Ουδέν εκ δενός γένοιτο (!!)
Τραγική ειρωνία: Η κατάσταση κατά την οποία τα πρόσωπα (οι ήρωες) αγνοούν πράγματα που γνωρίζουν τα άλλα πρόσωπα ή μόνο οι αναγνωστες, με αποτέλεσμα τα λόγια τους να παίρνουν γι' αυτούς που γνωρίζουν την αλήθεια διαφορετικό νόημα.
Πηγε τρεις το πρωι, σιγουρα θα νυσταξες, σου μιλαω για ωρες αλλωστε κι ακομα στο παρελθον δεν εφτασα.
Μα, για να νιωσεις καλυτερα, φτασαμε στην μεση. Αν κοιταξεις πισω σου, θα δεις την διαδρομη που εως τωρα διανυσαμε.
Και περασαν μονο 3 μηνες, το πιστευεις;
Ηρθε η ωρα λοιπόν κάπου εδω να σου πω, οτι αυτη η ιστορια δεν ειναι μονο αυτό που στην αρχή σου περιέγραψα. Βασιζεται σε μια μαθηματικη θεωρια, την θεωρια του χαους.
Το χάος εδώ δεν έχει την έννοια της αταξίας ή της αναρχίας ή της τυχαιότητας, δηλαδή της απουσίας κανόνων· αφορά την πολυπλοκότητα. Η έννοια του χάους αναφέρεται στη συμπεριφορά ενός συστήματος που εμφανίζει μια ακραία ευαισθησία σε μικρές αλλαγές στις αρχικές συνθήκες του συστήματος.
Ο νευρολόγος, Oliver Sacks τολμά να εφαρμόσει τη θεωρία του χάους, το μαθηματικό μοντέλο της εγγενούς απροσδιοριστίας, στα ανθρώπινα συστήματα.
Το χαος δεν ειναι η απολυτη αταξια, αλλα μια ταξη τετοιας πολυπλοκοτητας, εξαρτημενες απο ορους που διαρκως μεταβαλλονται.
Ειναι η τελεια ταξη πολυπλοκοτητας που δεν δυναται να απουτυπωθει με ακριβεια καθολικου βεληνεκους.
Εκείνοι οι δύο είχαν ανάμεσα τους το χάος.
Μεσα απο το χαος προκυπτει οργανωση και ταξη. Στο ματι του κυκλωνα επικρατει νεκρικη σιωπη. Η διαρκως μεταβαλλομενη και κινουμενη δινη προκαλει ενα οριακα αηχο βουητο.
Ενα κενο, μια υποπτη σιωπη, μια ανασα κομμενη.
Καλως ηρθες στο παρελθον, δεν μπορω να σου υποσχεθω πολλα, ουτε οτι θα βγεις αλωβητος.
Ομως η θεωρια εφαρμοστηκε.
Αρχιζουμε.
Μαρτιος 1997.
Η λεξη 'αγχωμενη' ηταν λιγη μπροστα σε αυτο που ενιωθε κρατωντας το τεστ, κοιτωντας το αλλη μια φορα, για να βεβαιωθει οτι ηταν σωστο.
Η Μαιρη απεναντι της στην τουαλετα του προσωπικου την κοιτουσε προσπαθωντας να καταλαβει τι σκεφτοταν.
''Το περιμενες;'' η ερωτηση μαλλον πυροδοτησε κατι μεσα της γιατι η Ιφιγενεια γελασε βουρκωνοντας. Τα ματια της ειχαν γεμισει υγρασια, μα εσκασε ενα χαμογελο μεχρι τα αυτια.
Κουνησε το κεφαλι αρνητικα.
''Κατι σκεφτηκα οταν δεν μου ηρθε περιοδος τον Φεβρουαριο, αλλα δεν πιστευα οτι...'' η φωνη της εσβησε μαζι με την σκεψη της. Μεσα της η απολυτη ευτυχια παλλοταν με ενα αγχος που συνεχως διογκωνοταν.
Ο -εδω και δυο μηνες- συζυγος της δεν ειχε συζητησει ποτέ μαζι της το ενδεχομενο να κανουν παιδια. Ηταν ενα θεμα που φαινοταν οτι δεν τον απασχολουσε. Δουλευε σχεδον 10 ωρες την μερα και τις υπολοιπες ολο και κατι μελετουσε, ή δουλευε απο το σπιτι.
Το καλοκαιρι της προτεινε διακοπες στην Υδρα και θα ορκιζοταν οτι τον ειδε να μειδιαζει οταν ο συναδελφος του τους ειπε -εξοργισμενος- οτι σε μια παραλια δεν επιτρεπουν παιδια.
Οσο πιο πολυ το σκεφτοταν τοσο περισσοτερο σιγουρευοταν οτι ο Δημητρης θα την χωριζε. Ουτε να τον φανταστει δεν μπορουσε με κουβαδακια ή να ανεχεται ενα παιδακι που τσιριζει.
Κι αν ειναι διδυμα; Αυτη η σκεψη την ζαλισε.
''Ιφιγενεια ασπρισες! Κατσε κατω!'' η συναδελφος της ανοιξε την πορτα για το σαλονακι που αλλαζαν οι νοσηλευτριες και τραβηξε μια καρεκλα προς το μερος της.
Η γυναικα ειχε χλωμιασει οντως, τα κοκκινα μαλλια της πλεον εκαναν ακομη μεγαλυτερη αντιθεση.
Καθισε μουδιασμενη και εκανε αερα στον εαυτο της μηχανικα, οσο η Μαιρη της εδινε ενα μπουκαλι νερου. Ευτυχως η βαρδια τους ειχε τελειωσει, ειδαλλως θα ειχαν θυματα.
''Μπορεις να ηρεμησεις; Θα παθεις τιποτα!'' την μαλωσε και καθισε διπλα της.
Δεν θα γυρισεις εσυ σπιτι με τον Δημητρη ομως.
Η ωρα ειχε παει 7.50 και υπο αλλες συνθηκες θα ειχε φυγει εδω και δεκα λεπτα. Ισως καλυτερα να μην ειχε υποκυψει στην περιεργεια της.
Το κινητο της βουιξε πανω στο τραπεζακι. Η Μαιρη αναψε ενα τσιγαρο και ανοιξε το παραθυρο παρα το κρυο.
Η ωρα ειναι 7.51
Αυτος ηταν ο τροπος του συζυγου της να τονισει την αργοπορια της, υπενθυμιζοντας τι ωρα ειναι, παρα τα τρια ρολογιαστον χωρο.
Η Ιφιγενεια εβρισε κατω απο την ανασα της.
''Ειναι απο κατω, ηρθε να με παρει.Τι να κανω;'' ολο απογνωση ρωτησε την φιλη της.
Μετα απο καθε βραδινη βαρδια ο Δημητρης ερχοταν να την παρει,ηταν κατι που ποτέ δεν του ζητησε μα παντα απολαμβανε.
''Να του το πεις μηπως;'' η Μαιρη το εβλεπε εντελως κυνικα.
''Τι; Τωρα;'' φωναξε ψιθυριστα και σηκωθηκε απο την θεση της ψαχνοντας την τσαντα στο ντουλαπι της.
''Θα ηθελα πολυ να ειμαι απο μια μερια να δω τα μουτρα του, αλλα ξερω οτι κατι τετοιο δεν γινεται, οπότε το συντομοτερο δυνατον, γιατι ετσι οπως μου τα λες εισαι σχεδον δυο μηνων.''
Αυτο μονο περισσοτερο την αγχωσε. Ενιωσε τα ακρα της να ιδρωνουν, μια ριγη την διαπερασε στην ριγη και πλεον η ζαλαδα που ερχοταν και εφευγε ειχε αιτια, αυτο την ζαλιζε ακομα περισσοτερο.
Σαν κυνηγημενη εφυγε απο τα επειγοντα σκεπτομενη ενα σωρο πραγματα, απο την αντιδραση του, μεχρι το τι θα γινοταν με την δουλεια της. Της αρεσε το τμημα της και δεν ηθελε να φυγει.
Το γκρι αυτοκινητο του ηταν παρκαρισμενο με αλαρμ απεναντι απο την εισοδο του νοσοκομειου. Μπορουσε, ακομα και απο τον τροπο που αμυδρα εβλεπε την μορφη του να καταλαβει οτι ηταν εκνευρισμενος.
