Οι τέσσερις εποχές.
Οι άνθρωποι δεν προσέχουν αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι, όταν είναι ευτυχισμένοι.
Άντον Τσέχωφ, 1860-1904
Κεφαλαιο υπ'αριθμον αριθμον 4 (σαν τις εποχες)
Σημερα δεν θα σου μιλησω ομως για Vivaldi. Θα ηταν τρομερα ξεπερασμενο να προσπαθησω να εξηγησω τον τροπο που ο ρυθμος αντικατοπτριζει τις εποχες.
Ο χρονος λοιπον.
Ο χρονος σε χρονια,σε εποχες, σε μηνες, εβδομαδες, μερες, ωρες, λεπτα, δευτερολεπτα.
Ο χρονος σε κλασματα του δευτερολεπτου.
Ο χρονος που μεχρι να ανοιγοκλεισεις τα ματια σου η ανασα σου ειναι πια παρελθον.
Ο ανθρωπος αμφιβαλλω αν φοβαται τοσο τον θανατο, οσο τρεμει τον χρονο, που κατ'επεκταση τον οδηγει εκει.
Και ξερεις τι κανουμε εμεις οι ανθρωποι οταν φοβομαστε κατι;
Του δινουμε ονομα.
Οποτε χωρισαμε κατι αιωνιο σε πολλα μικρα κομματια για να μπορει ο ανθρωπινος εγκεφαλος να επεξεργαστει κατι τοσο ασυληπτο.
Μα ακομα κι ετσι, ισως να αποτυχαμε.
Πως ο χρονος παυει να κυλα οταν εισαι μακρια, και πως καλπαζει οταν με κοιτας στα ματια;
Πως οι ωρες μετρουν αντιστροφα μεχρι την επομενη φορα και πως αποχαιρετουν τοσο κυνικα κατι που περασε;
16 μερες που σε εχασα, εγραψα σε ενα κομματι χαρτι για να το δω με τα ματια μου.
16 μικρες αιωνιοτητες που μου φανηκαν χρονια.
Αρα, 16 κυκλοι γυρω απο τον ηλιο.
Οι τεσσερις εποχες λοιπον. Η πρωτη φορα που ανθρωπος υπακουσε την φυση και οχι το αντιθετο.
Ετσι ο Χειμωνας, φτιαγμενος απο το ψυχρο -Χ- , το επιτηδευμενο -ει- και το σοβαρο -ω- ειθισται να ειναι βαρυς, βαρυ τον παρουσιασε και ο Vivaldi.
Η Ανοιξη αρχιζει απο -Α- γιατι ολα τοτε θα ανατειλουν. Το ευφωνο -ν- στην αρχη, ωστε να γεμισουν οι πνευμονες σου οξυγονο αισιοδοξιας, και τελος το -η- , ο ηλιος, πριν απο το -Ξ- το διπλό συμφωνο που σου ψιθυριζει οτι υπαρχει και κατι απο πισω.
Η Ανοιξη παταει πανω στο -ξ-, ειναι παντα κατι παραπανω, γιατι εχει μεσα της αλλες δυο εποχες.
Φτανει το Καλοκαιρι, και εκει ο ανθρωπος δεν χρειαστηκε να παιξει με τα γραμματα, θεωρησε το Καλοκαιρι ανωτερο βοηθειας, με μια ομορφια απαραμιλλης αξιας. Οποτε το φορτωσε με το -Κ- της ευφοριας, το ευφωνο -λ- και το ενρηνο -ρ-.
Του χαρισε καθε γραμματικη αρετη, σε σημειο που καποιος καποτε αναρωτηθηκε:
Μηπως τελικα, τα καλοκαιρια δεν πρεπει να ειναι τοσο ομορφια;
Τελος, ερχεται το Φθινοπωρο.
Και τιποτα πανω του δεν σε συγκινει πιο πολυ απο την ενωση του -φ- και του -θ- που αν το καλοσκεφτεις, μονο σε ασχημες λεξεις ενωνονται.
Φθειρω, φθινω,
Υπαρχει και το φθανω, αλλα φθανω που;
Φτιαξαμε τον χρονο στα μετρα μας, τον ραψαμε, τον γαζωσαμε, του θεσαμε ορια και τον κλεισαμε σε μικρες γυαλες.
Μα ξεχασαμε κατι. Δεν μαθαμε ποτέ πως να τον διαχειριζομαστε.
Και αν μου επιτρεπεις, θα σου πω κατι που ισως μελλοντικα αναιρεσω.
Ο χρονος ειναι νερο.
Ωκεανος, θαλασσα, λιμνη, ποταμι.
Κι οσο νομιζουμε οτι μπορουμε να δαμασουμε τον χρονο, τοσο πνιγομαστε και καταληγουμε κουφαρια στα αδυτα του βυθου του.
Ξεχναμε δυστυχως, οτι χρονος δεν ειναι δημιουργημα μας.
Εμεις ειμαστε που ζουμε (Επιβιωνουμε) μεσα του.
Και το κυριοτερο; Δεν γυριζει πισω.
--------------------------------------------------
Η Ερμιονη δαγκωνεται και μουγγριζει. Βογγαει και ασθμαινει. Τα τζαμια του αυτοκινητου ειχαν θαμπωσει. Ο Βασιλης την αφηνει να πεσει στην θεση του συνοδηγου.
Η θεα απο την Πεντελη ειναι μαγικη. Η θεα μπροστα του ακομα περισσοτερο.
Τα φιμε τζαμια καλυπτουν την κοπελα του καθως εκεινη ντυνει το γυμνο κορμι της.Βαριανασαινουν ακομα και εκεινος ανοιγει ελαχιστα το παραθυρο για να αναψει τσιγαρο.
''Αυτο ηταν...'' προσπαθει να το περιγραψει καθως βρισκει ανασα.
''Το ξερω.'' την κοβει και εισπνεει καπνο.
Κοιτιουνται συνομωτικα. Η Αθήνα μπροστα τους ατελειωτη.
Ειχαν ανεβει εκει πανω για να τσακωθουν με την ησυχια τους στο υψομετρο. Εκεινος να βρισει, αυτη να ουρλιαξει, να τον χτυπησει, να κλαψει, να του γυρισει την πλατη και να αποπειραθει να κατεβει με τα ποδια απο το βουνο. Ο Βασιλης να την αρπαξει και να την φιλησει.
Να ανοιξει την πορτα του αυτοκινητου και να την πεταξει στο πισω καθισμα, να φερει την θεση του οδηγου προς τα πισω, να την ξαπλωσει και να πεσει απο πανω της.
Να διαλυσουν με καθε κοφτη ακανονιστη ανασα την ενταση αναμεσα τους.
Σαφως ολα ειχαν κοινη εκκινηση, εναν καβγα. Που κατ' επεκταση οδηγουσε στο ιδιο αποτελεσμα.
Πρεπει να χωρισουμε.
Ετεινε το τσιγαρο του προς το μερος της. Με ευγνωμοσυνη το αρπαξε και εισεπνευσε μεσα του.
''Και τι θα κανουμε;'' Η ερωτηση του ηταν αναμενωμενη.
Το πρωι ειχε ξυπνησει μονη της και με δακρυα στα ματια ειπε στην Φαιη οτι δεν παει αλλο, οτι θα χωρισει. Δεν αντεχε. Ειχε αφησει το παλιο της διαμερισμα και ειχε μετακομισει στο δωματιο που παλια εμενε η Κυβελη. Ηταν μια αποφαση που ηρθε σχεδον αυτοματα και η δικηγορινα δεν φανηκε να εμποδιζει.
Τι να το κανει αλλωστε εκεινο το δωματιο;
''Θα χωρισουμε Βασιλη.'' του ανακοινωσε διχως να ανοιγοκλεισει τα ματια της.
Ο ξανθος δαιμονας αφηνιασε.
''Οντως τωρα;'' την ρωτησε με σφιγμενα δοντια. Δεν μπορουσε να διαχειριστει την αδιαφορια της.
Ανεκφραστη τον κοιταξε στα ματια.
''Βλεπεις αλλη λυση;''
Ειδε ενα στιγμιαιο μισος καθως ρουθουνιαζε, συνηθεια του οταν νευριαζε, ειδε ομως και εναν πονο, εναν λυγμο, ενα παραπονο που την σκοτωνε. Ο Βασιλης δυσκολα διαχειριζοταν την ηττα.
''Πως θα χωρισουμε ρε Ερμιονη, ειμαστε σχεδον 3 χρονια μαζι.''
Χρειαστηκε να δαγκωθει για να μην βουρκωσει.
''Οπως χωριζουν οσοι δεν ταιριαζουν.'' η κυνικη της απαντηση τον εκανε εξαλλο.
''ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΤΑΙΡΙΑΖΟΥΜΕ; ΕΜΕΙΣ;'' χτυπησε με δυναμη το τιμονι και περασε τα χερια του μεσα απο τα μαλλια του προσπαθωντας να ηρεμησει.
''Πλεον οχι ''
Λεει ψεματα στον εαυτο της.
Ο Βασιλης την κοιταξε στα ματια και οι δυο μαυρες τρυπες εβγαζαν φωτιες, λυσομανουσε μεσα του τυφωνας.Χαθηκε η Ερμιονη.
Την επιασε απο το μπρατσο και την εφερε πιο κοντα, χιλιοστα μακρια του. Η καυτη ανασα του την ανατριχιασε, ποσες φορες ειχε κοιμηθει στον ρυθμο της ανασας αυτης;
''Κοιτα με στα ματια και πες μου οτι δεν εισαι πια ερωτευμενη μαζι μου. Πες το μου και εγω θα το δεχτω.'' η επιταγη του θυμιζε παρακληση σε ολο της το μεγαλειο.
Ετρεμε. Δεν ηξερε τι να του πει.
''Δεν..'' μουρμουρισε.
Νοεμβριος 2016
''Ερμιονη να σου συστησω τον Βασιλη, τον κολλητο μου.'' ο Γιαννης παρουσιασε τον ξανθο φιλο του με ενα μειδιαμα, σαμπως οποια τον γνωριζε δεν επεφτε στα διχτυα του;
Η κοπελα που μολις ειχε βρει σταθερη παρεα ουδεμια σκεψη εκανε για εκεινος, παρα μονο αυτη την πρωτη.
Ποσο ομορφος ηταν...
''Δεν...'' επανελαβε εκεινος για να την ωθησει να συνεχισει, ή να της το κανει πιο δυσκολο.
''Ειμαι'' δακρυζει και νιωθει το χερι του να την σφιγγει.
Ιανουαριος 2017
''Βρε μωρο μου σου ειπα δεν κανω σχεσεις, δεν μπορω, πνιγομαι.'' γυμνος στο κρεβατι της εμοιαζε να ταιριαζει καλυτερα και απο το ιδιο το παπλωμα, κι ας το ειχε παρει σετ με τα σεντονια.
Ο σχεδον 19χρονος εαυτο της στριφογυρισε τα ματια.
Θα σε φτιαξω εγω...ειχε σκεφτει μεσα της. Και οντως τον εφτιαξε.
''Δεν εισαι...''
''Πια...'' χρονοτριβει επιτηδες, με καθε κενη της ανασα ψαχνει το κουραγιο.
Φεβρουαριος 2017
''ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ;'' χτυπησε τον τοιχο διπλα στην πορτα.
Προσπαθησε να συγκρατησει ενα μειδιαμα. Ο δυσμοιρος συμφοιτητης της ειχε φυγει τρεχοντας απο το διαμερισμα της οταν ο Βασιλης κατεφθασε οργισμενος.
Βεβαια..ειχε βαλει και η Φαιη το χερακι της.
''Το ραντεβου για του Αγιου Βαλεντινου, μονη να μεινω; Γρουσουζια!'' ειρωνευτηκε.
''Ραντεβου;'' μπερδευεται και νευριαζει παραπανω.
''Τι λες γαμω; Και εγω;''
''Τι με εσενα;'' παιζοντας το ανηξερη τον εφερε εκει που ηθελε.
''Κι εγω τι ρολο βαραω εδω; ''
''Μα εμεις δεν εχουμε σχεση, αφου πνιγεσαι!'' ανεβασε κι εκεινη τους τονους.
''Κι αυτο τι σημαινει; Οτι δεν μπορουμε να βγαινουμε ραντεβου και να περναμε μαζι τις γιορτες ή να πηγαινουμε εκδρομες και βολτες; Γιατι μπλεκεις τριτους;''
''Μα αυτο ειναι σχεσ-'' παει να δικαιολογηθει, μα σταματαει.
