κεφάλαιο 4

Μετά από λίγη ώρα βλέπω τη μηχανή του να σταματάει μπροστά από μία μικρή καντίνα.

"Τι κάνουμε εδώ;"τον ρωτάω παραξενεμένη.Πίστευα πώς θα με πήγαινε σε μέρη άγνωστα για μένα, επικίνδυνα.Αντί για αυτό,ξεκίνησε τη βόλτα μας με μια μικροσκοπική καντίνα που πουλάει διάφορα είδη μπέργκερ.

"Δεν έχεις ακούσει πως για να ζήσεις την μεγαλύτερη περιπέτεια στη ζωή σου πρέπει να έχεις γεμάτο στομάχι;"απαντάει την ερώτηση μου θέτοντας ένα δικό του ερώτημα κάνοντας με να ανασηκώσω το δεξί μου φρύδι,κοιτώντας τον περίεργα.

"Εκτός αυτού,φαίνεσαι ότι χρειάζεσαι λίγο φαγητό.Αλήθεια...πόσο καιρό έχεις να φας ένα πλήρες γεύμα;"συνεχίζει τις ερωτήσεις του δημιουργώντας μου συνοφρύωμα στα φρύδια ,από τον ελαφρύ εκνευρισμό μου.

"Τι παίζουμε;το παιχνίδι με τις δέκα ερωτήσεις;"η φωνή μου αρχίζει να ανεβαίνει τόνους από το πόσο με έχουν ενοχλήσει τα λόγια του.

"Δεν χρειάζεται να νευριάζεις,μια ερώτηση έκανα μόνο.Συγνώμη αν σε πείραξε τόσοαμυντική του στάση με κάνει να αναθεωρήσω το σκοπό πίσω από τα λόγια του, κάνοντας με να μετανιώσω για τον τρόπο που του μίλησα.

"Όχι,εγώ συγνώμη.Απλώς....ο λόγος που δεν τρώω πλέον σωστά....είναι...ένα λεπτό ζήτημα για μένα και...δεν σε ξέρω τόσο καλά για να σου ανοιχτώ,καταλαβαίνεις έτσι;"προσπαθώ να του ξεκαθαρίσω τη  θέση μου απέναντι του για να μην έχει τη απαίτηση μετά να του ανοιχτώ.

"Ναι φυσικά, συγνώμη κι όλας.Να φανταστώ δεν θες να φας,ε;"με ρωτάει απογοητευμένα με εκείνα τα κουταβίσια μάτια που κρύβουν μια δόση ελπίδας.Μα πώς μπορεί κάποιος να του αρνηθεί όταν χρησιμοποιεί τέτοια μέσα;Μάλλον κάποιος άκαρδος.Καλώς η κακώς...άκαρδη δεν είμαι...άρα....από ότι φαίνεται θα φάω.

"Ξέρεις κάτι;"τον ρωτάω με τη σειρά μου αλλά δεν τον αφήνω να απαντήσει"Πάρε μου ότι πάρεις,θα σε περιμένω σε αυτό το τραπεζάκι"του λέω και του δείχνω το μεταλλικό τραπεζάκι που στέκει τρία μέτρα μακριά μας.Δεν μου λέει κάτι,απλώς χαμογελάει και πάει να παραγγείλει.
Μετά από λίγο τον βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου ευδιάθετος,με έναν κόκκινο δίσκο,πάνω στον οποίο βρίσκονταν δύο μεγάλα μπέργκερ,στα χέρια του.

"Τι πήρες;"τον ρωτάω γελώντας προσπαθώντας ταυτόχρονα να μαντέψω την γεύση τους.

"Μας πήρα δύο, θεϊκά,θεσπέσια cheese burger και εννοείται χωρίς πίκλες"μου λέει και καθώς μου περιγράφει από τι αποτελούνται,καταφέρνω να διακρίνω ένα μικρό σαλάκι να τρέχει αργά από το στόμα του.Μάλλον πεινάει πολύ....σε αντίθεση με εμένα.

"Φαίνονται πεντανόστιμα"προσπαθώ να ακουστώ πειστική αλλά ξέρω ότι δεν το πέτυχα ούτε στο μικρό μου δαχτυλάκι.Καταλαβαίνω ότι δεν με πιστεύεις από το βλέμμα του.Είναι σαν να μου λέεισοβαρά τώρα;

"Δεν φταις εσύ ή το μπέργκερ,απλώς επί τρεις μήνες είχα μάθει να μην τρώω και τώρα έρχεσαι εσύ ζητώντας μου να φάω και...."ξεφυσάω ηττημένη"είναι δύσκολο για μένα"του λέω ειλικρινά.

