ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Είκοσι τρία χρόνια νωρίτερα...

Έσκυψε πάνω από την κούνια και κοίταξε το μωρό. Μόλις το είχε ταΐσει κι εκείνο κοιμόταν αλλά το στήθος της ήταν ακόμη βαρύ. Τι θα έκανε τόσες ώρες μέσα στο αεροπλάνο; Μήπως...; Όχι, δεν έκανε πίσω, δεν άντεχε ούτε να φύγει αλλά ούτε και να μείνει, όμως ανάμεσα σε δύο αποφάσεις το ίδιο δύσκολες, διαλέγεις συνήθως εκείνην της οποίας μπορείς να δεις το αύριο. Και το αύριο σ' εκείνο το μέρος... της ήταν αβάσταχτο. Ένιωθε αδύναμη, ένοχη. Εκείνο το μωρό που πριν λίγη ώρα ακόμη κρεμασμένο στο στήθος της τής έδειχνε πως την είχε ανάγκη, είχε έρθει στη ζωή της την πιο ακατάλληλη στιγμή. Είχε όνειρα, μια ιστορία εκεί πίσω, μια κληρονομιά, ένα όνομα, πώς ακριβώς θα τον αντιμετώπιζε αν επέστρεφε με ένα μωρό στα χέρια; Ήταν σαν να τον έβλεπε, η αντίδρασή του, η μορφή του είχε στοιχειώσει τις νύχτες της, άκουγε ακόμη και την βαρύτονη φωνή του να της απευθύνεται με οργή κι αυτήν... την γνώριζε καλά. Αυτό που δεν είχε γνωρίσει ποτέ από εκείνον ήταν η στοργή αλλά την οργή του τη φοβόταν πάντα.

"Μην ξεχνάς ποια είσαι, Σκάι! Εδώ, σ' αυτό το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου, βρίσκεται ολόκληρη η ιστορία μας, η ιστορία σου. Και είναι βαριά αυτή η ιστορία, θέλει πλάτες για να την κουβαλήσεις επάξια. Ήθελα έναν γιο, δεν κατάφερα να τον αποκτήσω, έχω όμως εσένα κι εσύ... έχεις υποχρέωση απέναντι στο όνομα που φέρεις. Δε θα χρειαστεί να δουλέψεις ποτέ στη ζωή σου αλλά θα χρειαστεί να επιλέξεις σωστά όταν θα έρθει η ώρα."

Δεν είχε έρθει σίγουρα η ώρα αλλά είχε επιλέξει μήνες πριν. Μόνο που αυτή η επιλογή ήταν λάθος και δεν ήταν έτοιμη να πάρει αυτό το λάθος μαζί της.

Με τον δείκτη του χεριού της άγγιξε μία από τις μικροσκοπικές μπούκλες του μωρού, ελαφρά, σαν χάδι ανέμου, δεν ήθελε να το ξυπνήσει. Δεν ήθελε να κλάψει. Ήθελε απλά να φύγει. Ακροπατώντας βγήκε από το δωμάτιο, κουβαλώντας μαζί της μόνο ένα μικρό σακίδιο, διέσχισε τον στενό διάδρομο, το μικρό καθιστικό κι έφτασε στην εξώπορτα. Κοντοστάθηκε και έριξε μια τελευταία ματιά εκεί όπου είχε περάσει τους τελευταίους δεκατέσσερις μήνες της ζωής της. Δυο βήματα και θα τα άφηνε όλα πίσω, τους ίσκιους, τις μυρωδιές, εκείνον, το μωρό... Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Δε θ' άκουγε ποτέ ξανά εκείνο το κλάμα, δε θ' άκουγε όμως ούτε εκείνη τη βαριά λέξη που η γυναίκα πίσω από το παράθυρο του δωματίου της πρόφερε μέσα από τα δόντια της στη μητρική της γλώσσα, ανάμεσα σε άλλες, λέξεις που η Σκάι δεν είχε ακούσει ποτέ γιατί δεν ήταν για τους πολλούς, για τους ξένους. Αυτή η λέξη όμως κόλλησε πάνω της, χώθηκε στο σακίδιό της και ανέβηκε μαζί της στο αεροπλάνο κι όταν εκείνο μερικές ώρες αργότερα άρχισε την τρελή του κάθοδο προς την συντριβή, η γυναίκα που είχε προφέρει εκείνη τη λέξη, κρατούσε το μωρό, το τάιζε με το μπιμπερό και το κουνούσε τρυφερά στην αγκαλιά της, ψιθυρίζοντας του ευχές και προσευχές. Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή, φωτιά έβλεπε, ουρλιαχτά άκουγε αλλά συνέχισε να κουνάει το μωρό, άνοιξε τα μάτια ξανά και το είδε να την κοιτάζει με τα σκούρα ματάκια του. Χαμογέλασε κι έκανε το σύμβολο του σταυρού με τα δάχτυλά της στο μέτωπό του, ψελλίζοντας το όνομά του, το ίδιο όνομα που κι η γυναίκα που το είχε αφήσει πίσω, πρόφερε ως τελευταία λέξη πριν χαθεί για πάντα στον τρόμο, στη φωτιά και τα συντρίμμια:

"Μάγια".

~~~~~~~

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

"Ακόμη δεν ετοιμάστηκες;!"

Η φωνή της Έμιλυ έκανε την Μάγια να τιναχτεί.

"Με τρόμαξες! Μπορείς να μη μπαίνεις στα δωμάτια των ανθρώπων σαν φάντασμα;"

"Και πάλι θα τρόμαζες, όταν διαβάζεις δεν καταλαβαίνεις τι συμβαίνει γύρω σου. Τι διαβάζεις;" ρώτησε και άρπαξε από τα χέρια της Μάγια το βιβλίο που κρατούσε, ενώ είχε ήδη καθίσει πάνω στο γραφείο της κοπέλας. Η Μάγια αναστέναξε και έγειρε στην πλάτη της καρέκλας.

"Αυτό που θα έπρεπε να έχουμε ήδη τελειώσει κι εσύ κι εγώ. Η προθεσμία τελειώνει."

Οι δυο κοπέλες κοιτάχτηκαν, η Έμιλυ ακούμπησε το βιβλίο στα πόδια της και έγειρε προς το μέρος της φίλης της.

"Σήμερα είναι Κυριακή" είπε με νόημα ανεβοκατεβάζοντας τα φρύδια κάτω από την πυρόξανθη φράντζα που πλαισίωνε το πρόσωπό της. Είχε κατάλευκο δέρμα, σχεδόν διάφανο και ανοιχτά, καστανά μάτια, σε αντίθεση με την φίλη της που είχε μαζεμένο στην κορυφή του κεφαλιού της όλον εκείνον τον τεράστιο μπόγο από πυκνές, σκούρες καστανές, ατίθασες μπούκλες, ενώ είχε επίσης μαύρα μάτια, έντονα ζυγωματικά και δυο πλούσια χείλη.

"Και λοιπόν;" ρώτησε η Μάγια.

"Ξέχασες τι είπαμε ότι θα κάνουμε σήμερα;"

Η Μάγια κοίταξε για μια στιγμή έξω από το παράθυρο του φοιτητικού της δωματίου, το οποίο μοιραζόταν με την Έμιλυ, στην εστία του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.

"Θα βρέξει."

"Δε θα βρέξει, αλλά κι αν το κάνει, έχουμε αυτοκίνητο και ομπρέλες. Δε θα πάμε με τα πόδια, πάψε να βρίσκεις δικαιολογίες και σήκω να ντυθείς."

Η Μάγια ξεφύσησε βαριεστημένα.

"Έχουμε ξαναπάει στην λίμνη, γιατί με τυραννάς;"

"Γιατί αυτήν τη φορά δε θα πάμε στην λίμνη, αλλαγή σχεδίων."