''Θες να κανουμε σχεση.'' μαντευει και σταυρωνει τα χερια κατω απ το στηθος.
Στο αυταρεσκο χαμογελο της ο Βασιλης νιωθει γυμνος.
''Εγω φταιω που ηρθα εδω σαν τον μαλακα με σοκολατες και λου-''
''Κι εγω θελω.'' τον κοβει.
Τιναζει σχεδον το βλεμμα του προς το μερος της.
Μενουν για λιγο σιωπηλοι.
Ωσπου βρισκει ο Βασιλης την ψυχραιμια να κλεισει την ανοιχτη πορτα και επειτα το θρασος να την πλησιασει. Τυλιγει τα χερια του γυρω της και την σηκωνει στον αερα. Την φιλα με παθος και εκεινη μουγγριζει οτι εχει αφησει το φαγητο στον φουρνο.
Μια ωρα μετα τρωνε γυμνοι στην κουζινα καμμενο κοτοπουλο με πατατες.
''Δεν εισαι πια..'' εκνευριζεται. Θελει να τελειωνει, αλλα και να μην ολοκληρωσει ποτέ την προταση της.
''Ερωτευμενη μαζι...'' πιανει τον εαυτο της να ποναει.
Και λυγιζει.
Τον πιανει απο τον αυχενα και συνθλιβει τα χειλη του με τα δικα της.
Δακρυα τρεχουν στα μαγουλα της και δινουν στο φιλι που ο Βασιλης γρηγορα βαθαινει, μια γευση απο θαλασσα. Την βαζει να κατσει πανω του στην θεση του οδηγου.
''Τι θα κανουμε Βασιλη;'' τον ρωτα αναμεσα σε φιλια και κομμενες ανασες απο λυγμους.
Διακοπτει για λιγο. Το κουτελο του ακουμπα στο κουτελο της, τα χειλη του χαιδευουν τα δικα της.
''Θα το παλεψουμε λιγο ακομα...για παντα.'' αστειευτηκε.
Λιγο ακομα...για παντα.
(Οταν κατι χαλαει σε μια σχεση το διορθωνουμε, δεν πεταμε ολοκληρη την σχεση στα σκουπιδια)
-----------------------------------------------------
23 Σεπτεμβριου.
358 νέα κρούσματα στην Ελλάδα.
Ξυπνησε πρωτη. Επιτηδες εκλεισε το ξυπνητηρι του και εμεινε να τον κοιταζει.
Καθε αντρας που κρυβει μυστικα το δευτερολεπτο πριν ξυπνησει απο βαθυ υπνο μοιαζει αθωος.
Ειναι ενα παιχνιδι που παιζει η φυση με τις γυναικες, κανοντας τις να λυγιζουν κατω απο την πιθανοτητα της αθωοτητας τους ανδρος που αγαπησαν κι ας ηξεραν πως καθετι αγνο μεσα του ειχε μεγαλωσει.
Στηριχθηκε στον αγκωνα της και προσπαθησε να μην κουνησει το στρωμα ενοχλητικα πολυ. Ο ηλιος επιβεβαιωνε την ωρα. 9 παρά το πρωι. Το Παρισι ηταν πανεμορφο, μα δεν θα ειχε την ανεση να το εξερευνησει. Μασκες, αποστασεις, μετρα ασφαλειας και ωρες απαγορευσης κυκλοφοριας εκαναν αυτη την εμπειρια λειψη.
Μα της το ειχε υποσχεθει, οσα δεν εκαναν αυτες τις μερες θα επεστρεφαν για να τα κανουν. Επροκειτο για μια υποσχεση που εκανε την καρδια της φτερουγισει, η αοριστια χρονου της εδινε μια ασφαλεια.
Το ταξιδι του αυτο ειχε σκοπο καθαρα επαγγελματικο. Στον χωρο της μουσικης ο Ορεστης ηταν μεγαλο ονομα και ιδιως στις ορχηστρες ανα τον κοσμο.
Η προταση που του εκαναν στο Αμστερνταμ συγκρουοταν με μια αλλη απο το Βερολινο, και εν μεσω ολων αυτων ειχε μια σημαντικη-κλειστου αριθμου ατομων- συναυλια στο Παρισι και ενα meeting στην Τσεχια.
Το ξενοδοχειο που εμεναν ηταν πολυτελες και σου εδινε την εντυπωση οτι θα μπορουσες να περασεις ομορφα και χωρις να εξερευνησεις την πολη του φωτος.
Και παρα το πιεστικο πλαισιο ο Ορεστης εβαλε τα δυνατα του να της δειξει οσα περισσοτερα μπορουσε απο καθε πρωτευουσα.
Την συγκεκριμενη ημερα θα υποβαλλονταν σε τεστ, τα οποια θα ενεκριναν ή οχι και την παρουσια τους στο γκαλα της πρεσβειας με 100 καλεσμενους, ολοι υποχρεωμενοι να εξεταστουν.
Στις 10 ομως ειχαν κλεισει ραντεβου στο Λουβρο. Θα ειχαν την τιμη να λαβουν μια ιδιωτικη ξεναγηση απο τον εκαστοτε διευθυντη.
Το πρωινο σερβιροταν σε καθε δωματιο χωριστα, εκτος αν οι ενοικοι ηθελαν να φορεσουν μασκα μεχρι να καθισουν σε ενα απο τα απομακρυσμενα τραπεζια. Η θεα απο το δωματιο ομως εσωζε την κατασταση.
Το γυαλινο τραπεζι με τις δυο πολυθρονες επενδυμενες με παχυ λευκο μαξιλαρι εφτιαχναν το καταλληλο σκηνικο για να καθισεις οποιαδηποτε ωρα της ημερας και να απολαυσεις την πολη.
Η πορτα χτυπησε απαλα και η Κυβελη κοιταξε τρομαγμενα τον Ορεστη, μη τυχον και ξυπνησει.Το προηγουμενο βραδυ ειχαν κοιμηθει στις 4 το πρωι. Η υπερενταση της απο το ταξιδι τους κρατησε ξυπνιους, κι επειτα ο βιολιστης θεωρησε οτι χρειαζοταν κατι παραπανω για να της χαρισει την αγρυπνια του.
Η κοπελα της υπηρεσιας δωματιου εσυρε ενα μεταλλικο δισκο με δυο επιπεδα και ροδακια.
Ειχε πανω του πιατα με σφραγισμενα βουτυρακια, μαρμελαδα, μελι, ψωμι σε διαφανο κουτι για επιπλεον προστασια και τεσσερα πιατα ασφαλισμενα με καμπανες, δυο κουπες και μια τσαγιερα που ηλπιζε να εχει καφε, δυο ποτηρια χυμο και ενα μεγαλο μπουκαλι νερο.
Η Κυβελη ντυθηκε προχειρα και πλησιασε την κοπελα με την μασκα, που δεν εφτασε πιο μπροστα απο την εισοδο, για να της πει οτι δεν ειχε παραγγειλει ακομη και να της αφησει φιλοδωρημα, μα εκεινη πισωπατησε και της εκανε νοημα οτι τα ειχε τακτοποιησει ολα εκεινος.
Εμεινε παλι μονη στο δωματιο τυλιγμενη με το σεντονι, με τον Ορεστη διπλα της να κοιμαται βαρια. Αρχισε να ετοιμαζει τα πιατα και να σερβιρει φαγητο. Οι μυρωδιες που εκαναν το στομα της υγρο εφταναν για να τον ξυπνησουν.
Γελασε. ''Αλιμονο, με τι θα ξυπνουσες..''
Τεντωθηκε χαμογελωντας της τεμπελικα, με εκεινο το χαμογελο που δεν την αφηνε ποτε ασυγκινητη.
''Ετοιμασες πρωινο δικηγορινα; Συγκινουμαι...'' ειρωνευτηκε με φωνη βραχνη απο τον υπνο.
Τον κοιταξε πανω απο τον γυμνο της ωμο.
''Σε μια ωρα εχουμε ραντεβου στο Λουβρο, ελα να φας.'' ηλπιζε ο αυστηρος της τονος να εριχνε τις διαθεσεις, μα μονο αυξησε το πεισμα του.
Αποτομα την εφτασε με το χερι της, και τυλιγοντας το γυρω απο την μεση της την τραβηξε πισω.
Στριγγλισε γελωντας.
''Ορεστη μη!'' προσπαθουσε να κρατησει το λεπτο σεντονι πανω της την ωρα που αυτος το τραβουσε μακρια.
''Μην μου λες μη! '' διεταξε ταχα αυστηρα και αρχισε να την γαργαλα.
Επεσε ηττημενη ανασκελα διπλα του και δεν εχασε χρονο, ανεβηκε απο πανω της.
Κοιταξε με μια ανυπομονησια ακορεστη τον αντρα απεναντι της, με τις ατημελητες καστανοξανθες μπουκλες, τις γωνιες προσωπου που τα ακροδαχτυλα της ιχνηλατουσαν σαν να ηταν το αγαπημενο τους μονοπατι.
Επειτα κοιταξε τα λακκακια στα μαγουλα του, μυρισε την κανελα στην τσιχλα απο το χθεσινο βραδυ και ενιωσε να την πιεζει επικινδυνα, δινοντας μια καλη οπτικη του V χαμηλα στην λεκανη του.
Και ελεγε εκεινη Αναγεννησιακο πινακα...
Πιανει το απλανες της βλεμμα και την ταρακουναει ελαφρως.
''Χαθηκες.'' την μαλωνει.
Χαμογελαει ντροπαλα, σαν να ηταν μικρο κοριτσακι τσιμπημενο με τον φιλο του αδελφου της.
''Μπορει...λιγο...τοσο δα.'' του δειχνει με τα δαχτυλα και το νάζι της τον τρελαινει.
Ασθμαινει κοφτα και τα ματια του γεμιζουν απο λαγνεια ενος ποθου ασβεστου. Πιανει το σεντονι και το πεταει μακρια διχως αναστολη. Φυλακιζει τους καρπους της κατω απο τα χερια του, πανω απο το κεφαλι της. Την κοιτα εντονα καθως σκυβει απο πανω της.
Την φιλαει απαλα στον λαιμο, ρουφαει, απαλα...και μετα οχι απαλα...
Την ακουει να βογγαει.
Τεχνη φιλε μου,τεχνη.
--------------------------------------------------------
9.39
''Θα αργησουμε εξαιτιας σου!"' τον κατηγορει μα το χαμογελο στα χειλη της διεψευδει τον εκνευρισμο της.
Ο Ορεστης γελαει, βαζει το παλτο του πανω απο το φουτερ και πιανει τα πραγματα του.
''Εγω ειμαι ετοιμος, μαλιστα, συμφωνα με τους υπολογισμους μου...'' κοιταει υποδειγματικα το ρολοι του.''Αν δεν βαφτεις προλαβαινουμε αλλη μια φορα-''
''Ορεστη ελεος! Ειμαστε στο Παρισι!'' μεσα της ειχε σκεφτει το ιδιο.
Μασκα θα φοραω! Τι να το κανω;
''Ακριβως αυτο! Λες και φευγει το Παρισι απο εδω!'' υποστηριξε κανοντας την να γελασει.
Ενιωσε μια ξαφνικη ευτυχια. Ειχε βρει καποιον να ταξιδεψει μαζι τoυ σε ολοκληρο τον κοσμο.
Οταν χτυπησε το κινητο του ενιωσε μια ξαφνικη ζαλη, ειδικα οταν στην μεγαλη οθονη ειδε οτι εγραφε ΙΑΣΜΗ.
Το χαμογελο της χαθηκε.Εσπρωξε απαλα τη συσκευη προς το μερος του.
''Περιμενω εξω.'' μουρμουρισε και πριν προλαβει να της πει κατι βγηκε απο το δωματιο.
Η θερμοκρασια του σωματος της επεσε, σαν να επασχε ξαφνου απο υποθερμια.
Τον ακουσε να απανταει.
"Καλημερα Ιασμη μου.'' η φωνη του ηταν απαλη, σαν να φοβοταν μην την σπασει.
Δεν ηξερα αν επρεπε να νιωθει ετσι, σπασμενη, χρησιμοποιημενη, μα ενιωθε! Και για πρωτη της φορα ηθελε να μιλησει με την Νωρα, την ψυχολογο που ειχε προβλεψει τα παντα.
Αφενος, ο Ορεστης της εδινε οτιδηποτε ποθουσε και ακομη οσα χρειαζοταν και ουτε η ιδια δεν το ηξερε.
