35. Αποφεύγοντας τα Προβλήματα
Το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στον χρήστη Christinbook ❤️ Σε ευχαριστώ πολύ που διαβάζεις την ιστορία μου και την ψηφίζεις❤️ Σημαίνει πολλά για εμένα❤️ ευχαριστώ για την υποστήριξη ❤️
Στο νοσοκομείο...
Ο Jacob βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο με την Μάντι. Φοβότανε όμως πως όταν ξυπνήσει, και αν ξυπνήσει ότι δεν θα τον συγχωρήσει και πως δεν θα θέλει να τον δει.
Την κοιτούσε και την ξανά κοιτούσε. Δεν είχε και κάτι άλλο να κάνει. Την παρακολουθούσε που κοιμότανε γαλήνια. Σκεφτότανε τις καλές στιγμές που πέρασαν μαζί. "Ήταν πολύ ωραία" ψιθύρισε.
Σε 2 μέρες έπαιρνε εξιτήριο και θα μπορούσε να γυρίσει επιτέλους σπίτι του, στους γονεις του. Αγνοούσε όμως το γεγονός ότι οι γονείς του είχαν εξαφανιστεί. Δεν πρόλαβε να του το πει κανείς.
Την στιγμή που έκανε αυτές τις σκέψεις μπήκε η νοσοκόμα για να του δώσει το φάρμακο που χρειαζότανε για να φύγουν οι μωλωπες και να ανακουφιστεί από τον πόνο. Ήταν τυχερός που δεν υπέστη εσωτερικές αιμορραγίες. Ήταν ήδη η 2 εβδομάδα που έμενε στο νοσοκομείο,το ίδιο και η Μάντι. Δεν ήταν σίγουρο ποτέ θα ξυπνουσε ξανά και αν ξυπνουσε ποτέ. Η κατάσταση της ήταν σταθερή αλλά ανησυχητική για τους γιατρούς.
Είχε υποστεί ένα σοβαρό χτύπημα στα πλευρά, είχε σπάσει τα μισά και χρειαζότανε χρόνος να επανέλθουν. Το κώμμα δεν βοηθούσε την όλη κατάσταση και καθυστερούσε την ανάρρωση της. Οι γιατροί προσπαθούσαν να κάνουν ότι καλύτερο γινότανε.
Η Dr. Μπριτανι ηταν επικεφαλής και επειδή όφειλε χάρη στον μπαμπά της δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Γιατρός ήταν όμως και σε άλλη περίπτωση το ίδιο έκανε. Ήταν σίγουρη ότι ολα θα πάνε καλά και ότι θα επανέλθει.
Οι μέρες πέρασαν επιτέλους και ο Jacob έφυγε από το νοσοκομείο, όχι όμως και η Μάντι.
Ο Jacob πήγε σπίτι του μετά από το νοσοκομείο για να βρει τους γονείς του. Δεν ήξερε όμως ότι αυτοι έχουν εξαφανιστεί εδώ και καιρό. Οπότε έπρεπε να τους ψάξει.
Μπήκε σπίτι και το βρήκε σε καλή κατάσταση. Δεν είχε καταστραφεί κάτ, ήταν όλα στην θέση τους φαινόταν σαν να μην έχει υπάρξει άνθρωπος εκεί για πολύ καιρό.
Κάνεις όμως δεν ήταν εκεί. Ήταν σαν παρατημένο. Τότε κατάλαβε ο Jacob ότι οι γονείς του έλειπαν εδώ και καιρό και πως έπρεπε να πάει να τους βρει. Δεν είχε όμως ιδέα για το που να πάει να τους ψάξει. Έλειπε πάρα πολύ καιρό και δεν είχε γνώση τι γινότανε. Τα πράγματα είχαν γίνει πολύ άσχημα.
