Οι μεγάλοι πονοί είναι βουβοί.
Ίσως το σπίτι δεν είναι ένα μέρος, αλλά απλά μια αμετάκλητη κατάσταση.
James Baldwin
Κοιτωντας γυρω παρατηρω το εξης παραδοξο.
Υπαρχουν ανθρωποι που κανουν μονο σχεσεις, διαδοχικα και με μικρη αποσταση την μια από την άλλη, και υπαρχουν και αλλοι που δεν κανουν ποτέ σχεσεις.
Δεν είναι ζητημα αρνησης, απλα ποτε δεν βρισκουν τον 'καταλληλο'
Συρος. 11.48 το πρωι. Καφες με θεα το Αιγαιο. Εγω γραφω κατι που σε μια ωρα θα σβησω και η κολλητη μου διαβαζει ένα βιβλιο που της συστησα.
''Καλα αυτό είναι αδικο, την ιδια μερα που χωρισε βρηκε τον επομενο!''
Εχει σχεση εν τω μεταξυ.
Αλλα κατι μεσα μου φωτιστηκε.
Γιατι είναι πιο ευκολο για εκεινους που εχουν σχεση να προχωρησουν σε μια επομενη ενώ για εκεινους που δεν εχουν είναι τρομερα δυσκολο να εισελθουν σε μια;
Δεν θα το αποδωσω σε συνηθεια ουτε σε κατι ψυχολογικο, μεγαλωσαμε πια, και οι μεγαλοι μιλουν με αριθμους.
Σωμα που βρισκεται ηδη σε κινηση του είναι δυσκολοτερο να σταματησει και ευκολοτερο να αλλαξει πορεια να επιταχυνει ή να επιβραδυνει.
Σωμα που βρισκεται σε αδρανεια χρειαζεται δυναμη μεγαλυτερη του πρωτου για να τεθει σε κινηση, ποσο μαλλον να επιταχυνει.
Δεν ξερω αν καπου εδώ σε εχασα ή σε βρηκα, αλλα συμφωνησα με τις λεξεις και το νοημα είναι ιδιο.
Η προδιαθεση μιας καταστασης μονιμοποιημενης είναι.
Μα κοιτα που ενώ ειχα τις καλυτερες προθεσεις, καμια από τις τρεις λεξεις δεν είναι θετικη ή ομορφη...
Μου μοιαζει σχεδον αδικο να σκεφτομαι ότι καποιος εχει προδιαθεση στην ευτυχια, ή είναι συνηθισμενος σε αυτή.
Τι είναι αυτό που σε κανει να συνηθιζεις; Πως δεν τρομαζεις στην ευτυχια; Πως δεν σκεφτεσαι το τελος της; Την ανατροπη της;
Οποτε φτανουμε παλι σε αδιεξοδο, λεω στην φιλη μου, νοητα παντα γιατι δεν θελω να την διακοψω από το βιβλιο.
Είναι χημεια; Είναι φυσικη; Είναι ψυχολογικη αλληλεπιδραση; Τι είναι αυτό που εχουμε μεσα μας και προκαλει την ευτυχια τελος παντων;
Ο καφες σου θα κρυωσει.
Η νυχτα πυκνωνει, φτανουμε στο πιο βαθυ λεπτο της. Ετοιμασου.
Σε ρωτησα την μερα που σε γνωρισα, αν νιωθεις ευτυχια.
Τωρα σε ρωτω κατι άλλο.
Που την νιωθεις; Πως; Γιατι; Πότε; Για ποσο;
Ο λογος που σε ρωταω;
Αυτά που επροκειτο να σου πω...
κρατας μυστικο;
2012
''Σε βλεπω πως με κοιτας!'' τσιριζει, ο Δημητρης πισωπατα
''Ιφιγενεια τι λες;'' τον σοκαρει ο παραλογισμος της.
Η γυναικα του κλαιει και τσιριζει κουλουριασμενη στο κρεβατι, στην θεση που κατοχυρωσε ως δικη της τις τελευταιες εβδομαδες.
Οι κορες τους ειχαν εγκατασταθει στα πεθερικα του, εκεινες το εβλεπαν ως διακοπες Χριστουγεννων, ενω εκεινος πασχιζε να μην τους αφησει τραυμα η συμπεριφορα της γυναικας του.
Το πρωτο περιστατικο συνεβη ανημερα Χριστουγεννων, τα κοριτσια μπηκαν στο υπνοδωματιο τους, στο οποιο κοιμοταν μονη της πια -κατ'επιλογη- και την ξυπνησαν χοροπηδωντας και τσιριζοντας.
Εκεινος ξυπνησε απο τις δικες της φωνες βεβαια, οταν οργισμενη φωναξε στα δυο μικρα κοριτσια να σταματησουν να κανουν θορυβο.Οι κορες του στα ορια δακρυων ετρεξαν στο σαλονι, οπου εκεινος ειχε αποκοιμηθει
Πονουσε κι ο ιδιος, μα μπροστα στον δικο της πονο κλωτσησε τον δικο του κατω απο ενα χαλι, τον ποδοπατησε μεχρι να χαθει απο προσωπου γης. Περνουσαν οι εβδομαδες ο πονος αυτος ολο και πιο μικρος γινοταν πια στα χερια του, μικρος μα ισχυρος σαν μαυρη τρυπα.
Πειθαναγκαζε τον εαυτο του να μην ποναει, εως οτου μια μερα, μηχανικα ξεχασε να πονεσει.
Και περασαν τα χρονια, ξεχασε να ποναει και κατηγορηθηκε για αυτο.
Ωσπου αρχισε να ποναει εναν πονο λησμονημενο, πονεσε τον εαυτου του που εχασε το προνομιο του θρηνου και εζησε με ενα κουφαρι ληθης κολλημενο στο ποδι του.
Ο Δημητρης Πολιτης δεν εζησε κανενα σταδιο της απωλειας, εφτασε μονο στην αποδοχη,Και ισως σου φανει αστειο αυτο, μα στην απωλεια, πιο μεγαλη σημασια εχει το 'ταξιδι' παρα ο προορισμος.
-------------------------------------------------
Ενα μηνα αργοτερα η Ιφιγενεια ξυπνησε τρομερα ευτυχισμενη, με ενα χαμογελο μεχρι τα αυτια. Ο Δημητρης δεν πιστευε στα ματια του οταν ξυπνησε το πρωι απο τους ηχους της καφετιερας και της ηλεκτρικης σκουπας.
Περασε ολη την μερα, να την κοιτα απο το γραφειο του σαλονιου να μαγειρευει, να τραγουδαει. Ετοιμασε τα κοριτσια για το σχολειο, τις ξυπνησε με μουσικη, όπως παντα, τις χτενισε, τους διαλεξε ρουχα, τους εφτιαξε κολατσιο και τις κατεβασε μεχρι το σχολικο.
Τις φιλησε εκαστος δυο φορες και τους ψιθυρισε από ένα 'σαγαπω'.
Ενα μηνα αργοτερα η Ιφιγενεια του χαρισε ελπιδα απλοχερα γιατι του εφτιαξε την γραβατα και ανασηκωσε το φρυδι της οταν εκεινος την διορθωσε.
Ενα μηνα αργοτερα τον αφησε να πιστεψει οτι ειχε παλι την γυναικα του πισω, ενω στην πραγματικοτητα την ειχε χασει για παντα.
