Χωρίς τον διάβολο δεν υπάρχει Θεός.
Αφιερωμενο σε ολες εσας, γιατι δεν μπορω -ολως παραδοξως- να βρω τις λεξεις να σας κανω να νιωσετε ποσο ευγνωμων ειμαι για την στηριξη και την αγαπη!!
--------------------------------------------------------
Οι περισσότερες σκιές στη ζωή μας δημιουργούνται επειδή εμείς στεκόμαστε μπροστά στο δικό μας φως.
Ralph Waldo Emerson.
Υπηρχε καπου στο κεντρο της Αθηνας σε εναν ασπρο ξεβαμμενο τοιχο γραμμενο το εξης :
Μου χρωστας εναν Αυγουστο.
Οταν το πρωτοειδα κοντοσταθηκα για να βεβαιωθω οτι γραφει αυτο που νομιζα. Μου φανηκε περιεργο, γιατι η τσιμεντενια πολη ανασαινει τον Αυγουστο που ολοι λειπουν.
Ενας φιλος μου γελασε.
''Ποιος καημενος να ξεμεινε Αθήνα για γκομενα ε;''
Γελασαν οι αλλοι δυο, θιχτηκαν οι φιλες μου.
''Και που ξερεις εσυ αν το εγραψε αντρας ή γυναικα;''
Σιωπη εγω.
Και περασαν δυο μηνες.
Φτανει 14 Φλεβαρη, μολις δωσαμε τελευταιο μαθημα και αραζουμε στο σπιτι της φιλης μου ολη η παρεα.
Ηταν η μοναδικη φορα που υπηρξαμε ολοι ταυτοχρονα ελευθεροι, γιατι την επομενη μερα η κολλητη μου θα γνωριζε το αγορι της και ο φιλος μου θα επεστρεφε στην πρωην του μια εβδομαδα αργοτερα.
''Θυμαστε εκεινο τον τοιχο;'' ρωταει η Ελενη και πρεπει -οπως παντα- να επεξηγησει.
''Μου χρωστας εναν Αυγουστο''
Ολοι το πιανουν αμεσως.
''Θελετε να το κανουμε κι εμεις;'' η Νικη αναφωνει ενθουσιασμενα. Αλλαζω καναλι βαριεστημενα.
''Χρειαζομαι κι αλλο ποτο για αυτο.'' ο Γιωργος εφερε απο την κουζινα το τζιν και το ουισκι.
''Να γραψουμε ολοι σε ενα χαρτακι τι μας χρωστανε οι πρωην μας και να το καψουμε!" προτεινει η Ελσα και δεν μπορω πια ουτε εγω να σταματησω τους φιλους μου απο το να τις κοροιδεψουν.
Οταν μοιρασαν χαρτια και στυλο, και μετα τα πρωτα πειραγματα το κλιμα βαρυνε αποτομα.
''Εγω πρωτος.'' δηλωσε ο Ηλιας, που μαλλον ηθελε να τελειωνει.
''Μου χρωστας εξι μηνες που εχασα μαζι σου.'' μουρμουρισε και πεταξε το χαρτακι του τσαλακωμενο στο τζακι.
Η Γιωτα διπλα μου στριφογυρισε τα ματια στην κυνικοτητα του. Η Νικη της εκανε νοημα να το βουλωσει.
''Μου χρωστας μια συγγνωμη για οσα μου εκανες.'' ψιθυριζει η Ελενη, και την βλεπω που καπως βουρκωνει οποτε της δινω να πιει.
Το χαρτακι της γινεται σταχτη.
''Δεν καταλαβαινω γιατι το κανουμε αυτο.'' μουρμουρισε ο Τακης.
''Ειναι για να το βγαλεις απο μεσα σου.''η Νικη πιστευε πολυ στην πνευματικη ισορροπια και την ενεργεια μεσα μας.
Ξεδιπλωσε το χαρτι της.
''Μου χρωστας την ηρεμια μου'' διαβαζει δυνατα.
Αναμενομενο.
Κοιταζω τον Γιωργο, που ειχε ανεκαθεν μια ταση να γινεται καφρος και να μην αντεχει τα γλυκαναλατα οπως αυτο να ξεδιπλωνει το χαρτι του και γερνει στον καναπε διπλα μου.
''Μου χρωστας δυο μπουκετα λουλουδια, ενα λουτρινο και περιπου 30 πακετα τσιγαρα.''
Γελανε οι αλλοι.
"Τι τσιγκουνης!"
''Μα η Ευη δεν καπνιζε.'' τον διορθωνω ενω οι αλλοι γεμιζουν τα ποτηρια τους.
Με κοιτα βλοσηρα.
''Αρχισα ομως εγω, δεν αρχισα απο τοτε;'' πιανει το πλαστικο και πινει μια γερη γουλια.
Αχ Γιωργο...
''Μου χρωστας μια συγγνωμη.'' διαβαζει η Αναστασια με νοημα και κοιτα τα αγορια, αναφερεται στον Πετρο, που εκεινη την μερα δεν ειχε ερθει.
Ο Ηλιας για να αλλαξει θεμα ρωταει εμενα,
''Εσυ;''
Κοιταζω το κενο μου το χαρτι, τι να πω κι εγω τωρα;
''Μου χρωστας ενα σ'αγαπω.'' λεω και προσπαθω να φανω πειστικη.
Πετω το χαρτι μου στο τζακι και το βλεπω να τυλιγεται στις φλογες, οπως αλλωστε ολα τα ομορφα ψεματα.
Ποτε δεν μου αρεσε η ιδεα να μου χρωστουν κατι. Με εκανε να νιωθω αβολα.
Να αναζητησω την οφειλη; Δεν υπαρχει περιπτωση!
Σε μια βαθυτερη αναλυση καταληγω οτι δεν μπορω να ζητιανευω πισω οσα μου πηραν, αρνουμαι να ζητησω κατι που θα επρεπε να μου δωσεις μονος σου.
Δεν θα σταθω ποτε απεναντι σου να σου ζητησω Ιουνιο, Ιουλιο, Αυγουστο,
χρονο, τσιγαρα, λουλουδια, συγγνωμη, σ'αγαπω.
Δεν θα απαιτησω οσα εσυ ο ιδιος επρεπε απλοχερα να μου δωσεις.
Θα μου τα προσφερω εγω. Θα μου δωσω χρονο να μεγαλωσω μακρια σου, θα μου δωσω αγαπη, ολη την αγαπη του κοσμου, θα μου αγορασω λουλουδια και γλυκα και ομορφα δωρα, θα κοψω το καπνισμα και τους πολλους καφεδες.
Θα με λατρευω και θα με συγχωρω, οπως εσυ θα επρεπε να κανεις.
Το μονο που μου εμεινε παραπονο, το μοναδικο απομειναρι της ατελειωτης λιστας απωθημενων που γραφουν πανω τους το ονομα σου, ειναι εκεινο το μεθυσμενο τηλεφωνημα που ποτέ δεν σου εκανα.
Να ειναι βραδυ, ξημερωμα απο εκεινα μεσα Σεπτεμβριου, θυμασαι;
Ουτε σχολη, ουτε διαβασμα. Σε μπερδευει οτι ειναι καλοκαιρι ακομα.
Να εχω πιει αρκετα, πολυ παραπανω απο οτι πρεπει, και το κλαμπ να ειναι γεματο.
Να εχουν μπει τα ελληνικα, υπολογισε 4 και μιση.
Να παω πιο κει και να σε παρω τηλεφωνο κρυφα απο ολους.
Να κοιμασαι και να προσπαθεις αγουροξυπνημενος να καταλαβεις τι θελω να πω, ενω η μουσικη να μπερδευει τα λογια μου.
Και να τρεμω.
"Ηθελα απλα να σου πω ευχαριστω.''
''Ευχαριστω για τα ομορφα συναισθηματα.
Ευχαριστω που με εκανες να νιωσω εντονα και να ζησω στα ακρα (μου).
Σε ευχαριστω που με ηξερες οπως κανεις αλλος.
Σε ευχαριστω που με αντεξες, ακομα και οταν εγω δεν αντεχα τον εαυτο μου.
Ευχαριστω για τα ταξιδια.
Ευχαριστω για την εμπιστοσυνη και την πιστη.Ευχαριστω που μου εδωσες ανασα, και φτερα.
Που με εκανες να αγαπησω τον εαυτο μου.
Σε ευχαριστω που μου γνωρισες τους σημαντικους ανθρωπους της ζωης σου.''
Θα ηθελα εκεινο το βραδυ να σε παρω κλαιγοντας και να σε ευχαριστησω για ολα εκεινα τα μικρα ομορφα πραγματα που εκανες και μου εμειναν ακομη.