Αποφάσισε να αρχίσει την επόμενη μέρα να ψάχνει γιατί η γιατρός του είπε ότι ακόμα ήταν δύσκολο να κινηθεί αρκετά. Αλλά δεν μπορούσε να ηρεμήσει.
Έκανε ένα ντουζ για να νιώσει καλύτερα αλλά αυτή η αίσθηση δεν κράτησε πολύ. Πήγε στο δωμάτιο του, έβαλε απλώς ένα παντελόνι από κάτω και πήγε να ξαπλώσει. Δυσκολεύτηκε πολύ να κλείσει τα μάτια του και να ηρεμήσει το μυαλό του.
Σηκώθηκε τελικά πολύ νωρίς το πρωί γιατί δεν μπορούσε να κοιμηθεί άλλο και ξεκίνησε πολύ νωρίς το ψάξιμο.
Έψαξε σε όλο τον Μαγικό κόσμο αλλά τίποτα. Ακόμα και στην Απαγορευμένη ζώνη πήγε, ελπίζοντας ότι κάτι θα έβρισκε αλλά πάλι τίποτα.
Μόνο ένα μέρος έμεινε που δεν είχε σκεφτεί. Αυτό ήταν ο Ανθρώπινος κόσμος. Έτσι πήγε στην πύλη που υπήρχε έξω από την πόλη. Εκεί υπήρχε μια μικρή σιδερένια συσκευή που έστελνε μια ειδοποίηση, σαν γράμμα ψηλά σε έναν φρουρό όταν κάποιος ήθελε να μπει.
Μέτα από λίγα λεπτά ήρθε μια απάντηση που του επέτρεπε να μπει.
Η πύλη άνοιξε και μια μεγάλη άσπρη σκάλα εμφανίστηκε. Ανέβηκε σιγά σιγά και όταν έφτασε χαιρέτησε τον φρουρό. (Ο φρουρός ήταν του Μαγικού Κόσμου)
Ο Jacob είχε μείνει παλιότερα όταν ήταν μικρός στον Ανθρώπινο κόσμο καθώς αποτελεί το καταφύγιο των γονιών του όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό. Είναι η αλήθεια ότι οι γονείς του δεν είχαν και την καλύτερα φήμη γιατί πάντα έφευγαν όταν τα πράγματα γίνονταν δύσκολα,όπως και τώρα.
Τουλάχιστον ο Jacob γνώριζε (γιατί
το κρυφακουσε) για το σπίτι που είχαν και την τοποθεσία του και έτσι υπέθεσε ότι εκεί θα βρίσκονταν.
Ρώτησε κάποιους κυρίους, μεγάλους σε ηλικία που ζούσανε χρόνια στην γύρω περιοχή για να μην χαθεί.
Μετά από λίγα λεπτά περπάτημα βρέθηκε μπροστά από ένα εγκαταλελειμένο ετοιμοροπο παλιό σπίτι.
"Τι στο καλό; Αυτό είναι ένα αχουρι. Αποκλείεται να έχουν έρθει εδώ"
Παρόλα αυτα, μετά από λίγη σκέψη αποφάσισε να μπει μέσα. Όταν άνοιξε την πόρτα σοκαρίστηκε με το θέαμα. Η εικόνα ενός εγκατελειμενου σπιτιού ήταν απλώς κάλυψη. Μέσα ήταν τεράστιο, πολυτελές και πολύ όμορφο.
Έψαξε τα δωμάτια στον κάτω όροφο και ήταν άδεια. Ανέβηκε τις σκάλες και είχε τρεις πόρτες. Άνοιξε την μια και βρήκε τους γονείς του να κάθονται μπροστά από το τζάκι και να πίνουν κρασί σαν να μην συνέβαινε τίποτα.
Έβηξε και μπήκε μέσα στο δωμάτιο.
-Jacob; Εσύ είσαι πραγματικά; Παιδί μου.. Είπε η μητέρα του και σηκώθηκε συγκινημένη. Ο πατέρας του σαστισμένος επίσης σηκώθηκε για να αγκαλιάσει τον γιο του.