---------------------------------------------------------------
15 Σεπτεμβριου
310 νεα κρουσματα.
''Πιστευω οτι πρεπει να μιλησεις με τους γονεις σου, το να απομονωθεις εδω δεν ειναι λυση.'' ο Ιακωβος ειπε αυτο που ωρα σκεφτοταν τελειωνοντας με την τελευταια σελιδα του ΦΕΚ.
Η Φαιδρα, γυμνη ακομα και γονατισμενη πανω στο στρωμα εστριβε ενα τσιγαρο, συνηθεια που εκνευριζε πολυ τον νεαρο. Αυτο την διασκεδαζε, ειδικα σκεπτομενη οτι ο αδελφος του εκανε ακριβως το ιδιο.
''Δεν ζητησα την γνωμη σου.'' Μουρμουρισε και εγλυψε το χαρτακι κατά μηκος καρφωνοντας τον με το βλεμμα της.
Την αγριοκοιταξε.
''Παντα τοσο ευγενικη.''
''Το προκαλεις.''
Πεταξε το χαρτι στο κομοδινο του και ξαπλωσε ανασκελα στο κρεβατι. Εκεινη αναψε το τσιγαρο και κινηθηκε προς το παραθυρο του δωματιου τραβωντας μαζι και το λευκο παπλωμα.
Τυλιχτηκε προχειρα και ακουμπησε στο πρεβαζι. Εξω νυχτωνε. Μεσα της ειχε νυχτωσει καιρο τωρα, τουλαχιστον ετσι ενιωθε. Λες και ένα μερος της ειχε δυσει καιρο πριν.
Αναπτηρας. Μια αντιανεμικη φλογα.Καπνος.
Ανεπνευσε καθαρα η Φαιδρα και εγειρε στο μαρμαρο. Της αρεσε πολύ εκεινο το παραθυρο, τοσο, που μερικες φορες επιανε τον εαυτο της να πηγαινει στο σπιτι του αποκλειστικα και μονο για αυτό.
Ενταξει, καλο παιδι ηταν ο Ιακωβος, και το σεξ...δεν ειχε παραπονο,αλλα μεχρι εκει.Παραπανω δεν ηθελε, το ειχε ξεκαθαρισει από την πρωτη στιγμη. Στις αρχες ειδε τον μελαχρινο να γελαει καπως πικρα, σαν να της ψιθυριζε ότι θα το μετανιωνε. Περασε λιγος καιρος και τον επιανε να παρακολουθει με απορια την σταθερη της σταση.
Ολες ηθελαν παραπανω, μα και γιατι να μην θελουν; Ηταν το υγιες, το φυσιολογικο, το ομορφο, γιατι να μην το θελει και εκεινη;
''Απλα στο λεω, δεν με αφορα.''
Δεν με νοιαζει, εννοουσε.
Και αυτό ισχυε, πολλες φορες το μυαλο του στροβυλιζε γυρω από το αλυτο μυστηριο της, αλλα πλεον τα ειχε παρατησει. Ηταν ένα οστρακο που δεν θα ανοιγε, τουλαχιστον όχι από εκεινον.
Εγειρε στο κεφαλι του κρεβατιου και την παρατηρησε να καπνιζει γερμενη στο μαρμαρο, τυλιγμενη στα λευκα, με νυχια σκουρα μπλε και ξεβαμενα στις ακρες κα κοκκινο χρωμα από τεμπερα στην ακρη μιας τουφας.
Καθε μερα που περνουσε επιανε τον εαυτο του ολο και πιο πολυ να την κοιταζει, να επεξεργαζεται τα ιδιαιτερα χαρακτηριστικα της και να αναρωτιεται, τι ηταν αυτο που δεν την εκανε να κολλησει μαζι του; Τι την αφηνε τοσο αδιαφορη;
Ο Ιακωβος Νικολαϊδης μπορει να διεφερε σε πολλα απο τον αδελφο του, μα εμοιαζαν σε ενα πραγμα, επαιρναν παντα αυτο που ηθελαν, με καθε κοστος.
Μονο που στην προκειμενη περιπτωση σχεδον μπορουσε να ακουσει την φωνη του Ορεστη να του λεει να μεινει μακρια της, και πως η συγκεκριμενη απλα 'δεν νιωθει'.
Της ριχνει ενα τελευταιο βλεμμα.
Δεν μπορει να καταλαβει αν εχει αποδεχτει την ελξη του προς εκεινη ή αν τα εχει παρατησει, μα για πρωτη φορα στην ζωη του νιωθει τοσο ηρεμος.
------------------------------------------------------------------------------------
16 Σεπτεμβριου.
312 νεα κρουσματα.
''Πως πηγαμε;'' ο Βασιλης τραβηξε την Ερμιονη να κατσει πανω του. Η μελαχρινη ελαφρως στενοχωρημενη υπεκυψε στο αγγιγμα του και εγειρε στο στερνο του.
''Ωχ.'' η Φαιη απο την απεναντι πλευρα του τραπεζιου αναφωνησε, η ιδια εδινε μαθημα εκεινο το πρωι, ειχε ομως πολυ καλυτερη καταληξη.
''Τοσο χαλια;'' ο Βασιλης της χαιδεψε την πλατη απαλα. ''Μα μου τα ελεγες ολα τελεια χθες''
Η καφετερια δυο στενα κατω απο την Νομικη ηταν γεματη και η παρεα μετα βιας χωρουσε σε ενα τραπεζι.
''Εβαλαν όλα τα αντισος.'' Κλαψουρισε.
''Πανωλεθρια! Ηταν για καλους παπαγαλους!Ε βεβαια αφου εβαλαν τοσο καλα θεματα στα αρχαια!'' κοροιδεψε ο Ορεστης και ολοι γελασαν...ολοι εκτος από την Ερμιονη που τον αγριοκοιταξε και υστερα τον Βασιλη που σαν γυρισε προς το μερος του του κοπηκε το γελιο.
''Ντροπη σου ρε! Κοροιδευεις την Ερμιονη.'' Προσπαθησε να το παιξει σοβαρος και αυστηρος μα η κοπελα του τον χτυπησε όπως και να χει στον ωμο.
''Βλακα!'' αναφωνησε ενοχλημενη και εκανε να σηκωθει μα εκεινος την τραβηξε παλι πανω του και την φιλησε ως αντισταση στα χειλη, η κοπελα αν και στην αρχη χτυπιοταν υπεκυψε και βαθυνε το φιλι τους.
Ο Κωνσταντινος ρολλαρε τα ματια του.Κοιταξε τον Ορεστη.
''Η Κυβελη;''
Ο βιολιστης αν και ελειπε πολλες ωρες από το σπιτι, ηξερε ακριβως σε τι κατασταση θα εβρισκε την δικηγορινα όταν γυρνουσε.
Ξαπλωμενη στο κρεβατι, με τον σκυλο στα ποδια της και σημειωσεις παντου γυρω της, τις οποιες διαχωριζε για να αποθηκευτουν ή να τις πεταξει.