"Και πού θα πάμε;"

"Είναι έκπληξη. Σήκω."

Χωρίς άλλη κουβέντα, πήδηξε από το γραφείο και τράβηξε την Μάγια από το χέρι. Λίγα λεπτά αργότερα βρίσκονταν στο αυτοκίνητο της Έμιλυ με προορισμό το Σεντ Άντριους, μιάμιση ώρα περίπου διαδρομή βόρεια του Εδιμβούργου. Βέβαια τους πήρε λίγο παραπάνω για να την κάνουν, αφού το παλιό αυτοκινητάκι της Έμιλυ "έκαιγε κάρβουνο", όπως έλεγε συχνά πυκνά η Μάγια, οπότε μετά από δύο αναγκαστικές ενδιάμεσες στάσεις, έφτασαν πια στον προορισμό τους προς το μεσημέρι.

"Φτάσαμε" είπε θριαμβευτικά η Έμιλυ κι έσβησε τη μηχανή του αυτοκινήτου. Η Μάγια κοίταξε ευθεία μπροστά της.

"Τι είναι αυτό;" ρώτησε.

"Ένα κάστρο."

"Αυτό το βλέπω. Τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ ρωτάω."

"Να το αγοράσουμε" απάντησε η Έμιλυ σαν να έλεγε το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο κι η φίλη της την κοίταξε συνοφρυωμένη.

"Ω, τι κρίμα! Ξέχασα το μπλοκ των επιταγών μου στο σπίτι! Κάτι ψιλά έχω μόνο πάνω μου!... Τι ήπιες πρωί πρωί;"

Η Έμιλυ γέλασε.

"Γάλα. Έλα τώρα, μη με κοιτάζεις έτσι! Είπα να διασκεδάσουμε λίγο!"

"Κάνοντας τι;"

Η Έμιλυ βγήκε από το αυτοκίνητο και έγνεψε στην Μάγια να κάνει το ίδιο. Η κοπέλα την ακολούθησε μέχρι την είσοδο της τεράστιας ιδιοκτησίας, περίεργη να δει πού ακριβώς το πήγαινε η συγκάτοικος της. Ήταν συνηθισμένη βέβαια στις τρελές της ιδέες, τρία χρόνια στο ίδιο δωμάτιο η ζωή με την Έμιλυ ήταν μια μικρή περιπέτεια, όμως την αγαπούσε, ήταν αληθινή, αυθόρμητη και πάντα εκεί για την ίδια.

Διέσχισαν ένα ευθύ, χωμάτινο δρομάκι που σταματούσε ακριβώς μπροστά στην περίφραξη του κάστρου. Μια τεράστια πινακίδα που έγραφε "Προς Πώληση" τράβηξε το βλέμμα της κι η Μάγια κοίταξε την φίλη της.

"Εδώ λέει πως οι επισκέψεις γίνονται μόνο κατόπιν ραντεβού" είπε κι η Έμιλυ ανέβασε τα γυαλιά ηλίου που φορούσε στο κεφάλι της και χαμογέλασε πονηρά.

"Το ξέρω. Έχουμε ραντεβού."

"Για ποιο πράγμα; Για να φάμε ξύλο;"

Η Έμιλυ γέλασε.

"Για ξενάγηση, χαζούλα. Φαντάζεσαι να ζεις σε ένα τέτοιο μέρος;" πρόσθεσε και κοίταξε πάλι προς το τεράστιο επιβλητικό κάστρο, κάνοντας και την Μάγια να ακολουθήσει το βλέμμα της.

Ναι, μπορούσε να το φανταστεί. Σπούδαζε αγγλική λογοτεχνία κι αυτή ήταν γεμάτη από περιγραφές τέτοιων τόπων, τέτοιων κτισμάτων. Το κάστρο Κάμερον -όπως ήταν η τωρινή του ονομασία- είχε χτιστεί περίπου στα μέσα του δεκάτου έκτου αιώνα, από ένα μέλος μίας εκ των ιστορικών φατριών των Σκωτσέζικων πεδινών, ο οποίος είχε συμμετάσχει στην περίφημη μάχη του Φλόντεν, τη μεγαλύτερη μάχη στην βρετανική ιστορία ανάμεσα στα βασίλεια Αγγλίας Σκωτίας. Μεγάλες προσωπικότητες είχαν περάσει από εκεί, ανάμεσά τους και η Βασίλισσα Μαίρη της Σκωτίας. Φήμες θέλουν να ακούγονται ακόμη και σήμερα στην σπειροειδή σκάλα του κάστρου τα βήματα ενός εκ των μεταγενέστερων κατόχων του, γνωστού για τον βάρβαρο τρόπο με τον οποίο κατατρόπωνε τους εχθρούς του. Τα τελευταία 150 χρόνια ανήκε στην οικογένεια Κάμερον, μακρινών απογόνων του σκληρού αυτού άντρα, αλλά τώρα... ήταν προς πώληση.

"Γιατί να θες να πουλήσεις ένα τέτοιο μέρος;" μονολόγησε η Μάγια εντυπωσιασμένη από αυτό που έβλεπε, το επιβλητικό κτίσμα με τους οκτώ διαφορετικούς χώρους υποδοχής, τα δέκα υπνοδωμάτια, τις τρεις εξωτερικές μικρότερες κατοικίες, τους στάβλους και φυσικά τους ονομαστούς περιτειχισμένους κήπους με τους περιποιημένους σε διάφορα σχήματα θάμνους και όλα αυτά μέσα σε μία έκταση 53 στρεμμάτων.

"Μάλλον γιατί δε μπορείς πια να το συντηρήσεις" απάντησε η Έμιλυ βγάζοντας την Μάγια από τις σκέψεις της. "Είσαι καλά;" τη ρώτησε, η φίλη της φαινόταν χαμένη.

"Ναι... ακόμη τουλάχιστον. Όταν θα φύγουμε τρέχοντας όμως από δω, να ξέρεις... δε θα γλιτώσεις."

"Μη φοβάσαι. Εξάλλου... δε θα κάνουμε έγκλημα, μια περιήγηση σε ένα μαγευτικό μέρος δε διώκεται ποινικά. Και τι φοβάσαι; Μην τους φάμε τον πολύτιμο χρόνο τους; Κοίτα γύρω σου, δε βλέπω να στριμώχνονται οι υποψήφιοι αγοραστές."

Η Μάγια στριφογύρισε τα μάτια και ακολούθησε την Έμιλυ που προπορεύτηκε. Με το πρώτο βήμα όμως που έκανε μέσα στην ιδιοκτησία, σταμάτησε απότομα, η Έμιλυ δεν το αντιλήφθηκε και συνέχισε να προχωρά, να διασχίζει το πλακόστρωτο δρομάκι μέσα από το γρασίδι που τις χώριζε από την είσοδο του κυρίως κτίσματος, δεν είδε την φίλη της να κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα προς τα παράθυρα του τελευταίου ορόφου, ενώ ένας ελαφρύς άνεμος που δε φυσούσε νωρίτερα, έμοιαζε ξαφνικά να στροβιλιζόταν γύρω της, ανακατεύοντας τις μακριές, πυκνές μπούκλες της. Δυο βήματα μετά είχε και πάλι πάψει να φυσά.

"Τι είπες;" φώναξε στην Έμιλυ κι εκείνη κοντοστάθηκε και την κοίταξε πάνω απ' τον ώμο της.

"Δε μίλησα. Τι κάνεις; Περπάτα, έχουμε ραντεβού."

