6.

Amelia.

Η σημερινή μέρα κύλησε γρήγορα, έχοντας αρκετή δουλειά όπως με είχε ήδη προειδοποιήσει η Elisa. Είχε έρθει ένα γκρουπ τουριστών και πάντα εκεί έπρεπε να βγάζουμε τον καλύτερό μας εαυτό -συν όση ευγένεια είχαμε και δεν είχαμε. Ευτυχώς, όλα είχαν πάει καλά.

Γύρω στις τρεις και κάτι, τράβηξα τα κουρασμένα μου από την ορθοστασία πόδια προς το κυλικείο ώστε να πάρω κάτι να φάω, αφού έτσι κι αλλιώς το μεσημεριανό μου δυστυχώς το έπαιρνα μετά τις τέσσερις και μισή που επέστρεφα σπίτι. Είχα συνηθίσει να τρώω νωρίς το μεσημέρι αλλά από την άλλη, σχεδόν ένα χρόνο τώρα που δούλευα στο μουσείο, το πρόγραμμά μου είχε διαμορφωθεί αλλιώς. Πλησίασα σε ένα από τα δύο ψυγεία και άρπαξα ένα κρύο σάντουιτς με γαλοπούλα, κασέρι, μαρούλι και ντομάτα, ενώ στη συνέχεια κατευθύνθηκα προς τον Joe, ώστε να το πληρώσω.

"Καλώς την! Σα να αργήσατε όλες να κατεβείτε σήμερα. Εκτός από τις τρεις χάριτες που ήταν ήδη από πολύ νωρίς εδώ για καφέ."

Γέλασα στον χαρακτηρισμό που είχε δώσει στην Clara την Jesy και την Sonia, καθώς δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα. "Τώρα θες στα αλήθεια να σχολιάσω τα κορίτσια; Αφού ξες πως είναι."

"Ξέρω, αχώριστες. Δύο ευρώ είναι το σάντουιτς."

Έβγαλα το δίευρο από την τσέπη μου που είχα ήδη βάλει εκεί πριν κατέβω στο κυλικείο και του το έδωσα. "Είχες αρκετό κόσμο σήμερα, δε πιστεύω να παραπονέθηκες."

Έσκασε ένα χαμόγελο και έπιασε το ξεσκονόπανο από δίπλα του, σκουπίζοντας τον πάγκο μπροστά του. "Ευτυχώς, ναι. Ήταν μεγάλο το γκρουπ των τουριστών. Γύρω στους πενήντα ήταν σίγουρα, έτσι;"

"Ναι, σίγουρα," τον επιβεβαίωσα και έβγαλα τη ζελατίνα από το σάντουιτς δαγκώνοντας αμέσως μια γερή μπουκιά. "Άρα έκανες καλή μπάζα για σήμερα," υπέθεσα φωναχτά με μπουκωμένο στόμα.

"Έτσι φαίνεται! Εντάξει, ξέρεις και συ πολύ καλά πως δεν είναι όλες οι μέρες το ίδιο. Άλλες φορές έχουμε αρκετό κόσμο αλλά υπάρχουν και μέρες που μπορεί να μην έρθει σχεδόν κανένας."

"Είναι αυτό που έλεγα και γω τις προάλλες με την Elisa, ότι κακά τα ψέματα, περιμένουμε το καλοκαίρι για να μας σώσει. Οι τουρίστες είναι αυτοί που θα έρθουν, οι ντόπιοι γιατί να το κάνουν εφόσον έχουν ήδη επισκεφτεί το λιγότερο μια φορά το μουσείο; Ακόμα και όταν αλλάζουμε τα εκθέματα, ο τοπικός πολίτης δύσκολα θα ξανάρθει."

"Σωστά τα λες," αποκρίθηκε και άφησε δίπλα το πανί του. "Άντε, πάω στην αποθήκη να κάνω τη σημερινή καταμέτρηση. Εκτός αν είχες σκοπό να μείνεις εδώ, οπότε αν θες κάθομαι για παρέα."

"Α όχι," απάντησα και απομακρύνθηκα αμέσως από το ταμείο. "Θα το φάω στα γρήγορα οπότε προτιμώ να είμαι πάνω. Θα τα πούμε!"