Μερα νυχτα μελετουσε αδιακοπα. Σημερα εδινε το τελευταιο μαθημα από τα 8 που ειχε δηλωσει, τα αποτελεσματα των 3, οντας προφορικα, ειχαν βγει και την δικαιωναν με βαθμος 8-9. Της εμεναν να βγουν τα αλλα 5 και υστερα να δωσει τα τελευταια 4 που χρωστουσε, κι επειτα μπορει να εκανε καποιες αναβαθμολογησεις ή να επαιρνε κι αλλα μαθηματα επιλογης για να ανεβασει τον Μεσο ορο της.
Δεν ηταν μονο το ότι ειχε βγει από έναν Κυκλωνα ονοματι 'Σπυρος Δελής' και τα εβλεπε όλα πιο καθαρα, κατι μεσα της ειχε ωριμασει και την εσπρωχνε να τελειωνει με την σχολη της.
Παραλληλα το διαβασμα λειτουργουσε καταλυτικα για το μυαλο της.Ειχε καταφερει να σπρωξει μακρια κάθε τοξικη της σκεψη για την Ιασμη, τον αδελφο της και τον απιστευτο χαμο που προκαλεσε ο Σπυρος καθως εφυγε από την ζωη της.
''Η Κυβελη μαλλον κοιμαται, χθες διαβαζε μεχρι πολυ αργα.'' δικαιολογει την κοπελα του.
Κοιτιεται με τον Γιαννη.
Πως ειναι; τον ρωταει νοητα.
Δεν ξερω, απαντα με τα ματια ο βιολιστης που τρεμει.
---------------------------------------------------------------------
16 Σεπτεμβριου
Ωρα 13:35
Αποφασισε να μην πει ακομα στην ψυχολογο για τον αδελφο της,κυριως γιατι δεν ηξερε τι να πει για αυτο το θεμα ή κατα ποσο επιθυμουσε να το σχολιασει..
''Ωστε υπαρχει άλλη γυναικα.'' Η Νωρα σοκαρεται, ή προσποιειται, όταν η Κυβελη βαζει τελεια ένα τεταρτο από την στιγμη που εκατσε στην θεση της.
''Το ηξερες ηδη!'΄' την κατηγορει.''Πως το ηξερες;''
''Μα ηταν μπροστα στα ματια μας! Μονη σου το ελεγες, η ελλειψη ζηλιας, δεν ειχε θεμα να σε μοιραζεται, από ότι μου ελεγες, ο Ορεστης σταθηκε επαξια διπλα σου σε κάθε δυσκολη στιγμη της ζωης σου. Αυτό μονο ωριμοτητα δειχνει.''
Την κοιτα δυσπιστα. Από την μια ειχε ανατριχιασει, ηταν μαγισσα; Ή η ιδια απλως χαζη και ευκολοπιστη.
Εδώ ειχες σχεση για 2 χρονια με παντρεμενο, αυτοσαρκαστηκε.
''Πως νιωθεις με αυτό; '' η επομενη ερωτηση ηταν αναμενομενη.
Ανακαθισε. Ειχε κανει την ιδια ερωτηση στον εαυτο της απειρες φορες.
''Περιμενα να νιωθω χειροτερα, ειμαι καλα.'' Αποκριθηκε.
''Εισαι καλα με ποια ακριβως κατασταση;''πιεζει.
''Με την ολη κατασταση...με την Ιασμη.'' Ονοματιζει.
Γνεφει και γραφει.
''πολύ ωριμο αν το εννοεις.'' Αμφισβητει η Νωρα.
''Το εννοω.''
''Το εννοεις επειδη είναι κλεισμενη σε ιδρυμα και ο Ορεστης δεν είναι ερωτευμενη μαζι της;''
''Φυσικα'' παραδεχεται και επειτα προσθετει ''Και είναι και η μοναδικη μορφη στην οποια θα το δεχομουν.''
''Οποτε νιωθεις ότι εχεις ενωσει καπως τα κομματια που ελειπαν από εκεινον;'' Την αιφνιδιαζει με άλλη ερωτηση.
''Ποια κομματια; '' δεν θυμαται να εχει εκφρασει τετοια επιθυμια.
''Εσυ η ιδια ειπες ότι νιωθεις πως δεν τον ξερεις.'' Επιμενει.
''Ειπα ότι είναι καπως αχανες το τοπιο.'' Δικαιολογει, νιωθει ότι πρεπει να υποστηριξει ολο αυτό. Να το υποστηριξει όπως σκοπευει να κανει απεναντι στην μαμα της, που εκ των προτερων ξερει ότι θα της πει να εγκαταλειψει την σχεση.
''Πριν δυο μηνες σχεδον ειπες αυτολεξει ''Νιωθω ότι δεν τον ξερω'' γυριζει σελιδα και διαβαζει φωναχτα.
''Γραφεις οσα λεω;'' Την κατηγορει.
''αυτή δεν είναι η δουλεια μου;''
''Δεν ηξερα ότι γραφεις την βιογραφια μου.'' Την ειρωνευεται. Η γυναικα χαμογελαει.
''Αν ησουν πιο ειλικρινης με οσα ειχες πει δεν θα προεβαινα σε τετοια μετρα'' αντιγυριζει
''Ας επιστρεψουμε στην ερωτηση μου''
Καθε ανθρωπος που γνωριζεις κατι φοβαται, κατι αγαπα και κατι εχει χασει.
Αυτά τα λογια θα τα συμπληρωνε την ιδια μερα, όταν θα καθοταν απεναντι από την μητερα της, για να της εξηγησει πως η ιδια διελυσε τον γαμο για τον οποιο στο κατηγορητηριο βρισκοταν ο πατερας της για χρονια.
2013
Ηταν κενο.
Ενα τρομαχτικο τουνελ, βαθυ σκοτεινο, ασφυκτικο, δεν ηξερε μεχρι που εφτανε, μα ενιωθε να παλευει για μια ανασα με κάθε λεπτο που περνουσε ολο και περισσοτερο.
Ηταν θανατος.
Λουσμενη με μετανοια και τυψεις, έναν θρηνο για τα χαμενα παιδια, έναν φοβο για την επανασυνδεση.
Επιανε την καρδια της, δεν χτυπουσε, κρατησε την ανασα της και αφουγγραστηκε την απεραντη αθλιοτητα μιας επιλογης διχως υπαναχωρηση.
Ο θυμος του Θεε μου ο θυμος του...
Δεν θα με συγχωρεσει ποτε.
Δεν ηταν απλα θανατος, ηταν αυτοκτονια.
Με το ξυραφακι που ξυριζοταν εκεινος. Σχεδον επιτηδευμενα. Παντα γκρινιαζε ότι τα αντρικα ηταν καλυτερα.
Κανουν καλυτερη δουλεια.
Και χανεται στο τουνελ, πεφτει σε μια αιωνια ελλειψη βαρυτητας, πεφτει στο τιποτα. Ουτε αφη, ουτε οραση, ουτε οσφρηση, ουτε γευση.
Γευεται τον φοβο.
Βλεπει την ζωη μπροστα από τα ματια της.
Ακουει αυτους που την αγαπουν να κλαινε.
Πιανει την καρδια πανω απο το πουκαμισο του, που επαψε να παλλεται για δυο δευτερολεπτα.
Ουρλιαζει, με λυγμους βογγαει μια συγγνωμη σχεδον ανηπωτη. Σε ποιον να πρωτοπει οτι λυπαται; Λυπαται οντως;
Την καταβαλει μια φρικη , ξαφνου θελει να βρει τα παιδια της, τα δυο ομορφα κοριτσια της που για μηνες ειχε εγκαταλειψει στην προνοια της μαμας και του συζυγου της.