"Καταλαβαίνω,δεν χρειάζεται να το φας ξέρεις....απλώς θα ήθελα να κάνεις μια εξαίρεση για μένα...έστω μια μπουκιά"μου λέει με εκείνο το παρακλητικό ύφος.

"Και γιατί να κάνω εξαίρεση για σένα,μου είσαι κάτι;"τον προκαλώ με τα λόγια νομίζοντας ότι με τα λόγια μου αυτά, θα πληγώσω τον εγωισμό του αλλά όχι,ίσα ίσα, φαίνεται να τον διασκεδάζω.

"Τώρα.. όχι,σε λίγο καιρό.... ναι"μου λέει προκαλώντας με να πω το αντίθετο.Φυσικά δεν του δίνω την ευχαρίστηση να μιλήσω και όχι φυσικά επειδή έχω γίνει κόκκινη σαν τη ντομάτα....απλώς θέλω να το παίξω ανώτερη.Δαγκώνω γρήγορα-γρήγορα μια μπουκιά από το cheese burger μου ώστε να έχω δικαιολογία για να μην απαντήσω,όταν ο απόλυτος παράδεισος εισχωρεί στη γλώσσα μου.Νιώθω τις κόρες των ματιών μου να διαστέλλονται καθώς γυρνάνε προς τα πάνω από την απότομη έκρηξη απόλαυσης.

"Τέλειο ε;"ακούω τον Jack να με ρωτάει καθώς πλησιάζει το στόμα του, για να δαγκώσει και εκείνος λίγο από το δικό του.Δεν χρειάζεται να απαντήσω καθώς πιστεύω ότι η αντίδραση μου τα λέει όλα.Ούτε κατάλαβα πότε το έφαγα όλο όταν ακούω το σιγανό του γέλιο.Αμέσως γυρνάω και τον κοιτάω περίεργα.

"Τι είναι τόσο αστείο;άμα είναι πες μου και σε εμένα για να γελάσω"του λέω κάπως επιθετικά αφού δεν μου αρέσει όταν κάποιος γελάει εις βάρος μου.

"Ήταν που δεν πεινούσες πάντως"μου λέει και ξαφνικά τα μάγουλα μου έχουν πάρει την πιο κόκκινη τους απόχρωση από ποτέ."Που να πεινούσες κι όλας"μου λέει πειραχτικά και γελάω.Γελάει και αυτός και πριν το καταλάβουμε έχουμε σκάσει στα γέλια.Μέσα στα γέλια μου άρχισα να διακρίνω εκείνο τον άσχημο ήχο,σαν της ύαινας ένα πράγμα που βγάζω όταν γελάω και σταματάω απότομα.

"Τι έπαθες"με ρωτάει ανήσυχα από την απότομη αλλαγή της διάθεσης μου.

"Συγνώμη αν σε φρίκαρε το γέλιο μου αλλά δεν μπορώ να το ελέγξω"του λέω ειλικρινά και κατεβάζω το κεφάλι.Εκεί που περιμένω να με κοροϊδέψει,νιώθω δύο δάχτυλα να ασκούν δύναμη στο πιγούνι μου, ωθώντας με να τον κοιτάξω βαθιά στα μάτια.

"Ειλικρινά....εμένα μου αρέσει το γέλιο σου.Είναι μοναδικό σαν εσένα"μου λέει και τότε παρατηρώ πως είμαστε σε απόσταση αναπνοής αλλά κανείς μας δεν κάνει κίνηση να πλησιάσει.Τελικά κάνει εκείνος πρώτος την κίνηση....απογοητεύοντας με λίγο,αφού αντί να πλησιάσει...μεγαλώνει την απόσταση μεταξύ μας.Προσπαθώ να μην δείχνω τη δυσφορία που μου έφερε και προσπαθώ να το παίξω χαλαρή.

"Αφού το έφαγες όλο το φαγητό σου,τι λες να πάμε στον επόμενο προορισμό μας;"με ρωτάει και γνέφω καταφατικά.Έτσι κι αλλιώς ακόμα είναι πολύ νωρίς.Ο ήλιος ακόμα καίει και έχει πάρει τη θέση του στο κέντρο της διαδρομής του....γιατί να βιαστούμε;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top