Οι μέρες του φωτός
Ευχαριστω οσες μου στειλατε μηνυματα και φωτογραφιες. Ειμαι πολυ καλα, ξεκουραστηκα.
Ειναι υπεροχο να βλεπω ποσοι νοιαζονται για μενα κι ας μην με ξερουν καν.
-----------------------------------------------------------------------
Η μοίρα σε προόριζε για εμένα. Ίσως σαν τιμωρία.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, 1821-1881
Υπαρχουν φορες που οι λεξεις ειναι δυσκολες.
Καμια δεν ταιριαζει και σαν απο καταρα του Μηδα καθετι αγγιζω γινεται ανουσια σκονη.
Γραφω για αγαπη και μοιαζει με αδιαφορια,
γραφω για πονο και φανταζει ενοχληση.
Ολα ειναι μουντα και γκρι.
Χλιαροτητα.Ουδετεροτητα.Μετριοτητα.
Και βασανιζομαι.
Για ωρες κοιτω το χαρτι, με χλευαζουν οι αδειες σειρες.
Το υποσυνειδητο μου γελαει.
''Τι βιαζεσαι να βρεις τις λεξεις;''
Γελαω κι εγω.
Ελα ντε, τι βιαζομαι;Αφου το ξερω.
Θα ερθουν, παντα ερχονται.
Και σαν τις γραψω, θα ευχομαι να μην τις ειχα σκεφτει ποτέ.
Οι λεξεις ειναι μια μικρη προδοσια της ενδομυχης πλευρας του εαυτου σου.
Δεν μπορεις να κρυφτεις απο εκεινες, γιατι γραφονται μονον οταν τις εννοεις πραγματικα.
Και σαν δεις το μελανι μπροστα σου,σχηματισμενο σε γραμμες αληθειας αναρωτιεσαι.
Αυτο ειμαι;
Αρχιζω λοιπόν :
Κανείς ποτέ...
Κανεις ποτε δεν με αντεξε.
Και δεν στο λεω με πικρια, ουτε για να μου πεις οτι εκεινοι εχασαν.
Δεν εχασαν.
Ειμαι περιεργος ανθρωπος.
Ζηλιαρα, δυστροπη, κυνικη, κυκλοθυμικη και παει λεγοντας.
Υστεριαζω, κλεινομαι στον εαυτο μου και δεν μιλαω για ωρες.
Μερικες φορες χωρις να εχει συμβει και τιποτα.
Μικρα καταθλιπτικα επεισοδια με ριχνουν σε μια θολουρα για μερες. Δεν τρωω τιποτα, δεν διαβαζω, δεν ακουω μουσικη, δεν χαμογελαω.
Κοιτω το ρολοι, και παντα ειναι αργα.
Δεν εχει σημασια η ωρα, ειναι αργα για το οτιδηποτε.
Εκεινες τις μερες, τιποτα δεν αρχιζει και τα παντα μοιαζουν να τελειωνουν.
Δεν θα με αντεξεις, ουτε κι εκεινοι τα καταφεραν.
Και πιστεψε με, μερικοι εξ αυτων το ηθελαν πολυ.
Δεν θα ειμαι χαμογελαστη, ουτε αισιοδοξη.
Θα γκρινιαζω και θα αυθυποβαλλομαι.
Δεν εχω χιουμορ, αλλα σαρκασμο. Μερικες φορες την λαθος ωρα, και στο λαθος ατομο.
Δεν θα θυμαμαι παντα τι ωρα ειναι να βρεθουμε,ουτε τα γενεθλια και τις γιορτες, τις επετειους και τις σημαντικες στιγμες.
Μπορει να μου πεις κατι και την επομενη στιγμη να το ξεχασω.
Πιθανοτατα δεν θα υποχωρω ποτέ στους καβγαδες και θα σου κραταω μουτρα.
Ισως σου φανει απιθανο αλλα μπορει να περασει μια μερα ολοκληρη διχως να σου τηλεφωνησω ή να σου στειλω μηνυμα.
Δεν μ'αρεσουν οι αγκαλιες ουτε οι δημοσιες εκδηλωσεις παθους.
Θα βγαινουμε και δεν θα θελω να με φιλας μπροστα σε ολους.
Μπορει οι φιλοι σου να με συμπαθησουν, αλλά ειμαι κλειστη και αργω να ανοιχτω στους ανθρωπους.
Μπορει, αν δεν ημουν ομορφη και δεν ησουν ερωτευμενος να μην με συμπαθουσες καν, ουτε να ειχες την υπομονη να με μαθεις.
Και εχω και πολλες πληγες, παρελθοντικες κυριως.
Μην με αγγιζεις εκει, ποναω!
Και μην μου το λες αυτο, τσουζει!
Ουτε εδω μην ακουμπας, ουτε εκει!
Δεν φταις εσυ για εκεινα στα σημαδια, αλλα θα σε αγριοκοιταζω οταν σε πιανω να τα παρατηρεις με προβληματισμο,
Οποτε συντομα θα καταλαβεις οτι εχω δικιο.
Δεν θα με αντεξεις.
Κανείς ποτε δεν με αντεξε αλλωστε.
-------------------------------------------------------------------------------
Τον κοιτα που περναει την μπλουζα πανω απο το κεφαλι του και την στρωνει προχειρα πανω στο ημιγυμνο κορμι του.Στην εικονα του γυμνου δερματος που χανεται κατω απο το μαυρο προχειρο κοντομανικο ξεχναει τι ηθελε να του πει.
''Δεν σε περιμενα .'' της χαμογελα και της κανει νοημα να μπει μεσα.
Πισω απο το ματακι της απεναντι πορτας η κυρια Ριτσα κρυφοκοιταζει ενω παραλληλα ψιθυριζει κατι στο ακουστικο του τηλεφωνου, οι γειτονισες απο κατω εχουν αφηνιασει.
Η Τατιανα μπαινει στο διαμερισμα του φιλου της χαλαρη και κλεινει την πορτα.Δεν περιμενει να προσεξει οτι τα μαλλια της ειναι ισιωμενα ή οτι φοραει στις 11 το πρωι στενο μαυρο φορεμα.
Ο Ορεστης δεν τα παρατηρει ποτέ αυτα.
''Ναι...ειπα να ερθω να δω τι κανεις, ημουν στην γειτονια.'' ψευδεται.
Στο Κεφαλαρι για καφε ηταν, αλλα αυτο δεν ηταν κατι που χρειαζοταν να μαθει.
Κοιταξε γυρω της για καποιο σημαδι παρεας και στην απολυτη σιωπη του σπιτιου χαμογελασε και εκατσε στον καναπε.
''Καφε θες;'' ρωτησε καθως χαλαρος κινηθηκε προς την κουζινα, η φορμα επεφτε στην λεκανη του κολαζοντας και αγιο, ενω το μαυρο μποξερακι απο μεσα φαινοταν ξεκαθαρα. Δεν εμοιαζε ομως να τον νοιαζει.
''Ναι φυσικα, θυμασαι πως τον πινω;'' τεντωθηκε για να τον κοιταξει καθως εμπαινε στην κουζινα.Το πισω μερος του σωματος του ηταν κατι που σιγουρα αξιζε το τραβηγμα στην μεση της.
''Ναι Τατι.'' μουρμουρισε και δυο μολις λεπτα αργοτερα μπηκε στο σαλονι με δυο κουπες.
28 Δεκεμβριου και ωρα 11 το πρωι, ο βιολιστης ειχε μολις κανει μπανιο και αναρωτιοταν τι θα επρεπε να φορεσει για την επισκεψη τους στο πατρικο της Κυβελης, αλλα τωρα ειχε να αναρωτηθει και πότε ή αν θα εφευγε η παιδικη του φιλη απο το σπιτι.
Σωριαστηκε στον καναπε διπλα της και εκεινη τον πλησιασε ακουμπωντας το κεφαλι της στο στερνο του.Μια κινηση που συχνα την επιανε να κανει μα ποτέ δεν της ειπε κατι.
''Τι θα κανουμε Ορεστη;'' ξεφυσηξε ταχα μπερδεμενη, ενω στην πραγματικοτητα μολις ειχε ριξει τα διχτυα της.
Εκεινος γελαει.
''Τι εννοεις;'' το παιζει ανηξερος ενω στην πραγματικοτητα μπορει να ακουσει την φωνη του Γιαννη μεσα στο μυαλο του να του λεει ''Στα ελεγα!''.
''Δεν γινεται να συνεχισουμε ετσι.'' απομακρυνει στο κεφαλι της απο πανω του και αφηνει την αχνιστη κουπα καφε στο τραπεζακι.
Τον κοιταζει με νοημα, σαν να ξερει οτι δεν πρεπει να ψελλισει τις λεξεις που παντοτε ειναι ικανες να ταραξουν την ηρεμια του Ορεστη Νικολαϊδη.
Γερνει το κεφαλι του στο πλαι και σμιγει τα φρυδια του.Ειναι σαν να μην καταλαβαινει οτι αυτοματως γινεται ακομα πιο γοητευτικος με τις μπουκλες του να αναπηδουν και την γωνια του προσωπο του να φαινεται πιο εντονα.Τα γενια λιγων ημερων φαινονται σχεδον μελι κατω απο το πρισμα του χειμωνιατικου ηλιου που αψηφα τις κουρτινες και μπαινει στο σαλονι.
Ανακαθεται στον γκρι καναπε και παιζει με το διακοσμητικο μαξιλαρι.Τον ξερει τοσα χρονια και ακομα καταφερνει με ενα του μειδιαμα να την φερει σε ενταση!
''Μην κανεις οτι δεν καταλαβαινεις!'' τον κατηγορει διχως να μπορει να θυμωσει.
''Τατι νομιζω μπερδευεσαι.'' της λεει αινιγματικα και πινει μια γουλια καφε αφηνοντας την να αναρωτιεται.
''Ειμαστε φιλοι.''
Η κοπελα μουτρωνει.
''Ειμαστε κατι παραπανω απο φιλοι.'' τον διορθωνει και καθεται επιτηδες σταυροποδι ξεροντας οτι θα του τραβηξει την προσοχη.
Ο βιολιστης της χαμογελαει γλυκα και της κλεινει το ματι.
''Ακριβως...ειμαστε κολλητοι.''
Εκεινη αναφωνει.
''Μεχρι πριν ενα μηνα ομως-'' την κοβει.
''Πριν ενα μηνα ηταν αλλιως τα πραγματα, αλλα και να μην ηταν, δεν καταλαβαινω πως αυτο που εχουμε μπορει να γινει σχεση.''
Η Τατιανα ενιωσε την αναγκη να κλαψει.Κοιταξε τον αντρα απεναντι της να της χαμογελαει τρυφερα.Της κανει νοημα να πλησιασει και εκεινη αποκαμωμενη χωνεται στην αγκαλια του. Το γνωριμο αρωμα κανελας την τυλιγει σε μια γλυκια και γνωριμη θαλπωρη.Τυλιγει τα χερια της γυρω του και σηκωνει το βλεμμα να τον κοιταξει.
Ο Ορεστης ηταν ο πιο ιδιαιτερος ανθρωπος που ειχε γνωρισει ποτε της. Αποδειξη;Τα ματια του. Προμηνευαν θαρρεις πως επροκειτο για καποιον διχασμενο, σαν να κουβαλαει δυο ψυχες σε ενα σωμα.
