ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20
Ένιωσε το βλέμμα του να την σκανάρει από πάνω μέχρι κάτω έτσι όπως εμφανίστηκε μπροστά του με την πετσέτα του μπάνιου να καλύπτει την γύμνια της. Μόνο που το βλέμμα του είχε ήδη περάσει στο εσωτερικό της πετσέτας, γι' αυτό έφυγε φανερά αναστατωμένος από το δωμάτιο, το καλό με την ίδια είναι μπορούσε με το υπέροχο της σώμα να ανάψει άντρα σε δευτερόλεπτα, με αυτόν όμως δεν το περίμενε να έχει κάτι τέτοιο. Από εξαρχής φαινόταν σκληρός και υπεράνω που δεν τον συγκινούν αυτά έκανε λάθος τελικά.
Ντύθηκε και κατέβηκε στην τραπεζαρία να πάρει το πρωινό της έστω και με λίγη καθυστέρηση. Είχε συνηθίσει να ξυπνάει νωρίς το πρωί για να πάει στην δουλειά της, τώρα όμως αυτό δεν θα γινόταν. Έπρεπε να μείνει στο σπίτι για την προστασία της θα δούλευε από το γραφείο της και θα ήταν σε διαρκεί επικοινωνία με την γραμματέα της.
Ο Φιλ την περίμενε στρώνοντας το πρωινό της. Μόλις την είδε πήγε όσο ποιο γρήγορα μπορούσε να πάει ένας μεσήλικας άντρας κοντά της.
«Κόρη μου καλημέρα.»
Τον πήρε μια μεγάλη αγκαλιά όπως έκανε και όταν ήταν μικρή.
«Φιλ έγιναν τόσα πολλά. Δεν πρόλαβα να σε δω καθόλου.»
«Δεν πειράζει παιδί μου αρκεί εσύ να είσαι καλά. Έμαθα τι έγινε. Τι συμφορά είναι αυτή που μας βρήκε παιδί μου θα σκάσω αν δεν τον πιάσουν.»
«Θα τον πιάσουν Φιλ μην φοβάσαι εξ άλλου τώρα εδώ έχει γίνει φρούριο. Δεν περνάει τίποτα. Είμαστε ασφαλής εδώ. Δεν πάω στην δουλειά ξανά μέχρι να βρεθεί το κάθαρμα.»
Έβλεπε τα μάτια του κόκκινα έτοιμα να κλάψουν αλλά δεν τον άφησε. Τον ξανά πήρε αγκαλιά και του χάιδεψε τα γκρίζα μαλλιά του.
«Έλα Φιλ σε παρακαλώ όχι άλλα κλάματα. Ορίστε αυτό εδώ είναι για σένα πρόλαβα και στο πήρα από την Λισαβόνα.»
«Ω! κόρη μου δεν έπρεπε να μου πάρεις δώρο. Αλλά έστω σε ευχαριστώ πολύ. Έλα να κάτσεις να πάρεις το πρωινό σου τώρα.»
Πήγε και έκατσε στην θέση της σέρβιρε τον εαυτό της αλλά το βλέμμα της έπεσε στην είσοδο του σαλονιού, ο Κέβιν καθόταν σε έναν από τους καναπέδες και κοιτούσε έξω από την τζαμαρία. Είχε βγάλει το σακάκι του μένοντας με το άσπρο πουκάμισο και είχε λύσει την γραβάτα του.
Σηκώθηκε από την θέση της και πήγε κοντά του αυτός δεν την είχε αντιληφθεί ακόμα. Παρατήρησε την φλέβα που πετούσε στο μακρύ καλοσχηματισμένο λαιμό του. Έναν λαιμό που ήθελες να τον φιλάς με τις ώρες. Κοίταξε τον τρόπο που κοιτούσε έξω τον κήπο. Κάτι τον απασχολούσε το πρόσωπο του ήταν σφιγμένο.
