Χρόνος: η κινούμενη μορφή της ακίνητης αιωνιότητας.
Κεφάλαιο-δωρο για χθες, αντι για γλυκο!
Στελνω ομως γλυκο φιλι σε ολες.
Ανθρώποις πάσι ταυτό αγαθόν και αληθές. Ηδύ δε άλλω άλλο.
(Για όλους τους ανθρώπους, το καλό και το αληθινό είναι το ίδιο. Αυτό που προκαλεί ευχαρίστηση όμως είναι διαφορετικό στον καθέναν.)
Δημόκριτος.
Κεφαλαιο υπ'αριθμον 36 : Οι Τριτες.
Φορουσα κοκκινο κραγιον μονο στις γιορτες και το αγαπημενο μου αρωμα μονο σε ''ειδικες περιστασεις''.
Ειχα μια αγαπημενη κουπα που χρησιμοποιουσα τα πρωινα πριν απο διαγωνισματα.
Ετρωγα τα αγαπημενα μου γλυκα μονο οταν ημουν λυπημενη, ή οταν το 'αξιζα'.
Περιμενα το Σαββατο για να βγω για χορο, και τις Κυριακες για να παω θεατρο, σινεμα, για καφε.
Περιμενα τα Χριστουγεννα για να γραψω εκεινο το κειμενο, να διαβασω το βιβλιο που ειχα αφησει στη μεση, για να ακουσω την μουσικη μου δυνατα στο αδειο σπιτι.
Περιμενα να ερθει μια ξεχωριστη μερα για να βαλω το αγαπημενο μου γαλαζιο φορεμα.
Ζουσα για εκεινες τις 'ειδικες', 'ξεχωριστες' περιστασεις.
Για τα Σαββατα και τις Κυριακες.
Για τις γιορτες.
Και σε μια στιγμη απογνωσης, οταν το αρωμα εσπασε, η κουπα ξεθωριασε, το κραγιον ξεβαψε και το φορεμα στενεψε, γυρισα πισω και εκανα ανασκοπηση.
Μετρησα τις μερες εκεινες τις ''ιδιαιτερες'' και προς απογοητευση μου καταλαβα αυτο που φοβομουν,ηταν λιγες.
Κι αυτο γιατι δεν ηθελα να ξεθωριασουν, ηθελα αυτες οι ελαχιστες να ειναι λευκες μεσα στο μαυρο, μοναδικες σε καθε πτυχη τους, ισχυρες σαν δοση αδρεναλινης.
Να ξυπναω το πρωι με την αγαπημενη μου κουπα γεματη καφε, να τρωω το αγαπημενο μου ρολο κανελας, να φοραω τα αγαπημενα μου ρουχα.
Ηταν η ιδανικη επιβραβευση μιας καθημερινοτητας ρουτινιασμενης, γεματης απο καφε σε χαρτινα ποτηρακια, διαιτητικα κουλουρια και απλα ρουχα.
Σαν το τριανταφυλλο του παραμυθιου εκλεινα τα 'χρωματα' στην γυαλα και δεν αφηνα την χρηση να τα φθειρει στο μυαλο μου, τα ηθελα με το αρωμα του σπανιου και του ιδιαιτερου.
Και μισησα τις Τριτες.
Εγινα ανθρωπος του Σαββατου και τις Κυριακης.
Της γιορτης και της αργιας.
Ανασαινα τα Χριστουγεννα και πνιγομουν καπου στα μεσα του Νοεμβρη.
Ωσπου σε γνώρισα,
κι έπειτα- ειρωνια αν το καλοσκεφτεις- καταλαβα.
7 Ιουνιου 2012
''Με κατεστρεψες'' τρεμει, απο οργη και φοβο, αηδιασμενη απο τον αντρα που ειχε ερωτευτει πριν τρια χρονια.
''Μονη σου προκαλεσες την καταστροφη σου Ελενα.'' ο τροπος που σχεδον τρυφερα προφερε το ονομα της την αηδιασε.
Μα πως τολμουσε; Πώς άντεχε με τον εαυτό του;
''Σε μισω!''συριξε, η φωνή της είχε το ηχόχρωμα της απελπισιας.
''Δεν με μισεις.'' της απαντα σχεδον υποτονικα, σαν να ειχε κουραστει να το λεει '' τον εαυτο σου απεχθανεσαι.''
Περνάει ένα δευτερόλεπτο μέχρι να συνειδητοποιήσει τι της είχε πει.
''Εισαι τρελος.''αναφωνησε σαν να το ειχε μολις συνειδητοποιησει.
Γελασε.
''Τι οριζεις ως <<τρελα>> ;''
Σκουπισε τα δακρυα της νευρικα.
''Σπυρο-'' η σπασμενη της φωνη, μια υστατη προσπαθεια που ο αντρας ειχε προβλεψει.
''Αντιο Ελενα.'' την αποχαιρετησε. Ηξερε.
Οι γονεις της ειχαν αποσυρθει στο δωματιο τους, εξουθενωμενοι μετα απο την 8ωρη συζητηση με τον οικογενειακο τους δικηγορο, την πρυτανη του ΕΚΠΑ και την αστυνομια.Ο πατερας της ειχε σοκαριστει τοσο στα νεα που δεν ειχε αρθρωσει κουβεντα ακομα, η μαμα της ειχε παρει ηρεμιστικο και το ειχε αριστα αναμειξει με κρασι.
Δεν χρειαστηκε να της πουν το παραμικρο. Ηξερε ηδη τι συνεβαινε. Γνωριζε καλα οτι την επομενη μερα οι πορτες του γραφειου οπου εκανε πρακτικη θα ηταν κλειστες για εκεινη, πως ο Πετρος παρα την φαινομενικα ψυχραιμη αντιδραση του θα την χωριζε, πως οι φιλοι της θα εκοβαν, ακομα και η Σιλια δεν ηξερε τι να της πει.
Η ζωη της ειχε διαλυθει.
Ποναω.
Koιταχτηκε στον καθρεφτη διευρευνητικα. Τα μαλλια της ηταν ακομα μαυρα και λιτα στους ωμους της, τα ματια της θαμπα και γαλαζοπρασινα, το κατω χειλος της πρησμενο απο το τικ της να δαγκωνεται, και τρεμαμενο απο την ενταση που δεν ελεγε να την αφησει.
Ειχε μουδιασει. Καταστρεφοταν, λεπτο προς λεπτο ο κοσμος που ειχε, μοχθωντας, χτισει επεφτε σαν καστρο απο τραπουλοχαρτα.
''Δεν συμβαινει αυτο.'' μουρμουριζει.
Ποναω.
Εξω το φεγγαρι εχει μια περιεργη λαμψη.
Το δωματιο της ειναι το μονο με μπαλκονι στον οροφο. Ενιωθε παντα τυχερη για αυτο.
Η Ιάσμη δεν της μιλουσε, ειχαν περασει αρκετες ωρες, κι ομως η αδελφη της αρνειτο να την κοιταξει στα ματια, σαν να την τιμωρουσε σιωπηρα για τα σφαλματα της.
Μου αξιζει.
Η Ελενα δεν ηταν ποτέ ενοχικη. Ηξερε οτι της αξιζαν τα καλυτερα, τα απαιτουσε και δεν δισταζε να τα αποκτησει.
''Δεν συμβαινει αυτο.'' μουρμουρισε στον εαυτο της παλι.
Το τραγουδι επαιζε απο τον υπολογιστη πανω στο γραφειο της.
Καιγομαι και σιγολιωνω και για σενα μαραζωνω...
''Εχω ενα σωρο πραγματα να κανω.'' ψιθυρισε καθως χτενιζε τα μαλλια της, ξανα.
''Εχω ενα σωρο ταινιες να δω, και βιβλια να διαβασω.'' εβγαλε το νυχτικο της και φορεσε το αγαπημενο της κοκκινο φορεμα, με λεπτες τιραντες και σε Α γραμμη.
''Εχω ενα σωρο μερη να εξερευνησω, και ενα σωρο εκδρομες να κανω με την παρεα μου.'' παραμερισε τα μαλλια της και ανεβασε το φερμουαρ.
''Εχω ακομα ενα σωρο φορες να κλεισω τα ματια και να μυρισω το αρωμα της βροχης.'' αρπαξε το κοκκινο κραγιον της και το εσυρε πανω στο κατω χειλος της, παρα το τρεμουλο στα χερια της.
''Εχω ενα σωρο καφεδες να πιω προσπαθωντας να διαβασω.'' εκανε το ιδιο για το πανω χειλος της.
