ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34
Η πλάτη της πονούσε, σχεδόν δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Όσες φορές και να της περνούσαν οι γιατροί μορφίνες ο πόνος δεν έφευγε. Ήταν ο πόνος στην ψυχή της. Όταν έμαθε ότι μέσα της μεγάλωνε μια ψυχή και το έχασε ένιωσε την καρδιά της να σπάει ποιανού ήταν όμως; Την είχαν πληροφορήσει ότι ήταν κάποιον ημερών, κοντά στις 10 με 13 μέρες. Ήταν του Κέβιν. Αλλά το έχασε. Έχασε το μωράκι της. Έχασε το μωρό της από ένα κτήνος.
Ήταν δυνατή ψυχούλα που κατάφερε να αντέξει όλα όσα δέχτηκε από αυτόν στο σώμα της από τα όργια που έκανε μέχρι που, δεν άντεξε άλλο η σφαίρα που την χτύπησε, χτύπησε και αυτό μαζί. Ένιωσε τον κόσμο της να χάνετε. Την πληροφόρησαν ότι μπορεί να μην ξανά έκανε παιδιά. Πως θα το άντεχε αυτό; Πως θα μπορούσε να ζήσει χωρίς να κάνει οικογένεια; Γιατί την είχαν καταραστεί έτσι; Τι έκανε; Τι έφταιξε; Τα δάκρυα της πλέον στέρεψαν δεν έκλαιγε. Δεν έτρωγε, δεν μιλούσε.
Ο ψυχαναλυτής ήταν δίπλα της μιλώντας μαζί της με τις ώρες καθοδηγώντας την σε σωστά μονοπάτια για να το ξεπεράσει, έκανε καλά την δουλειά του και η ίδια μετά από μέρες κατάφερε να ανακτήσει ξανά την αυτοπεποίθηση της με την κουβέντα τους. Της έδωσε μια αγωγή με χάπια ώστε να καταφέρει να χαλαρώνει και να κοιμάται τα βράδια γιατί οι εφιάλτες ήταν όλο και ποιο έντονοι, όλο και ποιο πολύ αυτό το κάθαρμα στοίχειωνε το μυαλό της, όσο ένιωθε ότι ήταν ακόμα στη ζωή τόσο ποιο πολύ φοβόταν.
Θα ηρεμούσε μόνο όταν τον έβλεπε να πεθαίνει. Όπως σκότωσε την ψυχούλα που μεγάλωνε μέσα της, όπως σκότωσε την ίδια και της διέλυσε την αυτοπεποίθηση της όπως της διέλυσε το σώμα της.
Ο Κέβιν ήταν δίπλα της συνέχεια και δεν έφευγε λεπτό από δίπλα της η καρδιά του πονούσε όπως και η δική της. Θα το αντιμετώπιζαν μαζί. Θα έμενε δίπλα της. Δεν θα την άφηνε. Ότι και να έγινε δεν έφταιγε αυτή. την αγαπούσε ακόμα και τώρα.
«Περιττό να σου πω ότι είμαι άχρηστη. Δεν μπορώ να κάνω παιδιά πλέον. Με κατέστρεψε το κτήνος.»
«Σου υπόσχομαι ότι δεν θα ζήσει για πολύ. Δεν είσαι άχρηστη. Είσαι μια δυναμική γυναίκα. Με όλα στα πόδια σου. Δεν πειράζει που δεν μπορείς να κάνεις παιδιά. Εγώ θα σε αγαπάω το ίδιο.»
«Πως γίνεται να με αγαπάς ενώ πέρασα όλα αυτά και ενώ με έχουν αγγίξει τόσοι άντρες μέσα σε λίγες μέρες.»
«Έννοια σου και τους έπιασαν και αυτούς. Θα πάρει ο καθένας ότι του αξίζει.»
«Κέβιν... όταν όλα αυτά θα τελειώσουν. Θέλω να φύγουμε από δω. Θέλω να πάμε να ζήσουμε μακριά...»
«Και η δουλειά σου; Πως θα αφήσεις τόσο κόπο που έχεις κάνει να πάει χαμένος;»
«Αυτή η δουλειά με κατέστρεψε όμως. Όλα ήταν για αυτή την εταιρία. Όλα καταραμένα. Δεν τα θέλω άλλο. Δεν θέλω άλλο να είμαι εκεί μέσα κουράστηκα.»
«Εντάξει, εντάξει. Ηρέμησε θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε, μην ταλαιπωρείς άλλο τον εαυτό σου. Και θα φύγουμε από δω. Θα πάμε να ζήσουμε αλλού.»
...
Έπιασε το χέρι της και το φίλησε. Δεν τραβήχτηκε. Μόνο το δικό του άγγιγμα ήθελε μόνο η δικιά του αγκαλιά την ηρεμούσε είχε όνειρα να κάνει μαζί του και θα τα πραγματοποιούσε και κανένας δεν θα έμπαινε εμπόδιο σε όλο αυτό.
«Να εισέλθει στο βήμα η απαγωγέας Αντζέλικα Μάρισον.»