Καθως περνουσε τον δρομο, ενοχικα σκεφτηκε οτι ακομα και το διθεσιο αυτοκινητο του της φωναζε οτι τα παιδια δεν ηταν στα σχεδια, μα εκεινη δεν ακουγε.
''Αργησες.'' δηλωσε το προφανες και την κοιταξε στιγμιαια καθως εβαζε την ζωνη της.
''Επρεπε να παραδωσω, καλημερα.'' τονισε το τελευταιο και ειδε τον συζυγο της, ντυμενο με κουστουμι και ετοιμος για την δουλεια, να μειδιαζε ελαφρως στην υποδειξη της.
''Θα ελεγα καλημερα αλλα μεχρι να κατεβεις μεσημεριασε.'' ο καυστικος του τονος την χαλαρωσε καπως.
Ειδε πανω απο το ντουλαπακι του συνοδηγου, μια σακουλα απο φουρνο, αλλη μια σιωπηρη ενδειξη αγαπης.
Την επιασε διστακτικα και ειδε μεσα ενα κουλουρι.
''Για μενα;'' ρωτησε κοβοντας ενα κομματι.
''Προφανως, τρωω εγω το πρωι;'' της απαντησε καθως εστριβε στην εξοδο απο τον κεντρικο.
Βυθιστηκε στην οικεια σιωπη, τρωγοντας προσεκτικα το κουλουρι.
''Οταν γυρισω θα εισαι σπιτι;''
''Ειμαι ελευθερη απο νυχτα, γιατι;''
''Θελω να συζητησουμε για διακοπες, εχω ακουσει οτι η Σκοπελος ειναι πολυ ωραια, και Κυθηρα πηγε η Αλεξια με τον αντρα της περυσι, πολυ ησυχα.''
Ησυχα, η σκεψη της αναγουλιασε και καθε ορεξη που ειχε για το ζεστο κουλουρι εφυγε.
''Και Σιφνο ακουσα οτι ειναι ομορφα.'' μουρμουριζει σιγανα παιρνωντας βαθια ανασα.
Ο Δημητρης εσμιξε τα φρυδια του.
''Εκει δεν πηγε περυσι η προϊσταμενη σου; Με τα τρια παιδια;'' δεν μπορει ουτε καν να κρυψει την δυσαρεσκεια του. Πιανει τον εαυτο της να δυσανασχετει.
''Ενταξει ρε Δημητρη, σιγα, παιδακια ειναι.''
Καυχαζει αυτος.
''Κινητες πηγες θορυβου ειναι. Θελω 7 μερες ηρεμιας και χαλαρωσης, απαγορευεται;'' τα καυστικα του λογια την νευριαζουν.
''Εχεις κατι με τα παιδια;'' γυριζει και τον κοιτα εξεταστικα.
Το υφος της τον αφοπλιζει.
''Εγω; '' στριβει στο στενο τους.
''Τιποτα απολυτως, τα συμπαθω τα παιδια.'' ανασηκωνει τους ωμους ηρεμος.
''Α ναι; Και τοτε γιατι ειπες ψεματα στον Πετρο οτι δεν ταυτιζονται οι αδειες μας;''τον κοιτα εξεταστικα και αυτος προσπαθει να κρυψει την ενοχη του.
''Θες να μου πεις οτι θες να περασεις 1 εβδομαδα στην Αμοργο με την Νεφελη τον Πετρο και δυο παιδια κατω των 3 ετων;'' δεν πιστευει στα αυτια του.
''Αφου εχουν συγγενεις εκει, θα αφηνουν τα παιδια για να βγαινουμε και μονοι μας.'' του λεει αν και μεσα της πιο πολυ αδημονουσε να παιξει με τον Ιακωβο και τον μικρο τους γιο, παρα να παει για ησυχο ποτακι.
''Εχεις λαλησει απο την αυπνια.'' σχολιαζει εκεινος παρκαροντας μπροστα απο το διαμερισμα τους.Εκεινη ομως δεν εκανε καμια κινηση να βγει.
''Σοβαρα τωρα;Ποιο ειναι το προβλημα σου; Παιδακια ειναι!''
''Ξερεις πολυ καλα οτι δεν εχω κανενα θεμα με τα παιδια, απλα δεν ειναι για μενα.''
Οι λεξεις του ειναι σαν μαχαιριες στην καρδια της. Δεν ειναι για μενα.
''Δεν ειναι για σενα; Και τι ειναι για σενα δηλαδη;'' ο ανακριτικος της τονος τον τσιτωνει. Γυριζει προς το μερος της.
''Τι εχεις;''
Για καποιο λογο η ερωτηση του, με την συνηθισμενη του απαθη ψυχραιμια την κανει εξαλλη.
''Τι εχω; Τι εχω; Εχω εναν συζυγο με αποστροφη σε καθε ειδους τρυφεροτητα που αποκοπτεται απο τους φιλους μας μονο και μονο επειδη εκαναν παιδια, δειχνοντας μου ετσι οτι δεν εχει καμια επιθυμια να κανουμε δικα μας, αλλα φυσικα ολα αυτα δεν ηταν προβλημα μεχρι σημερα, γιατι ξερεις κατι; Ειμαι εγκυος.'' του ανακοινωνει και βγαζει την ζωνη της.
Ο Δημητρης στιγμιαια γουρλωνει τα ματια του, η καρδια του χανει παλμους ασυστολα.
''Τι;'' η φωνη του ακουγεται ξενη
''Αυτο που ακουσες'' η φωνη της τρεμει ''Σημερα το εμαθα, εκανα τεστ στην δουλεια.'' τον κοιτα και περιμενει μια αντιδραση, ενα βλεμμα, κατι . Η σιωπη του την τρομαζει.
Μπροστα στην απολυτη απαθεια ανοιξε την πορτα του αυτοκινητου και βγηκε εξω. Αφησε πισω της το κουλουρι και τον Δημητρη Πολιτη βυθισμενο σε μια σοκαρισμενη σιωπη.
Μπηκε σαν κυνηγημενη μεσα στο διαμερισμα, μονο και μονο για να ερθει αντιμετωπη με μια ακομη αγχωδη σκεψη.
Εχουμε μονο ενα υπνοδωματιο και το γραφειο του Δημητρη, δεν υπαρχει χωρος για παιδικο δωματιο.
Κοιταξε γυρω , ο χωρος ηταν τακτοποιημενος και καθαρος, ο Δημητρης σπανια αφηνε πισω του πραγματα και ακομα σπανιοτερα ανεχοταν την ακαταστασια της.
Με ενα παιδι σπανια ειναι ολα στην θεση τους.
Αρχισε να παιρνει βαθιες ανασες. Κρυος ιδρωτας γεμισε τους πορους της και ενα τρεμουλο την επιασε. Πανικοβαλλοταν.
Εκανε ενα γρηγορο μπανιο και με μηδαμινη ορεξη για φαγητο μπηκε στο υπνοδωματιο τους να κοιμηθει. Ηξερε οτι ο Δημητρης θα ερχοταν μαλλον αργα το βραδυ μετα απο αυτη της την ανακοινωση, αλλα οσο και να εκανε υποθεσεις αδυνατουσε να μαντεψει τι σκεφτοταν.
Η μητερα της, εναν μηνα μετα τον γαμο την ειχε ρωτησει πως θα μπορουσε να μεινει παντρεμενη διχως να κανει παιδια. Η Ιφιγενεια αμεσως εσπευσε να της εξηγησει οτι τα παιδια δεν ειναι η μοναδικη πηγη της ευτυχιας, ομως η Φαιδρα ηξερε την κορη της καλυτερα απο αυτο. Η Ιφιγενεια, αν και φαινομενικα, ηταν γυναικα που αγαπουσε την δουλεια της, μελετουσε ανελλιπως και ηθελε να ανελθει, ηταν προθυμη να θυσιασει αρκετα για την δικη της οικογενεια. Η μητερα της το εβλεπε αυτο, και μπορουσε καλλιστα να διακρινει την ενδομυχη ελπιδα της στην πιθανοτητα οικογενειας, καθε φορα που ο Δημητρης της εριχνε ενα αυστηρο βλεμμα.
Ο υπνος της χαριστηκε στις 9 αλλα 2 η ωρα το μεσημερι την ξυπνησε ο ηχος απο την πορτα που εκλεισε. Μεσα στο ημισκοταδο του δωματιου πανικοβληθηκε σκεπτομενη οτι ειχε κοιμηθει 12 ωρες, ενω μια πιο αγουρη σκεψη την ταρακουνησε οτι υπηρχε εισβολεας.