Καιγω μεσα το καντηλι και η φλογα μου δεν σβηνει...αχ τι καημος.
Ανοιξε το κουτι με τα κοσμηματα της, φορεσε το χρυσο ρολοι, τα κουμπωτα σκουλαρικια της γιαγιας της και το μικρο κρεμαστο.
''Εχω ακομα να γελασω με ενα σωρο αστεια και να δακρυσω αλλες τοσες φορες απο συγκινηση.'' μουρμουρισε καθως το κουμπωνε.
Κοιταχτηκε στον καθρεφτη. Ηρεμια, γαληνη, νηνεμια. Η αποφαση ειχε παρθει. Το μικρο σημειωμα ειχε γραφτει.Στο μυαλο της εγιναν ολα αυτοματα, σαν να μην υπηρχε αλλη επιλογη, ολα μπηκαν στον αυτοματο. Ηταν μονοδρομος για εκεινη. Διοτι δεν ηταν δυνατη, οχι! Μπορει να περπατουσε με αερα που εκανε κεφαλια να γυρισουν, και να ειχε αυτοπεποιθηση που λυγιζε και τον πιο δυσπιστο, μα δυναμη; Δεν ηξερε αν ειχε τοση.
Ποναω.
Περηφανη ως το κοκκαλο και 'ανεξαρτητη', ενιωθε ξαφνου χωμενη σε μια κινουμενη αμμο διχως διαφυγη.
Ανοιξε την πορτα του δωματιου της οσο πιο αθορυβα μπορουσε. Ο δευτερος οροφος του σπιτιου της ηταν αδειος. Το δωματιο της Ιάσμης κλειδωμενο και αθορυβο.
Περπατησε αργα, τα τακουνια της εκαναν εναν μακροσυρτο ηχο πανω στο ακριβο ξυλο. Ακουγε την επιτακτικη φωνη της Αφροδιτης να της λεει να βγαζει τα παπουτσια μεσα στο σπιτι. Χαμογελασε ασυναισθητα. Δεν της ειχε κοιταξει ακομα μεσα στα ματια.
Ουτε που μπορουσε να φανταστει το χρωμα που θα εδινε η απογοητευση στο βλεμμα της μητερας της.
Ο τριτος οροφος φιλοξενουσε το γραφειο του πατερα της, την μεγαλη βιβλιοθηκη και φυσικα την σκαλα για την ταρατσα, που ειχε οργανωσει τοσα και τοσα παρτι.
Καθε της βημα γινοταν ολο και πιο βαρυ, σαν να την ικετευε ολο της το κορμι να παψει να προχωρα.
Ποναω.
''Εχω ακομα ενα σωρο ταξιδια να κανω.'' ψιθυρισε και ανεβηκε ενα ενα τα σκαλια.
Γυρισε το πομολο. Το αερακι του καλοκαιριου της χαιδεψε το προσωπο, ετρεμε.
Ηταν το μονο δικαιο, γιατι ειχε αμαρτησει, θυμοταν τα χειλη του να της το ψιθυριζουν.
''Κι ο εκπτωτος μηλο δαγκωσε.''
Μιλησε μου μιλησε μου δεν σε φιλησα ποτέ μου...αχ τι καημος.
Σ'αγαπω σ'αγαπω ως κανενας αλλος, στην καρδια μου ριζωσε ερωτας μεγαλος.
''Εχω ακομα ενα σωρο βολτες να κανω με τους φιλους μου, να παμε ενα σωρο ταξιδια.'' δαγκωθηκε και εκλεισε την πορτα πισω της.
Προχωρησε μεχρι το πετρινο τειχακι. Ποσα πλαστικα ποτηρακια ειχαν πεσει απο εκει; Σε ποσες φωτογραφιες ηταν φοντο.
Το παραδοξο; Εκει τον ειχε γνωρισει.
Ηταν 4 χρονια πριν...στο παρτι που εκαναν οι γονεις της για την εισαγωγη της στην νομικη.
Τοτε δεν τον ειδε παρα μονο φευγαλαια, η παρεα της την τραβηξε μακρια. Τα δυο σκουρα του ματια την εγκλωβισαν το ιδιο λεπτο.
Μα <<βρηκε τον δρομο της πισω σε εκεινον>>. Ειρωνια ε;
Τα δακρυα κυλουσαν στο λευκο της δερμα, το στηθος της εβραζε, πονουσε παντου, σαν η πλατη της να προετοιμαζοταν για το ζευγαρι φτερων.Το προσωπο της ηταν πιο λευκο απο ποτε, δροσερο, σαν πηγη νερου που ανθρωπος ακομα δεν ειχε ανακαλυψει, σαν παρθενο χιονι, απατητο και αφρατο. Τα κατακοκκινα χειλη της εμοιαζαν ματωμενα, το βλεμμα της εγινε ενα με τον ουρανο.
''Μπλεκεις με τον διαολο.'' της ειχε ψιθυρισει ενα βραδυ, το πρωτο τους.
''Ποιος απο τους δυο μας μπλεκει με τον διαολο Δελή;'' τον ειχε ρωτησει γεματη αλαζονια, προκαλωντας το τρανταχτο του γελιο.
Αργησε, μα πλεον καταλαβαινε, οτι δεν οφειλοταν στο οτι εμεινε αφωνος, αλλα στο ποσο αφελης ηταν.
Κρατηθηκε απο τον σωληνα που εξειχε και πατησε πανω στο τραπεζι, ωστε να ανεβει πανω.
Ευθυς, ιδρωσαν οι παλαμες της μουδιασαν τα ποδια της, σαν να ειχε ηδη πεσει.
Το ενιωθε κατω απο το δερμα της, οτι το αιμα της ειχε παψει να κυλαει, σαν να ειχε προμηνευσει η καρδια της οτι εντος ολιγου θα επεφτε.
Εκλεισε τα ματια και αφησε τον ανεμο να γαργαλησει το φορεμα της. Πηρε βαθια ανασα. Ειχαν στεγνωσει τα δακρυα της.
Το στηθος της οσο πιο πολυ εγερνε, τοσο πιο ελαφρυ γινοταν.
"Έχω ακόμα ένα σωρό άτομα να γνωρίσω...μερικά εκ των οποίων ίσως ερωτευτώ..''
Ποναω.
Εδωσε ωθηση με τα δαχτυλα, πηρε βαθια ανασα, και πηδηξε απο τον τριτο.
Καιγομαι και σιγολιωνω, και για σενα μαραζωνω ...αχ ...τι καημος.
Τα μαλλια της εγιναν ενα με την νυχτα.
Τα ματια της ενα με την ζηλια του.
Το φορεμα της ενα με το αιμα της.
Το κραγιον δεν εφυγε, εκπληρωσε την προφητεια.
Δεν ποναω πια.
Απο τον δευτερο ακουστηκε ενα ουρλιαχτο, καθως το αιμα ποτιζε την ασφαλτο.
Το μελλον σημαδευτηκε, ο χρονος αρχισε να μετρα αντιστροφα εκεινη ακριβως την στιγμη, για ολους.
23 Μαρτιου 2020
Και σαν τα κομματια του παζλ μπηκαν στην θεση τους, η Κυβελη καταλαβε τα παντα. Ειδε πισω απο την ζηλια του Σπυρου, τον φοβο, το τρεμουλο μηπως εκεινη και ο Ορεστης ενωναν τις αληθειες τους.
Ολα συνδεονται.
Εξ'ου και ο ασσος.
Πηρε βαθια ανασα και προσπαθησε να μεινει ανεκφραστη. Ο Ορεστης απο απεναντι της χαμογελασε κλεινοντας της το ματι παιχνιδιαρικα, πριν συνεχισει να γεμιζει το τσιγαρο του με καπνο.
Ω Θεε μου...
Καθοταν στον καναπε, γυρω της σκοταδι. Το ρολοι χτυπουσε υποκωφα και με προσπαθεια της εδειχνε οτι η ωρα ηταν 4 το ξημερωμα.
Αλλά δεν κοιμοταν. Πως θα μπορουσε αλλωστε;
Τα ματια της εκλειναν, ομως το μυαλο της βουιζε, σχεδον ειχε πονοκεφαλο απο τις σκεψεις.
Τι θα κανω;
Τι θα πω;
Εφερε τα ποδια της κοντα στο στηθος και αρχισε να τριβει τον ωμο της καθησυχαστικα.
Ο Ορεστης δεν ξερει.
Ανασαινει βαθια και εσφιξε τα ματια αφουγγραζομενη το σκοταδι.
Ο Ορεστης αποκλειεται να ξερει.
