2. Το Δείπνο
Είχε φτάσει σαββατοκύριακο κιόλας. Η Μάντι πήγε μόνο μια μέρα σχολείο και μάλλον τις άρεσε αλλα δυσκολεύετε να προσαρμοστεί.Τα πάντα ήταν διαφορετικά στον Ανθρώπινο κόσμο και από την στιγμή που δεν έχει ξαναδεί τον Μαγικό κόσμο,λογικό είναι να τις φαίνεται περίεργα.
Σηκώθηκε πρωί-πρωί και αφού πήγε στο μπάνιο να ετοιμαστεί,κατέβηκε στην κουζίνα για πρωινό. Όμως δεν ήταν κανένας εκεί και αναγκάστηκε να τα φτιάξει ολα μόνη της.
Που ειναι όλοι; Έφυγαν πιο νωρίς σήμερα; Τελοσπάντων ας φάω εγω τώρα και θα τους πάρω τηλέφωνο αργότερα.
Ξαφνικά χτυπήσε το κουδούνι διακόπτοντας τις σκέψεις της.
Ποιος να είναι τωρα;
Κατευθύνθηκε προς την πόρτα και μόλις την άνοιξε αντίκρισε τους γονείς της.
-Μάντι ξυπνήσες επιτέλους.Ωραία,θα έρθουν οι Μέρλιγκτον σήμερα,της είπε ο μπαμπάς της καθώς έμπαινε μέσα στο σπίτι. Απο πίσω του ήταν η μαμά της που την κοίταξε χαμογελώντας και της έδωσε ενα φιλί στο μάγουλο.
"Οι Μέρλιγκτον είναι οι γείτονες; Οι γονείς του Jacob;
-Ναι, Μάντι,της είπε η μαμά της.
"Ωραία,ποτέ θα έρθουν;"
-Το βραδάκι,τους καλέσαμε για φαγητό,της απαντήσε η μαμά της με ενα χαμόγελο.
"Αλλα τι να βάλω; Μαμά να ντυθώ απλά,καθημερινά;"
-Ναι καλή μου. Ένα απλό δείπνο είναι.
"Εντάξει."
-Έφαγες πρωινό;
"Τώρα θα έφτιαχνα μπαμπά."
-Οκ θα σου φτιάξουμε εμείς.
Η Μάντι έδωσε ενα χαμόγελο για απάντηση στους γονείς της και πήγε στο σαλόνι. Πήρε το μπλοκ σχεδίου της και άρχισε να σχεδιάζει.Κάποια στιγμή σταμάτησε και πήγε προς το παράθυρο.Απέναντι βρισκόταν ένα δωμάτιο με ανοιχτές τις κουρτίνες.
Ήταν του Jacob.Η Μάντι περίμενε λιγάκι εκεί και ξαφνικά εμφανίστηκε ο λυκάνθρωπος μισόγυμνος με την πετσέτα ακριβώς κάτω από την μέση του. Αυτός την πρόσεξε και χαιρέτησε,κλείνοντάς της το μάτι.Η Μάντι πήγε να πέσει αλλα κρατήθηκε και τον χαιρέτησε και αυτή.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ!!Τι ήταν αυτό; Μα πως κάνω ετσι; Λες και δεν τον εχω δει έτσι. Έλεος!
-Μάντι ελα να φας γλυκιά μου,της φώναξε η μαμά της.
Η μαμά της Τζένα είναι μια γλυκιά και πανέμορφη γυναίκα,μέτριου αναστήματος.Θα έλεγε κάποιος πως τα πορτοκαλοκόκκινα της μαλλιά σε συνδυασμό τα μουσταρδί μάτια της, την κάνουν να φαίνεται σαν κοριτσάκι αλλα συνάμα έμοιαζε βγαλμένη από παραμυθένιο κόσμο. Τόσο όμορφη!
Όσο για τον Christopher, τον πατέρα της, αυτός κρατιόταν σε πολύ καλή κατάσταση. Αν λάβουμε υπόψιν μας οτι είναι λυκάνθρωπος και οτι το σώμα του ηταν υπερβολικά γυμνασμένο. Αλλα δεν ηταν πια τόσο νέος και τα κατάμαυρα μαλλιά του άρχισαν να γριζιάζουν. Όμως ήταν ένας πανέμορφος άντρας με μελί σαγηνευτικά μάτια.