Αφού με αποχαιρέτησε και εκείνος, ανέβηκα γρήγορα τις σκάλες. Η Elisa είχε σηκωθεί από το γραφείο της και έσμιξα τα φρύδια μου όλο απορία. "Φεύγεις;" αναρωτήθηκα δυνατά καθώς την πλησίαζα. Γύρισε πίσω να με κοιτάξει και έγνεψε, αρπάζοντας και τη ζακέτα της από την πλάτη της καρέκλας που καθόταν.

"Ναι, ο Taylor μόλις κατέβηκε να φύγει και εκείνος. Θα έρθει νωρίτερα η καθαρίστρια λόγω μιας δουλειάς που έχει σε μία ώρα και δε θα μπορούσε να είναι στις 4 ακριβώς εδώ."

"Α," αναφώνησα και δάγκωσα μια ακόμα μπουκιά. "Άρα φεύγουμε και μεις;"

"Ναι και μάντεψε. Οι άλλες έχουν ήδη φύγει," σχολίασε γελώντας.

"Δε μου κάνει εντύπωση. Αλλά αφού μπορούμε να φύγουμε," έκανα μια παύση για να τυλίξω ξανά το σάντουιτς στη ζελατίνα "την κάνω αμέσως. Ας φτάσω και γω μια φορά νωρίς στο σπίτι."

Μου χαμογέλασε και έπιασε την τσάντα της. "Θα σε πήγαινα, αλλά έχω να περάσω από ένα μέρος πρώτα οπότε δε θα μπορέσω σήμερα."

"Μη σε νοιάζει, καλύτερα να περπατήσω λίγο. Θα σε δω αύριο."

Σήκωσε το χέρι της να με αποχαιρετήσει και αμέσως, τα τακούνια της άρχισαν να ηχούν έντονα μέχρι που ο ήχος τους διακόπηκε εντελώς τη στιγμή που βγήκε από το μουσείο.

Αφού πήρα και γω τα δικά μου πράγματα, βγήκα έξω με το τζιν μπουφάν μου στο χέρι. Είχε υπερβολικά καλό καιρό για να το φορέσω. Έβαλα τα γυαλιά μου και άρχισα να κατεβαίνω τις σκάλες, όταν μια γνώριμη φωνή μου τράβηξε την προσοχή.

"Συναντιόμαστε πάλι από ότι βλέπω..."

Σταμάτησα απότομα και όταν γύρισα προς τον ήχο της φωνής, σάστισα στην εικόνα του. Τι δουλειά είχε πάλι εκείνος εδώ;

"Νόμιζα ότι το πρωί ο κύριος Taylor είχε αναφέρει πως ήταν η τελευταία φορά που ερχόσουν εδώ."

"Όλοι κάνουμε λάθος υποθέσεις μερικές φορές."

Έβγαλα τα γυαλιά μου στερεώνοντάς τα στο κεφάλι μου και σταύρωσα τα χέρια μου. "Εσύ όμως δε φαίνεται να είσαι εδώ για εκείνον..."

"Και από που το συμπέρανες αυτό;" ρώτησε, ενώ με πλησίασε περισσότερο. Φορούσε τα ίδια ρούχα με το πρωί, αλλά για έναν περίεργο λόγο φαινόταν ακόμα πιο εκθαμβωτικός από τότε.

"Επειδή στέκεσαι εδώ έξω, αλλιώς θα έμπαινες μέσα."

Χαμογέλασε πλάγια και έγνεψε καταφατικά. "Από ότι φαίνεται είσαι αρκετά παρατηρητική. Σου το αναγνωρίζω αυτό."

Χαμογέλασα και γω με τη σειρά μου και ανασήκωσα τους ώμους μου. "Ευχαριστώ; Υποθέτω. Αλλά σοβαρά τώρα, γιατί είσαι εδώ ξανά;"

"Γιατί σου είχα πει κάτι το πρωί."

"Τι πράγμα;" απόρησα, καθώς τη δεδομένη στιγμή δε θυμόμουν.

"Ότι θα τα ξαναπούμε σύντομα. Συνήθως τηρώ τις υποσχέσεις μου άρα," σήκωσε τα χέρια του στον αέρα "εδώ είμαι."

Κοίταξα στιγμιαία αλλού. Όντως το είχε πει και όντως είχε έρθει. Εσκεμμένα βέβαια και όχι τυχαία, αυτό ήταν σίγουρο. "Να σου κάνω μια ερώτηση;"

"Ότι θες."

