Το τέλος το ορίζεις εσύ.
Αφιερωμενο στην GinaPetraki
H περιληψη σου για το βιβλιο μου και το οτι μου δηλωσες συμμετοχη στον διαγωνισμο(!!!) απλα δεν έχω λόγια...με εκανες ερειπιο. Ηταν μια τρομερα γλυκια και στοχευμενη υπενθυμιση του ενος από τους λογους που γραφω. Δεν αρκει το ευχαριστω.
Αφιερωμενο στην Gus_Christina
Ευχαριστω πολυ για την παρεα, την συνταγη, τον ραδιοφωνικο σταθμο, τα τραγουδια,τις υπεροχες συζητησεις και την γουατπαντικη(λογω συνθηκων) φιλία.
Επισης (προς ολους) συγγνωμη που δεν προλαβαινω να διαβαζω πλεον τα βιβλια σας. Ολη μερα εχω μαθημα και διαβασμα. Μετα βιας προλαβαινω να γραψω.Σχεδιαζω να κανω ενα διαλειμμα απο το βιβλιο για να διαβασω οσα εχω στην λιστα μου και μερικα ακομα που εχω στην βιβλιοθηκη μου και δεν εχω αξιωθει να ανοιξω.
--------------------------------------------------------------------------------------------------
Ξέρεις τι είναι αγάπη; Θα σου πω. Αγάπη είναι οτιδήποτε μπορείς ακόμα να προδώσεις.
John Le Carré
Η λεξη απωλεια προερχεται απο το ρημα ολλυμι, που σημαινει καταστρεφομαι.
Θεωρω βεβαια οτι η απωλεια αυτη καθ'αυτην κρινεται στις συνεπειες της.
Απο ολα τα σταδια μεχρι την αποδοχη, πιο πολυ καιρο βρεθηκα στην αρνηση.
Σε κοιτουσα στα ματια και το μυαλο μου εσβηνε καθετι κακο.
Μου χαμογελουσες και σε συγχωρουσα.
Μου μιλησες ασχημα;Δεν πειραζει.
Με εστησες; Θα περιμενω.
Μου αφησες μια τεραστια μελανια στο χερι οπως με κρατουσες;
Θα φοραω μακρυμανικο.Και τι που ειναι καλοκαιρι;
Θα φοραω ρολοι και πεντε βραχιολια.
Εκλεινα τα ματια στον ηλιο και φωναζα οτι ειναι νυχτα.
Εκλεινα τα αυτια στις φιλες και την αδελφη μου, παρακουσα την μητερα μου.
Γιατι μπροστα σε ενα δικο σου σ'αγαπω καθετι αλλο σιωπουσε,γινοταν σταχτη.
Και τα χρονια περασαν.Μεγαλωσα λιγο, ωριμασα λιγο περισσοτερο.
Εμεινες ιδιος, απαραλλαχτος.
Σε κοιτουσα κι εβλεπα το πιο αθωο μερος του εαυτου μου.
Με ελεγες με το χαιδευτικο μου, μασουσες τις αγαπημενες μου τσιχλες και μου θυμιζες τον εαυτο μου οταν σε γνωρισα.
Γιατι μαζι σου γινομουν μια αλλη.
Δεν θα ξεχασω ποτε το αδειο σου βλεμμα.
Την αντανακλαση της απελπισιας μου πανω στην αδιαφορια σου.
Ηταν κορεσμος, ηταν τελος.
Σαν να ειχα τραβηξει τις κλωστες που μας ενωναν τοσο δυνατα, που τις εκοψα.
Πηρα βαθια ανασα, εκλεισα τα ματια και εδωσα ωθηση στα ποδια μου.
Γιατι μολις ειχε αρχισει για μενα, η ελευθερη πτωση στην κολαση.
Οσοι αγαπησαν δεν ηταν τελικα τοσο αθωοι.
Προχωραει κατα μηκος του εστιατοριου με οση αυτοπεποιθηση της εχει απομεινει. Διπλα της ο πατερας της και ενας συναδελφος του συνομιλουν καθως ο σερβιτορος τους οδηγει σε ενα τραπεζι απεναντι απο αυτο που εκεινη συντομα θα καθισει.
Εντοπιζει την μορφη του απο αποσταση.Την κοιτα ηδη.Το βλεμμα του σκουραινει οταν ο παρατηρει τον πατερα της στο κοντινο τραπεζι.Αφελως της κανει νοημα, σαν να μην το ειχε προσεξει!
Φτανει απεναντι του και μονο τοτε ενωνει τα βλεμματα τους.Αναγουλιαζει. Τα ματια της τσουζουν.
Προσπαθει να μιλησει, να της πει μαλλον οτι πρεπει να φυγουν.Αλλα του κανει νοημα να μεινει σιωπηλος.Τραβα την καρεκλα απεναντι του, στρατηγικα εχοντας πλατη στον πατερα της, καθισε.Παιρνει μια βαθια ανασα και τον κοιτα.
''Γεια σας δεσποινις Πολιτη'' της χαμογελα.
Γαμωτο.
6 Ωρες πριν.
Ο Ορεστης ξυπναει μονος του στις 14:28.
Κοιταζει το ρολοι και επεξεργαζεται λιγο την αλληλουχια των δυο αριθμων.
Η θερμη πλαι του του υπενθυμιζει οτι δεν ειναι μονος.
Σηκωνεται οσο πιο αθορυβα γινεται και ανοιγει ελαχιστα τα στορια αφηνοντας τον χειμωνιατικο ηλιο να λουσει το δωματιο στο φως.
Εκεινη ουτε που το καταλαβαινει.Σκεπασμενη μεχρι τα μαλλια και με το προσωπο αναμεσα στα δυο μαξιλαρια συνεχιζει τον υπνο της ανενοχλητη.Σχεδον εχει βυθιστει στο μεγαλο κρεβατι και την εχει καταπιει το σκουρο γκρι παπλωμα.
Ξαπλωνει παλι διπλα της.Στο κομοδινο ειναι η τσιχλες του, παντα κανελας.Τρωει αμεσως μια και ξεσκεπαζει την κοκκινομαλλα ελαχιστα.Τωρα μπορει να την κοιταξει ανενοχλητος, χωρις τις τσιριδες και την γκρινια της.
Στο προσωπο της, ολολευκο με πορτοκαλι φακιδες και γαληνιο απο τον βαρυ υπνο,διακρινει μια ενοχληση.Θα ορκιζοταν οτι η Κυβελη θα ανοιγε τα ματια απο στιγμη σε στιγμη και θα του φωναζε που αφησε το φως να την ξυπνησει.
Εμεινε στο πλαι να την περιεργαζεται.Δεν ηξερε τι να κανει.Να την φιλησει; Να την ρωτησει αν εννοουσε οσα ειπε χθες;Επιανε τον εαυτο του να αγχωνεται καπως.
Και τωρα τι;
Δεν ειναι οπως το Μπανσκο, δεν ειναι οπως καμια αλλη φορα.
Το ηξερε πλεον αυτο, το εβλεπε στον τροπο που διχως τυψεις κοιμηθηκε στην αγκαλια του.Δεν επιδιωξε το σεξ, κι αυτο του εδειχνε οτι στο μυαλο της ειχαν χρονο.
Αρα ο παντρεμενος ειναι εκτος πλανου.
Η σκεψη και μονο του προκαλουσε μια ευφορια που δεν μπορουσε να εξηγησει.Σαν να ξυπνησε καποιος πρωτογονος μεσα του που ηθελε να την απαγαγει και να την κρατησει στο σπιτι του κλειδωμενη.
Δικη μου μονο.
Αλλα θελει σχεση.
Η σκεψη αυτη πεταχτηκε μπροστα του σαν αεροσακος την ωρα της συντριβης.
Την κοιταξε παλι.Τα μαλλια της ανακατεμενα ειχαν 'χυθει' στο προσωπο και τα μαξιλαρια.Κοιμοταν μπρουμυτα και καθως κατεβαζε λιγο το παπλωμα μπορουσε να δει οτι το λευκο του φανελακι ειχε ανεβει μεχρι ψηλα στην πλατη της.
Το σκουρο μπλε προς μαυρο μποξερακι αγκαλιαζε τους γλουτους της υπεροχα και ενιωσε την αναγκη για ενα πρωινο παγωμενο ντουζ.
Εδω ειμαστε.
Περασε το χερι του μεσα απο τις μπουκλες του και σκεφτηκε τις εναλλακτικες.
Αν την ξυπνησω μπορει να με σκοτωσει,αλλα αν δεν την ξυπνησω θα χρειαστω κρυο μπανιο.
Κουνηθηκε καπως και του γυρισε πλατη, με αποτελεσμα το κολλησει πανω του.Ο Ορεστης πηρε μια κοφτη ανασα οταν ενιωσε το καυτο της δερμα να ερχεται σε επαφη με την λεπτη του φορμα.
''Δεν γαμιεται'' μουρμουρισε και περασε το χερι του γυρω απο την μεση της τραβωντας την κι αλλο προς το μερος του.Παραμερισε τα μαλλια της και πλησιασε τον λαιμο της.Μυριζε μελι και φρουτα σαν το αφρολουτρο του εκεινη την περιοδο,μα και κατι αλλο, αποκλειστικα δικο της, μυριζε Κυβελη.
Σχεδον λαιμαργα ακουμπησε τα χειλη του στο καυτο της δερμα και αφησε ενα υγρο φιλι.Καμια αντιδραση.
Μειδιασε στο ποσο βαρια κοιμοταν και φιλησε λιγο πιο χαμηλα, ρουφηξε απαλα και την γυρισε ανασκελα.Ενιωσε την ανασα της να παυει για λιγο, πριν εκπνευσει παλι, αυτη τη φορα πιο κοφτα.
Ανενοχλητος φιλα πιο χαμηλα και κατω απο τα χειλη του αισθανεται το στηθος της να τρανταζεται απο ενα γελακι που πνιγει.
Η ανακουφιση τον κατακλυζει.
Γερνει πανω της και εκεινη ανοιγει τα ποδια της για να βρεθει αναμεσα.
Ακουμπα ευγενικα τον ωμο του.Ο Ορεστης χτυπα ελαφρως τον μηρο της με τα δαχτυλα του και την κατευθυνει να σηκωθει λιγο ωστε να τυλιξει το χερι του γυρω απο την μεση της.
Σηκωνει ελαφρως το κεφαλι του προς τα πανω και συναντα το προσωπο της.
Οι μπουκλες του ειναι ανακαταμενες και τα λακκακια του συντροφευουν το παιχνιδιαρικο χαμογελο του.Τα ματια του λαμπουν .