Το γαλαζιο μεσα στο πρασινο και το πρασινο μες το γαλαζιο ηταν μονο ενα απο τα απειρα στοιχεια που στο μυαλο της τον εκαναν ξεχωριστο.
Ενιωθε οτι τα χρονια περνουσαν και ηταν η μονη σταθερη γυναικα της ερωτικης του ζωης, πραγμα που ισχυε κατα καιρους.Αλλα να, που ηρθε παλι η ωρα να κατεβει μια θεση στο βαθρο. Το διαισθανοταν, την εξοργιζε η νεα πραγματικοτητα.
Ενιωσε το χερι του να χαιδευει τα μαλλια της.Την κοιταζε στα ματια διχως να την αφησει απο το κρατημα του.Ηθελε να τον φιλησει βλεποντας να μισανοιχτα χειλη του που διαμορφωθηκαν σε ενα παιχνιδιαρικο χαμογελακι.
''Σε αγαπω πολυ Τατι, αυτο δεν θα αλλαξει επειδη θα παψουμε να κανουμε σεξ, οπως δεν αλλαξε κι επειδη αρχισαμε.''
Αυτο ηταν μαχαιρια στην καρδια.
''Ηταν κατι που χρειαζομασταν και οι δυο.'' προφερει αργα, σαν να θελει να την υπνωτισει για να το επαναλαβει.Εκεινη, καθηλωμενη, το κανει.
''Το χρειαζομασταν και οι δυο.'' μουρμουριζει και κατεβαζει το βλεμμα.Σπαει απαλα την αγκαλια τους και καθεται πιο κει στον καναπε.
''Ειναι για την Κυβελη ετσι;'' κοιτα το χαλι κατω απο τα μαυρα τακουνια της. Δεν ηθελε να δει την ειλικρινεια στο υφος του.
''Ναι.'' της λεει διχως δισταγμο.
''Πρεπει να ειμαι σωστος απεναντι της, δεν υπαρχει χωρος για καμια αλλη στην ερωτικη μου ζωη.'' παλι δεν τον κοιτα, αυτη τη φορα γιατι γελαει ειρωνικα.
''Εγω απορω που χωραει και η Κυβελη Ορεστακο.''σηκωνει το κεφαλι και οπως περιμενει ο φιλος της χαμογελαει.
''Δεν ξερω πως, αλλα τρυπωσε.'' ξεφυσαει και σηκωνεται ορθιος.
H Τατιανα στριφογυρισε τα ματια και τον ακολουθησε με το βλεμμα της καθως εψαχνε κατι στο επιπλο του σαλονιου.
''Και απο οτι ειπε ο Γιαννης εκανες μαλακια.'' του θυμιζει και ο βιολιστης γελαει.
''Δεν θα το ελεγα μαλακια, παραπτωμα ισως.'' ανοιγει εναν καταλογο και ψαχνει μαλλον για καποιο αριθμο, παραλληλα ανοιγει το κινητο του.
Αλλαζει συσκευη μια με δυο φορες τον χρονο.Αιτια αυτου;
Η ανενδοτη σταση του ως προς το τζαμακι και την θηκη σε συνδυασμο με το ποσο απροσεχτα το πετουσε εδω και εκει διχως να τον νοιαζει.Το κινητο του ομως ηταν μεγαλο μεσον διατηρησης της καριερας του, μπορει να ηταν ηδη γνωστος στην Ευρωπη και παγκοσμιως αλλα τα μεσα κοινωνικης δικτυωσης οπου ανεβαζε αλλοτε βιντεο οπου επαιζε, και αλλοτε φωτογραφιες απο ταξιδια, συναυλιες, ή καλυτερα τον εαυτο του, παντοτε ενισχυαν το κοινο του.Ατομα που μπορει να τον ακολουθουσαν μονο και μονο για τις μεταμεσονυχτιες φωτογραφιες που ανεβαζε στο ινσταγκραμ.
''Θα επανορθωσω ομως, και δεν θα μπορει παρα να υποκυψει.'' της λεει και πληκτρολογει εναν αριθμο.
Η Τατιανα χαμογελαει και μενει να τον κοιτα που συγκεντρωμενος περιμενε να απαντησει το ατομο που καλουσε.Την κοιτα πισω και της κλεινει το ματι.
Ολες υποκυπτουν, οχι τοσο στον Ορεστη, αλλα περισσοτερο στην αγνοια τους γυρω απο το ονομα του.
Κατι ομως της ελεγε, οτι η δικηγορινα συντομα θα μαθαινε για τα καλα, γιατι αν η Τατιανα ηξερε κατι, αυτο ηταν ποτε να ξεχωριζει τον ερωτα στα δυο διαφορετικα ματια απεναντι της.
Και αυτη τη φορα, ακομα κι αν δεν ηθελε να το παραδεχτει...ο Ορεστης Νικαλαϊδης ηταν ερωτευμενος.
-------------------------------------------
Ο πρωτος θα σε καψει, ενω ο δευτερος θα βαλει φωτια μεσα σου.
Για την Κυβελη Πολιτη η ψυχοθεραπεια ηταν τροπος ζωης.
Κυριολεκτικα, το εκανε σχεδον 10 χρονια και θεωρουσε τον εαυτο της επαϊοντα.
Υπηρχαν καποιοι νοητοι θεμελιωδεις κανονες που την αποδεσμευαν απο καθε δισταγμο την στιγμη που πατουσε το ποδι της στο γραφειο εκεινο.
Εισαι εδω για να ακουστεις και οχι να κριθεις.
Να λες αυτο που σκεφτεσαι, την ωρα που το σκεφτεσαι και οπως το σκεφτεσαι.
Οτιδηποτε ειπωθει κεκλεισμενων θυρων, μενει εκει.
Το ρολοι χτυπαει απιστευτα δυνατα.Σαν να της υπενθυμιζει οτι κανεις δεν μιλαει το τελευταιο λεπτο.
Ανακαθεται στην πολυθρονα και σταυρωνει τα ποδια της.
''Εισαι σιγουρη;'' η γυναικα απεναντι της εχει γειρει ανεκφραστη προς τα πισω και την κοιτα εξεταστικα.
Για πρωτη φορα στη ζωη της ειναι, κι αυτο θα φανει στον τροπο που τοσο αβιαστα και ευκολα θα πει''Ναι''
Γνεφει θετικα, σαν να την ρωτησε μια πληροφορια για ερευνα.
''Κλεινει ενα μεγαλο κεφαλαιο της ζωης σου, πως νιωθεις;''
Εκεινη την μερα ενιωθε οντως καπως περιεργα.Ειχε εκτακτο ραντεβου στις 8 το πρωι λες και δεν μπορουσε να περιμενει για μετα τις γιορτες. Αλλα η Νώρα , οντας πολυασχολη, ειχε ηδη ραντεβου για εκεινη τη μερα οποτε ηταν ευκαιρη.
''Νιωθω αυτο ακριβως, σαν να κλεινει κατι μεγαλο.'' και μονο που το λεει νιωθει το περιεργο συναισθημα που καιει τη μυτη της και την προειδοποιει οτι θα κλαψει.
''Μπορεις να μου δωσεις καποια συναισθηματα;'' επιμενει.
''Θυμος, αγνοια, φοβος.'' δινει τρεις λεξεις που δεν ξερει κατα ποσο νιωθει.
''Τι σε θυμωνει;'' την ρωταει η μεσηλικη γυναικα με το απαλο κραγιον και το κοκκινο, εορταστικο μαλλον, φορεμα.
Η ερωτηση της την θυμωνει, λες και θεωρει αυτονοητη την πηγη του θυμου της για ολους, ή περισσοτερο σαν να κουραστηκε να εξηγει.
Παιρνει μια βαθια ανασα λοιπον, και εξηγει παλι.Διαπιστωνει οτι καθε φορα, κλαιει λιγο λιγοτερο, ποναει λιγο πιο αμυδρα μα θυμωνει το ιδιο.Ο θυμος της φουντωνει, γινεται πυρκαγια, και ο χρονος μονο σαν προσαναμα λειτουργει.
''Η αγνοια;Που οφειλεται;'' της δινει ενα χαρτομαντηλο μα η κοπελα το αρνειται.Αποφασιζει την ιδια στιγμη να μην χρειαστει αλλο.
''Η αγνοια ειναι μαζι με τον φοβο, γιατι ολο αυτο εληξε και...και δεν ξερω πως να φερθω,σαν να μην ξερω ποια ειμαι.'' της εξομολογειται και η Νωρα γνεφει.
''Ειναι φυσιολογικο μετα απο μια τοσο μεγαλη σχεση να νιωθεις οτι πρεπει να ξαναγνωριστεις με τον εαυτο σου. Ποσο μαλλον, οταν βγαινεις απο μια τοξικη σχεση.'' την καθησυχαζει.
''Ο φοβος;''
Για καποιο λογο η Κυβελη ηθελε να γυρισει τον χρονο πισω και να αναιρεσει την πρωτη της απαντηση.Οχι επειδη δεν ισχυε, αλλα κυριως γιατι δεν ηθελε καθολου να εξηγησει τον λογο.
Το καταλαβαινει αυτο αμεσως και σταματαει να γραφει.Γερνει προς το μερος της και της χαμογελα ενθαρρυντικα, σαν να θελει να την ωθησει σε μια ακομη δακρυβρεχτη εξομολογηση.
''Σου εχει τυχει ποτέ να αναρωτιεσαι αν σε συμπαθεις; Αν ο εαυτος σου, ετσι οπως εχει διαμορφωθει, ειναι καποιος με τον οποιο θα εκανες παρεα;Θα συμπαθουσες εστω;''
Την κοιτα για λιγο, σαν να σκεφτεται την απαντηση που θα δωσει. Εν μερει γιατι ενιωθε οτι με την Κυβελη καθε λεξη ηταν σαν ενα βημα αναμεσα στις ναρκες.
''Μου εχει τυχει να αλλοιωσω τον εαυτο μου, μα βρισκεις παντα το δρομο πισω, η αυτογνωσια ειναι σκληρη ερωμενη.'' γελαει στο τελευταιο και η νεαρη κοπελα απεναντι της γνεφει αφουγγραζομενη την αληθεια που ειπωθηκε.
''Οποτε θα σου προτεινα να μεινεις μονη για λιγο καιρο, να βρεις τον εαυτο σου, να ανακαλυψεις τι θες και τι οχι σε μια σχεση. Ξερεις οτι οι ανθρωποι που μεταπηδουν απο σχεση σε σχεση ειναι εκεινοι που φοβουνται να μεινουν μονοι της.''
Η Κυβελη νιωθει ελαχιστα ασχημα για αυτο που θα ελεγε στη συνεχεια.
''Υπαρχει και καποιος αλλος ομως.''
Στα λογια της θα ορκιζοταν οτι το ουδετερο προσωπειο της Νωρας ραγισε και ειδε καπου ενα ενδιαφερον.
''Καποιος αλλος;Ο νεαρος...πως τον λενε..'' της κανει νοημα να μην το πει και στιβει το μυαλο της να το βρει.
''Ορφεας;''
Αμεσως ομως συνειρμικα αναφωνει.
''Ορεστης!Σωστα!''η Κυβελη χαμογελαει διστακτικα.