Και να, δυο εμποδια σε αυτο.
Εσβησα το κινητο σου καιρο τωρα και προσποιουμαι οτι δεν το ξερω απεξω
Και το πιο σημαντικο, δεν εκανες τιποτα απο ολα αυτα.
Παιρνανε δεκα χρονια σιωπης αναμεσα τους μα ο χρονος αφηνει μοναχα ενα λεπτο πισω του.
''Ξερεις.'' προφερει αργα, σαν να προσπαθει να το επεξεργαστει κι ο ιδιος.
''Ναι ξερω, γαμωτο! Μιλα!" δεν αντεχει να περιμενει ουτε λεπτο παραπανω.
Ουτε η ιδια δεν ξερει αν θελει να μαθει, η ατμοσφαιρα αναμεσα τους ειναι ηλεκτρισμενη, ο αερας γινεται παχυς και γεματος διοξειδιο, η ανασα της βαραινει.
Ο Ορεστης ετρεμε εκεινη τη στιγμη. Ειχε δει τον τροπο που η Κυβελη τον κοιτουσε εξ αρχης. Σαν να ηταν ο πριγκιπας καποιου παραμυθιου. Αναγνωριζε τις ατελειες του, αλλα το μυστικο αναμεσα τους ηταν ο αμοιβαιος θαυμασμος.
Εκεινος την θαυμαζε για την πυγμη, για την καρδια της, για τον τροπο που αναδυοταν απο δυσκολες καταστασεις δυνατοτερη, την θαυμαζε ως εργο τεχνης που με τον καιρο ολο και περισσοτερο ολοκληρωνοταν. Ως δικηγορο εν δυναμει, γιατι οταν του υπαγορευε προϋποθεσεις πανω σε εδαφια την ερωτευοταν απ'την αρχη.
Κι αντιστοιχα τον θαυμαζε και η Κυβελη. Για την υπομονη και την παιδικοτητα του, για το χιουμορ και την ηρεμια του. Για την επιμονη και το θαρρος του. Μα τον θαυμαζε και ως μουσικο. Την μερα που τον ειδε για πρωτη φορα να παιζει σε εκεινη την συναυλια ηξερε οτι τον ειχε ερωτευτει παραπανω.
Και τωρα αυτο. Ναρκωτικα.
Πως θα τον θαυμαζει μετα απο αυτο;
Γερνει πισω στον καναπε και αποφευγει και να την κοιταξει. Εξιστορει την πλοκη πανω στην οποια θα χτιστει ο χωρισμος τους.
''Οταν βρηκα τα ναρκωτικα και την απειλησα οτι θα φυγω, μια εβδομαδα αργοτερα δοκιμασα πρωτη φορα. Με επεισε. Ξερω οτι σου ακουγεται σαχλο, αλλα με επεισε.''
Η Κυβελη καθεται αποσβολωμενη στην πολυθρονα απεναντι και τον καιει με τα ματια της, δεν γυριζει να την κοιταξει. Η αληθεια ηταν πως δεν το θεωρουσε σαχλο. Κι εκεινη πειστηκε χωρις ιδιαιτερη δυσκολια να κανει χορτο.
''Δεν κρατησε πανω απο εναν μηνα, δεν εθιστηκα οσο εκεινη, ειχαμε αλλες αναγκες. Η κοκαϊνη δεν λειτουργει οπως τα αλλα ναρκωτικα. Καναμε 1-2 μερες εντατικη χρηση και μετα 3-4 μερες περνουσαμε την δυσκολη φαση του hangover, και μετα το σωμα περναει σε μια αλλη κατασταση. Μου το ειχαν πει ...'' προσπαθει να θυμηθει και κλεινει τα ματια. Ο τροπος που σμιγει τα φρυδια του οταν του ερχεται μια εικονα, κανει το στομαχι να γυρισει αναποδα.
''Cocaine crash, τοτε επρεπε να κανουμε παλι.''
''Δεν ηταν το ιδιο για μενα, ο οργανισμος μου δεν ειχε συνηθισει, και ετσι την πρωτη φορα που εκανα χρειαστηκα μια εβδομαδα για να ξανακανω. Η επιδραση κρατησε παραπανω απο οτι σε εκεινη που ειχε πια συνηθισει.''
Γερνει μπροστα, για να μην χασει ουτε εναν ψιθυρο του.
''Για να καταλαβεις, η κοκαϊνη δημιουργει την αισθηση ενος οργασμου, μονο που τον νιωθεις σε ολο σου το σωμα και σε καθε σου αισθηση, σαν να ερχεσαι σε επαφη με την απολυτη ηδονη πολλαπλασιασμενη.'' η περιγραφη του την τρομαζει.
Υπαρχει μεγαλυτερη ηδονη απο αυτην;
''Απλα καναμε μια λαθος δοσολογια, υπαρχουν κανονες, οχι πανω απο 100 γραμμαρια την μερα, οχι πανω απο τεσσερις γραμμες των 25, ειδικα αν εισαι αρχαριος οπως εγω.'' ο τροπος που μνημονευσε τους κανονες την εκαναν να βουρκωσει.
Ο Ορεστης μου...
''30 γραμμαρια δοση, μεσω ενεσης, εκεινη ειχε κανει δεν ξερω κι εγω ποσες γραμμες εκεινη την μερα. Αρχισα να...'' δεν αντεξε να ακουσει αλλο.
''Μου ειπε ο Πετρος την συνεχεια.'' ο βιολιστης ηξερε οτι δεν μπορουσε ο πατερας του να ξερει το πως ενιωθε, αλλα μαλλον εκεινη ειχε ακουσει αρκετα.
''Στο Βερολινο δεν με ειδες ποτέ παρα μονο μια φορα η αδελφη σου γιατι τον πρωτο καιρο που ησουν εκει εγω ημουν για απεξαρτηση, τρεις μηνες κρατησε και υστερα δεν εκανα ποτέ ξανα. Αηδιασα. Υστερα πηγα στο Julliard για το διδακτορικο μου και επειτα επεστρεψα Βερολινο για την ορχηστρα.'' παιρνει καθε θολο σημειο και το φωτιζει.
''Ο πατερας σου δεν στο ειπε, αλλα για αυτο μαλλον δεν με παει, εκεινος κανονισε τα του στρατου και ο Σπυρος κανονισε τα της καθηστερησης του διδακτορικου, με περιμεναν ηδη εναν μηνα οταν εγινε ολο αυτο.''
''Αυτο παρετεινε την σιωπη του πατερα σου.'' μαντεψε εκεινη.
''Οχι απλα παρετεινε, την εξασφαλισε για παντα! Ο πατερας μου ειναι δικαιος, το πιστευω οτι ειναι, γιατι αλλωστε σου ειπε τι γινοταν κι ας πιστευε οτι θα με αφηνες.'' τα λογια του κρουουν κωδωνα κινδυνου στο μυαλο του.
''Να σε αφησω;'' μουρμουριζει μπερδεμενη.
Αυτο πιστευε οτι θα γινει;
''Ναι, να με αφησεις, και μεταξυ μας θα μου αξιζε, δεν εισαι υποχρεωμενη να με ανεχεσαι, δεν θα επρεπε κιολας.'' σηκωνεται ορθιος και αρχιζει να βηματιζει πανω κατω. Δεν τον χωραει το σαλονι.
Εκεινη αρχιζει να εκνευριζεται απο την ηττοπαθεια του.
''Κι εσυ με ανεχτηκες, απειρες φορες,ουτε καν να τις απαριθμησω ολες δεν θυμαμαι! Σε καθε μου πτωση ησουν εκει να με κρατησεις.'' του υπενθυμιζει.
''Ναι αλλα αυτο ειναι υπερβολικο, ακομα και για σενα, δεν σου αξιζει να το βιωνεις αυτο.'' ακομη δεν την κοιταει, κι αυτο την πληγωνει πιο πολυ απο ολα.
''Μ'αρεσει που με συμβουλευεις να σε αφησω.'' τον ειρωνευεται.
''Τι θες να σου πω Κυβελη; Σε γνωρισα και ανεχοσουν τετοιες μαλακιες, ειναι υποκρισια να σε αφησω να κανεις κατι που εγω ο ιδιος προσπαθουσα να σε αποτρεψω να κανεις.''
Νευριαζει.
''Που κολλας εσυ με τον Σπυρο, ακους τι λες;'' την ξεπερναει ολο αυτο. Την γεμιζει θυμο.
"Ακουω. Δεν θελω να ανεχεσαι τις μαλακιες και τα λαθη μου.''
