Κεφάλαιο 13 - Μέλια

Ήμουν κουλουριασμένη στο κάθισμα. Ο Κίραν γύρισε γρήγορα από το κτίριο που είχε μπει όμως δεν είπε κουβέντα. Κάθισε στην θέση του οδηγού, ακούμπησε το κεφάλι του στο τιμόνι και δεν μίλησε για κάμποσα λεπτά. Δεν ήξερα τι είχε συμβεί όμως έδειχνε στεναχωρημένος. Ηττημένος ίσως. Δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ έτσι. Ή

Ακούμπησα την μουσούδα μου στο χέρι του. Σκούπισε τα μάτια του σαν να έκλαιγε και σήκωσε το κεφάλι να με κοιτάξει. Μου χάρισε τα χάδια του και με κοιτούσε με μία ανεξιχνίαστη έκφραση. Ξεκίνησε το αυτοκίνητο, χωρίς να μιλήσει. Στην ολόκληρη την διαδρομή δεν μιλούσε κανείς μας. Δεν ήξερα που πηγαίναμε. Δεν τολμούσα να κοιτάξω έξω. Είχα μαζευτεί στο κάθισμα μου και το μόνο που ήθελα ήταν να τον ακουμπώ για να αισθάνομαι ασφαλής.

Είχα αποκοιμηθεί όταν ένιωσα το αυτοκίνητο να ελαττώνει ταχύτητα και τελικά να σταματά. Ο Κίραν χάιδεψε το μέρος ανάμεσα στα αυτιά μου, ήταν τόσο απολαυστικό. Δεν ήθελα να σταματήσει να με ακουμπά, όμως εκείνος είχε άλλη γνώμη.

«Μέλια;» είπε απαλά.

«Ναι;» του απάντησα νυσταγμένα, καθώς σήκωνα αργά το κεφάλι να τον κοιτάξω στα μάτια.

«Έλα,» είπε, «φτάσαμε».

«Πού φτάσαμε;» ρώτησα κοιτώντας το τοπίο.

Μας είχε φέρει σε μία παραλία. Δεν είχα επισκεφτεί ποτέ ξανά αυτό το μέρος της χώρας.

«Θα πρέπει να μπούμε στο νερό, ελπίζω να μην κρυώσεις», είπε καθώς ξεντυνόταν.

Έμεινα να τον κοιτάζω αποσβολωμένη. Δεν ήξερα τι έκανε, ούτε καταλάβαινα γιατί. Ένιωθα κουρασμένη. Δεν είχα διάθεση να μιλήσω. Το μόνο που ήθελα ήταν να κουλουριαστώ πάνω στο γυμνασμένο στήθος του και να κοιμηθώ.

«Δεν έχουμε πολύ χρόνο», είπε απλά και προχώρησε προς την όχθη. Τον ακολούθησα. Ένιωθα τους κόκκους της άμμου στις πατούσες μου και ξαφνικά μου ήρθε η όρεξη να κυλιστώ πάνω τους μέχρι να νυχτώσει.

«Μέλια;», γονάτισε μπροστά μου. Ακούμπησε το μάγουλο μου. «Δεν είμαι έτοιμος να σε χάσω» είπε και με σήκωσε στην αγκαλιά του.

Μπήκαμε μέσα στο νερό. Ευτυχώς ήταν γαλήνιο. Εκείνος με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του καθώς περπατούσε μέχρι το νερό να καλύψει όλο μου το σώμα εκτός από το κεφάλι που είχα ακουμπισμένο στον ώμο του.

«Κλείσε τα μάτια», είπε με εκείνη την μεθυστική φωνή του. Δεν είχα άλλη επιλογή από να τον ακούσω. Ξεκίνησε να μιλάει απαλά, σχεδόν ιεροτελεστικά. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι έλεγε, . Μου είπε ότι ήρθαμε στην θάλασσα για να με βοηθήσει να βρω τον κανονικό μου εαυτό. Είπε ότι λυπάται που με έμπλεξε στην πλεκτάνη του αδερφού του. Είπε κι άλλα πολλά αλλά Ένιωθα σαν να ξυπνώ σιγά σιγά από λήθαργο.

«Ο κόσμος γύρω μας δεν είναι ακριβώ,ς έτσι όπως φαίνεται. Υπάρχουν κάποια πράγματα που είναι δύσκολο να πιστέψει ο κοινός νους ότι μπορούν να γίνουν και—»

«Όπως ζώα που μιλάνε;», ένιωσα την συνείδηση μου να επιστρέφει.

«Ναι, όπως αυτό» είπε και ένιωσα τις άκρες των χειλιών του να ανασηκώνονται. Δεν μίλησε κανείς μας για λίγο, μόνο νιώθαμε τον ελαφρύ παφλασμό των κυμάτων γύρω μας και ο ένας την ζεστασιά του άλλου. Είχα όμως πολλές απορίες.

«Ο Καίσαρας είπε ότι όπως του μιλάω εγώ τώρα, έτσι του μιλούσες εσύ από την αρχή».

«Ναι, αυτό είναι μεγάλη ιστορία», είπε ξεφυσώντας.

«Αλήθεια είναι;»

«Ναι».

«Τι είσαι;», ρώτησα πριν προλάβω να σταματήσω τον εαυτό μου.