''Τι με αυτον; Εχετε σχεση;'' στην ερωτηση της σχεδον πνιγεται με τον αερα.
''Οχι!Και ουτε προκειται, αλλα εχουμε κατι που δεν μπορω να ληξω.'' της εκμυστηρευεται και η γυναικα αλλαζει σελιδα.
Της Κυβελης της φανηκε ιδιαιτερα μοιραιο αυτο.
''Γιατι τοτε δεν του το ξεκαθαριζεις;Δεν θες να μεινεις μονη σου;Πως αλλιως θα αποβαλλεις ολα αυτα τα συναισθηματα;'' κατεβαζει τα γυαλια της στον λαιμο και τα αφηνει να κρεμονται απο ενα σκουρο μπορντο σκοινακι.
''Νιωθω οτι τα τελευταια χρονια για καποιο λογο, ημουν μονη μου.Σαν να ημουν σε σχεση, αλλα και να μην ημουν.Οποτε δεν νιωθω ελευθερια συγκριτικα με πριν...'' ξεροκαταπινει και παιρνει αλλη μια βαθια ανασα.
''Αρα νιωθεις οτι χρειαζεσαι τον Ορεστη;'' η ερωτηση της, δεν μπορουσε να καταλαβει αν ηταν απολυτως ασχετη ή εξαιρετικα στοχευμενη.
''Δεν νομιζω οτι τον χρειαζομαι, σε καμια περιπτωση!Απλα μαζι του δεν αναπληρωνω τιποτα, δεν παιρνει τη θεση του Σπυρου, γιατι ειναι διαφορετικης φυσεως σχεση. Εκεινος αρχικα δεν μου δινει σχεση, αλλα σεξ.Ομως αυτο εινα κατι φανερο και πιο ανεμελο, ενω ο αλλος μου εδινε κατι πολυ κλειστο και συγκεκριμενο.Μου αρεσε, αλλα δεν νιωθω οτι ηταν σχεση εν τελει.''
Αναλογιζεται και η ιδια τα λογια της. Της φανταζουν τρομερα ωριμα. Ειναι σαν για πρωτη φορα μετα απο χρονια να μπορει να δει περα απο την μυτη της.
Σαν να ωριμασε αποτομα μεσα σε λιγες μερες.
''Και ο Ορεστης; Θες να μου πεις κατι για εκεινον στα..'' κοιτα το μεγαλο ρολοι στον τοιχο.
''Στα 10 λεπτα που μας μενουν;''
Η Κυβελη στο ονομα και μονο ενιωσε τις κοινες τους εμπειριες να την χτυπουν αλυπητα σαν καποιο κυμα που δεν ειχε δει να ερχεται.
''Δεν...''δεν εβρισκε τις λεξεις.
Τι να της ελεγε σε δεκα λεπτα ωστε να της εξηγησει τι εστι Ορεστης Νικολαϊδης;
''Χρησιμοποιησε λεξεις κλειδια.'' της χαμογελασε βλεποντας την πρωτοφανη δυσκολια της να περιγραψει μια κατασταση.Συνηθως δυσκολευοταν με τα συναισθηματα.
''Ειναι ενας φιλος του Γιαννη.'' εγνεψε.
''Ειναι 23 χρονων, ζουσε στο εξωτερικο για αρκετα χρονια.''στα γενικα δεν αντιμετωπιζει δυσκολια.
''Ειναι βιολιστης... τι βιολιστης δηλαδη, της κακιας ωρας!'' σχολιαζει και κρατιεται με το ζορι να μην προσθεσει και εραστης της κακιας ωρας, σκεπτομενη την Ερμιονη, την Τατιανα, και οποια αλλη ειχε τελος παντων.
Η Νωρα γελαει με το υφος της.
''Δηλαδη;''
''Ενας τσαρλατανος! Επειδη ηταν στην ορχηστρα του Βερολινου και της Νεας Υορκης και πηγε εκει σε ενα δυο πανεπιστημια...'' απο τον τονο της και μονο φαινεται η ταση της να υποβαθμιζει.
Η ψυχολογος ομως ξερει οτι ειναι μαλλον δυσκολο να εισαι μερος αυτης της ορχηστρας αν δεν εχεις εξαιρετικα μεγαλο ταλεντο.
''Τσαρλατανος και Ορχηστρα Βερολινου;Και να φανταστω τα πανεπιστημια ηταν εξισου μεγαλα;''
Η Κυβελη γνεφει ξινα.
''Jale και Julliard.''
''Πολυ εντυπωσιακο, στα 23 του αλλοι δεν εχουν τελειωσει καν τις βασικες μουσικες σπουδες.'' σχολιαζει και η δικηγορινα στριφογυριζει τα ματια.
''Σε αυτα καλος ειναι, και μαλλον επαγγελματιας, αλλα σε ολα τα υπολοιπα,ειναι ενας εφιαλτης!'΄' στην σκεψη και μονο τριβει τους κροταφους της.
''Δηλαδη;''
''Τι να σου λεω! Αναισθητος αρχικα, δεν νευριαζει με τιποτα, δεν ζηλευει, δεν εκνευριζεται εστω, δεν τσακωνεται! Και οχι μονο αυτο, κανει τα παντα για να νευριασω εγω!''
Η γυναικα βλεπει την κοκκινομαλλα να μιλα με παθος για τον αγνωστο νεαρο.Το χρωμα σαν να επανηλθε στο προσωπο της και κυρτωσε την πλατη της, λες και η αναφορα του αυτη καθ'αυτην της ειχε δωσει ενεργεια.Το σημειωσε αυτο.
''Νιωθω οτι θα μιλησουμε αρκετα για εκεινον, μοιαζεις να εχεις πολυ εντονα συναισθηματα.'' προσπαθει να κρυψει ενα σαρδονιο χαμογελο οταν βλεπει την Κυβελη να γουρλωνει τα ματια.
''Πως να μην εχω; Με εχει τρελανει απο τοτε που τον γνωρισα! Ειναι τοσο αναισθητος, ακαταστατος, ανοργανωτος και ανευθυνος, και εχει παντα αυτο το ηλιθιο μειδιαμα στα χειλη με τα λακκακια αριστερα και δεξια...'' η σκεψη της πεταει στο χαμογελο του και προδιδεται κατω απο το εξεταστικο υφος της γυναικας.
Ξεφυσαει ηττημενη.
''Ειναι το ειδος του ανθρωπου που μισω...''δεν τελειωνει εκει.
''Ειναι το ειδος του ανθρωπου που μισεις...'' επαναλαμβανει η Νωρα και γερνει ελαφρως προς το μερος της.
''Αν εξαιρεσεις το γεγονος οτι υπαρχει μια μικρη, τοση δα, πιθανοτητα....''την κοιτα καπως ενοχα.
''Ναι...''
''... να ειμαι ερωτευμενη μαζι του.''
Και καπου κοντα στα Εξαρχεια, σε ενα κτιριο αναμεσα σε μια καντινα και ενα παρκο, η ηλικιωμενη γυναικα ανακατευε την τραπουλα.Το βλεμμα της ομως ηταν καρφωμενο πανω στα πορσελανινα σερβιτσια και πιο συγκεκριμενα, στην κενη θεση εκεινου που ελειπε.
Ειχε ενα περιεργο προαισθημα. Δεν θα το μαθαινε ποτε, μα η προφητεια της επαιρνε καθε λεπτο που περνουσε, σαρκα και οστα.
''Ο πρωτος θα σε καψει, ενω ο δευτερος θα βαλει φωτια μεσα σου.''
----------------------------------------------------------
''Μα να μην του απαντησεις κι εσυ στο Καλα Χριστουγεννα, ντροπη.''η Φαιη σχολιασε.
Αυτο γιατι μας το ειπε εδω;Αφου ειναι πιο κατω στο βιβλιο.
''Συμφωνω.Ενταξει, του ηρθε λιγο αποτομο, εσυ αν τον ακουγες να κλαψουριζει ενα <<Σ'αγαπω>> στο τηλεφωνο τι θα εκανες δηλαδη;'' η Ερμιονη επαυξανει.
Η Κυβελη ξεφυσαει και στηριζει το κινητο της στο στο ανοιχτο λαπτοπ.Παιζει νευρικα με το στυλο και κοιταει τις προχειρες σημειωσεις της.
Αυτη η συντομογραφια σημαινει διοικητικο ή δικονομικο;
''Και ασε που ενω ξεκινατε να κανετε κατι, και του λες ολα οσα μας ειπες, το επομενο πρωι εξομολογεισαι στον Δελη οτι τον αγαπας!Και να μην ισχυει, το ακουσε!''η Φαιη κοβει και η μελαχρινη ραβει.
''Συμφωνω και εγω.'' στην καμερα της Ερμιονης βλεπει να τρυπωνει ο Βασιλης, ο οποιος οδηγει το αυτοκινητο της φιλης τους για την επιστροφη τους απο Πατρα.Ο πρωτος, στην σκεψη και μονο οτι η κοπελα θα οδηγουσε μονη της απο Πατρα Αθηνα, αποφασισε να αλλαξει το εισιτηριο του και να φτασει απο Θεσσαλονικη Πατρα το προηγουμενο βραδυ.Η μαμα του δεν ηταν και πολυ ικανοποιημενη.
''Εσενα δεν σε ρωτησε κανεις.'' τον αποπηρε η Φαιη και η μελαχρινη απο διπλα του γελασε.
''Λες και η Κυβελη σας ακουει!Διαβαζει!'' στο ακουσμα του ονοματος της σηκωνει το κεφαλι και τους κοιτα.Το βιβλιο μενει ορθανοιχτο στην σελιδα 485.
''Κοριτσια σε αντιθεση με εσας ημουν απασχολημενη να διαλυω την ζωη μου οποτε δεν ειχα χρονο να βγαλω την υλη.'' μουρμουρισε και ακουμπησε το στυλο αναμεσα στα χειλη της.
Η ξανθουλα απο το κρεβατι του σπιτιου της στριφογυρισε τα ματια και ξαπλωσε πιο αναπαυτικα.
''Βασιλακη παρε τον Ορεστη και πες του να ερθει γονατιστος μεχρι το Μαρουσι σημερα.''αστειευτηκε.
''Ναι σιγα μην ασχολουμαστε με εσας.'' μουρμουρισε εκεινος και σταματησε στο κοκκινο φαναρι.
Εβγαλε στα κλεφτα το κινητο του και ανοιξε τα δεδομενα.Πατησε πανω στην ομαδικη και εγραψε οσο πιο γρηγορα μπορουσε.
Ορεστη αυτες σε κραζουν την εχεις βαψει.
''ΚΥΒΕΛΗ!!'' η Ιφιγενεια στριγγλιζει κυριολεκτικα απο τον κατω οροφο.
Η κοπελα ξεφυσα και κοιτα τις φιλες της μεσα απο το κινητο.
''12 η ωρα σε μενα μην αργησετε!'' τους λεει προειδοποιητικα.
Η Φαιη γνεφει και η Ερμιονη χασμουριεται.
Η Φαιδρα εισβαλει στο δωματιο της αδελφης της φουριοζα ακομα με τις μπιτζαμες και τον καφε στο χερι.
''Ειναι θεοτρελη!'' αναφωνει και σωριαζεται στην ακρη του κρεβατιου.
''Τι θελει;''
''Θελει να υποφερουμε.'' μουρμουρισε δραματικα και ανοιξε το κινητο της.