Το στηθος της εκαιγε, το αιμα της εβραζε κατω απο το δερμα, ο παγωμενος ιδρωτας εσταζε απο τους πορους της.
Ο Ορεστης πως θα αντιδρασει αν το μαθει;
Κρυωνε, κι ας εδειχνε ο θερμοστατης 24 βαθμους. Ζαλιζοταν και ενιωθε να ανακατευεται. Παραλληλα το στομαχι της ειχε δεθει κομπος. Το ποτηρι κρασι που ειχε βαλει στον εαυτο της δεν της φαινοταν δελεαστικο. Στην μυρωδια του και μονο αναγουλιαζε.
Θα με σκοτωσει οπως εκεινη; Θα αυτοκτονησω;
Μονο οταν χρειαστηκε να παρει κοφτη ανασα καταλαβε οτι εκλαιγε. Μια σταγονα εβρεξε το χερι της.
''Κυβελακι;'' η βαθια του φωνη της εκοψε το αιμα.
Τσιριξε αναπηδωντας στον καναπε καθως ο βιολιστής ανοιξε το ψηλο φωτιστικο δαπεδου. Εσπευσε να σκουπισει τα ματια της που στο ημιφως ελεγαν μια αληθεια που ηθελε να κρυψει.Την πλησιασε ανησυχος σκαναροντας την από πάνω μέχρι κάτω.
''Τι επαθες δικηγορινα;'' σχεδον πηδηξε διπλα της στον καναπε και περασε το χερι του γυρω απο τους ωμους της.Αυτο την εκανε να δακρυσει ακομα περισσοτερο.
Να του πω τι τωρα;
Η αντίδραση της μόνο περισσότερο τον αγχωσε.
"Μωρο μου τι σου συμβαινει; Πες μου.'' την καλοπιασε και ακουμπησε την παλαμη του στο μαγουλο της, σκουπιζοντας με τον αντιχειρα του ενα δακρυ. Ήθελε απλά να γείρει στο άγγιγμα του και να ξεχάσει τα πάντα.
Ο Ορεστης κοιταξε μεσα στα δυο μαυρα ματια το χαος, και δεν μπορουσε να ξεχωρισει αν ηταν το δικο του ή το δικο της.
''Μπορεις να μου πεις τα παντα Κυβελη.'' της δηλωσε σοβαρος.
''Τα παντα;'' η ελπίδα στην φωνή της τον τσάκισε.
''Τα παντα.''
''Κι αν ειναι κακο;''
''Θα το αντεξω.'' προετοιμαζε τον εαυτο του για τα χειροτερα.
Κουνησε το κεφαλι της μες στην αρνηση.
''Δεν-δεν μπορω''
''Εκανες κατι κακο εσυ;'' προσπαθησε να καταλαβει, μα μολις την ειδε να γουρλωνει τα ματια ανακουφιστηκε.
''Οχι!''
''Τοτε;''
''Εμαθα κατι Ορεστη, κατι πολυ κακο.''
Προσπαθησε να σκεφτει τι μπορει να ηταν αυτο. Κάθε ενδεχόμενο του φαινόταν υποφερτό.
''Αφορα εμας τους δυο;''
''Οχι...οχι ακριβως.''
Ξεφυσηξε. Ειδε το χερι της που πανω στο γονατο της ετρεμε σαν το ψαρι εξω απο το νερο.
Το επιασε και το εφερε κοντα στα χειλη του.Φιλησε απαλα, μεχρι το τρεμουλο να φυγει, και να την δει να χαλαρωνει τους ωμους. Επαψε να σμιγει τα φρυδια της και αφησε τα ματια της να ανοιξουν χαλαρα.
''Ανηκει στο παρελθον;'' ρωτησε ηρεμος και ανασανε πάνω στο δέρμα των αρθρώσεων της φιλώντας πάλι.
Εγνεψε θετικα.
Την τράβηξε κι άλλο προς το μέρος του και τύλιξε το χέρι του γύρω από τους ώμους της.
"Και αν το μαθω...'' αφησε ενα απαλο φιλι στο κουτελο της, τα γένια του την γαργαλησαν και η κανέλα σταθεροποίησε τους παλμούς της.
''Τι θα αλλαξει;'' την κοιταξε ψαχνοντας την αληθεια.
Το σκεφτηκε λιγο. Οσο κι αν ηθελε να του απαντησει αμεσως 'Τιποτα', δεν ηταν σιγουρη.
''Νομιζω δεν θα αλλαξει κατι, πλεον.''
Της χαμογελασε, ενα αηχο 'ευχαριστω' .
Περασε τα δαχτυλα του μεσα απο τα κατακοκκινα μαλλια της, χαιδευοντας απαλα.
''Τοτε...προτεινω να παμε να κοιμηθουμε, και αυριο το πρωι, αν θες ακομα να μου το πεις, θα ειμαι ετοιμος να το ακουσω.'' εσκυψε προς το μερος της και την φιλησε πεταχτα, επιβεβαιωνοντας τα λεγομενα του.
Η Κυβελη ενιωθε το βαρος ακομα στους ωμους της, μα μπροστα της ο Ορεστης Νικολαϊδης προσφεροταν να το κουβαλησει μαζι της. Κι αυτο την αφηνε αφωνη, στην σκεψη του ποσο ωριμη αγαπη της εδειχνε.
Αυθορμητα επεσε πανω του, γεφυρωνοντας την αποσταση αναμεσα τους.Τυλιξε τα χερια της γυρω απο την μεση του και τον εσφιξε , χωνοντας την μυτη στο κενο αναμεσα στο σαγονι και το στερνο του. Η κανελα την καλωσορισε και ο Ορεστης γελωντας την αγκαλιασε τραβωντας την κι αλλο πανω του.
Ακουμπησε τα χειλη του στα μαλλια της και χαιδεψε την πλατη της κυκλικα.
''Σσσς...ολα θα πανε καλα δικηγορινα'' μουρμουρισε κουνώντας την απαλά στην αγκαλιά του, βλέποντας τα βλέφαρα της να κλείνουν από την εξάντληση που οι τύψεις τόση ώρα παρεμπόδιζαν.
Ολα θα πανε καλα.
-----------------------------------------------------------------------------------------
Το επομενο πρωι δεν την χωρουσε το σπιτι. 8 παρα πεντε το πρωι, εγραψε στο πινακακι του ψυγειου οτι θα παει σουπερμαρκετ, εστειλε μηνυμα στο 13033 και ξεκινησε το 'ταξιδι' για την Βουλα.
Οσο κι αν την ειχε καθησυχασει ο Ορεστης, επρεπε να διασταυρωσει τα λογια του Γιαννη. Η επισκεψη της στο κοιμητηριο δεν οδηγουσε καπου, μα στο μυαλο της θα επιβεβαιωνε οτι ολα οσα ζουσε ηταν αληθινα. Ενιωθε την αναγκη να το κανει, σαν να ειχε την ευκαιρια να δει το παρολιγον μελλον της.
Οταν εφτασε ηταν 9 σχεδον.
Της πηρε λιγη ωρα και εναν υπευθυνο μεχρι να το βρει.
Το μνημα της ηταν λευκο, με μαυρα βοτσαλα και λουλουδια παντου. Φρεσκα, σαν να ειχε πεθανει μολις χθες.
Σταθηκε αβολα μπροστα απο την φωτογραφια της κοπελας. Ηταν πανεμορφη, και φαινοταν ευτυχισμενη οταν τραβηχτηκε το στιγμιοτυπο.
Τι θα πω στον Ορεστη;
''Κι εσυ εδω;'' η γνωριμη αντρικη φωνη την εκανε να αναπηδησει, μα ευτυχως επνιξε το ουρλιαχτο της.Ο Πετρος Νικολαϊδης στεκοταν διπλα της, ντυμενος για το γραφειο, και απολυτα σοβαρος.
Εχασε το χρωμα της και πισωπατησε.
''Εεε...εγω ..δεν '''τραυλισε μη ξεροντας πως να εξηγησει τι συνεβαινε.
Ο αντρας κοιταξε επιμονα το μνημα.
''Αυτο σημαινει πολλα...ηλπιζα να εχω αδικο.'' ξεφυσηξε απογοητευμενος που το ενστικτο του ηταν αλαθητο.
Η κοπελα ενιωσε το αιμα να στραγγιζει απο τα ακρα της.
Δηλαδη ξερει; Για τον Σπυρο; Για την Ελενα; Για ολους;
'' Ηταν θεμα χρονου να ερθεις, απλως απεκλεισα το γεγονος να σε πετυχω, κι ας ερχομαι εδω καθε μερα.''
