ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν τι να έλεγε στο κάτω κάτω; Ότι ένας μανιακός την έπαιρνε τηλέφωνο και της έστελνε γράμματα χυδαία; Θα την περνούσαν για τρελή, θα έλεγαν ότι απλά είναι ένας θαυμαστής. Ναι αλλά γιατί να φτάνει σε σημείο να είναι κρυφός και να μην εμφανιζόταν μπροστά της να μιλήσουν σαν δυο πολιτισμένοι άνθρωποι; Τι ήθελε από αυτήν; Λεφτά; Θα του τα έδινε ώστε να την αφήσει ήσυχη αλλά δεν ήταν αυτές μάλλον η προθέσεις του. Ήθελε να παίξει με τα νεύρα της κάτι που είχε καταφέρει, συγκρατιόταν όμως δεν θα άφηνε τον πανικό να την καταβάλει.

Όταν πανικοβάλλεσαι δεν σκέφτεσαι καθαρά σε κυριεύει ο φόβος και κομπλάρει τα κύτταρα του εγκεφάλου.

Δεν είχε κοιμηθεί αρκετά καλά αυτές τις μέρες. Οι σκέψεις τις για αυτό τον τύπο την έχουν κάνει να χάσει τελείως τον ύπνο της, έβλεπε τις σκιές στο δωμάτιο της από το φως του φεγγαριού μέσα στο σκοτάδι και πεταγόταν νομίζοντας ότι κάποιος είναι εκεί και την παρακολουθεί που κοιμάται. Κι όμως το ένιωθε συχνά κοιτούσε τις γωνιές του δωματίου της περιμένοντας να πεταχτεί από στιγμή σε στιγμή να της κάνει κακό. Είχε αρχίσει και τρελαίνεται, να της γίνεται έμμονη ιδέα.

Τρόμαζε με το παραμικρό. Ενοχλούταν με διάφορους ήχους. Είχε γίνει ποιο νευρική από ποτέ, τα νεύρα σε συνδυασμό με την αϋπνία, το φόβο δημιούργησαν μια γυναίκα σκύλα, να φωνάζει με το παραμικρό και ας ήταν μια λεπτομέρεια που δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για αυτήν ήταν ένα μεγάλο λάθος που, την έκανε να ακούγετε σε όλους τους ορόφους της εταιρίας. Πολλές φορές, ούτε καλημέρα δεν έλεγε στους συνεργάτες της κάτι που δεν το συνήθιζε.

«Πάλι στραβά ξύπνησε αυτή;»

«Μμ, δεν της έκατσε ο γκόμενος μάλλον.»

Έλεγαν και έλεγαν τα κουτσομπολιά έδειχναν και έσπερναν εκεί μέσα πηγαδάκια την ώρα της δουλειάς στους διαδρόμους όταν περνούσε από μπροστά τους, ψίθυροι και μισά βλέμματα, είχε καταλάβει ότι είχε γίνει το επίκεντρο της προσοχής και τροφή για να περνάει η ώρα των υπαλλήλων αλλά δεν την ένοιαζε, μακάρι κανένας να μην περνούσε αυτά που περνάει τώρα. Τους κοιτούσε με το άγριο βλέμμα το οποίο δεν το είχαν ξανά δει πάνω της κάτι που έλεγε ότι λίγο ακόμα να συνεχίσετε, θα περνάτε σειρά για το λογιστήριο να υπογράψετε την απόλυσή σας. Χωρίς δεύτερη σκέψη -γιατί κανένας δεν ήθελε να χάσει την δουλειά του, στρώθηκαν σαν τα στρατιωτάκια στην δουλειά και δεν μιλούσαν για το υπόλοιπο της βάρδιας.

Μα τι είχε πάθει τέλος πάντων; Δεν ήταν η Αντζέλικα αυτή. Δεν είχε συνηθίσει έτσι τον εαυτό της, πως άφησε τον εαυτό της να πέσει έτσι; Τι είχε πάθει; Είχε αφήσει έναν τρελό να της κάνει τα συναισθήματα ότι ήθελε; Όχι δεν θα το επέτρεπε άλλο αυτό στον εαυτό της. Θα έπαιζε το παιχνίδι του έτσι όπως το ήθελε. Θα τον έκανε να την πλησιάσει μετά ίσως τον παρέδιδαι στην αστυνομία, μπορεί να έπαιζε με την φωτιά αλλά δεν είχε άλλη επιλογή, αν τον άφηνε λίγο ακόμα να την επηρεάσει θα τρελαινόταν και όχι τίποτα άλλο, δεν φταίνε και οι υπάλληλοι.