Η Κυβελη δεν μπορει να σταματησει να τον κοιταζει.Δεν μπορει ουτε να το πιστεψει πως ξυπναει διπλα του.
''Καλημερα'' η φωνη της βγαινει βραχνη και την ιδια στιγμη ενα κυμα πονου την χτυπαει.
Ο Ορεστης στον μορφασμο της γελαει και σκυβει προς το μερος της.Μισανοιγει τα χειλη και υποδεχεται τα δικα του, μαλακά και με αρωμα κανελας την καλημεριζουν με τον πιο ωραιο τροπο.
Νιωθει την στυση του να την πιεζει εξισου ομορφα.
Ασθμαινει βαθια και αρχιζει να ζεσταινεται επικινδυνα πολυ.
Ο βιολιστης μονο πιο αλαζονικος γινεται βλεποντας την να τρεμει στο κρεβατι.Την φιλα ξανα, αυτη τη φορα εισχωρει τη γλωσσα του στο στομα της.
''Δεν λεμε ακομα καλημερα δικηγορινα.'' μουρμουρισε αναμεσα στα φιλια τους και τριβεται επιδεικτικα πανω της.
Ω Θεε μου..
''Ξυπνησες;'' την ρωτα με ναζι και της δαγκωνει ελαφρως το κατω χειλος κανοντας την να βογγηξει.
Γνεφει θετικα τρεμοντας.Η καρδια της χανει παλμους.
Χαμογελα και απομακρυνεται απο πανω της, αφηνοντας τοσο τον εαυτο του, οσο και εκεινη, ξαναμμενους και ανικανοποιητους.
Κατεβαινει με ενα σαλτο απο το κρεβατι και της κλεινει το ματι.
''Η δουλεια μου εδω τελειωσε τοτε.''
Κανει μεταβολη και φευγει, εκεινη δε μενει εμβροντητη να κοιτα προς το ανοιγμα της πορτας απο οπου εξαφανιστηκε.
''Βιολιστη της κακιας ωρας'' γρυλισε και κατεβασε την μπλουζα της μεχρι εκει που εφτανε.
Ο πονοκεφαλος την χτυπησε αλυπητα και ενιωθε τσαλακωμενη απο την κορυφη ως τα νυχια.
Σε αυτη την σκεψη κοιταξε τα γυμνα της ποδια, τα σκουρα μπλε νυχια της εκαναν αντιθεση με το λευκο χαλι, κατι που της αρεσε να παρατηρει.
Πηρε βαθια ανασα και αποφασισε να αντιμετωπισει το ποσο χαλια εμοιαζε. Και ειχε δικιο!
Τα κοκκινα μαλλια της ηταν ανακατωμενα σαν να περασε μεσα απο τυφωνα και ειδε μια μικρη γραμμη απο την χθεσινη της μασκαρα κατω απο τα ματια της.
Πανω στο μαυρο μαρμαρο εντοπισε μια συσκευασια οδοντοβουρτσας, κατι που την εκανε να χαμογελασει αμεσως.Επλυνε διεξοδικα τα δοντια της και απεβαλλε καθε ιχνος κρασιου και σοκολατας απο τον ουρανισκο της.Εριξε πολυ νερο στο προσωπο της και περασε τα δαχτυλα της μεσα απο τα μαλλια της για να τα τιθασευσει οπως μπορει.
Ειδε το τσαντακι της να κρεμεται στην μεταλλικη κρεμαστρα πισω απο την πορτα και στο μυαλο της φωτιστηκε η σκεψη της μικρης κρεμουλας προσωπου που ειχε απο ενα δειγμα.
Ηταν ακρως αναζωογονητικο για το δερμα της.Κοιταχτηκε παλι στον καθρεφτη. Ηταν λιγο αναψοκοκκινισμενη, με πρησμενο κατω χειλος, φακιδες σαν πιτσιλιες και μαλλια ολιγον τι σπαστα και λιτα στους ωμους της.
Το αρωμα του καφε την βρηκε καπου στα μισα του διαδρομου οπως πηγαινε στην κουζινα.
Σαν υπνωτισμενη κινηθηκε προς την μηχανη και πηρε μια τυχαια κουπα πριν την γεμισει και βαλει μια κουταλια καστανη ζαχαρη.Μανιωδως εψαξε για την λευκη σε καθε ντουλαπι.Εκανε επιτηδες λιγο θορυβο, μα δεν εμοιαζε να τον φιλοτιμει.
Καλα, αφου βλεπει οτι δεν το βρισκω, γιατι δεν ερχεται;
Τι γουρουνι.
''Ορεστη;''φωναζει.
''Τι;;''ακουγεται η φωνη του απο το σαλονι.
''Που ειναι η λευκη ζαχαρη;'' κανει ενα βημα πισω και κοιταει παλι μεσα στο ντουλαπι μηπως ταχα της ξεφυγε πριν.
''Δεν εχω λευκη, μονο καστανη, ειναι πιο υγιεινη.''λεει λες και ειναι το φυσιολογικο.
''ΤΙ;;''αναφωνει.
Ο Ορεστης σμιγει τα φρυδια και μειδιαζει.
''Πιες καφεδακι να χαρεις, το κεφαλι μου...'' μουρμουριζει.
Η δικηγορινα εβαλε δευτερη κουταλια ζαχαρη στον καφε της και λιγο γαλα και ανακατεψε νευρικα.Ηπιε μια μεγαλη γουλια. Το καυτο υγρο τυλιξε το μεσα της με μια υπεροχη οικεια θαλπωρη.Αναστεναξε και χαμογελασε ικανοποιημενη.
Καλο τον εκανε.
Πινει αλλη μια γουλια και γερνει στον τοιχο που βλεπει προς το σαλονι.
Στεκεται ορθιος στην μεση φορωντας μονο εσωρουχο και μοιαζει τρομερα με μαρμαρινο αγαλμα θεου. Μπροστα του το τριποδο με τις εξι παρτιτουρες,στο αριστερο του χερι το δοξαρι και στο δεξι το βιολι.Κλασικη μουσικη ακουγεται σε ολοκληρο το σαλονι.
Ετσι μαθαινει τα κομματια;Τα ακουει;
''Δεν μπορεις να ντυθεις εστω;'' τον ρωτησε περιεργη.
Γυριζει και την κοιτα.
''Βλεπεις κατι που σε ενοχλει;'' το αυταρεσκο υφος του την κολαζει σχεδον οσο οι μπουκλες του που πεφτουν ελαχιστα μπροστα στα ματια του.Το σαγονι και οι κατω γναθος του εχουν γενια μερικων ημερων.
Αχ Ορεστη.
''Απλα πιστευω οτι πρεπει να ντυθεις...''τον βλεπει να αφηνει το βιολι κατω και να την πλησιαζει.
Μεχρι και ο βηματισμος του την αναστατωνει.Οι μυς των ωμων και της πλατης του, που καταληγουν σε ενα υπεροχο V την κανουν να θελει να συρει την γλωσσα της κατα μηκος του.
''Κι εγω πιστευω οτι χθες ειχες πιο πολυ πλακα.''
Η Κυβελη στο υπονοουμενο του κοκκινιζει ολοκληρη.Η μια αναμνηση μετα την αλλη κανουν το χρωμα της ολο και ερυθροτερο.
''Θελω τον Ορεστη.''
''Θα ζησουμε μια περιπετεια.''
''Αφου καθοταν πισω απο την πορτα.''
''Εσυ τον εκανες σκονη.''
''Αχ Ορεστη μου''
Ο βιολιστης την παρακολουθει φανερα ικανοποιημενος.Οσο πιο πολυ την πλησιαζει, τοσο περισσοτερο εκεινη μαζευεται στον τοιχο.Το παγωμενο υλικο στελνει ριγος στο σωμα της.
Ακουμπα την παλαμη του στον τοιχο διπλα στο προσωπο της και γερνει προς το μερος της.Το αλαζονικο του χαμογελο την εκνευριζει.
''Θυμασαι τι ελεγες χθες;'' την πειραζει.
Γνεφει θετικα.
Τα εννοουσες οσα ελεγες; θελει να την ρωτησει, μα δεν το κανει.
Τεινει το χερι του προς το μερος της.Τον κοιτα μπερδεμενη.
''Να σου δειξω κατι;'' το γλυκο του υφος την κανει αλοιφη.
Δειξε μου ο,τι θες θελει να του φωναξει.
''Θα πονεσει;'' ρωτα αντι αυτου.
Γελαει και την τραβαει προς το κεντρο του σαλονιου,πανω στο λευκο παχυ χαλι, εκει που πριν βρισκοταν το υπεροχο τραπεζακι που πλεον βρισκοταν σε μια γωνια.
''Σηκωσε τα χερια σου ψηλα.'' διαταζει απαλα.Τον κοιτα για λιγο δυσπιστη, μα το κανει διχως να το επεξεργαστει παραπανω.Ωστοσο οταν νιωθει το χερι του να ανεβαζει την μπλουζα της ψηλα τα κατεβαζει αποτομα και του ριχνει ενα δολοφονικο υφος.
''Μην τολμησεις.'' γρυλιζει και ο Ορεστης χασκογελαει.
''Δικηγορινα εχε μου εμπιστοσυνη.'' το υφος του ειναι ικανο να σε πεισει να πουλησεις και την ψυχη σου στον Διαολο.
Ξεφυσαει και του επιτρεπει να σηκωσει τα χερια της ψηλα βγαζοντας βιαστικα και ατσαλα την μπλουζα απο το σωμα της, αφηνοντας την μονο με το σκουρο μπλε επωνυμο μποξερακι, μια φορα γυρισμενο πανω στα κοκκαλα της λεκανης της.
Τα μαλλια της, συνενοχα στο εγκλημα. καλυπτουν τα γυμνα της στηθη, κατι που ετσι κι αλλιως κανει με τα χερια της.Ο βιολιστης ομως εχει αλλη γνωμη.Της κατεβαζει μαλακα τα χερια και τα αφηνει να αιωρουνται στο πλαι ,παραλληλα με τον κορμο της.Την πιανει τους ωμους και την κουνα ελαφρως, μαλλον για να χαλαρωσει.Το χρωμα της θυμιζει γνωστο λαχανικο που θεωρεται φρουτο.
Πιανει παλι το δοξαρι και κανει ενα βημα πισω.
''Ισιωσε την πλατη σου.'' της λεει κοφτα, εχοντας ενα μικρο χαμογελο στα χειλη.
Κανει ο,τι της λεει.
Κινειται προς το συνθετο κατω απο την τηλεοραση.Δυναμωνει την ενταση της μουσικης με τετοιο τροπο ωστε να γεμιζει καθε γωνια του σαλονιου.Προκειται για βιολι, ο ρυθμος ειναι γρηγορος, ακουγεται δυσκολο.