Προσπαθησε να ζητησει βοηθεια, δεν την ακουγε κανεις.
Ουρλιαξε μεχρι να πονεσει ο λαιμος της, μεχρι να νιωσει τις φωνητικες της χορδες να τεντωνονται.
Και ξαφνου, φως!
Γαζες και αιμα, και φορτιση σε υψηλους βαθμους. Ρευμα και μαλαξεις.
Η καρδια ποναει όταν ψηλωνει.
Μα θρυμματιζεται όταν πεφτει παλι πισω στην γη.
Ανοιγει τα ματια. Ανασαινει βαθια, σαν μολις να ειχε βγαλει το κεφαλι από το νερο.
Τα ματια του την τσουζουν πιο πολύ από το φως.
Οι τυψεις την τρυπουν. Κλαψουριζει οσο πιο σιωπηλα μπορει.
Ο Δημητρης και η Ιφιγενεια χωρισαν την μερα που εκεινος καταλαβε ότι δεν είναι αρκετος ώστε να την κρατησει ζωντανη.
Διαλυθηκε.
Στεκεται ορθιος πανω από το κρεβατι της.
Θελει να κλαψει, πρωτη φορα μετα από χρονια, θελει να πεσει στα γονατα και να κλαψει γοερα, όχι όμως από ανακουφιση.
Επρεπε να ανοιξει τα ματια μπροστα στην αληθεια. Στην αληθεια που τον χτυπουσε στο προσωπο εβδομαδες τωρα.
''Δεν σου αρκουσαν δυο.''ψελλισε και η γυναικα του επνιξε έναν λυγμο, ανασαινε κοφτα.
''Δημητρη εγω-'' η φωνη της ηταν βραχνη.
''Δεν σου αρκουσα ουτε εγω.'' Μονολογει, στον εαυτο του μιλαει αλλωστε.
''Ηθελες να πεθανεις, κι ας ηξερες...'' σιωπει για λιγο, γευεται τις λεξεις του, τις φτυνει εξω,
''Δεν σε ενοιαζε.'' Την κατηγορει.
Τα ματια του γυαλιζουν, μεσα του λυσσομανα μια μαυρη θαλασσα, με συννεφια και μπορα.
''Τι εκανα λαθος Ιφιγενεια;'' Ψιθυριζει.Δεν την αφηνει να απαντησει.
''Σε αγαπησα όπως δεν εχω αγαπησει καμια γυναικα στην ζωη μου.''
Κι αν η καρδια της δεν σταματησε όταν το νερο βαφτηκε κοκκινο, σταματησε εκεινο το δευτερολεπτο.
Πνιγοταν παλι, την εριξε πισω στο πηγαδι, μονο που αυτή τη φορα εβλεπε το τελος, και επεφτε με το προσωπο.
Οποτε ναι, εκεινο ακριβως το λεπτο δοθηκε το τελος, εκεινος το εδωσε.
Κι η Ιφιγενεια ηταν αρκετα σοφη για να μην ζητιανεψει την συγχωρεση του. Μονο οικτο θα επαιρνε. Αλλωστε, ουτε η ιδια ειχε συγχωρεσει, ουτε εκεινον ουτε τον εαυτο της.
Ο Δημητρης Πολιτης, την στιγμη που βρηκε την συζυγο του μεσα σε ενα λουτρο αιματος, αισθανθηκε κατι μεσα του να γινεται θρυψαλλα.
Ηταν η καρδια του.
-------------------------------------------------------------
Η Ιφιγενεια ηταν μια τρομερα δυνατη γυναικα που ομως λυγισε.Υπεκυψε σε ενα ανθρωπινο συναισθημα και το αφησε να την τραβηξει μαζι του στο σκοταδι.
Και τιμωρηθηκε για αυτο.
Τιμωρηθηκε οταν επεστρεψε σπιτι της διπλα σε εναν αντρα που την μισουσε και με δυο παιδια πληγωμενα και αποξενωμενα απο την μητερα τους.
Τιμωρηθηκε οταν τον εβλεπε μερα με την μερα να ξεγλιστραει μεσα απο τα χερια της.
Κι ας της προτεινε ψυχολογους, θεραπευτες, κι ας της ελεγε οτι μπορουν να τα διορθωσουν ολα, εκεινη τον ηξερε καλυτερα απο οτι ηθελε. Γιατι αν δεν γνωριζε τοσο καλα τι σκεφτοταν ο Δημητρης οταν την κοιτουσε πλεον, θα ηταν, πλασματικα, ευτυχισμενη.
Τιμωρησε τον εαυτο της με πολλη δουλεια, τιμωρησε τον εαυτο της με ενα διαζυγιο που ναι μεν προκαλεσε μα αφετερου την σκοτωνε. Ειδε τον πρωην αντρα της να παντρευεται, να κανει παιδι. Ειδε τις κορες της να τον απορριπτουν για αυτο. Βιωσε τις τυψεις σε ολο τους το μεγαλειο.
Ηταν η τελευταια χαρη που της εκανε ο Δημητρης.
''Τα κοριτσια δεν πρεπει να μαθουν ποτέ.''
Μα τα χρονια περασαν και το βαρος την επνιγε.
Το μεσημερι της 16ης Σεπτεμβριου εμοιαζε σαν ολα τα αλλα, οι κορες της καθονταν απεναντι της για φαγητο και απεφευγαν επιδεικτικα να μιλησουν μεταξυ τους.
Η Ιφιγενεια τιμωρησε τον εαυτο της για τελευταια φορα λεγοντας τους την αληθεια. Και ηταν οντως σαν δευτερη αυτοκτονια απο την αρχη μεχρι το τελος. Απο την αποστροφη της Φαιδρας μεχρι το δακρυ της Κυβελης.
Νομιζε οτι τα παιδια ηταν που δεν συγχωρουν απο ενα σημειο και μετα, μα ειχε αδικο.
Γιατι εκεινο το απογευμα βρεθηκε ξαφνου μονη στο κεντρο της κουζινας να κλαιει δακρυα παλια, με δυο τομες μικρες σε καθε καρπο να την καινε θυμιζοντας της οτι η τιμωρια ειχε τελειωσει.
Απευθερωθηκε, και μαζι της αποδεσμευσε και τα παιδια της.
Τα σκοινια κοπηκαν...
ομως γιατι ακομα πονουσε;
-------------------------------------------------------------------------------------
21:00
Η Κυβελη μπορει να μην ειχε ιδεα που πηγε η Φαιδρα οταν εξαφανιστηκε απο το σπιτι της μητερας της στο Μαρουσι, και μπορει ακομα να μην ειχε ιδεα που θα την βρει, αλλα το ενστικτο της θριαμβευσε οταν καθως προχωρουσε στο κοιμητηριο ειδε απο μακρια την μορφη της.
Τα λογια της μητερας τους ηταν παλουκια στην καρδια. Τα μαχαιρια εστριβαν μεσα σε πληγες που δεν ηξερε καν οτι ειχε.
Ως κορη της, την μισουσε, ως γυναικα την πονουσε, ως μανα δεν μπορουσε ουτε να την συμπονεσει ουτε να την κατηγορησει.