Το χτύπημα στην πόρτα την διέκοψε από τις σκέψεις της.

«Παρακαλώ;»

Η Σάρα μπήκε μέσα με τα έγραφα που της είχε ζητήσει και την αλληλογραφία της.

«Δεσποινίς με θέλετε κάτι άλλο; Να αποχωρήσω;»

«Όχι Σάρα δεν σε θέλω κάτι άλλο και εγώ θα φύγω τώρα. Καληνύχτα.»

Παραξενεύτηκε που της μίλησε έτσι. Όλο το πρωί ήταν απότομη και έβριζε τους πάντες; Μήπως έχει διπλή προσωπικότητα; Δύσκολα τα πράγματα όταν δεν έχεις άντρα. Την καληνύχτισε και έφυγε.

Μετά από λίγο και η ίδια τακτοποίησε τα χαρτιά της στην τσάντα της και κατέβηκε στο γκαράζ. Άλλη μια δύσκολη μέρα έφτασε στο τέλος της, επιτέλους θα πάει στο σπίτι της να χαλαρώσει στην μπανιέρα της.
Φτάνοντας στο αμάξι της κάτι πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου της την έκανε να σταματήσει. Προχώρησε ποιο κοντά. Ένα μπλε τριαντάφυλλο μαζί με ένα γράμμα ήταν πάνω στον υαλοκαθαριστήρα της.

Το έβγαλε και διάβασε το γράμμα. Ήταν γραμμένο και αυτό στον υπολογιστή.

''ΘΕΛΩ ΝΑ ΡΟΥΦΗΞΩ ΤΟΥΣ ΧΥΜΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΣΟΥ''

Είχε πολύ θράσος ο τύπος. Κατάλαβε πολύ καλά τι της έλεγε το γράμμα. Δεν ήθελε να το πιστέψει αλλά την αναστάτωσε. Αλλά όχι δεν θα άφηνε τον εαυτό της να ξεφύγει έτσι θα στεκόταν στα πόδια της κυρία και θα το αντιμετώπιζε.

«Άντζι;» άκουσε την φωνή του Χάρη. Έκρυψε με γρήγορες κινήσεις το γράμμα και το λουλούδι στην τσάντα της. Την πλησίασε, προσπάθησε να μην δείξει την ταραχή της.

«Α γεια σου Χάρη. Τι νέα;» δεν φάνηκε αρκετά πιστικοί.

«Καλά, εσύ; Σε βλέπω λίγο ταραγμένη. έχεις κάτι;»

«Ο, όχι απλά λίγο κουρασμένη. Πάω στο σπίτι.»

«Κοιτά,

καταλαβαίνω ότι πιέζεσαι άσχημα με την δουλειά και ότι είσαι κουρασμένη. Τις προάλλες δεν ήθελα να σου μιλήσω έτσι. Και θα ήθελα να επανορθώσω.»

«Εμ δεν πειράζει, συμβαίνουν αυτά. Εγώ ήμουν αδικαιολόγητη αυτές τις μέρες. Έχουν συμβεί πολλά.»

«Δεν πειράζει σε καταλαβαίνω. Θα, ήθελες να πάμε κάπου να φάμε;»

«Χάρης είμαι πτώμα πάω σπίτι να ξεκουραστώ λίγο και να στρωθώ στην δουλειά. Θα ήθελες να δειπνίσουμε αύριο που είναι Σάββατο στο σπίτι μου; Θα φροντίσω να μην πάω στην εταιρία. Θα δουλέψω από το σπίτι.»

«Φυσικά. Με τα χαράς. Τι ώρα να έρθω;»

«Κατά τις εννιά είναι μια χαρά.»

«Τέλεια. Θα τα πούμε τότε αύριο το βράδυ. Τα λέμε.»

«Καληνύχτα.»

Επιτέλους σπίτι. Δύσκολη μέρα. Και άλλο ένα γράμμα που ήθελε να την ταράξει.