Ο δικαστής διέταξε να μπει μέσα η απαγωγέας και να κάτσει στο βήμα. Από την ώρα που συνάντησε ξανά τον άνθρωπο αυτόν πριν μπουν στην αίθουσα την έπιασε πανικός τα μάτια του την κοιτούσαν από πάνω μέχρι κάτω. Το βλέμμα του ήταν άδειο δεν είχε ψυχή. Ο Κέβιν ήταν δίπλα της και όταν γύρισε και την κοίταξε αυτός κατέβασε το κεφάλι του ντροπιασμένος.
Από το πρωί ήταν στο πόδι εκείνη την μέρα του δικαστηρίου. Είχε άγχος πόσο μάλλον να ξανά δει αυτό το τέρας μπροστά της όσο και να προσπαθούσε ο Κέβιν να την ηρεμήσει η ίδια δεν μπορούσε. Η υπερένταση ήταν κάτι που την είχε κυριεύσει από το πρωί. Πως θα μπορούσε να ελέγξει τα συναισθήματα της εκεί μέσα και να μην την πιάσει πανικός; Πως θα έλεγε όλα αυτά που έζησε στους ενόρκους; Πως θα τους κοιτούσε; Ένιωθε ντροπή.
Όμως δεν θα άφηνε άλλον τον εαυτό της να πέσει έτσι. Θα μιλούσε και θα έλεγε την αλήθεια. Δεν είχε να κρύψει τίποτα όλα αυτά που πέρασε ευχόταν να μην τα περάσει κανένας άλλος.
Προχώρησε στο βήμα έβαλε το χέρι της πάνω στο ευαγγέλιο.
«Παρακαλώ επαναλάβετε μετά από μένα κυρία Μάρισον. Εν όποιο του δικαστηρίου θα πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια χωρίς υπεκφυγές.»
Επανέλαβε τα λόγια του συνηγόρου. Και έκατσε στο βήμα. Όλοι σιωπηλοί περίμεναν να ακούσουν.
«Κυρία Μάρισον πείτε μου σας παρακαλώ την ιστορία σας.»
Άρχιζε να διηγείται τα περιστατικά ένα ένα που έγιναν και με πολλές λεπτομέρειες. Όλοι την άκουγαν με προσοχή χωρίς να την διακόψουν. Όταν έφτασε στο κομμάτι όπου ο άνθρωπος αυτός της έκανε τα όσα οι ένορκοι ψιθύριζαν μεταξύ τους.
«Και εσείς όμως κυρία Μάρισον υποκύψατε στο κάλεσμα του και ενδώσατε με το παραπάνω.» είπε ο δικηγόρος του.
«Ναι ενέδωσα γιατί μόνο έτσι θα μπορούσα να τον φέρω με τα νερά μου για να καταφέρω να αποδράσω και να πάψει πλέον να με χτυπάει και να μου φέρετε σαν ζώο.»
«Ναι αλλά δείχνατε να το απολαμβάνετε ιδικά όταν έφερε μαζί του και ακόμα τέσσερις άντρες για να περάσουν καλά.»
«Ένσταση κύριε δικαστά προσπαθεί να παραπλανήσει ψευδός την απαγωγέα!»
«Δεκτή συνεχίστε κύριε συνήγορε.»
«Δεν απολάμβανα ότι μου έκαναν. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να προσποιηθώ ότι το απολάμβανα για να μην φάω άλλο ξύλο από αυτόν κύριε. Εξ άλλου ο πελάτης σας σκότωσε το 13 ημερών παιδί που μεγάλωνε μέσα μου όσο εγώ ήμουν όμηροι του.»
Το δικαστήριο παραξενεύτηκε άρχιζαν να φωνάζουν και να συζητάνε με πολλά ψιθυριστά και φωνές. Ο δικαστής χτύπησε το σφυρί του πάνω στο έδρανο
«Ησυχία! Ησυχία στο ακροατήριο!» όταν το ακροατήριο ηρέμησε και επικράτησε πάλι σιωπή η Αντζέλικα συνέχισε να μιλάει διηγώντας και την παραμικρή λεπτομέρεια.
«Κύριε δικαστά δεν έχω άλλες ερωτήσεις. Ευχαριστώ.»
«Διάλειμμα δέκα λεπτών μέχρι να πάρουμε απόφαση. Και θα επιστρέψουμε ξανά.»
Χτύπησε το σφυρί και αποχώρησαν από την αίθουσα.
Ο Κέβιν ήταν δίπλα της χωρίς να φύγει λεπτό από δίπλα της. Οι δημοσιογράφοι και η αστυνομία ήταν έξω από το δικαστήριο περιμένοντας να τελειώσει η δίκη και να μάθουν το αποτέλεσμα. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο αρκετά ταλαιπωρημένη οι δημοσιογράφοι έπεσαν πάνω της σαν τα κοράκια. Με την βοήθεια των μπράβων κατάφεραν να την βάλουν μέσα στο αμάξι και να την πάνε στο σπίτι της όπου και εκεί είχαν στήσει καραούλι και οι δημοσιογράφοι. Όπου και να πήγαινε, ότι και να έκανε έβγαινε στις ειδήσεις το οποίο είχε γίνει πρώτο θέμα παγκοσμίως. Όλοι είχαν συγκλονιστεί με την υπόθεση της και με τα όσα πέρασε, οι άνθρωποι του κύκλου της την έπαιρναν για να της πουν ένα παρηγορητικό λόγο να της στείλουν λουλούδια που κατάφερε και βγήκε ζωντανή, και να αναρρώσει γρήγορα.