''Ποια λαθη γαμω; Τι λες;'' του φωναξε. ''Αυτα που εκανες πριν με γνωρισεις; Γι αυτα να σε συγχωρεσω; Και ποια ειμαι εγω για να μπορω να δωσω αφεση αμαρτιων στο παρελθον; Ειμαι καλυτερη;''
''Ολο αυτο ειναι τοξικο για σενα.'' ψιθυριζει το τετελεσμενο.
''Τοξικο;Τοξικο;'' αναφωνει, την ακουει ολος ο οροφος.
Περναει τα χερια του πανω απο τα κοντοκουρεμενα του μαλλια και ξεφυσα.
Της γυρνα πλατη και συνεχιζει να προχωραει πανω κατω στο σαλονι.
Η βιβλιοθηκη της του δινει πατημα να μην την κοιταξει.
''Ειναι αδυναμια και ανοησια να λες οτι δεν μπορεις να αντεξεις κατι, που οριζει η μοιρα σου ν'αντεξεις.'' μουρμουριζει εκεινο το ρητο που ειχε διαβασει απο το βιβλιο της Μπροντέ την μερα που καθαριζαν την βιβλιοθηκη της.
Η κοπελα σηκωνεται ορθια.
''Πιστευω φτανει Κυβελη. Δεν ηθελα να μαθεις για τιποτα απο ολα αυτα. Δεν ηθελε να βαλω πανω σου αυτο το βαρος, γιατι κακα τα ψεματα, η σχεση μας μπλεχτηκε και επαψε να ειναι αυτο που ηταν.'' φτυνει τις λεξεις, και εκεινη πληγωνεται.
Γιατι κατηγορει ετσι την σχεση τους; Γιατι δεν την αγαπα οπως εκεινη; Κι ας ειναι σε οποια μορφη της μελλει.
''Εγινε αληθινη, δεν γινεται να βαζω μονο εγω τον αληθινο μου εαυτο μεσα σε ολο αυτο.'' του θυμιζει οτι εκεινη του εδειξε τα αληθινα της χρωματα.
''Ο αληθινος μου εαυτος ειναι τοξικος-'' ξαναλεει. Και το αιμα της βραζει αποτομα.
''ΣΚΑΣΕ!'' φωναζει, σχεδον τον τρομαζει, σταματαει να μιλαει
''ΦΤΑΝΕΙ ΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΛΕΞΗ! Φτανει!'' ωρυεται.
''Ξερεις τι σημαινει τοξικος; Ξερεις; Ή απλα εγινε της μοδας και ολα τα βαφτιζουμε τοξικα;'' βηματιζει επιθετικα προς το μερος του. Νιωθει το προσωπο της να καιει.
''Δεν μπορουσα να αναπνευσω, κυριολεκτικα! Πνιγομουν! Τον εβαζα πανω απο τον εαυτο μου και δικαιολογουσα τα σκοταδια του, θυσιαζα το φως μου μεσα τους! Με απομονωσε, με εκανε να πω ψεματα, με εκανε να δεχτω ανηθικα πραγματα, και εν τελει να τα πιστευω, να τα επιλεξω αυτοβουλα και απο ενα σημειο και μετα επαψε να ειναι ο μονος τοξικος στην σχεση, εγινα και εγω! Για ολους! Για μενα, για τους φιλους , την οικογενει μου, για σενα! Δεν θυμασαι; Που με ρωτησες αν σε μισω; Εμενα μισουσα! Για τοσα χρονια εμενα μισουσα! Γιατι ενιωθα ενοχη στην ευτυχια μου και τυχερη στην δυστυχια μου! Κι ομως! Δεν μπορουσα να τον αφησω να φυγει! Τον εβλεπα να με σκοτωνει και συνεχιζα να του δινω σφαιρες! Αυτο ειναι τοξικοτητα!''
Μεταβιας μπορει να αναπνευσει.
Στεκεται μισο μετρο μακρια του και τον νιωθει να απομακρυνεται κι αλλο, νοητα αλλα με μεγαλα βηματα την φορα.
''Δεν ειναι οι καβγαδες μας τοξικοι, δεν ειναι η αληθεια, ουτε οταν με στενοχωρεις και σε στενοχωρω, ουτε το οτι ειχες την Ιασμη, τιποτα απο ολα αυτα, ουτε καν οι τοξικες ουσιες δεν σε κανουν τοξικο!'' ο λαιμος της καιει, θα κλαψει. Αλλα πρεπει να μεινει δυνατη.
''Με ακους;'' αγανακτει απο το απαθες του βλεμμα.
"Σε ακουω.'' απαντα, σαν να μην του φωναζε το τελευταιο λεπτο σαν τρελη.
Δεν της λεει τιποτα. Εκεινη βαριανασαινει και ο Ορεστης απλα στεκεται ορθιος μπροστα στην βιβλιοθηκη της, κοιτα μια εκεινη, μια περιπλανιεται το βλεμα του στα βιβλια.
Δεν θα πει τιποτα;
''Με κοροιδευεις ετσι;'' η οργη της συναντα τα ματια του, και η πληρης απαθεια την εξοργιζει.
''Θες να φυγω; Να μην παλεψω αλλο; Να μην σου σταθω; Θες να σε παρατησω; Ε;''
Δεν μιλαει.
''Ε αντε γαμησου Ορεστη.'' βλαστημα και αρπαζει το παλτο και την τσαντα της.
''Που πας;'' την ρωταει αμεσως, ηρεμα. οσο πιο ηρεμος ηταν εκεινος, τοσο πιο πολυ εξοργιζοταν εκεινη.
''Οπου γουσταρω θα παω, και να περιμενεις καποιον να ερθει να μαζεψει τα πραγματα μου.'' ωρυεται καθως ελεγχει θολωμενα οτι τα εχει ολα μαζι της.
''Ξεκολλα.''
Το σκουρο μαυρο συναντα το σκουρο μπλε και το σκουρο πρασινο. Και ολα πετουν σπιθες.
''Τα καταφερες, τα παραταω.'' παραδεχεται, εχει θολωσει εντελως.
Γυριζει εντελως προς το μερος της, σμιγει τα φρυδια και φαινεται οτι η ενταση εχει αρχισει να τον καταβαλει.
"Ναι καλα. '' την αμφισβητει, μα πιο πολυ σαν απειλη ακουγεται.
Ειναι διπολικος;
''Κι ομως Ορεστη!" ανοιγει την πορτα αρπαζει την τσαντα της .
''Γιατι εισαι διπολικος! Θες να με διωξεις αλλα να μην φυγω! Δεν ξερεις ουτε εσυ ο ιδιος τι θες! Να με κυνηγας; Να παιζουμε τη γατα και το ποντικι; Αυτο θες; Επιμενεις να το παιζεις αυτοθυσια και να μην θες να με πληγωσεις με την αληθεια, αφου τοσο πολυ θες να μην με πληγωσεις κατσε μονος σου με την αληθεια σου''
Με τρεις δρασκελιες την φτανει και κλεινει την πορτα με κροτο, την κολλαει πανω στο βαρυ ξυλο της και η τσαντα πεφτει απο τα χερια της.
''Μην με κατηγορεις που προσπαθω να σε προστατευσω!'' μιλαει μεσα απο σφιγμενα δοντια.
Το υφος του ειναι σκουρο.
''Απο τι; Απο τον εαυτο σου;'' τον ειρωνευεται και τον σπρωχνει μακρια.
"Μα τι γλυκο! Τι ηρωικο! Τι ιπποτικο!Σου το ζητησα; Σου ειπα ποτέ να προστατευσεις απο κατι; Ε;''
Σφιγγει τις παλαμες του και προσπαθει να συγκρατηθει. Απαξιει εντελως και τον προσπερναει, πηγαινει στο δωματιο τους, εκει που κοιμαται ο σκυλος και ανοιγει διαπλατα την ντουλαπα τραβωντας την βαλιτσα της εξω. Η Λαιδη φευγει απο τον χωρο, σαν να ξερει οτι επεται εκρηξη.
''Τι κανεις γαμω;'' ο Ορεστης την ακολουθει εκνευρισμενος.
''Φευγω απο εδω, κατσε μονος σου με την απαθεια σου.'' τον προκαλει και ανοιγει την αποσκευη, πεταει μεσα ο,τι βρισκει. Ουτε η ιδια δεν ξερει τι συμβαινει.
''Κυβελη φτανει!'' την πιανει απο τον καρπο με δυναμη και την τραβαει μακρια απο αυτο που κανει.
''Ασε με.''με το ελευθερο χερι της προσπαθει να αποδεσμευθει, μα γινεται και αυτο ερμαιο του.
