Ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα σε δυο μέρη.
Αισθάνθηκα μια φοβερή απόσταση ανάμεσα σε εμένα και οτιδήποτε άλλο.
Hunter S. Thompson
Δυο άντρες βρέθηκαν στο κατώφλι μου.
Ο ένας με αγάπησε όσο κανείς, τον άλλον τον αγάπησα όπως κανέναν.
Ο πρώτος με κοιτούσε και έλαμπαν τα μάτια του, μου έκανε όλα τα χατίρια, έκλαιγε στον πόνο μου και χαιρόταν με την χαρά μου, μου έστελνε να δει αν έφτασα καλά σπίτι.
Ο άλλος με κοιτούσε κρυφά, για να μην δω ότι με προσέχει, με έκανε να κλαίω αρκετά συχνά, και όταν γκρίνιαζα πως δεν με ρωτάει αν έφτασα καλά, αποκρινόταν ότι θα το ένιωθε αν πάθαινα κάτι.
Ο πρώτος, για να μην σε κουράσω, είναι εκείνος που οι φίλες μου αγάπησαν, η αδελφή μου λάτρεψε, οι γονείς μου συμπάθησαν.
Ο δεύτερος, τι ειρωνία, ούτε το όνομα του δεν μπορώ να πω μπροστά σε όσους αγαπώ.
Ο ένας, ξάπλωσε πλάι μου στο κρεβάτι, μούδιασε το χέρι του να μου χαϊδεύει τα μαλλιά, και κάπνιζε πολύ. Θυμάμαι του έλεγα ένα βράδυ πόσο δυστυχισμένη με κάνει η στασιμότητα, πόσο θέλω να γνωρίσω νέους πολιτισμούς, να ταξιδέψω, να πάω σε μουσεία, στο θέατρο, να διαβάσω, πόσο με προβληματίζει που το βιβλίο πια δεν είναι τόσο διαδεδομένο. Του έλεγα για τα όνειρα και τους φόβους μου.
Σταμάτησε να με χαϊδεύει.
«Μωρό μου γιατί στενοχωριέσαι με τέτοια; Θα πάμε διακοπές και σε κλαμπ και τα πάντα. Γιατί αγχώνεσαι; Μια δουλίτσα, ένα σπιτάκι, η παρέα μας, απλά τα πράγματα.»
Πήρα το τσιγάρο από το χέρι του και έκανα μια τζούρα.
Εκείνο το βράδυ πριν 6 μήνες άρχισα το κάπνισμα. Μαζί με μια σκέψη : Εγώ κι αυτός δεν έχουμε μέλλον.
Ο άλλος, ο δεύτερος, ξάπλωσε ανάμεσα στα πόδια μου, ακούμπησε το κεφάλι του στην γυμνή κοιλιά μου και κοιτούσε το κενό. Κι εκείνος κάπνιζε, μα δεν με ενοχλούσε.
Τα ίδια του έλεγα. Νόμιζα ότι δεν με άκουγε.
Οπότε τα είπα όλα Τι θες; Για την σχολή; Το μέλλον; Το πόσο με πληγώνει που οι άνθρωποι δεν διαβάζουν; Το πόσο θέλω να ταξιδέψω, να πάω θέατρο και σε μουσεία; Όλα του τα είπα.
Και επειδή δεν με διέκοψε, είπα τόσα που βούρκωσα.
Και όταν κατέβασα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω με κοιτούσε ήδη.
Ξέρεις τι μου είπε εκείνος;
«Κατάλαβα κάτι για σένα.» συμπέρανε σοβαρός, κάνοντας με να χάσω έναν χτύπο.
«Σε αγαπώ γιατί έχεις πάθος, θες κάτι παραπάνω, και αυτό με πορώνει, με κάνει να θέλω να γίνω καλύτερος, για μένα, για σένα, δεν έχει σημασία. Καλύτερος.» Ακούμπησε ένα φιλί στην κοιλιά μου, για να με κάνει να χαμογελάσω.
Τον πρώτο την μέρα που τον χώρισα έκλαιγε, αποκαρδιωτικό για το ενοχικό μου υποσυνείδητο.