''Λοιπον;'' στεκεται διπλα στην Φαιδρα, μπροστα τους το λευκο μαρμαρο, ενας σταυρος, ένα ονοματεπωνυμο.
Η μελαχρινη καπνιζει ασυστολα.
''Θες δυο σκεψεις και ένα συναισθημα;'' Την ειρωνευεται.
Η κοκκινομαλλα κουνησε το κεφαλι απαξιωτικα. Ειχε περασει τις τελευταιες 3 ωρες να κλαιει στο παλιο της διαμερισμα με την Φαιη να την κραταει αγκαλια.
Η ζωη της ειχε γινει ενα κουβαρι τοσο μπλεγμενο που και η ιδια δεν ηξερε αν αξιζε να το ξεμπλεξει ή απλως να το πεταξει μακρια.
Το κρυο ηταν τσουχτερο το βραδυ, αφησε όμως τα χερια της να παλευουν με το αερακι.
Ξαφνου τα παγωμενα ακροδαχτυλα της αδελφης της δεθηκαν με τα δικα της, μια αηχη συγγνωμη για οσα της ειπε την τελευταια φορα που την ειδε.
Εμειναν για λιγο σιωπηλες.
''Η Ιφιγενεια ειπε ότι ηταν πολύ ομορφος.'' Σχολιασε με φωνη σπασμενη.
Η Κυβελη δαγκωθηκε. Φοβηθηκε το ποσο δυνατα μπορουσε η Φαιδρα να μισησει, ηταν σκληρη, τοσο που και η ιδια επιανε τον εαυτο της να φοβαται.
Οχι η μαμα.
''Δεν της εμοιαζε.'΄της απαντα.
''Εμοιαζε τον μπαμπα.'' Ο τροπος που προφερε την λεξη εφερε έναν λυγμο ψηλα στον λαιμο της.
Ο μπαμπας...
Πεφτει νεκρικη σιγη για πολλη ωρα.
''Κυβελη;'' γυριζει το κεφαλι και την κοιτα, η κοπελα συναντα το βλεμμα της.
''Ναι;'' την αναγκασε να κοιταξει κι εκεινη.
Μαυρο στο μαυρο και πονος στον πονο.
Τα ματια της Φαιδρας ηταν κοκκινα, πρησμενα.
Σε ποιανου την αγκαλια εκλαιγες Φαιδρα;
''Θα πανε όλα καλα στο τελος; Ετσι δεν είναι ;''
Και ταξιδεψαν παλι μαζι στο παρελθον, πριν 13 σχεδον χρονια, μα οι ρολοι ιδιοι, η σκηνη αμειλικτη.
Πηρε βαθια ανασα ψαχνοντας κουραγιο, βρηκε μονο οξυγονο.
''Ναι.'' Απαντα πιο σιγουρη από ότι ηταν, αλλωστε παντα αυτο εκανε.
Της Φαιδρας όμως της αρκει, προς το παρον. Κοιτα από την άλλη,προσπαθει να μην κλαψει, σχεδον τα καταφερνει, σχεδον.
Κρατιουνται σφιχτα και κλαινε βουβα.
Απεναντι τους σιωπη, παντα σιωπη.
------------------------------------------------------------------
2012.
Η Σοφια ποτέ δεν σκεφτηκε να εισβαλλει στον γαμο ενος παντρεμενου αντρα. Εννοω...ποια το σκεφτεται;
Δεν ειναι μια σκεψη που κανει ο οποιοσδηποτε, κι αυτο γιατι ρομαντικα ελπιζουμε οι ανθρωποι που θα ερωτευτουμε να ειναι διαθεσιμοι.
Ο Δημητρης Πολιτης, εκτος απο τρομερα αυστηρος και εμπειρος, δεν ηταν τιποτα παραπανω. Τον θαυμαζε απεριοριστα ως δικηγορο, δικαστη, νομικο, ως αντρα, αλλα ποτέ δεν επετρεψε στον εαυτο της να τον δει ως κατι αλλο.
Αλλωστε, ποια ηταν εκεινη ωστε να αξιζει την προσοχη του;
Ειχε δει την γυναικα του αρκετες φορες, ενας κοκκινος τυφωνας γελιου και ζωτικοτητας, που διπλα στον αμιλητο και σοβαρο αντρα εμοιαζε δια ροπαλου αντιθετη.
Ηταν 11 το βραδυ, αρχειοθετουσε κατι τελευταιες δικογραφιες, ετοιμαζοταν να φυγει, νομιζε ότι ηταν η τελευταια.
Με την ακρη του ματιου της όμως ειδε ένα ακομα φως στην ακρη του διαδρομου.
Και όχι από οποιοδηποτε γραφειο, αλλα από εκεινο του Δημητρη Πολιτη.
Την αρχικη της σκεψη ότι απλα το ξεχασε η ιδια ανοιχτο διαδεχτηκε ένας φοβος ότι καποιος ειχε εισβαλλει στον χωρο του.
Προχωρησε με γοργο βημα προς τα εκει.
''Τι κανετε εδώ-''
Κοντοσταθηκε σαν ειδε τον Δημητρη καθισμενο στο γραφειο του, να πινει, πραγμα ανειπωτο για εκεινον. Για καποιο λογο η συγκεκριμενη ενεργεια του προσεδιδε αδυναμια στα ματια της.
Το μαυρο αβυσσαλεο βλεμμα του την καταπιε.
''Εμ-εγω..συγγνωμη..''
Σηκωσε το χερι του ψηλα για να την σταματησει, ένα νευμα του ηταν αρκετο.
''Μεινε Σοφια.''
Ηταν η πρωτη φορα που τα χειλη του προφεραν το ονομα της, μια εβδομαδα πριν η γυναικα του αποφασισει να δωσει τελος στην ζωη της. Καθισε διπλα του για ωρες, να τον κοιτα να πινει, γουλια γουλια,και αμιλητος να κοιτα το κενο.
''Η ζωη είναι αδικη Σοφια, το ξερεις;''
Ανακαθισε στην θεση της.
''Θελω να πιστευω ότι δεν είναι παντα.'' Ειχε ξαφνου χασει την ευγλωττια της.
''Κι εγω ετσι ειχα αρχισει να πιστευω. Αλλα η ζωη περα από αδικη είναι και βαθυτατα ειρωνικη.''
Για καποιο λογο ηθελε να γελασει στα λογια του, το παρατηρησε αυτό, της κοπηκε το γελιο.
''Συγγνωμη δεν ηθελα-''
''Τι σκεφτηκες;'' Ειχε την πληρη προσοχη του.
''Σκεφτηκα ότι η ζωη είναι ειρωνικη και αδικη γιατι απλα δεν ξερουμε τι μας επιφυλασσει, όλα είναι γραμμενα.''
Την ιδια στιγμη που το ξεστομισε το πηρε πισω. Νοητα χαστουκισε τον εαυτο της.
Γιατι να το πω αυτό;
Μπορει να μην της το ειχε πει ο ιδιος, αλλα το γραφειο ειχε βουιξει με τα νεα για τον χαμο του παιδιου του.
