3. Η Αγάπη
Ξημέρωσε Δευτέρα.Η Μάντι άργησε να σηκωθεί και ως αποτέλεσμα δεν πρόλαβε να φάει πρωινό. Ντύθηκε γρήγορα,κατέβηκε την σκάλα,πέρασε από την κουζίνα,είπε καλημέρα στους γονείς της πιάνοντας ένα μήλο και έφυγε.
Πηγαίνει με τα πόδια σχολείο γιατι δεν είναι μακριά.Στο δρόμο όμως έπεσε πάνω στον Jacob που δεν ήθελε να τον δει καθόλου.Ευτυχώς που είχαν μια μεγάλη απόσταση μεταξύ τους.
Όμως ο Jacob επειδή ήταν λυκάνθρωπος την μύρισε και γύρισε πίσω να την κοιτάξει αλλα η Μάντι ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της όπως πάντα. Έτσι ο Jacob, πήγε προς το μέρος της.
-Καλημέρα,Μάντι-Chan, η Μάντι δεν τον άκουσε και έτσι ο Jacob την σκούντηξε κάνοντας την να επανέλθει.
"Ναι.....ααα...γειά σου Jacob"
-Μαντι-chan τι έπαθες;
"Μμμμ...τπτ απλά κάτι σκεφτόμουν.Συνεχίζουμε;"
-Ναι,της απάντησε,κοιτώντας την με σκέψη.
Συνέχισαν τον δρόμο τους προς το σχολείο χωρίς να μιλάνε. Όταν έφτασαν στο σχολείο δίστασε να μπει μέσα αλλά ο Jacob της έπιασε το χέρι να την ηρεμήσει και να πάρει θάρρος. Μόλις άνοιξαν την πόρτα όλοι όσοι ήταν στην είσοδο άρχισαν να τους κουτσομπολεύουν. Τι κάνει η καινούργια με τον Jacob; ακόμα δεν ήρθε τον έπιασε γκομενο, ήταν μερικά από αυτά που έλεγαν οι γύρω. Η Μάντι νευρίασε και τα μάτια της έγιναν κλειστό κόκκινο και τα δόντια της πήγαν να μεγαλώσουν αλλα συγρατήθηκε. Δεν της άρεσε καθόλου να μιλάνε για αυτήν πίσω από την πλάτη της.
Ο Jacob την ακούμπησε για να την κάνει να ηρεμίσει.Με το άγγιγμα του οι χτύποι της καρδιά της ήσυχασαν και οι παλμοί της σταθεροποιήθηκαν.Σαν να είχε κάτι μαγικό αυτό το παιδί που μόνο σε αυτήν εμφανιζόταν. Προχώρησαν μέσα στο σχολείο μαζί και όλοι συνέχιζαν να τους κοιτούν ψιθυρίζοντας.
-Αγνόησέ τους,της είπε ο Jacob χαμηλόφωνα.Η Μάντι δεν απάντησε και συνέχισε να περπατάει.
Χμμμμ...ώστε έτσι είναι να είσαι το κέντρο της προσοχής.ΧΑ!! Αν ήταν εδώ η Τζίν να με έβλεπε,,,,μου λείπει...θα πάω να την επισκεφτώ μια μέρα.Τελοσπάντων νιώθω τέλεια που γνώρισα το μανάρι-διάσημο του σχολείου.
----------------------
Οι δύο πρώτες ώρες πέρασαν γρήγορα και ήταν η ώρα της βλαμμένης της Έμμας να δράσει. Πλησίασε την Μάντι και τον Jacob.Οι δυό τους κάθοντουσαν και συζυτούσαν,γελούσαν τόσο όμορφα που αυτό εκνεύριζε την Έμμα όσο τίποτα.
-Γειά,Jacob,είπε με έναν τρόπο που έκανε την Μάντι σαν να μην υπάρχει.
-Τι θες Έμμα; της απάντησε νευριασμένα.