Και τον ερωτα του της εδινε, την τρυφεροτητα του, μεχρι και την αγαπη, σε οποιο βαθμο υπηρχε μεσα του για εκεινη.
Ελειπε η καρδια του...
Κατι τετοιες στιγμες κοντοστεκοταν, σκεπτομενη, που βρισκεται η καρδια του Ορεστη;
Ενα βαθυ ακαθοριστο ενστικτο της φωναζε οτι δεν ηταν στο ιδιο σημειο με την δικη της. Οταν η Κυβελη του εδωσε την καρδια της ηταν φανερο, μα εκεινος ηταν διχασμενος, σαν να μην ηταν ζητημα καρδιας.
Σαν να ερωτευονταν διαφορετικα...
Ιασμη μου...
Εμενα ποτέ δεν με φωναζει με το ονομα μου παραπονεθηκε μα γρηγορα το πηρε πισω, δεν μπορουσε να πει με σιγουρια οτι ηταν αυτο που ηθελε πραγματικα.
''Νομιζω ξερετε ηδη την ιστορια, αλιμονο!''ο φιλελληνας διευθυντης του Λουβρου τις τελευταιες πεντε ωρες τους ξεναγουσε στο μουσειο και παρα την πολυκοσμια, καταφερνε παντα να τους πηγαινει σε εκθεματα που δεν ειχαν αλλους τουριστες.
Τα νεα μετρα για τον κορονοιο βοηθουσαν αρκετα.
''Ναι φυσικα! Γνωριζουμε!''η Κυβελη ηταν ενθουσιασμενη, μετα βιας μπορουσε να κρυψει την συγκινηση και το δεος της κοιτωντας την τεχνη στην υψιστη μορφη της. Παντα της προκαλουσε ενα ανεξηγητο ριγος αυτη η μεγαλοπρεπεια, η απολυτη τελειοτητα.
Στο πισω μερος του μυαλου της δεν επαυε να παιζει αυτη η φραση.
''Ελα Ιασμη μου.''
Ο Ορεστης διπλα της βρισκοταν στο Λουβρο για πεμπτη φορα και ηταν παγερα αδιαφορος, το βλεμμα του αποκλειστικα στηλωμενο σε εκεινη, να μην χανει ουτε μια αντιδραση της. Και η Κυβελη, εντονα εκφραστικη οπως παντα, του χαρισε εικονες που φωτογραφησε με τα ματια του. Ωστοσο μπορουσε να διακρινει πισω απο τον εφημερο ενθουσιασμο της μια βαθια νοσταλγια.
Νοσταλγια για το λεπτο πριν χτυπησει το κινητο του, να μπορουσε να βρεθει εκει και να βγει εξω πριν ηχησει ο ηχος κλησης, να περιμενει στον διαδρομο ευτυχισμενη.
Ιασμη μου..
''Αναφερομαι στο εργο του Αντονιο Κανοβα κυριε Νικολαϊδη'' αν και βλεπει οτι ο βιολιστης ειναι ασυγκινητος, του απευθυνει τον λογο με σεβασμο, καθως οπως ειχε ηδη δηλωσει δυο φορες, ηταν μεγαλος θαυμαστης.
''Βεβαιως.'' συμφωνει κοιτωντας ακομα την Κυβελη που δεν συμμετειχε στην συζητηση και θαυμαζε το γλυπτο με ματια θολα.
Ειναι συγκινημενη ή στενοχωρημενη;
''Κατασκευαστηκε μεταξυ του 1787 και του 1793 και αγοραστηκε απο τον Ζοακίμ Μυρά, εναν στραταρχη του Ναπολεοντα του Α'.'' γυριζει προς την Κυβελη.
''Γνωριζετε τον μυθο δεσποινις;''
H κοπελα σαν να επανερχεται στην πραγματικοτητα κουναει το κεφαλι για να ξεμουδιασει.
''Ε ναι...'' προσπαθει να ανακαλεσει ο,τι θυμοταν.
''Η Ψυχη ηταν τοσο ομορφη που επισκιαζε την Αφροδιτη, η οποια οργισμενη την καταραστηκε να μην θελει κανενας αντρας να την παντρευτει παρα την παραφορη ομορφια της και εβαλε τον γιο της, τον Ερωτα, να την κανει να ερωτευτει τον κατωτερο και πιο αξιοκαταφρονητο.'' πηρε μια βαθια ανασα και κοιταξε τον αντρα στα ματια, το βλεμμα του ηταν μαγεμενο απο τον τροπο που σε ικανοποιητικα αγγλικα του εξηγησε τις πρωτες σειρες του μυθου.
''Υπεροχα. Μου επιτρεπετε να συνεχισω;'' ευγενικα την ρωτησε με ενα μειδιαμα που ενοχλησε τον Ορεστη. Μα δεν ειχε μαθει πια; Θα επρεπε, αλλα αρνειτο να παρει στα σοβαρα τον τροπο που οι αλλοι αντρες κοιτουσαν την Κυβελη.
''Βεβαιως.'' του χαμογελασε σφιγμενα. Με δυσκολια προσπαθουσε πλεον να συγκρατησει τον εαυτο της.
''Ο πατερας της Ψυχης απεγνωσμενος ζητησε συμβουλες απο εναν μαντη, ο οποιος του ειπε να την ντυσει νυφη και να την ανεβασει σε ενα βουνο ωστε να την παντρευτει ο θεος Απολλωνας και να λυσει την καταρα. Ετσι και εκαναν- μετα θρηνου-. Ο Ζεφυρος ομως, ενας ανεμος που την ειχε ερωτευτει, αποφασισε να την βοηθησει. Την φυσηξε απαλα σε μια κοιλαδα, και απο εκει οδηγηθηκε σε ενα θεικο παλατι, οπου η κοπελα φιλοξενηθηκε με ολες τις ανεσεις.''
''Μπες στο θεμα..'' μουρμουρισε ο Ορεστης εκνευρισμενος στα ελληνικα και δεν ελαβε το αναμενομενο βρωμικο βλεμμα της κοπελας του, αυτο τον απογοητευσε.
Ο διευθυντης ακαθεκτος συνεχισε να μονολογει, οπως εκανε σε καθε εργο.
''Εκει, αργα την νυχτα βρεθηκε στο κρεβατι της ενας αντρας, ο οποιος της εκανε ερωτα απαλα και τρυφερα, ετσι ωστε η κοπελα να τον ερωτευτει. Ωστοσο, το πρωι που ξυπνησε εκεινος ελειπε. Συνεχισαν να βρισκονται ετσι για καιρο, ωσπου η οικογενεια της αρχισε να ανησυχει, και οι αδελφες της ρωτουσαν την ταυτοτητα του αγνωστου εραστη της κοπελας, που ουτε και η ιδια ηξερε. Απελπισμενη ενα βραδυ, τον παρακαλεσε να της πει ποιος ειναι. Ο Ερως ομως, αποκριθηκε οτι την μερα που θα μαθαινε ποιος πραγματικα ειναι, τοτε θα ηταν η καταστροφη της αγαπης τους.'' η τελευταια προταση συνταραξε την Κυβελη, που ενιωθε πλεον τα ματια της να τσουζουν.
''Γιατι;'' ο κομμενος ψιθυρος της δικηγορινας ηχησε περιεργα στην αιθουσα. Ο αντρας της κανει νοημα οτι σπευδει να εξηγησει.
''Ο Ερωτας ειχε προειδοποιησει την ψυχη για τις κακες προθεσεις που ειχαν οι αδελφες της, λιγο αργοτερα την πληροφορησε οτι ηταν εγκυος με το παιδι του, το οποιο αν δεν το αποκαλυπτε στις αδελφες της θα γινοταν θεος, ειδαλλως θα ηταν ενας κοινος θνητος.Η κοπελα δεν πηρε στα σοβαρα την προειδοποιηση του. Οι αδελφες της με τεχνασματα την εριξαν σε πλανη, και η Ψυχη ζητησε ικετευοντας την βοηθεια τους να μαθει την ταυτοτητα του εραστη της.''
''Πραγματι, γνωριζετε πως αντικρισε το προσωπο του, σωστα;''
Η Κυβελη εγνεψε.
''Παρακαλω τοτε...'' της προσφερε ευγενικα τον λογο.
''Με ενα κερι, την ωρα που ο Ερωτας κοιμοταν, πληγωθηκε απο το βελος του και τον ερωτευτηκε βαθια, ενω ταυτοχρονα τον εκαψε με το κερι καιγοντας τον. Εφυγε παρα τα παρακαλια της και ετρεψε στην Αφροδιτη..Ειχε πληγωθει κι ο ιδιος απο το βελος.
Μα δεν μπορεσαν να ειναι ποτε μαζι, εμειναν παραφορα ερωτευμενοι και χωρισμενοι.'' μουρμουρισε.
Ο αντρας γελασε στην αγνοια της.
''Υπαρχει και αλλη μια εκδοχη του μυθου δεσποινις, η υποκειμενικα αγαπημενη μου''
Ενιωθε ξαφνου να μην μπορει να παρει αλλη ανασα. Το λουβρο της φαινοταν μικρο κλουβι.
Τον διεκοψε. ''Η αληθεια ειναι πως οσο και να θελουμε να την ακουσουμε, εφτασε η στιγμη να φυγουμε. Γνωριζετε οτι η ωρα ειναι περασμενη και ο κυριος Νικολαϊδης εχει συναυλια σε λιγες ωρες.'' κοφτα μα ευγενικα του εξηγησε.
Ο βιολιστης δεν το περιμενε. Την κοιταξε μπερδεμενος.
''Νομιζω οτι μπορουμε να μεινουμε λιγο ακομ-''
Τον καρφωσε με το βλεμμα της σε ενα κατηγορηματικο οχι.
Ο Ορεστης ζυγισε τις επιλογες του. Μπροστα στην απογοητευση της ενιωθε αβοηθητος, δεν υπηρχε τιποτα που μπορουσε να κανει, κανενας τροπος να αλλαξει αυτη την κατασταση. Δεν γινοταν να της πει ψεματα.
''Σας ευχαριστουμε και παλι για αυτη την ξεναγηση, θα μας μεινει αξεχαστη, ηταν τιμη.'' εδωσε το χερι στον μεσηλικα αντρα που γρηγορα ανταπεδωσε ενα ευγενικο χαμογελο και εγνεψε θετικα.
''Η τιμη ηταν ολη δικη μου, ελπιζω να σας δουμε παλι στους διαδρομους του μουσειου, εχετε πολλα να δειτε ακομα.''
Συμφωνησε για να φυγουν, ενιωθε την Κυβελη διπλα του ετοιμη να εκραγει. Ακουμπησε το χερι του στο κατω μερος της μεσης της, την ενιωσε να αποτραβιεται. Αυτη τη φορα ξερει οτι δεν μπορει να της κρυφτει, ουτε να την χαιδεψει με την καθησυχαστικη αληθεια.
Επεπλεαν αναμεσα τους οι λεξεις και η ηχω τους χτυπουσε σε καθε τοιχο και εφταναν παλι ατα αυτια της.
''Ο Ερως ομως, της ειπε οτι την μερα που θα μαθαινε ποιος πραγματικα ειναι, τοτε θα ηταν η καταστροφη της αγαπης τους''
Το νερο την χτυπουσε κατακουτελα, σχεδον πονουσε ο αυχενας της. Μα δεν αποτραβιοταν.
Ιασμη μου...
Ολη της η σχεση ετσι θα κυλουσε;
Παραμερισε τα βρεγμενα της μαλλια δειλα, με τα δαχτυλα του στιγμιαια να αγγιζουν το δερμα της, ζωσμενο απο αμειλικτα ρυακια καυτου νερου. Το κρεμαστο περιδεραιο την εκαιγε πιο πολυ απο το νερο, θαρρεις η φωτια ηταν αληθινη...
Τον ακουσε να ανοιγει διστακτικα την γυαλινη πορτα του ντουζ. Δεν ειχε καν τις δυναμεις να του πει να φυγει. Ενιωθε οτι το ταξιδι απο εκεινο το σημειο και επειτα θα επαιρνε την κατω βολτα.
''Δεν τον αφησες να ολοκληρωσει την ιστορια.'' η φωνη του ηταν μαλακη και βαθια, σοβαρη οσο ποτέ. Τον αισθανθηκε πισω της, η θερμη του να χτυπα το δερμα της.
''Ακουσα αρκετα.'' σκουπισε το προσωπο της απο το νερο, αχρειαστο καθως νεα στρωση το καλυψε.
Την αγνοησε.