Κατι που θα μαθαινε εκεινο το λεπτο, αναμενοντας την εκρηξη οργης και την απολυση που επεται, ηταν ότι ο Δημητρης Πολιτης ειχε αποκτησει μια ανοχη στια διαφορετικες αποψεις, ειχε εκπαιδευτει από μια άλλη γυναικα σε αυτό.
Επεξεργαστηκε λοιπον τα λογια της, δεν τα πιστεψε ουτε λεπτο, μα για να την πικαρει απαντησε.
''Πιστευεις δηλαδη ότι ηταν γραφτο να καθομαστε εδώ στη...'' κοιταζει το ρολοι του.'' 1 παρα το ξημερωμα και να συζηταμε για την ζωη;''
Κοιταχτηκαν για λιγο χωρις να μιλησουν.
Την ιδια στιγμη αναιρεσε και επιβεβαιωσε τον αρχικο του ισχυρισμο ο Δημητρης Πολιτης, γιατι ναι, η ζωη ηταν ειρωνικη, αλλα μολις ειχε χαραξει μονος του την γραμμη του μελλοντος του.
--------------------------------------------------------------------------------
22:30
''Και πριν ποση ωρα εφυγε απο εκει;'' ο Ορεστης βηματιζει πανω κατω στο σαλονι του διαμερισματος του.
Οταν αφησε την Κυβελη στο Μαρουσι η ωρα ηταν 4 το απογευμα και ειχε προβα μεχρι τις 8.
Τεσσερις ωρες αργοτερα ανοιξε το κινητο του μονο και μονο για βρει ενα σωρο μηνυματα απο την Φαιη που τον ρωτουσε αν ηταν μαζι του η δικηγορινα γιατι δεν απαντουσε στο κινητο της.
Οντας εξαιρετικα ψυχραιμος δεν εδωσε βαρυτητα στο γεγονος, οταν ομως βρηκε το διαμερισμα τους αδειο πηρε την ξανθουλα τηλεφωνο αναζητωντας πληροφοριες.
Οσα του περιεγραψε τον σοκαραν,ουτε καν μπορουσε να συλλαβει το μεγεθος του πονου που βιωνε εκεινη την στιγμη.
Επιανε τον εαυτο του να κουραζεται απο ολο αυτο, να την βλεπει πληγωμενη.
Κι επειτα, ανησυχουσε, γιατι δεν του απαντουσε στο κινητο; Που ηταν; Με ποιον;
''Εγω λεω να ηρεμησεις τωρα...με φρικαρεις οταν αγχωνεσαι.'' η Φαιη δεν ειχε ξαναδει τον Ορεστη ετσι.
Ο βιολιστης ξεφυσηξε περνωντας το χερι του μεσα απο τα μαλλια του. Κατι μεσα του εβραζε.
Ειχε αναγκη να την παρει αγκαλια και να την φιλησει. Να μυρισει το αρωμα της, να σιγουρευτει οτι ηταν ενταξει, να μειωσει τον πονο της, οσο μπορει και οπως μπορει.
Οταν το κλειδι γυρισε στην πορτα σχεδον πεταχτηκε ορθιος.
''Ηρθε σε αφηνω.'' χωρις καν να περιμενει απαντηση της το εκλεισε.
Η Κυβελη μπηκε μεσα στο σπιτι μετα απο πολλες ωρες, νιωθωντας οτι ειχαν περασει μερες.
Τα νεα δεδομενα της προκαλουσαν πονοκεφαλο και ενα δυσαρεστο βαρος στο στομαχι. Ειχε εναν κομπο στην καρδια. Αναγουλιαζε σαν να ηταν αρρωστη.
Ο Ορεστης εσπευσε να την πλησιασει, σχεδον ετρεξε προς το μερος της. Πηδηξε απο την αλλη πλευρα του καναπε.
''Κυβελη μωρο μου που ησουν;'' την τραβηξε πανω του και την εσφιξε στην αγκαλια του, καθε δευτερολεπτο που περνουσε ολο και πιο πολυ.
Η κοπελα δυσανασχετησε, η επαφη την επνιγε, ενιωθε εναν λυγμο να ανεβαινει στον λαιμο της.
''Ορεστη ασε με σε παρακαλω δεν ειναι καλη μερ-''προσπαθει να τον σπρωξει μακρια, η κανελα την τυλιγει σαν λεπτη κουβερτα.
Ο λαιμος της καιει.
''Γι αυτο ακριβως δεν σε αφηνω. '' επιμενει σαν μωρο παιδι και την σφιγγει κι αλλο. Το κρατημα του ειναι δυνατο και στην αγκαλια του νιωθει την μασκα να πεφτει.
Ξεφυσαει.
Ολο αυτο λυνεται στο στομαχι της και ενα κυμα δυνατο τα διαλυει ολα.
Η Κυβελη καταρρεει λιγο λιγο στην αγκαλια του.
Ο βιολιστης σφιγγει τα δοντια και την κρατα πανω του. Της χαιδευει την πλατη και της φιλα τα μαλλια.
Καθεται στον καναπε με εκεινη ακομα πληρως ντυμενη και πανω του.
''Θες να μου πεις τι εγινε;'' ρωταει κι ας ξερει.
Ως απαντηση παιρνει μια κοφτη ανασα και ενα κλαμα ακομη πιο δυνατο. Κατι μεσα του γινεται μια τεντωμενη γραμμη στα προθυρα να κοπει.
Περνουν πεντε λεπτα με μονο ηχο το κλαμα της, οταν ο Ορεστης αποφασιζει να την σηκωσει ορθια, στηριζοντας την πανω του.
Μουρμουριζει κατι και κανει να αποτραβηχτει αλλα την κολλαει παλι στο στερνο του.
''Παμε να κανουμε ενα ωραιο αφρολουτρο.'' ψιθυριζει μαλακά.
Της βγαζει το πανωφορι και της λυνει τα παπουτσια.Την βοηθαει να τα βγαλει και τα αφηνει σε μια ακρη. Την κραταει ολη την ωρα απο την μεση σαν να επροκειτο να του φυγει μακρια.
Οταν μπηκαν στο μπανιο αιφνιδια την επιασε απο την μεση και την ανεβασε στο μαρμαρο.
Χωθηκε αναμεσα στα ποδια της και την κοιταξε.
Ο,τι ιχνος μακιγιαζ ειχε φορεσει εκεινο το πρωι ειχε διαλυθει και πασαλειφθει παντου πανω στο δερμα της.
Πολλες φορες την ειχε δει να ξεβαφεται, οποτε ανοιξε το ντουλαπακι της εβγαλε την λευκη λοσιον μαζι με πολυ βαμβακι. Η Κυβελη τον παρακολουθουσε οκνηρα.
Οι κινησεις του ηταν μεθοδευμενες και αρτιες, εκανε απαλο μασαζ στο προσωπο της βγαζοντας καθε ιχνος ξενου σωματος απο το δερμα της.
Πηρε μια πετσετα και την βουτηξε κατω απο το ζεστο νερο του νιπτηρα, ξεβγαλε προσεκτικα. Εβλεπε σχεδον απεγνωσμενος το κατω χειλος της να τρεμει, την ενιωθε να δαγκωνεται για να μην κλαψει, και να εχει τα ματια ερμητικα κλειστα επιτηδες.
Πηρε στα χερια του την κρεμα προσωπου που απειρες φορες την ειχε παρακολουθησει να φοραει και πηρε μια αμφιβολη ποσοτητα στα δαχτυλα του.