Κι όμως, θα ορκιζόταν πως κάποιος της είχε μιλήσει, πως κάποιος είχε ψιθυρίσει στο αυτί της λέξεις που δεν είχε καταφέρει να ακούσει καθαρά. Τίναξε το κεφάλι της και άνοιξε το βήμα αλλά η αίσθηση ελαφριάς δυσφορίας που την είχε καταλάβει, έμοιαζε να την ακολουθεί κατά πόδας, μέχρι που έφτασαν πια στην είσοδο του κάστρου και τότε η πόρτα άνοιξε κι ένας άντρας εμφανίστηκε. Φορούσε στολή σεκιούριτι και στην θέα των δύο κοριτσιών ανασήκωσε το φρύδι.

"Καλημέρα" είπε με βαριά σκωτσέζικη προφορά.

"Καλημέρα" απάντησε η Έμιλυ ορθώνοντας το κορμί. "Έχουμε ραντεβού να δούμε την ιδιοκτησία."

"Είστε η δεσποινίς ΜακΛήν;" τη ρώτησε ο άντρας αλλά για κάποιο λόγο κοιτούσε την Μάγια κι αυτό μπέρδεψε την κοπέλα που έσπευσε να του απαντήσει πρώτη.

"Όχι εγώ... η... η φίλη μου από δω."

Ο άντρας την κοίταξε έντονα για μερικά δευτερόλεπτα ακόμη και τελικά στράφηκε στην Έμιλυ.

"Ταυτότητα, παρακαλώ."

Η Έμιλυ αναζήτησε την ταυτότητά της στην τσάντα της και του την έδωσε. Εκείνος την κοίταξε και της είπε, ρίχνοντας διαρκώς λοξές ματιές στην Μάγια:

"Δυστυχώς ο μεσίτης που θα σας ξεναγούσε δεν είναι διαθέσιμος σήμερα, του έτυχε ένα απρόοπτο."

"Δηλαδή τσάμπα ήρθαμε ως εδώ;" ρώτησε η Έμιλυ απογοητευμένη διακόπτοντας τον.

"Όχι, θα ξεναγηθείτε στον χώρο από τον ίδιο τον κύριο Κάμερον. Θα χρειαστεί να τον περιμένετε όμως, όχι πολύ, μερικά λεπτά. Περάστε."

Έκανε στο πλάι και τις άφησε να περάσουν στο εσωτερικό, τις ακολούθησε και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Οι δυο κοπέλες κοίταξαν γύρω τους. Βρίσκονταν σε έναν μεγάλο χώρο υποδοχής, εμφανώς ανακαινισμένο, προς μεγάλη τους απογοήτευση το εσωτερικό του κάστρου δε θύμιζε παρελθόν και κοιτάχτηκαν έχοντας κάνει αυτήν την ίδια σκέψη.

"Μπορείτε να καθίσετε, σε πέντε λεπτά ο κύριος Κάμερον θα είναι εδώ." Τους έγνεψε να καθίσουν στον αναπαυτικό, κλασσικό καναπέ σε στυλ αγγλικής εξοχής, που ήταν τοποθετημένος στο πλάι ενός μεγάλου μοντέρνου τζακιού. "Θέλετε να πιείτε κάτι;"

Η ερώτησή του βγήκε βαριεστημένη, σχεδόν αποτρεπτική, δεν ήταν ο ρόλος του να κάνει τον σερβιτόρο και το ύφος του ήταν αυτό που έκανε την Έμιλυ να τινάξει πίσω την κόκκινη χαίτη της και να τον κοιτάξει σχεδόν αφ' υψηλού.

"Τι έχετε;"

Η Μάγια δαγκώθηκε αλλά δεν ήθελε να κάνει κάποια κίνηση που θα μαρτυρούσε πως δεν ήταν παρά δυο πιτσιρίκες που απλά έκαναν την πλάκα τους, αν δεν το είχε ήδη μυριστεί δηλαδή ο υπάλληλος σεκιούριτι, παρόλο που δεν του έπεφτε λόγος.

"Έχει αναψυκτικά στον μπουφέ" της απάντησε και έγνεψε με το χέρι του προς την απέναντι πλευρά του χώρου, όπου όντως υπήρχε ένας μπουφές με ποτήρια και αναψυκτικά. Στη συνέχεια έκανε στροφή και έφυγε προς έναν διάδρομο που οι δυο κοπέλες δεν έβλεπαν πού οδηγούσε. Η Έμιλυ πλησίασε τον μπουφέ και βάλθηκε να εξετάζει τις επιλογές της, ενώ η Μάγια περιφερόταν στον χώρο κοιτάζοντας τα πάντα γύρω της. Όλα ήταν ένα κράμα παραδοσιακού στυλ με μοντέρνες νότες, όπως ο πολυέλαιος με τα κεριά, που όμως φώναζε πως ήταν φτιαγμένος από κάποιον σύγχρονο σχεδιαστή -και σίγουρα πανάκριβος- ή το τζάκι, το οποίο είχε τις διαστάσεις που είχαν κάποτε τα τζάκια, δηλαδή ήταν τεράστιο, αλλά ήταν και μοντέρνο σε εμφάνιση, καθώς και γεμάτο ξύλα έτοιμα να αναφθούν. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ξύλο καρυδιάς, μικροί και μεγάλοι πίνακες, κυρίως με τοπία, κάλυπταν τη μεγαλύτερη επιφάνεια αυτών και ένα παχύ, χειροποίητο κόκκινο χαλί με μπλε γεωμετρικά σχέδια κάλυπτε το δάπεδο που επίσης ήταν ξύλινο.

Η Μάγια αγνόησε την ερώτηση της Έμιλυ σχετικά με το τι ήθελε να πιει και προχώρησε προς την αντίθετη πλευρά του μεγάλου χώρου, όπου βρισκόταν μια μεγάλη τραπεζαρία με ένα οβάλ μακρόστενο τραπέζι στο κέντρο της και δύο μόνο καρέκλες με μπράτσα στις κεφαλές του. Αυτό που της τράβηξε την προσοχή, ήταν ότι το τραπέζι ήταν στρωμένο με ένα πορσελάνινο σερβίτσιο, μια δωδεκάδα από λευκά πιάτα με γαλάζια μπορντούρα, χωρίς μαχαιροπίρουνα και ποτήρια, ενώ στο κέντρο υπήρχε ένα μεγάλο ασημένιο κηροπήγιο με έξι κεριά, αυτό ήταν σίγουρα παλιό. Άπλωσε το χέρι και άγγιξε ένα από τα πιάτα, έπειτα κοίταξε τα δάχτυλά της, δεν υπήρχε κόκκος σκόνης πάνω του και το όλο σκηνικό θύμιζε έκθεση, προφανώς και κανείς δε θα καθόταν να φάει σ' αυτό το τραπέζι.

Πλησίασε το μεγάλο παράθυρο και διεπίστωσε πως αυτό έβλεπε στο πλαϊνό μέρος του οικήματος. Άνοιξε το στόμα εντυπωσιασμένη. Δεν είχε δει κάτι παρόμοιο. Αναρωτήθηκε πόσοι άνθρωποι να ήταν άραγε απαραίτητοι για την περιποίηση αυτού του υπέροχου κήπου με τους συμμετρικά τοποθετημένους και άψογα κλαδεμένους θάμνους, που ο καθένας τους είχε κι ένα διαφορετικό σχήμα. Στο κέντρο της έκτασης όπου απλωνόταν ο κήπος, οι θάμνοι ήταν πιο αραιοί και χαμηλοί, δεξιά πύκνωναν, ενώ αριστερά ψήλωναν και σχημάτιζαν ένα σύμπλεγμα που η Μάγια μάντευε ότι θα ήταν κάτι σαν λαβύρινθος. Χαμογέλασε. Πάντα ήθελε να βρεθεί σε έναν τέτοιο, άραγε ο ιδιοκτήτης θα δεχόταν να τις ξεναγήσει στους κήπους ή θα μάντευε πως τον κορόιδευαν και θα τις πετούσε έξω με συνοπτικές διαδικασίες; Ξαφνικά αγχώθηκε και πήγε να πει κάτι στην Έμιλυ, όταν μια φωνή ακούστηκε πίσω της και στράφηκε προς αυτήν.