''Κοιτα ομως που η τυχη ειναι με το μερος σου.'' χλευασε.
''Ξερετε για...'' ενιωθε χαζη που ρωτουσε.
Γέλασε.
"Φυσικά!'' Εβαλε τα χερια στις τσεπες και σοβαρεψε παλι κοιτωντας την φωτογραφια.
''Οταν γνωρισα τον Σπυρο, θυμαμαι οτι προσπαθησα αρκετα να τον κανω να με συμπαθησει, ξερεις...για χαρη της Νεφελης.'' κουνησε το κεφαλι του αποδοκιμαστικα.
''Το ειχα υποψιαστει...τον χειμωνα πριν τελειωσει το υποψιαστηκα. Πρεπει να ηταν στα τελευταια τους τοτε. Η Νεφελη εκανε ενα μεγαλο ρεβεγιον και η Ελενα εφερε μαζι τον συνονωματο, δεν θα ξεχασω εκεινο το δευτερολεπτο που ο Σπυρος τους κοιταξε, πριν φυσικα προσποιηθει ενα χαμογελο...''
Την κοιταξε. Τα ματια του ηταν γαλαζια, καπως θολα και σιγουρα ξεβαμμενα.
''Ηταν σαν να ειχε πεθανει κατι μεσα του, σαν να το ειχε σκοτωσει με τα ιδια του τα χερια και να το ειχε θαψει. '' η γλαφυρη περιγραφη του την εκανε να αναριγησει.
''Μου εμεινε τοσο εντονα, που θα ηταν αδυνατον να μην το ξεχωρισω, οταν το ειδα πριν τρεις μηνες στην εκδηλωση, αυτη τη φορα κοιτωντας εσενα.''
Ενα ριγος σαρωσε τα παντα στο περασμα του απο την κορυφη εως την βαση της σπονδυλικης της στηλης. Ηθελε να κλαψει.
''Οταν βγηκε το βιντεο, θυμαμαι του μιλησα. Σχεδον σοκαριστηκα απο το ποσο ηρεμος ηταν, σαν να μην ειχε αλλη επιλογη, σαν να ηταν τα χερια του δεμενα!''
Ο Πετρος στο απυθμενο λευκο του μνηματος ειχε σκαλισμενες αναμνησεις.
Λιγο μετα την κηδεια, τον ειδε να στεκεται πανω απο το μνημα, η Εβελινα και η Νεφελη στα εικοσι μετρα!
Τον εξοργισε το θρασος του, οχι πιο πολυ απο οτι τον τρομαξε ομως.
''Η αληθεια θα φανει. Το οτι σε καλυψα δεν σημαινει τιποτα.'' ειχε γρυλισει τοτε, κατω απο την ανασα του.
Ο Δελης φορουσε μαυρα γυαλια ηλιου, αλλιως θα φαινοταν το σπινθηροβολο βλεμμα του, μειδιασε.
''Το οτι με καλυψες σημαινει πολλα, ειδικα για εσενα Πετρο. Για αρχη, ξερω οτι θα το ξανακανεις.'' τον διαβεβαιωσε, κανοντας τον εξαλλο.
''Με την πρωτη ευκαιρια θα σε ξεμπροστιασω, στο υποσχομαι.''
Αυτη την φορα δεν συγκρατηθηκε, γελασε πικρα.
''Ο χρονος θα με δικαιωσει.''
Ηταν η σειρα του Πετρου να χαμογελασει ειρωνικα στην αναμνηση του.
Ειχε δικιο αναθεμα!
''Δεν το εχεις πει στον Ορεστη.'' συμπεραινει.
Η Κυβελη δεν απορει με αυτο. ''Ξερει για την σχεση μου με τον Σπυρο, αλλα οχι για την Ελενα, υποθετω αυτο θα αλλαζε πολλα σε σχεση με την Ιασμη.''
Ο Πετρος γουρλωνει τα ματια και κοντοστεκεται. Για λιγο δεν πιστευει στα αυτια του.
Ξερει;
Την κοιτα, τον τροπο που φυσιλογικα, υποτονικα σχεδον ανεφερε το ονομα της κολλητης του γιου του.
''Ο Ορεστης θα θελησει να τον καταστρεψει.'' προφερει απαλα. Η Κυβελη κοντοστεκεται και σηκωνει το βλεμμα απο το χωμα.
Η λεξη 'καταστρεφω' δεν ταιριαζει στον Ορεστη. Ο Ορεστης ειναι μουσικος, καλλιτεχνης. Ειναι υπομονετικος, αστειος και μερικες φορες παιδακι.
Ο πατερας του, σαν να διαβαζει το μυαλο της, της απαντα.
''Ο Ορεστης εχει τις γνωριμιες που θα μπορουσαν να τον βγαλουν απο τον χαρτη, μια για παντα.'' την διαβεβαιωνει
Ο Ορεστης ολα αυτα;
''Νομιζω δεν ξερεις με ποιον εχεις σχεση.''
''Με τον Ορεστη...'' η φωνη της σβηνει.
''Με τον Ορεστη Νικολαϊδη, που στα 16 του εκανε ψιλη κουβέντα με πρέσβεις της Αμερικής και στα 17 του παρασημοφορήθηκε από την βασίλισσα της Αγγλίας." Καυχαζει, σαν να μην το πιστεύει ούτε ο ίδιος.
"Ένα τηλεφώνημα του αρκεί για να λήξουν τα πάντα " ψιθυριζει.
Και τοτε γιατι δεν τον κανει;
"Αυτό δεν θα έδινε λύση στα πάντα ;" ρωτα για να σιγουρευτει.
"Πώς ...θα έδινε. Και θα το έκανε δίχως δεύτερη σκέψη"
"Αλλά;"
Ο αντρας που οσο περισσοτερο παρατηρει, τοσο περισσοτερο της θυμιζει τον Ορεστη την κοιτα"Μαζί με τον Δελή θα πέσω κι εγώ "
Σιωπη στο κοιμητηριο. Στο μυαλο της ακουγεται ενα 'κλικ' σαν να βλεπει νοητα ενα ακομα κομματι να ολοκληρωνει την θολη της εικονα.
" Τον στήριξα όταν οι υποψίες έπεσαν πάνω του. Αν σπηλωνοταν το όνομα του έπεφτε ολόκληρη η εταιρία στα τάρταρα. Δεν θα έχανα μόνο εγώ την δουλειά μου. Αλλά και πολλοί άλλοι. Κι επειτα, ηταν η Νεφελη..." εμμενει σε αυτο.
''Οποτε το καλυψαμε...και αν με ρωτας, καθε μερα που περναει το μετανιωνω.''
''Οταν επαθε ο,τι επαθε η Ιασμη γιατι δεν...''
''Ο Ορεστης ξερει οτι ξερεις για την Ιασμη;'' την κοβει, σαν μολις εκεινη την στιγμη να ειχε συνειδητοποιησει τι εχανε.
Η Κυβελη ξεροβηξε.
''Ο Γιαννης μου το ειπε, καπως δηλαδη, μολις εκανα την συνδεση ομως...'' της γνεφει σαν να καταλαβαινει ποσο σοκαριστικο θα πρεπει να ηταν για την ιδια.
Κοιτουν το μνημα παλι βυθισμενοι στην σιωπη.
Η κοπελα δεν ξερει τι να πρωτονιωσει.
''Ειναι αδικο παντως να μην το μαθει, ισως ειναι το κλειδι για την δικαιωση της Ελενας.''
Ο αντρας διπλα της ανασηκωνει τους ωμους.''Ετσι ειναι αυτα''
Η απαντηση του την εξοργιζει! Μα δεν μπορει να το δειξει, οποτε απλως γνεφει.
Ετσι ειναι αυτα.
''Ξερω τι σκεφτεσαι Κυβελη.'' θελει να τον βγαλει λαθος.
Δεν εχεις ιδεα.
''Γιατι δεν την σταματησα...αφου ηξερα για τον Δελη.''
Αποφευγει να τον κοιταξει.
''Η Ελενα ερωτευτηκε εν τελει καποιον αλλον, αλλα πιστεψε με...ο,τι και να σου ειπαν, η Σιλια μαντευω, τον Σπυρο τον ηθελε, το εβλεπες στα ματια της. Τον ποθουσε και ηταν εξαρτημενη απο την μεταξυ τους σχεση. Προσπαθησα καποια στιγμη να την πλησιασω διακριτικα και να της μιλησω, αρνηθηκε τα παντα. Μα δεν γινοταν να το κρυψει, απο εμενα τουλαχιστον''
Κανοντας ενα βημα πισω πηρε βαθια ανασα. Μπροστα της δεν βρισκοταν απλα ενα μνημα, αλλα το απολυτο χαος. Το ενα μυστικο μεσα στο αλλο, και το χειροτερο; Ειχε μολις γινει αναποσπαστο μερος αυτης της αλυσιδας!