Εψαξε αναμεσα στα παπλωματα για την ζακετα της , μην την δει ο κλεφτης με το σατεν γκρι νυχτικο, αλλα η πορτα που ανοιξε την προλαβε.
Το φως του διαδρομου την τυφλωσε και μισοκλεισε τα ματια της, βυθιζοντας το κεφαλι στα δυο μαξιλαρια. Η μορφη του Δημητρη που εστεκε ακαμπτος στο κατωφλι του δωματιου προκαλεσε ταραχη στο μουδιασμενο μυαλο της.
''Τι ωρα ειναι;'' η βραχνη φωνη της υποδηλωνε οτι βρισκοταν σε βαθυ υπνο. Ο συζυγος της ελυσε την γραβατα του και ανοιξε τα φυλλα της ντουλαπας.
''2 και τεταρτο, μεσημερι.'' απαντησε κοφτα.
Λες να ξεχασε αυτο που του ειπα;
''Γιατι ηρθες τοσο νωρις σπιτι;'' ευτυχως απο τα χειλη της βγηκε μια σοβαροτερη ερωτηση.
Ο δικηγορος την κοιταξε και στο ημιφως φαινοταν η ενταση στα ματια του.
''Δεν μπορουσα να συγκεντρωθω και εφυγα.'' της απαντα ειλικρινα. Εκεινη ανακαθεται αβολα στο κρεβατι και τριβει τα ματια της.
''Θες να ...''
''Να συζητησουμε την βομβα που πεταξες και μετα σηκωθηκες και εφυγες;'' η ειρωνια του κοφτερη.
''Δεν εχω πολλα να σκεφτω. Ειναι ξεκαθαρο οτι εμενα μου περναει αδιαφορο το θεμα 'παιδια' , αλλα εσυ απο οτι φαινεται εχεις αλλες βλεψεις.''
''Τι σημαινει αυτο;''
''Πως ο,τι και να αποφασισεις εγω θα σε στηριξω.'' της δηλωνει σοβαρος.
''Δεν θελω να το κρατησουμε επειδη με στηριζεις, αλλα επειδη το θες,ζηταω πολλα;''
"Δεν θα το ελεγα.'' σωπαινει για λιγο.
''Εισαι η μονη γυναικα με την οποια η σκεψη του να κανω παιδι δεν φαινεται επιστημονικη φαντασια'' της λεει ειλικρινα.
''Και παλι ομως δεν ειναι αυτο που θες.''
''Δεν ειναι κατι στο οποιο πιστευω θα ειμαι καλος.''ο εξομολογητικος του τονος την αφοπλιζει.
Δεν της δινει ομως περιθωρια για απαντηση.''Θες να βγουμε εξω για φαγητο ή νυσταζεις;''
''Να ντυθω.'' σηκωνεται αμεσως ορθια και τον προσπερνα για να παει στο μπανιο να πλυθει.
Ο Δημητρης ξεφυσαει στην ελλειψη του φιλιου στο μαγουλου, που παντα παραπονιοταν οτι ηταν ατσαλο.
Μπηκαν στο διθεσιο και η Ιφιγενεια ειδε στο υφος του οτι εκανε την ιδια σκεψη με εκεινη 6 ωρες πριν.
Θα πρεπει να παρουμε αλλο αυτοκινητο.
'' Μιλησα με την Νεφελη, ο αδελφος της ειναι μεσιτης.'' σπαει την σιωπη.
''Για νεο διαμερισμα;'' μαντευει ευκολα και βαζει τα γυαλια ηλιου της.
''Θα χρειαστει.''
''Αρα θα το κρατησουμε;''
''Εθεσες ποτέ την επιλογη;'' την πληγωσε ο κυνικος του τροπος να της πει το 'Ναι'
''Την θετω τωρα.''
'' Ποσο εισαι περιπου ξερεις;''αλλαζει θεμα.
''Υπολογιζω 2 μηνων σχεδον.'' αυτο τον πανικοβαλλει. Τον ακουει να μουρμουραει ενα 'τελεια, φανταστικα.' και να σφιγγει το τιμονι.
''Εγω δεν θα το κανω, αν δεν το θες κι εσυ.'' του δηλωνει τελεσιδικα ενα ψεμα.
''Δεν μπορω να σου πω οτι σε αυτη τη φαση ειμαι ενθουσιασμενος, ξερεις τη σχεση μου με τα παιδια και ξερεις οτι γενικα δεν ειμαι αυτος ο τυπος.''
''Μου αρκει οτι θα το σκεφτεις.'' της αρκει ακομα και το ισως του.
''Δεν θα περασει μερα που δεν θα το σκεφτομαι, αυτο στο υπογραφω.'' απαντα διχως να ξερει οτι αυτο την εκανε να λιωσει.
''Ειναι και για μενα καπως σοκαριστικο, δεν το περιμενα.'' του εξομολογειται.
"Το ξερω οτι δεν το περιμενες, την πρηγουμενη εβδομαδα ηπιες τρια ποτηρια κρασι στο σπιτι της Μαιρης.''
Πνιγει ενα γελακι.
''Πρεπει να παω και στον γιατρο...''
''Πρεπει.''
Το κινητο του Δημητρη χτυπαει την ιδια στιγμη που παρκαρει στην Μαρινα Ζεας μετα την γεφυρα. Της κανει νοημα οτι ειναι ενταξει να βγει και το σηκωνει.
''Ελα'' αποφευγει να πει το ονομα, γεγονος που κεντριζει το ενδιαφερον της Ιφιγενειας που σπευδει να σταθει διπλα του, για να ακουει καλυτερα.
Προχωραει αργα και ακουει προσεκτικα το ατομο απο την αλλη γραμμη.
''Καταλαβα ναι, οχι δεν εχουμε θεμα...''σμιγει τα φρυδια και γνεφει μα μετα θυμαται οτι πρεπει να μιλησει.
''Να μην ανησυχεις, θα το κανονισω εγω. 23 Ιουλιου, ναι. Τελεια. Καλο μεσημερι.'' το κλεινει και βαζει την συσκευη το παλτο του. Η κοκκινομαλλα τον κοιτα με προσμονη.Σταματαει απεναντι της.
''Εγω τουλαχιστον θα εχω το αλκοολ, εσυ καημενη μου να δω πως θα την βγαλεις.'' μουρμουραει αινιγματικα και της χαιδευει τα μαλλια, μια σπανια χειρονομια σε δημοσιο χωρο.
''Τι εννοεις;'' ρωταει μπερδεμενη.
''Ετοιμασου για Αμοργο.'' της ανακοινωνει με ενα βλεμμα πληρους μιζεριας που κανει την Ιφιγενεια να χαμογελασει και να αναπηδησει κυριολεκτικα πανω του. Ο Δημητρης την συγκρατει για να μην πεσει και με το χερι του περασμενο γυρω απο την μεση της την ακουμπα παλι στο εδαφος.
Το χαμογελο της ειναι πιο φωτεινο και απο τον ηλιο. Νιωθει το στερνο του λιγοτερο βαρυ. Αρχιζουν να προχωρανε προς το αγαπημενο του εστιατοριο.
Εκεινη ασυγκρατητη τον πιανει αγκαζε κι ας ξερει οτι δεν του αρεσει. Προς εκπληξη της την αφηνει.
''Κανεις εξασκηση με δυσκολες δοκιμασιες για να εισαι προετοιμασμενος;'' τον ρωτα με ενα χαμογελο μεχρι τα αυτια.
Την κοιτα ταχα σοβαρος μα κατω απο την ισια γραμμη των χειλιων του κρυβεται ενα μειδιαμα.
''6 χρονια τωρα.''
----------------------------------------------------------------------------------------
17 Μαρτιου.
Αριθμος κρουσματων : 368
Αριθμος θανατων : 5
Η μουσικη επαιζε χαμηλα απο το ηχειο στο σαλονι. Η ωρα 11 το πρωι και ο ηλιος ελουζε την κουζινα. Η Κυβελη ανακατευε νευρικα σε ενα μπολ, δυο αυγα, μια κουπα γαλα, μια κουταλια κανελα και μιση βανιλια. Στο τηγανι ελιωνε μια παχια φετα βουτυρο, στο πιατο διπλα τρεις ετοιμες φετες french toast.
Κανονας Νο1 : Σε αυτο το σπιτι τρωμε πρωινο.
