Τίποτε δεν εμποδίζει την ευτυχία όσο η ανάμνηση της ευτυχίας.

Για ένα πράγμα δεν έχουμε δικαίωμα: να είμαστε δυστυχισμένοι. Πρέπει να διεκδικούμε παντού την ευτυχία μας.
Μίκης Θεοδωράκης

Δεν είναι όλοι οι έρωτες ίδιοι, μου είχε πει ένα βράδυ.

Και είχα συμφωνήσει, γιατί στο μυαλό μου τότε ένωσα κομμάτια από διαφορετικά παζλ και σκέφτηκα ότι δεν ήθελε να κοιτάζω τους άλλους.Να μην συγκρίνω, το παρόν με το παρελθόν μας, να μην ζηλεύω.

Κάθε σχέση είναι διαφορετική, φυσικά, απάντησα από μέσα μου.
Με κοίταξε στα μάτια, να δει αν κατάλαβα.

«Δεν είναι όλοι οι έρωτες ίδιοι.» επανέλαβα.

Πάμε μπροστά τρεις μήνες.

Τρελαμένη που δεν είχαμε μιλήσει δυο μέρες.

Τρελαμένη που του είπα πως θα βγω με αγόρια και απλά μου είπε να περάσω καλά.
Εκείνος εκνευρισμένος που νευρίασα.

«Δεν πάει έτσι όμως! Και μην με κάνεις να φαίνομαι τρελή! Οι φίλες μου συμφωνούν, δεν είναι φυσιολογικό να-»
«Αγάπη.» έτσι με φώναζε για να με ηρεμήσει, πιο πολύ θύμωνα.«Δεν είναι όλοι οι έρωτες ίδιοι.» μου λέει για πολλοστή φορά.

Ξεφυσάω, έχω κουραστεί να το ακούω, γιατί το λέει;
Σάμπως θα ξεχαστώ και θα του γκιρινιαξω για την σχέση αλλων;
«Το θυμάμαι αυτό! Δεν σου λέω να γίνουμε σαν την Αννα και τον-»

Καυχαζει, μια πικρή γεύση αναδύεται στον λαιμό μου, το βλέμμα του προοικονομει κυνισμό. Χαμηλώνει μπροστά μου για να έχουμε ίδιο ύψος, ακουμπά τις παλάμες του στα μάγουλα μου. Αυτό όντως με ηρεμεί, το ξέρει;

Με κοιτάζει στα μάτια, σαν να προσπαθεί να μου πει κάτι που θα με πληγώσει. Έχει το βλέμμα που είχε ο πατέρας μου όταν μου ανακοίνωσε ότι δεν υπάρχει άγιος βασιλης.
Δεν είναι όλοι οι έρωτες ίδιοι, κι όταν το λέω αυτό δεν εννοώ ο δικός μας συγκριτικά με των άλλων.» μου εξηγεί απαλά, λες και μιλάει όντως σε παιδάκι, το μυαλό μου δεν μπορεί να διανοηθεί τι μπορεί να εννοεί.

«Λέω για τον δικό σου και τον δικό μου.»
Ποιον δικό μου και ποιον δικό του; Τι λέει;

«Ο έρωτας σου για μένα είναι πολύ διαφορετικός από τον έρωτα μου για σένα. Νόμιζα ότι το είχες καταλάβει.»

Κεφάλαιο υπ'αριθμον 71: Η μέρα που μέσα μου ξέσπασε το χάος.


Οι Κυριακές είναι αφιερωμένες στον Θεό
έλεγε η γιαγιά της.
Και η Κυβέλη το έβρισκε κάπως αστείο να το σκέφτεται, ανάσκελα στο κρεβάτι της με τον Γιώργο ανάμεσα στα μπούτια της και τα πόδια της γύρω από τους ώμους του.
«Θεέ μου.» βογκάει και αναπνέει βαθιά για να κρατηθεί. Όντως οι Κυριακές είναι αφιερωμένες στον Θεό.

  Ένα υπέρ του να έχεις ελεύθερη σχέση με γιατρό, είναι ότι ξέρει ακριβώς που είναι τι. Και αν μπορέσεις να αντέξεις την πιθανότητα ότι ίσως στο εξηγήσει διεξοδικά, ετοιμάσου για μεγάλες στιγμές.
«Είμαι κοντά.» αναστέναξε και τα σεντόνια είχαν γίνει κουβάρι κάτω από τα χέρια της.
Δεν επιβραδύνει ούτε λίγο, τουλάχιστον όχι μέχρι να την ακούσει να αφήνει μια μεγάλη εκπνοή απόλαυσης.

  Ανασηκώνεται και στέκεται γυμνός και περήφανος ακόμα ανάμεσα στα πόδια της. Η κοπέλα έχει ιδρώσει. Πέφτει στο παγωμένο μαξιλάρι της που ανακουφίζει την ζέστη που νιώθει να την κατακλυει.
Είναι υπέροχο, είναι τρομερό.
Λατρεύω τις Κυριακές.

Το δωμάτιο της είναι λουσμένο στο φως και η μέρα δεν έχει κλείσει ακόμα ούτε 10 ώρες.
«Πεινάς;» την ρωτάει και ξαπλώνει ανάσκελα δίπλα της.
Και η στιγμή χάθηκε.

   Προσπαθούσε να προσποιηθεί ότι η ευτυχία της την ώρα του σεξ μπορούσε έστω να συμβαδίσει με εκείνη εκτός κρεβατιού, μα ήταν αδύνατον. Την περνούσε κατά πολύ.
Η σεξουαλική τους ζωή με τον Γιώργο ήταν καλά ρυθμισμένη, ήταν αναμενόμενη αλλά πέρα για πέρα απολαυστική. Είχε μάθει να μην συγκρίνει, αν ήθελε να είναι ευτυχισμένη τουλάχιστον. Προσπαθούσε και να μην θυμάται, να προσποιείται ότι δεν υπήρχε πρωτοτυπία με τον Ορέστη, δεν υπήρχε εναλλαγή. Μάταια πάλευε να αποβάλλει από το μυαλό της τις ατάκες του, τις μεθοδικές κινήσεις του που της έβαζαν φωτιά, τον τρόπο που την έκαιγε με ηδονή σαν πυρακτωμένο σίδερο.Το κουβάρι τρέλας στο μυαλό της κάθε φορά που βρισκόταν στο έλεος του.
Όλα αυτά επανέρχονταν ένα προς ένα όταν μετά το σεξ κάθε σύντροφος της ήθελε-μα πως τολμούσαν! - περισσότερα.
Δεν είχε να τους δωσει...

   Το ξυπνητήρι της θα χτυπούσε στις έντεκα και τέταρτο.
«Είναι ανάγκη να πας;» την ρώτησε ο Γιώργος ακολουθώντας το ύφος της, που κοιτούσε την ώρα.
«Δεν είναι ανάγκη, θέλω να πάω, είναι για την Φαιή.»
Κάτι άλλο που ήταν ξεκάθαρο ανάμεσα τους, ήταν ότι η παρέα της προηγείτο.
Πέντε μήνες την κυνηγούσε, και κατάλαβε για τα καλά, ότι αν η Κυβέλη Πολίτη σου δώσει μια ευκαιρία δεν διαπραγματεύεσαι, την παίρνεις και γίνεσαι ευτυχισμένος.
Γιατί δεν ήταν πάντα έτσι.
Δεν είχε πάντοτε πρόσβαση στο διαμέρισμα της, στο δωμάτιο της.
Από νωρίς κατάλαβε, παρά τα όσα έλεγε η μητέρα της για το πόσο ευαίσθητη είναι, ότι η κοπέλα αυτή έχει μέσα της υψώσει πολύ ψηλά τείχη.
Θα τα κατεδαφίσω, είχε σκεφτεί.
Και τώρα γελούσε, γιατί όχι μόνο δεν μπορούσε να τα ρίξει, αλλά δεν είχε καταφέρει καν να υπολογίσει μέχρι που έφταναν.

«Γιώργο.» τον βγάζει από τις σκέψεις του.
Κουνάει το κεφάλι για να διώξει το σύννεφο από αναμνήσεις.
Το βλέμμα του επικεντρώνεται πάλι σε εκείνη.
Γυμνή, με υπέροχο γαλακτερό δέρμα γεμάτος μικρές φακίδες και υπέροχα σημάδια. Μαλλιά μέχρι τον ώμο πιασμένα σε έναν χαμηλό κότσο να πετούν εδώ και εκεί.
Ήταν φωτιά.

  Και τις Κυριακές το πρωί, μπορούσε πλέον με υπερηφανια να πει, ότι ήταν δική του.
«Χαζεύεις.» τον μαλώνει και του χαμογελάει.
«Χαζεύω εσένα.» της απαντάει και η κοπέλα προσπαθεί να μην μορφασει.
Αν σκέφτεται υποφύσεις και κοιλίες θα βρω κάποιον άλλον. Κάποιον φιλόλογο ίσως, ή ακόμα καλύτερα, έναν μηχανικό, έναν οικοδόμο.
Βέβαια τώρα τι με σταματάει;
Θα μπορούσες να βρεις έναν μουσικό.
Οι καλλιτέχνες άλλωστε είναι τέρατα...
Η σκέψη αυτή από το πουθενά την χλωμιαζει απότομα.
Από που ήρθε αυτό;

«Κάποια άλλη χαζεύει μου φαίνεται.» τα δάχτυλα του χαιδευουν την γραμμή της σιλουέτας της από πάνω μέχρι κάτω.
Του κλείνει το μάτι.
«Με εξάντλησες.»
Γελάει.
«Ίσως μπορώ να επανορθώσω με ένα ποτό απόψε;» προσπαθεί.
Η κοπέλα τον κοιτάζει με ύφος.
Μα δεν τα έχουμε πει;
«Σήμερα έχω πολύ τρέξιμο με τον γάμο.» Ήταν αλήθεια αυτό τουλάχιστον.
«Έχεις αναλάβει πολλά ταυτόχρονα, χρειάζεσαι έστω μια μέρα ξεκούραση, αυτό και η δουλειά θα σε αποτελειώσουν.» της απαντάει με το ύφος του γιατρού.
Έπιανε τον εαυτό της να μην της αρέσει όταν μαλάκωνε. Αλλά δεν μπορούσε να το ζητήσει από κάποιον αυτό.
'Μην μου ανοίγεσαι, μείνε αυστηρός και απόμακρος μαζί μου'
Ακούγεται σχεδόν όσο τρελό είναι.

«Τι ώρα θα έρθει ο κουμπάρος να σε πάρει;» την ρωτάει καθώς σηκώνεται για να ντυθεί.
Άλλες μέρες δεν την άφηνε να πάρει ανάσα μέχρι τις 2 το μεσημέρι.
«Σε μισή ώρα.» μουγγριζει καθώς σκέφτεται ότι αναγκάστηκε να του δώσει την διεύθυνση της.
«Καλύτερα να πας να κάνεις μπάνιο τότε.» την συμβουλεύει και η Κυβέλη γνέφει.
Δεν καταλάβαινε γιατί ο Γιώργος ήθελε κάτι παραπάνω, από την στιγμή που και τον ίδιο τον βόλευε αυτό που είχαν. Απλό, απολαυστικό, χωρίς ζήλιες και δεσμεύσεις.

Από πλευράς της πάντα.
Εκείνος έδειχνε να ενοχλείται κάθε φορά που ένα ξένο αντρικό όνομα εμφανιζοταν στην οθόνη της.
Εκείνη από την άλλη δεν πετάρισε ούτε βλεφαρίδα όταν της είπε πως θα βγει ραντεβού με άλλη.
Ήταν σκληρή η συνειδητοποίηση ότι δεν την ένοιαζε. Δεν την ενδιέφερε. Ούτε να τον έχει δικό της, ούτε να γνωρίσει τους γονείς του, ούτε να ξέρει ποιες σκέφτεται όταν ξυπνάει και πριν κοιμηθεί.
Εγώ δεν ήμουν έτσι αναλογίζεται καθώς σηκώνεται από το κρεβάτι της. Η καφετιέρα ακούστηκε να κλείνει.
Χαμογέλασε, η καλύτερη αγορά της ήταν μια καφετιέρα με προγραμματισμένη λειτουργία εκκίνησης. Και τις Κυριακές άρχιζε στις 10.
Αχ πόσο αγαπώ τις Κυριακές.
Στην κουζίνα ο Γιώργος έπινε καφέ, και μια κούπα περίμενε και εκείνη όταν βάδισε με την πετσέτα γύρω από τους ώμους της για να σκουπίσει τα μαλλιά της.
Η Λαίδη και ο Αλήτης λιάζονταν στο μπαλκόνι μετά από μια εξαντλητική βόλτα στις 7 το πρωί.
Ο Γιώργος εφημέρευε εκείνο το Σάββατο και έφτασε από το νοσοκομείο σπίτι της στις 7. 30.
Απορρούσε και πως άντεχε άυπνος μέχρι τώρα, αν εξαιρέσεις δυο μικρούς ύπνους της μισής ώρας ο καθένας, δεν είχε κοιμηθεί καθόλου.
«Θα σε δω το βράδυ;» την ρωτάει, επιλέγοντας προσεκτικά τις ερωτήσεις του, μη τυχόν και την πανικοβάλλει.
Του γνέφει θετικά.
«Θα πάω για ένα ποτό με τα κορίτσια και μετά θα γυρίσω σπίτι. Θα σου στείλω.» και με αυτή την υπόσχεση κάνει μεταβολή, και δίχως φιλί για καλήμερα χώνεται στο δωμάτιο της για να βρει τι θα βάλει.
«Αντίο και σε εσένα αγάπη μου!» Ο γιατρός κοροιδεύει, έχοντας αποκτήσει πλέον μια ανοσία στην ανικανότητα της για οικειότητα.
Αυτό που τον καθησύχαζε ήταν η άγνοια του.