Εκείνος γέλασε. «Αν εννοείς αν είμαι κάτι σαν σούπερ ήρωας σε διαβεβαιώνω ότι δεν είμαι».

«Ούτε βρικόλακας, ούτε λυκάνθρωπος, ούτε σούπερμαν, ούτε τίποτα από όλα αυτά», συμπλήρωσε πριν προλάβω να ρωτήσω.

«Μάγος;»

Πάλι γελάει.

«Τι; Δεν είπες ούτε μάγος».

«Έχεις δίκιο. Ούτε μάγος, λοιπόν. Αν και από τα λίγα που ξέρω από την ιστορία μας, μας έχουν αποκαλέσει και μάγους και ό,τι άλλο υπερφυσικό μπορείς να φανταστείς».

«Καλικάντζαρος;»

«Μέλια;» είπε διερευνητικά. «Σου μοιάζω για καλικάντζαρος;»

Τον αγνόησα. Σκεφτόμουν τι άλλο θα μπορούσε να είναι. Δεν τα απέρριψε όλα ακόμη.

«Το βρήκα! Άγγελος! Είσαι άγγελος έτσι δεν είναι; Για αυτό είσαι τόσο όμορφος! Κανονικός ή έκπτωτος;»

«Πολλές ταινίες βλέπεις!» ήταν η μόνη απάντηση που πήρα.

«Ε, δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο. Πες μου. Αφού θα μείνω σκύλος για πάντα έχω το δικαίωμα να ξέρω, δεν νομίζεις;»

«Δεν θα μείνεις σκύλος για πάντα», πήρε μία βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει. «Και δεν θα το πιστέψεις, αλλά είμαι άνθρωπος ακριβώς όπως κι εσύ και όλοι».

«Τότε πώς;» ρώτησα γεμάτη απορία.

«Η ιστορία μας λέει ότι κάποια εκατομμύρια χρόνια πριν, κάποιοι λίγοι άνθρωποι εξελίχθηκαν διαφορετικά ή λίγο πιο γρήγορα αν θέλεις, από τον κλασσικό homo sapiens που όλοι ξέρουμε. Δεν ξέρουμε γιατί και πως, και εγώ ειδικά δεν γνωρίζω και πολλά πράγματα, γιατί μέχρι πριν λίγο καιρό αρνούμουν να μάθω οτιδήποτε είχε να κάνει με αυτό το κομμάτι της οικογένειας μου. Ήθελα να τα ξεχάσω όλα και να ζήσω την ζωή μου σαν ένας απλός, καθημερινός εικοσάχρονος Λονδρέζος. Αυτή την ζωή είχαν σχεδιάσει οι γονείς μου για μένα πριν πεθάνουν και αυτή ήθελα να ζήσω, χωρίς να μάθαινα ποτέ για όλα τα υπόλοιπα. Όμως ο αδερφός μου είχε άλλα σχέδια.»

«Λυπάμαι που δεν μπορείς να ζήσεις την ζωή σου όπως την θέλεις».

«Δεν πειράζει. Μην σε απασχολεί» απάντησε λυπημένα καθώς με έσφιξε λίγο παραπάνω στην αγκαλιά του.

«Μέλια;»

«Ναι;»

«Πώς αισθάνεσαι;»

«Κανονικά».

«Κανονικά, κανονικά ή—»

«Νομίζω κανονικά, κανονικά.»

«Να κοιτάξουμε;»

«Ναι, με το τρία».

«Ένα, δύο, τρία» είπαμε μαζί.

Άνοιξα τα μάτια μου διστακτικά. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν το πρόσωπο του να λάμπει από χαρά και αγάπη. Δεν ξέρω πώς έγινε μέσα σε όλη αυτή την τρέλα της σημερινής ημέρας, αλλά εκείνη ακριβώς την στιγμή κατάλαβα. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Μου είπε τόσα αδύνατα πράγματα κι όμως εγώ τον εμπιστευόμουν και ένιωθα ασφαλής κοντά του.

«Ώστε με θεωρείς όμορφο σαν άγγελο, ε;» είπε σιγανά καθώς με κατέβασε να πατήσω στις τραχιές πέτρες του βυθού, χωρίς να με αφήσει στιγμή από την αγκαλιά του.

«Ποιος το είπε αυτό;»

«Εσύ» είπε κάνοντας στην άκρη μια τούφα από τα μαλλιά μου.

«Συκοφαντίες!» Μου χάιδεψε απαλά το μάγουλο, πριν καν με ακουμπήσει, ανατρίχιασα.

«Είσαι πολύ όμορφη» είπε σε απόσταση αναπνοής από τα χείλη μου. Ένιωθα το κεφάλι μου να γυρίζει.

«Σαν άγγελος;» ρώτησα χαμογελώντας.

«Ακόμη ομορφότερη» είπε και ακούμπησε απαλά τα χείλη του στα δικά μου. Μία έκρηξη συναισθημάτων ξεχείλισε όλο μου το σώμα. Ξεκίνησε από χαμηλά τα δάχτυλα των ποδιών μου και έφτασε αργά και βασανιστικά, όπως το φιλί του, μέχρι τις πιο καλά κρυμμένες γωνίες του μυαλού μου.

Ύστερα λιποθύμησα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top