ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27
Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της αλλά μάλλον κάποιος της είχε κλείσει γιατί το μόνο που διέκρινε είναι σκοτάδι. Το κεφάλι της πονούσε, ένιωθε να ζαλίζεται προσπάθησε να κουνήσει το σώμα της αλλά δεν μπορούσε, ένιωθε κάτι σφιχτό να έχει τα χέρια της δεμένα πίσω στην πλάτη της όπως και τα πόδια της πρέπει να ήταν καθισμένη σε καρέκλα. Τι συμβαίνει; Που είμαι; Τι μου συμβαίνει;
Δεν θυμόταν τίποτα, το μόνο που θυμόταν ήταν ότι συζητούσε με έναν άντρα για μια συμφωνία, μετά ένας δυνατός ήχος από την τζαμαρία και μετά σκοτάδι. Χριστέ μου που είμαι; Τι γίνεται;
«Βοήθειααα! Βοήθειααα!» φώναζε αλλά κανείς δεν την άκουγε. Προσπάθησε να απεγκλωβίσει το σώμα της από τα δεσμά που είχε αλλά δεν μπορούσε. Ήταν τόσο δυνατά πάνω της. Ένιωσε απελπισμένη. Ήταν μάταιο να προσπαθήσει να λυθεί από κάτι τόσο σφιχτό.
«Βοήθειααα!» ξανά φώναξε. Τίποτα. Άκρας σιωπή επικρατούσε στο χώρο.
Ξαφνικά άκουσε ένα δυνατό τρίξιμο και έναν δυνατό χτύπο να ακολουθεί. Σε δευτερόλεπτα άκουσε βήματα να την πλησιάζουν.
«Ποιος είναι; Ποιος είναι εκεί;» ρώτησε αλλά απάντηση δεν πήρε. Η αγωνία της είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. φόβος την κυρίευσε κάτι που είχε να νιώσει για μέρες.
«Ποιος είσαι; Τι θες από μένα; Βγάλε με από δω!! Βοήθειαα!!»
«Σκάσε γαμώτο. Σκάσε! Σε λίγο θα πάρεις τις απαντήσεις που θες. Μέχρι τότε βγάλε τον σκασμό!»
Σαν κοριτσάκι υπάκουσε. Τι θα συναντούσε; Φοβόταν. Φοβόταν πολύ. Τι είναι τώρα όλο αυτό; Τι καινούργιο υπήρχε πάλι;
Το ίδιο τρίξιμο ακούστηκε πάλι μαζί με τον ίδιο χτύπο και βήματα να πλησιάζουν κοντά της. Ποιο αργά όμως, πήγαινε με το πάσο του.
Δεν άκουγε τίποτα μόνο πάλι βήματα και ξανά τρίξιμο, τι συμβαίνει επιτέλους; Ποιος στο κόρακα είναι;
Τα αργά βήματα έκαναν βόλτες πάνω κάτω και ο θόρυβος έκανε τα αφτιά της να βουίζουν η καρδιά της κόντευέ να σπάσει. Τα βήματα σταμάτησαν μπροστά της ένιωθε ότι κάποιος είναι δίπλα της μύριζε ένα αντρικό άρωμα. Πολύ γνώριμο.
Αυτός της έβγαλε απαλά το μαντήλι από τα μάτια. Τα ανοιγόκλεισε μερικές φορές για να προσαρμόσει στο ελάχιστο φως που υπήρχε. Κοίταξε γύρο της αλλά δεν έβλεπε κανέναν η ανάσα της είχε γίνει πολύ γρήγορη. Το δωμάτιο όπου την είχαν ήταν σε ένα υπόγειο μπορούσε να μυρίσει την μούχλα και την υγρασία. Ένα κρεβάτι σιδερένιο και παντού σεντόνια να σκεπάζουν πράγματα. Ποιο πέρα είχε ένα τραπέζι με ένα λαμπατέρ να ανάβει το οποίο έβγαζε πολύ φως.
«Καλησπέρα κερασάκι. Ελπίζω να είσαι άνετα εκεί που κάθεσαι.»
Κερασάκι; Με ποιο δικαίωμα την αποκαλεί έτσι; Ποιος είναι αυτός; Είδε την σκιά του στο βάθος αλλά το πρόσωπο του δεν μπορούσε να το διακρίνει.
«Ποιος είσαι; Τι θες από μένα;»
«Έλα τώρα που δεν με αναγνωρίζεις...»