----------------------------------------------

Ο Ορέστης περίμενε στην πιλοτή μισή ώρα πριν. Δεν ήθελε να αργήσει, ενώ παράλληλα χρειαζόταν λίγο χρόνο ηρεμίας πριν βρεθεί μόνος μαζί της στο αμάξι. Ο Γιάννης τον είχε πάρει πρωί πρωί και του είχε δώσει ακριβείς οδηγίες, που με λίγα λόγια τον δέσμευαν από το να την ταράξει με οποιονδήποτε τρόπο. Τον ενόχλησε κάπως που ο φίλος του του έλεγε πως να φερθεί στην Κυβέλη, λες και την ήξερε καλύτερα από εκείνον.
Στις 12 παρά πέντε είδε το ασανσέρ μέσα από τις γυάλινες πόρτες να ανεβαίνει στον τρίτο, εκεί που ήταν το διαμέρισμα της. Μια ακατανίκητη ανυπομονησία τον γέμισε. Η καρδιά του χτύπησε πολύ δυνατά φέρνοντας την παρουσια της στο μυαλό του. Πώς θα είναι; Τι θα φοράει; Τι θα του πει;

Όλη η ένταση απελευθερώθηκε και ο Ορέστης βρέθηκε να χτυπάει ρυθμικά του τιμόνι του τζιπ.
Όταν το ασανσέρ έφτασε το ισόγειο η πόρτα άνοιξε, μα από μέσα δεν βγήκε ο κόκκινος σίφουνας, αλλά ένας μελαχρινός άντρας.
Η καρδιά του έχασε χτύπους απότομα.
Στον τρίτο δεν είπε η Φαιή ότι μένει;
Και ποιος είναι αυτός γαμώτο;

Το μυαλό του δεν άργησε να κάνει την σύνδεση.
Μα φυσικά, ο Γιώργος. Η επιβεβαίωση ήρθε όταν τον είδε να μπαίνει στο διθέσιο μαύρο αυτοκίνητο του με το αυτοκόλλητο απέξω, επιβεβαιώνοντας ότι είναι γιατρός.
Εγώ την περιμένω να πάμε για προσκλητήρια και λουλούδια και αυτή πηδάει τον γκόμενο της. Αναλογίζεται χλευαστικά.
Υποθέτω μου αξίζει.
Αλλά γαμώτο.
Μέσα του έβραζε σιγά σιγά μια οργή, μια κτητικοτητα που πέρασε χρόνια ολόκληρα για να κατευνάσει. Κι όλα κοντεύουν να διαλυθούν στην θέα αυτού του μαλάκα.
Όταν το ασανσέρ ανέβηκε πάλι στον τρίτο, έσφιξε δυνατά το τιμόνι για να απελευθερώσει τα νεύρα του και να ηρεμήσει.
Αν βγει κι άλλος από εκεί μέσα τα παρατάω, προσπαθεί να χαλαρώσει τον εαυτό του, άσκοπα.

Από το ασανσέρ βγαίνει, ένα λεπτό αργότερα, ντυμένη με υφασμάτινη καθημερινή μπεζ παντελονα και ένα κολλητό κοντομάνικο καφέ ζιβάγκο μπλουζάκι, η Κυβέλη.
Η καρδιά του πεταξε την πετρά και τον πάγο από πάνω της και άρχισε πάλι να τρέμει στην θέα της.
Κάνω σαν σχολιαροπαιδο.
Λες να είδε την συνέντευξη; Σίγουρα την είδε;
Μήπως να την ρωτήσω;

'Μην της αναφέρεις τίποτα για εσάς τους δυο. ' Τα λόγια του Γιάννη ήρθαν να τον φιμώσουν.
Επέλεξε να μην μιλήσει ακόμα. Άλλωστε, αν ήξερε ακόμα την Κυβέλη τόσο καλά όσο πίστευε, δεν αργούσε η στιγμή που θα μιλούσε μόνη της.
Κι επειδή ακριβώς την ήξερε τόσο καλά, γνώριζε ότι δεν κατέληγε καλά όλο αυτό.

  Βυθισμένος στις σκέψεις του, επέτρεψε στον εαυτό του να την χαζέψει για λίγο ακόμα καθώς περπατούσε προς το μέρος του.
Ήταν πολλές οι στιγμές μαζί της που του έλειπαν όσο ήταν μακριά, μια από αυτές ήταν οι επιστροφές της σε εκείνον, ο τρόπος που αποζητούσε την αγκαλιά του για να ηρεμήσει, η προσμονή στο πρόσωπο της λίγο πριν τον φτάσει.
Ο Ορέστης το είχε αποδεχτεί καιρό τώρα, μα κάθε φορά η συνειδητοποίηση γινόταν όλο και πιο σκληρή.

 Ήταν χαμένος από χέρι μαζί της.

----------------------------------------------------------

«Καλημέρα. Έχουμε πολλές δουλειές.» μονολόγησε μπαίνοντας στο αυτοκίνητο του. Το γνώριμο άρωμα και η υφή του καθίσματος την γέμισαν θέρμη. Πόσες φορές είχε κοιμηθεί εκεί, στην θέση του συνοδηγού; Πόσες φορές είχε φάει; Είχε δει την θέα; Πόσες φορές καθόταν και τον χάζευε καθώς οδηγούσε; Μεθυσμένη ή νηφάλια.
«Δεν θες καλύτερα να πάμε να κάτσουμε κάπου να μιλησ-»
«Όχι!» τον κόβει.
«Όχι Ορέστη.» γυρίζει να τον κοιτάξει. Το απόλυτο ύφος της τον μαζεύει όντως.
«Εντάξει μην με φας.» της απαντά τάχα χαλαρός αλλά η Κυβέλη μπορεί να δει το πρόσωπο του στιγμιαία να θολώνει από πίκρα.
«Κάνω υπερπροσπάθεια να αγνοώ τον ελέφαντα στο δωμάτιο, να προσποιούμαι ότι είμαστε απλά φίλοι και μέχρι εκεί.» κάτι μέσα της βράζει όσο το λέει αυτό.
Κατεβάζει τα γυαλιά ηλίου της και κοιτά τα δυο διαφορετικά μάτια που όπως πάντα την θολώνουν.
«Μα δεν είμαστε φίλοι.» αποκρίνεται ο Ορέστης.
«Ξέρεις τι εννοώ!» απαντά εκνευρισμένη.
«Άκου τι σου λέω και φρόντισε να συμμορφωθείς Νικολαϊδη!» του κουνά το δάχτυλο επιδεικτικά.
«Είμαστε εδώ για τον γάμο των καλύτερων μας φίλων. Η Φαιή και ο Γιάννης παντρεύονται και μας διάλεξαν να γίνουμε κουμπάροι. Γι αυτούς ήρθες από την άλλη άκρη του κόσμου, όποτε μην το γυρνάς σε εμάς αυτό.»

        Σφίγγει τα δόντια. Κλείνει την μηχανή του αυτοκίνητου και μένουν στάσιμοι στην πιλοτή.
«Δεν γύρισα μόνο για εκείνους.» αποκρίνεται.
«Εντάξει. Ωραία, ξεκίνα τώρα. Θέλει να φύγει ο πίσω.» είδε τον διαχειριστή της να μπαίνει στο αυτοκίνητο του μαζί με τα δυο του παιδιά, μάλλον για να τα πάει φροντιστήριο.
«Δεν πάω πουθενά.» επιμένει.
«Πας καλά; Τι δεν πας πουθενά; Σου λέω θέλει να φύγει ο άνθρωπος!» ο τόνος της ανεβαίνει στην γνωστή χροιά του εκνευρισμού.
«Πρώτα θα συμφωνήσεις ότι θα μιλήσουμε.» έθεσε τον εκβιαστικό του όρο.

Άνοιξε το φώτα ο πίσω και τους έκανε νόημα.
«Ορέστη αυτό είναι εκβιασμός. Ξεκινα το αυτοκίνητο, αλλιώς θα φύγω.» απείλησε πίσω.
«Δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή. Κι εγώ θα μείνω εδώ μέχρι να γυρίσεις, κι εγώ και ο πίσω και τα παιδιά του και όσοι ένοικοι πάρκαραν πίσω μου.»
Είναι απίστευτος, δεν μπορούσε να πιστέψει το πόσο αδίστακτος ήταν.
Κόρναρε!
Θεέ μου, τι ντροπή! Πώς θα τον κοιτάξω στα μάτια.
«Εντάξει! Θα μιλήσουμε! Μετά τον γάμο θα μιλήσουμε!»
«Αυτό είναι σε 1, 5 μήνα!» αντιγυρισε, καμιά κίνηση να ανάψει η μηχανή.

Τώρα ανοιγόκλεινε τα φώτα και έβγαζε το κεφάλι έξω.
«Τι θα γίνει ρε παιδιά; Έχουμε και δουλειές!»
Έγινε κατακόκκινη από ντροπή.
«Μόλις τελειώσουν οι ετοιμασίες!» υπέκυψε.
«Θα μιλήσουμε.» της είπε τελεσίδικα.
«Θα μιλήσουμε ναι!» επιβεβαίωσε και χωρίς να περιμένει δική του κίνηση γύρισε το κλειδί στην εσοχή, ελευθερώνοντας το βαθύ μουγγρητό της μηχανής.
Ο Ορέστης της χαμογέλασε θριαμβευτικα, σαν να είχε κερδίσει τον πόλεμο και ξεκίνησε το αμάξι.

Έχασε η καρδιά της έναν χτύπο ακόμα, και αναψοκοκκινισμένη, γεμάτη ένταση και εκνευρισμό βυθίστηκε στην θέση της και φόρεσε τα γυαλιά ηλίου της.
Κέρδισες την μάχη Νικολαϊδη, αλλά δεν τον θες αυτόν τον πόλεμο.


  Η Φαιη είχε παραγγείλει ένα νυφικό σε μέγεθος 2. Custom-made. Κομμένο και ραμμένο για εκείνη κυριολεκτικά. Οπότε, ακολουθώντας την συμβουλή της Ερμιόνης, μετρήθηκε με μεζούρα παντού την μέρα που έδωσε τα μέτρα της, και θα μετριόταν κάθε μέρα ύστερα, με στόχο να παραμείνει στα 57 κιλά.
Οι άπειρες αποφάσεις που έπρεπε να πάρει της το έκαναν ιδιαίτερα δύσκολο όλο αυτό, οπότε η κοπέλα είχε αποκλείσει τον εαυτό της από την γευσιγνωσία κρασιού και τούρτας, ζυμαρικών και συνοδευτικών.
Η δουλειά αυτή ανατέθηκε στο μόνο άτομο που εμπιστευόταν απόλυτα ότι ξέρει το γούστο της στο φαγητό, την Κυβέλη. Και επειδή ο Γιάννης όπως έλεγε η ξανθούλα, πρέπει να της συμπαρασταθεί, δεν μπορούσε να πάει ούτε εκείνος μαζί της στο catering.
Οπότε εδώ είμαστε, με τον χειριστικό μαλάκα.

«Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν το κάνουν με πιάτα, ορεκτικό, κυρίως, γλυκό. Δεν είναι δύσκολο. Ο Ορέστης πάρκαρε έξω από το ψηλό κτήριο.
«Προτίμησαν μπουφέ, είναι πιο ωραίο για τους καλεσμένους, δεν μπορείς να τους πετύχεις όλους.»
Και τους 400...
Ήταν κοινή παραδοχή ότι η Φαιή και ο Γιάννης έκαναν μεγάλο γάμο. Οι οικογένειες τους έδωσαν το πράσινο φως για ένα μεγάλο budget, οποτε η κοπέλα άφησε την φαντασία της να οργιάσει. Μαζί με την δική της οργίασαν και της Κυβέλης και της Ερμιονης...και το αποτέλεσμα;
Ένας γάμος 25. 000 ευρώ.