"Καλημέρα. Η δεσποινίς ΜακΛήν;"

Η Μάγια άφησε το παράθυρο και τη θέα του κήπου και επέστρεψε στον χώρο υποδοχής για να βρει την Έμιλυ να ανταλλάσει χειραψία με έναν νέο άντρα. Κοντοστάθηκε μια στιγμή και τον παρατήρησε, αυτός δεν την είχε δει ακόμη. Φορούσε μαύρο παντελόνι και καφέ μπότες ιππασίας, μαύρη μπλούζα και αμάνικο λαδί μπουφάν. Τα μαλλιά του, καστανόξανθα και σγουρά, έφταναν ως τον αυχένα του και η μακριά τους φράντζα ήταν στερεωμένη πίσω από το αυτί του, ενώ περιποιημένα, κοντά γένια στόλιζαν το πηγούνι του και κύκλωναν τα χείλη του. Ήταν λεπτός και ψηλός, η Έμιλυ, που ήταν πιο ψηλή από την Μάγια, έμοιαζε μικροσκοπική μπροστά του κι αυτό μάλλον επειδή το παράστημα του ήταν ευθυτενές και επιβλητικό.

"Εγώ είμαι" απάντησε η Έμιλυ και ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.

"Ίαν Κάμερον" συστήθηκε ο άντρας σφίγγοντας της το χέρι. "Ζητώ συγγνώμη για την αλλαγή σχεδίων, ο άνθρωπος του μεσιτικού με τον οποίον μιλήσατε δεν είναι διαθέσιμος σήμερα, θα σας ξεναγήσω εγώ."

Αν είχε υποψιαστεί την πραγματικότητα, το ότι δηλαδή η κοπέλα που είχε μπροστά του δεν ήταν σε καμία περίπτωση υποψήφια αγοραστής του κάστρου, δεν το έδειξε. Ήταν σίγουρα ευγενής, η προφορά του εκλεπτυσμένη, όχι ιδιαίτερα βαριά κι η Μάγια ένιωσε ξαφνικά ντροπή που έκαναν κατάχρηση του χρόνου του επειδή δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν. Στην σκέψη κοκκίνισε και τότε ήταν που ο Ίαν την αντιλήφθηκε και αφήνοντας το χέρι της Έμιλυ, στράφηκε προς το μέρος της. Κάρφωσε επίμονα τα γαλανά του μάτια στα δικά της, η Μάγια έμεινε να τον κοιτάζει ακίνητη.

"Από δω η φίλη μου, Μάγια Νέβες" είπε η Έμιλυ κι η Μάγια χαμογέλασε αμήχανα.

"Καλημέρα" ψέλλισε, κι ο Ίαν προς στιγμήν συνοφρυώθηκε κάνοντας την αμηχανία της μεγαλύτερη. Προσπαθώντας να αγνοήσει το επίμονο, παράξενο βλέμμα του, η Μάγια διέσχισε την απόσταση που τους χώριζε και έφτασε κοντά τους. Του άπλωσε το χέρι, εκείνος όμως δεν το πήρε αμέσως στο δικό του, επέμενε να την κοιτάζει σιωπηλός, μέχρι που με ένα ελαφρύ τίναγμα του κεφαλιού του, βγήκε από όποιες σκέψεις τον είχαν καθηλώσει και είπε:

"Μάγια..."

Το όνομά της στα χείλη του ήταν σαν απορία και απορία είχε και στα μάτια.

"Χαίρω πολύ" είπε εκείνη με το χέρι ακόμη μετέωρο, ο Ίαν το κοίταξε για μια στιγμή και το πήρε τελικά στο δικό του. Η χειραψία που κάνει ένας άνθρωπος, λένε πως δηλώνει πράγματα για τον χαρακτήρα του, η χειραψία του Ίαν όμως με την Μάγια τερματίστηκε απότομα, όταν εκείνη, στην επαφή με το χέρι του, ένιωσε ξαφνικά την παλάμη της να καίει, ένα άλλο, αόρατο χέρι της έσφιξε ξαφνικά την καρδιά και μια εικόνα που δεν πρόλαβε καν να δει, σαν αστραπή, πέρασε μπροστά από τα μάτια της. Τράβηξαν κι οι δυο απότομα τα χέρια, σαν να ένιωσαν το ίδιο πράγμα. Ο Ίαν της χάρισε τελικά ένα βεβιασμένο χαμόγελο.

"Κι εγώ... Μάγια."

"Ελπίζω να μη σας τρώμε τον χρόνο, σίγουρα θα είχατε κάτι καλύτερο να κάνετε..." του είπε εκείνη και του χαμογέλασε δειλά. Φυσικά και του τον έτρωγαν και το ήξεραν κι ίσως το ήξερε κι ο ίδιος ή το μάντευε, αλλά ακόμη δεν το έδειχνε.

"Είχα, η αλήθεια είναι. Τερμάτισα νωρίτερα από το συνηθισμένο τη βόλτα μου με τον Σεθ αλλά... Είναι ενδιαφέρον..."

Το τελευταίο το είπε σαν να μονολογούσε, σαν να σκεφτόταν κάτι όντως ενδιαφέρον.

"Ποιο;" ρώτησε η Μάγια, δεν είχαν πάρει ακόμη τα μάτια ο ένας από του άλλου, η Έμιλυ είχε γίνει αόρατη κι όταν τελικά μίλησε, την κοίταξαν κι οι δυο ταυτόχρονα:

"Ζητάμε από τον κύριο Σεθ να μας συγχωρέσει που σας πήραμε από την παρέα του" είπε κι ο Ίαν ξαφνικά γέλασε λοξά και κοίταξε ξανά την Μάγια.

"Θα του το μεταφέρω όταν επιστρέψω στον στάβλο για να τον ταΐσω" απάντησε και τα μάτια της κοπέλας άνοιξαν διάπλατα.

"Ο Σεθ... είναι άλογο;"

"Ναι, έκανα ιππασία. Μ' αρέσει να ξεκινώ με το πρώτο φως αλλά χθες βράδυ ξενύχτησα γράφοντας και άργησα να ξυπνήσω."

Πάλι της μιλούσε σαν να μην υπήρχε η Έμιλυ δίπλα τους, που κοιτούσε μία εκείνον και μία τη φίλη της χαμογελώντας λοξά.

"Γράφετε;" ρώτησε η Μάγια.

"Ναι... είμαι συγγραφέας."

Δεν ήξερε γιατί αλλά το επάγγελμά του δεν την ξένισε. Ξένισε όμως τον Ίαν η επόμενη φράση της, που βγήκε από τα χείλη της σαν ψίθυρος, κι έτσι ακριβώς εμφανίστηκε και μέσα στο μυαλό της, πάλι μια εικόνα, σαν φλας αλλά πιο καθαρή αυτήν τη φορά, νύχτα, ένα άλογο, ένα σκεύος, μια εκκλησία...

"Ιστορικά... γράφετε ιστορικά..." μονολόγησε απευθυνόμενη στον ίδιο αλλά και στον εαυτό της. Ο Ίαν έγειρε ελαφρά το κεφάλι στο πλάι.

"Πώς το ξέρετε;" ρώτησε κι η Μάγια κόμπιασε.

"Δεν ξέρω... Το μάντεψα υποθέτω... Ίσως φταίει το μέρος. Κι εγώ αν ζούσα σ' ένα κάστρο κι ήμουν συγγραφέας... υποθέτω δε θα έγραφα επιστημονική φαντασία."