Πήρε μια καρέκλα την τοποθέτησε μπροστά της έκατσε, και έσκυψε στο φως. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα το στόμα της έχασκε. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι ήταν αυτός μπροστά της. Δεν μπορεί μάλλον πως είναι όνειρο δεν γίνεται να είναι εδώ, το παρελθόν της ήρθε να ξετυλιχτεί μπροστά της ζωντανό... έτοιμο να την κατασπαράξει.
«Δεν μπορεί... δεν μπορεί... εσύ ήσουν...»
«Νεκρός; Ναι ήμουν, μόνο που αναστήθηκα ή μάλλον μπορώ να πω ότι δεν πέθανα ποτέ. »
«Μα πως... πως γίνεται; Αφού σε είδα με τα μάτια μου όταν... όταν»
«Όταν έβγαλαν το πτώμα μου από το διαλυμένο αμάξι; Ναι μπορεί. Αλλά δεν ήμουν εγώ βλέπεις, σίγουρα στο μυαλό σου υπάρχουν πολλές απορίες. Εδώ θα κάτσουμε μαζί να τα λύσουμε. Όπως κάναμε πάντα έτσι δεν είναι κερασάκι μου;» τα μπλε μάτια του κάρφωσαν τα δικά της. Όπως έκανε πάντα.
Ξεροκατάπιε. Δεν ήξερε αν ήταν έτοιμη να ακούσει όλα αυτά που έπρεπε να της πει...
ΤΟΤΕ...
Ο Γκόρντον Μάρισον χάζευε στην τηλεόραση του όπως κάθε πρωί. Η κόρη του για άλλη μια φορά βγήκε για να πάει βόλτα με τις φίλες της, τον τελευταίο καιρό δεν του μιλούσε καν, έβγαινε συνέχεια με τις φίλες τις και με αυτόν τον τύπο τον Τζάκσον Κέπλερ, τον γιο του μεγαλύτερου αντίζηλου του που τώρα είχαν κάνει συμφωνία για συγχώνευση της εταιρίας για χάρη των παιδιών τους που, το πήγαιναν σοβαρά είχαν φτάσει στον αρραβώνα. Ο Τζάκσον Κέπλερ ήταν ποιο έντιμος από τον πατέρα του που ήταν ένας απατεώνας και μισός για αυτό, αποφάσισε να του δώσει την κόρη του και να σταματήσει η αντιζηλία εκεί.
Δεν κράτησε για πολύ όμως αυτό γιατί τελικά αποδείχθηκε χειρότερος από τον πατέρα του. Έκλεψε πολλά ποσοστά από την εταιρία του με αποτέλεσμα να φτάσει στο σημείο της χρεοκοπίας. Τότε ήταν που στον Γκόρντον φούντωσε το μίσος του για αυτή την οικογένεια. Μια ζωή απατεώνες, ψεύτες. Ήταν τότε που απαγόρευσε στην Αντζέλικα να τον ξανά δει χαλώντας τον αρραβώνα τους. Η Αντζέλικα, ακούγοντας αυτό το πράγμα νόμιζε ότι έχασε την γη κάτω από τα πόδια της.
Μάλωσαν πάρα πολύ άσχημα εκείνη την μέρα και έφυγε να πάει να μείνει μαζί με τον Τζάκσον.
Με τον Τζάκσον τα πηγαίναν πολύ καλά περνούσαν όμορφα. Ιδικά στην ερωτική τους ζωή που τα πράγματα έπιαναν άλλο επίπεδο. Έψαχναν να βρουν την ευχαρίστηση μέσα από ρόλους του όποιους έπαιζαν και μετά κατέληγαν σε άγριο σεξ. Ήταν πολύ ευτυχισμένη και το έδειχνε καθημερινά δεν θα άφηνε κανέναν να της χαλάσει αυτό τον αρραβώνα.
Προσπάθησε να τον πείσει να πάει να μιλήσει με τον πατέρα της ώστε να μην χαλάσουν τον αρραβώνα τους και να έβρισκαν μια λύση στο πρόβλημα αυτό. Ο ίδιος το σκέφτηκε για λίγο και συμφώνησε να πάει να του μιλήσει.
«Τζάκσον δεν πρέπει να αφήσουμε τον πατέρα μου να μας χαλάσει τον γάμο μας. Πρέπει να τον απομακρύνουμε από όλο αυτό.»
«Και τι προτείνεις να κάνω κερασάκι μου;»
«Να πας να του μιλήσεις. Να βρείτε τρόπο να λύσετε το πρόβλημα και να μην χαλάσει ο γάμος μας.»