''Εσυ δεν της ελεγες οτι ανυπομονεις για φετος; Τραβα βοηθα τωρα!'' της υπενθυμιζει η δικηγορινα αλλα παραλληλα κλεινει τα βιβλια της.
''Ναι σιγα!''
Η 28η Δεκεμβριου ηταν τα τελευταια 6 χρονια κατι σαν παραδοση που η Ιφιγενεια εκτοτε λατρευε.Καλουσε παντοτε τους φιλους των παιδιων της, μερικες ξαδελφες θειες και δικους φιλους και εκανε ενα χαλαρο πρωινο ρεβεγιον αναμεσα στις δυο γιορτες.
Η δικηγορινα παντοτε ενιωθε μια ενταση εκεινες τις μερες, κυριως γιατι επρεπε να πηγαινει στα 2 πατρικα της,μαζι με την Φαιδρα.
Κατεβηκε τη σκαλα χαλαρη, φορωντας ακομα τα ρουχα απο το πρωι, τα ιδια σκοπευε να φοραει και σε δυο ωρες, οταν θα ερχονταν ολοι.Η Ιφιγενεια ηταν στην κουζινα και εριχνε νερο στο κρεας που θα εβαζε στον φουρνο.Το σπιτι μυριζε ενα σωρο φαγητα, απο τις ετοιμες πιτες που ειχε ψησει, μεχρι τις πατατες φουρνου, το σουφλε, το χοιρινο με μελι, και τωρα μαλλον αυτο, που ετοιμαζε.
Θα ηταν περιπου 20 ατομα, οποτε αντιστοιχες ηταν και οι ετοιμασιες.Ειδε στιβαγμενα στον παγκο μπουκαλια με κρασι και αναψυκτικα, ενω ανοιγοντας το ψυγειο τεσσερα κουτια γλυκια, πεντε με εκεινο εξω που με σιγουρια θα ελεγε πως ειναι σιροπιαστα.
''Κυβελη ελα να ριξεις το ρυζι μεσα και να σουρωσεις τα λαχανικα, μετα θελω να μου βαλεις τα τυρια σε πιατελες.'' ακουγοταν πελαγωμενη, φαινοταν κιολας.
Η κοπελα μουγγρισε μα πλησιασε την εστια και αρχισε να κανει οσα η μαμα της της ζητησε.
''Ο Θανος που ειναι;''
Η Ιφιγενεια μαζεψε τα κοκκινα μαλλια της πανω και πηρε το κουταλι για να ανακατεψει το μειγμα.
''Εχει παει να παρει φωτακια για το μπαλκονι, μας καηκαν ολα, δεν εχω ιδεα πως, και τωρα το θυμηθηκε!'' γκρινιαξε και η Κυβελη βλαστημησε και που ρωτησε.
''Εσυ ετσι θα εισαι;'' στην ερωτηση της μητερας της κοιταχτηκε απο πανω μεχρι κατω.
Η φαρδια υφασματινη μπεζ παντελονα της που σερνοταν στο χαλι και εφτανε ψηλα στην μεση της, το λευκο στενο μακρυμανικο τοπακι που αφηνε τους ωμους της ελαφρως εκτεθειμενους και οι οι χοντρες μαλλινες λευκες καλτσες ολοκληρωναν την εμφανιση της.
Το κατι παραπανω ηταν η μαυρη ζωνη που τονιζε την μεση της.
Μια χαρα ειμαι.
''Γιατι;Τι εχω;'' ξανακοιταχτηκε και η μητερα της πηρε ενα ανηξερο υφος.
''Τιποτα τιποτα.''
Αφησε τα λαχανικα πισω στην κατσαρολα και εκανε ενα βημα πισω επιθεωρωντας παλι την εμφανιση της.
Για πρωι στο σπιτι καλα ειμαι.
''Δεν σ'αρεσει;''κοιταζει το κενο που αφηνει το δερμα της κοιλιας της ακαλυπτο.
''Αν εσενα σου αρεσει, εμενα μου περισσευει.'' απανταει διπλωματικα εκνευριζοντας την.
''Μαμα!''
Η Ιφιγενεια αφηνει κατω το πινελο με το οποιο αλειφε το κρεας στην γαστρα και την κοιταξε.
''Δεν θα ερθει ο Ορεστης; ''
Δεν θα ερθει; Γιατι να μην ερθει;
''Θα ερθει.''απαντα με περισσοτερη σιγουρια απο οτι ειχε οντως.
''Και θα φερει την κοπελα του;''
''Ποια κοπελα του; Ελευθερος ειναι!'' απαντα εκνευρισμενη.
Θελει να με τρελανει;
''Και θα συνεχισει να ειναι αν σε δει ετσι.'' μουρμουρισε.
Κερδισε ενα θανατηφορο υφος απο την κορη της που ομως της γυρισε την πλατη και πηρε απο το ψυγειο τα τρια διαφορετικα τυρια. Αρχισε να κοβει.
Ακου εκει και θα συνεχισει να ειναι, ας συνεχισει! Γιατι εγω μετα τα προχθεσινα ουτε που θα του μιλησω.
''Πως πηγε με την Νωρα;''
Αν κατι ηξερε να κανει καλα η Ιφιγενεια, αυτο ηταν να αλλαζει θεμα οπως την βολευε.
Αυτη τη φορα ομως η Κυβελη δεν χρειαστηκε να δαγκωθει.Ουτε να πει ψεματα.
''Μιλησαμε γενικα, και λιγο για τον Ορεστη.'' το στηθος της το ενιωθε ελαφρυ.Ακουγε την μαμα της να μουρμουριζει ενα ''Το ηξερα'' καθως καλυπτε το κρεας με το μειγμα κρατωντας το πινελο λες και ηταν ο Πικασο.
Δεν χρειαζοταν πια να της λεει ψεματα.Αυτο και μονο απαλυνε τον πονο που ενιωθε στα σωθικα της. Αν υπηρχε ενα ατομο στην ζωη της που δεν ηθελε να πληγωσει παση θυσια αυτο ηταν η μητερα της. Της φαινοταν αδιανοητο.Οποτε τωρα, σκεπτομενη το οτι δεν χρειαζοταν να την προστατευει με ψεματα, αποκτουσε μια εσωτερικη νηνεμια.
Το αξιζε.
Το βλεμμα της πλανοταν καπου μακρια και ειχε ενα μικρα χαμογελο στα χειλη, γεγονος που παρατηρησε η μητερα της.
''Τι επαθες καλε;''της εβγαλε απο την θολουρα της και οταν τα μαυρα ματια της κορης της συναντησαν τα δικα της ειδε την υγρασια μεσα τους.
Οι ωμοι της χαλαρωσαν και αφησαν το πινελο κατω.
''Τι συμβαινει Κυβελακι μου;'' ρωτησε λιγο πιο απαλα.
Η κοπελα της χαμογελασε φωτεινα και εκανε τον γυρο του παγκου για να βρεθει διπλα της και να την αγκαλιασει απο πισω. Η γυναικα αιφνιδιαστηκε απο την απροσμενη κινηση και φορωντας γαντια γεματα μουσταρδα, χυμο μηλου και παπρικα, δεν μπορεσε να ανταποδωσει.
Ωστοσο εγειρε το κεφαλι της οσο μπορουσε και ακουμπησε ενα μικρο φιλι στην κορυφη του κεφαλιου της.
''Αχ μαμα...'' αναστεναξε.
Οσοι αγαπουν δεν ειναι τελικα τοσο αθωοι.
--------------------------------------------------------------------------------
''Ειναι της Κυβελης, οποτε καντε πισω.'' η ξαδελφη της μητερας της, η Αλεξανδρα, ειχε ερθει με τον αντρα της, που αψηφωντας το κρυο, ηταν εξω με τον Πανο και εκαναν αξιολογηση στην νεα ψησταρια.
Η Φαιδρα που ειχε καθισει στον παγκο της κουζινας κανοντας το απολυτο τιποτα αγριοικοιταξε την κολλητη της. Η Αναστασια σηκωσε τα χερια ως ενδειξη οτι κανει πισω.
Η Κυβελη γελασε και ηπιε μια γουλια απο το κρασι της.Η ωρα ηταν μια παρα πεντε.
''Δεν ειναι δικος μου, μπορεις να τον εχεις, αλλα θα τον μοιραστεις.'' δεν αντεξε και πεταξε την σποντα της.
Η Φαιη διπλα της, που εβαζε στα γυαλινα μπολ ξηρους καρπους την σκουντηξε. Η Ερμιονη κοιταξε αλλου και ηπιε λιγο απο το φρουτωδες λευκο κρασι.
''Ο Κωνσταντινος ειναι ακομα ελευθερος ομως.'' προτεινε η δικηγορινα στην ξανθια φιλη της αδελφης της, που σαν να ειχαν συνεννοηθει φορουσαν κοντες καρο φουστες.
''Ωραιος;'' ρωτησε η Αναστασια.
Οι κοπελες κοιταχτηκαν.Η Φαιδρα γελασε.
''Ωραιος ειναι, απλα λιγο αυταρχικος.'' τον δικαιολογησε και η Ερμιονη ανασηκωσε το φρυδι.
''Διακρινω ενα ενδιαφερον;'' την ρωτησε προκαλωντας αναφωνητα.
Η Φαιδρα ξινισε.
''Με την μυωπια που εχεις δεν απορω.'' της εβγαλε την γλωσσα και η μελαχρινη κουνησε το κεφαλι.
Η Ιφιγενεια, φορωντας το αγαπημενο της μπλε φορεμα, που εμοιαζε πρωινο και σικ ταυτοχρονα, μπηκε φουριοζα στην κουζινα.
''Αφησα 6 ατομα να βαλουν ξηρους καρπους και τυρια σε πιατελες και κοιτα που θα τα κανω εγω!''τις μαλωνει, πρωτα τα κοριτσια, κι επειτα κοιτα την ξαδελφη της.
''Κι εσυ ολοκληρη γυναικα καθεσαι και κουτσομπολευεις τα τεκνα!'' γελασε και η φιλη της αναφωνησε ταχα θιγμενη.
''Κουμπαρα ολα κι ολα!''
''Αφου τα λενε τοσο ωραια...'' μουρμουρισε ονειροπαρμενη αναπολωντας τα δικα της χρονια.
Η Ιφιγενεια κοιταξε τα κοριτσια αυστηρα.
''Κανονιστε να τσακωθειτε με τα αγορια μου!'' ηταν ευρεως γνωστο οτι η μητερα της Κυβελης και της Φαιδρας ειχε αδυναμια στους φιλους τους, απο το γυμνασιο ακομα.
Η Ερμιονη στριφογυρισε τα ματια και κατεβηκε απο τον παγκο ισιωνοντας τη φουστα της.
''Εγω δεν υποσχομαι τιποτα, ακομα δεν συζητησαμε που πηγε με την ξαδελφη του οταν ηταν Θεσσαλονικη.'' σταυρωνει τα χερια κατω απο το στηθος και μουτρωνει.
''Πως και δεν μιλησατε;Με 9 θυμαμαι την ειχες περασει την Ανακριτικη.'' την κοροιδεψε η Κυβελη και η φιλη της της εκανε μια ασεμνη χειρονομια.
