ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19

«Δεσποινίς Μάρισον ξέρετε ποιος μπορεί να είναι;» την ρωτούσε ο αστυνομικός.

Η Αντζέλικα όμως δεν τον παρακολουθούσε , δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο μανιακός την είχε ακολουθήσει μέχρι εκεί για να την τρομοκρατήσει. Πάνω που νόμιζε ότι είχε ξεμπερδέψει μαζί του επειδή δεν είχε δώσει αλλά σημεία ζωής, τελικά είχε μπει και μέσα στο δωμάτιο της έτσι, χωρίς κάνεις να τον δει. Οι κάμερες του ξενοδοχείου δεν κατέγραψαν καμία κίνηση κανένα πρόσωπο που δεν είχαν ξανά δει. Ούτε την μπαλκονόπορτα διαρηγμένη. Οι αστυνομικοί ήταν σε αδιέξοδο κανένα στοιχείο τίποτα ύποπτο.

«Όχι αστυνόμε δεν ξέρω.» απάντησε ψυχρά

«Έχετε εχθρούς που θα ήθελαν να σας βλάψουν;»

«Πολλούς αλλά δεν νομίζω να έφταναν σε αυτό το σημείο.»

«Θα επικοινωνήσω ξανά με το τμήμα στην Νέα Υόρκη και εσείς παρακαλώ να επιστρέψετε το συντομότερο πίσω και, μέχρι να ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα σας συνιστώ να μείνετε στο σπίτι σας. Έστω για λίγο.»

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και ο αστυνόμος την άφησε να συνεχίσει την έρευνα. Οι ομάδα της αστυνομίας ξεσκόνιζε το δωμάτιο για τυχόν αποτυπώματα και φωτογράφιζαν το μήνυμα που ήταν ζωγραφισμένο στον τοίχο. Ο άνθρωπος πρέπει να ήταν πολύ ψυχολογικά διαταραγμένος έπρεπε να βρεθεί οπωσδήποτε για να μην κάνει σε κάποιον άλλον κακό.

Ο Κέβιν ήρθε δίπλα της ενώ καθόταν στο καναπέ του δωματίου της. Πέρασε το χέρι του στους ώμους της.

«Είσαι εντάξει;»

«Πόσο εντάξει μπορεί να είμαι μετά από αυτό; Δεν μου φτάνει ότι έχω ένα μανιακό να με κυνηγάει όπου και να πάω, πρέπει να δώσω και μια επιταγή για την ζημιά. Αχ θεέ μου Κέβιν τι θα κάνω; Έχω αρχίσει και φοβάμαι μέχρι και την σκιά μου.»

«Θα τον βρούμε. Μην φοβάσαι. Έφερα κι άλλους φρουρούς δεν θα μπορεί να σε βλάψει θα είμαστε σε εγρήγορση.»

«Κέβιν μπήκε στο δωμάτιο μου χωρίς κανείς να τον καταλάβει. Ξέρει πως να κινηθεί.»

«Θα τον βρούμε και θα τελειώσουν όλα. Στο υπόσχομαι αυτό.» πήρε τα χέρια της στα δικά του τα έφερε στα χείλη του και τα φίλησε απαλά κοιτώντας την στα μάτια. Πρώτη φορά τον έβλεπε να κάνει κάτι τέτοιο. Δεν σταματούσε να τον κοιτάει ήθελε να χωθεί στην αγκαλιά του έτσι όπως την πείρε πριν για να την ηρεμήσει. Μόνο εκεί ένιωθε ασφάλεια.

Την κατέβασε κάτω στο μπαρ με προστασία μέχρι να τακτοποιήσει κάποιες δουλειές. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε κάνει; Γιατί να τα περνάει όλα αυτά; Έμεινε σε ένα σκαμπό στο μπαρ του ξενοδοχείου μέχρι το πρωί όπου οι αστυνόμοι έφυγαν μετά την έρευνα τους δεν μπορούσε να κοιμηθεί και να ήθελε, όποιος περνούσε τον κοιτούσε μην τυχόν έβλεπε κάτι ασυνήθιστο αλλά, όλα κυλούσαν φυσιολογικά.

Είδε τον Κέβιν να έρχεται προς το μέρος της.

«Σε τέσσερις ώρες πετάμε για Νέα Υόρκη. Ενημέρωσα και την ομάδα σου ότι θα φύγουμε εκτάκτους και να κάνουν και αυτοί το ίδιο. Πακέταρα τα πράγματα σου και είμαστε έτοιμοι να φύγουμε.»

Το μόνο που έκανε ήταν να τον κοιτάει. Γύρισαν από το μπαρ και μαλώνανε σαν ζευγάρι και μόλις έγινε αυτό, έγινε τόσο τρυφερός και προστατευτικός, λες και ήταν κάτι δικό του και προσπαθούσε να το προστατέψει. Αυτές οι εναλλαγές στην συμπεριφορά του δεν μπορούσε να τις καταλάβει μάλλον πως είχε μετανιώσει με τα λόγια που ειπώθηκαν και προσπαθούσε να επανορθώσει.

Του χαμογέλασε θλιμμένα με όση δύναμη της είχε απομείνει. Τα μέλη του σώματος της δεν τα ένιωθε, ήταν ακόμα με τα καλά ρούχα που φορούσε στην έξοδο της, τα μάτια της την έτσουζαν και το make up της είχε χαλάσει στο πρόσωπο της κάνοντας την να φαίνεται σαν πόρνη μετά την βάρδια της. Ήθελε τόσο πολύ να κάνει ένα μπάνιο και να χαλαρώσει αλλά δεν ήταν αυτό τώρα η προτεραιότητα της. Έπρεπε να γυρίσει σπίτι της το συντομότερο και εκεί θα έμενε μέχρι να τελείωνε όλο αυτό.