Την κραταει απο τους καρπους κοντρα στο σωμα του, ακινητη, να χτυπιεται μα να μην την αφηνει. Ηθελε να τον χτυπησει, να ουρλιαξει, να κλαψει πολυ.
''Να σε αφησω, για να κανεις τι;'' της γρυλιζει, ο ηχος ειναι υποκωφος και ο τενωντας του σαγονιου του παλλεται.
''Να με αφησεις να φυγω.'' του δηλωνει και τον κοιτα να διαλυεται και να γεμιζει εκ νεου οργη.
Tην ταρακουναει.
''Συγκεντρωσου.'' την απειλει.
Με μια αποτομη κινηση ελευθερωνεται απο το κρατημα του.
''Αφου δεν κανεις κατι για να μεινω ασε με να φυγω!'' του φωναζει.
Την τραβαει πισω, με ζωωδη λυσσα, την αφηνει να πεσει βιαια πανω στο στερνο του και το χερι του τυλιγεται γυρω απο την μεση της σε ενα ατσαλινο κρατημα.
''Δεν εχεις να πας πουθενα, με ακους; ΠΟΥΘΕΝΑ!" η φωνη του βγαινει σαν βρυχυθμος και η Κυβελη δεν τον εχει δει παρα αλλες δυο φορες ετσι.
Δαγκωθηκε και μαζεψε θαρρος.
''Τοτε μιλα μου! '' τον προκαλει, μα αυτο δεν τον μαλακωνει. Το χερι του την σφιγγει κι αλλο, επιτηδες, θελει να την πονεσει για να σκασει.
Στην στιγμιαια σιωπη του τον σπρωχνει παλι μακρια, βαζει ολη της την δυναμη και κινδυνευει να πεσει κι εκεινη πισω μαζι του.
''Κοροιδευεις τον εαυτο σου! '' τον κατηγορει.
Ανοιγει διαπλατα την πορτα και τρεχει εξω, βιαστικα την κλεινει παλι, για να μην βγει εκεινος.
Στεκεται μονος στο δωματιο.
Συνερχεται σχεδον αμεσως απο το στιγμιαιο σοκ και συνειδητοποιει τι συνεβη. Ξερει οτι αν δεν εκτονωθει την ιδια στιγμη θα ξεσπασει πανω της.
Η βαλιτσα της ορθανοιχτη μπροστα στα ποδια του τον προκαλει. Την κλωτσαει με λυσσα και εκεινη αναποδογυριζει δυο μετρα μακρια.
Την ακολουθει σαν να την κυνηγαει στο σαλονι, οπου η Κυβελη διαλεγει ποια βιβλια θα παρει μαζι της.
''Κυβελη μην παιζεις με την υπομονη μου. Σταματα να κανεις σαν μαλακισμενη και κατσε κατω, θα μιλησουμε.'' διαταζει.
Διαταζει;
''Τωρα δεν θελω εγω να ακουσω, ειχες την ευκαιρια σου.'' τον αγνοησε και συνεχισε να κατεβαζει βιβλια απο τα ραφια.
Εκεινος εβγαζε καπνους, βαριανασαινε και αρχισε να θολωνει.
''Κυβελη.'' ουτε καν γυριζει να τον κοιταξει.
''ΚΥΒΕΛΗ!''
Ο βρυχηθμος του αν δεν ξυπνησε ολη την πολυκατοικια τραβηκε σιγουρα την προσοχη της κυριας Ριτσας.
Με πεντε μεγαλα βηματα την εφτασε και αρπαξε βιαια το βιβλιο που κρατουσε στο χερι της. Το πεταξε στον απεναντι τοιχο. Την εσπρωξε πισω, στριμωχνοντας την αναμεσα στο σωμα του και τα ραφια. Η κοπελα εμεινε να κοιταξει το τσαλακωμενο εξωφυλλο στο πατωμα.
''Κοιτα με.'' γρυλισε.
Τιποτα.
''Ειπα. Κοιτα. Με!" ανεβασε κι αλλο τους τονους, διχως αποτελεσμα.
Την αρπαξε απο το σαγονι και με δυναμη σηκωσε το προσωπο της προς το μερος του, ωστε να τον κοιτα. Τα χρωματιστα του ματια ειχαν μαυρισει, μαυρες φλογες καλυπταν το χρωμα, το προσωπο του ηταν σφιγμενο σαν πετρα και τα χειλη του ερμητικα κλειστα.
Προσπαθησε να ελευθερωθει μα ηταν αδυνατον. Την επιασε με το ελευθερο χερι του απο τους καρπους και την ακινητοποιησε πιεζοντας το κορμι του πανω στο δικο της,
Ηταν εξαλλη! Τα δαχτυλα του σαν χειροπεδες την εσφιγγαν και το αλλο του χερι σαν σιδερενια μεγγενη πονουσε το σαγονι της. Το βλεμμα του την εκαψε.
''Τι θες να σου πω Κυβελη; Να σου πω οτι ηταν απιστευτα; ''
Πρωτο χτυπημα στην καρδια
''Οτι δεν εχω ξανανιωσει ποτε συναισθημα οπως αυτο;''
Δευτερο χτυπημα.
''Οτι κανοντας κοκα εμαθα απεξω μερικα απο τα δυσκολοτερα κομματια που τωρα ξερω; Ενιωθα ευτυχια, πραγματικη ευτυχια! Ενιωθα δυνατος, πληρης, λες και ημουν στην κορυφη του κοσμου! Μπορουσα να καταφερω τα παντα! Αυτο θες; Να σου πω οτι καναμε χρηση και μετα πηδιομασταν για ωρες; Να σου πω οτι φταναμε μαζι στο υπερτατο; Οτι μονο με εκεινη εχω νιωσ-''
Το χερι της βρεθηκε αστραπιαια στο προσωπο του, τον χαστουκισε. Ουτε η ιδια δεν το περιμενε αυτο απο τον εαυτο της. Αναφωνησε και καλυψε το στομα της σοκαρισμενη.
Το προσωπο του γυρισε στα δεξια και η κοπελα προς στιγμην εχασε τα λογικα της.
Τι εκανα;
Ενιωσε αδυναμια, το χερι της ετσουζε, σχεδον οσο ετσουζε και το κοκκινο σημαδι στο προσωπο του, που ειχε γυρισμενο στο πλαι με τα ματια να κοιτουν το απλανες και το σαγονι σφιγμενο, να παιρνει κοφτες ανασες για να ηρεμησει.
Γυρισε παλι προς το μερος της, καλυπτοντας την με την κορμοστασια του.
''Τι εγινε Κυβελη; Δεν θες να μαθεις; Ε; Δεν σε νοιαζει πια να μαθεις τι εκανα εκεινο τον ενα μηνα; Ή μετα απο εκεινον τον μηνα; Θες να σου πω για την καταθλιψη;'' το χαμογελο του κρυβει ενα αγκαθι που τον ποναει, μα δεν το βγαζει, γιατι θεωρει οτι αξιζει τον αιωνιο πονο του.
''Με ακους;'' επιμενει οταν δεν του απαντα.
"Ασε με!'' απαντα με νευρο.
''Τωρα θα ακουσεις.'' της δηλωνει.
Τον σπρωχνει πισω, χωρις αποτελεσμα.
''ΑΣΕ ΜΕ!'' φωναζει αχρειαστα δυνατα.
"Οχι, θα ακουσεις!'' της φωναξε μεσα στο προσωπο.
"Ειπα δεν θελω!"
Βαναυσα χτυπιοταν για να ξεφυγει μα ο Ορεστης δεν την λυποταν.
"Με πονας!"
"Οχι, δεν σε ποναω!''
''Σου λεω, ΜΕ.ΠΟΝΑΣ.''
"Ξερω πολυ καλα ποτε σε ποναω και ποτε οχι, μηπως σε πονεσε η αληθεια;'' την ειρωνευεται.
''Ειναι κι αλλα! Εμπρος! Μην ντρεπεσαι, ρωτα με! Τι θες να να σου πω; Για τις κρισεις πανικου; Που ξυπνουσα, δεν την εβρισκα διπλα μου και ετρεμα απο φοβο για ωρες επειτα; Θες να σου περιγραψω που δεν μπορουσα να κρατησω ματια μου ανοιχτα, που κοιμομουν και επεφτα σε ληθαργο για ωρες μονο και μονο επειδη δεν μπορουσα να λειτουργησω; Και λιγο αργοτερα; Οταν ετρεμα και κρυωνα αποτομα; Και με ελουζε κρυος ιδρωτας; Ή προτιμας να μαθεις για το ποσο πονουσε το σωμα μου και εκλαιγα απο τον πονο, ή που κοιμομουν πανω απο την τουαλετα γιατι δεν μπορουσα να σταματησω να ξερναω;''
Πηρε γερη ανασα, και εμοιαζε κι ο ιδιος σοκαρισμενος που τα ειχε πει δυνατα ολα αυτα, Προσπαθησε να σταθεροποιησει την ανασα του.