Την ιδια στιγμη ο Θανος, με τον ''κουμπαρο'' Σταθη, μπηκαν μεσα στην κουζινα κρατωντας απο μια μπιρα.
''Τι εγινε;Εχουμε συμβουλιο;'' ρωτησε ευθυμα και ολες επεσαν να τον φανε.
''Μια και πεντε εχει παει.'' σχολιασε ο συντροφος της μητερας τους κοιτωντας την Κυβελη που αναφωνησε θιγμενη.
''Εγω φταιω;''
Την ωρα που πηγε να της απαντησει παρα το προειδοποιητικο βλεμμα που του εριξε η Ιφιγενεια χτυπησε το κουδουνι.
Πρωτη πεταχτηκε ορθια η Ερμιονη η οποια ειχε δει τον Βασιλη πριν 3 ωρες.
''Κοιτα εδω ερωτα!''σχολιασε η Αναστασια, φιλη της Φαιδρας.
Η Ιφιγενεια εκανε νοημα στις κορες της να σηκωθουν και κινηθηκε προς την ηδη ανοιχτη πορτα.
''Καλως τους ! Χρονια πολλα!'' χαμογελασε φωτεινα στους νεαρους στην εισοδο.Απο τους φωνες που ακουστηκαν ξεχωρισε εκεινη του βιολιστη.
Η Φαιδρα τραβηξε πισω την Αναστασια οταν την ειδε να κανει κινηση να συστηθει στον μονο που δεν ηξερε.
''Κυβελη!'' φωναξε ψιθυριστα στην δικηγορινα που βρισκοταν ακομα στην κουζινα χωρις να ξερει τι να κανει.
''Ελα εδω.'' συριξε μεσα απο τα δοντια της και η Κυβελη αρχισε να αναθεωρει ακομα και για τα ρουχα της.
Γιατι δεν εβαλα κατι πιο επισημο;
''Αχ τα αγαπημενα μου γλυκα!'' η μαμα της φιλησε σταυρωτα τον Κωνσταντινο-πρωτο απο ολους- και και μετα αγκαλιασε τον Γιαννη ο οποιος ειχε φερειουισκι, οπως εκανε παραδοσιακα τρια χρονια τωρα.
Αυτοματως ο Γιαννης ειχε γινει ο αγαπημενος του Θανου και του Σταθη.
Ο Βασιλης βγηκε απο την αγκαλια της κοπελας του και χαμογελασε στην Ιφιγενεια που στεκοταν μπροστα του.
''Χρονια πολλα Ιφιγενεια.'' για καποιο λογο φαινοταν σε ολους περιεργο το ποσο ευγενικος και γλυκος ηταν παντα μπροστα της και οχι ο συνηθισμενος του εαυτος.
Η Κυβελη προσποιειτο οτι εφτιαχνε κατι στην κουζινα αλλα σχεδον θα ορκιζοταν οτι ακουσε τον Ορεστη να κανει ενα βημα μεσα στο σπιτι.
''Ορεστη μου!'' η Ιφιγενεια φωναξε ποιο δυνατα απο οτι επρεπε.
Ενιωθε την καρδια της να χτυπαει πολυ δυνατα, λες και ηταν η πρωτη φορα που θα τον εβλεπε!
Συγκεντρωσου, θα γινεις ρεζιλι!
Πηρε βαθια ανασα και βγηκε απο την κουζινα οσο πιο χαλαρη μπορουσε.
''Αυτο ειναι κατι σαν γουρι.'' τον ακουσε να λεει στην μητερα της και ενιωσε τα βλεμματα οσων δεν συμμετειχαν στον διαλογο πανω της.
''Μα δεν επρεπε,και αυτα;'' ρωτησε ταχα ανηξερη η μητερα της.
Η Κυβελη σηκωσε το βλεμμα και τον κοιταξε. Μπορω να σου πω μονο οτι ηταν σαν να μην περασε μια στιγμη απο την μερα που τον γνωρισε.Σχεδον κοκκινισε!
Κι οχι επειδη ο Ορεστης Νικαλαϊδης στεκοταν μπροστα της με ενα σκουρο μπλε πολο μπλουζακι που τονιζε τα φωτεινα ματια του, ουτε επειδη οι μπουκλες του ηταν τιθασευμενες και τα λακκακια του φαινονταν καθως χαμογελουσε.
Αλλα γιατι κρατουσε ενα τεραστιο μπουκετο με ορχιδεες και κοκκινα τριανταφυλλα, το οποιο ετεινε προς το μερος της.
Τον κοιτουσε απολυτα και φανερα σοκαρισμενη.
Αναθεματισμενε. Βιολιστη. Της. Κακιας. Ωρας.
Εμεινε ακαμπτη να τον κοιταζει.Εκεινος χαμογελασε ακομα πιο πολυ, καταλαβαινοντας οτι την επηρεασε και εκανε ενα βημα προς το μερος της ακουμπωντας τα λουλουδια σχεδον στην αγκαλια της.
Η Ιφιγενεια κοιταζοταν συνομωτικα ποτε με την Αλεξανδρα και ποτε με τον Θανο.Δεν αντεξε ομως στην σιωπη της κορης της.
Την σκουντηκε με τον αγκωνα της δυνατα στο πλευρο, κανοντας την να μορφασει απο τον πονο. Μεσα απο ενα σφιχτο χαμογελο μουρμουρισε.
''Δεν θα πεις ευχαριστω Κυβελη;''
Η κοπελα, σαν να ξυπνησε απο το ληθαργο της, τον κοιταξε ηρεμη και του χαμογελασε σαν να μην ετρεχε τιποτα.
''Σε ευχαριστω Ορεστη, δεν χρειαζοταν.'' και πριν προλαβει να της πει το οτιδηποτε κινηθηκε προς τον Γιαννη και τον αγκαλιασε σφιχτα πριν τον ρωτησει αν θελει να παρει το παλτο του.
Σπωντας την αβολη στιγμη η Φαιδρα πυροσβεστικα εκανε τις συστασεις, γνωριζοντας τον Ορεστη σε οσους δεν τον ηξεραν. Περιττο να αναφερθει το ποσο τον συμπαθησαν.
Η δικηγορινα πηρε τα λουλουδια και εκανε μεταβολη υποχωρησης προς την κουζινα ελπιζοντας ματαια να μην την ακολουθησει κανεις.Αρχισε να ανοιγει τα ντουλαπια και να ψαχνει για βαζο.
Θελει να με τρελανει;Για αυτο το κανει αυτο;
''Εισαι χαζο παιδι μου;Αντι να τον φιλησεις ή να τον αγκαλιασεις καθεσαι σαν χαμενο και τον κοιτας;'' η Ερμιονη μπηκε μεσα στην κουζινα και πισω της ακολουθησε η Φαιδρα.
Κοιταξε μια την αδελφη της και μια την φιλη της.
Χειροκροτησε αργα χαμογελωντας.Οι δυο κοπελες απορησαν.
''Δεν το περιμενα αυτο απο εσενα. Με κανεις περηφανη.''
Η Κυβελη χαμογελασε μπερδεμενη ακομη.
''Δεν το εκανα επιτηδες.''
''Ελα που δεν το εκανες!Αλλου τα ψεματα!'' κοροιδεψε η 'καλλιτεχνης' και βγηκε απο την κουζινα για να μην κινησει υποψιες.
Κοιταχτηκε με την φιλη της που της εριξε ενα βλεμμα που ελεγε -Ελα μωρε τον κακομοιρο-. Ομως ευτυχως εμοιαζε στην αδελφη της σε ενα πραγμα.
''Οπως εστρωσε να κοιμηθει.'' μουρμουρισε
Με την αρκη του ματιου της ειδε τον Ορεστη να καθεται στον καναπε διπλα στον Σταθη και να του λεει κατι που εκανε τον αντρα να γελασει δυνατα.
''Εισαι πολυ τυχερη δεσποινις μου.''η Αλεξανδρα μπηκε στην κουζινα μαζι με την μαμα της και ειχαν παρομοιο συνομωτικο χαμογελο.
Τον κοιταξε αλλη μια φορα στα κλεφτα καθως κατεβαζε τα ποτηρια για να στρωσουν τραπεζι.
Σαν να το διαισθανθηκε γυρισε προς το μερος της και την κοιταξε με νοημα. Δεν μπορουσε ουτε να του χαμογελασει. Της εκλεισε το ματι με ναζι και εστρεψε την προσοχη του στην συζητηση που εκτυλισσοταν εκει.
Μιση ωρα αργοτερα μετεφερε και την τελευταια πιατελα στο μεγαλο παραλληλογραμμο τραπεζι. Το κλιμα ηταν πολυ οικογενειακο και χαλαρο.Ο Χριστουγεννιατικος στολισμος της μαμας της παντα ηταν θεμα συζητησης αλλα φετος τα ειχε δωσει ολα, εχοντας βαλει φωτακια ακομα και στο τζακι.
Φυσικα η Ιφιγενεια ειχε αφησει την θεση διπλα στον Ορεστη κενη για εκεινη.Γι αυτον ακριβως τον λογο η Κυβελη αργουσε επιτηδες να κατσει.
''Κυβελη ερχεσαι;;'' ακουσε την Φαιδρα να αγανακτει αν και περνουσε μια χαρα τρωγοντας απο δω κι απο κει, και φλερταροντας απροκαλυπτα με τον κακομοιρο τον Κωνσταντινο.
''Ναι!Ψαχνω χαρτοπετσετες!'' φωναξε και ακουμπησε τις παλαμες της στον παγκο κοιτωντας εξω απο το παραθυρο. Παλι καλα που δεν μπορουσαν να την δουν, ειδαλλως θα γινοταν φανερο το ποσο αγχωμενη ηταν για το τιποτα.
Ο Ορεστης σηκωθηκε απο την θεση του, και ο Βασιλης ξεροβηξε κατι ασεμνο που ευτυχως ακουσε μονο η Ερμιονη διπλα του.Προχωρησε οσο πιο αθορυβα μπορουσε μεχρι την κουζινα, οπου την βρηκε με την πλατη γυρισμενη να κοιταζει εξω.
Οι ωμοι της ηταν σφιγμενοι, και ηθελε να τους δει να χαλαρωνουν κατω απο το αγγιγμα του.
Ακολουθησε με το βλεμμα του το στενο λευκο υφασμα που αφηνε μερος της πλατης της ακαλυπτο αλλα και το φαρδυ παντελονι, που στενευε ψηλα - ευχαριστουσε την ζωνη για αυτο- και του εδινε την υπερτατη θεα.
Κοιταξε πισω του μηπως τον ακολουθει κανεις και επιτηδες εκανε ενα πιο δυνατο βημα, αμεσως την ειδε να κυρτωνει την πλατη της και να περιμενει να την πλησιασει, σαν να ηξερε οτι ηταν εκεινος. Θα ορκιζοταν οτι μπορουσε να ακουσει την καρδια της να χτυπαει.
''Δεν εχεις ιδεα ποσο ωραιο ειναι αυτο που βλεπω μπροστα μου αυτη τη στιγμη''
Διχως να χασει χρονο κολλησε πανω της και την τραβηξε προς το μερος του τυλιγοντας τα χερια του γυρω απο την μεση της.Εκεινη τιναχτηκε και γυρισε απο την αλλη για να τον σπρωξει μακρια.Οπως παντα εκανε αλλωστε.