-Έλα βρε μην μου μιλάς έτσι,του είπε αφού μπήκε σε 'bitch mode' αγνοώντας ακόμα την Μάντι.Η καημένη.Είχε μείνει να τους κοιτάει.Δεν μιλούσε,δεν κουνιόνταν,τίποτα.Ξαφνικά γύρισε προς το μέρος της η Έμμα,έσκυψε στο αυτί της και είπε: -Πρόσεξε τι κάνεις γιατί είναι δικός μου.Το κατάλαβες;ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ.
"Κοίτα δεν ξέρω τι πρόβλημα έχεις,ούτε μπορώ να στο λύσω αλλα άσε μας ήσυχους.Το κατάλαβες κουκλίτσα μου; Δεν σε φοβάμαι." της απάντησε η Μάντι με λάμψη στα χρυσά μάτια της. Η Έμμα έφυγε γεμάτη νεύρα και μίσος.Θα έπαιρνε εκδίκηση σίγουρα.
Μετά απο αυτό η μέρα κύλησε ήρεμα.Η Έμμα δεν τους ξαναμίλησε,απλά τους κοίταγε με υφάκι.Πολύ γρήγορα έφτασε η τελευταία ώρα.Είχαν ποιήση με τον κύριο Τζόναθαν. Ήταν ένας ωραίος άνδρας, μετρίου αναστηματος με χρυσά μαλλιά και ματιά κάστανα σαν γάτας. Όλες οι κοπέλες του σχολείου έλιωναν για αυτόν. Έβγαλε ένα παλιό βιβλίο απο την τσάντα του και άρχισε να διαβάζει. Οι κοπέλες του τμήματος τον κοιτούσαν σαν ερωτευμένες και κρεμόταν από τα χείλη του με καθε λέξη.
Το αεράκι το κρύο με ακουμπά
Και γλυκά με φιλά
Και η αγάπη που προσμένω
Ακόμα δεν την έχω
-Άγνωστος ποιητής.
'Ένα ποίημα αγνώστου ποιητή. Δεν θα μάθουμε ποτέ ποιος το έγραψε αλλά ξέρουμε ότι μιλάει για μια αγάπη που δεν μπορεί να έχει ' είπε ο κ. Τζόναθαν καθώς έκανε βόλτες μέσα στην αίθουσα.
Η Μάντι πάλι χάνονταν στις σκέψεις της που δεν άκουγε τον κύριο Τζόναθαν που μίλαγε. Όταν είπε την λέξη αγάπη ξύπνησε ξαφνικά. Αγάπη, άραγε θα την νιώσω ποτέ. Η μόνη αγάπη που ήξερε ήταν τον γονιών της. Με τον πρώην δεν υπήρχε κάτι τέτοιο. Μόνο που τον θυμήθηκε συγχυστηκε. Η ώρα όμως πέρασε καθώς διάβαζε ποιήματα ο κ. Τζόναθαν και το κουδούνι χτύπησε.
Γύρισαν στο σπίτι μαζί όπως συνήθως. Στο δρόμο ήταν αρκετά σιωπηλοι.
-Καλό μεσιμέρι,Μάντι-Chan.
"Καλό μεσιμέρι Jacob-kun,του είπε με χαμόγελο και μπήκε μέσα στο σπίτι.Αφού χαιρέτησε τους γονείς της,πήγε στι δωμάτιό της ξοδεύοντας τον χρόνο της σε μια εργασία.Αποκοιμήθηκε στο γραφείο της και μόλις ξύπνησε πήγε στο κρεβάτι της.Οι γονείς την τσέκαραν αν κοιμήθηκε,της έδωσαν και οι δύο απο ένα φιλάκι στο μέτωπο και πήγαν για ύπνο.
.................................
(το Chan είναι ιαπωνική κατάληξη που χρησιμοποιείτε όταν λες το όνομα μιας κοπέλες χαϊδευτικά και το kun είναι αντίστοιχα για τους άνδρες)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top