Νιωθει το χερι του να ακουμπα διστακτικα τον ωμο της.
''Το να σου πω να μην μιλησεις νομιζω ειναι περιττο. Αλλα πριν το κανεις, αναλογησου τις συνεπειες. Η Ελενα θα μεινει νεκρη, η Ιασμη θα παλευει ακομα με τα προβληματα της, οι μονοι που θα πληγωθουμε θα ειμαστε εμεις. '' η κυνικοτητα του μπηγεται σαν μαχαιρι στην καρδια της.
Στην επιστροφή καθισε πισω πισω στο λεωφορειο και εβαλε ακουστικα.
''Ετσι ειναι αυτα.'' της ειχε πει ο Πετρος. Την νευριασε πολυ, μα η φραση του αυτη συνειρμικα κολλησε στο υποσυνειδητο της.
Στο αδειο μου το σπιτι θα κλειδωθω.
Κανεις να μην χτυπησει, δεν ειμαι εδω.
Τραβαω τις κουρτινες ν αλλαξω σκηνικο
Μεγαλες οι ευθυνες να σε σκηνοθετω.
Παιρνω αποσταση και λεω πως σε μισω
Σχεδον αποφαση εκτος που σ 'αγαπαω.
Ετσι ειναι αυτα.
Στο αδειο μου κρεβατι
θα σε σκεφτω.
Σαν να χρωστας σε κατι, παιζεις κρυφτο.
Την πορτα θα ασφαλισω θα λυσω τα σκυλια.
Τα ματια μου να κλεισω να δεσω τα φιλια.
Παιρνω αποσταση και λεω πως σε μισω.
Σχεδον αποφαση εκτος που σ'αγαπω.
Δεν μπορουσε να βρει την συνδεση. Σαν να μην καταλαβαινε, να μην ηξερε. Κι ας γνωριζε πλεον πολλα.
Κι ολα αυτα..για λιγους μηνες μαζι του;
Κι αν κατι χανω;
Μια δυσπνοια τυλιξε το στηθος της σε φλογες που εγλυφαν τα σωθικα της.Πνιγοταν. Η μασκα δεν αφηνε το οξυγονο να φτασει σε εκεινη. Κατεβηκε δυο στασεις πριν και περπατησε στον ηλιο.
Σταματησε στον αγαπημενο της φουρνο και πήρε ένα κουτί με ρολά κανέλας. Σαν να προετοιμαζοταν για κατι που δεν ηθελε να κανει.
Μεγαλες οι ευθυνες...να σε σκηνοθετω.
Όταν μπήκε μέσα στο διαμερισμα, κατακοπη και προβληματισμενη, είδε τον Ορέστη αναμαλλιασμενο να πίνει καφέ στην κουζίνα . Την κοίταξε εξεταστικα απο πανω μεχρι κατω.
"Που ήσουν ;" η βραχνη φωνη του και το γλυκο αρωμα του καφε που ειχε πλυμμηριζει το σπιτι της προκαλεσαν μια ανεξηγητη αναγκη να τον πλησιασει.
"Πήγα να παραλάβω εκτάκτως κάτι έγγραφα από το γραφείο " εφτασε απεναντι του, σηκώθηκε στις μύτες και ακούμπησε τα χείλη της πάνω στα δικά του. Η κανελα εσβησε την φωτια στο στηθος της.
"Τι έχεις εκεί ;" Η προσοχή του στράφηκε στο κουτί στα χερια της, το οποίο μόλις άνοιξε έκανε σαν μικρό παιδί. Λαίμαργα άρχισε να καταβροχθίζει το πρώτο, γερμενος στον παγκο.
Εμεινε να τον κοιταζει, γεματη τυψεις, αγχος και προσμονη.
Ο Ορεστης σαν να το θυμηθηκε αξαφνα, την κοιταξε εξεταστικα.
"Τι ήθελες να μου πεις χθες ;" την ρώτησε με το στόμα γεμάτο.
Πες του το!
Τι και αν ειστε μαζι λιγους μηνες μονο ακομα;
Τι και αν φευγει;
Ειναι το σωστο!
Καντο!
Πηρε βαθια ανασα.
"Τίποτα. Δεν ήταν κάτι σημαντικό" του χαμογέλασε γλυκά και πήρε μια μπουκιά από το δικό της ρολο.
Ετσι ειναι αυτα ακουσε τον Πετρο να της ψιθυριζει. Μορφασε.
Δεν θα του έλεγε ποτέ τι συνέβη πραγματικά εκείνο το πρωι,ουτε τι εμαθε το προηγουμενο βραδυ.
Για το καλό του υπέγραφε ένα κοινωνικό συμβόλαιο εχεμύθειας με τον ίδιο τον διάβολο.
Ωφελιμιστικος φιλελευθερισμός. Θυμάσαι;
-------------------------------------------------------------
25 Μαρτίου
600 νέα κρούσματα.
"Οπότε αγαπητά μου παιδιά συμπεραίνουμε εύλογα ότι όσον αφορά τις ειδικές αιτίες άρσης του άδικου ...-"
Άντε πάλι.
Η διαπεραστική δυνατή μελωδία του βιολιού την τρελαινε.
Και του το είπα!100 φορές του το είπα!
Έχω μάθημα. ΜΆΘΗΜΑ.
Ο υπερηλικας στην οθονη μπροστα της ανελυε πρακτικο στη συνθεση ποινικου και ο νεαρος στο σαλονι επαιζε με την υπομονη της, εδω και δυο ωρες.
Οι μερες τους ηταν γεματες καβγαδες. Κι ενω μεχρι πριν τρεις μερες η κοκκινομαλλα δυσανασχετουσε με την αρνηση του Ορεστη να μαθει να βαζει πλυντηριο ρουχων με την δικαιολογια οτι εχει την μαμα του, πλεον, με οκταωρα διαδικτυακων μαθηματων, η ηχορυπανση του την εβγαζε εκτος εαυτου.
Εκλεισε με κροτο το λαπτοπ, βγαινοντας απο το -ηδη ανυποφορο- μαθημα, και με μεγαλες δρασκελιες προχωρησε θυμωμενη στον διαδρομο.
Και τον βρηκε ακριβως εκει που τον ειχε αφησει, οπως ακριβως τον ειχε αφησει. Με φουτερ και φορμα, στο σαλονι, να παιζει βιολι, με την τηλεοραση ανοιχτη σε ενα παιχνιδι αμερικανικου ποδοσφαιρου στην διαπασων, ενω παραλληλα στο ραδιοφωνο επαιζε αλλη μουσικη.
Εχει τρελαθει τελειως;
Διχως καν να το σκεφτει κινηθηκε προς το συνθετο και εκλεισε το ραδιο.
''Με κοροιδευεις;'' αναφωνησε βλεποντας τον να κοιτα παραξενεμενος σαν μολις να την ειχε αντιληφθει στον χωρο.
Τολμα να το παιζει και ανηξερος;
''Λογω τιμης οχι.'' χαμογελαει και στηλωνει το βλεμμα παλι στην τηλεοραση, συνεχιζει να παιζει.
''Ορεστη ελεος! Ενα πραγμα σου ζητησα!'' ανεβασε τον τονο της φωνης της και ο νεαρος ξεφυσηξε, χωρις να της δινει σημασια ομως συνεχισε να παιζει.
Η ενταση της στιβαζοταν μερες τωρα.
Με καθε ακαταστασια του, με την αναισθησια του, με την ταση του να ξυπναει μεσημερι και αλλα πολλα εβαζε αλλο ενα λιθαρακι στο βουνο του εκνευρισμου της.
''Βασικα μου ζητησες περιπου 100 πραγματα.'' μουρμουρισε και στηριξε παλι το βιολι κατω απο το σαγονι του.
Αρχισε να δαγκωνεται.Ο εγκλεισμος της φαινοταν ηδη ανυποφορος, οντας παιδι της πολης και συνηθισμενη στο να λειπει απο το σπιτι 9 με 12 ωρες , ενιωθε οτι καθε μερα ηταν ιδια, και περνουσε βασανιστικα αργα.
''Μπορεις να σταματησεις για λιγο; Σου μιλαω.'' απαιτησε.Της χαμογελασε και συνεχισε να παιζει, αυτη την φορα πιο εντονα.