«Ξέρεις ότι ο πατέρας σου δεν είναι και πολύ ομιλητικός με αυτά τα θέματα κερασάκι μου. Αλλά σου υπόσχομαι να κάνω ότι καλύτερο μπορώ.»
«Τέλεια μωρό μου. Θα γυρίσω σπίτι εγώ τώρα, θα βγω με τις φίλες μου αύριο και πήγαινε μετά εσύ να τον βρεις.»
Την επόμενη μέρα το πρωί ο Τζάκσον Κέπλερ ήταν έξω από την έπαυλη των Μάρισον και χτυπούσε το κουδούνι. Πήρε μια βαθιά ανάσα όταν ο Γκόρντον άνοιξε την πόρτα και έμεινε άναυδος από το θράσος του νεαρού.
«Τι δουλεία έχεις εσύ εδώ; Με ποιο δικαίωμα έρχεσαι σπίτι μου;»
«Κύριε Μάρισον σας παρακαλώ ήρθα για να μιλήσουμε. Σας παρακαλώ αφήστε με να περάσω.»
«Δεν έχουμε να πούμε τίποτα εμείς οι δύο. Σήκω και φύγε από δω!»
«Σας παρακαλώ. Έστω για λίγο θέλω να συζητήσουμε ένα μεγάλο θέμα. Και τουλάχιστον κάντε το για την κόρη σας. Αυτή με παρακάλεσε να έρθω.»
Ο Γκόρντον έμεινε για λίγο να τον κοιτάει, μαλάκωσε το βλέμμα του όταν του ανέφερε την κόρη του και τον άφησε να περάσει στο εσωτερικό του σπιτιού. Πήγαν στο γραφείο του να μιλήσουν.
Όταν έκατσαν στο γραφείο ο Γκόρντον άναψε τσιγάρο.
«Σε ακούω.»
Προσπαθούσε να τον πείσει να μην χαλάσει η συμφωνία, προσπαθούσε να του προτείνει λύσεις στο πρόβλημα που δημιουργήθηκε ενώ στα αφτιά του Γκόρντον ήταν απλές δικαιολογίες τίποτα δεν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα της χρεοκοπίας. Έξω φρενών πλέον τον διέταξε να φύγει από το σπίτι του και από της ζωή της κόρης του, ότι ένας απατεώνας σαν και την οικογένεια του δεν υπήρχε περίπτωση να μην πληγώσει και την κόρη του.
Τα πράγματα ήρθαν από μόνα τους χωρίς να τα υπολογίζει. Είχε θολώσει το μυαλό του έβγαλε από την τσάντα του ένα όπλο το όποιο το είχε πάντα πάνω του γιατί σαν γνωστός επιχειρηματίας και αυτός έπρεπε να προφυλάσσεται. Όπλισε και πατώντας την σκανδάλη, έριξε μια σφαίρα στο μέτωπο του Γκόρντον κάνοντας τον να πέσει το άψυχο σώμα του πάνω στο γραφείο γεμίζοντας το με αίμα.
Όταν συνειδητοποίησε τι είχε κάνει ήταν πλέον αργά. Σκότωσε εν ψυχρό τον μέλλοντα πεθερό του γιατί του έβρισε την οικογένεια. Δεν ένιωθε τύψεις δεν ένιωθε τίποτα έπρεπε να το είχε κάνει. Έτρεξε να φύγει όταν η Μάρθα ακούγοντας τον πυροβολισμό εισέβαλε με φόρα στο γραφείο όταν αντίκρισε το θέαμα έβαλε τις φωνές κοιτώντας και αυτόν. Έτρεξε στην κουζίνα να πάρει την αστυνομία αλλά την ακολούθησε. Πάλεψε μαζί της μέχρι που έπιασε ένα μαχαίρι και της έσφαξε το λαιμό αφήνοντάς την να ξεψυχάει στο πάτωμα της κουζίνας. Καθάρισε το μαχαίρι και οτιδήποτε άγγιξε. Έφυγε τρέχοντας από το σπίτι και ξεχύθηκε στους δρόμους. Έκανε δύο φόνους μέσα σε λίγη ώρα αλλά δεν ένιωθε τύψεις δεν ένιωθε τίποτα.
ΤΩΡΑ...
Τα άντερα της ανακατευόντουσαν, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μπροστά της είχε τον δολοφόνο του πατέρα της, τον άνθρωπο που παραλίγο να γίνει άντρας της, διασκέδασε με τον πόνο της διασκέδασε με την ψυχή του, να την βλέπει να υποφέρει.