Μου ελειψε αυτο δικηγορινα.
''Ρε Ορεστη!'' ακουμπησε τα χερια της στο στερνο του και προσπαθησε να τον απομακρυνει.
Εκεινος γελασε διασκεδασμενος και κατεβασε τα χερια του στους γλουτους της ζουλωντας δυνατα πριν την ανεβασει πανω στον παγκο και χωθει αναμεσα στα ποδια της.
Η κοπελα τον κοιτουσε αναψοκοκκκινισμενη.
''Προσωπικος χωρος!'' την ακουσε να βαριανασαινει, μαλλον αγχωμενη μην τους ακουσει ή δει καποιος.
''Ποσο μου ελειψε να σε στριμωχνω στην κουζινα.'' της λεει και ακουμπα τα χειλη του στον εκτεθειμενο λαιμο της αρχιζοντας να την φιλαει αργα και πεινασμενα.
Μενει ακινητη για λιγο δινοντας στον εαυτο της ενα δευτερολεπτο να απολαυσει τα μαγικα χειλη του και το αρωμα κανελας, πριν τον αιφνιδιασει σπρωχνοντας τον με δυναμη και κανοντας παραλληλα ενα σαλτο για να βρεθει παλι στα ποδια της.
Την κοιταξε σαν να ηταν το θηραμα του, ετοιμος να την κολλησει παλι πανω του.Το διασκεδαζε!
''Ακου να δεις βιολιστη της κακιας ωρας.'' τον ειδε να πνιγει ενα γελακι σε αυτο.
''Εγω κι εσυ δεν εχουμε σχεση.'' επανελαβε τα λογια που πριν λιγες μερες της ειχε πει.
Αυτο αν και του εμοιαζε παγιδα, το δεχτηκε με ενα του νευμα.
''Σωστα, δεν εχουμε.''
Σταυρωνει τα χερια της κατω απο το στηθος και σηκωνει το κεφαλι ψηλα κοιτωντας τον με αποφασιστικοτητα.
''Φερσου αναλογως τοτε.''
Ουτε καν ανοιγοκλεισε τα ματια του,ειχε ετοιμη την απαντηση.
"Θες σοβαρα να πιστεψω οτι δεν σου αρεσει να σε στριμωχνω;'' χαμογελα πονηρα και κανει ενα βημα προς το μερος της.Η ψηλη κορμοστασια παει να καλυψει την δικη της.
Κανει ενα βημα προς τα αριστερα και ξεφευγει απο την πιθανη παγιδα.
''Μ' αρεσει να με στριμωχνεις Ορεστακο, αλλα δεν ειμαι για ξεπετες σε αυτη τη φαση της ζωης μου, θελω αποκλειστικοτητα, αποκλειστικοτητα που σκοπευω να ανταποδωσω.''
Του χαμογελαει γλυκα και τον προσπερναει χτυπωντας τον ελαφρως στον ωμο και αφηνοντας τον εμβροντητο και μπερδεμενο στην κουζινα.
Φυσικα οταν καθισε στο τραπεζι τον ειδε να ακολουθει και να καθεται διπλα της. Η Φαιδρα ανασηκωσε το φρυδι και επειτα εσκυψε προς το μερος της Αναστασιας ψιθυριζοντας της κατι που την εκανε να χαζογελασει.
''Λοιπον!''η οικοδεσποινα σηκωσε ψηλα το ποτηρι της.
''Χαιρομαι πολυ που σας εχω και φετος ολους εδω, χαιρομαι επισης που προστεθηκε ο Ορεστης...'' ο βιολιστης της χαριζει το πιο γοητευτικο του χαμογελο.
Η Κυβελη στριφογυριζει τα ματια.
Ελεος πια με τα σαλια τους.
''Καλες γιορτες!Και του χρονου!''
Αρχιζουν να τρωνε και η δικηγορινα πιανει τον εαυτο της να εκνευριζεται ολο και πιο πολυ με την χαλαροτητα του Ορεστη.
Δεν τον επηρεασα ουτε λιγο;Δεν ιδρωνει το αυτι του;
Πρεπει να τον κοιτουσε πολυ εντονα γιατι γυρισε το κεφαλι του και νοητα την ρωτησε τι συμβαινει.
''Και για πες Ορεστη.''η Ιφιγενεια πινει μια γενναια γουλια κρασι παρολο που ο Θανος διπλα της την αγριοκοιταζει.
''Πως και δεν εφερες μαζι σου την κοπελα σου;Στο προτεινα απο οτι θυμαμαι.'' πεταει την βομβα στο τραπεζι λες και ειναι χαρτοπετσετα.Η Φαιη πνιγεται και ο Γιαννης διπλα της την χτυπαει στην πλατη προσπαθωντας να μην γελασει.
Η Κυβελη γουρλωνει τα ματια και κοιτιεται με την Φαιδρα για το πως θα της κλεισουν το στομα.
Ο Ορεστης ομως, οντας εξαιρετικα διπλωματης, χαμογελασε γοητευτικα.
''Ηλπιζα να μου βρεις εσυ καποια βασικα.''κοιταζει στιγμιαια την Κυβελη.
''Η εργενικη ζωη ειναι φρικτη.'' κοροιδευει και η νοσηλευτρια γελαει επιδοκιμαζοντας την απαντηση του.
''Παντα αναρωτιομουν...πως ειναι οι μεγαλες ορχηστρες στο εξωτερικο;'' η Αλεξανδρα οντας καθηγητρια πιανου και δεν μπορουσε να μην ρωτησει, ειδικα οταν η Φαιδρα της εκανε νοημα να αλλαξει θεμα.
Προς εκπληξη ολων ο Ορεστης σοβαρευτηκε.
''Ειναι χαοτικα τα πραγματα, πολυ αυστηρα και μεταβλητα.Δεν υπαρχουν σταθερα ονοματα, ουδεις αναντικαταστατος.''η λακωνικη μα ευστοχη απαντηση του την προβληματιζει.
Κοιτωντας τον εβλεπε παντοτε εναν τσαρλατανο με ταλεντο.Αλλα ξαφνου μπορουσε να διακρινει καπου στο βαθος εναν μουσικη με αισθηση της πραγματικοτητας του χωρου.
Εγειρε πισω στην θεση της και τον παρατηρησε απο το πλαι καθως μιλουσε.Τον τροπο που η κατω γναθος του κλειδωνε και οι γωνιες του γινονταν απο οξειες αμβλειες και το αντιστροφο.
Ηταν μια φωτογραφια που ηθελε να βγαλει με τα ματια της, γιατι οσο πιο πολυ μιλουσε σοβαρος με τους δικους της, τοσο περισσοτερο την αφηνε στο σκοταδι.
Ποιος εισαι Ορεστη Νικολαϊδη;
Το τζακι εκαιγε και το σπιτι μυριζε γλυκα, κανελα και καφε. Η Αναστασια και η Φαιδρα ετοιμαζονταν να πανε για καφε στο κεντρο, η Ερμιονη, αυπνη σχεδον ειχε γειρει στην αγκαλια του Βασιλη ο οποιος μιλουσε παθιασμενα για την φετινη σεζον ποδοσφαιρου με τον Γιαννη, τον Κωνσταντινο, τον Θανο και τον κυριο Σταθη, ενω οι δυο φιλες βοηθουσαν την Αλεξανδρα και την Ιφιγενεια να μαζεψουν πινοντας παραλληλα καφε.
''Ο Ορεστης που ειναι ;'' την ρωτησε η Φαιη καθως σκουπιζε ενα πιρεξ.
Ανασηκωσε τους ωμους αδιαφορα, ενω την ιδια στιγμη αναρωτηθηκε και μονη της.
''Παντως Κυβελη μου αν θες την γνωμη μου...'' καθε φορα που η μητερα της ελεγε εκεινες τις λεξεις, αυτο που θα ακολουθουσε ειτε την νευριαζε, ειτε την στενοχωρουσε, ειτε την προβληματιζε.
''Ωχ''την αγριοκοιταξε και η κουμπαρα της επενεβη.
''Για καλο το λεει η μαμα σου!''
Γερνει ελαφρως προς τα μπροστα για να μην ακουστει εξω απο την κουζινα.
''Πολυ καλο παιδι ο Ορεστης, ξερουμε την οικογενεια του, καταξιωμενος, σε προσεχει, ειναι εκδηλωτικος, τι αλλο θες;''
Σχεση;
Γερνει στον παγκο και ξεφυσαει.
''Ειναι πολυ ανωριμος, στα ερωτικα του τουλαχιστον.''τους εκμυστηρευεται νομιζοντας οτι αυτο θα αλλαξει την γνωμη της μαμας της, κατι που δεν συμβαινει.
''Ακομα καλυτερα για σενα!''
Δεν πιστευε αυτο που ακουγε! Ποια ηταν αυτη και τι ειχε κανει στην Ιφιγενεια;
''Μαμα ακους τι λες;'' μοιραστηκε με την Φαιη ενα μπερδεμενο υφος.
''Το θεμα ειναι...εσυ ακους;'' αντιγυριζει.
''Σε μια επιτυχημενη σχεση πρεπει να υπαρχει ισορροπια, δεν γινεται να ειναι και οι δυο σοβαροι, ή και οι δυο χυμα στο κυμα, γιατι θα πληξουν ή θα χαθουν, αντιστοιχα.''
''Ναι μαμα, αυτο λεγεται 'τα ετερωνυμα ελκονται' ξερεις!'' την ειρωνευτηκε και η Ιφιγενεια ξινισε.Γυρισε στην φιλη της .
''Την βλεπεις;Ιδια ο πατερας της εγινε!Τιποτα δεν πηρε απο μενα!''
Η Φαιη διπλα της γελασε πνιχτα και η Κυβελη την αγριοκοιταξε.
''Αυτο μωρο μου λεγεται νομος αναπληρωσης. Και δεν αφορα τα αντιθετα μας, αλλα οσα μας λειπουν. Δεν θα μπορουσες ποτε να ταιριαξεις με καποιον αντιθετο απο εσενα γιατι δεν θα ειχατε σημειο αναφορας, αλλα το λεω και στις δυο σας αυτο.'' δειχνει τις δυο φιλες.
''Πρεπει να βρειτε καποιον που να σας βγαζει οσα σας λειπουν, τωρα αυτο ειναι ενταση, χιουμορ, ηρεμια, ενεργεια, ο,τι ειναι τελος παντων!''
Επεσε σιωπη στην κουζινα. Η Κυβελη και η Φαιη κοιταχτηκαν.
Η μανα μου μολις αναιρεσε την θεωρια πανω στην οποια στηριχθηκαν χιλιαδες ζευγαρια;
Και επειδη δεν αντεχε να βλεπει το υφος της νικητριας πανω στο προσωπο της, εκανε μεταβολη και πετωντας την πετσετα πανω στην καρεκλα αποφασισε να φυγει.
''Παω να βρω τον Ορεστη.'' μουρμουρισε και αφησε πισω της βουητο ψιθυρων.
Στην πραγματικοτητα πηγε απλως στο εφηβικο της δωματιο. Αλλα οπως ελεγε και η γνωστη παροιμια, με ενα σμπαρο δυο τριγωνια, γιατι ο Ορεστης ηταν ξαπλωμενος ανασκελα στο εφηβικο της κρεβατι και κοιταζε το γκρι ταβανι.
