και εμφανώς εκνευρισμένη από την συνάντηση που είχα. Ο γιατρός μου είπε ότι εκτός από την λευκαιμία και τις γνωστές και στους δύο μας πλέον παρενέργειές της, δεν βλέπει τίποτα άλλο καινούργιο στις εξετάσεις μου που να είναι ανησυχητικό. Πιστεύει ότι όλα είναι καλά και μάλιστα είναι υπερβολικά ευχαριστημένος με τις αντιδράσεις του οργανισμού μου τις τελευταίες εβδομάδες.

Όμως η κατάσταση μου χειροτερεύει. Μέρα με την μέρα νιώθω τον εαυτό μου να μην λειτουργεί σωστά. Χθες έκανα ολόκληρη συζήτηση με τον Καίσαρα.

Είχα επιστρέψει από το κολυμβητήριο και δεν έβρισκα τα κλειδιά μου πουθενά. Άδειασα κυριολεκτικά ολόκληρη την τσάντα μου στο πάτωμα και κλειδιά δεν υπήρχαν. Αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να πάω μέχρι το νοσοκομείο που δούλευε η μαμά μου για να πάρω τα δικά της ή να περιμένω 4 ώρες μέχρι να γυρίσει.

Καμία από τις δύο δεν ήταν επιλογές που ήθελα να κάνω. Ήμουν βρεγμένη, κουρασμένη και πονούσα παντού. Οπότε έκανα το μόνο λογικό πράγμα που μπορούσα εκείνη τη στιγμή.
Ακούμπησα την πλάτη μου στην πόρτα και έβαλα τα κλάμματα.  Ο Καίσαρας όση ώρα έψαχνα με είχε καταλάβει φυσικά και γαυγιζε όπως πάντα για να με καλωσορισει.

Όμως, μόλις με έπιασε η απελπισία τον ένιωσα που ξάπλωσε κι εκείνος πίσω από την πόρτα και με ρωτούσε τι έπαθα.
"Δεν μπορώ να μπω μέσα στο σπίτι. Δεν βρίσκω τα κλειδιά μου", είπα ξεψυχισμένα.
"Που τα έχεις αφήσει;"
"Μάλλον κάπου μέσα στο δωμάτιο".
"Έρχομαι", άκουσα ξεκάθαρα μία φωνή να λέει πίσω από την πόρτα.
Κάπου εκεί οι αισθήσεις είχαν αρχίσει να παίρνουν μπρος και να αντιλαμβάνομαι με ποιον μιλάω και ότι δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό που μόλις συνέβη.

Σε λιγότερο από δύο λεπτά άκουσα τον ήχο των κλειδιών και την ίδια φωνή να μου λέει να βγω έξω. Ακολούθησα τις οδηγίες πιο πολύ από περιέργεια για την συνέχεια αυτής της σουρεαλ εμπειρίας. Κοίταξα πάνω στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και μία λευκή μουσούδα μου πέταξε τα κλειδιά που προσγειώθηκαν δίπλα μου.

Δεν έκατσα να το επεξεργαστώ παραπάνω. Απλά τα σήκωσα και μπήκα στο σπίτι μου για ένα κρύο ντούς.

Αργότερα κάθισα στο καναπέ του σαλονιού αλλά είχα ξεχάσει για άλλη μία φορά το τηλεκοντρόλ στην κουζίνα.

"Καισαρούκο δεν μου φέρνεις και το τηλεκοντρόλ παρακαλώ;"
Το ξέρω ότι μιλούσα στον σκύλο μου αλλά τι είχα να χάσω; Το πολύ πολύ να το έφερνε.

"Δεν πάω, νυστάζω. Όλο το βράδυ κάνεις μετακομίσεις στο δωμάτιο και δεν με αφήνεις να κοιμηθώ".

"Oook", απάντησα τραβώντας το ο. Ξεφύσησα ηχηρά και σηκώθηκα να πάω να το φέρω μόνη μου όταν ο Καίσαρας με σταμάτησε.

"Γιατί δεν κάνεις τα μαγικά σου να έρθει μόνο του;"

"Τι εννοείς;"

"Ω, δεν ξέρω απλά φώναξε το".

Σκέφτηκα ότι μιλάω ήδη στον σκύλο μου και κυρίως μου απαντάει, οπότε γιατί να μην ξεκινήσω να μιλάω και στα αντικείμενα;

"Τηλεκοντρόλ έλα εδώ", είπα διστακτικά.

Περίμενα λίγα δευτερόλεπτα αλλά όπως το περίμενα τίποτα δεν έγινε.