«Κατάλαβες λοιπόν; Δεν ήταν μάλλον καλή ιδέα να πάω να μιλήσω στον πατέρα σου κερασάκι.»
«Και πως κατάφερες τόσο καιρό να κρυφτείς;»
«Είναι απλό. Σχεδίασα τον θάνατο μου ώστε να καλύψω τα ίχνη μου βέβαια στοιχεία δεν άφησα πίσω μου ώστε να φτάσουν σε μένα. άλλαξα όνομα, ταυτότητα, και μπορούσα να κυκλοφορώ ανενόχλητος.»
«Και όλα αυτά; Γιατί όλα αυτά; Γιατί με έκανες να πιστεύω ότι πέθανες;»
«Για το καλό σου ήταν... τώρα άπλα...σε εκδικούμαι. Γιατί έφτασες ψηλά και εγώ έπεσα. Η εταιρία μου πέθανε. »
«Γιατί δεν ήθελες να το συζητήσουμε; Γιατί έκανες όλα αυτά κυνηγώντας με;»
«Γιατί η τελευταία συζήτηση που είχα με την οικογένεια Μάρισον κατέληξε σε τραγωδία. Δεν ήθελα να φτάσω σε σημείο να κάνω το ίδιο με σένα. Σε ήθελα ζωντανή.»
«Τι θες από μένα;»
«Καταρχάς τόσα χρόνια σε στερήθηκα. Σε έβλεπα που πηδιόσουν με άλλους άντρες και ζήλευα, δεν ήθελα να βλέπω την γυναίκα μου να κάνει τέτοια αισχρά πράγματα με το κάθε τυχόντα.»
«Δεν έπρεπε να προχωρήσω την ζωή μου δηλαδή;»
«Όχι για μένα ήσουν και θα είσαι η μέλλουσα γυναίκα μου. Σε διεκδικούσα και τώρα σε έχω. Έπαιξαν καλά τον ρόλο τους οι δικοί μου. Για αρχή θα σου ζητήσω να μου βρουν οι δικοί σου 35 εκατομμύρια δολάρια αλλά πριν φτάσουμε στο χρήμα θα κάνεις ότι σου λέω εγώ.»
Πως μπορεί αυτό το κτήνος να έχει και απαίτηση να της ζητάει λεφτά στερώντας από την ζωή της ανθρώπους;
«Δεν πρόκειται να σου δώσω τίποτα! Σε μισώ! Γουρούνι της κοινωνίας όταν θα σε βρουν θα έχεις να φας όλη σου τη ζωή στην φυλακή!»
Έπιασε το όπλο και το έβαλε στο κεφάλι της. Αυτή πάγωσε. Η ανάσα της έβγαινε γρήγορη. Πλησίασε το πρόσωπο το κοντά στο δικό της.
«Έτσι μίλησε και ο πατέρας σου και του φύτεψα την σφαίρα στο κεφάλι. Μην με αναγκάσεις να κάνω το ίδιο και με σένα κερασάκι. Λοιπόν ή συνεργάζεσαι σε αυτά που θέλω ή πας στο διάολο μαζί με τους υπόλοιπους.»
Να συνεργαστεί σε τι; Στο να του δώσει λεφτά; Και τι είναι αυτά που θέλει;
« Τι θες δηλαδή ακόμα από μένα;»
Της χαμογέλασε πλατιά. Η άκρη του όπλου έκανε βόλτες πάνω στο στήθος της που είχε ξεπροβάλει από την τουαλέτα που φορούσε. Δεν μπορεί να της ζητήσει κάτι τέτοιο...
«Θα εκτελείς της επιθυμίες μου και ταυτόχρονα, θα ζητήσουμε τα λεφτά. Μέχρι να βρουν τόσα πολλά λεφτά, έχουμε χρόνο τα δυο μας να κάνουμε όσα είχαμε κάνει και τότε μαζί, μπορεί και λίγο ποιο αλλαγμένα.»
Το βλέμμα της σκοτείνιασε έγινε ποιο άγριο ποιο απότομο. Το μόνο πράγμα που ένιωθε εκείνη την στιγμή είναι μίσος αηδία και απέχθεια.
«Σε μισώ!»
«Μ' αρέσει όταν νευριάζεις κερασάκι μου.»
Ήξερε ότι από δω και πέρα όλα ήταν ένας μονόδρομος. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο και να το δεχτεί. Ο εφιάλτης τώρα ξεκινούσε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top