''Το πρωτο σου φιλι δεν το λαχταρησα πολυ, το πηρα γιατι ετυχε''μουρμουρισε μαζι με την Μποφιλιου.
Ακουσε τα βαρια του βηματα απο τον διαδρομο. Μπορουσε σχεδον να τον φανταστει, μονο με εσωρουχο, να σερνεται στα τυφλα. Χαμογελασε οταν -επιτελουε- ενιωσε δυο χερια να περνουν γυρω απο την μεση της και να δενουν πανω απο την κοιλια της. Πηρε βαθια ανασα οταν η πλατη της συγκρουστηκε με το στερνο του. Η μυρωδια της κανελας ηταν πλεον διαχυτη και τιποτα δεν την εσωζε απο την πτωση της στον πειρασμο.
Ένα άλλο πιο μετά σ' έφερε λίγο πιο κοντά διψούσα και με πέτυχε.
Τα γενια του, τα οποια αρνειτο πεισματικα να ξυρισει, την γαργαλουσαν καθως ακουμπησε το σαγονι του στον ωμο της για να παρακολουθει τι κανει.
''Αρχιζω και πιστευω οτι αυτα τα τραγουδια τα εβαλες στην τυχη.'' ψιθυριζει και τον νιωθει να τρανταζεται καθως συγκρατει ενα γελακι.
Φιλαει τον ωμο της.
''Καθε αλλο.'' η βραχνη αγουροξυπνημενη του φωνη γεμισε τον χωρο.
Κι από φόβο ή δειλία...είπα αγάπη τη φιλία....κι ένιωθα λίγο σαν να φταίω.
Βουτηξε το τελευταιο ψωμι στο μειγμα, χωρις να την νοιαζει που τα δαχτυλα της λερωθηκαν.Ο Ορεστης ανασαινε μεσα απο τα μαλλια της και δεν ξεκολλουσε απο πανω της.
Οταν το ακουμπησε κι αυτο στο πιατο, του χτυπησε απαλα το χερι για να απομακρυνθει, αν και το βαρος του πανω της της προκαλουσε μια απροσμενη επιβεβαιωση. Ηθελε να την αγγιζει παντου, να την καλυπτει και να την γεμιζει κυτταρο προς κυτταρο.
Κι έτσι δεν έβγαλα μιλιά, σ' όλα τα επόμενα φιλιά ....μέχρι το τελευταίο.
Ο Ορεστης ομως δεν ειχε καμια διαθεση για κατι τετοιο. Την επιασε απο την λεκανη και την γυρισε προς το μερος του αποτομα, ακουγοντας την να αναφωνει αιφνιδιασμενη καθως την ανεβαζε στον παγκο και της ανοιγε τα ποδια.
Η κοκκινομαλλα τον κοιτα με υφος.
''Δεν υποτιθεται οτι θα φαμε;'' του υπενθυμιζει.
Ο Ορεστης γελαει.
''Μωρο μου...πιστεψε με...θα φαω...'' της κλεινει το ματι και χαμογελα παιχνιδιαρικα, ετσι οπως ξερει οτι την κανει παντα να μενει διχως ανασα.
Οι παλαμες του ακουμπουν τα γυμνα της ποδια, πιεζει απαλα τα γονατα της και γερνει προς το μερος της, στελνοντας μια ριγη στην λεκανη της.
Ξερουν και οι δυο οτι κατω απο το φουτερ του η Κυβελη δεν φοραει τιποτα, μα ο καθενας το διαχειριζεται διαφορετικα.
Την κοιτα στα ματια, εντονα, διαπεραστικα και με σοβαροτητα.
''Θελω να βγαλεις το φουτερ.'' της λεει κοφτα, σαν να μην δεχεται το οχι για απαντηση.
Η Κυβελη γερνει το κεφαλι προς τα αριστερα, κινηση δυσπιστιας.
''Γιατι;''
Γελαει, σαν να ξερει οτι το παιζει δυσκολη.
Την αφηνει γυμνη πανω στον παγκο, και ανοιγει το ντουλαπι και το ψυγειο, βγαζει την αχνη ζαχαρη και την κρεμα γαλακτος. Η Κυβελη τον παρακολουθει χωρις να καταλαβαινει τι κανει. Σε ενα μπολ βαζει μια κουπα αχνη και τρεις κουταλιες της σουπας κρεμα γαλακτος. Οι κινησεις του ειναι αργες, σαν να ξερει οτι το βλεμμα της ειναι στηλωμενο πανω του και δεν φευγει.
Ανακατευει με ενα συρμα μεχρι να γινει ενα παχυρευστο ημιδιαφανο λευκο υγρο που τον εκανε να μειδιασει σαρδονια, ριχνει μια κουταλια κανελας μεσα και παιρνει λιγο με το δαχτυλο του. Η Κυβελη δαγκωνεται για να μην του πει να προσεξει γιατι θα σταξει. Την πλησιαζει και στεκεται αναμεσα απο τα ανοιχτα της ποδια. Φερνει το δαχτυλο του μπροστα στα κλειστα χειλη της.
''Εχει ωραια γευση, δοκιμασε.'' την κοιτουσε με ενα απροκαλυπτα λαγνο βλεμμα.
Ανοιγει δειλα το στομα της, επιτρεποντας στα δυο του δαχτυλα να εισχωρησουν στο στομα της. Το γλυκο υγρο της θυμιζε επικαλυψη ρολου κανελας.
Ο Ορεστης παρακολουθησε την κοπελα να ρουφα τα δαχτυλα του, να τα αγκαλιαζει με τα χειλη της και να πιπιλαει το μειγμα.
Γαμωτο.
Απελευθερωσε το χερι του και διχως να περιμενει επαναληψη εβγαλε το μεγαλο σκουρο μπλε φουτερ. Ο βιολιστης εκανε ενα βημα πισω, σαν να ηθελε να δει ολοκληρωμενο το εργο τεχνης μπροστα του. Εκεινη προσπαθησε να διπλωσει το ρουχο, μα δεν της χαριστηκε. Το αρπαξε απο τα χερια της και το πεταξε σε μια γωνια της κουζινας. Ασθμαινε ηδη βαθια.
Κρατωντας σφιχτα το μαυρο μπολ πηρε με τρια δαχτυλα μια γεναιοδωρη ποσοτητα απο το παχυρευστο υγρο.
''Γινεσαι λιγο γραφικος, δεν μ'αρεσουν τα κλισε.'' του λεει ξινα, μα τα ματια της λενε μια αλλη ιστορια.
''Για καποιο λογο εγιναν κλισε, γιατι αρεσουν.''
Οταν την πλησιαζει σηκωνει το χερι του πανω απο το γυμνο της δερμα και η κοπελα γουρλωνει τα ματια, σκεπτομενη ποσο θα κολλαει αυτο.
''Ορεστη μη-''
Την κατακεραυνωνει με το βλεμμα του. Ξεροκαταπινει οταν τυλιγει το χερι του γυρω απο την μεση της και την τραβαει εξω εξω στον παγκο. Γυμνη και αναστατωμενη, με εκεινον αναμεσα στα ποδια της, περιμενει καρτερικα την επομενη του κινηση.
Οταν οι πρωτες σταγονες του ημιδιαφανου υγρου πεφτουν αναμεσα στα στηθη της, αναριγει. Ο Ορεστης μειδιαζει σαρδονια.
Ακουμπα την κορυφη της κλειδας της και αφηνει ενα γυαλιστερο μονοπατι μεχρι τον θωρακα της.
Παιρνει κοφτη ανασα οταν βουταει παλι τα δαχτυλα του και ζωγραφιζει ενα μονοπατι γυρω απο το ενα της στηθος, ερεθιζοντας τις ρωγες της, κανει το ιδιο με το αλλο.
Και ενω η Κυβελη περιμενει να συνεχισει με το υπολοιπο κορμι της, ο Ορεστης πιανει γερα τις ακρες του παγκου και σκυβει παιρνοντας την ρωγα της με το στομα του. Γλυφει αργα και κανει μικρους υγρους κυκλους με την γλωσσα του.
Η Κυβελη βογγαει πνιχτα και περναει τα χερια της μεσα απο τις μαλακες καταξανθες μπουκλες του. Ριχνει το κεφαλι της πισω και απολαμβανει τα τρυφερα του χειλη.
Συντομα ομως απομακρυνεται, αφου το 'γλυκο' εχει απαλειφει.
