1. Μια Νέα Αρχή

Σήμερα είναι η πρώτη μου μέρα στο νέο μου σχολείο και είμαι πολύ αγχωμένη. Τα μάτια μου αντικατοπτρίζουν τα συναισθήματα μου και αλλάζουν χρώμα ανάλογα και φοβάμαι ότι θα με κοιτάζουν όλοι περίεργα.Γι' αυτό προσπαθώ να διώξω το άγχος μου.Τα πράγματα ήταν διαφορετικά στον ανθρώπινο κόσμο και για να είμαι ειλικρινής δεν καταλαβαίνω καθόλου γιατί φύγαμε . Φυσικά πάντα ήμουν ενήμερη για τις δυνάμεις και δυνατότητες μου , αλλά ποτέ ως τώρα δεν επισκέφτηκα τον μαγικό κόσμο.

Η Μάντι είναι κοπέλα μέτριου αναστήματος σχετικά ψηλή με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, με κατακόκκινα μακριά μαλλιά και τα μάτια της ήταν χρυσά . Της άρεσε να ντύνεται απλά σε συνδυασμούς άσπρου-μαύρου αν και οι κυριότερες αποχρώσεις του ντυσίματος της ήταν σκούρες. Άκουγε ροκ μουσική ενώ κύριο χόμπι της ήταν η σχεδίαση.


Εκείνη τη μέρα θα πήγαινε για πρώτη φορά στο καινούριο της λύκειο . Σηκώθηκε πολύ πρωί και έφυγε όσο πιο νωρίς μπορούσε . Δεν άργησε να φτάσει στο σχολείο της μιας και δεν ήταν μακριά από το σπίτι της. Σε λίγο κοίταζε αποχαυνωμένη το πελώριο κτίριο μπροστά της. Είδε ένα πελώριο κτήριο σε στυλ κάστρου, ήταν άσπρο με κάποιες χρυσές αποχρώσεις να ξεχωρίζουν στην σκεπή. Είχε πολλά δέντρα και φυτά. Ο μεγάλος διάδρομος της αυλής στην μέση είχε ένα πανέμορφο συντριβάνι και αμέσως μετά υπήρχε μια τεράστια πύλη που ήταν η είσοδος για το σχολείο. Η Μάντι είχε τρελαθεί, ποτέ στην ζωή της δεν είχε ξαναδεί τόση χλιδή. Πέρασε το σιντριβάνι και προχώρησε στην πόρτα

Ήταν τόσο αγχωμένη που μόλις έφτασε στο σχολείο πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα..Όλοι έμειναν κοιτάζοντας την περίεργα κάνοντας την να αγχωθεί περισσότερο. Νιώθοντας άβολα έτρεξε και δρώντας πάντα απερίσκεπτα μπήκε στην πρώτη αίθουσα που βρήκε μπροστά της, τα μάτια είχαν γίνει πιο σκούρα από ότι συνήθως που σήμαινε ότι ντράπηκε. Όταν μπήκε στην αίθουσα ένιωσε ασφαλής, καθώς προχώρησε βιαστικά δεν πρόσεξε , σκόνταψε και έπεσε σε ένα αγόρι. Η Μάντι κοκκίνισε και σηκώθηκε . Κοντοστάθηκε και κοίταξε τον νεαρό απέναντί της . Ήταν ψηλός με καστανά μαλλιά και ανοιχτά πράσινα μάτια.Φορούσε την στολή του σχολείου με ένα έμβλημα στο μπράτσο από το οποίο φανερώνονταν ότι ασχολούνταν με κάποιο από τα σχολικά αθλήματα . Η στολή του ήταν ατημέλητη έχοντας το πουκάμισο και σακάκι του ξεκούμπωτο , αφήνοντας σε κοινή θέα το καλογυμνασμένο σώμα του. Η Μάντι κοκάλωσε στο θέαμα και τα μάτια της σκούρυναν ακόμα περισσότερο.