''Ειναι Paganini, αυτο θα παιξω σε μια εβδομαδα.''την ενημερωνει σαν να την διαβαζει.
''Κλεισε τα ματια σου δικηγορινα.''
Τον κοιτα για λιγο ζυγιζοντας της επιλογες της.Αποφασιζει ομως να το κανει.
Στο απολυτο σκοταδι αισθανεται αποπροσανατολισμενη.Τον νιωθει να κινειται γυρω της, γεγονος που της προκαλει μια αγχωτικη προσμονη.
Η μουσικη την γεμιζει ομορφα, ανεβαζει τους παλμους της ενω παραλληλα την ερεθιζει με τροπους που δεν φανταζοταν.
''Την μουσικη την νιωθεις καλυτερα γυμνος.'' η φωνη του ειναι μαλακη, βαθια, ακουγεται ζεστη και μπορει να φανταστει το βλεμμα του.
Νιωθει κατι να την αγγιζει, κανοντας την να πεταχτει ελαφρως.
Δεν ειναι δερμα, ειναι κατι ξενο.Συντομα καταλαβαινει οτι ειναι οι χορδες του δοξαριου που χαιδευουν απαλα τον ωμο της.
''Οπως αλλωστε ολες τις απολαυσεις της ζωης.'' η Κυβελη με το ζορι συγκρατειται οταν νιωθει το δοξαρι να ακουμπα το κεντρο της κλειδας της. Μια ριγη συμπορευεται με το ξυλο καθως κατεβαινει μεχρι και αναμεσα στα στηθη της.
Ασθμαινει και νιωθει τις ρωγες της να διεγειρονται.
Το παγωμενο υλικο κανει εναν μικρο, σχεδον νοητο, κυκλο γυρω απο το δεξι της στηθος και επειτα κατεβαινει στην κοιλια της.
''Απολαυσεις οπως το σεξ, το φαγητο, την θαλασσα...'' η ανασα κανελας χτυπα το αυτι της και η πλατη της ευθυγραμμιζεται αποτομα.
Νιωθει την θερμη του σωματος της και την στυση του να πιεζει ελαφρως την μεση της.
Το δοξαρι κατεβαινει ελαφρως προς τα κατω.
Ο ρυθμος της μουσικης γινεται εντονοτερος, οι νοτες αποτυπωνονται στο δερμα της.
Ανασαινει κοφτα οταν τραβα μια μικρη γραμμη με τις χορδες κατα μηκος της λεκανης της.
''Ετσι και την μουσικη, την νιωθεις καλυτερα γυμνος.'' αυτη τη φορα γερνει προς τον λαιμο της και το δοξαρι κανει νοητους κυκλους πανω στο υφασμα που καλυπτε τα απολυτως απαραιτητα.Ενιωσε μικρα καψιματα και μια ταλαντωση αυξημενου ρυθμου.
''Ωχ..''αναστεναξε.
''Αφηνεις τις νοτες να ανοιξουν τους πορους σου...''το δοξαρι ακολουθει την γραμμη της εισοδου της και η Κυβελη τιναζεται.
Δεν την αγγιζει καθολου, παρα μονο με το δοξαρι.Αυτο, σε συνδυασμο με την ελλειψη οπτικης επαφης της προκαλει μια ερωτικη συμφορηση.
Νιωθει μικρα κυμματα ηδονης να σκανε χαμηλα στην κοιλια της.
''Αφηνεις τον ρυθμο να διεισδυσει μεσα σου.'' η μικρη πιεση την ωθει στα ακρα.
Κλαψουριζει και ανοιγει τα ματια.Νιωθει την πιεση πισω της ακομη πιο εντονη.
Το δοξαρι πετιεται ατσαλα στην πολυθρονα μαζι με το βιολι και ο Ορεστης την γυρνα αποτομα προς το μερος του.
Πριν προλαβει να παρει ανασα συνθλιβει τα χειλη του με τα δικα της.Δαγκωνει το κατω χειλος της για να αποκτησει προσβαση και ενωνει την κανελα με τον καφε.
Τα χερια του κατεβαινουν στους γλουτους της και χτυπα απαλα σε εκεινο το σημειο κανοντας της νοημα να ανεβει πανω του. Η κοπελα υπακουει και ο Ορεστης την σηκωνει ευκολα στον αερα, ενω εκεινη τυλιγει τα ποδια της γυρω απο την μεση του διχως να σπασει το φιλι τους.
Την οδηγει στα τυφλα σχεδον στον καναπε και ανεβαινει απο πανω της.Πεταει το εσωρουχο του και κατεβαζει το δικο της μεχρι να μπορει μονη της να το πεταξει μακρια.
''Τα ποδια σου γυρω απο την μεση μου'' διαταζει κατεβαινοντας προς τον λαιμο της.Ρουφαει εκεινο το σημειο και δαγκωνει απαλα.
Η κοπελα το κανει διχως δευτερη σκεψη και o Ορεστης την κοιτα με ενα ανεξηγητα χαρουμενο υφος.
''Εισαι ετοιμη;'' εκεινη μονο να γνεψει μπορει.
''Θα ειναι λιγο σκληρο'' της λεει προειδοποιητικα.
''Μπορει να φωναξεις''προσθετει και της κλεινει το ματι.
Εκεινη στριφογυρνα τα ματια στην αλαζονεια του, μα αποτομα εισχωρει μεσα της κανοντας μια κραυγη απελπισιας να βγει απο τα χειλη της.
Ω Θεε μου..
Την φιλαει σκληρα, βογγωντας καθως οι γλωσσες τους μπλεκονται με δυναμη και διψα.
Η καρδια της κοντευει να σπασει.
Στην καυτη και αποτομη διεισδυση παιρνει οσο πιο κοφτη ανασα μπορει και αρπαζεται απο τον πλατη του σε μια προσπαθεια να μεινει νηφαλια.
Με μια αποτομη κινηση των γοφων της μπαινει πιο βαθια μεσα της, με καθε ωθηση ολο και βαθυτερα, με δυναμη, κτητικοτητα που δεν ειχε ξαναδειξει.
Την γεμιζει ολοκληρη και η Κυβελη λουζεται απο ενα καυτο κυμα απολαυσης.
Ολα μπαινουν στην σιγαση και τον κοιτα καθως εισχωρει παλι με ορμη.
Η ανασα του πανω στην δικη της και το βλεμμα της πανω στο δικο του.
Η τριχρωμια της ευτυχιας της.
Φτανει σιγα σιγα στην κορυφωση, κι εκεινος το ιδιος.
''Σε νιωθω υπεροχα'' μουγγριζει στον λαιμο της, τα γενια του την γαργαλανε και μπουκλες του την χαιδευουν.
''Εσυ;'' την ρωτα.
''Εσυ με νιωθεις;''
Ειναι τρελαμενη, λαχανισμενη, τυφλωμενη, δεν ξερει τι να πρωτονιωσει.
Ριχνει το κεφαλι της κι αλλο πισω και ανασηκωνει λιγο την μεση της μουγγριζοντας ενα 'Ναι'.
Νιωθει αβοηθητη απο κατω του.Σαν να βρισκεται στο ελεος του.
Και φτανει, ταυτοχρονα με εκεινον, στο απολυτο.
Κλεινει τα ματια και αφηνεται στην απολαυση.
Νιωθει σαν να πεφτει, μα παραλληλα και σαν να πεταει, ο καναπες καιει το κορμι της απο την τριβει.Αισθανεται το τρεμουλο του απο την σφοδροτητα της ενωσης τους.Καθε κυτταρο της να αναζωπυρωνεται και καιγεται.
Την φιλα για να καλυψει την κραυγη της.Γιατι η Κυβελη εν τελει ουρλιαζει.
Μα δεν ειναι ενα οποιοδηποτε φιλι, ειναι πεινασμενο, κτητικο, γεματο ενταση.
''Αχ Ορεστη...''βαριανασαινει ''Σε παρακαλω'' ουρλιαζει πανω στα χειλη του.Νιωθει αβοηθητη, δεν ξερει τι να κανει με τον εαυτο της.Σφιγγει κι αλλο το κρατημα της γυρω απο την μεση του, αν και δεν νιωθει τα ποδια της.
''Πιο δυνατα Κυβελη;'' την ρωτα ξεπνοος.
Πιο δυνατα;Παει πιο δυνατα απο αυτο;
''Ναι!'' ουρλιαζει παρ'αυτα.
Παιρνει βαθια ανασα και αυξανει τον ρυθμο του, ακολουθωντας εκεινον του Paganini.
Την τρελαινε, την πηγαινε σε αλλο επιπεδο.Δεν ενιωθε τιποτα αλλο γυρω της, ηταν απολυτα και αναμφιβολα συγκεντρωμενη σε αυτο.
Εκεινος και εγω.
Σφιγγει τα ποδια της σε σημειο που τον βλεπει να μορφαζει.Μα δεν κρατα πολυ.Ξερει οτι πλησιαζουν απειλητικα κοντα και οι δυο.
''Ειμαι ...'' ειμαι κοντα θελει να του πει μα εκεινος την κοιτα στα ματια και γνεφει, σαν να της δινει την αδεια.
Τελειωνει γυρω του σχεδον ουρλιαζοντας.
Το τρεμουλο και η τριβη του κορμιου του μεσα στο δικο της της δειχνει οτι τελειωσε και εκεινος.
''Κυβελη..'' φωναζει το ονομα της που στα χειλη του εχει αλλη γευση και ακουγεται ομορφο.
Κλεινει τα ματια και βλεπει αστερακια.Αισθανεται τα παντα πιο εντονα. Η ακοη της εχει συνηθισει την μουσικη και εχουν γινει πλεον ενα.
Πεφτει διπλα της γυμνος και εκεινη γερνει πανω του ξεπνοη και σοκαρισμενη.
Δεν νιωθει πλεον τον πονοκεφαλο, αλλα μια πληρη εξαντληση.
Ακουμπα το μαγουλο της στον ωμο του και της κανει χωρο να χωθει στην αγκαλια του.Το βλεμμα της χανεται στο κενο.Τα ποδια της τρεμουν.
Το χερι του σηκωνεται στον αερα.Ενα γελακι ξεφευγει απο τα χειλη της.
''Κολλα πεντε''
Αυτη τη φορα το κανει. Και την επιβραβευει με ενα μικρο γλυκο φιλι.
Τον κοιτα στα ματια και εχει μια περιεργη εκφραση, ικανοποιησης μα ταυτοχρονα πεινας.
Θελει κι αλλο;
Θεε μου ειμαι ερειπιο!