«Κέβιν;» αυτός γύρισε και την κοίταξε. Σηκώθηκε κατευθείαν.
«Συγνώμη, έκανα ένα διάλυμα.»
«Δεν πειράζει, δεν σου είπα και τίποτα. Θες να έρθεις μαζί μου να πάρουμε πρωινό;»
«Καλύτερα όχι. Έχω εκκρεμότητες να τακτοποιήσω.» είπε προσπαθώντας με τρεμάμενα χέρια να φτιάξει την γραβάτα του.
Αυτή τον πλησίασε και τον σταμάτησε. Απομάκρυνε τα χέρια του από τον ανατσούμπαλο κόμπο που είχε κάνει. Τον έλυσε ξανά και με αργές κουνήσεις άρχιζε να τον δένει, ενώ έστρεφε εναλλάξ το βλέμμα της στα μάτια του και μια στο κόμπο.
Αυτός είχε αφήσει μετέωρα τα χέρια του προσπαθώντας να καταλάβει τι γίνεται αυτή την στιγμή η γυναίκα που του αρέσει του δένει την γραβάτα γιατί αυτός τρέμει. Οι άκρες τον δαχτύλων της καθώς έδενε τους κόμπους ακουμπούσαν ασυναίσθητα ελαφρά το πουκάμισο του, αρκετό για να στέλνει κύματα ηδονής στο σώμα του, δεν θα άντεχε αν συνέχιζε ευτυχώς όταν το σκεφτικέ αυτό είχε είδη φτιάξει τον κόμπο και τον έσφιγγε. Έστρωσε τον γιακά του πουκαμίσου του και τον κοίταξε.
«Ευχαριστώ.»
«Παρακαλώ. Δεν μπορούσα να σε βλέπω να παιδεύεσαι.»
Πήρε το σακάκι του χωρίς να της πει κάτι άλλο και κατευθύνθηκε στο κιόσκι. Χρειαζόταν ένα τσιγάρο οπωσδήποτε.
Ξανά γύρισε στην θέση της να αποτελειώσει το πρωινό της. Πρώτη φορά στην ζωή της έκανε κάτι τέτοιο να πάρει πρωτοβουλία να φτιάξει την γραβάτα του φρουρού της πρέπει να σταματήσει να εκδηλώνεται τόσο πολύ και να την εκμεταλλεύονται. Δεν μπορεί να νιώθει έτσι για έναν σωματοφύλακα δεν γίνεται.
Άκουσε την συσκευή του σταθερού να χτυπάει. Χτυπούσε αρκετή ώρα μάλλον πως ο Φιλ δεν το ακούει. Πήγε στο σαλόνι όπου ήταν στερεωμένη η συσκευή στο τραπεζάκι και το σήκωσε.
«Μάρισον παρακαλώ;»
«Θέλω να κάνω το σώμα σου να σπαρταράει από ηδονή!»
Η φωνή. Αυτή η φωνή πάλι να της τρυπάει τον εγκέφαλο. Η καρδιά της ήταν έτοιμη να βγει από την θέση της.
«Ποιος είναι; Τι θες από μένα επιτέλους;!»
Η γραμμή έκλεισε. Έμεινε με το τηλέφωνο μετέωρο. Πάλι αυτός ως πότε θα την ενοχλούσε; Θεέ μου δεν μπορεί. Θα τρελαθώ! Έβαλε το ακουστικό ξανά στην θέση του. Κοίταξε γύρο της νόμιζε ότι θα τον έβλεπε κοίταξε τις σκιές που έκαναν τα έπιπλα ίσως ήταν κρυμμένος εκεί. Άκουσε ένα δυνατό θόρυβο, ο Κέβιν μπήκε μέσα λαχανιασμένος.
«Αντζέλικα!» την είδε στο σαλόνι να κοιτάει περίεργα γύρο της. Τα άκρα της έτρεμαν.
«Πήρε τηλέφωνο.»