Σκεφτεται εντονα για λιγο, σαν να ζυγιζει μεσα του τις επιλογες, αλλα στο τελος, σαν να αποφασισε, ανοιξε το συρταρι κατω απο τα ποδια της και αναμεσα τους, και εβγαλε απεξω μια σακουλα που προοριζοταν για ζαχαροπλαστικη κρεμα.
Η Κυβελη αναριγησε στο ποσο διαφορετικη χρηση θα γινοταν.Αρπαξε το μπολακι και εχυσε μεσα στο παχυρευστο ημιδιαφανο υγρο.
''Σοβαρα τωρα; Θα κολλαμε μετα.'' το ενα μερος της ειπε αυτο, ενω το αλλο του φωναξε να συνεχισει.
''Θα κανουμε μπανιο.'' της απαντησε καθως συγκεντρωμενος τοποθετουσε το κοκκινο καλυμα για να βγει το υγρο.
Η Κυβελη δεν λεει τιποτα αλλο. Πιανει τα μακρια μαλλια της σε εναν ατημελητο ψηλο κοτσο και περιμενει την επομενη κινηση του, γυμνη πανω στον παγκο της κουζινας. Χυνει την παχυρευστη επικαλυψη αργα πανω στους ωμους, το στηθος, στην κοιλια και τους προσαγωγους της, δημιουργει κατι σαν ρυακι, που αργοτερα θα θελει να ξεδιψασει βουτωντας την γλωσσα του.
Οταν τελειωνει κανει ενα βημα πισω. Ειναι τερμα ερεθισμενος μα παιζει με το μυαλο του ενα παιχνιδι αντοχης που στελνει την ηδονη στα υψη. Ελεγχει οτι εχει καλυψει καθε επιθυμητο σημειο και επειτα αφηνει το μπολ στον παγκο πισω του.
''Τελειωσες;'' τον ρωτα ανυπομονα.
''Απεχω πολυ απο αυτο.'' της υποσχεται κανοντας την να ξεροκαταπιει.
Κατεβαζει το εσωρουχο του και πιανοντας την απο τους μηρους την φερνει κοντα του.Τριβει την στυση του στην εισοδο της αργα και αυξανοντας ελαχιστα την πιεση καθως 'καθαριζει' με την γλωσσα του το μαλακο σημειο του λαιμο της κατω απο το σαγονι.
Νιωθει το βουητο του βογγητου της να τον γαργαλαει και ρουφαει απαλα ικανοποιημενος.
Εκεινη αρχιζει να γινεται αχορταγη, τον θελει κι αλλο, πιο κοντα, πιο μεσα, πιο πολυ. Απομακρυνεται λιγο θελοντας να τον κανει να την κοιταξει. Μα το ατσαλινο κρατημα του πισω απο την μεση της ειναι η ζωντανη αποδειξη οτι κουμαντο κανει εκεινος. Οταν τα χειλη του αφηνουν τον λαιμο της ερχονται προσωπο με προσωπο, η ανασα του χαιδευει τα χειλη της.
''Τι θες Κυβελη;'' την ρωτα, ο βαρυς του τονος την αναβει κι αλλο.
''Να με φιλησεις.'' απαντα σχεδον δειλα. Μα δεν της χαλα χατιρι, ενωνει τα χειλη τους σε ενα βαθυ, ηδονικα υγρο φιλι, με γευση κανελας. Η γλωσσα του παλλεται κοντρα στην δικη της και καλυπτει τα μουγγρητα της. Οταν τραβιεται παλι μακρια της κοιτα την προχειρη δουλεια του, που εχει αφησει υπολειματα ημιδιαφανου υγρου, η εικονα του στηθους της ετσι τον στελνει.
Οι παλαμες του ζουλανε τα οπισθια της κρατωντας την σταθερη, ενω εκεινος γλυφει, δαγκωνει και ρουφαει καθε ιχνος υγρου απο το δερμα της.
Η Κυβελη εχει ακουμπησει το κεφαλι στο ντουλαπι πισω της και με τα ματια ερμητικα κλειστα προσπαθει να διαχειριστει τον εαυτο της. Σφιγγει τις μπουκλες που γαργαλουν τα δαχτυλα της και ασθμαινει βαθια. Εχει ιδρωσει και γυαλιζει, σταζει. Ουτε που θελει να σκεφτεται που βρισκεται και τι κανει.
Οταν τελειωνει, ακουμπα τα χειλη του στο κεντρο του θωρακα της και φιλαει κοιτωντας ψηλα, ενωνοντας το βλεμμα του με το δικο της. Επιδεικτικα ακουμπα ενα φιλι, για να της δειξει οτι το σημειο εκεινο εγινε δικο του.
Νιωθει τα ποδια της να τρεμουν οταν τον βλεπει να σκυβει λιγο και να φερνει τα παλαμες του στα γονατα της, ανοιγοντας τα ποδια της αρκετα.Χαμογελαει αλαζονικα βλεποντας την θεα μπροστα του και εκεινη κοκκινιζει ξεροντας οτι αποτελει για εκεινον μεγαλη επιβεβαιωση. Ανασαινει κι αυτος βαθια και πλησιαζει λιγο ακομα.
Η Κυβελη νιωθει καθε μυ του σωματος της να τεντωνεται, σχεδον να τρεμει στην προσμονη της επαφης τους. Η κλειτοριδα της παλλεται ηδη.
Ενα μακρυ γλυψιμο κατα μηκος της γραμμης την στελνει στον 7ο ουρανο.
Ω Θεε μου.
Βογγαει και σφιγγει τον παγκο.
Βαζει δυο δαχτυλα μεσα και την κραταει σταθερη απο την μεση. Νιωθει το τρεμουλο της και την κοιτα.
''Θες κι αλλο;''
Στρεφει την προσοχη του παλι εκει και βυθιζει το κεφαλι του αναμεσα στα ποδια της. Τα δαχτυλα του εισχωρουν βαθυτερα και γλυφει παραλληλα.
Ο οργασμος ειναι σαν παλιρροια που με βια σκιζει το νερο. Την βλεπει να ερχεται.
Ενα γλειψιμο στο κεντροκαιλιγο βαθια αρκει για να ανοιξει το αλεξιπτωτο της, σε μια ελευθερη πτωση στην κολαση του οργασμου της.
Εχει χαθει εντελως. Ανασαινει βαθια. Ματαια προσπαθει να ηρεμησει. Ρουφαει απαλα και με σταθερο ρυθμο για να την βοηθησει να ηρεμησει τον εαυτο της ενω το διαμερισμα γεμιζει απο τις κραυγες αγνης ηδονης.
Τον νιωθει να σηκωνεται ορθιος και να ακουμπα με την παλαμη του το γονατο της. Φερνει τα δυο του δαχτυλα κοντα στα χειλη της. Αυτη τη φορα το λευκο υγρο ειναι και δικο της.
''Δοκιμασε.'' προσταζει και εκεινη υπνωτισμενη ανοιγει τα χειλη 'παιρνοντας' τα δυο του δαχτυλα μεχρι την βαση.
Το μαυρο ενωνεται με το γαλαζιο και το πρασινο και δημιουργουν ενα νεο ηλιακο συστημα φωτιας.
Δεν χανει χρονο, επιδεξια την τραβαει κι αλλο μπροστα και εισχωρει μεσα της. Σοκαρισμενη απο την αποτομη εισβολη ουρλιαζει. Η κορυφωση που καταφερε να κατευνασει πυροδοτειται παλι, αυτη την φορα ισχυροτερη απο ποτε.
Δεν κουνιεται ακομα.Κρατα τους μηρους της δυνατα και την καρφωνει με το βλεμμα του. Ποναει.
''Κανονας Νο2 δικηγορινα. Παντα, παντού και με καθε τροπο.'' ψιθυριζει.
Εκεινη σπαρταραει, προσμενοντας να αρχισει να κινειται μεσα της.
Η κανελα την υπνωτιζει.
''Εισαι ετοιμη;'' την ρωταει κοιτωντας επιμονα τα χειλη της που ετρεμαν.
Ειναι ετοιμη, για ολα, θελει να χαθει ξανα και ξανα μεσα στο κρατημα του.
Γνεφει και επειτα προσθετει ενα αηχο 'Ναι'
Της χαμογελα και την φιλαει πεταχτα πριν δωσει ωθηση και εισχωρησει παλι μεσα της με ορμη.