''Αν σταματουσα να παιζω καθε φορα που μιλουσες τοτε θα ειχα ξοφλησει.''
Αναψοκοκκινισε καθως η ενταση της αυξανοταν.
''Εισαι...εισαι...'' εσφιξε τις παλαμες της και προσπαθησε να μην τσιριξει.
Δεν της εδωσε καμια σημασια και εσμιξε τα φρυδια παρακολουθωντας την πασα στο ποδοσφαιρο που μαλλον δεν πηγε καλα.
''Και ελεος πια με την τηλεοραση οταν παιζεις! Τι την θες;''αγανακτισε και κοιταξε τριγυρω για το τηλεκοντρολ.
''Εχω μια θεωρια.'' μουρμουρισε ανεβαζοντας κι αλλο τον ρυθμο.
''Προσπαθω να κανω πολλα πραγματα ταυτοχρονα οταν παιζω. Να παρακολουθω κατι με ενδιαφερον και να ακουω παραλληλα κατι που να με αποσπα, για να μπορει να λειτουργει το μυαλο μου υπο δυσμενεις συνθηκες.''
Αυτο της εκλεισε το στομα. Τον κοιταξε σοκαρισμενη.
Οριστε;
Χαμογελασε αυταρεσκα στο ποσο ευκολα την αποστομωσε.
''Θελω να διαβασω, πρεπει να σταματησεις για λιγες ωρες.''
Εδειξε να το σκεφτεται.
''Γιατι δεν πας για τρεξιμο καλυτερα;'' αντιπροτεινε.
''Για τρεξιμο;''
"Ναι ... εκοψες αποτομα το γυμναστηριο και...δεν ξερω...'' πνιγει ενα γελακι και κοιτα την παρτιτουρα μπροστα του, για εκεινο το σημειο που μαλλον τον δυσκολευε.
Ο υδραργυρος χτυπησε αποτομα κοκκινο! Αν ηταν καρτουν θα εβγαζε καπνους απο τα αυτια.
''Μου λες οτι χρειαζομαι γυμναστηριο; Οτι εχω παχυνει;ΕΕ;;''υστεριαζει.
''Βασικα εσυ το ειπες...και εχεις παντα δικιο, ετσι δεν λες;'' την κοιτα με ενα μειδιαμα ξεροντας ηδη την αντιδραση της.
Μην τον χτυπησεις Κυβελη...μην προσθεσεις ενα ακομη κρουσμα στην λιστα περιστατικων ενδοοικογενειακης βιας. Πηρε βαθια ανασα, προσπαθησε να χαμογελασει χαλαρη. Απετυχε παταγωδως. Την ειχε πιασει πονοκεφαλος απο την ενταση στην οποια βρισκοταν.
''Εισαι βλακας!'' του γυρισε την πλατη και εφυγε στον διαδρομο, καταφερνοντας να μην του πεταξει κατι οταν τον ακουσε να γελαει.
Εβαλε κολαν και ενα τα αθλητικα της, απαξιωσε για το φουτερ του, επειδικτικα πεταμενο στο κατω μερος του κρεβατιου, και εβαλε ενα μπλουζακι μαζι με αντιανεμικο μπουφαν.
Βγηκε εξω μες τα νευρα, γιατι το 13033 αργουσε να απαντησει στο μηνυμα της, κι ο Ορεστης φυσικα δεν ειχε χαμηλωσει ουτε λιγο την ενταση της μιας ενασχολησης του.
''Φευγω.'' του ανακοινωσε και πριν προλαβει να της μιλησει εκλεισε με δυναμη την πορτα πισω της ακουγοντας τον στιγμιαια να πνιγει ενα γελιο. Στην σκαλα ειδε, ποια αλλη; Την κυρια Ριτσα! Μα το πιο γελοιο ηταν αυτο που την συνοδευε, γαντια για πλυσιμο πιατων και ειδικη μασκα.
Θεε μου τι ζω εδω μεσα.
''Γεια σας κυρια Ριτσα.'' μουρμουρισε και πατησε το κουμπι του ασανσερ, εβαλε τα ακουστικα της για να μοιαζει βιαστικη, αλλα η γυναικα δεν εδειχνε να καταλαβαινει.
''Ετσι θα βγεις εξω;''την ρωτησε υποτιμητικα, χωρις να εγκρινει την ελλειψη μασκας.
''Τι να κανω κυρια Ριτσα; Να ντυθω αστροναυτης;'' απαντησε μη μπορωντας να ελεγξει τον εκνευρισμο της.
''Κι αν κολλησεις κατι; Και το φερεις εδω μεσα; Και κολλησω κι εγω μετα;''
Ειναι αραγε στις ευπαθεις ομαδες;
Την κοιταξε απο πανω μεχρι κατω, δεν εμοιαζε να ξεπερναει τα 65.
''Καλυτερα να μην ερχεστε σπιτι αυτες τις μερες, μην το διακινδυνευσετε!'' χαμογελασε πιο πολυ απο οτι επρεπε στην λαμπρη ιδεα της.
''Καλε τι λες! Θα φοραω την μασκα μου μην ανησυχεις! Ασε που μπορουμε να μιλαμε και απο το μπαλκονι, ή να κανουμε βιντεοκληση και-'' το ασανσερ ευτυχως ηρθε.
''Κυρια Ριτσα πρεπει να φυγω! Θα τα πουμε οταν γυρισω. Ωραιες ιδεες.'' ανοιξε την πορτα και κακην κακως μπηκε μεσα.
Και αρχισε να τρεχει, νευρικα, ενοχικα και εκνευρισμενα.
---------------------------------------------------------------------------------------------
Η ωρα ηταν 11.30 το βραδυ. Η Φαιη ειχε αρχισει να νοσταλγει την τακτικοτητα της κολλητης της και βαριοταν την σειρα που εβλεπε.
Μα τι αλλο να εκανε;
Να διαβαζε; Δεν ειχε το μυαλο να το κανει στην παρουσα φαση.
Να μαζευε; Δεν το ειχε μεσα της αυτο.
Να βγει για γυμναστικη; Δεν θα εκανε αυτα που κοροιδευε.
Οποτε καθισε στην αδρανεια της, προσπαθωντας να μην σκεφτεται οτι ο Γιαννης ηταν μολις εναν οροφο μακρια.
Της ηταν αδυνατον. Σχεδον φυσικα ειχε την ταση να μπαινει στην συνομιλια τους, να παταει την επαφη του, να περιμενει να κατεβει σε ανυποπτο χρονο με βιβλια για να διαβασουν μαζι.
Ησυχια στην πολυκατοικια, ησυχια και στην γειτονια τους. Αναμεσα τους σιωπη.
Μιση ωρα αργοτερα, πειθαναγκασε τον εαυτο της οτι ειχε αναγκη να φαει κι αλλο και πως σαν 'καλη γειτονισσα' οφειλε να ρωτησει και τους πανω.
Τον πανω βασικα, γιατι το ιδιο πρωι ειχε αποχαιρετησει τον Κωνσταντινο που θα πηγαινε στο σπιτι των γονιων του για μια εβδομαδα.
Διστασε να βγει στον διαδρομο, και διστασε να ανεβει το πρωτο σκαλι. Στο τελευταιο κοιταξε πισω της.
Μηπως να γυρισω σπιτι;
Κοιταξε το κουδουνι λες και δεν το ειχε ξαναδει.
Το δαχτυλο της αιωρειτο πανω απο το κουμπι. Χαμογελασε πικρα στο ποσο αβολα ενιωθε με μια κινηση που παλιοτερα της εβγαινε φυσικα.
Η πορτα ανοιξε πριν προλαβει να φυγει ή να χτυπησει.
Ο Γιαννης που, φορωντας φορμα και φουτερ, στεκοταν στο κατωφλι, εμοιαζε εξισου απορρημενος. Τα ειχε χασει.
''Εε...'' κοιταξε διστακτικα την ξανθουλα στα ματια.
''Ο Κωνσταντινος εμ...'' δεν μπορουσε να αρθρωσει κουβεντα.
''Ναι εφυγε. Το ξερω. Για σενα ηρθα, αλλα βλεπω οτι φευγεις οπότε-'' δεν περιμενε καν να τελειωσει.
''Οχι καμια σχεση! Μεχρι τον Ορεστη θα πηγαινα! Αλλα βαριομουν ετσι κι αλλιως. Τι ηθελες;'' της χαμογελασε δειλα, γεματος προσμονη και ελπιδα.