Έφυγαν μετά από λίγο για το αεροδρόμιο. Όπως πάντα με ιδικό αμάξι της ασφάλειας, τον Κέβιν στην θέση του συνοδηγού, οδηγό άλλον έναν φρουρό και πίσω η ίδια. Κοίταξε από το παράθυρο, στεναχωρήθηκε που δεν πρόλαβε να γνωρίσει την Λισαβόνα και έπρεπε να φύγει εκτατός.

Σε όλη την πτήση προσπαθούσε να κοιμηθεί έστω για λίγο αλλά μόλις έκλεινε τα μάτια της, έβλεπε ένα τύπο με κουκούλα να την πλησιάζει και να την αγγίζει. Ο Κέβιν καθόταν δίπλα της και προσπαθούσε να την ηρεμήσει έχοντας το χέρι της στο δικό του και να το χαϊδεύει για να ηρεμήσει. Και ηρεμούσε, λες και προστάτευε τα όνειρα της.

Την κοιτούσε που κοιμόταν. Το πρόσωπο της ήταν σφιγμένο, από την ένταση, την κούραση. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε κοιμηθεί καθόλου και της ήρθαν όλα μαζί. Ο τσακωμός τους, το σημείωμα στον τοίχο. Πόσο να άντεχε μια ανθρώπινη ψυχή. Μια τέτοια ψυχή σαν και την δική της;

Μετά από αρκετές ώρες ταξίδι επιτέλους έφτασαν στην έπαυλη. Οι φύλακες τώρα ήταν περισσότεροι. Η Αντζέλικα είχε αποκοιμηθεί για τα καλά στο αμάξι δεν ήθελε όμως να την ξυπνήσει. Άνοιξε απαλά την πόρτα και την πήρε στην αγκαλιά του. Ο Φιλ τους περίμενε στην είσοδο φανερά αγχωμένος, του έκανε νόημα να τον βοηθήσει να την ανεβάσουν πάνω και να φέρει τα πράγματα της από το αμάξι.

Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της με πολύ προσοχή για να μην την ξυπνήσει. Την απόθεσε στο κρεβάτι της σαν να ήταν πορσελάνινη κούκλα της έβγαλε τα παπούτσια και την σκέπασε. Την φίλησε στα μαλλιά ενεργοποίησε την εσωτερική κάμερα και έφυγε.

Προσπαθούσε να ανοίξει τα μάτια της αλλά το φως του ήλιου δεν την άφηνε. Με λίγη προσπάθεια όμως τα κατάφερε, ανακάθισε λίγο και κοίταξε γύρο της είναι στο δωμάτιο της σκεπασμένη και με τα καλά της τα ρούχα ακόμα. Πότε έφτασε σπίτι της; Ποιος την ανέβασε στο δωμάτιο της; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Τι ώρα ήταν; Κοίταξε το ρολόι δίπλα στο κομοδίνο της και έλεγε 10:00 το πρωί. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου και του τόπου δεν μπορεί να κοιμήθηκε τόσο πολύ.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έτρεξε στο μπάνιο. Κοίταξε τον εαυτό της στο καθρέπτη αυτό που αντίκρισε την έκανε να τρομάξει. Γδύθηκε όσο ποιο γρήγορα μπορούσε και μπήκε στην ντουζιέρα της να πλυθεί.

Πλενόταν αρκετή ώρα μέχρι να νιώσει ότι είχε καθαρίσει το σώμα της από την όλη περιπέτεια που πέρασε. Επιτέλους ήταν σπίτι της, στην ασφάλεια της, στον χώρο που κανείς πλέον δεν μπορούσε να διαρρήξει. Βγήκε από το μπάνιο με μια πετσέτα τυλιγμένη στην μέση της σκούπισε τα μαλλιά της και τα άφησε ελεύθερα να στεγνώσουν φυσικά.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο τρόμαξε καθώς τον είδε να ψάχνει μέσα στο δωμάτιο.

«Κέβιν;» γύρισε προς το μέρος της όταν άκουσε την φωνή της. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια τους την κοιτούσαν από πάνω μέχρι κάτω.

«Α, Αντζέλικα. Ήρθα να δω πως, πως είσαι. Ανησύχησα.»

«Είμαι καλά Κέβιν σε ευχαριστώ τώρα θα ντυνόμουν και θα κατέβαινα κάτω.»

«Εμ οκ, θα σε περιμένω κάτω τότε.»

Έτριψε το σβέρκος του. Αμηχανία τον έπιασε πάλι. Πήγε προς την πόρτα, γύρισε τελευταία φορά να την κοιτάξει και βγήκε έξω.

Ακούμπησε το κεφάλι του στην κλειστή πόρτα του δωματίου της αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό. Ήταν το τελειωτικό του χτύπημα να την δει μισόγυμνη. Μέσα του ξύπνησαν τα ένστικτα του ανδρισμού του που είχε θάψει για πολλά χρόνια. Αυτή η γυναίκα είναι ο διάβολος που τον ξεμυάλιζε .

Ξέσφιξε λίγο την γραβάτα του και κατέβηκε στο σαλόνι. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top