"Χίλια συγνώμη, δεν σε είδα"

"Δεν πειράζει κανένας δεν με προσέχει εμένα έτσι κι αλλιώς.Τι αγενείς που είμαι, με λένε Jacob Μέριλγκτον είμαι λυκάνθρωπος και ο αρχηγός της ομάδας ράγκμπι "

"Χάρηκα, είμαι η καινούργια, η Μάντι Τζόουνς και μόλις ήρθα στον μαγικό κόσμο."

"Άρα δεν είσαι εξοικειωμένη. Γιατί μπήκες εδώ μέσα;"

"Γιατί όλοι με κοιτούσαν περίεργα "

"Συμβαίνει πάντα με τούς καινούργιους. Βλέπω κάτι περίεργο με τα μάτια σου.Έχουν παράξενο χρώμα. Κατά την γνώμη μου είναι πολύ sexy"

Η Μάντι φρίκαρε και δεν μπόρεσε να μιλήσει. Ο Jacob πρόσεξε ότι έτρεμε και την πλησίασε, την αγκάλιασε και αυτή έμεινε άφωνη.Τις ψιθύρισε:

"Γιατί τρέμεις;"

"Τρέε..μω όταν αγχ..ώνομαι" του απάντησε με τρεμάμενη φωνή. Ξαφνικά όμως ένιωσε ανακούφιση και σταμάτησε να τρέμει. Όμως ακόμα ένιωθε περίεργα γιατί τώρα τον γνώρισε και ήταν κάπως παράξενο γι΄ αυτήν να την αγκαλιάζουν όταν την πρωτογνωρίζουν. Αλλά δεν την πήραζε γιατί ένιωθε ωραία μέσα στην αγκαλιά του, ακουμπώντας το μισόγυμνο σώμα του.

"Σε ηρέμησα βλέπω. "

"Σε ευχαριστώ αν δεν ήσουν εδώ..."

"Σσσσσσ...μην μιλάς τα λόγια είναι περιττά (έβαλε το δάκτυλο του στο χείλη της για να σταματήσει να μιλάει). Έχω πρέπει να φύγω γιατί έχω και μάθημα ξέρεις. Θα τα πούμε ξανά Μάντι-chan, της είπε κλείνοντάς της το μάτι.

Η Μάντι πάλι βυθίστηκε στις σκέψεις και μετά θυμήθηκε ότι είναι καινούργια και δεν ξέρει που να πάει. Έτρεξε να φτάσει τον Jacob και τον έφτασε γιατί όπως ξέρετε οι βρικόλακες είναι γρήγοροι, όταν τον ακούμπησε τα μάτια έγιναν κόκκινα σκούρο (μπορντό) που σήμαινε ότι είχε αρχίσει να τον ερωτεύεται . Αυτός γύρισε και την κοίταξε, χαμογέλασε και συνέχισε να ανεβαίνει τις σκάλες .Έφτασαν στην τάξη και μπήκανε μέσα αργοπορημένοι.


"Jacob, βλέπω ήρθες επιτέλους και έφερες και την καινούργια μαζί σου, σε ευχαριστούμε. Κάτσε στην θέση σου τώρα " έτσι ο Jacob προχώρησε και έκατσε στο θρανίο του ήρεμα, μόνο που στην τάξη δεν είχε ηρεμία.

"Παιδιά ησυχία (φώναξε η κυρία Τζάνετ, είναι η βιολόγος τους, και όλοι ησύχασαν ) έχουμε μια νέα μαθήτρια μαζί μας σήμερα, την λένε Μάντι, σωστά;''

«Ναι κυρία»

" Ωραία, από εδώ και πέρα θα κάνεις Βιολογία μαζί μου σε αυτή την αίθουσα, ορίστε το βιβλίο, πήγαινε και κάτσε με τον Jacob καλή μου, έλα μην φοβάσαι"

«Εντάξει κυρία», είπε και κατευθύνθηκε προς το θρανίο του Jacob.Άλλα επειδή το 'look' της είναι περίεργο όπως ήδη αναφέραμε παραπάνω όλοι την κοιτούσαν περίεργα.