Ξαφνιαζοντας την σκυβει προς το μερος της και την φιλαει στα χειλη, οχι ομως πεταχτα.Δεχεται με ευχαριστηση την επιγευση της κανελας και ανταποδιδει αφηνοντας τον να τυλιξει τα χερια του γυρω απο το ιδρωμενο της κορμι.
''Καθε φορα και καλυτερα'' ψιθυριζει πανω στα χειλη της και της χαμογελα.
Τα λακκακια του της κοβουν δυο παλμους και νιωθει αβοηθητη.Κοιτα το πρασινο, και επειτα το μπλε.Δεν μπορει να διαλεξει το αγαπημενο της.Εχει δικιο ομως.Καθε τους ενωση γινεται η νεα της αγαπημενη.Σαν να τον γνωριζει παλι.Ξεχνουν ο ενας τον αλλον και συστηνονται απο την αρχη.
Την φιλα αλλη μια φορα πεταχτα και γλυφει τα χειλη του ικανοποημενος.Ξεφυσα και ριχνει το κεφαλι του πισω στον καναπε, με εκεινη στην αγκαλια του.
''Τωρα μαλιστα...Καλημερα δικηγορινα''
Λιωνω.
--------------------------------------------------------------------------------------
Βγαινει δευτερη απο το ντουζ και τον βρισκει με μια πετσετα τυλιγμενη γυρω απο την λεκανη του να τρωει τυροπιτα στον παγκο της κουζινας.Οι μπουκλες του ειναι σκουρες και σταζουν πανω στους ωμους του, ακολουθωντας επειτα κολασμενα και υγρα μονοπατια πανω στο υπολοιπο κορμι του.
Φοραει το φορεμα της, και απο πανω μια αλλη μπλουζα του και στεγνωνει τα μαλλια της οταν καθεται σε μια καρεκλα διπλα του.
Το τρεμουλο στο ποδια της ερχεται και φευγει, κατι που τον ευχαριστει ιδιαιτερα.
''Την εφερε μολις η κυρια Ριτσα,ειναι τελεια'' εσπρωξε το μεγαλο ταψι προς το μερος της, η αληθεια ηταν πως το στομαχι της γουργουριζε και η πιτα μυριζε εκπληκτικα.
''Η αδυναμια μου.'' ειρωνευτηκε εκεινη και πηρε ενα τετραγωνο κομματι μαζι με μια χαρτοπετσετα.
Εκεινος γελαει.
''Ειτε το πιστευεις, ειτε οχι, της εδωσες εξαιρετικο υλικο.7 διαμερισματα με εμας ασχολουνται.'' ανασηκωνει τους ωμους κι η Κυβελη γουρλωνει τα ματια.
''Κανονικα πρεπει να της κανεις παρατηρηση!Δεν ντρεπεται να σε κατασκοπευει ετσι;''
Ο Ορεστης μοιαζει να μην εχει θεμα με αυτο.
''Εσυ δεν ντρεπεσαι να κανεις θορυβο στις 7 το πρωι σε ξενη πολυκατοικια;''την κοροιδευει μα η δικηγορινα αναφωνει ντροπιασμενη.
Πιανει τον εαυτο του να την χαζευει, εκεινη και τις τρομερες εκφρασεις του προσωπου της.Την τραβαει προς το μερος του και την φιλα ρουφηχτα στο μαγουλο.Την νιωθει να αντιστεκεται λιγο στην αρχη, μα επειτα χαλαρωνει και χαμογελα.
''Και για να μην το ξεχασω, πηρε η Φαιη, εστειλε ενα νουμερο και ειπε να παρεις τηλεφωνο..'' πιανει το κινητο του και το σπρωχνει πανω στην μπεζ επιφανεια προς το μερος της.
Η Κυβελη κοκκαλωνει κοιτωντας τον αριθμο μα προσπαθει να μην το δειξει.Η ορεξη της κοβεται και ξεροκαταπινει.
Ο Ορεστης το παρατηρει μα κανει οτι το αγνοει.
''Να ετοιμαστω για να σε παω σπιτι οσο παιρνεις τηλεφωνο;'' την ρωτα και η κοπελα που μοιαζει λες και εχει δει φαντασμα γνεφει νωχελικα.
Παιρνει το κινητο στα χερια της οταν τον βλεπει να στριβει προς το δωματιο του.
Τρεμει.
Η πρωτη της κινηση ειναι να καλεσει με απορρητο, το τελευταιο που θελει ειναι να εχει ο Σπυρος, τον αριθμο του Ορεστη.
Επειτα σβηνει τον αριθμο απο το μηνυμα, καθως το αμεσως επομενο που δεν θελει ειναι να εχει ο Ορεστης τον αριθμο του Δελη.
Δισταζει να πατησει το πρασινο κουμπι της κλησης, μα αφου ελεγξει οτι ειναι μονη της πηρε βαθια ανασα και το εκανε.
Το τηλεφωνο χτυπησε τρεις φορες, πραγμα παραξενο καθως ο Σπυρος το σηκωνε με την πρωτη.
''Λεγετε;'' η αυστηρη βαθια φωνη του την στελνει καπου πολυ πισω και θυμαται ποσο τον αγαπουσε.
''Εγω ειμαι.'' η φωνη της τρεμει.
Δεν μιλα κανεις για λιγο.Τον ακουει να κινειται και επειτα μια πορτα να κλεινει με κροτο.
''Εχεις τρελαθει;Γιατι δεν απαντας στο κινητο σου;''την επιπλητει.
Σφιγγει τα δοντια.
''Ειμαι σπιτι της Ερμιονης, ξεχασα το κινητο μου σπιτι, κανω ενα διαλειμμα απο τα σοσιαλ μιντια.'' ειπε το πρωτο πραγμα που σκεφτηκε.
Δεν της απαντα,οχι επειδη δεν ξερει τι να της πει, αλλα επειδη δεν την πιστευει.Μεσα του λυσσομανα η αναγκη να της το φωναξει.Αλλα συγκρατειται.
''Ανησυχησα''
Η τρυφερος του τονος ειναι μαχαιρια στην καρδια.
Πως γινεται αυτος ο ανθρωπος να εχει κανει οσα ισχυριζονται;
''Δεν χρειαζεται.'' μουρμουρισε κοιτωντας το πατωμα.
''Φτασατε Παρισι;'' αλλαζει θεμα, ελπιζοντας να ληξει συντομα αυτη η συζητηση.
''Οχι, ακυρωσαμε προχθες, ηθελα να στο κρατησω για εκπληξη.'' την κατηγορει.Η καρδια της ομως της κανει την εκπληξη μερικων συμπτωματων ανακοπης.
''Τ-τι;'' θα ορκιζοταν οτι δεν ακουσε καλα.
''Ναι, ηρθε μια φιλη της Εβελινας απο Λονδινο και δεν γινεται να λειψουμε.'' καυχαζει.
Η Κυβελη δεν ξερει πως να το διαχειριστει.Νιωθει να πνιγεται.Ο χρονος που νομιζε οτι ειχε πλεον δεν υπαρχει,ειναι σκονη στα ποδια της.Η κλεψυδρα παυει να την βοηθα, και ασυστολα ριχνει σκονη μεχρι να την θαψει ζωντανη.
''Θελω να μιλησουμε.'' του το ξεκοβει.
Ο Δελης γουρλωνει τα ματια.
Τι θελει ειπε;
''Να μιλησουμε, ποτε θες;''προσπαθει να φανει ηρεμος.
''Σημερα.'' κατι μεσα της της λεει να μην το κανει, μα δεν αφηνει στον εαυτο της αλλα περιθωρια, ή τωρα ή ποτέ.
''Δεν προλαβαινω ''της ξεκαθαριζει.
''Στο Zonars, στις 8, θα κλεισω.''
Αυτο τον επιασε απροετοιμαστο.Το κλιμα αναμεσα τους ειναι τεταμενο.
''Με ποιον εισαι; Και που; Τι μου κρυβεις Κυβελη;'' την κατηγορει.
Η κοπελα δαγκωνεται.
''Δεν σου κρυβω τιποτα Σπυρο, απλα θελω να σε δω, να μιλησουμε, εχουμε να βρεθουμε απο τοτε που η γυναικα σου πηγε στο νοσοκομειο.'' του πεταει στα μουτρα το ψεμα του και προσπαθησε να μην ακουστει ειρωνικη.
''Ακουγεσαι διαφορετικη.'' της λεει και νοητα ταξιδευει επτα χρονια πισω. Η κοπελα στην ακρη της γραμμης μεταμορφωθηκε στην Ελενα.
Η Κυβελη μου δεν ειναι σαν αυτην ελεγε και ξαναελεγε στον εαυτο του.
''Δεν εχει αλλαξει τιποτα Σπυρο.'' ψιθυρισε με απαλη φωνη.
Μα το ενστικτο του φωναζε οτι δεν ισχυε κατι τετοιο.
''Πολυ καλα λοιπον, στις 8.'' υποχωρει και η Κυβελη στηριζεται στον παγκο. Νιωθει ενα κυμα ζαλαδας να πλησιαζει.
Θα κανω εμετο νομιζω.
''Κυβελη;'' μιλα την στιγμη που η κοπελα ετοιμαζεται να κλεισει.
''Ναι;'' νιωθει τα ματια της να τσουζουν.Το στηθος της πιεζεται.
Δεν αντεχω αλλο.
''Σ'αγαπω'' προφερει αργα και προσεκτικα, σαν να το σκεφτεται γραμμα προς γραμμα.
Μενει εμβροντητη να κοιτα το κενο.
Αφουγγραζεται τις δυο λεξεις.Αναλογιζεται κατα ποσο ισχυουν.
Ξερει οτι πρεπει να απαντησει κατι.
''Κι εγω.'' του λεει οσο πιο πιστευτα γινεται.Μα η ξεψυχισμενη της φωνη μονο εντεινει την συγχυση του.
Λεει ψεματα!
''Κι εσυ τι;'' την πιεζει.
Δεν του απανταει.
''ΠΕΣ ΤΟ!'' φωναζει ασυναισθητα ανεβαζοντας τον τονο της φωνης του.
Η Κυβελη τιναχτηκε ελαφρως και εκλεισε τα ματια της στιγμιαια.Ο Σπυρος εχανε τον ελεγχο και το ηξεραν και οι δυο.
Βουρκωνει.Νιωθει τα ματια της να τσουζουν.
Σ'αγαπουσα πολυ.
Απο την αλλη γραμμη ακουστηκε μια ανασα να ελευθερωνεται.Ο Σπυρος ξεφυσα.Και η Κυβελη νιωθει ενα καυτο δακρυ να κυλαει στο μαγουλο της.
''Πες το μου'' διεταξε απαλα.
Πιο πολυ με παρακληση εμοιαζε.
''Σ'αγαπω.'' ψιθυρισε.