Παντα, παντου και με καθε τροπο Ορεστη.
23 Μαρτιου
624 κρουσματα.
23 Θανατοι.
''Στο ορκιζομαι θα τον σκοτωσω. Θα τον τεμαχισω και θα-''
''Και πολυ αργησατε! Να ξερεις ο Γιαννης και ο Βασιλης εβαλαν στοιχημα ποτε θα τσακωθειτε!'' η Ερμιονη καρφωσε τους φιλους τους.
''Το μετανιωσα, δεν θελω να μενω μαζι του! Θελω να φυγω!''
''Τωρα με τον περιορισμο των μετακινησεων να φυγεις να πας που; Το πολυ μεχρι το σουπερ μαρκετ!'' κοροιδευει η Φαιη απο την τριτη γραμμη.
''Εσυ τωρα επιτηδες το κανεις;'' την ρωταει η Κυβελη που με μανια τριβει τον ηδη καθαρο παγκο της κουζινας.
''Καθολου! Εγω εχω παει δυο φορες σουπερ μαρκετ και δυο για σωματικη ασκηση.'' η ξανθουλα απο την αλλη γραμμη εβαφε τα νυχια της.
Η Ερμιονη στριφογυρισε τα ματια της.
''Αυτο λεγεται καταχρηση δικαιωματος, ειναι σαν να τους προκαλεις να βαλουν περιορισμο μηνυματων.'' μαλωσε την φιλη της, μα η Φαιη δεν εδινε δεκαρα τσακιστη.
''Τουλαχιστον το 13033 μου απανταει εντος πεντε λεπτων και δεν με απατησε.'' της υπενθυμιζει τον λογο για τον οποιο δεν της φερνουν αντιρηση.
''Ο Γιαννης απο πανω ειναι ακομα;'' ρωταει η Κυβελη και ακουει την φιλη της να ξεφυσαει.
''Ναι...καλα ειναι.'' ψελλιζει, δειχνοντας οτι εχουν μιλησει λιγο.
''Α δηλαδ-'' την κοβει μη θελοντας να επεκταθει.
''Ερμιονη οι γονεις του Βασιλη εφυγαν;'' η μελαχρινη που ειχε βγει στο μπαλκονι για να καπνισει στριφογυρισε τα ματια της.
''Ναι, δυστυχως...η μαμα του ειναι πολυ καλη, αρνακι ειναι μπροστα της.'' χλευαζει και οι φιλες της γελανε.
''Μονο σε εσενα ξερει να το παιζει αντρας μου φαινεται.'' μουρμουριζει η Φαιη καθως λιμαρει το τελευταιο της νυχι.
''Θα κοπουν κι αυτα! Κυβελη
''Αγορι μου τοσο δυσκολο ειναι; Πες μου ; Τοσο δυσκολο;'' ωρυεται. Ο Ορεστης την κοιταει ανεκφραστος απο τον καναπε με το χειριστηριο στο χερι και Fifa στην τηλεοραση.
''Κυβελακι χαλαρωσε, σιγα το σ-''
Της ανεβαινει το αιμα στο κεφαλι.
''Ειναι ενα καπακι, οπως το ανεβαζεις, ετσι το κατεβαζεις κιολας, τοσο δυσκολο σου ειναι να το θυμασαι;''
Την ωρα που παει να της απαντησει χτυπαει το κουδουνι. Ο Ορεστης χαλαρωνει.
Νομιζεις!
''Δεν τελειωσε εδω αυτο!'' του δηλωνει απειλητικα εκεινη και κατευθυνεται προς την πορτα.
Ανοιγει με νευρο μονο και μονο για να βρει μπροστα της την κυρια Ριτσα, με μασκα, μπλε γαντια και ενα σωρο τσαντες απο το σουπερ μαρκετ. Η κοπελα κοντοσταθηκε τρομαγμενη.
''Ξεχασα τα κλειδια μου σπιτι.'' βαριανασαινει και η ιδια παρατωντας τις 10 τσαντες στον διαδρομο της πολυκατοικιας.
Αλιμονο.
''Περαστε κυρια Ριτσα.'' ο Ορεστης φωναζει ανακουφισμενος που τον 'εσωσε'.
Η Κυβελη κανει στην ακρη και αφηνει χωρο ωστε να μπει μεσα.
''Τα γαντια αφηστε τα εξω!'' σχεδον διαταζει, οταν βλεπει οτι δεν κανει καποια κινηση να τα βγαλει.Την κοιτα εντονα, πριν κανει στην ακρη για να αφησει στο πατωμα εξω απο την πορτα τα αχρηστα πλεον λευκα γαντια, μαζι και την μασκα.
Ο Ορεστης σηκωθηκε ορθιος και ακουμπησε το χερι του στην μεση της Κυβελης χαλαρα. Η κοπελα ομως δεν του χαριστηκε. Τιναχτηκε μακρια, κινηση που δεν περασε απαρατηρητη απο την κυρια Ριτσα που κοιταξε αναμεσα τους. Την μια αν την επιανες απο την μυτη θα εσκαγε ενω ο αλλος χαζογελουσε χαλαρος.
''Ενοχλω; Διακοπτω κατι ;'' ρωταει υποψιασμενη.
"Οχι.'' απαντησαν -ευτυχως- ταυτοχρονα.
Εβγαλε απο την τσαντα της ενα πακετο μαντηλακια και αντισηπτικο.Τους προσπερασε και καθισε στον καναπε, στην μεση ακριβως.
Αρχιζε να καθαριζει τα χερια της σχολαστικα.
Η Κυβελη αγριοκοιταξε τον Ορεστη.
Ποση ωρα θα κατσει εδω;
Αυτος, σαν να μην εβλεπε το προβλημα, ανασηκωσε απλα τους ωμους του.
''Αφησατε τις τσαντες στον διαδρομο, δεν ειναι τιποτα για ψυγειο;'' προσπαθησε να αλλαξει θεμα εκεινη και πηγε στην κουζινα για να βαλει στην γειτονισσα ενα ποτηρι νερο.
''Οχι οχι, ειναι αλευρι, ζαχαρι χαρτι υγειας και αυτα...ξερεις.'' της ειπε σαν να ηταν το προφανως.
Χαρτι υγειας;
"15 τσαντες με χαρτι υγειας, αλευρι και ζαχαρη πηρατε;'' ο Ορεστης δεν συγκρατειται.
Οταν η Κυβελη της πηγε το νερο, τον αγνοησε που της εκανε νοημα να κατσει διπλα του και βολευτηκε στην πολυθρονα απεναντι τους.
''Παιδια μου που ζειτε; Εφτασε ο Κορονοϊος στην Ελλαδα για τα καλα, θα κλεισουν τα παντα, δεν θα εχουμε να φαμε!'' αρχιζει το παραληρημα και ο Ορεστης κατεβαζει το κεφαλι για να μην φανει οτι γελαει.
''Ενταξει κυρια Ριτσα, ειμαι σιγουρη ομως οτι τα σουπερ-''
Η γυναικα αναστατωνεται. ''Μην ακους αυτα που λεει η Ευδοκια οτι δεν υπαρχει κορονοϊος κι ειναι ολα ψεματα, τα εχει χασει!''
Η Κυβελη δαγκωνεται και νιωθει το βλεμμα του βιολιστη πανω της, μα ξερει πως αν τον κοιταξει θα γελασει. Προσπαθει να διατηρησει την ψυχραιμια της.
''Θα ερθει η ανιψια μου παντως εδω, μεχρι να ανοιξουν οι συγκοινωνιες και να φυγει στο χωριο.'' αλλαζει αποτομα θεμα και κοιταζει τον Ορεστη με νοημα.
Οριστε;
Η δικηγορινα προσπαθει να καταλαβει.
''Εχετε ανιψια; Δεν το ηξερα.'' ο ουδετερος τονος της σε αντιθεση με το βλεμμα του Ορεστη, δειχνει οτι κατι εχει χασει.
Η Ριτσα της χαμογελαει καπως ενοχικα.
''Η Μαρκελλα μου σπουδαζει Ιατρικη, στο ΕΚΠΑ, μπορει να την εχεις δει κιολας, ειναι πολυ δημοφιλης στην σχολη.'' παινευεται.
Εμεις αλλιως το λεμε το δημοφιλης που σε ξερει ολο το ΕΚΠΑ αλλα τελος παντων.