«25. 000 ευρώ; Πάτε καλά;;» ο Ορέστης αναφώνησε από την θέση του.
Τον αγριοκοίταξέ.
«Σκάσε.» ψιθύρισε κάτω από την ανάσα της καθώς περίμεναν υπομονετικά στο μακρόστενο τραπέζι, να έρθει ο υπεύθυνος εστίασης μαζί με τα πρώτα πιάτα, ώστε να συζητήσουν τι τους αρέσει και τι όχι.
«Ποιος τρελός χαλάει τόσα για γάμο;» ο βιολιστής δεν έλεγε να το συνειδητοποιήσει.
«Γιατί εσύ θα τα πάρεις; Ίσα ίσα, θα πάρουμε και το δώρο μας ως κουμπάροι.»
«Δεν το λέω από τσιγκουνιά, απλά είναι πολλά χρήματα για μια μέρα.»
«Που όμως θα θυμούνται για πάντα.»
Καυχασε.
«Μην πας να το πουλήσεις λες και το κάνουν για αυτούς, για το σόι το κάνουν.»
Απηύδησε μαζί του.
«Εντάξει Ορέστη στον δικό σου γάμο- αν κάνεις- χάλασε 100 ευρώ, άσε τα παιδιά να κάνουν ο, τι θέλουν.» απαξίωσε και έστρωσε καλύτερα την πετσέτα πάνω στην μπεζ παντελονα της.

  Την ώρα που πήγε να της απαντήσει μπήκε μέσα ο κύριος Ερρκος.
«Καλώς τους κουμπάρους! Πόσο χαίρομαι που σας γνωρίζω.» χαιρέτησε πρόσχαρος.
«Αλίμονο, 20 χιλιάρικα θα μας φάει.» ο Ορέστης μουρμούρισε κάτω από την ανάσα του και η Κυβέλη τον σκούντηξε.
«Εσύ πρέπει να είσαι η Κυβέλη.» της χαμογελασε σφιγγοντας της το χερι.
«Πως το καταλαβε;» ο Ορεστης ψιθυρισε αρκετα δυνατα για να το ακουσει εκεινη και να πνιξει ένα γελακι.

«Ναι, μιλησαμε αρκετες φορες και στο τηλεφωνο.»
Ναι εγω σε επρηξα.
«Και εσυ εισαι ο κουμπαρος, ο παγκοσμιου φημης βιολιστης.» ο αντρας εδωσε το χερι γεματος δεος και θαυμασμο. Το βλεμμα του Ορεστη δεν μαλακωσε ουτε λιγο.
«Ορεστης Νικολαϊδης.» συστηθηκε και η φωνη του βγηκε πιο αυστηρη, σχεδον δεν την αναγνωρισε. Τον κοιταξε μπερδεμενη.
«Ειμαι μεγαλος θαυμαστης σας, Μας κανετε περηφανους!» ο βιολιστης απλα ανασηκωσε τους ωμους του.
Αρχισαμε...

  Ο Ερρίκος ειχε στην κατοχη του τρια κτηματα, στην Εκαλη, στην Γλυφαδα και στην Βουλιαγμενη, και ηταν το ένα καλυτερο από τα αλλα.
Παραλληλα ανοιξε ένα ακρως επιτυχημενο κεντρο catering για να δινει την δυνατοτητα στους πελατους του σε τιμη 'προσφορας' να τροφοδοτουν τις εκδηλωσεις τους.
Η Κυβελη εβγαλε από την τσαντα της έναν τεραστιο χαρτοφυλακα με διαχωριστικα και σελιδοδεικτες με τιτλους.
«Θεε μου.» ο Ορεστης ψιθυρισε και ηπιε λιγο νερο.

Δεν εμοιαζαν να συμφωνουν σε τιποτα.
«Εχεις καταλαβει ότι οσα εχεις διαλεξει είναι πολύ περιεργα και δεν θα τα φανε οι μισοι;»
Θιχτηκε.
«Τι είναι περιεργο;»
«Θα ερθουν τοσα παιδια, τι θα φανε; Τα ψαρια με κοκκαλα; Τις σαλτσες ροδιου και σμεουρου; Το ρυζι με μελανι; Τα μεθυσμενα κρεατα;»
«Μα είναι τελεια.» η Κυβελη ειχε τρελαθει με όλα τα φαγητα και σκεφτοταν πολύ σοβαρα να κανει μια ψευτικη δεξιωση, να παραγγειλει και να κατσει να τα φαει μονη της.
Το βλεμμα του μαλακωσε.

«Ναι αλλα πρεπει να το επεκτεινουμε και σε άλλες απαιτησεις.»
Η κοπελα ξεφυσηξε. Στην αρχη δεν καταλαβαινε το γιατι, μα τωρα της φαινοταν ξεκαθαρο το γιατι η Φαιη της φορτωσε τον Ορεστη, ακομα και τα λογια της εβγαζαν νοημα.
«Αν ειστε όπως σας θυμαμαι, θα εχει κάθε επιλογη την τελεια ισορροπια.»

 Δοκιμαζαν τα επιδορπια. Ο υπευθυνος τους εξηγουσε την επιλογη του.
«Είναι η απολυτη ισορροπια αναμεσα στο αλμυρο και το γλυκο.»
Η Κυβελη τον ακουγε προσεκτικα, ενώ ο Ορεστης δοκιμαζε το τεταρτο στη σειρα απ τα δειγματα.
«Η οξυτητα...» πηγε να συνεχισει.
«Είναι απλα σοκολατα με φυστικοβουτυρο.» τον διεκοψε ο βιολιστης και η κοπελα αναφωνησε, τον σκουντηξε σαν να μαλωνε παιδακι και επειτα γυρισε προς τον αντρα που κοιτουσε εξισου θιγμενος.

«Συγχωρεστε τον, δεν ξερει.» τον δικαιολογησε αγριοκοιταζοντας τον με την ακρη του ματιου της.
«Όχι βασικα, ξερω.» διακοπτει παλι. Καταπινει το ταρτακι φυστικοβουτυρου.
«Μην το κουραζουμε. Κυβελακι, σου αρεσουν τα τυπου Reese's;» την ρωταει και η κοπελα βγαζει καπνους.
Ρεζιλι θα με κανει.
Ξεροκαταπινει και γνεφει θετικα. Εκεινος γυριζει προς το μερος του.

«Οποτε κλεινουμε σε αυτό για μαζι με το ποτο καλωσορισματος. Επιδορπια, θελουμε σιγουρα παγωτο, κανονιστε το, τα σιροπιαστα, τα σοκολατενια εκλαιρ και τα ταρτακια με κρεμα και φρουτα. Στην ουσια θελουμε ένα μεγαλο τραπεζι με γλυκα, χωριστα από την τουρτα, που επειδη κοστισε μια περιουσια ελπιζω να φτασει για ολους.»
Υπαρχει κατι στον Ορεστη που παιρνει τον ελεγχο που χτυπαει την Κυβελη κατευθειαν στο σπιτι.
Υποχωρει και του δινει την δυναμη, για τωρα.
Ο Ερρικος δεν εγκρινει την αλλαγη του επικεφαλης στην ομαδα.
«Να ειστε σιγουροι ότι θα είναι ολοι υπερπληρεις.» τον διαβεβαιωνει.

   Γερνει στην πολυθρονα με τα χερια στην τσεπη του φουτερ του. Αραχτος και χαλαρος ποδοπατησε τις επιθυμιες δυο ατομων και υπερισχυσε η γνωμη του, κι όλα αυτά χωρις να χασει την νηνεμια στο προσωπο του.
Κοιταζει προς το μερος της, θα αναγνωριζε από παντου τον εκνευρισμο της ηττας.
«Τελειωσαμε δικηγορινα;» την ρωτα με ένα χαμογελο.
«Εγω προσωπικα ναι.» απαντησε κοφτα και σηκωθηκε ορθια αποτομα.

  Εδωσε το χερι στον υπευθυνο και με ένα εγκαρδιο χαμογελο ανανεωσε το ραντεβου τους στον γαμο. Βγηκε από την αιθουσα δοκιμων με κοφτο γρηγορο βηματισμο. Ευτυχως για την ιδια ειχε βγαλει τα τακουνια μετα το γραφειο και φορουσε λευκα αθλητικα.
«Κυβελη!» ο επιτακτικος του τονος, που υπο άλλες συνθηκες θα την σταματουσε, τωρα της εδωσε εναυσμα να παει πιο γρηγορα. Τον ακουσε να τρεχει να την προφτασει.
«Κυβελη!» αυτή τη φορα ακουγεται πιο εντονος, ή εφταιγε μαλλον το ότι βρεθηκε πισω της.
Και την επομενη στιγμη βρεθηκε διπλα της. Το χερι του στο μπρατσο της την τραβαει πισω.

   Περιμενει να τον αντικρισει νευριασμενο. Μα φυσικα ειχε ξεχασει για ποιον μιλουσε. Ο Ορεστης δεν νευριαζε.
«Ηρθες με δικο σου αυτοκινητο;» την ρωταει με ένα μισο χαμογελακι αυταρεσκειας.
Τιναξε το χερι της μακρια.
«Με ενοχλεις.» Την επιασε παλι, και την εφερε κοντα του.
Σηκωσε το βλεμμα να τον κοιταξει, ο ηλιος, συμμαχος του, φωτιζε τις μπουκλες του και εδινε χρυση υφη στο δερμα του.
Ηταν αβασταχτο, να τον κοιταζει και να μην μπορει να αφεθει, να νιωθει κάθε κυτταρο της να την τραβαει πανω του κι όμως να μην μπορει, ένα μερος της να μην θελει να γυρισει σε εκεινον.

Για να φυγει παλι; Ποιο το νοημα

«Σε ενοχλω γιατι ξερεις ότι εχω δικιο; Απορω πως συνεννοειστε τοσο καιρο με αυτόν τον καραγκ-»
«Εχουμε να παμε στην εκκλησια τωρα, εχει έναν γαμο και θελω να δω αν θα πεταξουν ριζι γιατι εμας μας ειπαν ότι απαγορευεται.»
Στην αρχη γελασε γιατι νομιζε ότι του εκανε πλακα. Όταν όμως την ειδε να τον κοιτα σοβαρη, σοβαρεψε κι ο ιδιος.
«Α δεν πας καλα κοπελα μου.» την κοροιδεψε και εβαλε τα γυαλια ηλιου του πριν ξεκλειδωσει το αυτοκινητο και μπει κι ιδιος μεσα.

«Εσενα περιμενα να μου το πεις.» ειρωνευεται κατω από την ανασα της και βαζει ζωνη.
«Μετα θα παμε για λουλουδια;» ρωτησε καθως εβαζε gps για την εκκλησια.
«Όχι, αυτό είναι την άλλη εβδομαδα, είναι όλα κανονισμενα, εμεις παμε ξανα για επιβεβαιωση και για τελευταιες λεπτομερειες.» του απαντησε καθως ξεφυλλιζε τις σημειωσεις της.
«Μαλιστα κυρια μου.»
Το μεγαλο ταξιδι προς την παραλιακη αρχισε συντομα και η κοπελα ηρθε αντιμετωπη με άλλη μια κακια συνηθεια του Ορεστη, την απροσεκτη οδηγηση του. Ενώ ο ιδιος ισχυριζοταν ότι είναι προσεκτικος και δεν κανει λαθη, η Κυβελη επιανε τον εαυτο της να κραταει μια ανασα κάθε φορα που εκανε προσπεραση με ένα χερι στην εθνικη.

  Το ραδιοφωνο επαιζε μουσικη και εκεινος τραγουδουσε σιγανα καθως επαιζε τον ρυθμο στο κατω μερος του τιμονιου. Το κλιμα ηταν απιστευτα χαλαρο, για εκεινον τουλαχιστον. Η δικηγορινα δεν ηξερε πως να νιωσει με αυτή την κατασταση.
Μπορουσε μονο να τον κοιταζει και να σκεφτεται.
Υποκρινεται ή είναι οντως καλα;
Δεν φαινεται να υποκρινεται.

Μακαρι να ημουν και εγω τοσο καλα.

  Παρκαρε πεντε στενα μακρια από την εκκλησια και περπατησαν μεχρι εκει σιωπηλοι.
«Δεν το πιστευω ότι θα παντρευτουν.» του παραδεχεται, πιο πολύ γιατι ενιωθε την ανανγκη να σπασει την σιωπη. Διπλα της, ο Ορεστης, προχωρουσε χαλαρος και εμοιαζε με μοντελο σε πρωινη βολτα με την γραμματεα του.
Συγκριτικα με εκεινον, εγω ειμαι η γραμματεας.