"Θα περίμενες εδώ μέχρι και να τελειώσει η βάρδιά μου;"

Χαμογέλασε αυτάρεσκα στον εαυτό του και χωρίς ίχνος δισταγμού, με επιβεβαίωσε. "Ναι. Και μάλιστα έχει λίγα μόνο λεπτά που ήρθα οπότε ήμουν τυχερός, αλλιώς αν έφευγες νωρίτερα ή αν αργούσα δε θα σε είχα προλάβει."

"Και ήθελες τόσο πολύ να με προλάβεις;" τον προκάλεσα.

"Στο είπα, θα βρισκόμασταν σύντομα. Έτσι, αποφάσισα να το επιδιώξω λίγο νωρίτερα, τόσο κακό είναι;"

"Δε ξέρω, αναλόγως πώς το πάρει κανείς."

"Δηλαδή;"

"Δηλαδή είσαι παντρεμένος και το πρωί σε είδα μαζί με την γυναίκα σου, οπότε ίσως η απόφασή σου να έρθεις τόσο σύντομα να με δεις να είναι κακή."

Έκανε μια παύση κατά την οποία με πλησίασε κι άλλο. Ένιωσα ξανά τα πόδια μου να μουδιάζουν -αίσθημα που μου ήταν πια γνώριμο μαζί του. "Και μετά από μια βδομάδα να ερχόμουν πάλι παντρεμένος θα ήμουν επομένως δεν αλλάζει κάτι. Άρα, τι λες να έρθεις μαζί μου για ένα καφέ έτσι ώστε να γνωριστούμε καλύτερα;"

"Και η γυναίκα σου;"

"Σε καίει τόσο πολύ να μάθεις τι θα έλεγε εκείνη αν ήξερε για τη συνάντησή μας;"

Το σκέφτηκα λίγο πριν απαντήσω. "Όχι."

"Προφανώς και όχι," συμπλήρωσε και εκείνος. "Άρα;"

Το σκέφτηκα ξανά για μερικά δευτερόλεπτα. Είχα δύο επιλογές. Από τη μια να αρνηθώ και να γυρίσω στο σπίτι, κλωτσώντας μακριά μια ευκαιρία να είμαι μαζί του έστω και για έναν μεσημεριανό καφέ. Από την άλλη, μπορούσα πολύ απλά να πάω, σα να μη συμβαίνει τίποτα και κυρίως, δίχως να έχω στο μυαλό μου ότι έχει μια γυναίκα στο σπίτι να τον περιμένει. Το μυαλό μου μου φώναζε να φύγω αλλά η καρδιά μου να μείνω. Και έτσι, για άλλη μια φορά, επέλεξα με γνώμονα την καρδιά μου.

"Πάμε."

-

Zayn.

Άνοιξα την πόρτα από την αγαπημένη μου καφετέρια για να περάσει εκείνη πρώτη και μόλις το έκανε, ακολούθησα πίσω της. Δεν ήξερα που αλλού να την πάω και στην πραγματικότητα, δεν ήθελα να μπω στη διαδικασία να ψάξω ένα άλλο μέρος για να πιούμε τον καφέ μας. Γύρισε να με κοιτάξει, μοιάζοντας με απροστάτευτο παιδάκι που ζητούσε την έγκριση των γονιών του για να κάνει την επόμενή του κίνηση. Δε θα το αρνηθώ, όλο αυτό με εξίταρε κάπως, δεδομένου ότι είχαμε μια αρκετά μεγάλη -από όσο μπορούσα τουλάχιστον να φανταστώ- διαφορά ηλικίας. Έκανα νόημα με το χέρι μου στο αγαπημένο μου τραπέζι και αφού το κοίταξε, το πλησίασε και κάθισε στην απέναντι καρέκλα από αυτήν που καθόμουν πάντα εγώ, λες και το γνώριζε. Κάθισα στη δική μου θέση και σταύρωσα τα χέρια μου κοιτάζοντάς την. Όταν κατάφερε να αφήσει το μπουφάν και τη τσάντα της στην άδεια θέση δίπλα της, έστρεψε το βλέμμα της προς τα μένα και για ένα δευτερόλεπτο, απόρησα πώς σκατά την είχα πείσει να έρθει μαζί μου. Σίγουρα, την είχα τσακώσει αρκετές φορές να με κοιτάει στα κρυφά, αλλά την θεωρούσα αρκετά έξυπνο και γενικότερα ψιλιασμένο άτομο, αν και δεν ήξερα από που το είχα συμπεράνει αυτό.