''Ε;; Τι απο ολα θες να σου πω; '' η φωνη του βαρια, βαθια, σκοτεινη, βελουδινη μαυρη τρυπα.
Κι εκεινη χαθηκε μεσα της.
''Αυτο θες, να με αναγκασεις να σε διωξω μακρια. Οριστε Κυβελη, παρε τις νεες εικονες που σου εφτιαξα και βαλτες στο προσωπο μου, ποσο ευκολο ειναι τωρα να φυγεις ;''
Οι εικονες ηταν γλαφυρες και αιχμηρες, την εγδερναν ζωντανη, της εβγαζαν το δερμα.Δεν μπορουσε να βγαλει απο το μυαλο της τον Ορεστη να ποναει παντου.
Δεν του απανταει.
Την πιανει παλι απο το σαγονι, αυτη την φορα πιο απαλα, και συνδεει το βλεμμα του με το δικο της. Την απειλει, την προκαλει να τον αφησει, σχεδον την παρακαλα.
''Ποσο ονειρεμενος ειμαι τωρα; Ποσο θα με αγαπουσε η μανα σου αν το ηξερε ; Εσυ ποσο περηφανη εισαι; Ποσο με θαυμαζεις;''
Δεν ξερει τι να του πει. Βλεπει οτι εχει βγει εκτος ελεγχου, μα στα ματια της δεν παυει να ειναι ο Ορεστης, ο Ορεστης της.
''Κοιτα με στα ματια και πες μου πως τιποτα δεν αλλαξε.'' την προκαλει.
Η κοπελα ανακαλυπτει εκεινη ακριβως την στιγμη οτι ο Ορεστης συμμεριζεται τον μαζοχισμο της. Τιμωρει τον εαυτο του.
Οπλιζεται με θαρρος και κοιτα τα δυο διαφορετικα ματια που αγαπα.
''Απο την μερα που σε γνωρισα αλλαξαν παρα πολλα πραγματα, απο το εδαφος που πατουσα, στον αερα που ανεπνεα, αλλαξα σπιτι, αλλαξα στοχους, για ονομα- ολος ο κοσμος αλλαξε απο περυσι, αλλα μην λες ψεματα στον εαυτο σου, οτι αλλαξαμε εγω κι εσυ, οι ανθρωποι δεν αλλαζουν Ορεστη, μονο ωριμαζουν προς τον τελικο τους εαυτο.''
Δεν μπορει να καταπιει το σαλιο της. Ο λαιμος της την καιει και γδερνεται αλυπητα απο εναν λυγμο που γινεται ολοενα και μεγαλυτερος κομπος.
''Και αν θες να ξερεις σε θελω οσο πριν και αν αυτο επιμενεις οτι αλλαξε, αλλαξε προς τα πανω, γιατι τωρα θελω οχι μονο ενα μερος σου, αλλα εσενα ολοκληρο, γιατι ετσι σε ξερω πια.''
Βαριανασαινουν ο ενας πανω στον αλλον, ειναι ματαιο, ειναι ανωφελο, δεν μπορει να ξεφυγουν απο αυτο που εχουν.
Εκεινος τρεμει μπροστα το προσωπο της, το κατω χειλος μαρτυρα εναν λυγμο, το προσωπο του ειναι σφιγμενο σαν πετρα και το ομορφο αγορι της εχει αναγκη αυτα τα λογια, ισως πιο πολυ απο οτι εχει αναγκη να τιμωρηθει.
''Σε θαυμαζω για οσα εκανες, και οσα αντεξες, και οσα προσπερασες και καταφερες. Ορεστη δεν μπορεις να με πεισεις να μην σε θεωρω σπουδαιο γιατι ξερω τι εχεις μεσα σου, απο τι εισαι φτιαγμενος. Κι ειναι σπανιο, σπανιο και πολυτιμο. ''
Η μυτη της τσουζει και νιωθει αδυναμη απεναντι του. Ποναει στον πονο του και προσπαθει να βρει τις λεξεις να τον κανει να καταλαβει οτι της αρκει εκεινος, οπως ειναι.
''Και γαμωτο...σε αγαπω πολυ.'' ψιθυριζει τρεμαμενη.
Ο Ορεστης εκπνεει. Στα λογια της χανει τα δικα του.
Γαμωτο.
Πριν προλαβει να παρει ανασα, σκυβει και την φιλαει. Κατακτα τα χειλη της διψασμενος και εισχωρει την γλωσσα του στο στομα της, ανασαινει κοφτα, μη μπορωντας να παρει ανασα ενω νοσταλγει την κανελα. Αυτο το φιλι εχει γευση αλμυρας, απο δακρυα.
Κατεβαζει τα χερια του απο το προσωπο της στο κορμι της και την χτυπαει απαλα στον γοβο για να ανεβει πανω του. Την κρατα σταθερη απο τα οπισθια και δεν παυει λεπτο να τρωει τα χειλη της. Τυλιζει τα ποδια της γυρω απο την μεση του και κολλαει πανω του σαν να εξαρταται η ζωη της απο αυτο.
Το εκτενες, διαρκες καψιμο σε ολοκληρο το κορμι της αναζοπυρωνεται με καθε χαδι του.
Το δυνατο του κρατημα την κανει να κλαψουρισει. Ποσο της ειχε λειψει!
Περπαταει χωρις να την αφησει, μεχρι το υπνοδωματιο, που ευτυχως δεν σκονταφτει πανω στην βαλιτσα της. Την πεταει ανασκελα στο κρεβατι και με την ανασα βαρια στεκεται για λιγο ορθιος μπροστα της.
Γαμωτο Κυβελη...
Βγαζει το φουτερ του και εκεινη σχεδον υπνωτισμενα ξεκουμπωνει το τζιν της. Το κατεβαζει ατσαλα μεχρι τους αστραγαλους της και πεταει την μπλουζα της μακρια.Ο Ορεστης σκαρφαλωνει απο πανω της, τα χερια του δεξια και αριστερα του κεφαλιου της.
Τα ματια του, γαλαζιο και πρασινο, την καινε, την απορροφουν. Βλεπει ενα μειδιαμα στα χειλη του.
''Ξεχνας να αναπνευσεις παλι.''
Κοκκινιζει ολοκληρη καθως ανασαινει υπο την καθοδηγηση του, κοφτα και ανυπομονα.
Παρε με που να παρει η οργη!
Σκυβει προς το μερος της και ακουμπαει τα χειλη του στο κεντρο στερνου, αναμεσα στα στηθη της. Μουγγριζει καθως νιωθει να καιγεται.
To χερι του χωνεται αναμεσα στα ποδια της, και ο ιδιος δεν εκπλησσεται με το οτι ειναι μουσκεμα. Αυτο τον κανει να χαμογελασει σαρδονια. Τριβει απαλα και κυκλικα, βλεποντας την να μορφαζει και να δαγκωνεται. Το προσωπο της τσαλακωνεται και τα ματια της λαμπουν.
Με το προσωπο του ακομη αναμεσα στο στηθος της καταλαβαινει οτι την εχει ηδη εκει που την θελει...και παει τοσος καιρος.
Εισαι ετοιμη; Επρεπε να της πει. Μα δεν το εκανε.
Η ενταση αναμεσα τους κορυφωθηκε.Τυλιξε τα ποδια της γυρω του και αφεθηκε στην τεχνικη του. Δεν επαψαν ουτε λεπτο τα χειλη της να διεκδικουν τα δικα του. Ειχαν μια ανασα κοινη και ενα καρδιοχτυπι συγχρονισμενο. Ηταν οπως παλια, σχεδον.
Χωρις την κανελα σε καθε φιλι, τα λακκακια στο αυταρεσκο χαμογελο του, χωρις τα δαχτυλα της να τραβουν τις μπουκλες του.
Χωρις το 'κολλα πεντε'.
Μα την αφησε να συρθει κυριολεκτικα, κατακοπη και ιδρωμενη στην αγκαλια του και να ακουμπησει το κεφαλι της εκει που η καρδια του ακομα χτυπουσε δυνατα.
Καπνιζει ενω εκεινη αναλογιζεται την συζητηση τους και παιζει ακομα στο μυαλο της οσα εγιναν.
''Ηταν φρικτο, ολο αυτο με την Ιασμη και την Τατιαννα.'' δηλωνει απο το πουθενα, σαν να του ηρθε μια επιφοιτηση. Δεν του απαντα.