«Νομιζω από ένα σημειο και επειτα ηταν μονοδρομος για εκεινους.» απαντησε και εβαλε το χερι του μπροστα για να σταματησει το μηχανικο της περπατημα καθως εφτασαν σε κεντρικο δρομο. Η στιγμιαια επαφη τους της προκαλεσε ένα καρδιοχτυπι ανεξελεγκτο.
«Εγω όταν την απατησε σταματησα να πιστευω στον ερωτα.» του παραδεχτηκε με ένα γελακι, πριν καταλαβει ότι μαλλον δεν ηταν και τοσο αστειο.
Ο βιολιστης την κοιταξε σοβαρος.
«Προσβαλλεις τρια ατομα με λιγοτερες από δεκα λεξεις, ουαου.» επνιξε ένα παιχνιδιαρικο χαμογελο και της εκανε νοημα να περπατησει για να περασουν απεναντι.

«Ενταξει απλα φιλησε την Νικη, Μαρια, πως την λενε τελος παντων.» το διορθωσε.
«Δηλαδη οσο ημασταν μαζι δεν πιστευες στον ερωτα;» γυρισε το κεφαλι να την κοιταξει, και η κοπελα σιχτιρισε την ωρα και την στιγμη που δεν φορεσε γυαλια ηλιου και εμεινε εκτεθειμενη στο εξεταστικο του βλεμμα.

Τι με ρωτησε;

«Ξέρεις τι εννοω.» ασυναισθητα εκανε ένα βημα μακρια του.
Γέλασε, με την άκρη του ματιού της είδε τα λακκάκια να σχηματίζονται στο πρόσωπο του και ξεφυσηξε.
Είχε περάσει δυο χρόνια βιώνοντας διαρκώς το αίσθημα του να βρίσκεις μειονεκτήματα στον άλλον που τον κάνουν μη ποθητό.
Προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να μείνει ενθουσιασμένη με κάποιον. Μάταια.

Με τον Ορεστη δεν χρειαζόταν προσπάθεια, ήταν απλό, ήταν εύκολο, σχεδόν αυθόρμητο το μεταξύ τους. Απλό και βασανιστικό όσο αυτό, να τον κοιτάει και να πονάει, από το ποσο τον θέλει και από το ποσο δεν πρέπει να τον θέλει.

———————————

  Το κρασι με τα κοριτσια το βραδυ ηταν ακριβως αυτό που χρειαζοταν μετα από μια εξαντλητικη γεματη ενταση μερα. Απεφυγαν τα θεματα που ετσουζαν και επικεντρωθηκαν στον γαμο, και στο ταξιδι που θα εκαναν οι νεονυμφοι, σε χαζα φλερτ της Ερμιονης, και στον Γιωργο.
Φευγοντας από την ταρατσα του μαγαζιου και κατεβαινοντας στον δρομο για να πανε εκει που ειχαν παρκαρει συναντησαν μια εκπληξη.
Μια εκπληξη που φορουσε υπεροχο χαλαρο τζιν, γκρι φουτερ, ειχε μπουκλες και ένα σαρδονιο χαμογελο με λακκακια. Ενταξει ηταν και οι αλλοι υποθετω.

  Περνουσαν και τον κοιτουσαν, μια παρεα κοριτσιων χαζογελασε. Η Κυβελη προσπαθησε να μην φανει η αντιδραση της, ηταν ανωφελο. Τα μερικων ημερων μουσια του και το φωτεινο του χαμογελο την αφυδατωναν.
Παλευε μετα της η οργη και ο ποθος.
«Δεν αντεξατε ουτε τρεις ωρες;» η Φαιη γελαει καθως προχωραει προς τον Γιαννη. Εκεινος, λες και ειχε να την δει καιρο, τυλιξε το χερι του γυρω της και την σηκωσε πανω του. Φιληθηκαν ηχηρα κανοντας ολους τους υπολοιπους να νιωσουν αβολα.

«Ο Γιαννης επεμενε.» μουρμουρισε ο Βασιλης, που κοιταξε την Ερμιονη από πανω μεχρι κατω. Η κοντη της φουστα ασορτι με το ταγερ της δεν προστατευαν από την ψυχρα της βραδιας.
«Καλα εσυ ετσι βγηκες εξω;» την ρωταει.
Η κοπελα αμεσως τσιμπησε, και κοιταξε τιε φιλες της και επειτα του αλλους.
«Είναι κοντη;» ρωτησε αναδεικνυοντας τα καλλιγραμμα ποδια της.
«Για ζώνη οχι» της απαντησε γελωντας ο Γιαννης και εφαγε μια στην κοιλια από την Φαιη.

 Ο Ορεστης ειδε την κοπελα να εκνευριζεται και περασε αμεσως προστατευτικα το χερι του γυρω από τους ωμους της.
«Ζηλευουν.» της κλεινει το ματι, διωχνοντας αμεσως την ενταση της, η κοπελα του χαμογελα γλυκα και επειτα κατακεραυνωνει τον Βασιλη και τον Γιαννη, που χρονια τωρα συνομωτουν στην αποτυχια της ερωτικης της ζωης.
Η Κυβελη παρατηρει τον τροπο με τον οποιο ο Ορεστης την κραταει από τους ωμους και νιωθει ένα τσιμπημα στο στηθος. Το σταθερο του κρατημα της φανταζει γνωριμο,ξενο όμως πανω στην φιλη της.

«Λοιπον παμε;» ο Βασιλης σπρωχνει τον Ορεστη μακρια από την Ερμιονη προς το σημειο που ειχαν παρκαρει.
Η Φαιη επνιξε ένα γελακι.
«Μην παμε ακομα σπιτι!» η Κυβελη γκρινιαξε, αν και ηξερε ότι ο Γιωργος ηταν δεκα λεπτα μακρια και περιμενε μηνυμα της.
«Που θες να παμε δικηγορινα;» η ερωτηση του Ορεστη την εκανε να στριφογυρισει τα ματια, κοιταξε τον Βασιλη που περιμενε επισης μια απαντηση.
«Παμε για ουζα στον Λυκαβηττο όπως παλια.» προτεινε και ηξερε από τις εκφρασεις τους την ιδια στιγμη ότι συμφωνουσαν.
«Αχ ναι!» η Φαιη αναφωνησε.
«Παρτε τον Κωνσταντινο να ερθει, για να μαζευτουμε, όπως παλια.» συμπληρωσε η Ερμιονη και επιασε αγκαζε την κοκκινομαλλα.
Ο Γιαννης εβγαλε το κινητο του οντως.

«Αντε παμε και θα ερθει να μας βρει.» τους προετρεψε ο Βασιλης κανοντας νοημα στην Ερμιονη, σαν να της λεει να παει μαζι του, η Φαιη ειχε πιασει ηδη τον αρραβωνιαστικο της από το χερι.
Και ο Ορεστης κοιτουσε την Κυβελη.
Την Κυβελη που μεθυσμενη δεν εφευγε από οπουδηποτε χωρις να γυρισουν με το αυτοκινητο του. Που τον αναγκαζε να την πηγαινει από Κηφισια στο Κολωνακι και πισω. Και τωρα κοιτουσε επιμονα το δαπεδο κατω από τα τακουνια της.

«Όχι όχι! Όπως ηρθαμε θα φυγουμε!» επιμενει η Ερμιονη και σπρωχνει τον Γιαννη μακρια από την ξανθουλα.
«Εχεις πιει Κυβελη;» η ερωτηση του Βασιλη την ξαφνιαζει, σηκωνει το βλεμμα και ξερει ότι ο Ορεστης την κοιταζει ηδη.
«Όχι, ένα κοκτειλ, πολύ ελαφρυ.» προσπαθει να ακουστει σιγουρη.
«Δηλαδη θα κανουμε κοντρες;» η ερωτηση του βιολιστη συνοδευοταν από ένα παιχνιδιαρικο χαμογελο, που ασυναιθητα την εκανε να χαμογελασει.
Δεν ηταν τοσο του στυλ της οι κοντρες.
«Ναι η Κυβελη είναι γκαζιαρα.» ο Βασιλης κοροιδεψε και οι τρεις φιλοι αρχισαν να γελανε.
«Πολύ χαριτωμενο.» απαξιωσε η Ερμιονη και την τραβηξε πιο κει.
«Παμε επιτελους.»
«Κρυοκωλες.» ψιθυρισε όχι τοσο σιγα ο Βασιλης στον Ορεστη. Ο βιολιστης επνιξε ένα γελακι. Εμειναν να τις κοιτουν να απομακρυνονται.

«Φαιη τελειωνε!» η Κυβελη γυρισε και φωναξε στην φιλη της που καθοταν ακομα με τα αγορια.
Η ξανθουλα φιλησε πεταχτα το αγορι της και γυρισε προς το μερος των αλλων.

«Κοιταξτε να συμμορφωθειτε γιατι αν συνεχισετε να τρωγεστε μεταξυ σας θα κανω πραγματα που δεν θελω.» τους απειλησε χαμογελωντας.
Οι τρεις φιλοι γελασαν κοροιδευτικα.
«Σαν τι δηλαδη;» ο Βασιλης ρωτησε, αλλα δεν ηθελε να ξερει.
«Θα σταματησω να συγκρατω τα κοριτσια, και αν φερονται κι αυτές όπως εσεις δεν ξερω αν θα σας αρεσει.» τους κουνησε το δαχτυλο σαν να τους μαλωνε.
«Α δηλαδη ετσι είναι μαζεμενες;» ο Γιαννης το διασκεδαζε πολύ, του ειχε λειψει η παρεα.
«Ναι!»
«Αμαζευτες πως είναι δηλαδη;» ξαναρωτησε.
«Εξαρταται.» απαντησε ο Ορεστης αντι για την κοπελα. «Εχεις δει το 'κλουβι με τις τρελες';»

 ------------------------------------------
Τα αγορια δεν αστειευονταν για τις κοντρες. Στην εθνικη τις αφησαν πολύ πισω, μεχρι και ο Γιαννης που ηταν παντα συνεσταλμενος οδηγος.
Η Κυβελη καποια στιγμη ανεβασε ταχυτητα και τους εφτασε στα φαναρια.
Σταματει διπλα στο κοκκινο wrangler.
Ο Ορεστης κατεβαζει το παραθυρο και την κοιταζει.
Μην του δωσεις σημασια, αυτό θελει, μην του δωσεις σημασια.
Τον κοιταζει πισω.
Της κλεινει το ματι.
Το φαναρι γινεται πρασινο και εκεινος καπνος.
Μαλακα.

«Ο Ορεστης προσπαθει να μας πει κατι;» η Φαιη ειρωνευεται δυναμωνοντας την μουσικη.
«Ναι, ότι παμε σαν κοτες.» η Ερμιονη ξεφυσαει από το πισω καθισμα και χαζευει τον αυτοκινητοδρομο, που ειχε ακομα λιγη κινηση. Στριβουν στην εξοδο για να βγουν στον κεντρικο προς Γουδι. Εκει η κινηση μειωνεται, μα υπαρχει αυξημενη ταχυτητα. Επιβραδυνει λιγο και βλεπει τα αμαξια των αγοριων να στριβουν στο στενο για να ανεβουν σιγα σιγα πανω.

Διχως να υπολογισει την παραμετρο της ηλιθιοτητας,προσπερασε την ιδια εξοδο που προσπερασαν και οι φιλοι της.
Ένα σετ από εντονα φωτα την τυφλωσαν. Την ελουσε κρυος ιδρωτας.

Τι εκανα λαθος; Τι εκανα λαθος; Τι εκανα λαθος;
Δεν ηξερε αν επρεπε να πατησει γκαζι η φρενο.
«Κυβελη!!» η Φαιη της ουρλιαζει και η Ερμιονη εχει μεινει με κομμενη ανασα.
Η κοπελα βλεποντας τον ακαριαιο θανατο να πλησιαζει στριβει αποτομα προς τα δεξια, για να κοψει την δικη της ταχυτητα, με κινδυνο να πεσει αλλου, αλλα να εχει εστω παραπανω χρονο για να πιασουν τα φρενα.

  Ο ηχος από τα λαστιχα της που τριφτηκαν μεχρι να καουν ακουγεται επι της λεωφορου. Το αυτοκινητο σε εκεινη την φαση εφερνε κυκλους.
Δεν ανασαινε.
Τι εκανα λαθος;
Θεε μου σε παρακαλω κανε να μην πεθανω.
Δεν προλαβε να κανει άλλες σκεψεις, ο κροτος που ακουστηκε συνοδευτηκε από ένα γερο τρανταγμα και το μπροστα μερος του αυτοκινητου της συγκρουστηκε με την κενη ευτυχως θεση του συνοδηγου του smart.

Η Κυβελη ενιωσε μια σκοταδινη, οι παλαμες της ειχαν ιδρωσει και ετρεμε ολοκληρη. Ειχε παραλυσει, Κοιταξε ανησυχα τις φιλες της, που αν και ταρακουνημενες δεν ειχαν παθει τιποτα.
«Καλα ειστε;» εγνεψαν τρεμοντας εξισου.
«Τι εγινε;» η Ερμιονη ειχε βουρκωσει, θα εκλαιγε συντομα.