"Κι όμως... θα μπορούσε να είναι και επιστημονική φαντασία..." απάντησε ο Ίαν αινιγματικά αλλά η Μάγια δε θα μάθαινε τι εννοούσε, η Έμιλυ είχε πια γίνει ανυπόμονη κι αυτό που συνέβαινε μπροστά της, είχε αρχίσει να την φοβίζει λίγο.

"Ας μη σας καθυστερούμε άλλο, λοιπόν" είπε κι ο Ίαν την κοίταξε. "Θα πεινάσει κι ο Σεθ..."

"Πολύ καλά, ας ξεκινήσουμε" της απάντησε εκείνος, η επόμενη ερώτησή του όμως έκανε την Μάγια να δαγκωθεί. "Αν δεν κάνω λάθος, εσείς είστε η ενδιαφερόμενη αγοραστής, δεσποινίς ΜακΛήν, σωστά;"

"Σωστά" του απάντησε η Έμιλυ καθαρίζοντας τον λαιμό της και ορθώνοντας το κορμί της.

"Και... γνωρίζετε την τιμή, σωστά;"

Ξαφνικά το ύφος του είχε αλλάξει, έδειχνε πιο σοβαρό, πιο... επαγγελματικό, εκείνος είχε κάτι προς πώληση και μπροστά του υπήρχε μία... εν δυνάμει αγοραστής. Ή περίπου.

"Ναι, ο μεσίτης μου είπε... αν θυμάμαι σωστά..."

Η Έμιλυ κοίταξε την Μάγια σαν να ζητούσε βοήθεια κι ο Ίαν έκανε το ίδιο, στράφηκε ξανά προς την μελαχρινή κοπέλα, χαμογελώντας λοξά και λέγοντας τελικά:

"Ένα εκατομμύριο λίρες."

Η Μάγια ξεροκατάπιε. Ένα εκατομμύριο λίρες! Τράβηξε το βλέμμα από του Ίαν λες και φοβήθηκε ότι εκείνος θα διάβαζε την "απάτη" τους μέσα σ' αυτό και απλά τους ακολούθησε σιωπηλά.

Όλο το ισόγειο ήταν ανακαινισμένο, αυτό φαινόταν εξάλλου. Υπήρχε άλλος ένας καθιστικός χώρος με λίγο μικρότερο τζάκι καθώς και μια μεγαλύτερη, μακρόστενη αίθουσα με ένα μεγάλο μακρόστενο τραπέζι στη μέση της, που δεν ήταν στρωμένο με σερβίτσιο όμως, μόνο ασημένια κηροπήγια υπήρχαν πάνω του και δώδεκα καρέκλες γύρω του. Η οροφή αυτής της αίθουσας ήταν θολωτή και λαξευμένη, στην πέτρα σχηματίζονταν γεωμετρικά σχέδια, διαφορετικά μεταξύ τους, κανένα δε φαινόταν να μοιάζει με το διπλανό του και δεν υπήρχαν γωνίες, ήταν σαν οροφή τούνελ. Στους τοίχους απλώνονταν κλειστές με τζάμι βιβλιοθήκες, η Μάγια πρόλαβε και διάβασε τους τίτλους μερικών βιβλίων.

"Αυτό ήταν κάποτε σπουδαστήριο, εδώ μελετούσαν τα αγόρια που ήταν εσώκλειστα" εξήγησε ο Ίαν σαν να μάντεψε την σκέψη της, ενώ είχε κοντοσταθεί δίπλα της. Τον κοίταξε.

"Εννοείτε πως το μέρος υπήρξε κάποτε σχολείο;"

"Ναι. Ένας εκ των προκατόχων του ήταν πρώην μοναχός που εγκατέλειψε την ασκητική ζωή όταν ερωτεύτηκε. Όντας μοναδικός γιος, κληρονόμησε το μέρος, έφερε εδώ την γυναίκα του αλλά πριν προλάβουν να αποκτήσουν παιδί, εκείνη πέθανε. Έπειτα μετέτρεψε το μέρος σε σχολείο αρρένων, μέχρι που πέθανε κι αυτός και όλα έμειναν στον αέρα."

"Θλιβερή ιστορία..." μονολόγησε η Μάγια, η Έμιλυ μερικά βήματα πιο πέρα κοιτούσε έξω από ένα παράθυρο. "Άρα δεν υπήρξαν κληρονόμοι."

"Πάντα υπάρχουν κληρονόμοι, δεσποινίς Νέβες" είπε ο Ίαν κοιτάζοντάς την κι η Μάγια αναρωτήθηκε γιατί ξαφνικά την προσφωνούσε με το επώνυμό της. "Κι όταν δεν υπάρχουν, εμφανίζονται σφετεριστές. Τα όμορφα πράγματα δε μένουν για καιρό στα αζήτητα."

Η τελευταία του φράση την έκανε για κάποιον λόγο να χαμογελάσει και για πολλοστή φορά έμειναν να κοιτάζονται.

"Το αγαπάτε αυτό το μέρος..." είπε η κοπέλα, κάνοντας μια διαπίστωση που έκανε τα μάτια του Ίαν να μελαγχολήσουν.

"Εδώ έζησα σχεδόν όλη μου την ζωή."

"Και τότε... πώς μπορείτε να το αποχωριστείτε; Συγγνώμη...γίνομαι αδιάκριτη."

"Καθόλου, εύλογο το ερώτημά σας. Όταν ανέβουμε στους πάνω ορόφους, θα καταλάβετε. Κι ίσως... καταλάβω κι εγώ."

"Τι πράγμα;"

Στύλωσε το βλέμμα του στο δικό της έντονα για λίγο και χωρίς να της δώσει απάντηση, προχώρησε ξανά μπροστά κάνοντάς την να τον ακολουθήσει. Πέρασαν σε ένα γραφείο, βαμμένο λευκό για να φωτίζεται ο χώρος, αφού το ταβάνι του ήταν ξύλινο και στο κέντρο αυτού υπήρχε ζωγραφισμένη, αλλά αρκετά ξεθωριασμένη πια, μια σκηνή από την Βίβλο. Πάνω σε ένα ξύλινο σεκρετέρ υπήρχε ένας φορητός υπολογιστής, δίπλα σε τάξη κάποια χειρόγραφα χαρτιά, στο δωμάτιο υπήρχε επίσης ένα τζάκι, πιο μικρό σε διαστάσεις απ' όσα είχαν δει νωρίτερα και μικροέπιπλα κλασσικού ύφους. Πέρασαν στην κουζίνα, ήταν τεράστια, βαμμένη σε έναν τόνο του κίτρινου ενώ τα ντουλάπια σε μπλε. Όλα ήταν ταχτοποιημένα στην εντέλεια, οι ηλεκτρικές συσκευές ήταν σύγχρονες και στο κέντρο δέσποζε ένα οβάλ τραπέζι από ανοιχτόχρωμο ξύλο.

"Ποιος φροντίζει όλους αυτούς τους χώρους;" ρώτησε η Έμιλυ γεμάτη περιέργεια, αφού από όπου κι αν είχαν περάσει, είχε διακρίνει καθαριότητα, κανένα ίχνος παραμέλησης.

"Έρχεται ειδικό συνεργείο καθαριότητας μια φορά την εβδομάδα. Εγώ το μόνο που κάνω, είναι να μαγειρεύω" απάντησε ο Ίαν κι η Έμιλυ τον κοίταξε χαμογελώντας εντυπωσιασμένη.

"Να υποθέσω πως... ζείτε από την συγγραφή;"

Η Μάγια δαγκώθηκε και την τράβηξε από το μανίκι. Δεν είχαν καμιά δουλειά να κάνουν αδιάκριτες ερωτήσεις σ' έναν άνθρωπο που μόλις είχαν γνωρίσει και που σίγουρα δε θα έβλεπαν ξανά.