''Δεν ηθελα κατι...εμ...να, απλως επειδη ημουν μονη μου και ελεγα να παραγγειλω, σκεφτηκα μηπως ηθελες να...'' η φωνη της εσβησε, ειχε κοιταξει οπουδηποτε αλλου, εκτος απο το προσωπο του.
Ο Γιαννης μονο που δεν χοροπηδησε απο ευτυχια.
''Φυσικα!!''αναφωνησε πιο δυνατα απο οτι επρεπε, ευτυχως το καταλαβε και ηρεμησε.
''Θες εδω; Ή κατω; Πιτσα; Σουβλακια; Μεξικανικο;'' ηταν πλεον γνωστο οτι οταν αγχωνοταν ειχε την ταση να φλυαρει.
Η Φαιη χαμογελασε σε αυτο.
''Κι εδω αν θες, δεν εχω θεμα. Λιγουρευομαι πιτσα.'' του απαντησε καπως πιο μαζεμενα, και εκανε ενα βημα προς τα μεσα.
Σιγουρα πιο τακτοποιημενο απο το δικο μου.
Ο Γιαννης εβγαλε αμεσως τα παπουτσια και το φουτερ του και εσπευσε να κλεισει την πορτα, πριν η κοπελα το μετανιωσει και φυγει.
''Ειχα ορεξη και για ταινια, αν θες μπορουμε να συνεχισουμε την σειρα που ειχαμε αρχισει πριν την καραν-''
Τον διεκοψε στα μισα.
''Γιαννη.''υψωσε το χερι της αναμεσα τους.
''Χαλαρωσε, δεν γινεται τιποτα εδω'' του εκανε νοημα αναμεσα τους.
''Ηρθα φιλικα.'' λεει διχως να μπορει να κρυψει ενα μειδιαμα. Ουτε η ιδια δεν το πιστευε.
''Ηρθες φιλικα...'' επαναλαμβανει κι ο ιδιος σαν υπνωτισμενος.
Κοιτιουνται για λιγο. Η κοπελα γνεφει σαν να θελει να τον πεισει για τα λογια της, κι ο μελαχρινος της γειτονας σηκωνει τα χερια ψηλα ως ενδειξη οτι παραδινεται.
Η Φαιη καθισε στην μερια της στον καναπε πιανοντας το τηλεκοντρολ, ενω ο Γιαννης βολευτηκε στην πολυθρονα.
Ανοιξε το κινητο του και μπηκε στην εφαρμογη.Παρηγγειλε μια special με εξτρα πιπερια, χωρις να την ρωτησει, ενω εκεινη, μηχανικα πατησε την σειρα που ειχαν αφησει στη μεση. Οταν το συνειδητοποιουν παγωνουν αποφευγοντας να κοιταχτουν.
Μα στο τελος δεν κρατιουνται. Η ξανθουλα του σκαει ενα χαμογελο, εκεινο που του χαριζε τα πρωινα οταν ξυπνουσαν μαζι, ή οταν τον εβλεπε μετα απο καιρο.
Ειχαν οντως καιρο να ειδωθουν αληθινα...
--------------------------------------------------------------------------------
''ΑΝ ΤΗΣ ΞΑΝΑΣΤΕΙΛΕΙΣ ΘΑ ΣΟΥ ΣΠΑΣΩ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΛΟ ΠΟΔΙ! ΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;'' η Ερμιονη ωρυεται και ο Βασιλης δεν παει πισω.
Εκανε το λαθος να αφησει το κινητο του εκτεθειμενο οσο εκανε μπανιο, μια αρκετα λανθασμενη κινηση αν αναλογιστει κανείς το τι ειχε μεσα.
''ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΟΥ ΕΙΣΑΙ ΠΑΛΑΒΗ; ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΖΗΤΗΣΑ! Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ !!''
''Και οταν ζητας σημειωσεις αρχιζεις με <<Γεια σου κουκλα>> ;'' κρατα το κινητο του μπροστα του και τρεμει απο οργη.
Ο φιλος της στριφογυριζει τα ματια, εκνευρισμενος απο την παιδιαστικη συμπεριφορα της.
''Ναι, αν ειναι να της στελνω μονο για σημειωσεις πρεπει να γινομαι καπως δημιουργικος, εκτος αν προτιμας να την πηδηξω! Οπως εσυ τον Νικο!''
Η μελαχρινη με νευρα κοκκινομαλλας σφιγγει τα δοντια, του πετα το κινητο στον καναπε διπλα και κινειται προς το υπνοδωματιο στον διπλα χωρο.
''Αντε γαμησου Βασιλη!!'' φωναζει και κλεινει την πορτα πισω της με κροτο.
Ανασαινει βαρια, καθε φορα που τσακωνονται, ολο και πιο βαρια, σαν να μην μπορει να ελεγξει το στηθος της που βραζει και πυρακτωνεται.
Το ξυλο απο πισω της τρανταζεται.
''Ανοιξε! Τελειωνε!'' απαιτει νευριασμενος.
Τρεμει ολοκληρη.
Οταν ζουσαν χωριστα με καθε τους καβγα συνεπαγοταν και η φυγη καποιου απο το σπιτι. Η καθημερινη τριβη αντι να τους βαζει φωτια τους εκαιγε ζωντανους.
Ανασαινει αναμεσα στα πεντε ακομα χτυπηματα. Τον ακουει που βλαστημα.
Τα βηματα του απομακρυνονται, η μπαλκονοπορτα ανοιγει και κλεινει με κροτο.
Θα παει να καπνισει...ή να παρει τηλεφωνο την Εμμα;
Κλεινει το φως του δωματιου και στο σκοταδι βρισκει την ηρεμια της.Βουρκωνει.
Ο χρονος δειχνει μερικες φορες πιο πολλα απο οσα πιστευουμε, ελπιζουμε και φοβομαστε οτι θα δειξει.
---------------------------------------------------------------------------
Η Κυβελη γυριζει επιτηδες αργα, για να τον ανησυχησει. Δεν απαντησε στις τρεις κλησεις του, οποτε ετοιμαστηκε για καποιο δειγμα εγνοιας.
Οταν ανοιξε την πορτα το πρωτο πραγμα που μυρισε ηταν κοτοπουλο και μυρωδικα, ενα αρωμα που εκανε το στομα της να υγρανθει αποτομα.
Προχωρησε δειλα προς τα μεσα.
Ψηλαψισε την τσεπη της για να βρει το κινητο της.
Θα καλεσω την αστυνομια, καποιος εκανε διαρρηξη και μαγειρευει!
''Δεν δαγκωνω δικηγορινα...ελα μεσα!'' η φωνη του γεμιζει τον χωρο.
Ω...Θεε μου!
Ηταν ημιγυμνος, το μαυρο μπασκετικο σορτσακι του επεφτε χαλαρα στους γοφους του και ειχε μια ασπρη πετσετα πεταμενη πανω στον ωμο του.
Το κοτοπουλο ξεροψηνοταν στο τηγανι και σε ενα μεγαλο μπολ διπλα βρισκοταν αχνιστο κοκκινο ρυζι, που μαλλον ειχε περιλουσει με κοκκινη σαλτσα, παπρικα και πιπερι. Μια λευκη συσκευασια σος βρισκοταν εξω απο το ψυγειο και λιγη ντοματα ψιλοκομμενη περιμενε να γεμισει τα φυλλα τορτιγιας.
''Βαριομουν, και αποφασισα να κανουμε Μεξικανικη βραδια.'' της ανακοινωσε και σηκωσε το κεφαλι του απο αυτο που τηγανιζε.
Οι μπουκλες του ειχαν μακρυνει ελαφρως και αναπηδουσαν ευθυμα, τα λακκακια στο αθωο παιχνιδιαρικο χαμογελο του την εκαναν σχεδον να ξεχασει με τι νευρα εφυγε.
Να, που τωρα ονειρευοταν να γλυψει εκεινη την λευκη σαλτσα απο τους κοιλιακους του.
Πρεπει να κοιτουσε σαν ξελιγωμενη γιατι ο Ορεστης γελασε.
''Θα στεκεσαι εκει να με χαζευεις ή θα συρεις τον κωλο σου εδω να μου κανεις παρεα;''
Θα ερθω εκει και θα σε πνιξω βιολιστη της κακιας ωρας.
''Πρεπει να κανω ντουζ...ερχομαι'' μουρμουρισε αδεξια και σχεδον ετρεξε στον διαδρομο.
Με μια σκουρα μπλε φαρδια μπλουζα του, την γκρι της φορμα και τα μαλλια πιασμενα ατημελητα ψηλα, εκανε την εμφανιση της δεκα λεπτα αργοτερα, οταν ο Ορεστης ζεσταινε τις λεπτες πιτες στον φουρνο.