«Μωρη μαλακισμενη που πας;» μια αντρικη φωνη επιβεβαιωσε το προσωπο πισω από την αιτια του τροχαιου.
Ο τυπος ηταν εξαλλος, ειχε βαρια φωνη και ακουγοταν μεθυσμενος, εβγαλε το κεφαλι εξω από το παραθυρο του οδηγου και αποφασισε να εξαπολυσει την οργη του.

Της Κυβελης της πηρε αρκετη ωρα να αφουγγραστει την κατασταση και να συνειδητοποιησει την σειρα των γεγονοτων.
Κοιταξε τα χερια της και επειτα τα ποδια της. Όλα εδώ.
Κοιταξε την Φαιη και υστερα την Ερμιονη, κι οι δυο καλα.
Εγω δεν ειχα στοπ. Αυτος δεν με ειδε και βγηκε στον κεντρικο.

Επειτα προσπαθησε να καταλαβει πως ειχε παρει την στροφη και εξακολουθησε να τρακαρει με αυτόν. Δεν μπορουσε να βρει λογικη. Εκεινος εξακολουθει να της φωναζει.
«Με ακους που σου μιλαω γαμω την πουτανα μου;» το ουρλιαχτο του την ξυπναει.
«Τι ειπες ρε;» κατεβαζει το παραθυρο και του απανταει απανταει.
«Παιρνω τον Γιαννη.» η Φαιη βγαζει το κινητο της, η Ερμιονη πισω καταπινει ένα λυγμο.

«Δεν ακουσες μωρη κλωσσα; Λεω, αν δεν μπορεις αστο! Δεν το χουν ολοι! Παρε ταξι!» της ουρλιαζει μεσα στην νυχτα και αν δεν ειχε χλωμιασει θα κοκκινιζε από ντροπη.
Η καρδια της ή δεν χτυπαει καθολου ή χτυπαει πολύ γρηγορα.
«Εδώ εσυ ρε δεν ειδες ολοκληρο στοπ περιμενες να δω εγω το σμαρτακι σου;»

«Προηγουμαι βρε ζωον!» ανοιξε την πορτα και εκανε να πουλησει μαγκια.
«Ωχ.Ανεβασε το παραθυρο σου.» η Φαιη την συμβουλεψε, μα ηταν και οι δυο παγωμενες από το σοκ.
«Ειχε στοπ ηλιθιε!» του φωναζει, τα χερια της ακομη τρεμουν, τα ποδια της δεν νιωθει αν πατουν κατω ή όχι.
Θεε μου τι κοντεψαμε να παθουμε.
«Κατεβα κατω. Κατεβα κατω να τα πεις αυτό μπροστα μου! Ελα μωρη!» δεν μπορουσε να καταλαβει αν ηταν και κατι άλλο εκτος από μεθυσμενος, μα η πορτα του αυτοκινητου της ανοιξε διαπλατα.
Θα φαω ξυλο.

   Ακουγονται τα λαστιχα του wrangler να τριζουν στην ασφαλτο καθως ο Ορεστης παιρνει γρηγορα την στροφη και φτανει πισω τους πρωτος. Αφηνει το αυτοκινητο στην ακρη του δρομου όπως όπως.
Στον όχι τοσο πολυσυχναστο δρομο τετοια ωρα το βραδυ, σχεδον διακτινιστηκε από την θεση του οδηγου, χτυπωντας με δυναμη την πορτα πισω του.

Τα ματια του ψαχνουν για καταστροφη, κι ας ξερει ότι μαλλον είναι ολες καλα.Η καρδια του δεν χτυπαει, και δεν βοηθαει ουτε η εικονα του ζαρωμενου προσωπου της κοκκινομαλλας καθως τα ουρλιαχτα δυναμωνουν.
Απεναντι του, ενας αντρας που δεν ξεπερνα το 1,75 εχει ακουμπησει το χερι του πανω στην Κυβελη και την τραβαει εξω καθως της φωναζει να βγει να τα πουν.
Αρχισε να θολωνει.
Το χερι του πανω της δημιουργει κοκκινες βουλες στην οραση του.

Το θεαμα να την τραβαει με βια προς τα εξω και αυτή να τριαβιεται πισω τον κανει τρελο.
Κατεβαινει μεσα του ενας διακοπτης που για χρονια ειχε κολλησει πανω.

Η κοπελα βλεπει τον βιολιστη με πεντε μεγαλες δρασκελιες και ένα υφος σκουρο σαν τον ουρανο να καλυπτει την αποσταση αναμεσα τους. Κοιταζει στιγμιαια τις τρεις κοπελες στο αυτοκινητο, επιβεβαιωνοντας ότι είναι όλα καλα, και επειτα στρεφει το βλεμμα του στον μεσηλικο, αρκετα μεθυσμενο αντρα απεναντι του, στον οποιο εριχνε μισο κεφαλι και ειχε ακομα το χερι του πανω της.
Το χερι του πανω της.

Ωστοσο οσο το αυτοκινητο του εβγαζε καπνους εβγαζε και εκεινος.
«Τι εγινε φιλος; Τραβας κανα ζορι;» τον ρωταει και ισιωνει την πλατη για να κερδισει σε υψος.
Ο Ορεστης σφιγγει τα δοντια. Η κατω γναθος του τρεμει και εισπνεει κοφτα. Η Κυβελη δεν μπορει να σταματησει να τον κοιταει καθως διχως να παρει τα ματια του από πανω του, χτυπαει το χερι του μακρια από το μπρατσο της και κλεινει την πορτα της.

«Κατω τα χερια σου και προσεχε πως μιλας.» προειδοποιει κατω από την ανασα του και κανει ένα βημα προς το μερος του, απειλητικος και αγερωχος, η Κυβελη τον εχει δει μονο άλλη μια φορα ετσι.

Τοτε με τον Σπυρο.
Το αναγνωριζει εκεινο το υφος, θελει αιμα, θελει βια.
«Να προσεχω πως μιλαω σε ποια; Σε αυτό το ζωον που κοντεψε να με σκοτωσει; Κοιτα πως εκανε το αυτοκιν-»
Δεν προλαβε να αρθρωσει άλλη κουβεντα, ο Ορεστης τον εσπρωξε προς το πισω, κολλωντας τον στο κατεστραμενο του αυτοκινητο, και πιανοντας τον από την λαιμοκοψη της μπλουζας του σχεδον τον σηκωσε στον αερα.
«Πας να πουλησεις μαγκια στις κοπελες; Εκανες μαλακια και ψαχνεις κοροιδα να σου καλυψουν οσα δεν θα καλυψει η ασφαλεια;» γρυλιζει καθως τον ταρακουναει.

«Εγω..οχι, δεν παω να...» ξαφνικα χανει τον τσαμπουκα του.
«Γιατι της ανοιξες την πορτα τοτε; Ε; Για να την βλεπεις καλυτερα;»
«Δεν μου απαντουσε και-»
«Ο,τι θελει θα κανει γαμω το κερατο μου!» τον πεταει σχεδον προς τα πισω. Το βλεμμα του δειχνει μια οργη που δεν καταπνιγεται ευκολα. Ο τυπας μαζευεται κι άλλο προς τα πισω, κολλαει στην διαλυμενη πορτα του συνοδηγου του αμαξιου του.

«Νταξει ρε φιλε, ηπια δυο ποτα παραπανω και ξεφυγα, όλα καλα.» το τελευταιο σχεδον το ψιθυρισε. Ο Ορεστης όμως δεν συγχωρουσε.
«Πηγες να τις σκοτωσεις το ξερεις; Να σκοτωσεις τρια ατομα!!» γρυλιζει, δεν φωναζει απλα. Η Κυβελη μαζευεται στην θεση της.

  Το αυτοκινητο του Γιαννη ακουγεται. Το αφηνει με αλαρμ πισω από του Ορεστη και βγαινει εξω.  Ακολουθει και ο Βασιλης Οι δυο φιλοι της τρεχουν προς το μερος τους. Ο Βασιλης ανοιγει την πισω πορτα και ο Γιαννης κοιτα μεσα από το παραθυρο της Φαιης, τα κοριτσια.
«Τι εγινε γαμω το κερατο μου;» ρωτησε ο πρωτος, κοιτωντας την Ερμιονη από πανω μεχρι κατω.
«Μπορεις να κατεβεις; Χτυπησες;» ο Γιαννης ρωτησε απαλα την Φαιη.

  Η Κυβελη δεν μπορει να παρει το βλεμμα της από τον Ορεστη.
«Βασιλη δεν φταιει η Κυβελη...» η φωνη της κοπελας σπαει στο τελος και εκεινος τσιτωνει αισθητα στην ταραχη της.
«Θα πλακωθουν, πηγαινετε.» η Φαιη τους προτρεπει. Ο Γιαννης ειχε τρεξει ηδη και ειχε μπει αναμεσα τους οσο μπορουσε, προσπαθωντας παραλληλα να κατευνασει τα πνευματα και να καταλαβει τι συνεβη.

  Ο Βασιλης που δεν ηθελε και πολύ για να νευριασει, μολις εντοπισε το εξαλλο βλεμμα του Ορεστη, υπεθεσε ότι ο απεναντι ειχε κανει μαλακια.
«Τι εγινε;» ρωτησε σφιγγοντας τα δοντια.
«Πηγε να τις σκοτωσει μαλακα! Η άλλη εκανε στροφη 180 μοιρες για να μην πεθανουν, και ο τελειωμενος πηγε να πουλησει μαγκια στα κοριτσια, τους ανοιξε την πορτα για να βγουν, τραβηξε την Κυβελη εξω να τα πουν.» η φωνη του βιολιστη σταζει φαρμακι, παγερη και στυγνή, γεμιζει την Κυβελη πετρες στο στομαχι.

Πηγε να μας σκοτωσει.
Θα πεθαιναμε.
Το ενστικτο επιβιωσης μεσα της εκανε κωλοτουμπες.

  Ο Βασιλης ετριξε τα δοντια. Εκλεισε με κροτο την πορτα της Ερμιονης και κινηθηκε προς το μερος των δυο αντρων.
«Ορεστη, ηρεμησε.» ο Γιαννης ακολουθησε και τραβηξε πισω και τον Βασιλη.
«Μην γινει μαλακια μεσα στα μεσανυχτα.» παρακαλεσε αν και ο ιδιος φαινοταν πολύ τσιτωμενος.
«Τι ακομα να γινει; Εδώ κοντεψαν να πεθανουν.» οι αρθρωσεις του εχουν ασπρισει καθως τον σφιγγει.
«Θα σε κλεισω φυλακη.» γερνει προς το μερος του και καταλαβαινει ότι εκεινη την στιγμη αρχιζει να τον πνιγει.

  Ο Βασιλης προσπαθησε να τον απομακρυνει, μα τιναχτηκε νευρικα από το κρατημα του και σχεδον επιτεθηκε στον σχεδον σε ημιλιποθυμη κατασταση οδηγο. Ο νεαρος εκανε ενα βημα πισω υποχωρωντας. Μονο ο Γιαννης ειχε μεινει να προσπαθει.
Τον σηκωσε σχεδον και τον εσπρωξε προς τα πισω, κανοντας τον να παραπατησει.
«Την αγγιξες γαμω την πουτανα μου; Τολμησες να την ακουμπησεις;»
Τον εσπρωξε παλι, αυτή την φορα ο τυπος επεσε.
«Ρε φιλε σου ειπα ηταν λαθος! Να το συζητησουμε.»

Σταθηκε από πανω του και ολοι ηξεραν ότι αν δινοταν συνεχεια θα βαφοταν με αιμα.
«Βασιλη παρτον μακρια θα εχουμε επεισοδιο.» η Κυβελη καταφερνει να ψελλισει. Ο Γιαννης το κανει ηδη, αλλα δεν αρκει.
«Και καλα του κανει του μαλακα, κοντεψε να σας σκοτωσει, και αντι να ζητησει συγγνωμη τολμαει να απλωσει τα χερια του πανω σας; Ας δει τις συνεπειες.» ο Βασιλης φαινεται εξισου νευριασμενος.
«Βασιλη.» η Φαιη επιμενει.
«Αν ημουν εγω θα με τραβουσε εξω από το αυτοκινητο;» ανασηκωσε το φρυδι του. Μα στο παρακλητικο υφος της μελαχρινης στο πισω καθισμα ξεφυσηξε.
«Παω.» μουρμουρισε και ετρεξε προς το μερος των τριων αντρων. Επιασε τον Ορεστη από τους ωμους και τον τραβηξε πισω, καθως ο Γιαννης σηκωνε πανω τον αγνωστο.