"Τι με κοιτάς;" με ρώτησε και χαμογέλασα στον εαυτό μου.

"Σε παρατηρώ."

"Με παρατηρείς;"

"Ναι. Όπως κάνεις εσύ κάθε φορά που έρχομαι στο μουσείο," είπα δίχως δισταγμό και την είδα που συνοφρυώθηκε αμήχανα στη θέση της. Την είχα φέρει στο σημείο που ήθελα.

"Πόσο χρονών είσαι;" ρώτησα αλλάζοντας εντελώς το κλίμα στη συζήτηση. Έχωσα το χέρι μου στην τσέπη του παντελονιού μου, βγάζοντας το κινητό και το πακέτο με τα τσιγάρα μου. Την έβλεπα που σάστιζε με τις κινήσεις μου, αλλά την δικαιολογούσα. Και γω αν ήμουν στη θέση της θα αναρωτιόμουν τι στο διάολο προσπαθούσα να κάνω.

"Είκοσι..." είπε τελικά και μόλις εντόπισε το πακέτο με τα τσιγάρα μου πάνω στο τραπέζι, έπιασε την τσάντα της και έβγαλε και εκείνη το δικό της. Ώστε κάπνιζε και η ίδια. Ένα ακόμα θετικό στοιχείο πάνω της.

"Μικρή. Πώς και δεν σπουδάζεις; Ή το κάνεις ταυτόχρονα με τη δουλειά;"

"Δε σπουδάζω. Δεν ήθελα," παραδέχτηκε ωμά και έβγαλε ένα τσιγάρο μέσα από το πακέτο της. Πριν προλάβει να πιάσει τον αναπτήρα της, άρπαξα τον δικό μου και τέντωσα το χέρι μου πάνω από το τραπέζι για να φτάσει τα χείλη της και το τσιγάρο που μόλις είχε τοποθετήσει ανάμεσα σε εκείνα. Με κοίταξε διστακτικά για ένα δευτερόλεπτο μα τελικά έγειρε προς τα μπροστά και έτσι άναψα τον αναπτήρα και τον πλησίασα στο τσιγάρο της μέχρι εκείνο να αποκτήσει ζωή. Απέσυρα το αντικείμενο και αφού πήρε μια γενναία τζούρα, την ξεφύσησε. "Δεν ήμουν τόσο της ιδέας του πανεπιστημίου, αν μπορώ να το θέσω έτσι. Μου αρέσουν άλλα πράγματα."

"Όπως;" Έπιασα και γω ένα τσιγάρο από το δικό μου πακέτο και το άναψα αμέσως.

"Πολλά... αλλά ήρθαμε εδώ για να μιλάμε για μένα;"

"Πάντως δεν ήρθαμε εδώ για να καθόμαστε και απλά να κοιτάμε ο ένας τον άλλον."

Εστίασε ξανά το βλέμμα της πάνω μου για μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να μιλάει, μέχρι που την ησυχία την έσπασε η Suzanne, μια από τις δύο κοπέλες που δούλευαν ως σερβιτόρες εκεί.

"Καλησπέρα Zayn!"

"Καλησπέρα Suzi. Πώς πας;"

"Καλά, ευτυχώς από δουλειά πάμε αρκετά καλά, εσύ το ξες καλύτερα!" Άφησε μπροστά μας ένα μπουκάλι νερό και δύο ποτήρια πριν πιάσει τον δίσκο με τα δύο της χέρια. "Τι να σας φέρω;"

"Εμένα το γνωστό. Εσύ τι θα πάρεις, Amelia;"

Την πρόσεξα που άλλαξε και πάλι θέση στο άκουσμα του ονόματός της. Είχα αρχίσει να έχω επίδραση πάνω της. "Εμ, ένα freddo espresso παρακαλώ."

"Αμέσως," είπε η Suzanne και εξαφανίστηκε από μπροστά μας.

Έφερα το τασάκι πιο κοντά μου ώστε να ακουμπήσω πάνω του το τσιγάρο και μόλις το έκανα την κοίταξα ξανά. "Νιώθεις άβολα; Που είμαστε τώρα εδώ, μαζί;"

Χαμογέλασε αμήχανα παίρνοντας μια ακόμα τζούρα. "Απλά δε μου φαίνεται και το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Καλά καλά δε γνωριζόμαστε."