''Δυσκολο να την εχω δει, ειμαστε και μιση ωρα αποσταση, εκτος αν ειναι τοσο δημοφιλης.'' η Κυβελη μουρμουριζει μεσα απο σφιγμενα δοντια και ο Ορεστης που πιανει το υπονοουμενο της της κανει νοημα να σταματησει.
''Ευκαιρια να την γνωρισεις, αυριο θα ερθει! Ο Ορεστακος την ξερει φυσικα!''
Αντε παλι.
Χαμογελα ψευτικα.
''Αληθεια; Δεν το ειχε αναφερει.''κοιταζει τον βιολιστη με νοημα.
Εμεις οι δυο θα τα πουμε αργοτερα.
''Φυσικα και γνωριζονται! Η Μαρκελλα του εχει μεγαλη αδυναμια, να της παιξεις και βιολι οταν θα ερθει, της το εχεις υποσχεθει!''
Η Κυβελη χαμογελαει ακομα πιο διαπλατα.
''Αν εχει χερια μεχρι τοτε βεβαιως.'' μουρμουριζει.
Ο Ορεστης γελαει νευρικα.
''Κυρια Ριτσα νομιζω ακουσα τον διαχειριστη απεξω.'' πεταγεται ορθιος και σπευδει να ανοιξει την πορτα.
Οταν η γυναικα μπαινει επιτελους σπιτι της ο Ορεστης επιστρεφει στο δικο του γνωριζοντας τι επεται.
''Με την ανιψια της κυριας Ριτσας; Σοβαρα τωρα;'' δεν προσπαθει καν να κρατησει τον τονο της φωνης της χαμηλωμενο.
''Κυβελακι καμια σχεση.'' ο Ορεστης φυσικα το εβρισκε τρομερα αστειο ολο αυτο, οποτε προσπαθουσε να κρυψει το χαμογελο του.
''Γελας;'' νιωθει το αιμα της να ανεβαινει στο κεφαλι.
Η ζηλια της την τυφλωνει, θελει να βρει αυτη την Μαρκελλα και να την πνιξει. Στην σκεψη δε οτι ειναι και πιο ομορφη απο την ιδια φουντωνει παραπανω ο θυμος της.
''Γελαω με την εκφραση που πηρες, καλα αν εβλεπες το προσωπο σου-''
''Εχεις κανει κατι με την ανιψια της Ριτσας ναι ή οχι;'' τον ρωταει με νευρο. Σταυρωνει τα χερια της κατω απο το στηθος και τον κοιτα.
Σοβαρευει ευτυχως λιγο και ο Ορεστης.
''Οχι φυσικα, απλα τις πρωτες μερες που ηρθα εδω με βοηθησε με κατι στις ασφαλειες, πιανουν τα χερια της.''
''Κι εγω αυτο φοβαμαι!''
Καταλαβαινει ποσο λαθος ακουστηκε αυτο που ειχε πει και σηκωθηκε απο τον καναπε για να την πλησιασει. Ανοιξε τα χερια του για να την αγκαλιασει μα εκεινη τραβηχτηκε μακρια.
''Ασε με! Δεν θελω!'' την τραβηξε πανω του οπως και να χει, κι ας του ειχε γυρισμενη πλατη, κι ας τραβιοταν.
''Μην κανεις σαν μωρο ρε μωρο μου...'' το δυνατο του κρατημα δεν της εδινε πολλες επιλογες.Αρχισε να την φιλαει στο μπρατσο, στον ωμο, στον λαιμο, παρα την γκρινια της.
''Ορεστη ασε με σου ειπα!'' προσπαθησε να του δωσει αγκωνια μα εκεινος την προλαβε παγιδευοντας τα χερια της πανω στον κορμο της.
Την φιλησε στο μαγουλο και επειτα στον κροταφο, η κανελα την ζαλιζε.
''Μην γινεσαι ζηλιαρα χωρις λογο.''
Μηπως να τον κλωτσησω;
Μενει για λιγο ακαμπτη στο αγγιγμα του, τον αφηνει να την φιλησει και να την αγκαλιασει. Κρυφα, απολαμβανει την θερμη και το αρωμα του, δεν ειναι αλλωστε κρυφο oτι στην αγκαλια του βολευεται παντοτε.
''Επειδη εσυ δεν ζηλευεις σημαινει οτι εγω δεν μπορω να αμφιβαλλω και να ζηλευω;'' ρωταει απαλα.
Ο Ορεστης χαλαρωνει λιγο το κρατημα του, σαν να ταρακουνηθηκε απο τις λεξεις της.
''Αμφιβαλλεις ή ζηλευεις;'' επανελαβε τα λογια της.
Η Κυβελη σιχτιρισε για την χρηση των δυο ρηματων.Δεν ηξερε ομως τι να του πει.
''Μου εχεις δωσει δειγματα και για τα δυο.'' απανταει ειλικρινα.
Περιμενει να την αφησει εκνευρισμενος, μα δεν το εκανε. Παραμερισε τα μαλλια πισω απο τον λαιμο της και ακουμπησε τα χειλη του εκει, ψηλα στον αυχενα της. Αφησε μια καυτη ανασα και επειτα ενα απαλο φιλι.
''Τι λες για μια μικρη υπενθυμιση;'' ψιθυρισε.
Η Κυβελη εσφιξε τα δοντια και δεν μιλησε. Ενιωθε την πιεση πισω της, νομιζε οτι ηξερε τι εννοουσε και δεν αντεχε αλλο.
''Εεε''
Δεν περιμενε να συνεχισει, την τραβηξε προς τον διαδρομο και την αφησε στη μεση του χωρου.
Μπερδεμενη τον κοιταξε.
''Τι κανεις;'' της χαμογελαει, οχι παιχνιδιαρικα, αλλα πονηρα, σαν να θελει να της δειξει κατι που ξερει οτι θα διαλυσει καθε συννεφο αμφιβολιας.
Απο το συρταρι του συνθετου στο σαλονι εβγαλε ενα κλειδι. Η Κυβελη καταλαβε οτι ανηκε στο γραφειο του. Μεσα της κατι αρχισε να χοροπηδα ανεξελεγκτα.
Ο βιολιστης με τις ατιθασες μπουκλες την κοιταξε σοβαρος. Ετεινε το κλειδι προς το μερος της.
''Οποτε θες μπορεις να μπεις μεσα.'' της δηλωνει και αφηνει το παγωμενο μεταλο στην παλαμη της. Η κοπελα σχεδον μουδιασε.
Οποτε θελω;
''Κι αν λειπεις;''
Γελαει με την διστακτικοτητα της μα γνεφει θετικα.
''Οποτε θες.''ξαναλεει και την βλεπει να χαμογελα καπως ντροπαλα, θελοντας να κρυψει τον ενθουσιασμο της.
Την αρπαζει απο τον καρπο και την τραβαει πανω του. Την φιλα σχεδον προσεκτικα στα χειλη. Απομακρυνεται λιγο για να την κοιταξει. Απο τα καφετι φρυδια και τις φακιδες, μεχρι τα πρησμενα ροδαλα της χειλη, η Κυβελη ειχε αρχισει να γινεται μια απο τις αγαπημενες του επιλογες.
Η κανελα του αποκτουσε την μορφη της και το γιασεμι ολο και περισσοτερο εξασθενουσε.
Η κοπελα παραξενευτηκε απο το περιεργως τρυφερο του υφος.
''Τι;'' αναρωτηθηκε φωναχτα.
Της χαρισε ενα φωτεινο χαμογελο με λακκακια και την φιλησε αλλη μια φορα, στο μαγουλο τωρα.
''Τιποτα, απλα μ'αρεσει να σε εχω εδω.''
Κοιταξε μεσα στα δυο ματια που ειχε ερωτευτει και αναστεναξε.
Ο Ορεστης Νικολαϊδης θα ηταν -οπως αργοτερα κι η ιδια θα καταλαβαινε- η πιο καθοριστικη επιλογη, που θα εκανε για τον εαυτο της.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
Το ιδιο βραδυ οι τρεις φιλοι τους ηρθαν στο διαμερισμα, αποτελουσε φετινη τους συνηθεια να συγκεντρωνονται και να βλεπουν παλιους αγωνες μεχρι το πρωι.
Ολως παραδοξως η Κυβελη επιανε τον εαυτο της να ειναι ενταξει με αυτο, τρομαζοντας τον Ορεστη που περιμενε εναγωνιως να δει την οργη της.