"Αυτό είναι το όνειρο κάθε συγγραφέα, υποθέτω, αλλά όχι. Όχι ακόμη. Προς το παρόν... τρώω την κληρονομιά μου και αν καταφέρω να πουλήσω αυτό το μέρος, θα μπορέσω να βάλω σε εφαρμογή κάποια σχέδια που έχω. Εσάς; Ποια είναι τα σχέδιά σας; Σπουδάζετε;" ρώτησε απευθυνόμενος και στις δύο.

"Ναι, αγγλική λογοτεχνία" απάντησε η Έμιλυ κι ο Ίαν κοίταξε την Μάγια χαμογελώντας. Ήταν ανοιχτός μαζί τους, ευπροσήγορος κι η Μάγια δεν καταλάβαινε το γιατί. Όπως και δεν καταλάβαινε το γιατί τον έπιανε συχνά να την κοιτάζει έντονα, το βλέμμα του όμως δε δήλωνε πως το έκανε επειδή του άρεσε -δε θεωρούσε εξάλλου τον εαυτό της ιδιαίτερα όμορφο- ήταν περισσότερο σαν να του προκαλούσε μια απορία η όψη της. Η Έμιλυ κατάλαβε ότι το είχε παρατραβήξει με τις ερωτήσεις της και δεν έκανε την επόμενη που της ήρθε φυσικά στο στόμα: ποια ήταν τα σχέδιά του.

Ολοκλήρωσαν την περιήγηση στο ισόγειο και ακολούθησαν τον Ίαν στην πέτρινη στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο. Εκεί τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά. Οι χώροι, που ήταν κυρίως υπνοδωμάτια, ήταν μεν ανακαινισμένοι αλλά σίγουρα δεκαετίες πριν. Η φθορά του χρόνου ήδη διαφαινόταν σχεδόν παντού, όμως όλα ήταν καθαρά και τακτοποιημένα. Τα κορίτσια κατάλαβαν αμέσως ποιο από τα υπνοδωμάτια χρησιμοποιούσε ο Ίαν, αφού μόλις μπήκαν σε αυτό παρατήρησαν αμέσως το πρόχειρα στρωμένο, βαρύ, ξύλινο κρεβάτι, το γραφείο με τον υπολογιστή αναμμένο αλλά και τη μία και μοναδική φωτογραφία, κρεμασμένη σε ένα κάδρο στον τοίχο που απεικόνιζε έναν άντρα.

Μόλις το βλέμμα της Μάγια έπεσε σε αυτό το δυνατό πρόσωπο, με το γκρίζο, αυστηρό, ίσως σκληρό βλέμμα, τα γκρίζα μαλλιά που ήταν χτενισμένα προς τα πίσω κι έφταναν ως τον αυχένα του και τα λεπτά, σφιγμένα σε μια ευθεία γραμμή χείλη, η κοπέλα ένιωσε ξανά αυτό το ίδιο συναίσθημα που είχε νιώσει όταν έκανε το πρώτο βήμα μέσα στην ιδιοκτησία των Κάμερον: ένα σφίξιμο στο στήθος και μια δροσιά στο πρόσωπο που δεν ήξερε από πού ερχόταν, σαν κάποιος πολύ κοντά της να της φυσούσε με τα χείλη αέρα που την έκανε να ανοιγοκλείσει τα μάτια. Ψίθυροι έφτασαν ξανά στ' αυτιά της και το συναίσθημα πως αυτοί ήταν τώρα τρομαγμένοι αλλά όχι τρομακτικοί την έκανε να πλησιάσει την φωτογραφία και να την κοιτάξει καλύτερα. Δεν τον έβλεπε αλλά ο Ίαν την παρακολουθούσε με ενδιαφέρον και πλησίασε κι ο ίδιος, στάθηκε πολύ κοντά πίσω της. Η κοπέλα περιεργάστηκε τον άντρα στο κάδρο και παρατήρησε στην κάτω δεξιά γωνία ένα χρυσό ταμπελάκι με ένα όνομα: Ντάγκλας Κάμερον.

"Ο πατέρας μου" εξήγησε ο Ίαν πάνω απ' τον ώμο της. Η Μάγια τον άκουσε φυσικά αλλά δεν ήταν σε θέση να ξεκολλήσει τα μάτια από το πρόσωπο της φωτογραφίας και ξαφνικά ένας ελαφρύς αέρας από το πουθενά την χτύπησε ξανά καταπρόσωπο, την έκανε να πεταρίσει τα βλέφαρα κι έστειλε τις πυκνές, ατίθασες μπούκλες της στο πρόσωπο του Ίαν πίσω της κάνοντάς τον να κλείσει προς στιγμήν τα μάτια αλλά και να πάρει μια κοφτή ανάσα. Τα μάτια έκλεισε κι η Μάγια για δευτερόλεπτα, τόσο όσο χρειάστηκε για να δει κάτι που την τάραξε, την εικόνα μιας γυναίκας, περισσότερο σαν σκιά μέσα στη νύχτα, χωρίς χαρακτηριστικά, τίποτα που να πρόδιδε την ταυτότητά της. Γιατί της συνέβαινε αυτό;

"Ζει κι αυτός εδώ;" ρώτησε η Έμιλυ που είχε βρεθεί δίπλα τους και κοιτούσε παραξενεμένη την φίλη της, η αλλόκοτη στάση της είχε αρχίσει να την φρικάρει.

"Όχι, έχει πεθάνει."

Η απάντηση του Ίαν έκανε την Μάγια να στραφεί απότομα προς το μέρος του, τα μάτια τους συναντήθηκαν, ο Ίαν έδειχνε έκπληκτος, εκείνη βυθίστηκε στο γαλάζιο των δικών του, υπήρχε κι εκεί κάτι...

"Aqui estou eu..." ψέλλισε κι ο Ίαν συνοφρυώθηκε.

"Τι είπες;" τη ρώτησε.

Η Μάγια ανοιγόκλεισε τα μάτια και κοκκίνισε. Δεν καταλάβαινε τι της συνέβαινε, έδειχνε ταραγμένη όσο κι αν πάλευε να το κρύψει.

"Μίλησες ισπανικά;" ήταν η επόμενη ερώτησή του.

"Όχι... πορτογαλικά... Είμαι Βραζιλιάνα."

"Βραζιλιάνα;!... Ενδιαφέρον."

"Ο δεύτερος όροφος;"

Κοίταξαν και οι δύο την Έμιλυ. Όλο αυτό το περίεργο κλίμα δεν είχε περάσει απαρατήρητο από την κοπέλα, που δεν είχε δει ποτέ ξανά την φίλη της να αντιδρά έτσι και δεν έβλεπε την ώρα να μείνει μόνη μαζί της για να την ρωτήσει τι στο καλό της συνέβαινε. Δεν ήταν μόνο οι παράξενες αντιδράσεις της αλλά και κάτι στο πρόσωπό της που, από την ώρα που είχαν πατήσει το πόδι τους εκεί, δήλωνε παρουσία αλλά και απουσία ταυτόχρονα, η Έμιλυ αδυνατούσε να το προσδιορίσει ακριβώς στο μυαλό της.

"Ο δεύτερος όροφος..." έκανε ο Ίαν σαν να βρισκόταν ακόμη σε κάποιου είδους ονειροπόληση "... Ακολουθήστε με."

Και τον ακολούθησαν. Όχι μόνο στον δεύτερο όροφο αλλά στο ίδιο το παρελθόν που ζωντάνευε μπροστά τους. Χωρίς καμία στυλιστική ή άλλου είδους παρέμβαση, όλα έμοιαζαν καθηλωμένα στο χθες, χαμένα στα βάθη ενός χρόνου που ήταν σαν να ξεπηδούσε κατευθείαν από τα πιο σκοτεινά κιτάπια της ιστορίας.