«Ορεστη ξεκολλα, τον φρικαρες ενταξει, μεθυσμενος είναι, δεν νιωθει.» του ειπε τα λογια που ισως εκεινον να τον σταματουσαν. Ο φιλος του τον κοιταξε στα ματια. Ειχε μεσα του μια αδυσωπητη οργη, που δεν ελεγε να κοπασει.
«Την αγγιξε κι από πανω.» απαντησε ξεπνοος, οι μπουκλες του να πεφτουν εδώ εκει, αναψοκοκκινισμενος και με προσωπο σκληρο.
«Θα παρω το αμαξι της τωρα να το αφησω σε μια ακρη, ασε τον μαλακα να φυγει, ετσι κι αλλιως ο Γιαννης εβγαλε φωτογραφια τις πινακιδες του και τα αυτοκινητα και αυριο θα παμε στον πατερα σου κανουμε καταγγελια.» τον γυριζει προς το μερος του ώστε να τον κοιταξει, ο Ορεστης δεν αφηνει το βλεμμα από τον αγνωστο.
Θα τον σκοτωσει, σκεφτεται ο νεαρος και επιστρατευει το συναισθημα.
«Ορεστη.» τον ταρακουναει, αναγκαζοντας τον να τον κοιταξει.
«Τα κοριτσια είναι χαλια, αυτό μπορει να περιμενει» του δειχνει με ένα νευμα τον τυπο που μετα βιας στεκοταν ορθιος.
«Πηγαινε την σπιτι.»
Αυτή ηταν η φραση κλειδι και το ηξεραν αμφοτεροι.

Πηγαινε την σπιτι.

  Ξεκλειδωσε από μεσα του ολες εκεινες τις αναμνησεις, βουτηγμενες στην αναγκη του να την προστατευσει, από τον Σπυρο, από τον κοσμο, από τον εαυτο του.
Για λιγο το σκεφτηκε, επρεπε να μεινει ηρεμος.
Με την ακρη του ματιου του ειδε την μορφη της, ακομα ετρεμε, κοιτουσε το τιμονι, σκεπτομενη σιγουρα τι θα μπορουσε να ειχε συμβει.
Ολοι επρεπε να το σκεφτουν, γιατι μια λαθος κινηση, ενας απροσεκτος χειρισμος, και θα ηταν ολες στο νοσοκομειο.
Στην καλυτερη.
Απετρεψε τον εαυτο του από το να σκεφτει παραπανω, ηξερε ότι θα νευριαζε παραπανω. Ισα ισα απορρουσε και με τον Βασιλη, εκεινος πρωτος από ολους θα ειχε ορμηξει. Αλλα κοιτωντας πισω του ειδε την Ερμιονη να τους καρφωνει με ένα βλεμμα ανησυχιας.
«Θα παρω στοιχεια, πινακιδα και ασφαλεια και θα τα πουμε αυριο.» ο φιλος του ψιθυρισε και του χτυπησε την πλατη.

«Φαιη παμε.» ο Γιαννης ανοιξε την πορτα βιαστικα, σαν να περιμενε ωρα να το κανει.
Η ξανθουλα ακομα δεν ειχε προλαβει καλα καλα να βγαλει την ζωνη της.
Κοιταξε τις φιλες της.
«Και τα κοριτσια; Ειστε καλα;» η φωνη της βγηκε τρεμαμενη, σιγουρα θα επρεπε να κανει ένα δυο τρια τσιγαρα για να συνελθει.

  Η Κυβελη της εγνεψε και η Ερμιονη απλα εγειρε πισω.
«Καλα ειμαστε.» ψιθυρισε και της χαμογελασε εξαντλημενη από την ενταση. Η κοπελα κοιταξε παλι την κολλητη της. Δεν ηξερε τι να πει.
«Και το αυτοκινητο τωρα;» αναρωτηθηκε φωναχτα, φεροντας τον Γιαννη στο τελος της υπομονης της.
«Παμε να φυγουμε πριν πλακωσει η αστυνομια εδώ και θα το δουμε το πρωι, δεν είναι τιποτα που δεν καλυπτεται από την ασφαλεια, ή μια μηνυση.» μιλησε γενικα, βιαζοταν να φυγει.

Ο Βασιλης ειχε τελειωσει την κουβεντα με τον αγνωστο, που γερμενος στην θεση του οδηγου ηταν ετοιμος να κοιμηθει, πηγε προς τον Ορεστη, που στεκοταν λιγα μετρα πιο κει και κατι του ειπε, σαν ηρθαν σε συμφωνια.
Η Φαιη βγηκε από το αυτοκινητο πρωτη και εγνεψε στα αγορια καληνυχτα, πριν αφησει τον Γιαννη να την παει στο αυτοκινητο του, μιλωντας ξαφνου ακαταπαυστα, κανοντας του ερωτησεις για το τι θα γινουν τα κοριτσια, το αυτοκινητο, ο τυπος.

Η Κυβελη κοιταξε από τον καθρεφτη την Ερμιονη.
«Καλα εισαι;» την ρωτησε βραχνα.
Η κοπελα βουρκωσε.
«Όχι, εχω φρικαρει.» παραδεχτηκε και εκλεισε τα ματια γερνοντας πισω. Πηρε μια κοφτη ανασα που γεμισε την Κυβελη τυψεις.
«Ερμιονη αληθεια σου λεω εγω δεν εκανα κατι κακο.» προσπαθησε να δικαιολογηθει.
«Το ξερω, το ξερω, εξαιτιας σου σωθηκαμε αν μη τι άλλο, απλα ηταν σαν να το βλεπω σε αργη κινηση. Δεν μπορουσα να κανω τιποτα.» κλαψουρισε.

Πριν προλαβει καν να της απαντησει, η πορτα της φιλης της ανοιξε και εγειρε προς τα μεσα ο Βασιλης.
«Πως ειστε; Πονατε καπου;» κοιταξε μια την μια και μια την άλλη.
Εγνεψαν αρνητικα.
Η Κυβελη γυρισε μπροστα, ενιωθε ότι η ενταση αναμεσα στο πρωην ζευγαρι ηταν ανυποφορα πυκνη, της θυμιζε πολύ την ατμοσφαιρα αναμεσα στην ιδια και τον Ορεστη.

Ο Βασιλης την κοιταξε από πανω μεχρι κατω, μεσα στο σκοταδι του ηταν δυσκολο να είναι σιγουρος για το ότι είναι σωα και αβλαβης. Ειχε τρομαξει παρα πολύ. Το τηλεφωνημα της Φαιης ηταν κοφτο, μονολεκτικα, ειπε ένα 'Τρακαραμε' τρεμοντας και το εκλεισε.
«Εισαι ετοιμη να σε παω σπιτι ή θες να κατσεις λιγο ακομα για διαλογισμο;» προσπαθησε να την τσιτωσει, για να βρει το χρωμα της.

Η κοπελα τον κοιταξε, το βλεμμα της βουρκωμενο, ανησυχο, ξεψυχισμενο.
«Τρομαξα παρα πολύ.» του ψιθυρισε και στην παραδοχη και μονο αρχισε παλι να δακρυζει.
Ο Βασιλης παρα τους ατελειωτους, σκληρους καβγαδες τους και τον ψυχρο πολεμο αναμεσα τους, εξακολουθουσε να μην αντεχει λεπτο την θεα της κλαμμενη.
«Το ξερω μωρο μου. Όλα καλα τωρα.» της απαντησε μαλακα και πατησε το κουμπι για να απελευθερωθει η ζωνη της.

Σκυβοντας προς το μερος της ενιωσε την θερμη της, και η αναγκη του να την εχει πανω του αρχισε να εντεινεται κάθε λεπτο και πιο πολύ.
Ξεροκαταπιε.
«Παμε σπιτι;» της εδωσε το χερι του για να στηριχθει για να βγει.
Τα υπεροχα ματια που τον διελυαν τον κοιταξαν παρακλητικα.
«Θα μεινεις μεχρι να κοιμηθω; Δεν μπορω να ειμαι μονη μου.» του ψιθυρισε σχεδον , φοβουμενη μην της το απαρνηθει.
Το προσωπο του σκληρυνε. Περασε το χερι του γυρω από την μεση της και την σηκωσε ορθια απεναντι του.
«Θα μεινω μεχρι να ξυπνησεις.» της υποσχεται, κι επειτα γυρναει προς το μερος του Ορεστη.

Του κανει νοημα ότι παει την Ερμιονη στο αυτοκινητο και επιστρεφει. Ο βιολιστης μιλαει στο τηλεφωνο.Η Κυβελη υποψιαζεται ότι ο Ιακωβος είναι στην άλλη γραμμη τελωντας χρεη δικηγορου. Το βλεμμα του πεφτει πανω της, και συνειδητοποιωντας ότι ο Βασιλης θα παρει το αυτοκινητο της Κυβελης για να γυρισει μετα να παει την Ερμιονη σπιτι, καταλαβαινει ότι εχει χασει πολύ χρονο σε ασχετα πραγματα.

«Αρα μπορουμε να προχωρησουμε σε-» ο αδελφος του μιλουσε ακαταπαυστα.
«Συμφωνω, κανονισε το. Μιλαμε το πρωι.» του το εκλεισε στα μουτρα και με ελαφρυ jogging εφτασε την Κυβελη και το ζευγαρι της Αγιας Παρασκευης.
«Αφησε το στο γκαραζ μου.» λεει αηχα στον Βασιλη και σκυβει προς το μερος της κοπελας.
Ο φιλος του απλα γνεφει και πιανει την Ερμιονη από την μεση.
«Καλο βραδυ, θα μιλησουμε το πρωι με καθαρο μυαλο να δουμε τι θα κανουμε.» Η Ερμιονη ουτε που προλαβαινει να μιλησει. Είναι ηδη τρια μετρα μακρια.

Μενουν οι δυο τους στον αδειο δρομο.
Ο Ορεστης γερνει στο αυτοκινητο και την κοιταζει εξεταστικα, το χλωμιασμενο της δερμα κοντρα στα πορτοκαλοκοκκινα μαλλια της.Ηθελε να μπλεξει τα δαχτυλα του αναμεσα στις τουφες φωτιας και να φερει το προσωπο της κοντρα στο δικο του, να επαναφερει την θερμοκρασια της , κι εκεινο το κοκκινισμα τα μαγουλα.
«Παρε την τσαντα σου, θα σε παω σπιτι.» της ανακοινωνει. Τον κοιταζει εισπνεοντας βαθια.
Θελει να βαλει τα κλαματα, η πιεση εχει συσσωρευτει, και το τελευταιο που θελει είναι να προσθεσει σε ολο αυτό και την παρουσια του κοντα της.

Το να τον βλεπει και να μην τον αγγιζει, είναι σαν να βλεπει μια λεξη και να μην την διαβαζει. Αναποφευκτο.

  Χρειαζοταν την αγκαλια του, να τον νιωσει σφιχτα επανω της, κάθε σπιθαμη του κορμιου της να κολλησει πανω στο δικο του. Αλλα αυτό δεν μπορουσε να το εχει, οποτε δεν τον ηθελε κοντα της. Δεν αντεχε τα ημιμετρα.

  Ο βιολιστης εσκυψε προς το μερος της και πατησε το κουμπι για την ζωνη, στο οσφρητικο της πεδιο διεισδυσε το αρωμα κανελας. Τα ματια της ετσουξαν.
«Ορεστη ενταξει ασε με-» τον παραμερισε, αλλα δεν εβγαλε ακομα την ζωνη, δεν ηταν ετοιμη. Εκεινος δεν εκανε βημα πισω, αντιθετως, ετεινε το χερι του προς το μερος της για να την βοηθησει να βγει.
Θα κλαψω.
«Ορεστη αληθεια ειμαι ενταξει, μπορει να με παει ο Βασιλης σπιτι, δεν μπορω αυτή τη στιγμη να διαχεριστω-»
Η αναγκη του να είναι κοντα της, και η δικη της να είναι μακρυα του, συγκρουστηκαν αδυσωπητα.
«Μπορεις να ξεχασεις για λιγο το θεμα μας και να με αφησεις να ελεγξω ότι εισαι καλα;» την κατακεραυνωνει με ένα υφος που την μαζευει στην θεση της.
Σκυβει παλι, αυτή την φορα ανεμποδιστος, το αρωμα του, η θερμη του να την διαλυουν, το αρωμα της, η θερμη της, να τον θρεφουν. Της βγαζει την ζωνη και όταν δεν την βλεπει προθυμη να σηκωθει συνοφρυνωεται.

«Εχεις μουδιασει; Χτυπησες καπου;» την ρωταει απαλα και σχεδον γονατιζει πλαι της για να είναι στο ιδιο υψος. Ακουμπαει τα γυμνα της γονατα.
Οι παλαμες του κατεβαινουν στα ποδια της και τριβει απαλα, για να την ζεστανει και να ενεργοποιησει κινηση.

  Στο μυαλο της παιζει ξανα και ξανα η σκηνη, τα φωτα να τυφλωνουν την περιφερειακη της οραση, η αποτομη στροφη που πηρε, τα χερια της που καηκαν από την τριβη με το τιμονι, τα αυτοκινητα στο αντιθετο ρευμα, που από τυχη δεν περνουσαν εκεινη την ωρα.
Η προσπαθεια του να σταματησει.
Ο κροτος και το αυτοκινητο να ταρακουνιεται.
Την κοιτα ανησυχος,
«Κυβελη τρεμεις και εχεις χλωμιασει, πρεπει να ανασανεις.» η φωνη του τωρα, ο βαθυς καθησυχαστικος του τονος, δεν εχει καμια σχεση με αυτό που αντικρισε πριν. Δεν αντιδρα, τον αγχωνει αυτό. Η Κυβελη ξερει απεξω κι ανακατωτα την συνταγη της ανησυχιας του.
Με κανει τρελο.