Κατα τις 10, κι ενω ειχε ακομα λιγο διαβασμα, βγηκε απο το δωματιο τους, οταν μυριζε την πιτσα που ειχαν παραγγειλει.
Βρηκε τον Ορεστη με τον Κωνσταντινο και τον Βασιλη- με πατεριτσες- εξω να καπνιζουν, ενω ειδε τον Γιαννη να καθεται στον καναπε με ενα ποτηρι ουισκι σκετο.
Ξεφυσηξε στην θεα του απογοητευμενου του προσωπου.
Πλησιασε και καθισε διπλα του.
Την κοιταξε μελαγχολικος. Φαινοταν αυπνος και κουρασμενος, σαν να ειχε χασει την συνηθισμενη του ζωντανια. Η δικηγορινα, ξεροντας οτι η φιλη της ηταν στην ιδια μοιρα εσπευσε να τον καθοδηγησει.
''Μετανιωσες. Το ξερω.'' ακουμπαει το χερι της πανω στο δικο του. Εκεινος στριφογυριζει τα ματια του.
''Εσυ ναι, η Φ-''
''Και η Φαιη το ξερει, και θα σε συγχωρεσει...τελικα'' τον διαβεβαιωνει και βλεπει μια σπιθα να γεννιεται στα ματια του.
''Ετσι πιστευεις;'' την ρωτα σαν μωρο παιδι.
Εκεινη χαμογελαει ασυναισθητα, φαινεται απο χιλιομετρα μακρια οτι ειναι πιωμενος.
''Κι εσυ το πιστευεις, απλα δεν θες να φανεις αλαζονας, και καλα κανεις, γιατι απαγορευονται τα λαθη πλεον.'' του λεει αυστηρα και εκεινος αμεσως γνεφει θετικα.
''Θα γινουν ολα οπως πριν, κανενα λαθος.'' μουρμουριζει και πινει αλλη μια γουλια.
''Αρκει να μιλησετε σοβαρα...'' προσπαθει να ακουστει αισιοδοξη. Ο Γιαννης σαν να θυμαται κατι χαμογελαει.
''Μα θα μιλησουμε! Δεν θα της το κρατουσα ετσι κι αλλιως μυστικο...'' δικαιολογηθηκε ξανα και η κοπελα απλα εγνεψε και εστρεψε το βλεμμα στην τηλεοραση που εδειχνε σκηνες απο το ημιχρονο.
'' Μου ειπε ο Ορεστης οτι σου ειπε για την Ιασμη.'' της λεει αξαφνα. Σοκαρισμενη η κοπελα προσπαθει να φανει αδιαφορη.
''Ναι...μου ειπε για την κλινικη.'' ο Γιαννηε γνεφει σαν να υπαρχουν λεπτομερειες πισω απο αυτη την προταση που ταχα και οι δυο ξερουν και δεν χρειαζεται να αναφερουν. Θελει να του φωναξει οτι δεν εχει ιδεα.
''Χαιρομαι που σου μιλησε, ειναι μεγαλο μερος της ζωης του. ''
Γνεφει. Ο Γιαννης εχει πιει αρκετα, και οταν πινει γινεται αφελης.
''Μεταξυ μας, η Ιασμη παντοτε ειχε καπως κλονισμενη ψυχολογια, απλα αυτο την αποτελειωσε. Ηταν το πρωτο domino που επεσε.'' πολυλογει.
Μιλαει με γριφους.
Με την ακρη του ματιου της βλεπει τον Ορεστη να στριβει τσιγαρο για τον Βασιλη.
Δεν εχω πολυ χρονο.
''Ναι...ηταν τραγικο.'' συμφωνει ελπιζοντας να της πει κατι.
''Οχι απλα τραγικο, καταστροφικο!''την διορθωνει.
Την κοιταει με ενα συνοφρυωμενο υφος, τα ματια του γυαλιζουν απο το αλκοολ.
''Καταστροφικο;'' ρωτα εκπληκτη απο την χρηση της συγκεκριμενης λεξης.
''Τουλαχιστον καταστροφικο.'' απαντα τελεσιδικα και πινει αλλη μια γουλια κοιτωντας κι αυτος την τηλεοραση. ''Δεν ειναι και λιγο να βλεπεις την αδελφη σου να πηδαει απο την ταρατσα του σπιτιου.''
Η Κυβελη πετρωνει.
Να πηδαει απο την ταρατσα;
''Πηδηξε απο την ταρατσα του σπιτιου της στην παγωμενη ασφαλτο'' ειπε η Σιλια.
Οχι...αποκλειεται.
''Και μεσα σε ολα αυτα...ολα τα καναλια μιλουσαν για το σκανδαλο με το βιντεο, Θεε μου σαν χθες το θυμαμαι, 'Φοιτητρια νομικης αυτοκτονησε μετα απο τη δημοσιευση ροζ βιντεο στο οποιο 'πρωταγωνιστουσε' ''
Τρεμει ολοκληρη. Ιδρωνει και κρυωνει. Καιγεται και αναγουλιαζει. Εχει ασπρισει, κατι που ευτυχως δεν φαινεται λογω του χαμηλου φωτισμου.
Οχι, δεν ειναι δυνατον. Οχι.
''Δηλαδη την Ιασμη την λενε...'' το αφηνει να αιωρειται σαν την τελευταια της ελπιδα.
Ο Γιαννης δεν εχει καταλαβει.
''Ιασμη Αναγνωστοπουλου.''
Ουδεν εκ δενος γενοιτο.
Ο ανθρωπινος παραγοντας ειναι το πιο απροβλεπτο στοιχειο.
Οι πραξεις σου πριν με γνωρισεις θα μας πνιξουν δελεαζοντας μας μεσα στο στο ποταμι της ληθης.
Σε ενα διαστελλομενο συμπαν ο καθε παρατηρητης βλεπει τον εαυτο του ως το κεντρο της διαστολης.
Διακαης στροβιλισμος του <<εγω>> γυρω απο το <<εσυ>> προκαλει μια δινη αφορητη απο την οποια αδυνατω να εξελθω.
Η θεωρία του Χάους μελετά τη συμπεριφορά ορισμένων , που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις αρχικές συνθήκες, ένα αποτέλεσμα το οποίο ευρέως αναφέρεται ως το ''Φαινομενο της Πεταλουδας'' . Μικρές διαφορές στις αρχικές συνθήκες αποδίδουν πολύ διαφορετικά αποτελέσματα για τα δυναμικά συστήματα, καθιστώντας τη μακροπρόθεσμη πρόβλεψη αδύνατη σε γενικές γραμμές. Με άλλα λόγια, η ντετερμινιστική φύση αυτών των συστημάτων δεν τα κάνει προβλέψιμα. Αυτή η συμπεριφορά είναι γνωστή ως ντετερμινιστικό χάος, ή απλά χάος. Αυτό συνοψίζεται από τον ως εξής:
Χάος: Όταν το παρόν καθορίζει το μέλλον, αλλά η προσέγγιση του παρόντος δεν προσδιορίζει κατά προσέγγιση το μέλλον.
Και να, μικρες εικονες και στιγμες, θραυσματα ευτυχιας που ενωνονταν υπο το πρισμα του φωτος και εμελλαν να σημαδεψουν τις ζωες τους για παντα.
Ολα εδειχναν οτι η θεωρια του Χαους θα ανατρεποταν,
σωστα;
Ciao Bellas!
Kαλως ηρθατε στο LD...ξανα.
Να πω οτι δεν σας ειχα προειδοποιησει; Χιλιες φορες το εκανα!
Πως ειστε;
Εγω ζω την απολυτη παρανοια σε αυτη την εξεταστικη αλλα δεν μπορουσα να μην σας δωσω αυτο το κεφαλαιο.
Ελπιζω να σας αρεσε.
Να ρωτησω θεωριες περι συνεχειας; Μ'αρεσει πολυ να διαβαζω τις σκεψεις σας.
Σχολια δεν απαντηθηκαν και νιωθω φρικτα για αυτο. Παρακαλω κατανοηστε με ...τα λατρευω τα σχολια σας μου φτιαχνουν την μερα αλλα δεν προλαβα να απαντησω στα συγκεκριμενα.
Αφιερωμενο στην maria_nik88 που με εξοικειωσε με την Θεωρια του Χαους!
Φιλια μεγαλα και σβουρηχτα.
Σας αγαπω λιγο παραπανω που κανετε υπομονη για μενα.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top