Δύο διαφορετικές πέτρινες, ελικοειδείς σκάλες, που ξεκινούσαν από τις δύο αντίθετες πλευρές του πρώτου ορόφου, οδηγούσαν στον δεύτερο και φτάνοντας, η ίδια η οσμή των αιώνων έπιανε τον επισκέπτη από τη μύτη κυριολεκτικά. Η Μάγια αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν η οσμή αυτή να μην έφτανε πιο κάτω, ήταν σαν να είχαν προσπεράσει προς τα πίσω τους τελευταίους σχεδόν πέντε αιώνες και το πλάνο ξαφνικά πάγωνε. Διέσχισαν έναν τεράστιο, γυμνό από οποιουδήποτε είδους έπιπλα ή χρηστικά αντικείμενα χώρο, όπου οι αιώνιες πέτρες των τοίχων του ψιθύριζαν ανομολόγητες εικόνες και διέσχισαν έναν στενό διάδρομο που φωτιζόταν από επιτοίχιες λάμπες αλλά με ευκολία η Μάγια φαντάστηκε στη θέση τους αναμμένους πυρσούς. Χαμογέλασε αμυδρά στον εαυτό της, σίγουρα το μέρος την είχε πιάσει από το χέρι και την τραβούσε στην γοητεία του κι ίσως γι' αυτό να ήταν που νόμισε κάποια στιγμή πως άκουσε πίσω της βήματα να σέρνονται στις πέτρες κι έτσι όπως ακολουθούσε τελευταία, γύρισε απότομα το κεφάλι αλλά φυσικά δεν είδε τίποτα. Ο Ίαν αφηγείτο και στις δυο τους κάποια ιστορικά στοιχεία, που όμως η Μάγια δεν άκουγε. Ένιωθε λίγο σαν να περπατούσε πάνω σε ένα σύννεφο και εκεί που κάτι την έπνιγε, εκεί ξαφνικά ένιωθε μια περίεργη ευφορία, σαν να είχε βρεθεί κάπου όπου όλα της ήταν γνώριμα και συνάμα μαγικά πρωτόγνωρα.

Μπήκαν σε έναν ακόμη μεγάλο χώρο, στο κέντρο του οποίου δέσποζε ένα μακρόστενο, ατελείωτο μοναστηριακό τραπέζι, χωρίς καρέκλες και στον απέναντι τοίχο υπήρχε μια μεγάλη, ξύλινη πολυθρόνα σαν θρόνος. Ίσως και να είχε υπάρξει κάτι τέτοιο, σκέφτηκε η Μάγια πλησιάζοντας. Στάθηκε μπροστά της και την κοίταξε, ήταν λες και την καλούσε να καθίσει πάνω της. Ξαφνικά νόμισε πως ο χώρος γέμισε ανθρώπους που περίμεναν υπομονετικά την σειρά τους για να σταθούν μπροστά στον άρχοντα και να του εκθέσουν το πρόβλημα ή το αίτημά τους ή... να ακούσουν την απόφαση για την ίδια τους τη μοίρα. Ήταν βέβαιη πως κάποτε αυτοί οι τοίχοι θα είχαν αντηχήσει φωνές, άγριες φωνές, ικετευτικές φωνές, ίσως και ήχους από σπαθιά που διασταυρώνονταν θανάσιμα.

"Είναι πολύ παλιά..." ψέλλισε και με τα ακροδάχτυλα της χάιδεψε το ένα μπράτσο της.

"Ναι, είναι. Θες να καθίσεις;"

Η πρότασή του την ξάφνιασε και τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της.

"Επιτρέπεται;" ρώτησε διστακτικά. "Είναι κειμήλιο."

"Είναι πράγματι και δεν αφήνω τον οποιονδήποτε να καθίσει. Σκέφτομαι όταν πουληθεί το κάστρο, να την δωρίσω σε κάποιο μουσείο, εκτός... εκτός αν αγοράσει η φίλη σου το κάστρο, οπότε μπορεί να την κρατήσει αν θέλει... για να κάθεσαι εσύ όποτε θα την επισκέπτεσαι."

Την περιέπαιζε; Μάλλον ναι, αν και το βλέμμα του δεν ομολογούσε κάτι τέτοιο αλλά ήταν σχεδόν σίγουρη πια πως δεν είχε καταπιεί ούτε ψίχουλο από το ψέμα τους. Το γιατί φυσικά είχε δεχθεί να ξοδέψει τον χρόνο του μαζί τους αντί να τις έχει πετάξει έξω από το πρώτο λεπτό... έμενε να φανεί. Και θα φαινόταν σύντομα.

Η Έμιλυ γούρλωσε τα μάτια στο σχόλιό του και κοίταξε με τρόμο την Μάγια, εκείνη όμως δεν το πρόσεξε. Κοιτούσε μια τον Ίαν και μια την καρέκλα και τελικά άφησε στο δάπεδο την τσάντα της και... κάθισε σε αυτήν. Ακούμπησε διστακτικά τα χέρια στα σκαλιστά μπράτσα της, τύλιξε τα δάχτυλά της γύρω από τις σκαλιστές άκρες τους και με το κεφάλι σκυφτό όπως ήταν, έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια και χωρίς να ξέρει το γιατί, της ήρθε στο νου η μορφή της γιαγιάς της. Είχε να την δει τρία χρόνια, από τη μέρα που πέταξε από την Βραζιλία για την Σκωτία προκειμένου να σπουδάσει. Φυσικά μιλούσαν συχνά, ακόμη και με βιντεοκλήσεις χάρη στην ευγενική συνδρομή μιας νεαρής γειτόνισσάς τους η οποία κατείχε τα μυστικά της τεχνολογίας που για την Αουρόρα θα παρέμεναν πεισματικά άλυτα μυστήρια. Σε κάθε τέτοια επαφή τους, η γυναίκα ήταν πάντα χαρούμενη που έβλεπε, έστω και πίσω από μια οθόνη, την εγγονή της. Όμως εκείνη την στιγμή, στα μάτια του μυαλού της Μάγια δεν είχε εμφανιστεί χαρούμενη αλλά σκοτεινή, σχεδόν θυμωμένη.

"Saia daí!" της ψιθύρισε ή έτσι της φάνηκε;

"Vovó!" ψέλλισε η κοπέλα και σήκωσε το κεφάλι για να βρει ξανά τον Ίαν να την κοιτάζει παραξενεμένος. "Συγγνώμη... Δεν..."

"Σου πάει" σχολίασε εκείνος κι η κοπέλα κατάπιε με δυσκολία κάτι που έμοιαζε να της είχε σταθεί στον λαιμό.

"Ποιο πράγμα;"

"Δούκισσα Μάγια, τα σέβη μου" είπε η Έμιλυ γελώντας δίπλα στον Ίαν και έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Ο άντρας δεν μπόρεσε να μη γελάσει κι αυτός, ακόμη έδειχνε να το διασκεδάζει, κι αυτό άγχωνε την Μάγια όσο περνούσε η ώρα. Έκανε έναν μορφασμό με αποδέκτη την φίλη της και κοίταξε ξανά ντροπαλά τον Ίαν. Της χαμογελούσε αλλά τα μάτια του την κοιτούσαν με έναν τρόπο που δήλωνε... θαυμασμό;

"Θα μπορούσες..." της είπε. "Είσαι σίγουρα Βραζιλιάνα στην καταγωγή;"

"Ναι. Δε φαίνεται;" του απάντησε και έκανε μία κίνηση προς τον εαυτό της.

"Ενδιαφέρον..." είπε για τρίτη φορά ο Ίαν και κοίταξε την Έμιλυ. "Γιατί δε βγάζεις μια φωτογραφία την φίλη σου; Θα είναι ό,τι πρέπει για τα κοινωνικά δίκτυα που τόσο αγαπάτε."