Της το εκλεισε διχως αλλη κουβεντα.
''Ζω τα κοκκινα φαναρια στο σπιτι μου.'' η φωνη του Ορεστη την εκανε να πεταχτει ορθια και να γυρισει να τον κοιταξει.
Με ακουσε;
Απο την εκφραση του ηταν δυσκολο να καταλαβει.Επισης δυσκολο ηταν να τον πεισει οτι το σ αγαπω προοριζοταν για την μαμα της.
Τον κοιταξε στα ματια.
Στο ενα καπου εβλεπε τον εκνευρισμο, ενω στο αλλο μια γνησια απορια.
''Ε..ηταν....'' χανει τα λογια της και βλαστημα.
Ο Ορεστης ανασηκωνει τους ωμους του ταχα σαν να μην νοιαζει και παιρνει τα κλειδια του αυτοκινητου απο το τραπεζακι, το μαυρο του φουτερ και η ιδιου χρωματος φορμα τον κανουν ακομα πιο ομορφο.
''Ορεστη..εγω...''νιωθει την αναγκη να του εξηγησει.
Γελαει.
Παιρνει το κινητο απο τα χερια της και το βαζει στην τσεπη του.
''Θα σε παω σπιτι σου ή οχι;'' την ρωτα ταχα αδιαφορα.
Δεν τον πειραξε;
Ηταν μια σκεψη που εκ προοιμιου ηξερε οτι δεν ισχυε και υφιστατο για να νιωσει η ιδια καλυτερα.
''Ηταν ο...''αρχιζει παλι.
Ο Ορεστης ανοιγει την πορτα αγνοωντας την πληρως.
Η Κυβελη ξεφυσαει.Φορα τα τακουνια της, πιανει την τσαντα και σφιγγει το παλτο γυρω της.
''Δεν το εννοουσα.'' του λεει κλεινοντας την πορτα πισω της.Τον βλεπει γερμενο στον τοιχο να περιμενει το ασανσερ απο το ισογειο.Κοιταει επιμονα την πορτα της κυριας Ριτσας, μασαει την τσιχλα του και κανει φουσκες.
''Ακουστηκε αρκετα πειστικο παντως.'' καυχασε και ανοιξε την πορτα του ασανσερ.
''Εχουν γινει πραγματα που δεν ξερεις.'' χωνεται πισω του και παταει το κουμπι.
Την κοιτα σαν να της λεει οτι δεν μπορει να την πιστεψει.
''Παντα ετσι γινεται,κοιτα Κυβελακι, χαλαρωσε, ολα καλα.'' της χαμογελα ανετος.
''Οχι Ορεστη, θα τον χωρισω σημερα, για αυτο θα βγουμε.''
Ολως παραδοξως στο μυαλο της ακουστηκε καλυτερο.
Χαμογελαει ειρωνικα
''Αν κρινω απο την τηλεφωνικη σας συνομιλια θα κανω μια τυχερη μαντεψια οτι αυτος δεν εχει ιδεα.'' αστειευεται μα η κοπελα πιανει την αμφιβολια στην φωνη του.
Προχωραει χαλαρος στο γκαραζ και δεν της δινει σημασια που μετα βιας προφταινει με τα τακουνια της.
''Ορεστη αληθεια.'' μπαινει στο αυτοκινητο και βαζει ζωνη.
Ξεφυσαει, σαν να τον κουρασε.Την κοιτα ξενερωμενος.
''Ειπα ολα καλα, μπορεις να μην το κουραζεις αλλο;Δεν ειναι οτι ειχαμε και σχεση.''
Αυτο πονεσε.
''Τι σημαινει αυτο;'' ρωτα θιγμενη και βιολιστης καυχαζει βαζοντας μπρος το μεγαλο σπορ τζιπ.
''Σημαινει αυτο που σημαινει, γιατι θες να με κανεις να θυμωσω ή κατι τετοιο;Ειναι αδυνατον''
Αυτο το εχω καταλαβει.
Δεν την κοιτα αφορμουμενος προσεκτικη οδηγηση, μα και οι δυο τους ηξεραν οτι κατι τετοιο δεν ισχυε.
''Αυτο που εχουμε δηλαδη, δεν το θεωρεις σχεση;'' ρωταει και νιωθει οτι περπατα αναμεσα σε ναρκες.
''Ειπαμε ποτέ οτι εχουμε σχεση;'' νιωθει μια σουβλια στην καρδια.
Ξεφουσκωνει σαν μπαλονι και ζαρωνει στην θεση της.
Δεν μιλαει αλλο.
''Δεν εξεφρασες ποτέ επιθυμια για σχεση παντως.'' προσθετει, λιγο πιο σιγανα, σαν να μην θελει να ακουστει.
''Το θεωρησα αυτονοητο.'' κοιτα μπροστα και δαγκωνεται για να μεινει ψυχραιμη.
''Οπως θεωρεις αυτονοητο οτι θα ανεχτω να βγαινεις και με τον παντρεμενο;Ειπαμε...χαλαρος ειμαι οχι μαλακας.'' γελαει.
''Σου εξηγησα οτι χωρισαμε!'' φωναζει.
''Αυτος το ξερει;'' αστειευται.
Κανει πλακα;Μιλαει σοβαρα τωρα;
Δεν πιστευει αυτα που ακουει.
''Θα το μαθει!'' υπερασπιζεται.
Μουγγριζει, σαν να της λεει <<ο,τι πεις>>.
''Τι;'' ρωτα νευρικα.
''Τιποτα δικηγορινα, απλα μετραω τις φορες που το εχω ακουσει αυτο.'' στριβει στο στενο της και σταματα κατω απο το σπιτι της.
''Εγω κι εσυ ε-'' την κοβει.
''Δεν υπαρχει εγω κι εσυ. Δεν εχουμε σχεση.Δεν το ζητησες.'' πιο πολυ απο ολα την εκνευριζει η απαθεια του.Ο τροπος που τοσο αβιαστα ξεστομιζει οσα ξεστομιζει.
Δεν τον νοιαζει καθολου;
''Πως να εχουμε σχεση οταν τραβιεσαι με την μια και την αλλη!'' δεν κρατιεται και λεει.
Ο Ορεστης πνιγει ενα γελακι.
''Ειπε η κοπελα που τα εχει με εναν παντρεμενο.''
''ΧΩΡΙΣΑΜΕ!''φωναζει αυτη τη φορα.
''Ενταξει.'' της απαντα και γερνει στην θεση του οδηγου.
''Τι ενταξει ρε Ορεστη;Με κοροιδευεις;''
''Εγω;Λογω τιμης οχι;'' μειδιαζει, κανοντας την να αναρωτηθει αν αυτο ειναι καποιου ειδους αμυνα ή αν απλα για εκεινον δεν εχει καμια αξια.
''Ξερεις κατι;Νομιζω σε βολευε να εχω τον αλλον, δεν θες σχεση, πηδημα θες.'' του επιτιθεται ομως δεν βλεπει ουτε μιση αντιδραση, σαν να τον αφηνει τελειως ανεπηρεαστο.
''Δεν ισχυει αυτο. ''προφερει σιγανα
''ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΙΣΧΥΕΙ!''τρεμει απο τα νευρα της.
Δεν τον αγγιζει τιποτα απο οσα του λεω;
Τοσο αδιαφορη του περναω;
''Θες εμενα, την Τατιανα, αυτο το τσολι απο την ορχηστρα, και οποια αλλη προκυψει, απλα εισαι εγωιστης και δεν θες να αγαπω κανεναν αλλον,θες να ειμαι εκει καθε ωρα και καθε λεπτο για εσενα!'' ωρυεται και οποιος περνουσε τον δρομο εβλεπε μια κοπελα να φωναζει και να κουναει τα χερια νευρικα, και εναν νεαρο στην θεση του οδηγου να την παρατηρει χαλαρος.
''Θες να κανουμε σχεση;'' προφερει αργα,μοιαζει μπερδεμενος.
''ΟΧΙ!'' φωναζει απο εγωισμο, σαν να θελει να δει καποια αντιδραση.
''Αα..'' σμιγει τα φρυδια.
''Ενταξει τοτε.'' συμπεραινει και γυρναει παλι μπροστα του.Φορα την ζωνη του και αρχιζει το αυτοκινητο, μια αηχη διαταγη να βγει εξω.
Φυσικα η Κυβελη δεν περιμενει ουτε λεπτο.
Βγαινει διχως δευτερη κουβεντα απο το ψηλο τζιπ και χτυπαει την πορτα πισω της. Βγαζει τα κλειδια της και με χερια να τρεμουν εχωσε το κλειδι μεσα στην εσοχη.
Ακουσε το αυτοκινητο να αναπτυσει ταχυτητα και να απομακρυνεται.
Ανοιξε την πορτα και αφησε μια ανασα να φυγει.
Τι εγινε μολις τωρα;
---------------------------------------------------------------------------------------------------
Φορεσε αλλη μια στρωση απο το μπεζ προς ροζ κραγιον της.
Χτενισε τα μαλλια της για τριτη φορα.
Τουφα τουφα και ξανα απο την αρχη. Μεχρι που απο τον ηλεκτρισμο αιωρουνταν.
Η Φαιη καθοταν στο κρεβατι της και την παρακολουθουσε να ντυνεται.
''Εισαι ετοιμη;Τι θα του πεις;'' μοιαζει πιο αγχωμενη απο την Κυβελη.Η κοκκινομαλλα ξερει οτι δεν χρειαζεται να αγχωνεται για τιποτα.
Ο χρονος για εκεινη μετρουσε αντιστροφα.
Ο πατερας της, περηφανος που θα συζητουσε για την διπλωματικη της με τον πλεον γνωστο αστικολογο συμφωνησε να την συνοδευσει στο μαγαζι, αν και παραμονη Χριστουγεννων.
Αυτο ηταν μαλλον και το στοιχειο που τον εκανε πιο περηφανο, ''Η δουλεια δεν εχει ωραριο'' , του ειπε την ατακα του.
Ετσι ο Δημητρης Πολιτης κανονισε αμεσως να βρεθει στο ιδιο μαγαζι, σε κοντινο τραπεζι, και να συζητησει περι ανεμων και υδατων με εναν συνεργατη του.Δεν ειχε ιδεα βεβαια, τον πραγματικο λογο που συνοδευε την κορη του.
Σιγοτραγουδουσε ενα τραγουδι που ξαφνικα θυμηθηκε και εβαλε μασκαρα.Το προσωπο της ηταν ελαφρα βαμμενο, σε γηινες αποχρωσεις.Τα μαλλια της ηταν σφιχτα πιασμενα σε μια χαμηλη κοτσιδα και φορουσε μαυρα.