''Ο Παν, θεος της φυσης, βοηθησε την Ψυχη να εξολοθρευσει τις αδελφες της με διαφορα τεχνασματα, ομως ο Ερως βρισκοταν ακομα σε βαθυ υπνο, με την μητερα του την Αφροδιτη να εξαπωλυει την οργη της στην νεαρη ερωμενη του γιου της.''
''Ορεστη δεν θελω-''
''Η ψυχη συρθηκε μπροστα της ικετευοντας βοηθεια για να κερδισει πισω την αγαπη του αντρα που λατρευε, και η Θεα για να την δυσκολεψει, τις εθεσε τρεις αθλους. Με την βοηθεια θεικων στοιχειων η Ψυχη τα καταφερε, ομως στην τελευταια της δοκιμασια υπεκυψε στην περιεργεια της και ανοιξε το κουτι της νιοτης, δωρο της περσεφονης, επεσε σε γλυκια ναρκη.Ομως ο ερωτας ξυπνησε, γεματος σφοδρη αγαπη για εκεινη, δραπετευση και εψαξε παντου για να την βρει. Μπορεσε να την βγαλει απο τον αιωνιο υπνο της και ζητησε απο τον Δια να επισημοποιησει τον γαμο τους. ''
Τα δακρυα της εχουν γινει ενα με το νερο, ευτυχως.
Προσπαθει να αναπνευσει σταθερα, οι ατμοι της το κανουν δυσκολο. Περναει το χερι του γυρω της, πανω απο την κοιλια της, την νιωθει να τρεμει ολοκληρη.
Την κολλαει πανω στο στερνο του, σαν να προσπαθει να γεφυρωσει το χασμα αναμεσα τους με τον πιο κυριολεκτικο τροπο. Την αγκαλιαζει σφιχτα και εκεινη μενει να ανασαινει βαθια κατω απο το νερο.
''Το φιλι που βλεπεις στο γλυπτο, δεν ειναι ενα φιλι απελπισιας λιγο πριν ο Ερωας την αφησει για παντα, ειναι ενα φιλι επανενωσης, γεματο αγαλλιαση μιας αγαπης που δεν εσπασε.''ψιθυριζει τελος στο αυτι της.
Η Κυβελη γυρισε και τον κοιταξε.Ολο το νερο αναμεσα τους δεν εφτανε για να κρυψει τα βουρκωμενα κατακοκκινα ματια της.
''Ο Απουληιος ισχυριζεται οτι μονο υπερνικωντας την θεια αγαπη, μπορουσε η ψυχη να φτασει στην ολοκληρωση της.''
Εννοουσε αυτο που εννοουσε. Και δεν μπορουσε να πεισει τον εαυτο της για το αντιθετο.
''Βλεπεις Κυβελη; Κατι ξερω κι εγω απο μυθολογια.'' χαμογελα δειλα.
''Γιατι μου τα λες ολα αυτα;'' του επιτιθεται.
''Για να σου αποδειξω κατι.''
''Τι;''
''Οτι ο Ερως ειχε αδικο, η μερα που η Ψυχη εμαθε ποιος πραγματικα ειναι δεν διελυσε για παντα την αγαπη τους. Την εσωσε.''
Εμεινε σιωπηλη απεναντι του.
Της ζητουσε να τον μαθει; Την εκλιπαρουσε να τον αντεξει;
''Επρεπε μονο να υπερνικησει την ταυτοτητα που τον κρατουσε δεσμιο, αυτο εσωσε την αγαπη τους, αυτο την ολοκληρωσε.''
-------------------------------------------------------------------------------------------------
29 Οκτωβριου.
Περπατησε στην πολη αμεριμνη, με το κεφαλι παντα ψηλα για να απορροφα καθε εικονα της αρχιτεκτονικης. Το ταξιδι τους εφτανε στο τελος του σχεδον και βρισκονταν στην τελευταια πρωτευουσα, δεν μπορουσε να διαλεξει την αγαπημενη της.
Το Βερολινο το ηξερε, ειχε ζησει σχεδον εναν χρονο εκει, με την σχολη. Το Παρισι το ειχε επισκεφθει μονο με τους γονεις της, οταν ηταν μικρη, ενω την Πραγα και το Αμστερνταμ ποτέ ξανα.
Ο Ορεστης απο την αλλη τα ειχε δει ηδη ολα, οποτε αρκουνταν στο να την χαζευει που σαν παιδακι εδειχνε ενθουσιασμο για το καθετι, εβγαζε απειρες φωτογραφιες και ηθελε να επισκεφθει καθε αξιοθεατο.
Το Αμστερνταμ ηταν κρυο, τα ποδηλατα στην πολη ηταν μια ξενη διαδικασια για την Κυβελη, που ομως ο Ορεστης εμοιαζε να ξερει καλα και να αγαπα.
''Θα δοκιμασουμε κι αυτο;'' τον ρωτησε και προσπαθησε να τον πεισει.
Μιση ωρα μετα επινε νερο κανοντας γκριματσες απο την περιεργη γευση του.
Ειδε τα μαγουλα της να γινονται ιδιο χρωμα με τα φυλλα που επεφταν απο τα δεντρα, καθως επινε το μεγαλο ποτηρι παγωμενης μπιρας και τα μαλλια της να φτανουν στο φυσικο τους περιβαλλον στις μεγαλες εκτασεις των παρκων.
Και περπατησαν παντου, χερι χερι, με εκεινον να της ψιθυριζει περιπετειες και να εκπλησσεται απο το ποσο καλα μπορουσε να συνεννοηθει στα γερμανικα.
Οι μερες περασαν και το περιστατικο με την Ιασμη απαλειφθηκε απο την μνημη της. Οχι ομως απο την δικη του, που πλεον καλουσε μονο οταν ηταν σιγουρος πως ηταν μονος.
Επιανε τον εαυτο του να νιωθει προστατευτικος απεναντι της, ηθελε να σωσει την καρδια της απο ολο αυτο, απο την Ιασμη, την σχιζοφρενεια, το τρελο ερωτικο τριγωνο, τον θειο του.
Κατ΄επεκταση, απο οσα τον συγκροτουν στο εγω του.
------------------------------------------------------------------------------------
''Πως σου φαινεται μεχρι στιγμης;'' μουρμουρισε καθως καταπινε αργα το φαγητο του.
Το the Moon, ηταν ενα περιστρεφομενο πολυτελες εστιατοριο, στον 19ο οροφο του εντυπωσιακου A'DAM και πραγματοποιουσε μια πληρη στροφη 360 μοιρων εντος μια ωρας.
Η τοπικη κουζινα και το υπεροχο κρασι, συνδυασμενα με την αφοπλιστικη θεα και τον αντρα απεναντι της που απροκαλυπτα της χαιδευε το γονατο ωρα τωρα, την εκαναν να νιωθει η πιο τυχερη γυναικα στον κοσμο.
''Ειναι πολυ ομορφα.'' αποκριθηκε μη μπορωντας να παρει το βλεμμα της απο τους διαφανους τοιχους.
Το μεσημερι της ειχε αποδειξει το γιατι το Αμστερνταμ θεωρειτο η βασιλισσα του street food. Και δεν τον ειχε αφμισβητησει ουτε λεπτο, καθως δοκιμασε απο τα παντα. Μα επειδη την ηξερε, επρεπε να συνδυασει τα δυο ακρα αρμονικα.
Σχεδιαζε ομως να της χαρισει μια εμπειρια που δεν θα ξεχνουσε ποτε.
(Το βιβλιο απευθυνεται σε ενηλικο κοινο. Καταλαβαινω οτι η σκηνη που θα περιγραψω στο μυαλο σας ειναι συνδεδεμενη με κατι σκοτεινο και πολυ 'αλητικο' στην Ελλαδα αλλα στο εξωτερικο δεν ειναι ετσι εδω και πολλα χρονια.
Η Νεα Υορκη απο το '70 ακομα το ειχε ως κατι φυσιολογικο και παρεϊστικο οπως μια βολτα για μπυρα.
Χωρις να αγνοησω τις ιατρικης συνεπειες, να σας ενημερωσω οτι δεν ταυτιζονται με εκεινες του τσιγαρου.
Σε καμια περιπτωση μην συγχεετε κατι περιστασιακο με συστηματικη χρηση- καταχρηση.
DO NOT TRY THIS AT HOME - ΜΗΝ ΚΑΤΑΚΡΙΝΕΤΕ )
Η ωρα ηταν 10 το βραδυ και μολις ειχαν αποσυρθει στο δωματιο τους. Ο Ορεστης κατεβηκε στο μπαρ να παρει ποτο για να γιορτασουν το πρωτο τους βραδυ, εν οψει κορωνοιου μονο αυτο επιτρεποταν, ενω εκεινη στεγνωνε τα μαλλια της απο το μπανιο.
Οντως, μπηκε μεσα δεκα λεπτα αργοτερα, χωρις καθολου αλκοολ, μα με μια σακουλα διαφορα σνακ, αντι αυτων ομως,πεταξε ενα μικρο σακουλακι πανω στο τραπεζι.
''Τι ειναι αυτο; '' ρωτησε μπερδεμενη και εσκυψε να δει καλυτερα.
''Τι σου φαινεται;''
''Εφερες μπαφο ; Εισαι τρελος;'' αναφωνησε και σηκωθηκε αποτομα ορθια.
''Ειναι μια νεα εμπειρια. Θα σου αρεσει.''της λεει χαλαρος και βγαζει απο το συρταρι ενα σιδερενιο στρογγυλο κουτακι.
''ΕΧΕΙΣ ΚΑΝΕΙ;'' σχεδον απορει με τον εαυτο της που ρωταει, ηταν δεδομενο.
''Ουυ απειρες φορες, ειδικα οσο ημουν Νεα Υορκη, καλα και Βερολινο δεν πηγαινα πισω, αλλα ηταν περιεργη εποχη για εμενα.''
Η Κυβελη μαντευει οτι αναφερεται στους μηνες μετα την εισαγωγη της Ιασμης στην κλινικη.
Κοιταει το σακουλακι σαν να ειναι βομβα.
Θα μας συλλαβουν; ΄
Μια αλλη εκδοχη της της υπενθυμισε οτι επιτρεπεται.
''Ειναι Haze λεμονι, πολυ καλο, ακριβο.'' της εξηγει.
Ηταν πρασινο, το χρωμα του της εκανε πρωτα εντυπωση, γιατι ειχε δει συμμαθητες της να κανουν και δεν εμοιαζε ποτε τοσο πρασινο.
''Στην Ελλαδα δεν κανουν καλο. Γι αυτο και τους χτυπαει κιολας και μυριζει ετσι οπως μυριζει.''
μαντευει την σκεψη της.
''Γιατι;''
''Αυτο θελει ειδικα φωτα για να στεγνωσει, επειδη ομως στην Ελλαδα τα δεδομενα ειναι αλλιως, επιταχυνουν την διαδικασια και το ψηνουν για να στεγνωσει, με αποτελεσμα να ειναι σαν καμμενο.''
''Θεε μου τα εχω με τον Παμπλο Εσκομπαρ.'' μουρμουρισε σοκαρισμενη απο τις γνωσεις του.
Γελασε.''Αμφιβαλλω να ασχολιοταν με αυτα, εξαλλου 180 εκατομμυρια ανθρωπου κανουν χορτο. Εγω σε πειραξα; Ειναι και φαρμακευτικο το συγκεκριμενο, το συνταγογραφουν για χρονιο πονο.'' πεφτει ανασκελα στο κρεβατι διπλα της.
Νομιζει οτι την κοροιδευει. Κανει να του απαντησει, το μετανιωνει.
Να του πω τι; Ακουει και κανεναν;
''Θεε μου τι αλλο θα ακουσω σημερα.''
Την αγνοησε και απλωσε μια πετσετα στο κρεβατι για να επιμεληθει την προετοιμασια. Εβγαλε τα χαρτακια και κοβωντας ενα κομματι απο το πακετο με τα κανονικα τσιγαρα του αρχισε να φταχνει την τζιβανα.
Η Κυβελη παρακολουθουσε ναι μεν τρομοκρατημενη απο το ποσο μηχανικες ηταν οι κινησεις του, αφετερου με δεος αφουγγραζομενη κατι τοσο ξενο για εκεινη.
''Κανουν και τα αγορια;''
''Ο Γιαννης και Βασιλης οχι τοσο συχνα, ο Κωνσταντινος ναι..''
Βρε τον Κωστακη...