"Εσείς; Δεν τα χρησιμοποιείτε;" ρώτησε η Μάγια.

"Όχι, τα απεχθάνομαι. Προσπαθώ να αντισταθώ όσο μπορώ. Λοιπόν, δεσποινίς ΜακΛήν;"

Με ένα του νεύμα την παρότρυνε να πραγματοποιήσει την πρότασή του κι η Έμιλυ κοίταξε για μια στιγμή την Μάγια, ανασήκωσε τους ώμους και εμφάνισε το κινητό της. Ο Ίαν έκανε ένα βήμα πίσω, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος κι έμεινε να παρακολουθεί. Η Μάγια προσπαθούσε να μην τον κοιτάζει, ένιωθε άβολα με όλο αυτό αν και συνήθιζαν να φωτογραφίζονται σε χαζές πόζες με την Έμιλυ και να ανεβάζουν τις φωτογραφίες τους στους προσωπικούς τους λογαριασμούς.

"Πάρε ύφος!" την διέταξε.

"Τι ύφος;"

"Δούκισσας, τι άλλο;" απάντησε η Έμιλυ και σήκωσε το κινητό μπροστά στο πρόσωπό της. Η Μάγια όρθωσε την πλάτη της, άφησε τους βραχίονες της ακουμπισμένους στα μπράτσα της πολυθρόνας και κοίταξε ευθεία μπροστά την φίλη της, νιώθοντας το βλέμμα του Ίαν πάνω της. Την κοιτούσε σκεφτικός, τα μάτια του χάιδεψαν για λίγο τις πυκνές, φουντωτές μπούκλες των μαλλιών της κι έπειτα μετακινήθηκαν στα πλούσια χείλη της, στην τέλεια μύτη της, τα υγρά της μάτια, τα πυκνά, καλοσχηματισμένα φρύδια της, στην έκφρασή της. Κι όμως, θα μπορούσε...

"Έτοιμη" είπε η Έμιλυ μόλις τελείωσε και έτεινε το κινητό προς τον Ίαν. "Νομίζω είναι καλή."

Το πήρε στα χέρια του και κοίταξε την εικόνα.

"Μου επιτρέπεις;" τη ρώτησε, χωρίς να διευκρινίσει τι ήθελε να κάνει κι η κοπέλα έγνεψε καταφατικά. Τον είδε να κάνει κάτι με την εφαρμογή φωτογραφίας κι οι δυο κοπέλες κοιτάχτηκαν ερωτηματικά. Όταν τελείωσε, ο Ίαν έδωσε ξανά το τηλέφωνο στην Έμιλυ και χαμογέλασε. "Νομίζω τώρα είναι καλύτερη."

Η κοπέλα κοίταξε την οθόνη. Ο Ίαν είχε χρησιμοποιήσει πάνω στην αρχική φωτογραφία ένα από τα φίλτρα της εφαρμογής, αυτό της σέπιας και η εικόνα έμοιαζε τώρα βγαλμένη από το παρελθόν και σίγουρα προσέδιδε στο πρόσωπο της Μάγια κάτι ξεχωριστό, κάτι αυθεντικό, κάτι που εκείνος προφανώς θεώρησε πως ταίριαζε με το περιβάλλον.

"Ευχαριστούμε" είπε η Έμιλυ κι η Μάγια σηκώθηκε από την πολυθρόνα.

"Νομίζω καταχραστήκαμε υπερβολικά τον χρόνο σας" είπε κοιτάζοντας τον Ίαν. "Μάλλον πρέπει να φύγουμε."

"Όχι ακόμη. Μένει κάτι να δείτε, ίσως το πιο ενδιαφέρον απ' όλα. Ελάτε."

Κίνησε πρώτος, ακολούθησε η Έμιλυ αλλά η Μάγια την άρπαξε από τον αγκώνα και της ψιθύρισε στο αυτί:

"Δε νομίζω πως τον πείσαμε ότι θα ψωνίσουμε!" είπε σαρκαστικά. "Το παρατραβήξαμε, από ευγένεια δε μας έχει πετάξει ακόμη έξω."

"Από ευγένεια ή επειδή του αρέσεις;" απάντησε ψιθυριστά η Έμιλυ κι η Μάγια την κοίταξε συνοφρυωμένη.

"Λες βλακείες!"

"Λέω ό,τι βλέπω. Προχώρα!"

Την έσπρωξε μπροστά και τον έφτασαν και πάλι στον διάδρομο. Πριν βγουν όμως από την αίθουσα, η Μάγια κοντοστάθηκε και κοίταξε ξανά την πολυθρόνα. Κάτι την τραβούσε κοντά της, έτσι ένιωθε, αλλά μάλλον την είχε επηρεάσει η ατμόσφαιρα του χώρου και είχε ήδη βγάλει από το μυαλό της την εικόνα της γιαγιάς της που την καλούσε να φύγει από κει, όταν όλα τα υπόλοιπα έμοιαζαν να την καλούσαν να μείνει. Στρέφοντας το κεφάλι μπροστά, της φάνηκε πως κάποιος πίσω της ψιθύρισε το όνομά της, γύρισε ξανά αλαφιασμένη αλλά άκουσε την Έμιλυ να την φωνάζει και έτρεξε τελικά να τους προφτάσει. Φτάνοντας στον τελευταίο όροφο και διασχίζοντας ακόμη έναν τεράστιο, άδειο χώρο, ο Ίαν τις ενημέρωσε πως μετά το κυρίως οικοδόμημα στο οποίο τόση ώρα τις ξεναγούσε, θα τους έδειχνε και τους κήπους αλλά και τους στάβλους, ενώ είχαν ήδη σταθεί μπροστά σε μία κλειστή διπλή πόρτα.

"Αυτό σίγουρα θα σου αρέσει" είπε απευθυνόμενος για κάποιον λόγο στην Μάγια και πιάνοντας με τα δυο χέρια τα βαριά φύλλα της πόρτας, την έσπρωξε με δύναμη προς τα μέσα. Το βαρύ, παμπάλαιο, σκαλιστό ξύλο έτριξε στους σκουριασμένους του μεντεσέδες, έτσι όπως μόνο το παρελθόν ξέρει να τρίζει, ο Ίαν έκανε στο πλάι και οι δυο κοπέλες έκαναν μερικά βήματα.

Η Μάγια έφερε ασυναίσθητα την παλάμη στο στήθος της, άνοιξε μάτια και στόμα διάπλατα και ένιωσε όλες της τις αισθήσεις να πάλλονται. Η μυρωδιά την κατέκλυσε, η θέα την μάγεψε, τα δάχτυλά της ανυπομονούσαν να αγγίξουν, χιλιάδες ψίθυροι έφτασαν στα αυτιά της και μια ταγκή γεύση χαλκού στάθηκε στην γλώσσα της. Όλα την καλούσαν, όλα ήθελαν να την κρατήσουν εκεί για πάντα, είχε βρεθεί σ' έναν παράδεισο κλεισμένο μέσα σε πέτρινους τοίχους που δε μπορούσε να τους διαπεράσει τίποτα, ίσως ούτε ο ίδιος ο Θεός κι ακόμη κι αν έκλεινε κάποιος οριστικά εκείνην τη βαριά πόρτα πίσω της, ας ήταν... Μόλις είχε περάσει τις πύλες της ζωής της.

"Aqui estou eu... Είμαι εδώ..." ψέλλισε και ναι, έτσι ήταν, αφού της το επιβεβαίωσε μια φωνή που μόνο εκείνη άκουσε, αυτήν τη φορά πιο καθαρά:

"Είσαι εδώ. Επιτέλους."


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top