''Το βλεπω στα ματια σου οτι ετσι το νιωθεις.'' την σκουντα ελαφρως, σαν να θελει να την ξυπνησει.
''Δεν ισχυει αυτο.'' ψευδεται.
''Μην μου λες ψεματα.''
Δεν θελει να τσακωθουν παλι, το μισει οταν συμβαινει, και ειδικα μετα τον επικο τους καβγα πριν.
''Δεν πειραζει αν το βλεπεις ετσι, καταλαβαινω το γιατι.'' ο ηρεμος τονος του την καθησυχαζει, μα μενει στην σιωπη της.
''Με την Τατιανα ειχα παντα μια τρομερα περιπλοκη σχεση. Ηταν τσιμπημενη μαζι μου πριν καν τα φτιαξω τοτε με την Ιασμη. Της εμεινε απωθημενο να εχουμε οσα εβλεπε να αποκτουν αλλες, χωρις καμια προσπαθεια.'' το κλιμα ελαφραινει και η Κυβελη αποφασιζει να ρωτησει.
''Ποτε αρχισατε να...''
Με τα δαχτυλα της τραβαει νοητες γραμμες πανω στο στερνο του και μυριζει το τσιγαρο του. Πιανει τον εαυτο της να νυσταζει, σαν να ηταν το τελος της μερας και οχι η αρχη.
''Η πρωτη φορα ηταν απαισια αληθεια. Εκεινη εκλαιγε, εγω ημουν χαλια. Οταν γυρισα απο Βερολινο και πριν φυγω για Julliard, τοτε καταλαβα τι ειχαμε αφησει πισω μας, εγω κι Ιασμη, συντριμμια. Η Τατιανα σε εκεινη την φαση την μισουσε για οσα εκανε στον εαυτο της αλλα και σε εμενα, δεν μπορουσε να καταλαβει, και δεν μπορουσε να της συγχωρεσει που την αφησε στο κενο, στην απεξω, που δεν της μιλουσε ποτε οπως σε εμενα. Ηταν κολλητες χρονια, και σχεδον αγνοουσαν το γεγονος οτι η μια ηταν τσιμπημενη μαζι μου ενω η αλλη σε σχεση μαζι μου.''
Θεε μου τι ναρκισσος..
''Τουλαχιστον ανακαλυπτω την πηγη της υπερμετρης αλαζονιας σου.'' δεν αντεξε και σχολιασε.
Με την ακρη του ματιου της τον ειδα να μειδιαζει.
''Το πιστευω οτι ειναι κι αυτο.''
''Εκεινο το βραδυ λοιπον, ηρθε σπιτι μου, εγω τοτε νηφαλιος, ουτε κοκα κολα δεν ηθελα να πιω, και μου φωναξε για το ποσο πισω τους πηγαμε ολους, για το πως εκεινη και ο Γιαννης τρελαθηκαν απο ανησυχια. Ξερω οτι την αντιπαθεις αλλα η Τατιανα ειπε ενα σωρο σωστα πραγματα εκεινη την μερα. Οποτε ανοιξαμε ενα μπουκαλι ουισκι, στην απολυτη σιγη. Εκλαψα στην αγκαλια της, μονο εκεινη με εχει δει να κλαιω ετσι, καλα και η μανα μου, και εσυ εκεινη την μερα...'' το αφηνει να αιωρειται.
Ανασηκωνεται στο κρεβατι μα την τραβα παλι κατω, πανω στο στερνο του. Δεν την πειραζει, αλλα ενοχλειται που δεν θελει οπτικη επαφη.
''Τοτε εγινε πρωτη φορα. Το επομενο πρωι εκεινη εφυγε απο την πισω πορτα ενω εγω ειχα αηδιασει με τον εαυτο μου. Με το ποσο καλα ενιωθα κυριως. Με το οτι ενα βαρος ειχε σηκωθει απο τους ωμους μου. Ηρθε στην Νεα Υορκη να με δει πεντε φορες οσο καιρο ημουν εκει, εμεινα λιγο παραπανω γιατι οπως ξερεις δουλεψα αρκετα και ολες οι φορες υποτιθεται ηταν οι τελευταιες. Οταν γυρισα για να δω την Ιασμη, καιρο αφοτου μας χωρισαν, δεν ηξερα τι να της πω. Ειχα ορκιστει οτι δεν θα ξανασυμβει.Ηταν η κολλητη της κοπελας μου. '' εκει κανει μια παυση, ξερουν και οι δυο οτι δεν σταματησε εκει.
''Και απλα δεν σταματουσε, γινοταν παντα οταν μεθουσαμε και ημασταν μαζι. Σαν να μην υπηρχε η Ιασμη.'' παραδεχεται και η Κυβελη νιωθει εναν κομπο στην καρδια. Αθελα της και η Τατιαννα ειχε κερδισει για λιγο την πρωτη θεση, σε μερικες πτυχες.
Κανει αλλη μια τζουρα και η κοπελα βλεπει ενα συννεφο να ελευθεωνεται στο δωματιο και ευτυχως να φευγει απο το μισανοιχτο παραθυρο, μαζι με την ζεστη.
''Ηξερα οτι η Τατιαννα ηθελε παραπανω. Αρχισε να απαιτει οταν ηρθες εσυ στο προσκηνιο, θεωρησε οτι αυτο σημαινε πως ημουν ετοιμος να μπω σε σχεση. Μα η αληθεια ειναι οτι οταν αρχισε να μεταξυ μας να ωριμαζει μεσα μου δεν μπορουσα να την αγγιξω, ουτε μεθυσμενος, γιατι εμοιαζε απατη. Και τοτε με μισησα. Γιατι απατουσα την Ιασμη με την Τατιανα και πλεον δεν μπορουσα ουτε να την δω κατι εκτος απο φιλη γιατι ηρθες και τα εφερες ολα τουμπα''
Δεν μπορουσε να μην χαμογελασει, γεγονος που δεν περασε απαρατηρητο απο τον Ορεστη, που την τσιμπησε στο μπουτι, ως ενδειξη οτι δεν πρεπει να γινεται αλαζονικη. Πεταχτηκε αναφωνοντας. Δεν μπορουσε να κρυψει ενα χαμογελο.
Τον παρατηρησε ξαπλωμενο και με ενα σεντονι να τον σκεπαζει μονο και θαυμασε το ημιγυμνο κορμι του.
Οι μπουκλες κατι του εκλεβαν και κατι του εδιναν. Μα με το τσιγαρο αναμεσα στα χειλη και το προσωπο απο μαρμαρο, εμοιαζε με τον επικινδυνο αντρα στον κοσμο, που ειχε πλαγιασει στο κρεβατι της ενα βραδυ και εκτοτε την επισκεπτοταν μονο στα ονειρα ή τους χειροτερους εφιαλτες της.
''Παντα αναρωτιομουν τι με ξεχωρισε απο την Τατιανα, και απο ολες γενικα.'' η σκεψη της πλανηθηκε στο δωματιο.
Ο Ορεστης εδειξε να το σκεφτεται λιγο.
''Τα μαλλια, σιγουρα.'' αστειευεται.
Επνιξε ενα γελακι.''Σοβαρα μιλαω!''
Ξαπλωσε παλι πανω του, κι αυτη τη φορα ενιωσε το χερι του να ακουμπα πανω στην πλατη της. Εισεπνευσε στην ευτυχια της.
''Δεν ξερω, υποθετω απλα εισαι εσυ, και δεσαμε.'' της δινει μια οχι τοσο αποδεκτη απαντηση.
''Και η Ερμιονη;'' σιγα σιγα παιρνει λιγο θαρρος.
''Που κολλαει η Ερμιονη; '' ρωταει με γνησια απορια.
"Πως και δεν;''
"Ηταν μια αρπαχτη, την γνωρισα μεσω του Γιαννη, ο Βασιλης δεν ειχα ιδεα οτι την ηθελε ή πως ειχαν σχεση γιατι δεν βρεθηκε κανεις να το πει μεσα στο κλαμπ, χορεψαμε γελασαμε ηπιαμε, καναμε σεξ που και να με ρωτησεις δεν θυμαμαι πως ηταν και τελος.''
''Και τελος...'' επαναλαμβανει.
''Και για την φιλη σου το ιδιο ισχυει, το ξερεις καλυτερα κι απο μενα, ειναι ταγμενη στον Βασιλη.''
Ταγμενη.
Δεν της αρεσε αυτη η λεξη.
Η σιωπη αναμεσα τους αυτη την φορα ηταν πιο ηπια, σαν απαλη κουβερτα τους σκεπασε και τους νανουρισε, μα κανείς τους δεν νυσταζε.