Την επιασε από το πιγουνι και την αναγκασε να τον κοιταξει. Τα δαχτυλα του πανω στο δερμα της αφηνουν στα σημεια που ακουμπουν ένα μουδιασμα. Τα ματια της τον κοιταξαν και ενιωσε να πνιγεται, στο καφε, το μαυρο, το μελι, στις πιτσιλιες και τους καθρεφτισμους. Ποιος τελικα την ειχε αναγκη την αναπνοη πιο πολύ;
«Παρε μια βαθια ανασα για μενα.» την παρακαλεσε.
Ακολουθησε την συμβουλη του και μια βαθια, εκ διαφραγματος αναπνοη γεμισε τους πνευμονες της. Τρεμουλιαστη βγηκε η εκπνονη της.

«Το αυτοκινητο...»
«Μην σε νοιαζει για το αυτοκινητο, θα το παω εγω σε έναν γνωστο του πατερα μου το πρωι. Μπορεις να περπατησεις;» την ρωταει. Γνεφει θετικα, αν και δεν είναι καθολου σιγουρη.

«Τι θα γινει τωρα;» ρωταει κοιτωντας μια το αυτοκινητο της, μια τα σημαδια στον δρομο.
« Αρχικα θα συνεχισεις να αναπνεεις, εγω θα σε παω σπιτι σου και ο Βασιλης θα παει το αυτοκινητο σου μεχρι το σπιτι μου για να το παμε αυριο να δουμε τι χρειαζεται.» της αναλυει βημα βημα τι επροκειτο να γινει και εκεινο το γνωριμο καθησυχαστικο αισθημα την γεμιζει ζεση.

Της απλωνει το χερι.
Το κοιταει και νιωθει μουδιασμενη. Ο Ορεστης την κοιταει και ξεφυσαει.
«Κυβελακι εχεις βαλθει να με τρελανεις δυο μερες τωρα.» μουρμουριζει πειρακτικα την πιανει από την μεση. Το χερι του την σφιγγει απαλα και σταθερα, το σωμα του στιγμιαια ενωνεται με το δικο της. Η καρδια της παει να σπασει. Με μεθοδικες κινησεις φερνει τα ποδια της από την εξω πλευρα του αυτοκινητου. Η αλλαγη θεσης την ξυπναει. Ενεργοποιειται κατω από το κρατημα του και δινοντας μια μικρη ωθηση στεκεται στα ποδια της. Αισθανεται σαν να καθοταν ωρες.

«Σε κραταω.» την διαβεβαιωνει και εκεινη ξεροκαταπινει.
Ο Βασιλης τους πλησιαζει. Τον κοιτα ανησυχη για την φιλη της, που μπηκε στην θεση του συνοδηγου στο αυτοκινητο της.
«Κυβελη ηρεμησε, αφου ειστε εσεις καλα δεν τρεχει τιποτα, δεν εφταιγες καν εσυ!» της τριβει την πλατη, πριν παρει την τσαντα της από το πατωμα της θεσης του οδηγου και την δωσει στον Ορεστη που τον κοιταγε στα χερια.

«Στειλτε όταν μπειτε σπιτι ενταξει.» μουρμουρισε στον φιλο του και εβαλε μπρος το αυτοκινητο.
  Ενιωσε το χερι του να ακουμπαει σην μεση της, σε σημειο ετσι ώστε να την καθοδηγει, αλλα και να την κρατησει σε περιπτωση που πεσει.
Την κατευθυνε προς το αυτοκινητο του.

«Ορεστη δεν νιωθω ανετα με ολο αυτό.» του ψιθυρισε, ενώ ηταν ψεμα. Ισως να ηταν το παρελθον τους, ή ο αερας που απενπνεε, μα κοιτωντας τον ενιωθε ότι τιποτα κακο δεν μπορουσε να συμβει ενώ ηταν μαζι του, τιποτα. Δεν θα το επετρεπε.
Την αγριοκοιταξε.
«Δεν θα σου κανω ερωτικη εξομολογηση στο αυτοκινητο, μην το παιρνεις πανω σου.»
Δεν εχει δυναμεις να απαντησει. Η ενταση αναμεσα τους είναι αποπνικτικη.

  Της ανοιγει την πορτα και κραταει το χερι του πισω της, για να βεβαιωθει ότι δεν θα πεσει, το βλεμμα του ακολουθει μια μια τις κινησεις της οσο εβαζε ζωνη, κι όταν ακουστηκε το κλικ επιτελους εκλεισε την πορτα και πηγε στην πλευρα του.
Περιμενε ότι θα ενιωθε φοβο να μπει σε αυτοκινητο, ειδικα όταν από το παραλιγον δυστυχημα της δεν ειχε περασει ουτε μια ωρα, αλλα όχι. Το μαυρο τζιπ του Ορεστη το ενιωθε το πιο ασφαλες μερος του κοσμου. Γιατι οδηγουσε εκεινος.
«Εισαι καλα;» δεν εχει καταλαβει ότι η θεση διπλα της είναι γεματη. Την κοιταζει προσπαθωντας να ανιχνευσει καποιο συναισθημα.Αναμεσα στα φρυδια του, καθως την κοιτα συνοφρυωμενος, υπαρχει μια ρυτιδα ανησυχιας.
Εχει υπεροχο προσωπο, σε κάθε του εκφραση ολο και πιο υπεροχο.
Τον κοιτα ξεπνοη.
Νομιζει φοβαμαι;
Βαζει ζωνη και την κοιτα πριν γυρισει το κλειδι στην εσοχη.
«Δεν θα αφησω τιποτα κακο να συμβει.» της υποσχεθηκε, ξεροντας ότι φοβοταν την οδηγηση του.
Μα δεν την φοβοταν, γιατι στα λογια του χαμογελασε ντροπαλα και εγνεψε.
Το ξερω Ορεστη...

  Σταματαει σε ένα περιπτερο. Επιστρεφει με μια σοκολατα αμυγδαλου, πατατακια και ένα μπουκαλακι νερο.
«Δεν μπορω να σε βλεπω ετσι καταχλωμη. Πιες νερο και φαε.Θα κανουμε μια μικρη βολτα να σε χτυπησει ο αερας στο προσωπο και μετα σπιτι.»
«Σπιτι μου.» τον διορθωνει.
«Σπιτι σου.»επιβεβαιωνει με μια μικρη πικρα στην ακρη της γλωσσας.

Οδηγει στην σιωπη, με τα δυο χερια στο τιμονι και χωρις μουσικη, σαν να θελει να την διαβεβαιωσει ότι είναι προσεκτικος, κι η Κυβελη το εκτιμουσε αν και δεν αμφεβαλλε στιγμη για εκεινον.
«Εγινες τρελος, ξεφυγες.» η σκεψη της γινεται λεξεις πριν προλαβει να τις κρατησει πισω. Τον ξαφνιαζει η δηλωση της, την κοιταζει στιγμιαια, επιστρεφοντας το βλεμμα στον δρομο.
«Αν εβλεπες τα πραγματα όπως τα ειδα θα καταλαβαινες, απορω που ο Βασιλης δεν τον σκοτωσε στο ξυλο.» καθως το θυμηθηκε εκνευριστηκε παλι, εσφιξε το τιμονι.
Ηξερε από τον τονο της ότι δεν εννοουσε αυτό. Το βλεμμα της τον εκαιγε.
«Δεν ζηλεψα.» της το ξεκοψε

«Ναι ναι.» το πνιχτο γελακι της τον ανακουφιζει, οποτε την τσιγκλαει πισω.
«Αν ζηλευα θα πλακωνα στο ξυλο τον Γιωργο σημερα το πρωι.»
Προσπαθησε να κατευνασει το σοκ της.
«Τον ειδες.» συμπεραινει, εκεινος γνεφει.

«Μπορουσα να κανω κι αλλιως;» ηταν η πρωτη φορα από την μερα που γυρισε που στην φωνη του διεκρινε το παραπονο. Της εδωσε πατημα αυτό.
«Αρα ηθελες να χτυπησεις και αυτόν;»
Γελαει, κατι μεσα του φωναζει 'ναι', αλλα η λογικη, και εκεινο το βαθυ αισθημα τρυφεροτητας που νιωθει όταν την κοιτα υπερτερουν.
«Νομιζω εχεις ξεχασει ότι δεν ειμαι τετοιος τυπος.» της υπενθυμιζει.
Μα όχι, δεν ειχε ξεχασει την ελλειψη κτητικοτητας που εκ φυσεως τον διεκρινε.

«Αλλωστε, δεν θα εκανα κακο ποτε σε καποιον που κανει ευτυχισμενη.» την κοιτα στα ματια, σαν να την ρωτα.
Εισαι ευτυχισμενη;

  Σκεπτομενη τα λογια του κατι μεσα της ξεφουσκωσε, ειχε δικιο. Ο Ορεστης ηταν προστατευτικος μαζι της, ποτέ κτητικος.
Από την άλλη, ειχε μαθει να ακουει πια την ψυχολογο της και αυτό που της ειχε πει τοτε, όταν στις αρχες αρνειτο να συνειδητοποιησει ότι εκεινος δεν ζηλευε.

«Ο Ορεστης δεν ζηλευει, ειτε γιατι εχει την σιγουρια της αλαζονιας του, ειτε γιατι εχει αποφασισει μεσα του ότι στο τελος ο,τι κι αν γινει θα ειστε μαζι.»

Απλα δεν μπορουσε να αποφασισει τι την φοβιζε περισσοτερο.


--------------------------------------------

«Σε ευχαριστω που με εφερες.» ψιθυριζει και βγαζει την ζωνη της. Ο Ορεστης όμως παρκαρει και κανει την ιδια κινηση. Κοκκαλωνει.
Τον κοιτα διερευνητικα.
Θα ερθει μαζι μου μεσα;

Την κοιταξε σαν να μην καταλαβαινε την ανησυχια της.
«Τα ποδια σου δεν εχουν σταματησει να τρεμουν από την ωρα που χαλαρωσες.» το βλεμμα του πεφτει εκει, μαζι και το δικο της. Οντως ετρεμε, ασυναισθητα, αλλα ηταν εντονο αυτό που περασε και το σωμα της το απελευθερωνε με νευρικοτητα.

«Νομιζω θα καταφερω να μπω στο ασανσερ.» παιρνει την τσαντα της και κανει να ανοιξει την πορτα. Εκεινος βγαινει πρωτος και ερχεται από την πλευρα της. Στην ηδη καπως ανοιχτη πορτα καλυπτει το κενο, σαν να μην της δινει επιλογη, από το να του δωσει το χερι της.
«Ορεστη ειμαι καλα.» επιμενει και δεν κανει κινηση να κατεβει από το ψηλο αμαξι.
Ο αντρας απεναντι της την κοιταζει μπερδεμενος, σε συγχυση. Σαν μια νοητη μαχη στο μυαλο του αφενος να μην του επιτρεπει να την αγγιξει, αφετερου να μην του επιτρεπει να την αφησει.

«Θελω απλα να σιγουρευτω ότι εισαι ενταξει.» σχεδον το ψιθυρισε αυτό. Κοφτα αλλα κανοντας την καρδια της να λιωσει.
Παντα αυτό εκανες αλλωστε.
Υποχωρει.

«Τελος παντων, ελα. Αλλα θα φυγεις με το που φτασουμε στην πορτα, και επισης...» τον σπρωχνει ελαφρως προς τα πισω. «Προσωπικος χωρος ξερω.» συμπληρωνει αντι για εκεινη.
Την πληγωνει που κανει ένα βημα πισω. Παραλληλα νιωθει περιεργα. Ολη μερα νιωθει περιεργα, ολη την εβδομαδα. Από την μερα που ο Ορεστης επεστρεψε κάθε στιγμη είναι μια σουρεαλιστικη επιβεβαιωση ότι δεν εβλεπε καποιο ονειρο.

Την περιμενει καρτερικα να βρει τα κλειδια της, κι οσο η Κυβελη ψαχνει σχεδον αυθορμητα παει να τον μαλωσει που εκεινος καθεται.
Πληγωνει απλα τον εαυτο της ετσι.
Γιατι δεν εμεναν πια μαζι, εκεινος δεν ειχε κλειδι.