Σχεδον διστασε να αγγιξει το προσωπο της.
Εκανε μερικες κυκλικες κινησεις στα μαγουλα της.
''Ειναι ενταξει;'' ρωτησε δειλα.
Την ενιωσα να γνεφει.
Με τα ακροδαχτυλα του φιλησε τα ματια της, τα φρυδια της, ολα εκεινα τα σημεια που φωτιζονταν οταν την κοιτουσε, ολους τους μυς που τωρα συστελονταν απο την ενταση.
Αγκαλιασε το προσωπο της με τις παλαμες του και χωθηκε ακομα πιο μεσ αναμεσα στα ποδια της. Την φιλησε απαλα, σε καθε μαγουλο ξεχωριστα και επειτα στην κορυφη της μυτης, ακουμπησε τα χειλη του πανω στα δικα της που εκαιγαν και ειχαν πανω τους μια αλμυρα.
Την ακουσε να ξεφυσα αποκαμωμενη και ηθελε να την αγκαλιασει παλι.Μα αποφασισε να τελειωνει με ολο αυτο. Της ελυσε τα μαλλια προσπαθωντας να μην την πονεσει.
Απομακρυνθηκε για λιγο, μονο και μονο για να βαλει το πωμα στην μπανιερα και να ανοιξει το νερο στο ζεστο. Αφηρημενα ζουληξε μια μεγαλη ποσοτητα απο τα μπουκαλακια με τον αφρο και πεταξε κυριολεκτικα μεσα ενα μπουκαλακι με αρωμα κανελας και βανιλιας.
Η Κυβελη τον παρακολουθουσε αμιλητη. Δειλα δειλα αρχισε να γδυνεται και η ιδια.
''Να σου κανω παρεα;'' την ρωτησε διστακτικα, αποδεχομενος ηδη το οχι.
''Πως αλλιως;'' μουρμουρισε.
Και ελιωσε ο Ορεστης.
Μπηκε πρωτος μεσα και εγειρε πισω στο μαρμαρο. Η Κυβελη γδυθηκε αργα, πεταξε τα ρουχα της στα απλυτα και του εδωσε το χερι της για να την κραταει σταθερη.
Την θαυμασε. Το ψηλολιγνο κορμι της θυμιζε γαζελα, το δερμα της ηταν απαλο και σχεδον τον προκαλουσε να συρει τα δαχτυλα του κατα μηκος του.
Ηταν πανεμορφη, ενας αναγεννησιακος αγγελος με πορτοκαλκοκκινα μαλλια.
Μολις καθισε αναμεσα στα ποδια του μια περιεργη ευφορια την κατεκλισε. Την τραβηξε πανω του κολλωντας την πλατη της στο στερνο του.
Μα τι εχει παθει;
Ο Ορεστης γινοταν αχορταγος, σαν να μην μπορουσε να περασει μακρια της λεπτο.
Τα μαλλια της εγιναν κοκκινα μες το νερο.
''Θυμασαι στο Μπανσκο; Ε μικρη μου γοργονα;'' της ψιθυρισε και υστερα εγλυψε απαλα τον λοβο του αυτιου της.
Η Κυβελη απλα εγνεψε και ακουμπησε το κεφαλι της στο στηθος του.Ξεφυσηξε.
''Θες να μιλησεις γι αυτο;''
Εγνεψε αρνητικα.
''Ολα ειναι ενα μπερδεμενο κουβαρι.'' μονολογει, η φωνη της βραχνη ζωσμενη με λυγμους πνιγμενους.
Την αγκαλιασε πιο σφιχτα, περνωντας χουφτες ζεστου νερου και ριχνοντας τις πανω στον ωμο της που εξειχε απο την επιφανεια, για να μην κρυωσει.
''Θες να πουμε κατι αλλο για να ξεχαστεις;''
Σε αυτο η σιωπη της μετρησε θετικα.
''Ειναι τα γενεθλια σου σε λιγες μερες.'' αυτη η πληροφορια -νεοαποκτηθεισα και για εκεινον- την εκανε να μουγγρισει εκνευρισμενη.
Να αλλη μια μεγαλη συναντηση με ατομα που απεφευγε.
Ο βιολιστης σαν να το διαισθανθηκε γελασε αηχα και αμεσως εψαξε αλλο θεμα.
''Πεινας;''
Αστραπιαια γυρισε και τον κοιταξε.Της χαμογελασε σαρδονια.
''Πιτσα;''
Ενα μικρο νευμα εδεσε την καρδια του κομπο. Την φιλησε στο κουτελο.
''Με φιλαδελφεια στο στεφανι;'' αλλο ενα νευμα, και ενα φιλι στην μυτη.
''Και πεπερονι;''την κοιταξε στα ματια, χιλιοστα μακρια απο τα χειλη της.
''Και μετα Reese's'' προσθεσε εκεινη, κανοντας τον αντρα απεναντι της να χαμογελασει.
''Ο,τι θελει το κοριτσι μου.'' σφραγισε την συμφωνια τους με ενα φιλι που πριν η Κυβελη καταφερει να σπασει, του εδωσε βαθος και υγρο στοιχειο κανελας.
Την αφησε ξεπνοη, με την καρδια να χτυπαει παλι, συντετριμμενη αλλα ελαφρως πιο ηρεμη.
Τυλιξε μια πετσετα γυρω του και τιναξε τις υγρες του μπουκλες. Οι σταγονες νερου ταξιδευαν στο κορμι του.
''Χαλαρωσε και θα ειμαι πισω σε εικοσι λεπτα δικηγορινα.'' της εκλεισε το ματι και χαιθηκε στο υπνοδωματιο τους.
-----------------------------
Η μελαχρινη εξω απο την μεζονετα στην Κηφισια χτυπαει μανιασμενα το κουδουνι. Ο Δημητρης, που εδωσε αδεια στην κεντρικη πυλη για να ανοιξει σπευδει να δει τι θελει.
''Φαιδρα; Τι κανεις εδώ;''
Εξω εβρεχε μα η κοπελα δεν φαινεται να ενδιαφερεται. Ηταν εξαλλη.
''Με αφησες να σε μισω!''
Ο Δημητρης πισωπατησε σοκαρισμενος.''Τι εννοεις δεν-''
''Με αφησες να σε μισω για τοσα χρονια και να σε κατηγορω!'' φωναζει. Η Σοφια που ειναι στο σαλονι με την Ελσα ανεβαζει με ενα του νευμα την μικρη επανω.
Η βροχη εχει ποτισει τα ρουχα της, τα δακρυα χαθηκαν καπου αναμεσα στην μπορα, μα τα ματια της ριχνουν αστραπες.
''Περνα μεσα. Θα κρυωσεις.'' προσπαθει να ειναι ηρεμος.
''Δεν ειχες την αναγκη να σε αγαπω; Όπως την μαμα; Γιατι δεν ειπες τιποτα; Γιατι με αφησεις να σε κατηγορω; Γιατι δεν ηθελες να σε συγχωρεσω; ΕΕ; ΓΙΑΤΙ;'' Του ουρλιαζει.
Ο Δημητρης ξερει ότι η Φαιδρα δεν γνωριζει τα παντα, μα ξερει αρκετα.