"Μα γι' αυτό είμαστε εδώ, για να γνωριστούμε."

"Κάτω από ποιες συνθήκες ακριβώς;"

"Τι εννοείς;" απόρησα. "Ξέρουμε καλά και οι δύο πως κάθε φορά που έρχομαι στο μουσείο, και οι δύο τρώμε αρκετό από τον χρόνο μας στο να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον."

"Εγώ δε το ξέρω αυτό," είπε αμέσως και έσβησε το τσιγάρο της στο τασάκι.

"Για μένα μπορεί να μη το ξέρεις, αλλά εγώ το ξέρω για σένα. Σε έχω δει να με κοιτάζεις, μη το αρνηθείς."

"Δεν έχω να αρνηθώ τίποτα," είπε, προσπαθώντας να υπερασπιστεί τον εαυτό της. "Απλά δε βρίσκω το νόημα σε όλο αυτό. Σήμερα έμαθα πως έχεις γυναίκα. Ήξερα πως αυτή η τύπισσα που είχε έρθει άλλες δυο τρεις φορές μαζί σου λογικά θα ήταν η κοπέλα σου, αλλά δεν περίμενα πως θα ήταν και γυναίκα σου. Αυτό αλλάζει πολλά."

"Τι ακριβώς αλλάζει; Θέλω να μου πεις," απαίτησα και τότε εμφανίστηκε ξανά η Suzanne, αφήνοντας τους καφέδες μας στο τραπέζι. "Στην υγειά σας," μουρμούρισε καθώς απομακρυνόταν. "Λοιπόν;" παρακίνησα την Amelia να μου πει.

Την έβλεπα που προσπαθούσε να συγκρατήσει τα νεύρα της -φαινόταν πως δεν της άρεσε ο τρόπος που επέμενα να μάθω. Αλλά έτσι κέρδιζα πάντα αυτό που ήθελα. Με επιμονή.

"Αλλάζουν πολλά. Άλλο μια απλή γκόμενα και άλλο μια σύζυγος," πρόφερε την τελευταία λέξη με μια αποστροφή.

"Δηλαδή αν ήταν μόνο γκόμενά μου θα ήθελες να κάνεις κάτι μαζί μου αλλά τώρα αυτό αλλάζει;"

Χαμογέλασε πλάγια, πίνοντας λίγο από τον καφέ της. Τα χείλη της είχαν αγκαλιάσει τέλεια την άκρη του φλιτζανιού και κρατήθηκα πολύ ώστε να μη μου ξεφύγει κανένα μουγκρητό. "Σου είπα, δε θεωρώ πως έχει σημασία. Δεν είμαι τόσο ηλίθια ώστε να πάω με παντρεμένο."

"Ούτε και αν ήξερες πως και ο παντρεμένος σε σκέφτεται το ίδιο ερωτικά όπως εσύ;"

Κατάπιε τη γουλιά της και με κοίταξε με μάτια διαπεραστικά. "Τι σε κάνει να είσαι τόσο σίγουρος ότι σε σκέφτομαι ερωτικά;"

"Έλα τώρα," είπα με αυτοπεποίθηση "βγάζει μάτι έτσι όπως με κοιτάζεις."

"Δε σημαίνει κάτι αυτό."

"Τώρα, γιατί προσπαθείς να αρνηθείς τις σκέψεις σου; Βλέπεις πως είμαι εντελώς ειλικρινής απέναντί σου."

"Ναι, αλλά στην προκειμένη φάση δεν ξέρω αν κάνεις καλά ή όχι."

"Έχω την εντύπωση πως μόλις σου είπα αρκετές φορές πως σε σκέφτομαι όπως ακριβώς με σκέφτεσαι και συ."

"Δεν γνωρίζεις πώς ακριβώς σε σκέφτομαι εγώ."

"Θέλω να μάθω όμως," την προκάλεσα. Χαμογέλασε ξανά όλο νόημα και πραγματικά, ήθελα να μάθω τι βρώμικες σκέψεις είχαν περάσει εκείνη τη στιγμή από το μυαλό της.

Σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι. "Zayn," πρόφερε το όνομά μου και ένας Θεός ξέρει πώς συγκράτησα νοητά τη στύση μου "δεν είμαι άτομο που μου αρέσει να κρύβομαι, οπότε το παραδέχομαι πως σε παρατηρούσα κάθε φορά που ερχόσουν στο μουσείο και πως μου αρέσεις πολύ. Σου εξήγησα όμως, πως εφόσον έχεις γυναίκα, το παιχνίδι για μένα δυστυχώς ή ευτυχώς αλλάζει. Έπειτα, δεν έχω ιδέα τι ακριβώς έχεις εσύ στο μυαλό σου για μένα και θα ήθελα να το μάθω μόνο αν οι καταστάσεις ήταν διαφορετικές."

"Δηλαδή αν σου έλεγα ότι θέλω να πάμε σπίτι σου και να σε πηδήξω εντελώς ωμά και χωρίς κανένα συναίσθημα τι θα έλεγες;

Της ξέφυγε μια κοφτή ανάσα που φάνηκε να κρατάει εδώ και ώρα. Ήξερα ότι την είχα κάνει να αισθανθεί αρκετά άβολα, μα το είχα ρισκάρει καθώς φαινόταν κοπέλα που είχε τσαγανό και ήταν το ίδιο δυναμική και εσωτερικά και όχι μόνο εξωτερικά. Καθάρισε το λαιμό της πριν μου απαντήσει.

"Θα σου έλεγα ότι όπως είπα και πριν, υπό άλλες συνθήκες δε θα σε σταματούσα από το να το κάνεις. Τώρα όμως ναι. Δε μου αρέσει να χαλάω σπίτια, ξέρεις."

"Ποια σπίτια, τα ήδη χαλασμένα;" είπα ειρωνικά σβήνοντας εντελώς το τσιγάρο μου στο τασάκι, το οποίο και είχα ξεχάσει εκεί.

"Δε σε καταλαβαίνω."

"Άκου," είπα αμέσως "θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα, παρά τα σχόλιά μου περί σεξ. Μου βγάζεις κάτι που μου θυμίζει πολύ τον εαυτό μου, κάτι που το είχα από την ηλικία σου και που ευτυχώς, το έχω ακόμα και τώρα."

"Στην ηλικία των πόσο;" ρώτησε χαμογελώντας ελάχιστα -περισσότερο προσπαθώντας να μη το κάνει.

"Είμαι τριάντα τρία," παραδέχτηκα, χωρίς καμία συστολή. "Αλλά αν σε ενοχλεί να κάνεις ακόμα και μια απλή συζήτηση με έναν άντρα που, πίστεψέ το ή όχι, δεν ενδιαφέρεται μόνο να σε ρίξει στο κρεβάτι του για μια ξεπέτα ή κάτι τέτοιο, τότε θα σε αφήσω και δε θα σε ξαναενοχλήσω. Ποτέ."

Το εννοούσα. Μπορεί όντως να ήθελα να την ρίξω στο κρεβάτι, αλλά ήθελα και να την γνωρίσω καλύτερα. Παράλληλα, δεν είχα με τίποτα σκοπό να την πιέσω για κάτι που δεν ήθελε -διάολε, ήμουν τριάντα τρία χρονών και εκείνη είκοσι, θα μπορούσαν να με κλείσουν μέσα για παρενόχληση ανηλίκου ή κάτι τέτοιο.

Την είδα που σκεφτόταν προσεχτικά τα όσα της είχα πει και μετά από λίγο, αφού ήπιε άλλη μια γουλιά από τον καφέ της, έγνεψε καταφατικά. "Καλώς, ας γνωριστούμε καλύτερα. Αλλά κάπου αλλού και κάποια άλλη μέρα, να είμαστε πιο ήρεμα."

"Συμφωνώ," είπα αμέσως. "Θα σου δώσω τον αριθμό μου και πάρε με όποτε θες εσύ. Είδες; Δε θέλω καν να μου δώσεις και συ το δικό σου νούμερο, δε θέλω να σε πιέσω."

"Και γιατί αυτό; Γιατί μετά από όλα αυτά που είπες μέχρι τώρα;"

Χαμογέλασα αυτάρεσκα και κούνησα τους ώμους μου. "Γιατί ξέρω πως δε θα αργήσεις να με πάρεις τηλέφωνο."

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top