Μου ορκίστηκε ότι θα προσπαθήσει να αγαπάει όσα και εγώ, το θέατρο, τα βιβλία, τα μουσεία, να τον προβληματίζουν όσα με κρατάνε ξύπνια. Και να σου πω κάτι;
Θα προσπαθούσε.
Μα εγώ δεν ήθελα να προσπαθήσει να γίνει αυτό που θέλω. Δεν θα τα κατάφερνε ποτέ.
Τον δεύτερο, την μέρα που τον χώρισα έκλαιγα, αποκαρδιωτικό για το μέρος του εαυτό μου που πίστευε στον έρωτα.
Έληξα τα πάντα κοιτώντας τον στα μάτια και ξέροντας ότι δεν θα τρέξει πίσω μου για πολύ, από εγωισμό. Μα κυρίως εν γνώση μου, ότι με εκείνον θα μπορούσα να έχω τα πάντα.
Γιατί καταλάβαινε, γιατί στα μάτια του έβλεπα το πάθος που είχα στα δικά μου.
Πάθος για ζωή, για εκπλήρωση κάθε αίσθησης στο έπακρο, για ηδονή κάθε μορφής, για την λιποταξία της μετριότητας.
Δυο άντρες βρέθηκαν στο κατώφλι μου, τον πρώτο τον επέλεξα και ο δεύτερος με διάλεξε, ιδανικοί ο καθένας με τον τρόπο του, απλά όχι για μένα.
Κλείνω την πόρτα δίχως να αφήσω κανέναν μέσα, και μπαίνω στο άδειο μου σπίτι ξέροντας ότι το βράδυ θα κοιμηθώ μόνη.
Το μόνο που ζεσταίνει την παγωμένη μου μοναξιά είναι ότι τουλάχιστον δεν θα κοιμηθεί πλάι μου ο λάθος.
Κεφάλαιο υπ αριθμον 65 : Το λαθος ανάμεσα μας
Το επόμενο πρωί ξύπνησε με πονοκέφαλο και με το κουδούνι να χτυπάει παρατεταμένα. Σύρθηκε μέχρι την πόρτα βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Ήταν η κυρία Ριτσα με ένα ταψί αχνιστή πίτα και άλλο ένα από κάτω. Την προσπέρασε βιαστική για να μπει μέσα.
Τι θέλει από την ζωή μου;
«Άντε κάλε θα μου πέσουν τα πράγματα.»
Κοντοστάθηκε στην είσοδο και μουδιασμένη έκλεισε την πόρτα.
«Κυρία Ρίτσα ούτε καφέ δεν έχω πιει ακόμα...» κλαψούρισε τρίβοντας τους κροτάφους της.
Η γυναίκα γύρισε και την κοίταξε. Η ώρα ήταν 10, είχε βγει ο ήλιος, και όλα στο διαμέρισμα ήταν φωτεινά εκτός από το θαμπό κορίτσι απέναντι της.
«Ήρθα να σε ρωτήσω για τους απέναντι. Κάτσε να σου βάλω να φας λίγη πίτα μέχρι να σου κάνω καφέ.» την διέταξε και η κοπέλα μισοκοιμισμένη ακόμα, μα άκρως μπερδεμένη έπεσε στον καναπέ.
Ποιους απέναντι;
«Η καφετιέρα είναι...»
«Ξέρω που είναι, αλλά θα σου κάνω ελληνικό, μέτριο ε; Καλά αν πιεις ελληνικό από τα χεράκια μου άλλο καφέ δεν θα ξαναπιείς!» Δεν έφερε αντίρρηση στον φόβο κυρίως μην συνεχίζει να της μιλάει.
Άλλωστε από όσο είχε πει ήταν εδώ να την δωροδοκήσει για να μάθει πληροφορίες για τους απέναντι.
Ένα πιάτο με ένα τεράστιο κομμάτι τυρόπιτα προσγειώθηκε μπροστά της.
