28. Έμμα και Μάντι σε Κίνδυνο
Flashback..
Κανείς συνήθως δεν είναι έξω αργά αν και δεν είναι και τόσο αργά 12ηωρα...οπότε είναι ήσυχα και καλά.
Καθώς τα κορίτσια προχωρούσαν άκουσαν ψιθύρους απο κάπου.
Ξαφνικά εμφανίστηκαν κάτι τύποι,περίεργα πλάσματα πέραν φαντασίας.Μακριές ουρές, αυτιά,κοφτερά μεγάλα δόντια,μακριά νύχια. Λογικά ήθελαν να τους επιτεθούν.
-Κορίτσια,τι κάνετε έξω τέτοια ώρα, ρώτησε ένας με μακριά μαλλιά και πανέμορφα πράσινα μάτια.
-Μια βόλτα,μην σας απασχολεί, είπαν ταυτόχρονα και συνέχισαν να περπατάνε.
-Οχι,όχι περιμένετε,που πάτε; Καθιστε μαζί μας ενα λεπτό, είπε με σέξι αλλά και κιουτ τρόπο ένα μαναρι που μπήκε μπροστά τους.
Αυτοί κάτι ήθελαν σίγουρα και δεν θα αφήσουν τα κορίτσια μας να φύγουν εύκολα.
Πλησίαζαν και πλησίαζαν.Τα μάτια τους είχαν αλλάξει χρώμα. Αρχισαν να φοβούνται.
-Μείνετε εκεί που είστε.Δεν ξέρετε με ποιον τα βαζετε εδώ.
-Χμμ..για πες μας να μάθουμε..άρχισε να την πλησιάζει όλο και πιο πολύ. Η Μάντι ετοιμάστηκε, θυμήθηκε τι πρέπει να κάνει σε τέτοια περίπτωση και γύρισε στην Εμμα.
-Ακούμπα τον ώμο μου,της ψιθύρισε.
-Εντάξει,είπε και γρήγορα την πλησίασε.
Εκανε την κίνηση της και σταμάτησε το χρόνο για λίγο μέχρι να τρέξουν να φύγουν.Κρύφτηκαν κάπου για τώρα αλλα αυτοί συνέχιζαν να τις ψάχνουν.
Ελα όμως που το κάρμα είναι όντως ενα μεγάλο bitchακι.
Καθώς προχωρούσαν, πάτησε η Εμμα ένα ξύλο και αυτοι εννοείτε πως το άκουσαν και πήγαν προς το μέρος τους.Τα κορίτσια άρχισαν να τρέχουν όσο πιο πολύ μπορούσαν,σαν να εξαρτιόταν η ζωή τους απο αυτό (που σε αυτή την περίπτωση ίσχυε).
Κάποια στιγμή έφτασαν κάπου, μέσα σε ενα δάσος. Δεν ήξεραν πόση ωρα έτρεχαν ή που ακριβώς πηγαίνανε νωρίτερα αλλά όλοι μας έχουμε ενα κακό προαίσθημα.
-Μάντι όχι, δεν γίνεται να πάμε εδώ μέσα. Είναι η απαγορευμένη περιοχή,είπε με φόβο.
-Απαγορευμένη περιοχή; Γιατί την λένε έτσι;
-Γιατί οπως λέγανε και οι παλιοί, είναι καταραμένο και αν μπεις,δεν ξαναβγαίνεις,είπε με ακομα πιο πολύ φόβο έτοιμη να πεθάνει.
-Ναι όμως τι θα κάνουμε τώρα; Κι αν μας βρουν;
-Κάνε κάποιο απο τα μαγικά σου, διωξτους.
-Κατάλαβα, είπε η Μάντι και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι καλό αλλά ένιωσε κάτι στο πόδι της.Κάτι την είχε πιάσει και την τραβούσε μέσα στο δάσος.Η Εμμα προσπαθούσε να την κρατήσει εκεί, τράβαγε κσι τράβαγε αλλά κατέληξαν να πάνε και οι δυο μέσα στο δάσος.
Βέβαια η Μάντι έκοψε αυτό το πράγμα που την κρατούσε, σαν κλαδί δε του αλλά δεν ήξεραν που ακριβώς βρισκόντουσαν.
-Εμμα τι στο καλό; Γιατί είμαστε εδώ;
-Μην ρωτάς εμένα,δεν ξέρω.
-Γαμω,ο Τζεις που είναι,μην του σπασω κανά.....σταμάτησε για να ηρεμήσει.
Εν το μεταξύ ο Τζεις...
Ηταν στο σπίτι και καθόταν το γουρούνι ενω τα κορίτσια βρίσκονταν σε κίνδυνο. Πάλι καλά που κατάλαβε οτι λείπουν ώρα.Σηκωθηκε,έβαλε κατι πάνω του και βγήκε εξω να τις ψάξει.
-Δεν μπορεί να είναι μακριά,ψιθύρισε.