«Κόρη μου γύρισες; Πάλι καλά γιατί είχα αρχίσει να ανησυχώ. Άργησες σήμερα. » της είπε ο Φιλ καθώς της βοήθησε να βγάλει τα πολλά παλτά που φορούσε. Είχε κρύο αυτή την περίοδο παρόλο που είχε μπει για τα καλά η άνοιξη.

«Δύσκολη μέρα σήμερα Φιλ άστα που να σου τα λέω.»

«Καταλαβαίνω δουλεύεις πολύ και δυστυχώς αυτό επηρεάζει πολύ στην ψυχολογία σου.»

«Δυστυχώς ναι αλλά είναι υποχρέωσή μου να δουλεύω.»

«Να σου ετοιμάσω το μπάνιο σου; Κάτι να τσιμπήσεις; Έχεις αδυνατίσει πολύ κόρη μου.»

«Όχι Φιλ. Θα πάω στο γραφείο μου να δουλέψω λίγο. Α! παραλίγο να το ξεχάσω βάλε την μαγείρισσα να μαγειρέψει κάτι καλό για αύριο. Περιμένω τον Χάρη για να φάμε μαζί θα έρθει κατά τις εννιά να ξέρεις.»

«Α τέλεια θα της πω να μείνεις ήσυχη. Να φτιάξει και γλυκό;»

«Ναι το σουφλέ με σοκολάτα και παγωτό. Α, και το καλό κρασί από το κελάρι.»

«Εντάξει κόρη μου.» της είπε και έφυγε.

Πόσο πολύ τον αγαπούσε αυτόν τον άνθρωπο. Χαλί να τον πατήσεις γινόταν για πάρτι της. Τον είχε σαν πατέρα της μετά που πέθανε ο δικός της. Ότι ήθελε ήταν διαταγή για αυτόν. Της άρεσε να την λέει κόρη του.

Κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της. Πριν κατέβει στο γραφείο της θα έκανε ένα γρήγορο ντουζ και θα έβαζε κάτι ποιο ελαφρύ. Τα ρούχα της δουλειάς την έπνιγαν.

Έκανε ένα ζεστό μπάνιο και έκατσε στο κρεβάτι της γυμνή μόνο με τις πετσέτες να καλύβουν την γύμνια της να βάλει τις κρέμες της. Τα πόδια της υπέφεραν από την ορθοστασία μέσα στα τακούνια και κάθε βράδυ τα έτριβε με κρέμα βάλσαμο για να χαλαρώσουν λίγο οι μυς.
Έπειτα έβαλε ιδικό λάδι στα μαλλιά της και τα στέγνωσε με το σεσουάρ φόρεσε ένα σορτσάκι και ένα φανελάκι ελαφρύ έβαλε τις παντόφλες της και κατέβηκε στο γραφείο της. Πολύ κρύο έχει εδώ μέσα ας ανάψω το τζάκι. Αφού το άναψε ζέσταινε κατευθείαν ο χώρος, δεν είχε καθόλου όρεξη να δουλέψει. Το μυαλό της ταξίδευε κάπου μακριά σε μια θάλασσα εκεί που γαληνεύει η ψυχή ακούγοντας τους ήχους από τα κύματα να σκάνε στην ακρογιαλιά. Πόσο θα ήθελε να είναι εκεί να κοιτάει τον ορίζοντα. Αλλά οι υποχρεώσεις δεν την άφηναν.
Ένιωθε ότι είχε μεγαλώσει πολύ παρόλο που ήταν είκοσι έξι χρόνων ένιωθε λες και ήταν σαράντα και.
Πως περνούσαν έτσι τα χρόνια; Σαν νερό. Πότε ήταν είκοσι ποτέ τελείωσε το πανεπιστήμιο ποτέ ανέλαβε την εταιρία δεν το κατάλαβε. Είχε αφοσιωθεί σε όλο αυτό και δεν κατάλαβε ότι τα καλύτερα της χρόνια που θα μπορούσε να είναι ελεύθερη και να διασκεδάσει, δούλευε. Δούλευε και μάλιστα σκληρά. Γι' αυτό πολλές φορές δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της.

Έγειρε το κεφάλι της πίσω και έκλεισε τα μάτια της. Άφησε τον εαυτό της να χαλαρώσει άκουγε τα κύματα της θάλασσας. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top