''Ελα..πιαστο να δεις.'' απο το σακουλακι εβγαλε τον ανθο, εναν απο τους 4, που εμοιαζε με μικρο πρασινο θαμνο, στην προκειμενη περιπτωση με μικρες πιτσιλιες πορτοκαλι και κιτρινου. Το ψιλαφησε και ενιωσε μια μικρη διαφανη παχνη, σαν ιστο αραχνης, να το καλυπτει θαμπωνοντας το χρωμα.
''Βαλτο εδω.'' της εδειξε το εσωτερικο του μικρου κουτιου και η κοπελα απορρησε.
''Τι ειναι αυτο;''
''Λεγεται grinder. Βαζεις μεσα τον ανθο και στριβεις αριστερα το πανω μερος ενω ταυτοχρονα δεξια το κατω μερος.'' κανει την κινηση που της περιγραφει παραλληλα.
"Ωστε να το τριψεις.'' μαντεψει.
''Ακριβως.'' της χαμογελαει και πιανει τα ενωμενα χαρτακια με την τζιβανα.
''Τωρα θα το βαλουμε εδω και θα το στριψουμε σαν κανονικο τσιγαρο.'' της εξηγει απαλα.
''Θυμαμαι βαζουν καπνο.'' παρεμβαινει νομιζοντας οτι το ξεχασε.
Την αγριοκοιταζει.
''Ποιοι βαζουν καπνο;''
''Θυμαμαι καποιοι συμμαθητες μου οταν τους ειχα δει να κανουν το αναμειγνυαν με καπνο.'' επαναδιατυπωνει.
''Μαλλον γιατι δεν ειχαν πολυ. Αλλα ειναι πιο επικινδυνο αν το αναμειξεις με καπνο. Ειναι πιο εθιστικο γιατι ο καπνος ειναι στατιστικα... και γενικα σαν αναμιξη δεν προσφερει κατι παραπανω, δεν ειναι 'καθαρο' ''
Η Κυβελη γοητευεται απο τις γνωσεις του και μαλωνει τον εαυτο της για αυτο.
Ενισχυει την ληψη εθιστικων ουσιων! Τιποτα δεν της ειχαν μαθει οι γονεις της τελος παντων;
Σιγουρα δεν μοιαζει με τσιγαρο.Ειναι πιο παχυ και ελαφρως πιο μακρυ, ασυμμετρο και πρασινιζει κατω απο το ημιδιαφανο χαρτακι.
''Συναγερμος; '' τον ρωταει καθως τον βλεπει να πιανει αναπτηρα.
''Θα βγουμε στο μπαλκονι.'' της ανακοινωνει.
''Μεσα στο κρυο;'' αναφωνει.
''Θα ειναι μονο στην αρχη, που θα καπνισει πολυ.''
''Εγω δεν κανω. Αν θες κανε εσυ.'' αποφασιζει δειλα και ο Ορεστης γελαει.
''Ρε μωρο μου κανε μια δυο τζουρες σιγα! Αν οχι τωρα ποτε; ''
''Ποτέ.''
Την κοιταζει για λιγο. Ζυγιζει το υφος της και σαν να μην βλεπει μελλον στην συζητηση ανασηκωνει τους ωμους.
''Οπως θες.'' βαζει το μπουφαν του και βγαινει εξω.
Η Κυβελη καθεται στο κρεβατι και τον παρατηρει μεσα απο την τζαμαρια. Καιει την ακρη και φυσα. Βλεπει το χαμογελο με τα λακακια να εμφανιζεται καθως καταπινει τον καπνο και ελευθερωνει τα απομειναρια του. Κουναει το κεφαλι ικανοποιημενος κοιτωντας στο τσιγαρο αναμεσα στα χερια του. Του χαμογελαει σαν να ειναι ανθρωπος.
Εμενα δεν μου εχει χαμογελασει ετσι παραπονιεται.
Εισαι μεγαλη κοτα.
Και αν παθω κατι; Το ενα μερος του εαυτου της ρωταει.
Σε εχει αφησει ποτέ ο Ορεστης να παθεις κατι; απανταει με θρασος το αντιπαλο δεος.
Ξεφυσαει και με το κεφαλι κατεβασμενο πλησιαζει.
Ανοιγει την μπαλκονοπορτα και λιγο πριν βγει εξω αρπαζει ενα φουτερ του πεταμενο στο κρεβατι.
Ο βιολιστης την κοιταει εξεταστικα. Συνεχιζει να 'πινει'.
''Και αν παθω κατι;''
''Σαν τι ;''
''Δεν ξερω εσυ δεν εχεις παθει ποτε κατι;''
''Οχι.Βεβαια εγω δεν εκανα ποτέ συστηματικα. Γενικα αν εισαι εξυπνος δεν κανεις σε καθημερινη βαση για μηνες.''
Δεν κρατηθηκε και ρωτησε ''Γιατι;''
Επνιξε ενα γελακι.
''Ειναι θεμα...αποδοσης.'' της εκλεισε το ματι πονηρα και εκεινη ανασηκωσε το φρυδι χαμογελωντας πονηρα.
''Μα εσυ ειπες οτι δεν εκανες συστηματικα.'' τον πειραζει.
Στενευει το βλεμμα του.
''Υπονοεις κατι; '' την ρωταει θιγμενος.
Εκεινη γελαει.
''Απλα αναρωτιεμαι.'' μουρμουριζει ταχα αθωα.
''Να μην αναρωτιεσαι. Να κανεις τρεις τζουρες και να ολοκληρωσεις την εμπειρια σου στο Αμστερνταμ σαν φυσιολογικη κοπελα της ηλικιας σου.'' την μαλωνει και τεινει το τσιγαρο προς το μερος της.
Το παιρνει διστακτικα, το πλησιαζει αργα προς το μερος της.
''Μωρο μου δεν δαγκωνει, στο υποσχομαι.''
Καρφωνει το βλεμμα της στο δικο του στην πιο ευαλωτη στιγμη, καθως το ακουμπα αναμεσα στα χειλη της.
Ειχε καπνισει στην ζωη της αρκετες φορες, μα ηξερε εκ προιμιου οτι το χορτο διεφερε κατα πολυ.
Μια ακαθοριστη παχια επιγευση απο λεμονι και εσπεριδοειδη 'ξαπλωσε' πανω στην γλωσσα της, ενω αφηνε μια λεπτη στρωση γηινης μοναδικοτητας.
Και φυσικα της επεσε βαρυ.
Οποτε οπως καθε πρωταρης, εβηξε. Και ο Ορεστης, οπως καθε 'μαθημενος' γελασε διασκεδασμενος.
Πριν ακομα προλαβει να το βαλει παλι στα χειλη της, καθως ειχε βουρκωσει απο τον βηχα, την αρπαξε και την εσπρωξε μεσα στο δωματιο κλεινοντας την πορτα πισω του και εγκλωβιζοντας το κρυο εξω.
''Θα ντουμανιασει εδω μεσα!'' γκρινιαξε ομως καθισε στο κρεβατι.
Το αναμενο τσιγαρο αναμεσα στα δαχτυλα της βρεθηκε αστραπιαια σε εκεινα του Ορεστη, και επειτα σφηνωσε αναμεσα στα χειλη του.
Την καρφωσε διχως ελεος.
Η κοπελα ακομα δεν ενιωθε τιποτα. Μονο μια ξενη αισθηση να κατακλυζει το στομα της.
''Το εχεις ξανα κανει; Το συγκεκριμενο;'' ρωτησε περιεργη, σκεπτομενη στο πισω μερος του μυαλου της οτι θα επρεπε να το ψαξει στο ιντερνετ.
''Ναι.'' της ειπε κανοντας μια γερη τζουρα πριν το τεινει προς το μερος της.
Διστασε.
Ανασηκωσε το φρυδι του.
Τι οντως;
Το πηρε.
''Καθε ειδος, και ποικιλια εχει δικες του επιδρασεις, αυτο δεν το ξερεις μαλλον, άλλα προκαλουν βαθια νιρβανα, αλλα ειναι παραισθησιογονα, αλλα ανεβαζουν πολυ τους παλμους, αλλα σε κανουν νευρικο, αλλα τρομερα ευδιαθετο, σαν να εχεις πιει.'' της εξηγει οσο πιο απλα μπορει.
Ρουφαει παλι.
Αυτη τη φορα κλεινει τα ματια και πεφτει ανασκελα, με το τσιγαρο αναμεσα στα δοντια.
Τον ακουει να γελαει.
Και ειναι ενα συννεφο.
Ειναι στεγνο και υγρο ταυτοχρονα, ξινο γλυκο και δροσερο.
Απολαυστικο.
Η λεξη περιπλανιεται στο μυαλο της.
''Και μετα;'' μουρμουριζει και διχως να ανοιξει τα ματια απολαμβανει αλλη μια τζουρα.
''Το Lemon Shining Silver Haze είναι κυρίως sativa. Η μαρκα ειναι δημοφιλης για τη χαρακτηριστική μυρωδιά της και την ισχυρή επίδραση της.''
Περιμενε να την τρομαξει το 'ισχυρη επιδραση', μα δεν συνεβη.
''Εχει μεγαλη συγκεντρωση TBC, 25 τοις εκατο, για αυτο δεν το κανω συχνα. Θελει λιγο και τελος.'' την ιδια ωρα που το λεει αυτο της παιρνει το τσιγαρο απο τα χερια. Ανοιγει τα ματια της αποτομα.
Εκεινος αθωα ταχα ανασηκωσε τους ωμους.
''Να γυρναει.''
Στηριχθηκε στους αγκωνες της.
"Τι ειναι το THC;''
Εσμιξε τα φρυδια του.
''Στα ελληνικα εχει ενα περιεργο ονομα, ειναι η Τετραϋδο- τετραϋδορ'' βλαστημησε και γελασε νευρικα προσπαθωντας να τιθασευσει τη γλωσσα του.
''Ειναι η περιεκτικοτητα Τετραϋδροκανναβινολης.'' της φανηκε αστειο το ποσο αχρειαστα μεγαλη ηταν αυτη η λεξη.
''Και τι θα μου συμβει;'' ενιωθε ηδη καπως διαφορετικα.
Ετεινε το χερι της για να απολαυσει την τριτη τζουρα.
''Η τελευταια σου.'' προειδοποιησε.
Εκεινη εγνεψε θετικα.
Σκαρφαλωσε στο κρεβατι και σταθηκε ακριβως απο πανω της.
''Σε λιγα λεπτα θα σε καταβαλει μια απροσμενη ευφορια, αισιοδοξια, δημιουργικοτητα, μια τρομερη καλοσυνη για ολο τον κοσμο!'' γελαει.Γερνει κι αλλο προς το μερος της και με το πιο ελευθερο χερι του πιανει το τσιγαρο απο τα χειλη της.
Φερνει τα χειλη του πανω στα δικα της και οσος καπνος δεν βρισκεται στον λαιμο της εισεργεται στο στομα του.
Η κοπελα δεν εχει ζησει τιποτε παρομοιο.
Οταν απομακρυνεται λιγα εκατοστα συναντα στο βλεμμα της να λαμπει απο ενθουσιασμο.
'' Γενικα τετοια ποικιλια κανουν ατομα που καπνιζουν καιρο, οποτε σε δυο τρεις ωρες που η δραση του θα εξασθενισει θα σε πειραξει, θα εισαι υποτονικη, οριακα σε νιρβανα.'' η φωνη του βαραινει αισθητα.
''Να το δω και να μην το πιστεψω.'' μουρμουριζει εκεινη και δεν παιρνει τα ματια της απο πανω του.
Ποσο πιο ελκυστικος μπορει να υπαρξει; σκεφτεται καθως βλεπει τις γωνιες του προσωπου του να σκληραινουν καθως κλεινει τα χειλη γυρω απο το τσιγαρο.
Αποφασιζει να ανακαθισει, οποτε τον πεταει στο πλαι.
''Και τωρα τι κανουμε;'' ρωταει ανυπομονα.
Νιωθει τους παλμους της να ανεβαινουν και ξαφνου η κουραση της ημερας απαλειφεται. Ο Ορεστης ξερει οποτε γελαει καθως βολευεται στην πλευρα του στο κρεβατι.
''Σαν τι να κανουμε; Θες να δουμε τηλεοραση;'' ρωταει χαλαρος.
Εκεινη ξεφυσαει.
''Ξενερωτε.''
Σηκωνεται για λιγο θολωνει. Βρισκει το βημα της σχεδον αμεσως.
Κινειται προς την τηλεοραση και προσπαθει να καταλαβει πως λειτουργει το τηλεκοντρολ του ξενοδοχειου. Γρηγορα τα καταφερνει και συνδεεται στο ιντερνετ.