"Μην με κοιτάς, δεν ξέρω πως το κάνεις, αλλά σε έχω δει".

"Τι ακριβώς έχεις δει;"

"Ιπτάμενα αντικείμενα να έρχονται προς το μέρος σου".

"Μάλιστα. Λέω να πάω για ύπνο καλύτερα".

"Καλή ιδέα", είπε ο Καίσαρας και ακολούθησε πρώτος την προτροπή μου πηγαίνοντας ήδη στο κρεβάτι του.

Ήμουν σε μία παραλία που δεν έχω πάει ποτέ στην ζωή μου. Η αμμουδιά ήταν άδεια εκτός από τον Καίσαρα που γαύγιζε στην ακροθαλασσιά. Τον ένιωσα πολύ πριν τον δω. Εμφανίστηκε στον ορίζοντα με τα μακριά του μαλλιά να ανεμίζουν ελεύθερα από το κοκαλάκι που συνεχώς τα περιορίζει. Ο Καίσαρας, αμέσως μόλις τον αντιλήφθηκε έτρεξε να τον προϋπαντήσει. Εκείνος κυλίστηκε μαζί του στην άμμο και έπειτα, αφού χόρτασαν παιχνίδι, τίναξε τα ρούχα του και συνέχισε την διαδρομή του προς το μέρος μου.

Καθόμουν με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τα πόδια που είχα μαζεμένα κοντά στο στέρνο και κοιτούσα τα μικρά κύματα που χαλούσαν που και που την γαλήνια επιφάνεια της θάλασσας.
Δεν μου μίλησε, έκατσε όμως δίπλα μου τόσο κοντά ώστε σχεδόν με ακουμπούσε αλλά τόσο μακριά ώστε δεν τον ένιωθα όπως θα ήθελα.

"Γιατί με παιδεύεις;", τον ρώτησα τελικά.

"Δεν είχα καταλάβει ότι η παρουσία μου σου προκαλεί δυσαρέσκεια", απάντησε απαλά.

Δεν απάντησα. Τι νόημα είχε; Δεν ήταν στα αλήθεια εδώ. Πώς να του πω ότι δεν εννοούσα αυτό; Ότι το μόνο που μου προκαλεί δυσαρέσκεια είναι η έλλειψη της παρουσίας του;

"Μέλια; Κοίταξε με σε παρακαλώ".

Αναστέναξα και σήκωσα το βλέμμα μου στο πρόσωπο του.

Ακούμπησε το χέρι του στο μάγουλο μου και ασυναίσθητα τα μάτια μου έκλεισαν.

"Δεν ξέρω πως καταφέρνεις να με καλείς, αλλά είμαι ευγνώμων για αυτές τις λίγες στιγμές που περνώ μαζί σου εδώ. Ακόμη κι αν εσύ πιστεύεις ότι δεν είναι αλήθεια θέλω να σου ζητήσω συγνώμη που σε έμπλεξα στα προβλήματα της οικογένειας μου και σου υπόσχομαι ότι θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να μην μπλεχτείς ποτέ ξανά".

Ε, λοιπόν έχει μεγάλο θράσος. Με έχει εξοργίσει τόσο πολύ που δεν μπορώ να κρατηθώ πια. Σπρώχνω το χέρι του μακριά απο το πρόσωπο μου.

"Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς αλλά από όσο ξέρω δεν είμαι μπλεγμένη σε τίποτα και ειδικά σε ότι έχει σχέση με εσένα. Έχω να σε δω τέσσερις μήνες!"

"Γνωρίζω πολύ καλά πόσο χρόνο έχω περάσει μακριά σου και πραγματικά εύχομαι να ήταν αλλιώς αλλά...."

"Αλλά τι; Εξαφανίζεσαι από προσώπου γης χωρίς ούτε ένα αντίο, μία εξήγηση, μία δικαιολογία, κάτι!  Και περιμένεις να πιστέψω ότι δεν το ήθελες;; Ότι κάτι, κάποιος σε αναγκάζει; Ζούμε στον 21ο αιώνα! Κάνεις δεν είναι αναγκασμένος να κάνει κάτι που δεν θέλει".

Έχω σηκωθεί και νιώθω την ανάγκη να φύγω μακριά του. Με εκνευρίζει που το παίζει θύμα λες και κάτι κακό έγινε σε εκείνον. Επέλεξε να φύγει χωρίς να μου πει τίποτα! Τι θέλει τώρα και στοιχειώνει τα όνειρα μου;  Γιατί δεν με αφήνει ήσυχη να... Να, δεν ξέρω, να δω κάτι άλλο, κάποιον άλλον. Σχεδόν κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου βρίσκομαι σε αυτήν την παραλία και είναι κι εκείνος πάντα εδώ. Μερικές φορές πριν από εμένα, μερικές λίγα λεπτά μετά.

Δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτό. Κουράστηκα! Αν δεν μπορώ να τον βλέπω στον ξύπνιο μου , δεν θέλω άλλο να τον βλέπω ούτε στον ύπνο μου. Με εμποδίζει. Δεν μου επιτρέπει να τον ξεχάσω... Γυρίζω προς το μέρος του για να του πω αυτό ακριβώς που σκέφτομαι αλλά ξαφνιάζομαι από την ξαφνική επαφή, καθώς με έχει ήδη πλησιάσει και με πιάνει από το χέρι.
Κρατά δυνατά το πρόσωπο μου ανάμεσα στα χέρια του, με κοιτάζει με ένα βλέμμα που δεν έχω ξαναδεί και πριν προλάβω να αντιδράσω βυθίζομαι σε ένα φιλί που περίμενα σχεδόν από την πρώτη μέρα που τον είδα.

Με φιλάει με ένα πάθος άγνωστο αλλά ταυτόχρονα γνώριμο. Δεν έχουμε φιληθεί ποτέ κι όμως νιώθω ότι τα χείλη του είναι συγχρονισμένα με τα δικά μου με έναν τρόπο που είναι αδύνατον να συμβαίνει στην φαντασία μου. Διακόπτουμε το φιλί αλλά τα χέρια του δεν έχουν σταματήσει στιγμή να κρατούν το πρόσωπο μου. Ακουμπά το μέτωπο στο δικό μου και ενώ εγώ τον κοιτάζω εκείνος έχει κλειστά ακόμη τα μάτια του όταν μιλάει ψιθυριστά.

"Μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα, μακάρι να μπορούσα να σου εξηγήσω γιατί έπρεπε να φύγω, αλλά δεν μπορώ. Το μόνο που μπορώ να σου πω πριν φύγω είναι ότι, όλα όσα δέχτηκα να κάνω τα έκανα για εσένα, για να μην μπλεχτείς περισσότερο στην δίνη των προβλημάτων που με κυνηγούν από μικρό παιδί".

"Τι είναι αυτά που λες;"
Καταφέρνω να πω πριν τα χείλη του κλείσουν ξανά γύρω από τα δικά μου για ελάχιστα δευτερόλεπτα κι έπειτα χάνονται.

Ανοίγω τα μάτια μου και δεν είναι πια εδώ.

"Αντίο Μέλια" ακούγεται η φωνή του από κάπου μακριά.

Ένα δυνατό τράνταγμα συνταράσσει το κορμί μου και μία φωνή επαναλαμβάνει συνεχώς το όνομα μου.

Πετάγομαι από τον ύπνο μου και βρίσκω την μητέρα μου ανήσυχη πάνω από το προσκεφάλι μου.

"Κορίτσι μου πώς αισθάνεσαι;"
"Καλ..."ξεκινώ να πω αλλά ένα βίαιο φτέρνισμα διακόπτει τη λέξη μου και εκσφενδονίζει σταγονίδια παντού αφού δεν πρόλαβα να βάλω το χέρι μου μπροστά. Και τότε το καταλαβαίνω, είμαι πάλι άρρωστη. Είναι η τέταρτη φορά μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα που αρπάζω κάποιου είδους κρυωολόγημα.

Προσπαθώ να ξεφύγω από το επικριτικό της βλέμμα, συνεχίζοντας την προηγούμενη φράση μου αλλά φυσικά δεν έχω καμία επιτυχία.

Η μητέρα μου ακουμπά τα χείλη της στο μέτωπο μου.

"Στο είπα ότι πρέπει να σταματήσεις το κολύμπι χειμωνιάτικα αλλά εσύ δεν μ' ακούς. Κοντεύουν Χριστούγεννα! Πότε θα βάλεις επιτέλους μυαλό;"

"Μαμά.. έχω πονοκέφαλο".
"Φυσικά και έχεις πονοκέφαλο! Εδώ έχεις σαράντα πυρετό, ο πονοκέφαλος θα σου γλίτωνε!"

"Μπορείς να μου τα ψάλλεις μετά τα αντιπυρετικά παρακαλώ;"

Χωρίς να απαντήσει, τουλάχιστον όχι με κάτι που να μπορώ να καταλάβω μέσα από το θυμωμένο γρύλισμα της, βγαίνει από το δωμάτιο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top