Μαυρο ταγιερ συνδυασμενο με μαυρη υφασματινη παντελονα.Απο μεσα φορουσε ενα λευκο μπλουζακι, ενω μαυρος ηταν και ο φακελος που κρατουσε.
Κοιταχτηκε στον καθρεφτη.Το απεραντο μαυρο, με λιγο ασπρο να χανεται.Σαν την ελπιδα της.
Αν εβλεπε τον εαυτο της πρωι εξω θα ορκιζοταν οτι πηγαινε σε καποια κηδεια, με λιγο χιουμορ θα ελεγε κανεις οτι οντως πηγαινε, στην κηδεια της σχεσης της.
Κοιταξε το ρολοι που κρεμοταν στον καρπο της.
Επρεπε να φυγει.
''Θα εισαι εδω οταν γυρισω;''ρωτα την φιλη της μεσα απο τον καθρεφτη.
Της χαμογελα.
''Φυσικα, θα παμε μαζι σπιτια μας αυριο το πρωι, ουτε λεπτο νωριτερα.'' την διαβεβαιωνει.Ο Βασιλης και η Ερμιονη εφυγαν το ιδιο πρωι, ή οταν ξυπνησαν τελος παντων, για Πατρα και Θεσσαλονικη αντιστοιχα.Θα γυρνουσαν 28 του μηνος, εξου και η αλλαγη της συναντησης στο σπιτι της Ιφιγενειας.
Της εγνεψε φανερα ανακουφισμενη.
Ενιωθε ενα βαρος στην καρδια της.Σαν να συνειδητοποιουσε εκεινη μολις την στιγμη τι επροκειτο να συμβει.
Φοβοταν τοσο καιρο μην νιωσει κατι φρικτο, και πλεον ενιωθε μονο τον φοβο της.
Δεν ηξερε πως μπορουσε να ξεστομισει κατι τοσο αισχρο σε εκεινον τον αντρα.Το μονο που ειχε διασφαλισει ηταν η ηπια αντιδραση του.Ο μπαμπας της ηταν το διχτυ ασφαλειας της.
Καθε σκεψη που ειχε κανει για εκδικηση και τιμωρια ειχε χαθει.
Μετα βιας μπορουσε να τον ξεμπροστιασει, ποσο μαλλον να τον εκδικηθει.
Το μονο που ηξερε ηταν, οτι ο χρονος κυλουσε αντιστροφα και πως με επιτυχια βαδιζε,
προς την αρχη του τελους.
---------------------------------------------------------------------------------------
Προχωραει κατα μηκος του εστιατοριου με οση αυτοπεποιθηση της εχει απομεινει. Διπλα της ο πατερας της και ενας συναδελφος του συνομιλουν καθως ο σερβιτορος τους οδηγει σε ενα τραπεζι απεναντι απο αυτο που εκεινη συντομα θα καθισει.
Εντοπιζει την μορφη του απο αποσταση.Την κοιτα ηδη.Το βλεμμα του σκουραινει οταν ο παρατηρει τον πατερα της στο κοντινο τραπεζι.Αφελως της κανει νοημα, σαν να μην το ειχε προσεξει!
Φτανει απεναντι του και μονο τοτε ενωνει τα βλεμματα τους.Αναγουλιαζει. Τα ματια της τσουζουν.
Κανει να μιλησει, να της πει μαλλον οτι πρεπει να φυγουν.Αλλα του κανει νοημα να μεινει σιωπηλος.Τραβα την καρεκλα απεναντι του, στρατηγικα εχοντας πλατη στον πατερα της, καθισε.Παιρνει μια βαθια ανασα και τον κοιτα.
''Γεια σας δεσποινις Πολιτη'' της χαμογελα.
Γαμωτο.
Καθεται και προσπαθει να ανακτησει την ψυχραιμια της.
Ανεπνευσε Κυβελη.
''Σε νιωθω περιεργα'' ομολογει και προσπαθει να μεινει ανεκφραστος, νιωθει το βλεμμα του πατερα της να πεφτει πανω του και βλαστημα στην ατυχια του, ή μαλλον στην χαλαροτητα του που τον οδηγησε στο να μην ελεγξει το πελατολογιο του εστιατοριου.
''Ειμαι περιεργα.'' και ηταν σαν να μιλουσε για πρωτη φορα μια γλωσσα που καταλαβαινε.
''Τι συμβαινει;''εσπευσε να ρωτησει διατηρωντας ενα ουδετερο προσωπειο.
''Ξερω Σπυρο.'' ψιθυρισε βλοσηρα, η φωνη της τρεμει.Ενιωθε ενα κυμα δακρυων να σχηματιζει ενα γυαλινο καθρεφτει μπροστα απο τα ματια της.
''Ξερεις τι;'' ειχε πλεον ανοσια σε αυτη την φραση.Η διαρκης αγωνια χρονων το προκαλεσε αυτο.
''Τα παντα.''
Τοτε αρχισε να πανικοβαλλεται.Θα ορκιζοταν οτι εχασε το χρωμα του, μια υποθεση που η Κυβελη επιβεβαιωσε.
''Ποια παντα, δεν καταλαβαινω τι εννοεις.'' το επαιξε ανηξερος.
Αυτο την νευριασε.
Για τοσο χαζη με περναει;
''Εμαθα για την Ελενα Αναγνωστοπουλου.'' χαμηλωσε τον τονο της φωνης της.
Τον ειδε να σφιγγει τα δοντια.Δεν τον επαιρνε να αρνηθει την υπαρξη της.
''Για την κοπελα που αυτοκτονησε πριν καμια δεκαετια;''
Παντα ετσι αναφεροταν σε εκεινη, ακομα και στον εαυτο του ετσι την ελεγε.
Η Κυβελη εκανε να μιλησει μα την ιδια στιγμη ηρθε ο σερβιτορος.
''Απο κοκκινα κρασια ποιο μου προτεινεις;'' τον ρωτησε η κοπελα εντελως φυσιολογικα, λες και ειχαν βγει για βολτα, μα ο Σπυρος επενεβη.
''Δεν θα πιεις κρασι, παρε ενα ενα ελαφρυ κοκτειλ.''
Αγριοκοιταχτηκαν.
Ο νεαρος κοιταξε σε συγχυση μια τον εναν μια τον αλλον.
Η Κυβελη του χαμογελασε αγνοωντας πληρως τον αντρα απεναντι της.
''Φερτε μας ενα μπουκαλι απο το καλυτερο ερυθρο σας.''
Ο Σπυρος ηττημενος εγνεψε συγκαταβατικα.
''Τι ακριβως ξερεις;'' την ρωτησε θελοντας να την ψαρεψει.
''Μιλησα με την Σιλια.''του λεει και ο Σπυρος νιωθει μια σκοτοδινη.
Με ποια μιλησε;
Παλι αυτη μπροστα μου γαμω!
''Δεν εχω ιδεα για ποια μιλας.'' κουνησε το κεφαλι του αδιαφορος.
Η Κυβελη εσφιξε τις γροθες της.
''Ξερω για την σχεση σου με την Ελενα, για τον Πετρο, το αγορι που ηθελε μετα.Ξερω για το βιντεο που ανεβασες. Την οδηγησες στην αυτοκτονια και επειτα εφυγες στην Θεσσαλονικη για να μην κατηγορηθεις.'' του λεει με μια ανασα και νιωθει πιο αδεια απο ποτε.
Καυχαζει. "Που να ηξερα ε;"
Ο Σπυρος την κοιτα διχως να ανοιγοκλεινει τα ματια του.Δεν ξερει αν παθαινει εγκεφαλικο ή ολα αυτα ειναι μια φρικτη παραισθηση.
Τα γυαλινα επικριτικα ματια απεναντι του του λενε το αντιθετο.
Ο πονος αποτυπωνεται στο υφος της, νιωθει σαν να εχει μπηξει ενα μαχαιρι στο στηθος της, τοσο βαθια μου βγηκε απο την αλλη πλευρα, μαζι με την καρδια της.
Ξεροκαταπινει και ο σερβιτορος του πλησιαζει με το μπουκαλι και δυο κρυσταλλινα ποτηρια.
Μενουν αμιλητοι να κοιτιουνται επιμονα καθως ο νεαρος γεμιζει τα ποτηρια τους.
Ο Σπυρος του κανει οτι μπορει να φυγει και μουρμουριζει ενα 'Ευχαριστω'
Πινει μια γενναιοδωρη γουλια απο το κρασι του και η κοπελα αναρωτιεται ποσες ελπιδες εχει εναποθεσει στο αλκοολ για να του δωσει εμπνευση.
''Η Σιλια ειναι μια παλια φοιτητρια, ειχε εμμονη μαζι μου, με προσεγγισε στο πρωτο εξαμηνο και την απερριψα.Η σχεση μου με την Ελενα ισχυει, αλλα δεν την εληξε κανεις μας, ημασταν ακομα μαζι οταν αυτοκτονησε. Η Σιλια ανεβασε το βιντεο γιατι την ζηλευε παθολογικα, δεν ξερω που το βρηκε, υποθετω σε καποιο αρχειο της φιλης της.Και αυτος ο Πετρος- ή οπως στο καλο τον λενε, απλως την γουσταρε, οταν βγηκε το βιντεο την παρατησε'' της εξηγει και η Κυβελη για λιγο πιανει τον εαυτο της να τον πιστευει.
Και αν η Σιλια ηταν οντως καποια τρελη;
Και αν τον θελει ακομα;
Αν μου ειπε ψεματα ακομα και για το οτι ειναι παντρεμενη;
Ωσπου μια ακομη σκεψη τρυπωσε στο μυαλο της.Ηπιε μια γουλια απο το ξηρο κρασι, με επιγευση καποιου φρουτου που δεν αναγνωριζε και καταπιε αργα.
''Ξερω οτι μου εκρυψες τα χαπια.Και ξερω επισης οτι στοχος σου ειναι ο αντρας απεναντι σου που καθε πεντε λεπτα μας κοιταει γιατι νομιζει οτι συζηταμε για την διπλωματικη μου στον τομεα σου.''
Ο Δελης γευεται την ηττα.Νιωθει σαν να επεσε στον λακκο που ο ιδιος εσκαψε.Κι ενω μπορουσε να χειριστει την Σιλια και το μεγαλο της στομα, δεν ηξερε ποσο πειστικος θα ηταν οσον αφορα τα υπολοιπα.
''Γιατι να θελω να μεινεις εγκυος Κυβελη;Και γιατι ο πατερας σου να ειναι ο στοχος μου; Εχεις παρανοησει μου φαινεται.'' την κατηγορει και ακουγεται πιο βλοσηρος απο οτι ειναι.