''Θα βαλω μουσικη.'' του ανακοινωνει.
Ο ρυθμος αρχισε να παλλεται μεσα στις φλεβες της, να κυλαει στο αιμα της σαν χρυσο μονοπατι ενεργειας και να την βγαζει απο την αρχικη ηρεμια της.
Πληκτρολογει το ονομα του τραγουδιου.
Ο Ορεστης ξαπλωμενος ακομα πισω της το βλεπει και γελαει. Μαθημενος, εχει προσγειωθει ηδη στο ανετο συννεφο του 'μπετωματος΄και περιμενει να βρεθει κι εκεινη εκει.
Κατεβαινει στο κατω μερος του κρεβατιου και καθεται στην ακρη, το βλεμμα του στηλωμενο πανω της.
Κουναει το κεφαλι του απορρημενος.
''I'm going back to 505
If it's a seven hour flight or a forty-five minute drive
In my imagination you're waiting, lying on your side
With your hands between your thighs''
μουρμουριζει καθως αρχιζει να λικνιζεται κλεινοντας τα ματια. Ο ρυθμος, χαλαρωτικος με ανεβαστικος ταυτοχρονα την βαζει σε μια φουσκα ηρεμιας και αισιοδοξιας.
Ενιωθε οτι βρισκοταν στην κορυφη του κοσμου. Εκεινος κι αυτη, στην Ευρωπη, στο Αμστερνταμ, να ζουν τον ερωτα τους, κανενας φραγμος, κανενα εμποδιο.
Γυριζει προς το μερος του και τον κοιταει με λαγνο βλεμμα καθως κουναει ρυθμικα τους γοφους της. Η καρδια της χτυπαει μεχρι τα γονατα της. Νιωθει να ζεσταινεται.
Τοτε της ερχεται η ιδεα.
Χαμογελαει σαρδονια και χωρις να σπασει οπτικη επαφη κατεβαζει αργα το φερμουαρ της ζακετας της. Απο μεσα φορα μονο ενα ημιδιαφανο λευκο τιραντακι.
Ο Ορεστης σφιγγει το παπλωμα διπλα του και ανακαθεται.
''Stop and wait a sec''
Κατεβαζει αργα την φορμα της και την πεταει με το ποδι της μακρια. Περναει τα χερια της μεσα απο τα μαλλια της και αργα λικνιζεται κατεβαινοντας αργα προς τα κατω, και παλι πανω.
Πιανει το κατω μερος της μπλουζας της και την ανεβαζει αργα.
Ο αντρας απεναντι της εχει μαυρα ματια πια. Τον βλεπει σφιγμενο και γεματο ενταση. Ξερει οτι δεν θα αντεξει πολυ.
Τον πλησιαζει
''Oh, when you look at me like that, my darling''
Βγαζει την μπλουζα της και την περναει πισω απο τον αυχενα του για να τον τραβηξει προς το μερος της.
Ο βιολιστης δεν ειχε ξαναδει ποτε κατι παρομοιο.
Σκαρφαλωσε πανω του και κουνησε κυκλικα την λεκανη της πανω του, τριφτηκε μεχρι που ενιωσε οτι η κατασταση ειχε φτασει στο απροχωρητο.
Το εκτεθημενο στηθος της ηταν λιγα μολις εκατοστα μακρια απο το προσωπο του.
''What did you expect?''
Σχεδον μπορουσε να ακουσει την καρδια του.
Περασε το χερι του γυρω απο την μεση της και τον εφερε πιο κοντα. Τριφτηκε πανω στο στερνο του.
''I probably still adore you with your hands around my neck'' ψιθυριζει πανω στην μουσικη και η ανασα κανελας χαιδευει τα χειλη του. Τριβονται στιγμιαια. Εκαιγε ολοκληρη.
Οσο πιο πολυ μουδιαζε τοσο πιο εκτος του σωματος της ενιωθε. Ο παλμος ηταν κοινος, στα ματια, τα χειλη, στα δαχτυλα και στην κοιλια της. Σφυροκοπουσε ολοκληρη με μια εξαψη να απλωνεται στην ραχοκοκκαλια και το στηθος της.
''Or I did last time I checked''
Ο Ορεστης δεν αντεξε, υπακουοντας στο τραγουδι την πεταξε ανασκελα στο κρεβατι και την κρατησε σταθερη ακουμπωντας το χερι του στον λαιμο της.Ενιωθε πανευτυχης. Τα χειλη του συνεθλιψαν τα δικα της και το χερι παραμερισε το εσωρουχο της.
Σιγα σιγα εχασε λιγο οξυγονο και βυθιστηκε στο ματι ενος κυκλωνα κανελας και μουσικης.
Και ειχαν δικιο οι στιχοι, θα τον λατρευε ακομα και με τα χερια του γυρω απο τον λαιμο της, οχι ως επειδη λατρευε αυτη την εκδηλωση παθους, αλλα γιατι του εμπιστευοταν τον εαυτο της.
Η Κυβελη Πολιτη ειχε αφησει το εγω της στα χερια του Ορεστη Νικολαϊδη γνωριζοντας οτι ειχε πραξει το καλυτερο δυνατο.
Δικιο ειχε.
-----------------------------------------------------------------------------------
Η επομενη μερα κυλησε ανελπιστα φυσιολογικα. Η Κυβελη εκανε βαθυ υπνο και το επομενο πρωι εφαγε με ορεξη. Ολη την ημερα προσπαθησε να δει οσα αξιοθεατα ηταν εφικτο, καθως το βραδυ, το τελευταιο τους βραδυ εκει ηταν η συναυλια του Ορεστη για την πρεσβεια, στο πλαισιο της οποιας θα επικυρωποιηθει η συμμετοχη του στην ορχηστρα του Αμστερνταμ.
Το γκαλα κυλησε οπως επρεπε, με τα απαραιτητα μετρα ασφαλειας, σχεδον καθολου προσωπικο και τον Ορεστη Νικολαϊδη να αποθεωνεται απο τα πληθη.
Επικοινωνιακος και ακρως κοινωνικος στην υποδοχη, αμειλικτος και σοβαρος επι σκηνης, κι επειτα παλι το ιδιο.
Την Κυβελη την γοητευε αυτη του η εναλλαγη, εβλεπε εναν αντρα που της εβγαζε τον πιο ανεμελο εαυτο της και ταυτοχρονα καποιον που θαυμαζε απεριοριστα.
Βεβαια εκεινη την στιγμη, μιση ωρα μετα τη ληξη της συναυλιας, δεν μπορουσε να συμμεριστει τον ενθουσιασμο της γυναικας απεναντι της, που ειχε μονοπωλησει τον χρονο του φιλου της.
Ενα τεταρτο μιλανε! Τι λενε πια;
Η νεαρη γυναικα, Πληρεξουσια υπουργος Β' της Αμερικανικης Πρεσβειας στην Ολλανδια, φανηκε να εκπλησσεται απο τις ικανοτητες του Ορεστη, που καταφερε να επισκιασει διχως προσπαθεια ολοκληρη την ορχηστρα με ενα σολο που αφησε δεος να πλαναται στην ατμοσφαιρα.
Φορουσε ενα μακρυ λευκο φορεμα που της πηγαινε εκπληκτικα και ηταν ψηλη, ξανθια, με μεγαλα εκφραστικα πρασινα ματια και αριστοκρατικη αυρα.
Διπλα της η Κυβελη ενιωθε κονος της τροχαιας με μαυρο φορεμα.
Την ειδε να γελαει με κατι που ο Ορεστης απαντησε στην ομηγυρη, του επιασε το μπρατσο ταχα τυχαια. Η κοπελα εσφιξε τα δοντια και προσπαθησε να απορροφηθει απο την σαμπανια.
Απο την αλλη ακρη του δωματιου ο Filip,πρεσβης της Βασιλικης Ολλανδικης Πρεσβειας, την κοιταζει απο πανω μεχρι κατω.
Επινε το ποτο του ανενοχλητος και ειχε αρχισει να βαριεται, κανεις δεν τολμουσε να του πιασει χαλαρη συζητηση, οι διασυνδεσεις και η εξουσια του τρομαζαν.
Και την στιγμη που ηταν ετοιμος να εκφωνησει τον λογο που θα αρχιζε την αντιστροφη μετρηση για το τελος της εκδηλωσης, την ειδε.
Κοντοσταθηκε. Δεν πιστευε στα ματια του.Ηταν μια καλλονη! Μια θεα!
Ποια ειναι;
Το μοντελο- γιατι σιγουρα μοντελο ηταν- στεκοταν ακινητο, με το βλεμμα στηλωμενο προς το μερος του Ορεστη Νικολαϊδη,που καθοταν διπλα σε μια γυναικα που δεν μπορουσε να αποφασισει αν ηταν η συνοδος του ή οχι.
Η κοκκινομαλλα ειχε τα μαλλια της ριγμενα στην πλατη, εναν καταρρακτη απο χρυσαφενιο πορτοκαλοκοκκινο. Το μαυρο της φορεμα εφτανε μεχρι πανω απο το γονατο, μπροστα εκλεινε με ενα μικρο χαμογελο κατω απο τα κοκκαλα της κλειδας, ενω δυο λεπτες τιραντες απο διαμαντακια σχηματιζαν ενα βαθυ, μεγαλο Χ κατα μηκος της πλατης της.
Μπορουσε να διακρινει απο εκει που καθοταν τα δυο μικρα βαθουλωματακια στην λεκανη της.
Ειχε πανεμορφα ποδια, που πατουσαν πανω σε απλες μαυρες γοβες louboutin, αφηνοντας το κοκκινο χαρακτηριστικο χρωμα να ειναι το μονο σε ολοκληρο το συνολο, αυτο και τα μαλλια της, καθως σε ολα τα υπολοιπα εμοιαζε απιστευτα φυσικη.
Στα 45 του χρονια δεν ειχε δει ποτε τιποτε αναλογο. Προσπαθησε καθως προχωρησε προς το μερος της να μαντεψει εστω την προελευση της, η ηλικια δεν τον ενοιαζε.
Πηρε με ευκολια απο τον σεβιτορο δυο ποτηρια σαμπανιας και σταθηκε διπλα στην αιθερια υπαρξη για την οποια ειχε αλλο ενα στοιχειο, μυριζε υπεροχα! Ενα αρωμα γεματο κανελα, βανιλια και κατι αλλο, βαθια εθιστικο, που σε εκανε να ασθμαινεις βαθια, αναδευονταν απο το δερμα της.
''Περνατε ομορφα δεσποινις;''ρωτησε στα αγγλικα και η κοπελα γυρισε να τον κοιταξει με ενα μικρο χαμογελο ευγενειας, ηξερε ηδη ποιος ηταν.
Εξυπνη.
Τα δυο μαυρα ματια τον καταπιαν.
''Ειναι πραγματι μια πολυ προσεγμενη εκδηλωση.'' απαντησε σε απταιστα αγγλικα.
Της προσεφερε το γεματο ποτηρι δινοντας το αδειο σε εναν σερβιτορο που τσακιστηκε να βοηθησει.
''Ονομαζομαι Filip, εσεις;''
Της εδωσε το χερι του και η κοπελα διστακτικα μα γεματη δεος ανταπεδωσε.
''Κυβελη.'' προφερε το ονομα της αργα, γνωριζοντας οτι θα δυσκολευτει.
Ο γοητευτικος αντρας απεναντι της εσμιξε τα φρυδια.
''Κυβελη; Εξωτικο ονομα, για μια εξωτικη παρουσια.'' σχολιασε και για καποιο λογο δεν την ανατριχιασε το κοπλιμεντο του, δεν εβρισκε λαγνεια στο υφος του, μονο καθαρο θαυμασμο.
''Με τι ασχολειστε δεσποινις;''
Ενιωσε σχεδον νικητης οταν η κοπελα γυρισε προς το μερος του αγνοωντας το υποκειμενο παρακολουθησης της τα τελευταια λεπτα.
''Σπουδαζω Νομικα, εσεις γνωριζω-''
''Συναδελφος δηλαδη; Εξαιρετικα!''της χαμογελασε.
Εγνεψε χαμογελωντας με τα χειλη σφραγισμενα.
''Σε ποιο τομεα κλινετε;''
Εδειξε να το σκεφτεται.
''Προτιμω τον αστικο τομεα, απο τον ποινικο σιγουρα.''
Προσπαθησε να την ψυχολογησει.
''Συνηθως βρισκουν τον ποινικο πιο ενδιαφεροντα.'' εθεσε ορθα.