''Ειδα ενα φρικτο ονειρο χθες.'' της ψιθυριζει κεντριζοντας το ενδιαφερον της.
''Γι αυτο ηρθες μεσα;'' τον βλεπει με την ακρη του ματιου της να γνεφει.
''Τι ηταν;'' νιωθει το κορμι του κατω απο το δικο της να μενει για λιγο ακινητο, και ευθυς ηξερε οτι αφορουσε την Ιασμη.
''Ηταν διαστορφικο και περα για περα αληθινο.'' Δεν τον ρωτα τι, περιμενει ομως να της πει.
''Ειδα οτι απεκτησα τελικα παιδι μαζι της. ''
Θα ορκιζοταν οτι στην σκεψη και μονο παγωσε το αιμα της.
''Αα.'' προσπαθησε να μην δειξει την δυσαρεσκεια της.
''Μπηκε σε ψυχιατρικη κλινικη ετσι κι αλλιως, την φροντιζα μονος μου.''
"Κοριτσι;'' της φανηκε καπως ειρωνικο.
"Ελενα, σαν την αδελφη της, αρρωστο ετσι;'' δεν σηκωσε το βλεμμα να τον κοιταξει. Αρπαξε ομως το τσιγαρο του και το εφερε αναμεσα στα χειλη της.
''Πολυ.''
''Και παρατησα το βιολι, εγινα δικηγορος.''
Στην φραση του ο παχυς καπνος των Malboro καταπιε την ανασα της και αρχισε να βηχει.
Ανασηκωθηκε για να μπορεσει να ηρεμησει τον βημα.
Ο Ορεστης πηρε το τσιγαρο απο τα τρεμομενα χερια της και την χτυπησε απαλα στην πλατη χωρις να ανασηκωθει καν.
''Αφου δεν το σηκωνεις.'' την μαλωνει.
Της φανταζει αστειο. Ο Ορεστης δικηγορος; Ο Ορεστης με παιδι;
Η δευτερη εικονα ηταν στην πραγματικοτητα πολυ πιο γλαφυρη, της εβγαζε νοημα. Αλλα δεν σκοπευε να του το πει αυτο. Ειχαν και οι δυο τοσες φοβιες πανω στο θεμα που ηταν ναρκοπεδιο ενας τετοιος διαλογος.
Μολις καταφερε να ηρεμησει ξαπλωσε παλι πανω του και τυλιξε το χερι της γυρω απο την κοιλια του.
''Και;'' τον προετρεψε να συνεχισει.
Το δωματιο παγωνει παλι.
''Και ημουν δυστυχισμενος.'' ψιθυριζει, σαν να του βαραινει την καρδια αυτο που ειδε, να τον τρομαξε και μονο η πιθανοτητα.
''Ηταν τοσο αληθινο Κυβελη, τοσο ρεαλιστικο. Δεν υπηρχε η παρεα γιατι εγω και τα παιδια μετακομισαμε στην Πειραϊκη, και-''
"Αρα η Φαιη δεν γνωρισε ποτε τον Γιαννη, ουτε ο Βασιλης την Ερμιονη, ουτε σαφως εγω εσενα.''
''Και σε ειδα στο Μελι, εκεινο το βραδυ που γνωριστηκαμε κανονικα. Ησουν ακομα με τον Δελη.'' η αναφορα του και μονο την ταραξε.
''Ειδες κι αυτον ;''
"Οχι οχι, ειπαμε! Απλα ξερω οτι ησουν μαζι του.'' Αυτο κι αν βαρυνε την ατμοσφαιρα.
''Δεν νομιζω να κατεληγα μαζι του.'' του εξομολογειται.
''Ουτε εγω το πιστευω.'' συμφωνει εκεινος.
''Μα ουτε και μαζι σου θα ημουν.'' η πικρα στην φωνη της τον θλιβει.
"Σαφως, αφου δεν θα γνωριζομασταν. '' αποδεχεται την παραλληλη μοιρα του.
Δεν ξερει τι να του απαντησει σε αυτο.
''Λοιπον γνωριστηκαμε...οποτε...'' προσπαθει να του δειξει την φωτεινη αληθεια.
Τον ενιωσε να την σφιγγει κι αλλο πανω του. Μια νοητη παραδοχη οτι φοβοταν εκεινο το παραλληλο συμπαν. Ετρεμε οτι μια αποφαση θα οδηγουσε οπουδηποτε εκτος απο εκεινη την στιγμη, εκεινη την κοπελα. Και ατιμαζε ολες τις διαφορετικες εκδοχες. Δεν τις ηθελε.
Τιποτα δεν ηθελε, τιποτα που να μην ειχε την Κυβελη μεσα.
Καταριοταν λοιπον την μοιρα, και καθε επομενη ζωη που ειχε να του προσφερει.
-----------------------------------------
11 Ιανουαριου
444 νεα κρουσματα.
39 νεοι θανατοι
Στις 11 Ιανουαριου το πρωι, το τελευταιο μερος της εξισωσης πραγματοποιηθηκε. Οι συντελεστες απλοποιηθηκαν και στο τραπεζι εμειναν μονο γνωστοι και αγνωστοι χωρισμενοι απο ισον.
Στις 14:28 το μεσημερι το θηροτηλεφωνο του διαμερισματος στο Κολωνακι ηχησε παρατεταμενα. Η Κυβελη κοιταξε τον Ορεστη, που επαιζε βιολι, παραξενεμενη. Ανασηκωσε τους ωμους ως ενδειξη οτι δεν ειχε ιδεα.
Πατησε το κουμπι και η οθονη φωτιστηκε. Η Τατιαννα βρισκοταν απεξω, σε αθλια κατασταση, εκλαιγε και παραμιλουσε και χτυπουσε το κουδουνι, ξανα και ξανα.
''Ορεστη ελα εδω.'' η κοπελα ενιωσε τα γονατα της να κοβωνται.
Ο βιολιστης πατησε το κουμπι που ανοιγε την κατω πορτα και σχεδον ετρεξε προς την πορτα, λες και η Τατιαννα θα ανεβαινε τρεις οροφους πιο γρηγορα απο οτι εκεινος θα διενυε την αποσταση χολ- σαλονι.
Εφτασε απο τις σκαλες, και η πραγματικοτητα τους εκοψε το αιμα. Η κοπελα ηταν κατωχρη, τα ματια της γεματα δακρυα, πρησμενα και κατακοκκινα. Ετρεμε και εμοιαζε σαν να ειχε δει φαντασμα.
Ο Ορεστης την εβαλε να καθισει κατω και η Κυβελη της εφερε ενα μπουκαλι νερο, οσο πιο γρηγορα ηρεμουσε τοσο συντομοτερα θα εδινε τελος στην αγωνια που σε δευτερολεπτα τους ειχε δημιουργησει.
''Εγω...εγω φταιω.'' μουρμουρισε και με τρεμαμενα χερια ανοιξε την τσαντα της.
Η κοκκινομαλλα πρατηρησε οτι ηταν ατημελητη και εμοιαζε σαν να ειχε σχεδον τρεξει μεχρι εκει, με τα μαλλια ανακατα και μια φορμα εμφανως προχειρη.
Εμφανισε δυο φακελους. Λευκους, απο το ταχυδρομειο, με γραμματοσημο και τα παντα.
''Τι ειναι αυτα;'' Ο Ορεστης τα πηρε στα χερια του και κοιταξε τον αποστολεα. Ηταν απο την Θεσσαλονικη, απο μια αγνωστη γυναικα.
Η Τατιαννα ηπιε το νερο, οσο δεν επεφτε εξαιτιας της σπασμωδικης της ανασας.
''Μια φιλη της απο το σχεδιο. Της ειπε να τα στειλει...ενα εγω...ενα ο Γιαννης...ενα εσυ.''
Το μυαλο του θολωσε, δεν μπορουσε να καταλαβει την αιτια της ταραχης της.
Κοιταξε τα δυο κλειστα γραμματα.
Η Κυβελη απεναντιας, καταλαβε αμεσως, κι ενιωσε μια σκοτοδινη να την καλυπτει.
Οχι παλι...
''Δεν...δεν καταλαβαινω.'' ο Ορεστης της δινει πισω το κλειστο γραμμα με το ονομα του Γιαννη και επεξεργαζεται το δικο του.
''Η Ιασμη Ορεστη, η Ιασμη εγραψε τα γραμματα της αυτοκτονιας της και μας τα στελνει εκ των υστερων, τωρα.'' με την διατυπωση αυτη, δεν αντεχει, ξεσπα παλι σε κλαματα.