''Μα για να γινεις δικαστης βεβαια, ωστε να χωρισεις διχως να χασεις την εταιρια σου, αστικολογος εισαι , ξερεις απο διαζυγια, ποσο μακροχρονιες και οικονομικα αιματηρες διαδικασιες ειναι. Ενω ετσι... θα γινοσουν ο 'γαμπρος' του Δημητρη Πολιτη, και θα ερχοταν του χρονου η περιοδος διορισμων, και δεν θα κοιτουσαν ουτε την ηλικια σου, ουτε τιποτα, μονο την συστατικη σου επιστολη θα εβλεπαν, και θα αρκουσε.'' το δακρυ της κυλαει κατα μηκος του προσωπου της και χανεται αναμεσα στα χειλη της.Δεν κανει καμια κινηση να τα σκουπισει, ξερει οτι θα φανει υποπτο.
Ο Σπυρος δεν ηξερε τι να πει.Ειχε προετοιμαστει για το οτιδηποτε, τιποτα δεν τον προετοιμασε επαρκως ομως για να χασει τα παντα μεσα σε δευτερολεπτα, την θεση που λαχταρουσε και εκεινη.
''Αν ηθελες τοσο την θεση γιατι απλα δεν τον προσεγγιζες; Γιατι επρεπε να με καταστρεψεις;'' ρωτα αηχα σχεδον και απο τα ματια της κυλαει το δευτερο δακρυ, με το τριτο να επεται.
''Δεν το εκανα για την θεση.'' προφερει με σιγουρια που δεν ειχε μονο και μονο για να κερδισει χρονο.
''Ισχυριζεσαι οτι δεν επεδιωξες μια εγκυμοσυνη, για την οποια μαλιστα με απειλησες; '' καυχασε εκεινη.
Ο Σπυρος ξεσφιγγει λιγο την γραβατα του.Νιωθει να πνιγεται.
''Δεν ηταν μονο για αυτο.Ειδαλλως γιατι να μεινω μαζι σου τρια χρονια;'' ρωτα εξυπνα.
Η κοπελα μορφαζει οταν ακουει το ποσο καιρο εμειναν μαζι.Το χερι της τρεμει και μετα βιας καταφερνει να πιει μια ακομα γουλια κρασι.Πρεπει να φαινεται φυσιολογικη.Ακομα και με πλατη ο πατερας της μπορουσε να το υποπτευθει.
Ο Σπυρος ανταλλασει ενα βλεμμα με τον Πολιτη, ο δευτερος του χαμογελα διπλωματικα και σηκωνει το ποτηρι του σε ενα νοητο 'Στην υγεια μας'. Χαμογελα σκεπτομενος την τραγικη ειρωνια.
Κοιταζει την κοπελα απεναντι του που κλαιει σιγανα και ακαμπτα.Τα σκουρα της ματια ειναι πανεμορφα οταν κοκκινιζουν, γυαλιζουν απο τα δακρυα και λαμπουν κατω απο το φως.
Τα αγαπαει τα ματια της.Και τον σκοτωνει οταν κλαιει.
Ξεφυσαει και γερνει προς το μερος της.Σταυρωνει τα χερια του πανω στο τραπεζι.
''Σε αγαπω Κυβελη.'' της λεει ειλικρινα και η δικηγορινα μορφαζει.
Στο μυαλο της η φραση αμαυρωνεται.
''Μη...μη το λες αυτο.'' ψελλιζει και κατεβαζει για λιγο το κεφαλι, οτιδηποτε ωστε να μην τον κοιταζει.Δεν αντεχει να αντικριζει το υφος του.
''Σε αγαπω.'' επαναλαμβανει με ιδια σιγουρια.Μπηγει ενα δευτερο μαχαιρι , αυτη τη φορα στο στομαχι της.
''Λες ψεματα.'' γρυλιζει και εξακολουθει να κοιταζει το λευκο απαλο τραπεζομαντηλο, γυρω της το βουητο αυξανεται αναλογικα με τον κοσμο που ερχεται κατα συρροην.
''Κοιτα με στα ματια.'' της ειπε
''Οχι.'' μουρμουρισε και καμπουριασε λιγο, σαν να ηθελε να κρυφτει μεσα στην λευκη πολυθρονα.
''Ειπα κοιτα με!'' ο κυριος απο το διπλανο τραπεζι τους κοιταξε κλεφτα.
Φοβουμενη μην ανεβασει κι αλλο τους τονους το εκανε.
Μαυρο και μαυρο και ολο στο τετραγωνο.Στο βλεμμα του σχεδον αντικατοπτριζοταν το δικο της.
''Σε αγαπω οσο δεν εχω αγαπησει καμια αλλη, θα ρισκαρα τα παντα για σενα.''της εξομολογειται ειλικρινα.
Η Κυβελη δεν αντεχει, και μεσα στα δακρυα γελαει. Πινει μια γουλια ακομα απο το κρασι της, σαν να της δινει την δυναμη να του μιλαει.
''Θα ρισκαρες ομως εμενα για την εξουσια, και υποθετω αυτο αιρει τα παντα.''
Δεν της απαντα.Μπηγει λοιπον ενα ακομη μαχαιρι στο στηθος της.Μεσα της σχεδον παρακαλαει να της πει κατι.Εστω κατι μικρο. Κατι για να την βγαλει απο την μιζερια του να εχει δικιο.
Ηταν η πρωτη φορα που παρακαλουσε να εχει αδικο.
''Δεν αλλαζει το οτι σ αγαπω.Ενταξει το παραδεχομαι, ειχα καποιες βλεψεις οταν γνωριστηκαμε, μα επειτα αλλαξαν ολα.''
Λεξη προς λεξη σκαλιστηκαν στο δερμα της.Τα ματια της αρχισαν να τσουζουν και βιωσε εκεινη την περιεργα γνωριμη αισθηση στην μυτη της που σηματοδοτουσε,το οτι επροκειτο να κλαψει.
''Αλλαζει την αιτια. Δεν με χρειαζεσαι επειδη με αγαπας, επειδη χωρις εμενα νιωθεις δυστυχισμενος, επειδη σε γεμιζω,με χρειαζεσαι γιατι ειμαι αλλο ενα σκαλοπατακι για εσενα,ειμαι ενα πιονι που αν παιξεις σωστα κανεις ρουα ματ.''
Δεν απαντα τιποτα.
Γιατι δεν μιλαει;
Γιατι δεν λεει οχι;
Εκεινη ακριβως την χρονικη στιγμη, κατι μεσα της αρχισε να σαπιζει.Το τερατακι της εκδικησης εμφανιστηκε στον ωμο της και η κοπελα πηρε μια βαθια ανασα.Ζαλιζοταν και δεν ηξερε αν εφταιγε το κρασι ή η γη που ετρεμε κατι απο τα ποδια της.
''Αλλα το φιναλε γραφτηκε με πατ.'' προφερει αινιγματικα.
Δεν την καταλαβαινει.
''Και ξερεις γιατι;'' τον ρωτα προκλητικα.
Δεν της απαντα τιποτα.Ο Σπυρος ηταν ανεκαθεν ο ανωτερος στους καυγαδες τους.
''Γιατι η καρδια μου χτυπαει δυνατα οταν τον κοιταζω και με εκνευριζει ανευ προηγουμενου με εναν τροπο που μονο εκεινος μπορει.Γιατι με πηγαινει στα πιο απλα μερη και με αναγκαζει να βγαινω εξω με μπιτζαμες φουτερ και αβαφη.Σταματαει για βρωμικο και μπιρα.''
Βλεπει με καθε της λεξει τον Δελη να συνοφρυωνεται και να ανακαθεται στην θεση του.Διακρινει μια δυσπιστια στο υφος της, σαν να προσπαθει να καταλαβει αν το επινοησε.
''Με θελει διχως κανονες και ορια.Με παιρνει στο κρεβατι, στην κουζινα,στο σαλονι στο ντουζ, διπλα στο παραθυρο, παντα και παντου.Κοιμαμαι στο κρεβατι του και οταν ξυπναω ειναι εκει, ξερει πως πινω τον καφε μου και τον πιανω τα κοιτα τις φακιδες και τα σημαδια μου με ενδιαφερον.Του αρεσω με κοκκινο, μπλε και ολα τα εντονα χρωματα του κοσμου.''
Ο Σπυρος ανεβαζει παλμους.Εξοργιζεται με καθε της λεξη ολο και περισσοτερο.Πως τολμαει να του τα λεει ολα αυτα;Ειδικα εφοσον ο πατερας της ειναι απεναντι.
Νιωθει αβοηθητος.Μεσα του κατι βραζει.Θελει να την συρει εξω.Να την αγκαλιασει και να την φιλησει. Να της πιασει το χερι και να την πειθαναγκασει για το αντιθετο.
''Με πηδαει καλυτερα, συνταραζει καθε φορα τον κοσμο μου και τα ποδια μου τρεμουν για ωρα υστερα.'' του λεει προκλητικα και σφιγγει τα δοντια.Το χερι που βρισκεται απο το τραπεζι σφιγγει με λυσσα το τραπεζομαντηλο.
''Δεν με αγαπαει, και αυτο το ξερω.Αλλα ειναι ειλικρινης απεναντι μου, και βγαζει απο εμενα οψεις μου που ειχα χρονια να δω. Τον γνωρισα στους γονεις μου και ειναι κολλητος με τους φιλους μου.Ερχεται απροσκλητος στο δωματιο μου και ξερει με τι σειρα εχω τα βιβλια στην βιβλιοθηκη μου.Και οταν βγαινουμε δεν με κοιτα αποδοκιμαστικα οταν ντυνομαι με κολακευτικα ρουχα.Ουτε με επιπλητει οταν μεθαω.Γελαει και με βοηθαει να συνελθω,ακουει τις ιστοριες μου και εμμεσα μου μαθαινει τις δικες του.''
Αρχιζει να πειθει τον εαυτο του οτι του λεει ψεμματα.Ειναι το μονο που μπορει να τον γλιτωσει.
Αποκλειεται να λεει αληθεια, το κανει για να με νευριασει.Για αυτο εφερε τον πατερα της εδω.
Οποτε δεν μιλαει.Σχεδον την λυπαται βαθια μεσα του.
Λεει ψεματα.
Κοιταζει τα υγρα της ματια και το λεει ξανα και ξανα στον εαυτο του.
Λεει ψεματα, δεν υπαρχει αλλος, μονο εγω.
''Κυβελη...'' την σταματαει.
''Σταματα να προσπαθεις να με πονεσεις, δεν πετυχαινει.''φαινεται περιεργα ψυχραιμος.
Ενω τοση ωρα βρισκοταν στο ματι του κυκλωνα, σαν να μπηκαν τα παντα σε σιγαση και η φωνη της λογικης να του μιλησε.