Μειδιασε σκεπτομενη οτι κατι τετοιο ενδιεφερε και την ιδια, μεχρι το πρωτο εξαμηνο...
''Παντως μπορω να σας πω κατι, ο διεθνης κερδισε εμενα.''
Ειχε την πληρη προσοχη της.
''Σε εναν κοσμο τοσο ακαθοριστο και δεδαλωδης, οπως αυτο του νομικου χωρου, οι διεθνεις σχεσεις ειναι σαν μαθηματικα, εφαρμοζονται σαν γλωσσα συνεννοησης.''
Η κοπελα γελασε βρισκοντας τρομερα ευστοχο το σχολιο.
Φωτιστηκε το προσωπο της, μαζι και το δικο του. Σχεδον φτερουγισε η καρδια του.
Τι επρεπε να κανει για να την εχει; Θα το εκανε, διχως δευτερη σκεψη!
''Εχετε απολυτο δικιο!''παραδεχτηκε. ''Δεν το ειχα σκεφτει ποτε ετσι.''
''Ειμαι βεβαιος οτι με λιγη ενασχοληση θα συνεβαινε, απλα η επιστημη μας ειναι τοσο τραχια που συχνα ξεχναμε να την ρομαντικοποιουμε, που αυτος ειναι εξ'αρχης και ο λογος που την επιλεξαμε, σωστα;''
Νιωθει μια γνωριμη οικειοτητα σε οσα της ελεγε, της ειχε λειψει να μιλαει με καποιον που καταλαβαινε εκεινο το μερος του εαυτου της.
Χαμογελασε νοσταλγικα.
"Σωστα, η δικαιοσυνη, για αυτο αρχισαμε.'' συλλογιζεται.
''Υπαρχει κατι πιο καθαρο απο αυτο; Απο την δικαιοσυνη;''
Τα λογια του της προκαλουσαν καρδιοχτυπι, ενω το ζεστο της βλεμμα πανικο.
''Δεν πρεπει να την συγχεουμε το δικαιο.'' προειδοποιησε, τον εαυτο της.
Ο αντρας διπλα της γελασε καπως δυνατα, κοκκινισε ολοκληρη απο την προσοχη που λαμβανε.
''Σας βρισκω κυνικη δεσποινις.'' παρατηρησε και ενωσε τα ποτηρια τους σε εναν κρυσταλλινο ηχο.
''Η κυνικοτητα σε σωζει απο την αποτυχια θεωρω.'' του εξηγει και εχει την προσοχη του εις διπλουν.
''Δηλαδη;''
''Θεωρω οτι καποιος που εχει αγνοια κινδυνου προσγειωνεται και διαλυεται. Με αποτελεσμα να μην θελει να πεταξει ποτε ξανα. Καποιος ομως που ξερει οτι υπαρχουν κενα αερος, θα κουμανταρει καλυτερα και θα πεταξει ξανα.''
Την κοιταζει σαστισμενος. Δυο αντρες, ο γραμματεας της Γαλλικης πρεσβειας και ο Υπουργος Α' της Γερμανικης, πλησιαζουν την παρεα τους.
Ο Filip συνεχιζει.
"Ναι ομως καποιος που εχει ενδοιασμους δεν θα πεταξει ποτε αρκετα ψηλα.''
Οι δυο αντρες γνεφουν. Κοιτουν αριστερα και δεξια, σαν σε γηπεδο τεννις.
Η Κυβελη το σκεφτεται λιγο. Της ηταν παιχνιδακι μια τετοια συζητηση, ειχε εκπαιδευτει τα κρατα το ενδιαφερον, να ειναι πνευματωδης μα μετρημενη, ειλικρινης μα ευγενικη.
''Νομιζω οτι η διασταση αποψεων εγκειται στο οτι καποιοι θελουν να πανε ψηλα, ενω αλλοι μακρια.''
Ο Filip μενει σιωπηλος και την κοιταζει εξονυχιστικα, ψαχνοντας ενα παραθυρακι. Ενδιδει και της χαμογελα.
Θελω να σε κανω δικη μου.
''Δηλωνω εντυπωσιασμενος.''παιρνει το χερι της μεσα στο δικο του και το φερνει στα χειλη του, διχως να σπασει την οπτικη επαφη φιλαει απαλα.
Η Κυβελη του χαμογελαει εγκαρδια.
''Εγω παλι πιστευω στην διαγωνια ανοδο.'' η φωνη του εσπασε την γλυκια χειρονομια και αλλαξε την ατμοσφαιρα, ο βιολιστης σταθηκε διπλα στην κοπελα και χαμογελασε χαλαρος στην ομηγυρη των συνομιλητων.
Ο Πρεσβης διχως να εχει κανει την συνδεση, ή μαλλον εθελοτυφλωντας, πηγε να τους συστησει.
''Η παρεα νομιζω μολις εγινε χρυση, κυριε Νικολαϊδη ησασταν αφοπλιστικος οπως παντα.'' ολοι σπευδουν να συμφωνησουν προσθετωντας κι αλλες φιλοφρονησεις.
''Θα ερχομουν ευθυς αμεσως να σας ευχαριστησω για την τιμη που μας κανετε και παρευρισκεστε εδω σημερα αλλα...'' αφησε να εννοηθει δειχνοντας την κοπελα, κανοντας την να κοκκινησει.
Ο Ορεστης γελασε και ηπιε μια γουλια απο τη σαμπανια του.
''Τα ειπατε στην συντροφο μου, ειναι το ιδιο.'' ακουμπησε το χερι του χαμηλα στην μεση της. Ανατριχιασε.
Ο αντρας απεναντι της σκυθρωπιασε στην αποτομη απωλεια ενδιαφεροντος.
Φυσικα...η συντροφος του.
Η Κυβελη γυρισε προς το μερος του. Ο Ορεστης της χαμογελασε σκανταλιαρικα, ξεροντας ακριβως τι ειχε κανει.
''Α δεν εκανα την συνδεση!"προσποιειται ''Λοιπον εδω εχουμε να κανουμε ενα διδυμο φωτια.'' σχολιασε προκαλωντας γελιο.
Οι δυο αντρες κοιταχτηκαν στα ματια σε μια νοητη συνεννοηση. Ο βιολιστης ειχε μαρκαρει την περιοχη του σχεδον αθορυβα, χωρις να χρειαστει να κανει κινηση, να πει κουβεντα.
Υψωσε το ποτηρι του ψηλα και ακολουθησαν το παραδειγμα του.
''Μια προποση δεσποινις μου;'' επεμεινε στην Κυβελη και η κοπελα ενιωσε τον Ορεστη να πετρωνει διπλα της.
Αυτος δεν ειναι που δεν ζηλευει;
''Στις καλυτερες μερες που ερχονται.'' προφερε προσεκτικα.
Επιδοκιμαζοντας ολοι εφεραν τα ποτηρια του κοντα.
Η Κυβελη δεν ενιωθε την καρδια της να χτυπαει.
-----------------------------------------------------------------
Ηταν αμιλητος, μεχρι να φτασουν στο ξενοδοχειο τους δεν εβγαλε αχνα. Σαν να την προετοιμαζε για τσουναμι με πληρη απνοια. Η Κυβελη γινοταν με καθε λεπτο που περνουσε ολο και πιο νευρικη. Το μυαλο της ειχε εκτροχιαστει. Προσπαθουσε κατω απο το ανεκφραστο προσωπο του να ερμηνευσει τις σκεψεις του.
Μπηκαν στο ασανσερ και σταθηκαν ο ενας διπλα απο τον αλλον.
''Πως περασες;'' η φωνη της βγηκε σαν ψιθυρος.
Ο Ορεστης επνιξε ενα γελακι, σαν να τον ψυχαγωγουσε ο δισταγμος της.
''Ηταν ενδιαφερουσα βραδια.'' απαντα αινιγματικα και η Κυβελη νιωθει οτι δεν την χωραει το ασανσερ.
''Βρισκεις;'' επιμενει και ο αντρας διπλα της γυριζει να την κοιταξει.
''Διαφωνεις;''
Δαγκωνεται.
Γιατι νιωθω μια οργη;
''Εχεις κατι;'' ρωταει ευθεως.
''Σαν τι να εχω;'' απανταει εξισου γρηγορα.
Το ασανσερ φτανει στον οροφο τους και ο Ορεστης αρχιζει να χαλαρωνει την γραβατα του. Τον ακολουθει βιαστικη, θαυμαζοντας την γεροδεμενη κορμοστασια του, που βαδιζε καπως κοφτα, μαρτυρωντας εκνευρισμο.
''Δεν ξερω, μαλλον ειναι ιδεα μου.'' μουρμουρισε ξεροντας οτι θα τον πειραξει.
''Αλιμονο.''σχολιασε εκεινος και η δικηγορινα ενιωσε την αναγκη να αναφωνησει.
Ο Ορεστης ζηλεψε;
Τοποθετησε την καρτα στο φωτοκυτταρο και η πορτα ανοιξε, μπηκε πρωτος μεσα, ακολουθησε ανυποψιαστη.
Δεν προλαβε η πορτα να κλεισει και εγινε ενα με την ξυλινη επιφανεια.
Οι καρποι της κολλημενοι δεξια και αριστερα της, εκεινος απο πανω της, να βαζει φωτια στο κορμι της.
Η ανασα του μυριζε σαμπανια και κανελα, ασθμαινε βαθια σαν να ειχε τρεξει πολλα χιλιομετρα.
''Καλος ο Filip Vos;'' γρυλισε. Η Κυβελη εχασε το χρωμα της.
Απο που ειχε ερθει αυτο;
Τα χειλη του χαιδευαν τα δικα της μα ηταν σκληρα και τραβηγμενα, δεν ειχε καμια επιθυμια να την φιλησει.
''Οριστε;''
''Μην κανεις οτι δεν καταλαβαινεις!'' την αφηνει αποτομα και περναει τα χερια του μεσα απο τα μαλλια του εκνευρισμενος σαν να μην τον χωραει ο τοπος.
''Εισαι...εισαι...τι να σου κοπελα μου! Θρασυτατη!'' εκρηγνειται.
Θελει να γελασει και να κλαψει ταυτοχρονα.
''Επειδη δεν τον αγνοησα;'' καταφερε να συνθεσει την ερωτηση.
''Επειδη τον αφησες να σου την πεσει! Μιλας αλλη γλωσσα; '' περπαταει πανω κατω υστερικα.
''Ορεστη νομιζα οτι δεν ζηλευες.'' δυσκολα συγκρατει ενα αυταρεσκο μειδιαμα. Το εντοπιζει και την πλησιαζει παλι, εκεινη κολλαει στον τοιχο με την καρδια της να σφυροκοπα σαν τρελη.
Η οργη του την γεμιζει και την εξιταρει.
''Δεν ζηλευω τους ασημαντους συμφοιτητες σου, τους ασχετους στα κλαμπ, στις καφετεριες και τους τριτοεταρτους στον δρομο, γιατι ξερω οτι δεν θα γυρνουσες ποτέ να τους κοιταξεις!'' ανεβαζει κι αλλο τον τονο της φωνης του.
Μενει για λιγο εμβροντητη να τον κοιταζει.
Τι εχει παραπανω απο εκεινον που δεν το αντεχει;
Η πρωτη της σκεψη, χρονια, ηταν υπερβολικα καυστικη για να την ελευθερωσει.
Οποτε εκφραζει την δευτερη.
''Σε ενοχλει που ειναι ενας αντρας με δυναμη, κυρος, γνωσεις, που ειναι ισχυροτερος απο εσενα.'' δεν ειναι ερωτηση.
Την κοιταζει διχως να μιλαει. Ειναι νευριασμενος. Κανει ομως σαν παιδακι που του πηραν το παιχνιδι και το ξερει.
''Λες ο,τι να ναι.'' δηλωνει και απομακρυνεται Αρπαζει το παλτο του και βγαινει το μπαλκονι για τσιγαρο.
Κλεινει με κροτο την μπαλκονοπορτα και η Κυβελη ελευθερωνει ενα γελιο ανακουφισης, η ζηλια του την ψυχαγωγουσε. Την λατρευε!
Σπευδει ομως, διχως να βαλει το πανοφωρι της, να τον ακολουθησει μπαλκονι.
Τον βρηκε να καπνιζει με τα χερια ακουμπησμενα στα καγκελα και το βλεμμα στην πανεμορφη θεα της πολης.
''Μωρο μουυ...'' γουργουριζει και τον αγκαλιαζει απο πισω.