Ξαφνικά άκουσε μια φωνή στο μυαλό του.
"Τζεις, Τζεις,η Μάντι είμαι. Βρισκόμαστε στο απαγορευμένο δάσος. Κάτι μας τράβηξε μέσα. Βοήθεια"
Αρχισε να τρέχει σαν τρελός μέχρι που έφτασε κοντά στο δάσος. Είδε κάτι τύπους και πήγε προς το μέρος τους.
Αλλά δεν μίλησε και απλά τους παρακολούθησε. Ακουσε οτι μίλαγαν για κάποιες κοπέλες και έφυγε γρήγορα για να τις βρει. Μπηκε μέσα στο δάσος ήρεμα και προσεχτικά.Προχώρησε αρκετά μέσα αλλα δεν ήξερε πού να τις βρεί μέχρι που σκέφτηκε να δοκιμάσει να τις ψάξει με την μυρωδιά.
Η Μάντι δοκίμασε πάλι να επικοινωνήσει μαζί του και τα κατάφερε.
"Ερχομαι Μάντι, έρχομαι" ψιθύρισε και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
-Εμμα είσαι καλά; είπε με ανησυχία η Μάντι.
-Ναι μην ανησυχείς σε παρακαλώ. Απλα δεν νιώθω και τόσο καλά. Πρέπει να φύγουμε απο εδώ γρήγορα.
Είπε και γονάτισε στο έδαφος. Είχε κάποιο πονοκέφαλο.Την έπιανε μια στο τόσο κάτι τέτοιο και έπαιρνε ενα φάρμακο γι αυτό. Επρεπε να φύγουν απο εκεί και ο Τζεις έπρεπε να τις βρει.
-Μάντι,δεν μπορείς να μας βγαλεις απο εδώ με τις δυνάμεις σου;
-Εμμα πραγματικά δεν ξέρω γιατί δεν μπορώ να μας σώσω απο εδώ. Είναι σαν να μπλοκάρονται οι δυνάμεις μου σε αυτό το μέρος. Ελπίζω ο Τζεις να άκουσε το μύνημα μου,είπε ξεφυσώντας και έκατσε κάτω.
-Και εγώ το ελπίζω αλλά γιατί δεν προσπαθείς να του δώσεις ενα σημάδι για το που είμαστε;
-Καλή ιδέα Εμμα.Ας το δοκιμάσουμε.
Εφτιαξε μια λάμπα φωτός με τα χέρια της και την έριξε ψηλά.
"Τέλεια ευχαριστώ"
Ελα όμως που εκείνοι οι βλακες απο πρίν το είδαν επίσης και το ακολούθησαν.
Ο Τζεις τους κατάλαβε και πήγε να τους ξεφορτωθεί.
Πήγε στον πρωτο, τον δάγκωσε και τον τραυμάτισε. Τους έδωσε μια κλωτσιά και τον πέταξε πέρα. Ενας υποχώρησε και πήγε να βρει τον άλλον και να τον πάρει απο εκεί.
Πήγε στον δεύτερο, του έδωσε μια μπουνιά και μια κλωτσιά στην κοιλιά και τον πέταξε επίσης μακριά.
Πήγε στον τρίτο αλλά αυτός εγκατέλειψε ήδη και έφυγαν όλοι μαζί.
Τώρα το μόνο που του είχε μείνει είναι να βρει τα κορίτσια.
Κάποια στιγμή έφτασε σε ένα ξέφωτο και είδε δυο ατομα να κάθονται.
Τις πλησίασε και ευτυχώς ηταν η Εμμα και η Μάντι. Αναμουφισμένος που τις βρήκε επιτέλους και είναι καλά.
-Μάντι; Εμμα;
-Τζεις, εδώ είμαστε και είμαστε καλά.
-Χαίρομαι, πήγε κοντά τους και τις είπε να σηκωθουν για να φύγουν.Εμμα πάρε αυτό και θα νιώσεις καλύτερα σύντομα. Θα φύγουμε απο εδώ.
Ετσι μέσα σε λιγα λεπτά είχαν φύγει απο εκεί και πηγαν σπίτι.
-Ευχαριστουμε που ήρθες να μας βρεις. Για κάποιο λογο δεν μπορουσα να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις μου για να βρω τον δρόμο.
-Η βοήθεια που μου έδωσες τοτε ήταν αρκετή.
Ηταν μια μεγάλη ημέρα και δύσκολη. Μάλλον και περίεργη αρα καλυτερα θα ήταν να πάνε για ύπνο και να ηρεμήσουν.
Γεια σας!!
Ξέρω αργησα να ανεβασω κεφάλαιο αλλά έχω σχολείο και φροντιστήριο και διάβασμα.Δεν έχω πολύ ελεύθερο χρονο, μονο τα σαββατοκύριακα έχω οποτε θα προσπαθώ τοτε να ανεβαζω κεφάλαια💘☺
Ελπίζω να σας αρέσει!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top