«Φάε φάε μην κρυώσει! Σαν να έχεις αδυνατίσει λίγο, δεν σου κάθεται καλά η μπλούζα!» μουρμούρισε η γυναίκα που σαν να ήταν στο σπίτι της επέστρεψε στην κουζίνα να έχει το νου της τον καφέ. Δεν πρόλαβε να φάει τρεις μπουκιές από την λαχταριστή πίτα, όταν η γειτόνισσα επέστρεψε με έναν δίσκο.
Ακούμπησε μπροστά της μια κούπα με διπλό ελληνικό καφέ με μερακλίδικο καϊμάκι, και ένα πιάτο με ένα κομμάτι κέικ λεμόνι, το αγαπημένο της.
Κάθισε απέναντι της στην πολυθρόνα και την παρακολούθησε να τρώει μπερδεμένη.
«Σου έχω αφήσει ένα ταψί με αλλά 5 κομμάτια, όλα θα τα φας, γιατί αύριο θέλω το ταψί!»
«Αφήστε τα θα τα βάλω σε ένα πιάτο εγώ δεν πειράζει.»
«Να λερώνεις πιάτο;»
Θα με τρελάνει.
«Δεν μου λες λοιπόν εσύ πως είσαι;» η Κυβέλη θεώρησε ότι της έπιανε κουβεντούλα για να μπει στο ψητό.
«Καλά είμαι, προσπαθώ δηλαδή.» δεν μπόρεσε να κρυφτεί, ούτε όμως και να την κοιτάξει στα μάτια μετά από όσα της είπε την μετά που ήρθε ασθενοφόρο για τον Ορέστη.
Ξεροκαταπίνει.
«Σας ευχαριστώ για τότε, δεν θα έλεγα κάτι, απλά...»
«Απλά δεν ήθελες να τον εκθέσουμε και εκείνος να ντραπεί.» την βοήθησε να τελειώσει την φράση της.
Σήκωσε το βλέμμα της θαρραλέα. «Ναι.» παραδέχτηκε.
«Το βρήκα πολύ γενναίο.»
Μουρμούρισε, ντροπιασμένη και ενθυμούμενη πως είχε μιλήσει, ένα ξέπνοο "Ευχαριστώ"
«Και τώρα...διαβάζεις; Τι κάνεις;» κοίταξε δυο ποτήρια κρασί που είχαν ξεμείνει από το προηγούμενο βράδυ.
«Θα αρχίσω, θέλω να πάρω πτυχίο τον Σεπτέμβριο.»
«Να αρχίσεις κορίτσι μου, άντε να τελειώνεις και εσύ!»
Κοίταξε το ρολόι της.
«Έχω το φαΐ στην φωτιά και θα αρπάξει, πάω πάω...» φουριόζα σηκώθηκε και κίνησε προς την πόρτα.
«Το κέικ να φας!» φώναξε πάνω από τον ωμό της πριν κλείσει την πόρτα.
Δεν ρώτησε για τους απέναντι...
-----------------------------------------------------------------------------------
Τέσσερις μέρες χωρίς τον Ορέστη και ήταν ελάχιστες οι στιγμές που βρέθηκε μονή με την Λαίδη. Η Φαιή όλο της ζητούσε να μιλήσουν βιντεοκλήση και η Ερμιόνη την ενθάρρυνε να διαβάσουν.
Με βαριά καρδιά άνοιξε τα βιβλία, πλάι στο σημειωματάριο με τις ημερομηνίες για την επόμενη εξεταστική, μα και εκείνη που έτρεχε, και επρόκειτο να αρχίσει την επόμενη εβδομάδα, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει ότι είχε μείνει πίσω. Πολύ πίσω.
Την έπιασε βραχνάς. Ήθελε να κλάψει.
Έχουν διαλυθεί όλα.
«Κυβέλη ηρέμησε. Μια χαρά είσαι, μην ξεχνάς ότι έχεις χάσει δυο εξεταστικές, ένα έτος δηλαδή. Απλά θα δώσεις 4 τώρα και 5 το καλοκαίρι. Και τέλος!»
Για την μελαχρινή αυτή θα ήταν η τελευταία της εξεταστική, καλώς εχόντων των πραγμάτων. Τον Ιούνιο θα έφευγε για Δανία.