Και τώρα ήταν η υπόθεση της στα χέρια της δικαιοσύνης και αυτή μερικά μέτρα μακριά από τον απαγωγέα της που έπαψε πλέον να την κοιτάει. Καθόταν σε μια καρέκλα και κοιτούσε το πάτωμα. Ντυμένος με κουστούμι και τα χέρια του δεμένα μπροστά με χειροπέδες. Οι αστυνομικοί ήταν δίπλα του και δεν κουνούσαν λεπτό.
Ο Κέβιν ήρθε δίπλα της προσφέροντας της ένα ποτήρι χάρτινο με καφέ.
«Ευχαριστώ.» του είπε πίνοντας μια γουλιά από το ζεστό φρεσκοκομμένο καφέ της. Κύλισε μέσα της και την ζέστανε. Ήταν αυτό που ήθελε εκείνη την στιγμή.
« Ηρέμησε. Δεν μπορεί να σου κάνει τίποτα πλέον. Είναι θέμα χρόνου τώρα ποια. Τον επιβαρύνουν και άλλα πράγματα. Δεν θα την γλυτώσει.»
«Λυπάμαι τους ανθρώπους που πάσχουν από αυτή την ασθένεια. Όταν το μυαλό δεν λειτουργεί σωστά, όταν δεν ξέρεις τι να κάνεις για να το σταματήσεις τότε δεν υπάρχει γυρισμός. Είναι μετά μονόδρομος.»
«Είναι μωρό μου δυστυχώς. Και που είσαι εδώ και το αντιμετωπίζεις έχεις πολύ δυνατή ψυχή. Και σε θαυμάζω για αυτό. Εγώ στην θέση σου θα είχα αυτοκτονήσει.»
«Το σκέφτηκα αρκετές φορές αυτό αλλά μετά είπα ότι, γιατί να βάλω τέλος στην ζωή μου; δεν έκανα κάτι κακό εγώ γιατί να του δώσω την ευχαρίστηση να πέσω κι άλλο. Αυτό που πρέπει να κάνουμε Κέβιν είναι όταν πέφτουμε να ξανά σηκωνόμαστε. Και εγώ όχι απλά έπεσα, αλλά θάφτηκα ζωντανή. Ξέθαψα με τα χέρια μου και βγήκα ξανά στο φως. Αυτό είναι που μου δίνει κίνητρο να προχωρήσω παρακάτω. Και θέλω να προχωρήσω μαζί σου.»
«Μαζί θα προχωρήσουμε αγάπη μου. Δεν θα πάθεις τίποτα από δω και πέρα όσο είσαι μαζί μου.»
«Το ξέρω. Και αυτό είναι που θέλω.»
Το δικαστήριο άρχισε και μπήκαν στην αίθουσα. Πήρε ο καθένας της θέσεις τους και περίμεναν να μπουν οι δικαστές με την απόφαση που έβγαλαν με τους ενόρκους. Η καρδιά της καταχτυπούσε τα χέρια της είχαν ιδρώσει. Περίμενε όρθια να κάτσουν οι δικαστές και οι ένορκοι.
«Υπόθεση Αντζέλικα Μάρισον κατά του Τζάκσον Κέπλερ. Παρακαλώ να αναφέρουν οι ένορκοι την απόφαση που έχουν πάρει.»
Ένας ένορκος σηκώθηκε κρατώντας ένα χαρτί όπου και το διάβασε
«Εμείς οι ένορκοι του δικαστηρίου αποφασίσαμε ομόφωνα ότι ο Τζάκσον Κέπλερ είναι ένοχος για του παρακάτω λόγους: Σεξουαλική παρενόχληση, άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας, απόπειρα δολοφονίας της απαγωγέας και για τις δυο δολοφονίες από τα πρόσωπα της οικογένειας της. »
«Οι ένορκοι πήραν την απόφαση τους. Η ποινή για τον Τζάκσον Κέπλερ είναι ισόβια κάθειρξη. Το δικαστήριο έληξε.» το σφυρί χτύπησε το έδρανο και οι δικαστές αποχώρησαν.
Έτρεξε στην αγκαλιά του Κέβιν και αυτός την έκλεισε μέσα.
«Τελείωσε μωρό μου τελείωσε. Τώρα είμαστε έτοιμη να φύγουμε. Να φύγουμε μακριά.»
«Ναι Κέβιν μου ναι.»
Όλα τελείωσαν η ζωή τώρα ξεκινούσε. Τα πάντα διαγράφηκαν με ένα πάτημα ενός κουμπιού.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top