Τι έχω και με κοιτάνε έτσι. Δεν έχουν ξαναδεί ένα πλάσμα σαν κι έμενα. Με νευριάζει αλλά δεν θα δώσω σημασία.

Όταν έκατσε δίπλα στο Jacob, αυτός την κοίταξε με ένα πλάγιο χαμόγελο (smirk or dirty smile) και έκατσε κανονικά στην θέση του.

"Επιτέλους Jacob κλείσε το πουκάμισό σου, στο λέω επανειλημμένα ότι πρέπει να ντύνεσαι ευπρεπώς"

'Ότι πείτε κυρία' είπε και χτύπησε το κουδούνι. Η Μάντι σηκώθηκε, βγήκε έξω και πήγε σε μία γωνίτσα που είχε βάλει στο μάτι πιο πριν. Έκατσε, βολεύτηκε και έβαλε τα ακουστικά της. Έβγαλε από την τσάντα της το τετράδιο σχεδίων της και άρχισε να σχεδιάζει. Όμως την παρακολουθούσε η Έμμα Ντόρντ, η αρχηγός των μαζορετών και η 'στρίγκλα' του σχολείου. Μαζί με την κλίκα της πλησίασαν την Μάντι. Την σκούντηξε και έβγαλε τα ακουστικά.

'Εσύ είσαι καινούργια, σωστά;'

«Ναι, με λένε Μάντι, εσύ ποια είσαι;»

'Εγώ είμαι η Έμμα, θα είναι πολύ ωραία να σε έχουμε εδώ' της είπε με υφάκι και έφυγε.

«Ναι, ότι πεις» της απάντησε βάζοντας τα ακουστικά της αλλά χτύπησε το κουδούνι και την βρήκε ο Jacob. Πέρασαν αυτή την μέρα μαζί και την τελευταία ώρα έφυγαν πάλι μαζί. Όταν βγήκαν από το σχολείο και περπατάγανε μαζί, πηγαίνανε από τον ίδιο δρόμο και φτάσανε στα σπίτια τους ανακαλύπτοντας ότι μένουν απέναντι.

'Μάντι-chan εδώ μένεις;'

«Ναι, απέναντι μου μένεις;»

'Ναι, ωραία θα τα πούμε ξανά'

«Ναι Jacob. Καλό μεσημέρι.»

Μπήκε μέσα στο σπίτι όλο χαρά. Οι γονείς της δεν το πίστευαν, χάρηκαν βλέποντάς την να χαμογελάει μετά από καιρό.

«Γεια σου μαμά, γεια σου μπαμπά»

'Γεια σου κορούλα μας' της είπαν ταυτόχρονα.

'Τι συμβαίνει, γιατί τόση χαρά;'

«Έκανα έναν φίλο, που μένει απέναντι μας»

'Τον γιο τον Μέρλιγκτον λες, τον Jacob;'

«Ναι μαμά»

'Ευτυχώς που είναι αυτός, με τους γονείς του γνωριζόμαστε καιρό εγώ και ο μπαμπάς σου'

«Αλήθεια; Τι ωραία! Πάω στο δωμάτιο μου τώρα τα λέμε» έδωσε από ένα φιλί και στους δύο και πήγε στο δωμάτιο της.

Η πρώτη μου μέρα στο μαγικό κόσμο ήταν φανταστική. Έκανα έναν φίλο και είμαι πολύ χαρούμενη. Αλλά λες να τον ερωτεύομαι; Δεν ξέρω, τουλάχιστον θα έχω παρέα  στην αρχή. Ανυπομονώ να δω τι μπορεί να συμβεί,η ζωή μου θα γίνει καλύτερη είμαι σίγουρη. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά τώρα; 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top