«Ακομα δεν εχω συνειδητοποιησει τι συνεβη.» μουρμουριζει καθως ξεκλειδωνει για να σπασει την αβολη σιωπη. Μονο που η σιωπη μονο αβολη δεν ηταν.
«Δεν το εχεις συνειδητοποιησει γιατι αν το κανεις θα φρικαρεις, καλυτερα να μην το σκεφτεσαι καν, περασε.» ο σοβαρος του τονος την κανει να το σκεφτεται περισσοτερο. Όταν ο Ορεστης δεν κανει πλακα, τοτε τα πραγματα είναι σοβαρα.
«Δεν εφταιγα εγω όμως.» ψιθυρισε στον εαυτο της καθως μπηκε στο ασανσερ, ο Ορεστης στο κατοπι της.

«Ισα ισα, αν δεν ησουν τοσο καλη οδηγος, ισως να ειχατε παθει κατι και οι τεσσερις.» την επαινει.
Δεν τον κοιταζει, κανει ότι ψαχνει το κινητο της. Και ευτυχως η διαδρομη κραταει πεντε δευτερολεπτα.
Φτανουν στον διαδρομο εξω από το διαμερισμα της.

  Και ηταν κατι που η Κυβελη δεν ειχε υπολογισει.
Ο Αλητης, από την άλλη ακρη της πορτας αρχισε να γαβγιζει. Παρεσυρε και την Λαιδη. Ο Ορεστης στην αρχη δεν εδωσε σημασια, μα όταν την ειδε να πλησιαζει με το κλειδι στην πορτα σαστισε.
«Πηρες σκυλο;»
Τον κοιταξε σαν να μην καταλαβε τι εννοουσε με την ερωτηση του και κοφτα απαντησε.
«Είναι η Λαιδη, δεν ξερω αν την θυμασαι.» Την αγριοκοιταξε που του το επαιζε χαζη.
«Προφανως και θα το μαθαινα αν εγκατελειπες τον σκυλο μου στην Φιλοζωικη.» της απαντησε και εκανε να του απαντησει.
«Εσυ εγκ-»

«Ο άλλος σκυλος;»
Το γαβγισμα κινδυνευε να ξυπνησει τους γειτονες οποτε η Κυβελη πηρε μια βαθια ανασα και θαρραλεα εχωσε το κλειδι στην πορτα, ξεροντας ότι τα δυο σκυλακια της θα στεκονταν ακριβως μπροστα της για να παρουν χαδια και ισως μια μεταμεσονυχτια λιχουδια.

  Οντως. Η πορτα ανοιξε, και στο διαμερισμα με το φως του σαλονιου ανοιχτο τα δυο μεσαια σκυλια αρχισαν να χοροπηδουν πανω της, αγνοωντας τον αντρα πισω. Ετρεξαν μεσα στο υπνοδωματιο για να της φερουν τα παιχνιδια τους.
Γιατι αν δεν παιξουμε στις 12 το βραδυ ποτε θα παιξουμε;

«Αδεσποτο, τον μαζεψα όταν ηταν κουταβι. Μπες.» του εκανε νοημα βγαζοντας τα παπουτσια της.
Ο Ορεστης ειχε λαβει πολλες πληροφοριες ταυτοχρονα, κοιτουσε τον χωρο, προσπαθωντας να το συνδυασει με το γουστο της Κυβελης, και επειτα σκεφτηκε τον δευτερο σκυλο.
Κι υστερα, ακομα βγαζει τα παπουτσια της αμεσως μολις μπει σπιτι..

«Κοβω το χερι μου τον εβγαλες Αλητη.» γυριζει και την κοιτα. Η Κυβελη που εκεινη την ωρα κρεμαει την τσαντα της για λιγο μενει ακαμπτη, δινοντας του επιβεβαιωση.
Τον αγριοκοιταζει.
«Στο ειπαν.»
Σηκωνει τα χερια ως ενδειξη ότι είναι αθωος.
«Λογω τιμης όχι!» γελασε, πιο πολύ σκεπτομενος ποσο ρομαντικη ηταν, μεχρι και εκει.

  Η Κυβελη τον ειδε να μπαινει στο διαμερισμα της και το ενιωσε ολο λαθος, σαν να μην ανηκε εκει, ουτε αυτος ουτε η ιδια.
Κι υστερα ακουει μικρες πατουσες να τρεχουν στο παρκε. Κοκκαλωσε βλεποντας τα δυο κατοικιδια της να μπαινουν στο σαλονι.

Ο Αλητης τρεχει να μυρισει τον Ορεστη, που σκυβει για να τον αφησει να επεξεργαστει την παρουσια του. Μα τα ματια του δεν αφηνουν ουτε για ένα λεπτο την Λαιδη, το πανεμορφο κανελι κουταβι που ειχε σωσει πριν τεσσερα χρονια, και ειχε εκδιωχθει από το κρεβατι του εξαιτιας της.

Η Κυβελη παρακολουθει το σκυλακι να στεκεται ακινητο, να τον κοιτα, σαν να προσπαθει να καταλαβει αν είναι εκεινος.
«Λαιδη, εγω ειμαι.» της μιλαει, χαμογελωντας της γλυκα, οσο παραλληλα χαιδευει τον αλητη.
Κατι μεσα της σκιρταει.
«Αν θες να του κανεις παρεα να κοιμηθειτε μαζι στον καναπε!» του ειχε πεταξει το μαξιλαρι στα μουτρα.
Σκουπιζε με σουιφερ το σαλονι, ανοιξε τις κουρτινες, και το φως που πλυμμυρισε το σαλονι, φανερωσε τον Ορεστη ξαπλωμενο στον καναπε, με την μικρη κανελί μπαλιτσα κουλουριασμενη πανω του.

Δεν τον πλησιασε. Το χαμογελο του πεφτει ελαφρως.
Τον ειχε ξεχασει.
Αυτή η αληθεια, την εκανε για λιγο δυστυχισμενη.
Μακαρι να μην τον ξεχνουσε, ή μαλλον, μακαρι να τον ξεχνουσα κι εγω.

Δεν παυει στιγμη να τον κοιταζει, σαν να προσπαθει να καταλαβει ότι είναι εκεινος.
Και ξαφνου, κανει ένα βημα προς το μερος του, αυτό αναπτερωνει το ηθικο του.
«Ναι μωρο μου, εγω ειμαι.» την διαβεβαιωνει, και σαν να τον καταλαβαινει, κανει ακομα ένα βημα, κι άλλο ένα, κι άλλο ένα, και μετα τρεχει στα επομενα.

  Φτανει μπροστα του και χοροπηδαει στην αγκαλια του, κανει σαν ελατηριο, είναι αδυνατον να την αγγιξεις, ποσο μαλλον να την χαιδεψεις. Μα, θεε μου τι βασανιστηριο είναι εκεινος ο ηχος.
Η Λαιδη κλαιει που γυρισε.

  Το λεπτο παραπονιαρικο γαβγισμα, είναι σαν λυγμος. Προσγειωνεται στην αγκαλια του και εκεινος την κραταει σφιχτα. Είναι αδυνατον να την κρατησει ακινητη. Τον γλυφει παντου στο προσωπο, γαβγιζει κλαψουριζοντας και τον κοιταζει σαν να του φωναζει που αργησε.

Η Κυβελη νιωθει ένα βαρος να την πλακωνει στο στηθος.
«Γυρισα αγαπη μου ναι.» της ψιθυριζει καθως την χαιδευει, το σκυλακι να κλαιει καθως προσπαθει να τον αγκαλιασει με τον τροπο του.

Και είναι αδυνατον να της κρυφτει. Κατω από το φως του σαλονιου της, που καθολου δικο της δεν είναι, βλεπει στο πρασινο και το γαλαζιο μια θολουρα, εχει βουρκωσει. Είναι πεσμενος στο πατωμα και χαιδευει το σκυλι τους με δακρυα να απειλουν να κυλησουν.

Δεν τον ειχε ξεχασει, ουτε εκεινη.
Χωμενη στην αγκαλια του εκλαιγε και απολαμβανε τα χαδια του, κατι που η ιδιοκτητρια της δεν μπορουσε να κανει, επρεπε να μεινει δυνατη.
Μα ποσο ζηλευε, την φυσικη, αβιαστη αγαπη των σκυλιων. Ουτε εξηγησεις ζητησε, ουτε τα ρεστα. Απλα ετρεξε καταπανω του ετοιμη να τον αγαπησει από την αρχη.

Και στην επομενη ζωη από την αρχη.

Η συνειδητοποιηση την χτυπησε σαν κεραυνος.
Ο Ορεστης επεστρεψε.
«Εισαι ετοιμη δικηγορινα;»
«Παντα.»
«Φωναξε οσο θες, μα στο τελος θα ειμαστε μαζι!»
«Ποσο μ αρεσει να σε στριμωχνω Κυβελακι.»
«Μαζι θελω να γυρισουμε τον κοσμο.» σκυβει και την φιλαει.
Το νερο στο ντους τους καλυπτει, οι σταγονες κυλουν από τα χειλη του στα μαγουλα της.
«Η Αναφη είναι οπου εισαι και εσυ.»


Ο Ορεστης επεστρεψε.
Μα εκεινη η φραση ακουστηκε στην καρδια της, κι από τις τρυπες που ειχαν δημιουργηθει εφτασε σε ολο της το σωμα, το ονομα του ηχησε παντου.
Και κάθε λεπτο που βασανιστηκε μακρια του εγινε λυγμος.
Και κάθε νυχτα που ορκιστηκε πως δεν αντεχει άλλο εγινε δακρυ.
Και ελιωσε η δυναμη, ελιωσε η αντοχη.

Πιστευε πως είναι δυνατη. Γιατι αντεξε.
Αντεξε εξι μηνες, και επειτα αλλα δυο χρονια.
Αντεξε να τον δει μπροστα της ξαφνικα,
Αντεξε να μην αντιδρασει, αντεξε να συνυπαρξει μαζι του, να βρισκεται σε αποσταση μετρων και ανασας, αντεξε διαλεξει μαζι του γλυκα και λουλουδια σαν να μην εγινε τιποτα.

Μεχρι εκει τα αντεξε όλα, μα αυτό όχι.
Οποτε, καπου στο Κολωνακι, δεκα λεπτα από εκει που εμεναν παλια μαζι, σε ένα διαμερισμα ξενο μα οικειο, λιγο μετα τις δωδεκα το βραδυ, και δυομιση χρονια αργοπορημενη, η Κυβελη ξεσπασε.




«Αλλιως με ερωτευεσαι και αλλιως σε ερωτευομαι.
Εσυ με ερωτευεσαι απολυτα, γλυκα, ρομαντικα, με μια σκεψη που παει τοσο μακρια και με φοβιζει.
Εγω σε ερωτευομαι σημερα, σε ερωτευομαι αυριο, σε ερωτευομαι βραχυπροθεσμα. Φοβασαι.

Εσυ εισαι ερωτευμενη μαζι μου και με την υπεροχη ιδεα που εχεις για μενα πλασμενη στο μυαλο σου.
Εγω ειμαι ερωτευμενος με τον τροπο που κινεισαι στο φορεμα που φορας τωρα.

Εσυ ερωτευεσαι σε εμενα τις στιγμες που σε κραταω πανω μου και σε κανω δικη μου, που λυσσαω.
Εγω ερωτευομαι σε εσενα τις στιγμες τις πιο εκτεθειμενες, τον τροπο που με κοιτας όταν νομιζεις ότι δεν βλεπω.

Εσυ, ερωτευμενη, φοβασαι τα παντα.
Εγω, ερωτευμενος, δεν φοβαμαι τιποτα.

Από ερωτα μενεις ξαγρυπνη το βραδυ, να σκεφτεσαι, τι κι αν σε αφησω;
Από ερωτα κοιμαμαι νωρις, με ηρεμει η σκεψη ότι σε εχω.

Τρελαινεσαι- γιατι εισαι ερωτευμενη λες- όταν φευγω μακρια για καιρο.
Ξερω- γιατι ειμαι ερωτεμενος σου λεω- ότι παντα θα επιστρεφω πισω.

Κι ας εχω σπιτι σε κάθε πολη της γης, επιστρεφω
Επιστρεφω, από την επιστροφη γενομενο,
κι αν αγαπη μου σε κανει να κοιμασαι καλυτερα τα βραδια, θα στο πω.
δεν γυριζω πισω, επιστρεφω.
Γιατι επιστρεφεις μοναχα εκει που ανηκεις.
Κι εγω ανηκω οπου βρισκεσαι, γιατι εσυ εισαι το σπιτι μου»

Ειπε.






Ciao Bellas!!


Καλη αρχη αυριο!!
Δωρο απο εμενα σε εσενα 10.000 λεξεις αγαπης για καλη σχολικη χρονια στις μαθητριες και στις μαμαδες!

Και τι δεν εγινε ...

Που να το πιασω και που να το αφησω.

Το πιανω στο τελος και το αφηνω σε εσας εξ ολοκληρου.

Ελπιζω να περνατε τις μερες σας ομορφα.
Αφηστε μου μια γνωμη, θα μου αρεσε να την διαβασω.
Μπορει να μου δωσετε και ιδεα χιχιχ


Σας αγαπω πολυ.

xxxΜαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top