Ο Ορεστης τιναζεται μακρια ταχα θιγμενος.
''Παρατα μας.'' γκρινιαζει.
''Ερωτα μου αγιατρευτε..'' κοροιδευει.
''Καρδια μου...'' σφιγγει το κρατημα της και νιωθει την καρδια του να παλεται στην πλατη του, ο βιολιστης προσπαθει να κρατησει χαρακτηρα.
''Κυβελη μπες μεσα και ασε με να καπνισω.Θα κρυωσεις και μετα θα μου πρηζεις.'' την προειδοποιει, χρησιμοποιωντας το ονομα της για να την φοβισει.
Αδικος κοπος.
Η κοπελα περασε κατω απο το χερι και χωθηκε αναμεσα σε εκεινον και το καγκελο. Του χαμογελασε ναζιαρικα, χρησιμοποιωντας ενα οπλο που σπανια εβγαζε στην επιφανεια, τον γλυκο της εαυτο.
Τον αγκαλιασε κανονικα αυτη τη φορα, ακουμπωντας το σαγονι της στο στερνο του ωστε να τον κοιτα με το πιο αθωο της βλεμμα. Για λιγο απλα υπεμεινε το βρωμικο, εκνευρισμενο υφος του, το οποιο με τα δευτερολεπτα ολο και μαλακωνε, ωσπου ο Ορεστης ξεφυσηξε και ανοιξε το παλτο του για να χωθει μεσα και να την ζεστανει.
Την σφιγγει πανω του με το χερι που δεν κραταει το τσιγαρο και ασθμαινει στα μαλλια της.
''Μην ζηλευεις Ορεστακο, δεν εχεις κανεναν λογο.''
Πνιγει ενα γελακι.
''Δεν εχω λογο; Σε εχεις δει στον καθρεφτη δικηγορινα;'' μουρμουριζει και κουναει το κεφαλι του σκεπτομενος το μελλον, τι τον περιμενει.
Η κοπελα δεν απανταει, νιωθει αβολα να της κανει φιλοφρονησεις, παντα ενιωθε. Αυτο ο Ορεστης δεν το ειχε αντιληφθει ακομα εξ ολοκληρου, το ποσο ανασφαλης ηταν καταβαθος.
Μα ηξερε πλεον κατι, οτι δεν προσπαθησε ποτέ να γινει ερωτευσιμη στα ματια του-καθε αλλο- δεν ειχε πληρη συναισθηση του ποια ηταν!
Ισως γι αυτο να σε ερωτευτηκα τοσο...
----------------------------------------------------------------------
1η Νοεμβριου
1678 νέα κρούσματα
Και κύλησε ο χρόνος.
Στο σφυροκόπημα ενός φθινοπώρου διαφορετικού και υπό τον παλμό μιας πανδημίας,έπιανε τον εαυτό του να βιώνει κάτι εξίσου πρωτόγνωρο.
Δίπλα της τα πεσμένα φυλλα γίνονταν σαν τα μαλλιά της, ο ουρανός πιο έντονος από τα μάτια του, τα σύννεφα αντέγραφαν το γαλακτερό της δέρμα και τα κτήρια, διατηρημένα αρχοντικά , του θύμιζαν στις μικρές λεπτομέρειες σκαλισμένες πάνω τους το δέρμα της,γεμάτο μικρά σημαδακια, φακιδες και ελιές.
Της κρατουσε το χερι και ενιωθε τον ανεμο να αγκαλιαζει το δερμα του, τον ηλιο να τον χαιδευει, το κρυο να τον τσιμπαει, αισθανοταν το νερο πιο ζεστο, τον εαυτο του πιο αληθινο.
Την φιλουσε και καθε γευση γινοταν πιο εντονη. Το ξινο ξινοτερο, το γλυκο γλυκοτερο, το πικρο πικροτερο.
Βυθιζε το κεφαλι του στον λαιμο της και μυριζε την κανελα και το αφρολουτρο της, μυριζε τον καφε της το πρωι και το τσιγαρο της οταν εκανε κρυφα αργα το βραδυ.
1η Νοεμβριου και καταμεσης ενος αεροδρομιου με προορισμο την Αθηνα ο Ορεστης Νικολαϊδης συνειδητοποιησε κατι που θα αργουσε να καταλαβει πληρως.
Η Ιασμη εκανε καθετι αλλο θαμπο και οποινδηποτε αλλον ασημαντο. Γινοταν το κεντρο, το μονο φως στο σκοταδι. Σαν σε ταινια, θυμιζε την πρωτη γνωριμια των πρωταγωνιστων. Και νομιζε πως αυτο ηταν το σωστο.
Η Κυβελη ομως, εδινε χρωμα και αρωμα σε ο,τι την περιεβαλε. Οξυνε τις αισθησεις του και φωτιζε καθε σκοτεινο, θολο στοιχειο της ζωης του. Ηταν σαν μια μουντη ασπρομαυρη ταινια, και μολις εμφανιστηκε ξαφνου ολα εγιναν εγχρωμα και φωτεινα, αποκτουν ζωντανια και υποσταση.
Η Ιασμη του εκρυβε καθετι αλλο ομορφο. Και μονο με την παρουσια της γινοταν το κεντρο του κοσμου, ενω η Κυβελη τον επιανε απο το χερι και τον αφηνε να ζησει δυο φορες, μια μονος και μια μεσα απο τα ματια της.
Ο Ορεστης ειχε αποφασισει αμετακλητα, το μελλον ειχε σβηστει και γραφοταν απ'την αρχη.
''Ο Ερως και η Ψυχη ενωθηκαν με ενα φιλι...και γεννηθηκε η ηδονη.''
Τον Ιανουαριο σε γνωρισα, και τιποτα απο οσα εζησα δε θυμιζαν χειμωνα.
Στην ενθυμηση σου τα δαχτυλα μου δεν νιωθουν κρυο, μονο ενα δερμα καυτο και ενα ριγος.
Τον Φεβρουαριο σε ερωτευτηκα και αν με ρωτησουν, ολα ειναι θολα, μονο ενας χτυπος καρδιας, ο δικος μου, μονο αυτο θυμαμαι. Χτυπουσε στο μυαλο μου, με τυφλωνε και μου εκλεινε στο στομα.
Τον Μαρτιο αρχισα να σε μαθαινω, απο την καλη πρώτα, για να αντεξω την αναποδη. Ο Μαρτιος εκεινος, ειχε πολυ ηλιο.
Τον Απριλιο σε ειδα για πρωτη φορα να κλαις, σε ενα παγκακι κοντα στο σπιτι μου και αξαφνα κρυωσα. Σαν να ειχα μολις ζησει εναν μικρο χειμωνα.
Τον Μαιο ηξερα οτι κατι κακο θα συμβει, κι αυτο γιατι ενιωθα ευτυχισμενη, ο Μαιος ηταν ανθισμενος, ζεστος και ηλιολουστος. Γεματος ερωτα και υποσχεσεις.
Τον Ιουνιο κατεβασα το καλοκαιρινα μου ρουχα και το σπιτι μυρισε λεβαντα και ναφθαλινη, μαζι κι η σχεση μας. Εσυ ολο εφευγες, κι εγω ολο περιμενα.
Τον Ιουλιο με πληγωσες. Εφυγα διακοπες ελπιζοντας να με ακολουθησεις.
Πλανηθηκα πλανην οικτραν, γιατι αγαπη μου εσυ δεν ειχες γυρισει ποτέ πισω σε εμενα.
Πηρα ζακετα μαζι μου.
Τον Αυγουστο εκλαψα για εσενα αληθινα με θεα την θαλασσα και μεσα μου το κρυο. Ετρεμα και τιποτα δεν με κρατουσε ζεστη. Τοτε καταλαβα γιατι δεν μου αρεσουν οι αγκαλιες.
Τον Σεπτεμβριο γυρισα γεματη απωθημενα. Τα απωθημενα εχουν συγκεκριμενη θερμοκρασια, μεταξυ βρασμου και εξατμισης
Τον Οκτωβριο γυρισες πισω. Ειχες κανει τον γυρο του κοσμου και δεν ειχα τιποτα να σε ρωτησω. Σε περιμενα απο καιρο. Τα καλοκαιρινα μου ρουχα δεν τα ανεβασα στο παταρι. Ειχε ζεστη εκεινες τις λιγοστες εβδομαδες ευτυχιας μαζι σου.
Παντα ειχε.
Τον Νοεμβριο με διελυσες. Σε μια στιγμη κατι μεσα μου εσπασε. Και ανοιξαν οι πυλες του χειμωνα αποτομα. Δεν θυμαμαι καμια νεα αρχη στην ζωη μου, κι ας εκανα πολλες τοτε. Μονο τελη εχω να σκεφτομαι.
Τον Δεκεμβριο τον εζησα οπως το αρμοζε για πρωτη φορα. Παγωμενο, μα με ζεστα ρουχα. Γυρνωντας πισω θα ορκιζομουν οτι περασα ομορφα, γελασα, βγηκα, ηπια και εφαγα μεχρι σκασμου. Αν με ρωτησεις ομως, ουτε τι σκεφτομουν θυμαμαι, ουτε τι ενιωθα.
Το λαθος που κανουμε με τον χρονο, ειναι οτι προσπαθουμε να τον κατανοησουμε, ωστε να μπορεσουμε να του επιβληθουμε. Να τον επιβραδυνουμε και να τον σπευσουμε.
Ο χρονος ομως, ουτε παυει, ουτε αρχιζει, ουτε τελειωνει. Απλα υπαρχει, ο χρονος δεν εχει σκοπο.
Εμεις εχουμε.
Οποτε, εγωιστικα, θα σου πω οτι οι τεσσερις εποχες βρισκονται μεσα μας πιο πολυ απο οτι εξω.
Το κρυο και η ζεστη.
Ο αερας και η απνοια.
Η βροχη και η συννεφια .
Η βροντη και η αστραπη.
Ολα αυτα και πολλα ακομα που ουτε να φανταστουμε δεν προφταινουμε, πρωτα γεννιουνται μεσα μας και αν κατορθωσουν να μεγαλωσουν...τότε...
Καλυτερα να σου ελεγα για τον Vivaldi, ετσι δεν ειναι;
Ο χρονος, ειναι η πιο μικρη μεγαλη λεξη του κοσμο.
Ειναι η αιωνιοτητα και το κλασμα δευτερολεπτου. Μια ολοκληρη ζωη και μια κοφτη ανασα.
Και ο χρονος, σαν καθε αντρα που νομιζει πως εχει επικρατησει, ξεγελιεται.
Γιατι η ερωμενη του ειναι η μοιρα.
Και θυμασαι τι σου ειχα πει;
Η μοιρα εισαι εσυ.
Ciao Bellas!
Τι κανετε;;
Δευτερη καραντινα και ολα ομαλα, παλι προλαβαινω τα παντα μετα απο καιρο!
10.000 λεξεις!
Ενα μικρο μερος στο κεφαλαιο ειναι γραμμενο απο κινητο, οποτε θα δειτε τονους, μην σας προβληματισει αυτο, δεν θα ξαναβαλω! Ειμαι του ατονικου συστηματος.
Ειδαμε λιγο Βασιλη και Ερμιονη. Τα παιδια μαζι δεν κανουν και χωρια δεν μπορουν.
Απο ταξιδια δεν εδειξα αξιοθεατα. Αρχισα να κανω την ερευνα μου και επεσα σε καταθλιψη. Περυσι τετοια εποχη εκλεισα ταξιδι στην Ρωμη, και φετος κλεινω θεση στον καναπε.
Επισης δεν ειναι το ταξιδι το κεντρικο θεμα, θα δειτε αναδρομες σε αυτο το ταξιδι στο μελλον.
Μπαινουμε ολοταχως στο τριτο μερος! Λιγο μενει.
Σας αρεσε ωστοσο;
Το παραλληλο με μπερδεψε κι εμενα, ειναι απο τις μερες που δεν με καταλαβαινω καθολου, ουτε τι σκεφτομαι ουτε τον λογο.
Επισης θα κανω ενα μικρο χρονικο αλμα και προσπαθησα να το καθυστερησω (εν μερει γι αυτο αργω και να ανεβαζω) για να δω τι θα γινει με τον κορωνοϊο ωστε να μην γραφω ανακριβη γεγονοτα, αλλα θα προσπαθησω να το προσεγγισω περιπου και βλεπουμε... στην χειροτερη κανω διορθωσεις!
Σας το αφηνω με φιλι γλυκο.
Κατι που θελετε να δειτε στο επομενο;
Σας αγαπω πολυ.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top