-Νομίζαμε ότι σε χάσαμε. Που ήσουνα;
-Είναι μεγάλη ιστορία. Μου είχε κάνει μάγια ο Μερτον και με κρατούσε σε ένα κελί εδώ και αρκετούς μήνες. Με βασάνιζε επειδή έψαχνε για πληροφορίες. Εξαιτίας μου ομως η Μάντι έπαθε κακό, με έσωσε αλλά η ίδια τραυματιστηκε πολυ άσχημα.
-Έλα Jacob, τώρα πέρασαν αυτά. Να δεις που θα πάνε όλα καλά και η Μάντι θα σηκωθεί και πάλι,είπε η Μαριάμ.
-Εσείς όμως γιατί είστε εδώ; Δεν θα έπρεπε να βρισκεστε με τους άλλους στον Μαγικό Κόσμο;
-Ξέρεις παιδί μου δεν γίνεται πάντα να έχεις και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Έτσι είναι η οικογένεια μας. Φεύγει την σωστή στιγμή για να αποφύγει το χειρότερο,ειπε ο Μάρκο ακουμπώντας τον ώμο του Jacob.
-Μάλλον φαίνεται πως εγώ δεν ανήκω σε αυτήν την απαίσια οικογένεια σας γιατί εγώ δεν φεύγω από τα πρόβληματά μου αλλά τα αντιμετωπίζω,είπε εκνευρισμένος και σηκώθηκε από την καρέκλα που καθότανε. Και τώρα τι απλώς θα κάτσετε εδώ; στην πιο κρίσιμη στιγμή;
Δεν μίλαγε κανένας από τους δύο. Απλώς κοιτούσαν το πάτωμα και που και που έριχναν μια ματιά ο ένας στον άλλον. Αυτό έκανε τον Jacob να εκνευρίζεται ακόμα περισσότερο.
-Κατάλαβα, θα κάνετε πάλι τα ίδια. Για αυτό το λόγο η οικογένεια μας ήταν πάντα η πιο αντιπαθείς.
-Jacob οχι δεν καταλαβαίνεις. Αυτό δεν μας αφορά. Εμείς δεν είχαμε ποτέ προβλήματα με κανέναν, ούτε προκαλεσαμε ποτέ. Οι Τζοουνς ήταν πάντα αυτοί που έκαναν πάντα τα χειρότερα. Όταν έγινε η μεγάλη μάχη αυτοί ήταν η πρώτοι που πήραν μέρος και έκαναν τις μεγαλύτερες ζημιές, είπε ο Μάρκο ο πατέρας του προσπαθώντας να του δώσει να καταλάβει.
-Δεν ξέρω τι να πιστέψω πια. Δεν ξέρω αν αυτά που μου έχετε πει είναι αλήθεια. Έχω χάσει κάθε ιδέα για το ποιος είμαι. Εγώ φεύγω απο εδώ.
Έφυγε αφήνοντας πίσω τους γονείς. Πήγε πάλι στον Μαγικό κόσμο, πίσω στην Μάντι. Ανησυχούσε πολύ γιατί άμα δεν ξυπνουσε αυτή το μέλλον του κόσμου τους ήταν αβέβαιο.
Απαγορευμένη Ζώνη:Είναι μια περιοχή έξω από τον Μαγικό κόσμο όπου υπάρχουν οι πιο διεφθαρμένοι άνθρωποι και γενικά ότι σε σκουπίδι.
Επίσης αν προσθέτω πράγματα ή ξεχνάω και κάτι είναι επειδή δεν θυμάμαι τι έχω γράψει στα πολύ παλιά κεφάλαια.
Ελπίζω να σας άρεσε αυτό το κεφάλαιο❤️ Επιτέλους το ανεβάζω μετά από καιρό❤️ τα λέμε❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top