------------------------------------------------------
Η Μάντι πήγε στην κουζίνα. Έφαγε το πρωινό της,μίλησε με τους γονείς της,γέλασε μαζί τους και μετά πήγε στο δωμάτιο της για να αποφασίσει τι θα βάλει το βράδυ.
Τι να βάλω; Μπα,δεν βαριέστε.....τι κάθομαι και σκέφτομαι...θα βάλω κάτι απλό, σκέφτηκε και πήγε να βοηθήσει την μαμά την μαμά της με τις προετοιμασίες.
Μετά από λίγες ώρες
Όλα ήταν έτοιμα. Όλοι είχαν ετοιμαστεί και περίμεναν τους καλεσμένους τους.
-Όλα είναι οκ;ρώτησε η μαμά της.
"Ναι μαμά" απάντησε η Μάντι και ένα μικρό γέλιο έφυγε από το στόμα της.
Χτύπησε το κουδούνι. Η μαμά της Μάντι άνοιξε την πόρτα και αμέσως η ατμόσφαιρα γέμισα χαρά και γέλια.
-Τζένα, είπε μια ψηλή,ξανθιά γυναίκα με κατακόκκινα μάτια και ένα λεπτό, καλιγραμμο σώμα.
-Μαριάμ,πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω,είπε η Τζένα. Λογικά είναι μαμά του Jacob.
-Christopher, τι κάνεις ρε φίλε; είπε ένας μαυρομάλλης, ψηλός κύριος με κατάμαυρα μάτια, μετρίου αναστηματος που φορούσε ένα καφέ σακάκι με τζιν.
-Μάρκο, χρόνια και ζαμάνια, αυτός ήταν σίγουρα ο μπαμπάς του.
-Jacob,τι κάνεις αγόρι μου; Βλέπω μεγάλωσες,ομόρφηνες.
-Καλά είμαι.Ευχαριστώ, κυρία Τζένα.
Μετά όλα τα βλέμματα έπεσαν πάνω στην Μάντι.
Ωχ....οχι
-Αυτή είναι η κόρη σας, σωστά;
-Ναι η Μάντι,είπε ο μπαμπάς της και την κοίταξε χαμογελώντας.
-Ωραίο όνομα της δώσατε. Μάντι εμείς είμαστε η γονείς του Jacob.
"Χαίρομαι,κυρία Μαριάμ-κύριε Μάρκο."
-Ας πάμε στο τραπέζι τώρα,είπε η μαμά της,Τζένα.
Καθίσανε όλοι. Η Μάντι έκατσε δίπλα με τον Jacob.
"Γειά Jacob"
-Γειά σου Μάντι-Chan.
"Μου αρέσει το πουκάμισό σου."
-Σε ευχαριστώ.
------------------------------------------------------
Η νύχτα πέρασε ευχάριστα. Με πολύ συζήτηση,γέλια,αναμνήσεις και πειράγματα. Όμως η ώρα είχε περάσει και οι καλεσμένοι έπρεπε να φύγουν.
-Τζένα,Christopher περάσαμε υπέροχα. Να το ξανάεπαναλάβουμε.
-Καληνύχτα Μαριάμ,Μάρκο,είπε η μαμά της Τζένα.
-Μάντι-Chan αύριο θέλω να σου πω κάτι αύριο.
"Οκ,Jacob"
Κουρασμένοι όλοι πήγαν για ύπνο, χωρίς να μαζέψουν τίποτα.Καληνύχτισαν ο ένας τον άλλον και κοιμήθηκαν.
Χμμμ...τι να θέλει ο Jacob; Ας κοιμηθώ και θα το μάθω αύριο. Την έφαγε όμως η αγωνία και είχε ανήσυχο ύπνο. Έκανε μια αριστερά μια δεξιά στο κρεβάτι. Την είχαν καταβάλει οι σκέψεις. Σηκώθηκε μια για νερό, μια για τουαλέτα. Φαινόταν ατελείωτη αυτή η βραδιά. Τελικά την πήρε ο ύπνος επιτέλους αλλά ήταν σχετικά αργά. Πάλι. Καλά δεν είχε σχολείο αύριο. Δυστυχώς και σε αυτό τον κόσμο το σχολείο είναι νωρίς. Να δούμε τι θα της έλεγε τελικά;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top