Σταθηκε στην μεση της κουζινας.
''Τι να κανω;'' κοιτωντας γυρω της το μονο που ειδε ηταν ετοιμα πραγματα.
Καυχασε.
''Ωωω μωρο μου... σου εχω αφησει την σπεσιαλιτε σου, μαργαριτες!'' κοροιδεψε και η δικηγορινα τον αγριοκοιταξε.
''Δεν ξερω να φτιαχνω.'' του δηλωσε.
''Εχω την λευκη τεκιλα και το λικερ στην καβα. '' δεν της εδωσε καμια απολυτως σημασια και ακουμπησε το κοτοπουλο στην βαση κοπης για να το κοψει κομματακια.
Με τα πολλα βρηκε μια συνταγη στο ιντερνετ και ακολουθωντας τις οδηγιες αρχισε να βαζει σε ενα σεικερ τον παγο και το αλκοολ.
''Πως σου ηρθε το σημερινο;'' τον ρωτησε λιγη ωρα μεσα στην σιωπη αργοτερα.
Ανασηκωσε τους ωμους του και δοκιμασε λιγο απο το κρεας.
''Δεν ξερω, υπο αλλες συνθηκες θα ειχα φυγει διημερο στο εξωτερικο τωρα, οποτε μου φανηκε καλη ιδεα.'' εκοψε αλλο ενα κομματακι και το εφερε μπροστα της.
Τον κοιταξε, στο μυαλο της εφερε τις πιθανοτητες να παθει σαλμονελα.
Το υφος του, γαλαζοπρασινο και πειστικο, την εκανε να μισανοιξει τα χειλη. Το κοτοπουλο ηταν απιστευτα μαλακο, και με την πρωτη πιεση γεμισε το στομα της ενα υπεροχο ζουμι.
Μουγγρισε ασυναισθητα κανοντας τον να χαμογελασει περηφανος και να της κλεισει το ματι.
Της εκανε νοημα να καθισει στην υπερυψωμενη καρεκλα του παγκου. Εκεινη παιρνωντας δυο ποτηρια για κοκτειλ, λαιμ και αλατι, αρχισε να σερβιρει, κοιτωντας παραλληλα στα κλεφτα τι εκανε.
''Θα τα κανω με λιγα λιπαρα, μην παει χαμενο ολο το τρεξιμο.'' την κοροιδευει και εκεινη αναφωνει.
''Κουραστηκα οντως ξερεις!'' τον χτυπησε στον ωμο, μα χαμογελουσε.
''Βαλε λιγη μουσικη, οχι αηδιες, και ελα να φας.'' την διεταξε, καθως επιδεξια τυλιγε το ρυζι το κοτοπουλο και ολα τα υπολοιπα με μια τορτιγια.
Η Κυβελη ηπιε μια γερη γουλια απο το το ποτο που εφτιαξε -καπως πιο δυνατο μαλλον- και πατησε εναν τυχαιο σταθμο στο ραδιοφωνο, εκεινον που ο Ορεστης ακουγε πριν φυγει.
Απαλη τζαζ εφτασε στα αυτια της και το λαιμ εκαψε εκεινη την μικρη πληγη στο κατω χειλος της, υπαιτιος της οποιας ηταν ο αντρας στην κουζινα.
Τον πλησιασε και - για κοιτα να δεις!- χωθηκε στην αγκαλια του, αναμεσα στο στερνο του και τον παγκο. Σηκωθηκε στις μυτες, τον κολλησε πανω της και συνεθλιψε τα χειλη της με τα δικα του, σε ενα φιλι με αρωμα τεκιλα, λαιμ και κοτοπουλο.
Ο βιολιστης αιφνιδιαστηκε, μα δεν εχασε ευκαιρια, ακουμπωντας τις παλαμες του στα οπισθια της την σηκωσε πανω του.
Η Κυβελη τσιριξε.
''Τι κανεις;;'' περιμενε να την ακουμπησει καπου, μα εκεινος την φιλησε παλι, και αρχισε να βγαινει απο την κουζινα.
''Ορεστη που πας;;'' εσπασε για δευτερη φορα το φιλι τους οταν μπηκαν στο υπνοδωματιο. Εκεινος την αγριοκοιταξε και την πεταξε ανασκελα στο κρεβατι, σκαρφαλωνοντας απο πανω της.
''Θα καψουμε οσα θα φαμε μωρο μου.'' της ανακοινωσε.
''Μα θα κρυωσουν!'' παραπονεθηκε οταν μια μπουκλιτσα του γαργαλησε τον λαιμο της, φιλησε απαλα το σημειο κατω απο το σαγονι της και ρουφηξε λιγο πιο εντονα.
''Ορεστη-Αχ'' κατεβηκε λιγο πιο κατω, το καυτο του δερμα κολλησε πανω στο δικο της και την ελιωσε.
Μια ωρα αργοτερα, γυμνοι και ξεθεωμενοι, ετρωγαν παγωμενο μεξικανικο στην κουζινα, πινοντας μαργαριτες, η μουσικη επαιζε ακομη χαμηλα, και ο Ορεστης την ταιζε αναμεσα απο φιλια.
Κι ηταν απλως μια Τεταρτη.
Κεφάλαιο υπ'αριθμον 36: Τι μου έμαθε.
Οποτε, μια Δευτερα πριν παω στην σχολη μου είπε ότι μου πάει πολύ εκείνο το κραγιόν πάνω μου ... οπότε εβαλα το κραγιον και το αρωμα μου.
Μια Τριτη μου αγορασε το αγαπημενο μου γλυκο χωρις λογο.
Μια Τεταρτη πρωι μου έφτιαξε καφε στην αγαπημενη μου κουπα ακουγοντας μουσικη στην διαπασων.
Μια Πεμπτη πηγαμε σινεμα και το βραδυ διαβασα 50 σελιδες απο το βιβλιο μου.
Μια Παρασκευη εβαλα το αγαπημενο μου φορεμα και περπατήσαμε αγκαλια στην Πλακα.
Το Σαββατο ηρθε, και δεν περιμενα τιποτα να με ανταμειψει.
Η Κυριακη ξημερωσε και δεν με επιανε θλιψη οταν εληγε αδοξα.
Τα Χριστουγεννα τα ζουσα αλλιως, και τις διακοπες μου συνετα.
Μην περιμενεις την ιδανικη στιγμη.
Ζησε καθε λεπτό σαν να ειναι εκεινο που περιμενες και καθε μερα σαν να ειναι το 'Μηδεν' μιας μεγαλης αντιστροφης μετρησης.
Και υστερα, σε μια στιγμη αδεια και γκρι, κοίτα σε παρακαλω πισω σου, και θα αντικρισεις ενα σωρο πολυχρωμες μερες, φωτισμενες απο αγαπημενα πραγματα και συνηθειες.
"Μην ζεις τα Σαββατα.
Ζησε την Τριτη." είπε.
Σπασε την γυαλα.
Τα τριανταφυλλα ειναι φτιαγμενα για το οξυγονο της φθορας, το χωμα της χρησης, τον ήλιο της οικειότητας και το νερο των καθημερινων μικρων συγκινησεων.
"Μοναχα ετσι ανθιζουν." σκέφτηκα
Ciao Bellas!
Πως ειστε;
(Στο παρον κεφαλαιο περιγραφω μια αυτοκτονια. Το οτι την εχω περιγραψει με ωραιο τροπο -νομιζω- , δεν σημαινει οτι την ωραιοποιω. Γελαω που αναγκαζομαι να το γραφω αυτο, αλλα παρακαλω μην αναφερετε το βιβλιο μου! )
Ελπιζω να σας αρεσε. Η εξεταστικη μου ειναι προ των θυρων! Ευχηθειτε μου υπομονη, γιατι αν αποκτησω δυναμη θα τραυματισω σοβαρα την πρυτανη, την επιτροπη, τους εξεταστες, τον γειτονα που φτιαχνει την πορτα της εισοδου του εδω και μια εβδομαδα.
Ειδαμε σχεδον λιγο απο ολα.
Παρελθον Δελή - Ελενα
Πετρο (!!!)
Φαιη - Γιαννη...χμ...τι γινεται εδω
Ερμιονη - Βασιλη οχι και στα καλυτερα τους
Και φυσικα τα παιδια μας.
Αφιερωμενο στην Maritina17 και στην giaisbored
Κοριτσια μου μου κρατατε υπεροχη παρεα! Μερσι.
Καλη τυχη και παλι στις εξετασεις σας!
Σας αγαπω πολυ
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top