''Τι κανεις εσυ εδω;'' τον ρωτησε κλεινοντας την πορτα πισω της.
Εχει καποια μανια με το δωματιο μου;
''Αναρωτιομουν παντα πως ηταν το δωματιο της Κυβελης Πολιτη.'' ανασηκωθηκε και κοιταξε γυρω του, τα στιβαγμενα βιβλια που ειχε αφησει πισω της, εκεινα της σχολης, το τακτοποιημενο γραφειο της, την ντουλαπα, το μεγαλο παραθυρο, τον ολοσωμο καθεφτη.
Με μια γρηγορη ματια καταλαβαινες οτι ηταν πανομοιοτυπο με το τωρινο.Γεγονος που του επιβεβαιωσε ποσο αγαπουσε το οικειο.
''Ωραια, ειδες λοιπον, φυγε τωρα.'' απαιτησε κοφτα.
Γελασε και καθισε στην ακρη του κρεβατιου, ακριβως μπροστα της.
''Φανταζομαι ποσα αγορια ηθελαν να μπουν εδω μεσα.'' μουρμουρισε και την κοιταξε για επιβεβαιωση.
''Δεν νομιζω πως το δωματιο μου ειχε τοσο ενδιαφερον.'' απαντησε αδιαφορα και ο Ορεστης τυλιξε τα χερια του γυρω απο τους γλουτους της τραβωντας την πανω του και ακουμπωντας το σαγονι του στην κοιλια της της.
''Ποιος μιλησε για το δωματιο;''
Η Κυβελη κοκκινισε και τον χτυπησε στο μπρατσο για να την αφησει.
Τι προστυχος, τι ελεεινος!
''Ελα μικρη σεμνοτυφη μην κανεις ετσι!'' την πειραξε και την εσυρε ακομα πιο κοντα του. Ετσι οπως στεκοταν απο πανω του ηθελε να περασει δαχτυλα της μεσα απο τις μπουκλες του.
Αλλα συγκρατηθηκε.
'Η θα παρεις αυτο που θες ή τιποτα.
''Σου πηρα ενα δωρο.'' του ανακοινωσε ξαφνιαζοντας τον.
''Για τα γενεθλια σου το βραδυ.'' επεξηγησε.
Ο Ορεστης θα τους εβγαζε εξω ωστε να γιορτασει μαζι τους μεχρι τις πρωτες πρωινες ωρες, ενω το μεσημερι των γενεθλιων του θα γιορταζε με τους δικους του.
Την αφησε.
''Οντως;Δεν χρειαζοταν.'' την αποπηρε καπως νευρικος.
Δεν ξερει να δεχεται δωρα εκανε μια νοητη υποσημειωση στον εαυτο της.
Κινηθηκε προς την ντουλαπα και εβγαλε απο μεσα μια τσαντα δωρου σε γηινα χρωματα, πανω της αναγραφοταν μια γνωστη μαρκα. Το μυαλο του εκανε στροφες.Δεν το περιμενε να του δωσει ετσι το δωρο του.
''Στο δινω τωρα επειδη δεν θα ερθω σημερα μαζι σας.''κανει να φερει αντιρηση αλλα σηκωνει το χερι της αναμεσα τους.
''Για προσωπικους λογους.'' τον κοβει.
Ηθελε να κρατησε τις αποστασεις της. Απο την στιγμη που εκεινος δεν δισταζε να την βαζει κατω απο το σκωτσεζικο ντουζ, το μονο σωστο ηταν να μεινει μακρια του.Κι ας μην το ηθελε πραγματικα.
Τεινει την τσαντα προς το μερος του και τον αφηνει να κοιταξει μεσα και να την ανοιξει ατσαλα.Μορφασε στο ποσο απροσεκτος ηταν.Απο μεσα εβγαλε ενα μεγαλο τετραγωνο λειο κουτι.Την κοιταξε με την ερωτηση σχεδον γραμμενη στο κουτελο του.
''Αντε ανοιξε το!'' τον παρακινησε ανυπομονη και εκεινος μουδιασμενος ακομα αφησε στην ακρη την σακουλα και εφερε μπροστα του το κουτι. Εβαλε το καπακι και ειδε ενα βελουδινο καλυμα, μεσα στο οποιο βρισκοταν ομορφα τοποθετημενη μια μαυρη μεταξωτη γραβατα. Ηξερε εκ πειρας οτι εκαναν εναν σκασμο λεφτα και κοιταξε την κοπελα για μια εξηγηση.
Υπονοει οτι πρεπει να ντυνομαι αλλιως;Εδω εβαλα πολο!
''Ειναι για την εκδηλωση που εχεις την αλλη εβδομαδα.'' του εξηγησε απαλα, αγγιζοντας με τα ακροδαχτυλα το υφασμα αναμεσα τους.
Απο τον τροπο που δεν τον κοιτουσε καταλαβαινε οτι ντρεποταν για την κινηση της.
Με πεθαινεις οταν σε πιανουν οι ντροπες δικηγορινα.
''Ο μπαμπας μου προτιμα τις custom-made γραβατες, οποτε ζητησα αντι για μονογραμμα στο πισω μερος να ραψουν κατι.'' σπρωχνει το κουτι προς το μερος του για να το κοιταξει μονος του. Στο πισω μερος κατω κατω υπαρχει μια μικρη γαλαζια λυρα.
Ασυναισθητα μπερδευεται.Η κοπελα το καταλαβαινει απο τον τροπο που σμιγει τα φρυδια του και γελαει.
Παραμεριζει τα δαχτυλα του με τα δικα της και χαιδευει το μικρο μουσικο οργανο.
''Ειναι το συμβολο της μουσικης, η λυρα του Απολλωνα..'' μουρμουριζει χαμενη στις σκεψεις της.
''Σκεφτηκα οτι ειναι ιδιαιτερο, ηξερες οτι η λυρα θεωρειται προγονος του βιολιου;'' σηκωνει εν τελει το βλεμμα και τον κοιτα.
Το γαλαζιο και το πρασινο την κοιτουν πισω.
Της χαμογελα, φωτεινα, με λακκακια.Και ολως περιεργως ηταν καθε επιβεβαιωση που χρειαζοταν.
Ο Ορεστης ενιωθε να μην τον χωρα το δωματιο, ηθελε να την αρπαξει και να την φιλησει, να την πεταξει στο κρεβατι και να απολαυσει εκατοστο προς εκατοστο το δερμα της. Και ετσι σκοπευε να κανει, αλλα οταν ανασηκωθηκε για να ενωσει τα χειλη τους τον σταματησε.
Ουτε η ιδια δεν ηξερε που βρηκε την δυναμη.
''Ξερεις τι θελω, δεν θα δεχτω κατι λιγοτερο, αν θες καλως, οχι παλι οχι,δεν πειραζει.''
Γυριζει απο την αλλη και τον αφηνει για δευτερη φορα μεσα στην ιδια μερα αφωνο και μουδιασμενο.
Τι εγινε;
Ανοιγει την πορτα να φυγει, μα σαν κατι να θυμαται κοντοστεκεται.Τον κοιτα με το γνωστο ξινο της υφος.
''Και την επομενη φορα που θα μου παρεις λουλουδια συγγνωμης που δεν προτιθεσαι να πεις, να ξερεις οτι προτιμω το γιασεμι.''
Εξαφανιζεται, νομιζοντας οτι τον εκνευρισε. Μα εκεινη η στιγμη χαρακτηκε για παντα στην ιστορια τους ως η αρχη, η πραγματικη αρχη.
Γιασεμι.
Ο Ορεστης δεν μπορουσε να το πιστεψει.Ηταν τυχαιο;
Μα ποσο τυχαιο μπορουσε να ειναι;
Το αγαπημενο της λουλουδι ειναι το γιασεμι, ελεγε και ξαναελεγε μεσα του μα δεν το πιστευε.
Αποτελουσε στην πραγματικοτητα μια χαζη μικρη λεπτομερεια που δεν θα της ανεφερε ποτέ, μα παραλληλα και αυτο που τον εκανε να καταλαβει οτι αυτοι οι δυο ηταν μοιραιο να ειναι μαζι.
---------------------------------------------------------------------------------------
Κρατωντας την υποσχεση της και παρα τα παρακαλια των κοριτσιων, η Κυβελη το βραδυ εκεινο εμεινε στο διαμερισμα της στην Ζωγραφου, αγκαλια με ποπ κορν και παρακολουθωντας μια πολιτικη σειρα.
Για καποιο λογο ενιωθε οτι ειχε κανει το σωστο. Δεν αισθανοταν μπερδεμενη, ουτε περιμενε κατι. Ολα πλεον εξαρτωνταν απο τον Ορεστη, κι αυτο ολως περιεργως την καθησυχαζε. Σιγουρα δεν θα μπορουσε η ιδια να κανει λαθος.
Η ωρα ηταν λιγο μετα τις 2 το πρωι, οταν χτυπησε το κουδουνι, κοβωντας της το αιμα. Αμεσως η σκεψη της πηγε στον Δελη.Την παραλογη σκεψη της αντεκρουσε εκεινη που της υπενθυμισε τι ωρα ηταν.
Ομως τοσα εκανε, εκει θα κολλησει;
Χαμηλωσε την τηλεοραση και ευχηθηκε οποιος ηταν να φυγει.Η Φαιη ειχε κλειδια.
Το κουδουνι ξαναχτυπησε.Σχεδον φοβοταν να πλησιασει.
Με χερια που ετρεμαν και το κινητο σε ακτινα ενος μετρου, παραμερισε το ματακι και κοιταξε εξω στον διαδρομο.
Η μορφη του Ορεστη την ανακουφισε.Ο φοβος ομως την διαδεχτηκε.
Τι κανει αυτος εδω;Επαθε καποιος κατι;
Διαπλατα ανοιγει την πορτα και τον κοιτα να στεκεται στο κατωφλι, μαζι με μια μικρη βαλιτσα/χαρτοφυλακα.
''Τι εγινε;Τι κανεις εδω;Που ειναι οι αλλοι;''
Χαμογελαει λιγο και την προσπερναει μπαινοντας στο διαμερισμα.
''Στο block ειναι, πληρωσα και εφυγα.''βαριανασαινει και ακουμπα αυτο που κουβαλαει στον καναπε.
Ελα μου;
''Εφυγες απο τα γενεθλια σου;Εισαι τρελος;'' ρωτησε
Την αγνοησε ομως.
Η Κυβελη κλεινει την πορτα μπερδεμενη περιμενει κατι ακομα.Εν τω μεταξυ σκεφτεται οτι του ανοιξε με φουτερ και κολαν.
''Ηθελα να στο δωσω μετα την αλλαγη χρονου, αλλα...εμ...δεν μπορω να περιμενω.'' μπερδευει ελαφρως τα λογια του και μοιαζει νευρικος, τα ματια του ειναι κολλημενα στο πατωμα, φοραει μαυρο μπλουζακι και μαυρο τζιν με stan smith.
Κουκλος ειναι.
Αναρωτιεται μεσα της τι ειναι τοσο σημαντικο.
''Τι;''
Σηκωνει το κεφαλι.
''Το δωρο σου.'' προφερει αργα.
Πισωπατα σοκαρισμενη.
Μου πηρε δωρο;Ποτε; Γιατι;
''Εγω σου πηρα για τα γενεθλια σου δεν...''