Σταματησε να μιλαει.Ανοιγοκλεισε τα ματια της λιγες φορες.Σαν να μην πιστευε αυτο που ακουγε.
Μονο αυτο εχει να πει;
Το τεταρτο μαχαιρι την βρηκε παλι στην κοιλια. Το αιμα ερρεε πανω στα μαυρα της ρουχα.
''Δεν θα χωρισεις με την γυναικα σου Σπυρο, γιατι την αγαπας, χρονια πριν με γνωρισεις, και μαλλον χρονια πριν γεννηθω αρχισες να την αγαπας.''συμπεραινει ψιθυριστα.Σαν μολις να το ανακαλυψε.
Κοιταξε την λευκη της μπλουζα μεσα απο το ταγιερ.Το αιμα αναβλυζε και εκαιγε το δερμα της.Η τρυπα μεγαλωνε, ολο και μεγαλωνε.
Συναντα παλι το προσωπο του.Τα δακρυα της ειναι αλμυρα, ταιριαζουν με το κρασι της.
''Δεν ξερω γιατι δεν ημουν αρκετη για εσενα, ουτε γιατι με επελεξες, αλλα ξερω οτι αυτη τη στιγμη το <<γιατι>> ειναι χαραγμενο πανω μου,με στοιχειωνει.Γιατι απλα δεν προσελκυες τον πατερα μου;'' τον ρωτα και στον τονο της υπαρχει απελπισια.
Δεν της λεει τιποτα.Θελει να του ουρλιαξει οτι περιμενει απαντηση.Μα ξερει οτι κατι τετοιο δεν γινεται.
Το κοκκινο κρασι στο ποτηρι μπροστα της εμοιαζε να ειναι περισσοτερο απο οτι πριν.
''Και ξερεις και κατι αλλο;'' ρωταει χωρις να παρει το βλεμμα της απο το κρυσταλλο.
''Φταις.''συναντα το σκουρο καφε.
Ο Σπυρος εχει ενα βλοσηρο υφος.Μοιαζει σχεδον να ποναει, μα να προσπαθει να συγκρατηθει.Αυτο την κανει να νιωσει καπως καλυτερα.
Εκεινος δε, εχει πεισει τον εαυτο του οτι το μονο που θελει ειναι να τον πληγωσει.Δεν εχει πιστεψει λεξη για εκεινον τον υποτιθεμενο εραστη, γιατι το θεωρει απιθανο σκεπτομενος ποσο πολυ τον αγαπαει.
Η Κυβελη απο την αλλη αδειαζει πανω στο τραπεζι την καρδια της.Καθε λεπτο που περναει νιωθει να χανει αιμα.
''Φταις γιατι σε κοιταζω και νιωθω οτι βλεπω ενα απο τα πιο οικεια κομματια του εαυτου μου.
Σε κοιταζω και ποναω Σπυρο.'' το ονομα του στα χειλη της ποναει και τον ιδιο.Μενει παγωμενος να την κοιτα.
''Με ακους;'' τρεμει ελαφρως ''Ποναω Σπυρο, μια εβδομαδα τωρα η καρδια μου εχει μουδιασει'' παιρνει μια κοφτη ανασα και ελευθερωνει μερικα ακομα δακρυα.
''Ηρθα εδω ελπιζοντας να με πεισεις για το αντιθετο.Ηρθα προσευχομενη οταν γυρισω σπιτι μου να νιωθω αυτη την γλυκια ενοχη οτι υπεκυψα.'' χαμογελαει πικρα σε αυτο που μολις περιεγραψε.Ετσι ενιωθε, χρονια τωρα.
''Ηρθα ευχομενη να θαψεις την σιγουρια μου, να βρεις τις λεξεις εκεινες που θα εκμηδενισουν την λογικη μου.''
Παλι δεν της λεει τιποτα.Νιωθει μικρος μπροστα στον ερωτα της, σαν μολις να ειχε συνειδητοποιησει ποσο μεγαλος ηταν. Ηξερε ανεκαθεν πως η μικρουλα τον ηθελε πολυ.Μα τα λογια της τον αφηναν συξυλο.
''Δεν ξερω αν προτιμω να ειμαι ευτυχισμενη στο ψεμα μου, ή δυστυχισμενη στην αληθεια σου.''συμπεραινει μονη της.
''Σκεψου μονο οτι ηρθα εδω θελοντας να ξερεις οτι ενω υπαρχει καποιος αλλος στην ζωη μου και ενω εμαθα τα πιο σκοτεινα σου μυστικα, αντι να σε παρατησω επειδη εισαι κατα πασα πιθανοτητα ο χειροτερος ανθρωπος που εχω γνωρισει ποτε μου, ειμαι εδω σημερα αναμενοντας τον εναν λογο για να μεινω.''γελαει και μονη της καθως το λεει αυτο.
Σαν να καταλαβε μολις τι ακριβως εκανε.Το γελιο της, ακομα και πικρο, του φαινοταν υπεροχο.
''Τοσο σε εχω εξυψωσει μεσα μου, σε εχω ικανο να σβησεις καθε αισθηση της λογικης μου.''γερνει προς το μερος του, το κατω χειλος της, εκεινο που σφραγιζει εναν λυγμο,τρεμει.
''Εμπρος λοιπον! Κανε με τυφλη, κουφη, κανε τον κοσμο γυρω μου αϋλο και αοσμο.Πες μου οτι ολα αυτα ειναι ψεματα.Και καντο να φανει πειστικο..''κανει μια παυση και ξεφυσαει.
''Σε παρακαλω...''
Για λιγο δεν μιλαει κανεις τους.
Νιωθει οτι το αιμα της ποτισε το χαλι του εστιατοριου, μεσα της παντως δεν εμεινε ουτε σταγονα.
Σηκωνεται ορθια, αιφνιαδιαζοντας τον.
Χωρις να γυρισει απο την αλλη, για να μην προδοθει, φοραει το παλτο της.
''Δεν μπορεις πια να με πεισεις'' του χαμογελαει με νωχελικοτητα.
''Και ξερεις γιατι;''ρωτα ρητορικα.
''Κρυβεσαι πισω απο την αγαπη σου ταχα για την Εβελινα ή για μενα για να μην φανει η μονη πραγματικη αγαπη που εχεις στην ζωη σου.Εκεινη για τον εαυτο σου, γιατι μονο εκεινον αγαπας. Στους αλλους αγαπας μονο τον τροπο που σε αγαπουν και που γεμιζουν τον τρυπιο σου εγωισμο. Οποτε κι εγω παυω να ειμαι ενθερμο ακροατηριο στην θεατρο σου, σταματω να ειμαι η καλοπιστη τριτη.'' τιναζει τα μαλλια της εξω απο το παλτο της.
Η παρασταση τελειωσε, το δικαστηριο αποφασισε.
''Χαρηκα που σας γνωρισα κυριε Δελη.'' τεινει το χερι της προς το μερος του, κι εκεινος μη θελοντας να προδοθει της δινει το δικο του.
Σχεδον κλαψουριζει στην στενη τους επαφη.
Ειναι η τελευταια φορα που τον βλεπω ετσι υποσχεται στον εαυτο της.
Θα της δωσω λιγο χρονο και θα την κερδισω ξανα, ορκιζεται εκεινος, νομιζοντας οτι ο αντρας στις περιγραφες της δεν ειναι παρα ο,τι εμεινε απο τον κατεστραμενο της εγωισμο.Μια προσπαθεια να σωσει την αξιοπρεπεια της.
Και το καρμα γελασε.
Η Κυβελη περπατησε γρηγορα κατα μηκος του χωρου μεχρι να βγει στον διαδρομο οπου τρια ατομα περιμεναν το ασανσερ.Αρχισε να κατεβαινει γρηγορα την σκαλα.Ηξερε οτι συντομα θα την επαιρνε τηλεφωνο ο πατερας της. Η ωρα ηταν αλλωστε μονο 9.
Εξω, το κρυο ηταν τσουχτερο μα δεν την ενοιαζε.Μηχανικα κινηθηκε προς το μετρο. Το θολο της υφος δεν συγκρινοταν με τιποτα με το θολο της μυαλο.
Ενιωθε χαμενη. Ενα μεγαλο καστρο στο μυαλο της ειχε κατεδαφιστει για παντα.Κι εκεινη την ειχαν καλυψει τα συντριμμια.
Ενιωθε την τρυπα στο κορμι της να μεγαλωνει, καθε λεπτο ολο και περισσοτερο, ωσπου θα ορκιζοταν οτι αν καποιος της πετουσε ενα μαχαιρι θα περνουσε απο την αλλη πλευρα.
Εκλεισε τα ματια και πηρε μια μικρη ανασα οταν ακουσε το κινητο της να βουιζει στην τσαντα της.
Εκανες το πιο σωστο πραγμα για τον εαυτο σου μουρμουριζει απο μεσα της.
Σηκωνει το τηλεφωνο και προσποιειεται ενα χαμογελο.
''Ελα μπαμπακα.''
Το ειχε κανει οντως, απλα μαζι με αυτο, ερχονται και οι συνεπειες.
Οποιος αγαπησε δεν ειναι τελικα τοσο αθωος.
Περασε ο καιρος και εκτοτε εμαθα, αποδεχτηκα, αλλαξα κατ'επιθυμιαν μου.
Εσυ εμεινες ιδιος.Δεν αλλαζες για καμια,ετσι ελεγες,
κι ετσι εκανες.
Περασα πολλες ωρες να αναρωτιεμαι τι ημουν για σενα.
Τι σκεφτεσαι οταν ακους το ονομα μου, τι λες στους φιλους σου και τι στον εαυτο σου.
Πιστευα πως ημουν μεγαλη σου αγαπη!Ο ερωτας σου ακομη.
Ωσπου μια μερα ψαχνοντας αναμεσα στις μνημες και τις πληγες μας,
βρηκα τις κλωστες που καποτε μας ενωναν.
Κρατωντας στα χερια τα απομειναρια μετα δακρυων καταταλαβα οτι δεν κοπηκαν,
απλα εσυ επαψες να τις κρατας.
Κι ετσι επεσα πισω, αγκαλια με το κουβαρι των προβληματων μας.
Χρειαζονται δυο για να ισιωσει το σκοινι της ισορροπιας.
Και δεν ξερω αν για σενα μπορω να πω πως με αγαπουσες λαθος και ανεπαρκως,
ή αν κατα βαθος με παρηγορει η σκεψη οτι αν ποτέ μπορουσες να αγαπησεις κατι περα απο το <<εγω>> σου, θα ηταν εμενα.
Ciao Bellas!
Καλημερα.
Ελπιζω να σας αρεσε.
Σας αγαπω πολυ πολυ πολυ
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top