«Το ξέρω λάβαμε ειδοποίηση από την συσκευή άγνωστος αριθμός. Μίλησα με την αστυνομία προσπαθούν να εντοπίσουν το σήμα. Θα με πάρουν για νεότερα.»
Τον κοίταξε σαν χαμένη σαν να μην καταλάβαινε τι της έλεγε. Ένιωθε τόσο φόβο τόση αγωνία.
«Μου, μου είπε... ο, ότι...» δάκρυα άρχιζαν να κυλάνε από τα μάτια της.
Την τράβηξε πάνω του και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Αυτή κούρνιασε εκεί. Βγάζοντας τον λυγμό που την έπνιγε τόση ώρα.
«Σσσς, ηρέμησε, σε παρακαλώ, θα τελειώσει σου υπόσχομαι ότι θα τον βρούμε.»
«Κέβιν...»
«Ναι;»
«Μην φύγεις, μη με αφήσεις μόνη μου σε παρακαλώ.»
Τον κοίταξε με τα μάτια της να τρέχουν σαν νερό. Πέρασε τον αντίχειρα του και σκούπισε τα δάκρυα της.
«Δεν θα φύγω, πότε. Στο υπόσχομαι.
Έφερε τα χείλη του μια ανάσα από τα δικά της αυτή πάτησε στις μύτες τον ποδιών της ελάχιστα και τα ένωσε με τα δικά του την έσφιξε πάνω του ενώνοντας τις καρδιές τους, τις γεύσεις τους. Ήταν τρυφερό γλυκό, άγριο ερωτικό υγρό. Τόσα πολλά συναισθήματα, μέσα σε ένα φιλί ήταν μια μικρή λύτρωση ένα μικρό ξέσπασμα με τα όσα πέρασαν. Έμειναν αρκετά λεπτά έτσι να φιλιούνται σε ένα ατελείωτο φιλί. Είπαν τα πάντα οι γλώσσες τους, τα χείλη τους.
Ο ήχος από το κινητό του τους έκαναν να σταματήσουν. Κοιταζόντουσαν αρκετά λεπτά προσπαθώντας να καταλάβουν τι ακριβώς έγινε. Δεν έβρισκαν απάντηση αλλά το κινητό του δεν σταματούσε να χτυπάει.
«Εμ, σήκωσε το.» του είπε για να τον επαναφέρει.
Κούνησε το κεφάλι του για να συνέλθει, το έβγαλε από την τσέπη του για να το σηκώσει.
«Φερ παρακαλώ; Ναι... ναι... εντάξει ευχαριστώ.» το έκλεισε και το ξανά έβαλε στην τσέπη του. « ήταν ο επιθεωρητής της αστυνομίας. Μας θέλει στο γραφείο του. Μάλλον ανακάλυψαν από που προερχόταν το σήμα.»
«Ωραία. Πάμε τότε μην χάνουμε άλλο χρόνο.»
Έκανε να φύγει αλλά δεν την άφησε, την τράβηξε ξανά πάνω του φιλώντας την ξανά. Τόσο βαθύ φιλί που έμπλεξε τελείως την γλώσσα του με την δική της. Την απομάκρυνε απότομα από πάνω του κάνοντας την να παραπατήσει από την ζάλη του φιλιού του. Την κοίταξε σοβαρός φτιάχνοντας το σακάκι του.
«Πάω να φέρω το αμάξι. Σε περιμένω έξω.»
Τι είχε γίνει μόλις τώρα; Ένας μανιακός την πήρε πριν λίγο τηλέφωνο λέγοντας της ότι θέλει να σπαρταράει από ηδονή και αμέσως μετά φιλιόταν με τον σωματοφύλακα της; Και την παράτησε έτσι; Για να πάει να φέρει το αμάξι;
Α δεν θα τα πάμε καλά με σένα αγόρι μου! σκέφτηκε καθώς φόρεσε το σακάκι της. Πήρε την τσάντα της και βγήκε έξω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top