''Το παρηγγειλα μετα τα Χριστουγεννα, την μερα που τσακωθηκες μονη σου''
Επιλεγει να αγνοησει το 'τσακωθηκες' και επικεντρωνεται στο πρωτο μερος.
''Τσακωθηκαμε και μου παρηγγειλες δωρο;'' τον ρωτα δυσπιστα.
Τι αναποδος ανθρωπος θεε μου.
Ο Ορεστης αμφιταλαντευοταν καιρο τωρα, μα εκεινο το μεσημερι, το συμπαν θαρρεις του ειχε δωσει το πρασινο φως, το μεγαλο ναι, το σημαδι που περιμενε χρονια τωρα.
''Θυμασαι εκεινο το τραγουδι που ακουγες οταν ησουν μικρη;Μου το ειπες το βραδυ που ησουν μεθυσμενη.'' της εξηγει και γελαει σκεπτομενος εκεινο το βραδυ.
Η Κυβελη καταλαβαινει.
Βρηκε το τραγουδι;
''Δεν μπορουσα απο τα ακαταλαβιστικα που ελεγες να καταλαβω ποιος τραγουδι ειναι, αλλα νομιζω βρηκα για ποια λες.'' σχολιασε και ανοιξε την βαλιτσα.Μεσα ηταν ενα πικαπ.
Η κοπελα αναφωνησε και εφερε το χερι μπροστα απο το στομα της.Τον κοιταξε σαν να μην το πιστευε.Η κοκκινη κορδελα γυρω απο την συγχρονα παλια συσκευη τα ελεγε ολα.
''Μου...μου πηρες πικαπ;'' τον ρωτησε και την ειδε να βουρκωνει.Κατι μεσα του ζαρωσε.
Αναθεμα σε δικηγορινα.
Εγνεψε θετικα και σαν να σκεφτηκε οτι ηταν καπως γλυκαναλατο περασε το χερι του μεσα απο τα μαλλια του σχεδον ντροπαλα.
''Εχω εναν φιλο που φτιαχνει βινυλια και εχει πολλα παρε δωσε με δισκογραφικες, οποτε μπορεσε να μου φτιαξει ενα τελευταια στιγμη.'' επιβεβαιωνοντας τα λογια του εβγαλε εξω μια τετραγωνη θηκη, ανοιχτο γαλαζιο, με την γνωριμη ξανθια γυναικα απεξω.
Εγραφε <<Νατασσα Μποφιλιου-Οι μερες του Φωτος>>.
Οι αναμνησεις απο το καλοκαιρι εκεινο στην Αλοννησο ξεπηδησαν μια μια στο μυαλο της.
''Δεν ξερω ποιο απο ολα ηταν, μα μεσα εχει 10 τραγουδια,οχι ολα απο εκεινο το αλμπουμ αλλα απο το Μπελ Ρεβ live, τα γραφει πισω. Ξεχωρισα οσα μου ταιριαζαν και....εμ...ναι ,αυτο βασικα.'' την κοιταξε καπως νευρικος και η κοπελα πηρε τον δισκο στα χερια της.
1)Οι μερες του φωτος
2)Δεμενη
3)Κρυψου
4) Τα μεθυσια
5)Σε εχω βρει και σε χανω.
6)Η καρδια ποναει οταν ψηλωνει.
7)Στην επομενη ζωη.
8) Μονόλογος
9)Ετσι ειν' αυτα
10)Τα επομενα φιλια.
11)Κοιτα εγω
Κοιταξε εναν εναν τους τιτλους, επειτα τον Ορεστη που προσπαθουσε να ακουμπησει στο τραπεζακι το πικ απ.
Ηταν ενα μικρο βαλιτσακι, ανοιχτο γαλαζιο, ιδιο με τον δισκο, και εμοιαζε αρκετα ακριβο.Μα δεν ηξερε τι να πρωτορωτησει.Φαινοταν να ξερει τι κανει, αλλα και να θελει να αποφυγει το ευχαριστω της.
''Να το δοκιμασουμε;''
Ετεινε το χερι του προς το μερος της για να παρει το βινυλιο.Η κοπελα ξυπνωντας απο το ληθαργο της κουνησε το κεφαλι και του το εδωσε.Δυο λεπτα αργοτερα, αρχισε να κινειται κυκλικα, και η βελονα κατεβηκε.
Σταθηκε απεναντι της, περιμεναν μεσα στην πληρη σιωπη. Ωσπου, καθαρος και μεταρσιωτικος, ακουγεται ο ρυθμος και επειτα η μελωδια.
Η αγγελικη φωνη των παιδικων της χρονων καλυπτει καθε γωνια του σαλονιου.
Κοιτάς απ' το παράθυρο
βλέπεις το λιώσιμο των πάγων
έρχονται οι μέρες του φωτός
είσαι κιόλας τριάντα
στ' ανοιχτά των καιρών
Κοιτιουνται και χαμογελουν ασυναισθητα, η Κυβελη βουρκωνει.Οχι εξαιτιας του τραγουδιου, που ειναι τραγικα αισιοδοξο, αλλα νιωθοντας οτι βλεπει πρωτη φορα μπροστα της.
Από κάπου έρχεται
μια μακρινή μουσική
σε ξεσηκώνει
θέλεις να βγειςν' ακουλουθήσεις τη μεγάλη πορεία
νιώθεις πως γράφεται ιστορία
Και η ιδια αισθανεται οτι γραφεται ιστορια, ακουει την συγγνωμη του Ορεστη σε ενα βινυλιο. Μια περιεργη ευφορια την κατακτα.
Το πρωτο δακρυ κυλαει και αποκτα οπτικη επαφη.
Έρχονται οι μέρες του φωτός,
οι μέρες του φωτός
Κοιτα το γαλαζιο και το πρασινο.
Ερχονται οι μερες του φωτος;
Τον ρωτα νοητα. Εκεινος κανει ενα βημα προς το μερος της και κλεινει την αποσταση αναμεσα τους.
μια εποχή τελειώνει.
Τραγουδαει η γυναικα και η καρδια της παλλεται ασυστολα.
Με το ακροδαχτυλο του σκουπιζει τρυφερα ενα δακρυ που κυλαει απο το μαγουλο της και τυλιγει το χερι του γυρω απο την μεση της.
Απο ολα τα τραγουδια εκεινο ηταν το πιο αισιοδοξο, κι ομως , το πρωτο που την εκανε να κλαψει.
''Θα το δοκιμασουμε δικηγορινα.'' της λεει διστακτικα και εκεινη αναφωνει, ενω επειτα του χαμογελα φωτεινα.
Η επιβραβευση του.
''Χωρις τον παντρεμενο.'' επεξηγει απαλα και το γελιο της ηχει πανω απο την γλυκια φωνη.
''Χωρις την Τατιανα.'' του απαντα.
''Μονο εμεις.'' της επιβεβαιωνει.
''Οι δυο μας.''
Σκυβει λιγο, μα η Κυβελη τεντωνεται και τον βρισκει στα μισα. Το φιλι τους ειναι γλυκο, με αρωμα κανελας, οπως παντα.
Εκεινος ο δισκος της συναυλιας θα τους συντροφευε για καιρο, και ας τον θεωρησαν αφορμη του φιλιου τους.
Εμεναν αλλα 9 τραγουδια αλλωστε.
Ερχονται οι μερες του φωτος.
Κανείς ποτέ δεν με αντεξε για αυτο σε παρακαλω καντο εσυ.
Αντεξε με.
Γιατι μπορει να μην θυμαμαι ποτε εχουμε επετειο, ή ποτε ειναι την γιορτη σου, αλλα θα θυμαμαι την πρωτη φορα που σε ειδα, τι φορουσες, πως με κοιτουσες, πως χαμογελουσες.
Δεν θα ξεχασω ποτέ πως πινεις τον καφε σου, ποιο φαγητο δεν μπορεις ουτε να μυριζεις, απο που απεκτησες εκεινο το σημαδι και καθετι μικρο νομιζεις πως ξεχναω στη στιγμη.
Μπορει να μην θυμαμαι οτι εχεις μια σημαντικη συναντηση, μα θα ξαγρυπνησω μαζι σου το προηγουμενο βραδυ επειδη δεν μπορεις να κοιμηθεις.
Θα ξυπνησω την ωρα που ξυπνας και στην σιωπη του σπιτιου μου θα αφουγγραστω το αγχος σου.
Δεν θα υποχωρω στους καβγαδες μας, μα θα κανω πισω στην στενοχωρια σου. Δεν μ αρεσει να σε βλεπω ετσι, με τρομαζει η σιωπη σου.
Θα σε αφηνω να μου φωναξεις, κι ας μην φταιω εγω.Ξερω οτι σ'αρεσει η σιωπη.Νιωθεις πως σε ακουν.
Μα αυτο που δεν ξερεις ειναι το παντα σε ακουω, ακομα κι οταν δεν θες.
Οποτε, αντεξε με, γιατι μπορει να ειμαι ενα καρο ασχημα πραγματα,μπορει να γινομαι μυγιαγγιχτη και ξινη, αλλα θα σε αγκαλιασω οταν το εχεις αναγκη, και θα κλαψω οταν μεινω μονη μου μετα τον καβγα μας.
Γιατι, δεν θελω να το ξερεις, αλλα ειμαι ευαισθητη, πιο πολυ απο οτι θελω, και ποναω οταν με κοιτας θυμωμενος, βαραινει το στηθος μου οταν μου μιλας σκληρα.
Κι ας το παιζω ανετη , κυνικη και ανεξαρτητη.
Αντεξε με γιατι θα σε αντεξω κι εγω. Στο υποσχομαι.
Θα χαιδευω τα σημαδια σου και θα προσεχω μην τυχον και σου δημιουργησω αλλα.
Θα τρεμω στην σκεψη να σε πονεσω κι ας ειναι με ενα μου βλεμμα.
Οποτε, αντεξε με, σε παρακαλω.
Γιατι ειμαι αναποδη, περιεργη και δυσκολη.
Μα ειμαι καλο παιδι και θα σε αγαπω πολυ.
Απο εσενα θελω μονο να με αντεξεις,
εμενα και την (παρ)ουσια μου.
Ciao Bellas!
Και γεια στα δυο αγορια που με διαβαζουν και δεν ηξερα την υπαρξη τους μεχρι προσφατα!
Αφιερωμενο στην Μαρικα ( skalmarika73 ) . Ευχαριστω για την υπεροχη συντροφια και τα αλλοτε στοχευμενα και αλλοτε (στοχευμενα και) ξεκαρδιστικα σου σχολια!
Αφιερωμενο και στην BlackSeaWolf . Με πολλη αγαπη, ευχαριστω. Ξερεις ηδη γιατι.
Αργησα γιατι δεν ειχα εμπνευση μα τωρα πηρα φορα!Το πρωτο μερος τελειωνει σε 2 με 3 κεφαλαια!
Πως σας φανηκε;
Ηρεμο κεφαλαιο.
Αντε να δουμε τι θα γινει.
Καλη Ανασταση και Καλο Πασχα.Ευχομαι τα καλυτερα σε εσας και τις οικογενειες σας. Υπομονη, δυναμη, αγαπη, ελπιδα και αισιοδοξια.
Τα καλυτερα επονται!
Σας αγαπω (οπως παντα) πολυ πολυ.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top