''Ολη μου την εφηβικη ηλικια σε κατηγορουσα, δεν ηθελα να σε βλεπω μπροστα μου! Πως αντεχες να σε κατηγορω ότι διελυσες τα παντα; Δεν σε πονουσε; Τοσο λιγο σε ενοιαζε που δεν ειχες την αγαπη μου;Τοσο λιγο την χρειαζοσουν; Τοσο αδιαφορη σου ημουν Δημητρη;''
Λυσσομανα ο καιρος, λυσσομανα και εκεινη.
Της δινει χρονο, αλλωστε δεν ηταν μυστικο, ότι στην Φαιδρα εβλεπε ένα πολύ γνωριμο μερος του εαυτου του. Του προσαπτει πολλα. Κατηγοριες, προσδιορισμους και βρισιες, μα καταλαβαινει οτι ολα στον εαυτο της τα λεει.
''Τελειωσες;'' Ρωταει ηρεμα, όταν η κοπελα μενει με μισανοιχτα χειλη να βαριανασαινει στην βροχη.
''Τρεμεις.Θα μπεις μεσα;'' Σχεδον επιτακτικα της προτεινει.
''Εγω δεν-θελω να –''χανει τα λογια της,σαν να εχασε και τον ειρμο της. Δεν ηταν αυτό που ηθελε να πει.
Ο Δημητρης απλωνει το χερι του.
Η μελαχρινη σηκωνει το βλεμμα, ο ουρανος ηταν θολος, γεματος ομιχλη και συννεφα, μα κυριως υγρασια, πολλη υγρασια.
Δακρυσε. Κι υστερα ψελισσε την λεξη που ειχε χρονια να του απευθυνει.
''Μπαμπα εγω...''
Την τραβηξε στην αγκαλια του, κανοντας τα ρουχα του χαλια, και αφηνοντας την να κλαψει, όπως πολλα χρονια ειχε να κανει, με λυγμους, γοερα, και να τον σφιξει πανω της, όπως ακομα πιο πολλα χρονια απεφευγε. Τον σφιγγει πανω της με μανια και λυσσα, σαν να τον ειχε χασει πριν καιρο και μολις να τον ειχε βρει.
''Συγγνωμη μπαμπα'' ψιθυρισε κατω από μια βροντη.
Ο Δημητρης κοιτα τον ουρανο προσπαθωντας να μην προδοθει. Η καρδια του ελαφραινει πολυ, μα και ταυτοχρονα βαραινει.
Η καταιγιδα πριν τον ηλιο.
Τι εκανες Ιφιγενεια;
Και πληττω, βαριεμαι οικτρα.
Πινω το κρασι μου στο στεκι, κοιτώ την θέα απο διαφορα σημεια της Αθηνας, μπαινω σε καθε λογης αυτοκινητα και τραγουδω μεχρι να κλεισει η φωνη μου, ανεβαινω σε μηχανες με τα χερια ανοιχτα να σκιζουν τον αερα, βουτω τα ποδια μου στην αμμο και δοκιμαζω ουζο καθε μαρκας.
Και πληττω, κι ας ζω καλοκαιρια που θα νοσταλγησω,κι ας φτιαχνω αναμνησεις βγαλμενες απο ταινια με ηχητικη υποκρουση και ατομα που λατρευω.
Ενα βραδυ τα σχεδια αλλαξαν απροσμενα.
11 το βραδυ με πηραν οι φιλες μου και βγηκαμε με μια παρεα απο τα παλια.
Θυμασαι τι γινεται στις ταινιες οταν για πρωτη φορα εμφανιζεται ο πρωταγωνιστη;
Ολα τα αλλα θολωνουν, η φυση ηρεμει, καθε ηχος μπαινει σε σιγαση.
Ετσι εγινε και τοτε.
Δεν θυμαμαι ουτε τι σκεφτηκα, ουτε τι ειπα, ουτε τι μου απαντησε. Θα ορκιζομουν οτι του εδωσα το χερι και μου εκλεισε το ματι.
Ηταν κι αυτος ψηλος, πολυ ψηλος, μελαχρινος με ενα χαμογελο ολολευκο και ενα βλεμμα που προμηνευε καταστροφη.Τελειος απο καθε αποψη.
Κοιταχτηκα με την κολλητη μου. Ακομη δεν ειχε καταλαβει.
Περασε ενα δευτερολεπτο που δεν τον σκεφτηκα.
Οποτε ισως να μην μπορω να σου εξηγησω επιστημονικα γιατι καποιοι μεταπηδουν απο μια σχεση σε μια αλλη, αλλα σιγουρα μπορω να σου αναλυσω το φαινομενο της ελξης.
Κεφαλαιο υπ'αριθμον 43 : Γιατι μερικοι ανθρωποι ελκονται απο την καταστροφη (τους).
Και ειναι αδυνατον θα δεις.
Το πως σε κοιτω και πισω μου γνεφεις, φλεγομαι.
Οδηγεις χαλαρος, σφυριζεις και μασας τσιχλα, μια γευση που πλεον αγαπω.
Μα πανω σου ειναι μαζεμενοι ολοι οι λογοι που ο προηγουμενος δεν εγινε προορισμος.
Καθε θελω μου γινεται ενα δικο σου οχι, και το μοναδικο που θελω πραγματικα εσυ δεν μπορεις να μου το δωσεις.
Μα μενω.
Και αναπνεω πανω στην ανασα σου, σε αγγιζω και με αγγιζεις, σε φιλω πεινασμενα και πανω μου ξεδιψας.
''Θα σε διαλυσει και δεν μπορω να σε ξαναδω ετσι.'' μου ειπε η αλλη μου φιλη.
Μα ειναι πια αργα, θελω να της απαντησω.
Η καρδια μου χτυπαει πιο γρηγορα απο ποτε, το δερμα μου λαμπει, κατω απο τα ακροδαχτυλα μου σφυροκοπα η καταστροφη.
Τι με ελκει στην καταστροφη (μου) ;
Με κανει να νιωθω ζωντανη.
Ciao Bellas!!
Μου λειψατε!!
Τι κανετε; Πως ειστε; Σχολες; Σχολεια; Δουλεια; Πτυχιο;
Επιτελους ξαναγραφω! Ειμαι Συρο διακοπες.
Η εξεταστικη στεφηκε με επιτυχια και σημερα εμαθα για ενα 9ρι σε μαθημα κορμου που με εκανε να βουρκωσω κυριολεκτικα!
Θα τα πουμε πολυ συντομα γιατι δεν αρχιζω ακομα σχολη και φυσικα εχω απλετο χρονο!
Πως σας φανηκε;
Ηταν αρκετα μεταβατικο.
Ειδαμε πολυ Ιφιγενεια- Πολιτη.
Θεωρητικα αυτη ηταν η ιστορια τους. Τους αγαπησα πολυ.
Δεν τελειωσα ακομα μαζι τους βεβαια.
Ειδαμε και λιγο απο τα παιδια.
Ειδαμε Φαιδρα -Ιακωβο
Τον Ορεστακο μας
Αχ αχ λιγο μενει για το τριτο μερος.
Αφιερωμενο με τρομερη αγαπη και ενα μεγαλο φιλι μεχρι την ακρη του κοσμου (κυριολεκτικα) στην Σπυριδουλα.
Vageaggelos12
Σας αγαπω πολυ.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top