Ο Ορεστης χανει το χρωμα του. Με κινησεις οχι ιδιαιτερα προσεκτικες ανοιγει τον φακελο.
Ξεδιπλωνει το προσεκτικα διπλωμενο χαρτι και στο οσφρητικο του πεδιο φτανει το αρωμα της. Τα ειχε ψεκασει;
Κρατησε την ανασα του.
Ορεστακο,
Ετσι ξεκινουσε. Και το διαβασε ολο...μεχρι τελους.
Οταν τελειωσε, η Κυβελη τον ειδε να σηκωνει το βλεμμα και να την κοιταζει. Εμοιαζε σαν να ειχε δει την ζωη να περναει μπροστα απο τα ματια του.
Και τα ματια του...αχ τα ματια του ελαμπαν θανατο.
Γαλαζιο και πρασινο.
Η διαφορα τους ηταν εμφανης.
Δυο χρωματα, γιατι κι εκεινος διχασμενος ηταν, διχασμενος αναμεσα σε παρελθον και μελλον.
Ιδιες ηταν η Αρετη και η Κακια, γιατι το παρελθον εγινε το μελλον.
Το γαλαζιο ηταν δικο της, ηταν της Ιασμης.
Η σκεψη αυτη φωτιστηκε στο μυαλο της. Μα ποσο χαζη σταθηκε σε αυτη την αλληγορικη παραφροσυνη! Τα συμπαν της φωναζε!
Ηταν μπροστα της τοσο καιρο τωρα!
Εκεινη την μερα οι τρεις μοιρες, η Κλωθω,η Λαχεσις, και η Ατροπος της εδειξαν το πεπρωμενο της.
''Οριστε'' της ειπαν.
''Ηθελες το απολυτο. το θεϊκο, το σαρωτικο.''
Και γελασε η Εκατη πισω τους.
''Μαθε, κοριτσακι, οτι χωρις τον διαβολο δεν υπαρχει θεος.''
Εκεινος ηταν και τα δυο.
Το θεϊκο να αναβλυζει στο απεραντο μπλε και μια πρασινη αμαρτια σαν τις φυλλωσιες του εξοριστου παραδεισου να τυλιγεται γυρω απο το κορμι της και να την σφιγγει.
Διχασμενος αναμεσα σε δυο γυναικες, ομορφες σαν τα ματια του, κι αναμεσα σε δυο κοσμους, παραλληλους και ολοτελα δικους του.
Ομως ειχε κανει ενα λαθος αδιορθωτο και μοιραιο. Στεκοταν με ενα ποδι σε καθε κοσμο, για πολυ καιρο, αρνουμενος να αφησει καποιον απο τους δυο.
Ωσπου ο ενας κατερρευσε ολοκληρωτικα, κι εκεινος;
Επεσε στο κενο, χανοντας και τους δυο.
Η θεωρια εγινε πραξη και η πραξη επαληθευτηκε.
Ιδου λοιπον, το χαος.
Στεκομαι απεναντι του, εκεινος δεμενος στην καρεκλα και εγω κολλημενη στον τοιχο. Ο καθενας δεσμιος σε κατι ξενο.
''Τι θες απο μενα;'' γρυλιζει, εξαλλος που τον εφερα μπροστα στα λαθη του.
Και χαμογελω. Μονος του επεστρεψε.
''Τιποτα.'' ψιθυριζω, αηχα.
''Τιποτα;'' με ρωτα δυσπιστα.
''Τιποτα, τιποτα δεν θελω απο εσενα.'' αποκρινομαι και ο τοιχος πισω μου παιρνει φωτια.
Βλεπω το παιδι μεσα του-που αγαπησα- να δακρυζει στην απορριψη.
Μα αυτος που στεκεται μπροστα μου δεν ξερω ποιος ειναι, και σιγουρα δεν μου χρωστα τιποτα. Δεν μας δενει καμια σχεση, μητε ενοχης, μητε οικτου.
''Τοτε γιατι ειμαι εδω;'' με ρωτα εκνευρισμενα και αμυνεται σε μια επιθεση που δεν του εκανα.
''Η σκεψη σου σε εφερε εδω.'' του λεω αυτο που ξερει ηδη και ευχομαι να μην με νιωσει.
"Και η δικη σου σκεψη;''
Γελαω.
''Φοβαμαι.'' του εκμυστηρευομαι.
''Εμενα;'' απορει.
''Φοβαμαι οτι η σκεψη μου θα γυριζει παντα σε σενα.''
Η ειλικρινεια μου τον αφοπλιζει.
''Κακο ειναι αυτο;'' ανασηκωνει τους ωμους. Δεν καταλαβε ποτέ του τι περνουσα. Ποσο παλευα να τον ξεχασω.
Εκεινος με θυμοταν και με ξεχνουσε με καθε επομενη ανασα. Το καλο ειναι οτι ανασαινε καθε δευτερολεπτο.
''Φοβαμαι την επομενη φορα που θα επιστρεψεις.'' συνεχιζω.
''Που ξερεις οτι θα το κανω;'' αυταρεσκα μου χαμογελα, εκδικητικα ισως να μην το κανει.
''Παντα το κανεις." η σιγουρια μου τον σπρωχνει στα ορια.
"Ε και ;''
''Φοβαμαι οτι θα σε δεχτω πισω.''
Το βλεμμα του μαλακωνει και οι ωμου του πεφτουν.
Γελαει για να καλυψει το τρεμουλο του. ''Ποτέ δεν με δεχεσαι.''
''Ποτέ δεν στο λεω, μα η καρδια μου παντα χτυπα στην επανενωση μας, κι ας ξερω οτι δεν θα συμβει.''
Με κοιτα ειρωνικα.
"Και ποιος φταιει γι αυτο;''
''Εσυ!'' αναφωνω ''Που ολο φευγεις.''
''Και εσυ φταις.'' με κατηγορει.
"Που ολο περιμενεις.''
Και γυριζει το μαχαιρι στην πληγη. Αναμεσα μας φουντωνει η φωτια. Πεφτει σιωπη στο αδειο δωματιο.
''Εσυ τι φοβασαι;'' τον ρωτω.
Χαμογελαει πικρα, τα σκουρα του ματια γυαλιζουν.
''Ξερεις.'' δεν θελει να το πει, μα εγω θελω να το ακουσω.
''Πες το.'' επιμενω.
Και ξεφυσαει. Και βουρκωνει.
Και εγω αναλογιζομαι, ποσο διαφερει το μυαλο του απο το δικο μου.
''Εγω τρεμω την μερα θα γυρισω πισω σε εσενα αποφασισμενος να μεινω για παντα, μα εσυ δεν θα με περιμενεις πια''
Το αγορι που ερωτευτηκα δακρυζει, κι εκεινος που εγινε σμιγει τα φρυδια απορρημενος πως ξεστομισε κατι τετοιο.
Και αν δεν τον περιμενω, τι θα κανω;
Και αν δεν επιστρεφει σε εμενα, που θα παει;
Οι τοξικες σχεσεις δεν ειναι χτισμενες μονο πανω στις φωνες, την χειραγωγηση και την βια, αλλα κυριως στην αδυναμια σου να αφησεις το παρελθον πισω, μονο και μονο γιατι αγαπας τον τροπο που σε πονα στο στηθος η γλυκια αισθηση της οικειοτητας.
Ο ερωτας ειναι η τιμωρια μας, μας τιμωρουν επειδη δεν μπορουμε να ζησουμε μονοι.
Ciao Bellas!!
Πως ειστε; Καλη αρχη εβδομαδας! Οσο προλαβαινω λιγο τα βραδια γραφω. Το διαβασμα κυλαει.
Σημερα ειναι απο αυτες τις μερες που ειναι πολυ δυσκολες βρε παιδι μου...χωρις συγκεκριμενο λογο. Σαν να μην περνανε οι ωρες και ξαφνικα να ειναι αργα για το οτιδηποτε.
Να ενημερωσω οτι το τριτο μερος δεν θα ειναι τοσο μεγαλο οσο τα υπολοιπα.
Ηταν ενα κεφαλαιο επικεντρωμενο καθαρα στο ζευγαρι μας , ως ειθισται. Μου αρεσουν τα σκαμπανεβασματα, γιατι θεωρω οτι μεσα τους οι χαρακτηρες τσαλακωνονται αληθινα.
Ελπιζω να νιωσατε και εσεις σε μια γωνια διπλα στον σκυλο να τους βλεπετε να καυγαδιζουν.
Και τωρα;
Στελνω μια σφιχτη αγκαλια και φιλι γλυκο!
Να περνατε ομορφα
Σας αγαπω πολυ.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top