Αυτό ήταν βέβαια μια λεπτομέρεια που ο Βασίλης ακόμα δεν γνώριζε και η Κυβέλη αναρωτιόταν τι στο καλό σκεφτόταν η Ερμιόνη και του το έκρυβε ακόμα.
Μα η κοπέλα γρήγορα μετρίασε την ανάγκη της για δικαιοσύνη λέγοντας στον εαυτό της ότι δεν είναι η θέση της να κρίνει.
Την κοίταξε που υπογράμμιζε για 4η φορά το βιβλίο του Γενικού Διοικητικού. Το είχε μάθει πλέον απέξω, ήταν η 3η εξεταστική που θα το έδινε και δεν την έπαιρνε να κοπεί πάλι. Όχι πως ήταν στο χέρι της.
«Ξέρεις ότι δεν προλαβαίνω έτσι; Θα διαβάζω μέρα νύχτα και πάλι ενδέχεται να μην τα καταφέρω.» ένιωθε την καρδιά της να χτυπά στο στήθος της δυνατά, σε απόγνωση.
Η κολλητή της την αγριοκοίταξέ για να την βάλει στην θέση της.
«Τι έχεις να κάνεις; Τι καλύτερο έχεις στο πρόγραμμα σου από το να πάρεις πτυχίο;» αντιγύρισε με τουπέ και έσπρωξε το βιβλίο προς το μέρος της.
Μέσα στο απόλυτο κενό της αναμονής και των χαμένων της προσδοκιών, η Κυβέλη έκανε το πρώτο βήμα να κοιτάξει τον εαυτό της.
Αυτό θα την έσωζε.
------------------------------------------------------------------------------------
Ο χρόνος μακριά του περνούσε αργά και γρήγορα ταυτόχρονα. Όλη της η μέρα ήταν ένα δύσβατο μονοπάτι με βραδύ βηματισμό, μα ξάφνου δεν ήταν Δευτέρα, ήταν Πέμπτη, και δεν ξημέρωνε Παρασκευή, αλλά Τρίτη.
«Πώς είσαι;» ρουφούσε κάθε εκατοστό της εικόνας απέναντι της. Κάθε μέρα μιλούσαν με βιντεοκλήση, γεγονός που την ανακούφιζε, και της έδινε κίνητρο να προχωράει. Ήταν ντυμένος με φούτερ και χαλαρό φαρδύ τζιν, από κάτω all star, ήταν ο συνηθισμένος του εαυτός, επιμελώς ατημέλητος, και ένας κούκλος.
Αυτό την έκανε να αναρωτιέται, δεν του την είχε πέσει καμία, έτσι;
«Κυβέλη;» η φωνή του την τράβηξε έξω από τις χαοτικές της σκέψεις.
«Ναι;» επικεντρώθηκε στο βλέμμα του.
Ήταν όρθιος στο σαλόνι και προσπαθούσε να στερεώσει δυο βιβλία στο τρίποδο.
«Πως είσαι λέω.» ξαναρωτάει.
Για κάποιο λόγο και μόνο στην σκέψη να απαντήσει ότι είναι καλά ένας κόμπος ανεβαίνει στον λαιμό της.
Είμαι χάλια, γύρνα πίσω αμέσως!
Την κάνει αδύναμη και μόνο που την κοιτάζει.
Ποια; Εκείνη, που είχε προσωπικό χώρο και μια απέχθεια στις αγκαλιές, ήθελε να χωθεί στην δική του και να μην φύγει από εκεί ποτέ.
Αμφιταλλαντευόταν ανάμεσα στο να κλάψει μέχρι εκείνος να λυγίσει, αν αυτό ήταν εφικτό, και να επιστρέψει και στο να πάρει το αεροπλάνο και να πάει μονή της.
«Διαβάζω, πολύ, να πάρω πτυχίο ε...» το αφήνει να αιωρείται και στερεώνει το κινητό στο μαξιλάρι του, ξαπλώνει στο δικό της και κλείνει το φως.
Της χαμογελάει τρυφερά, μοιάζει περίεργος, κάπως αποκομμένος, και παρακαλάει να είναι απλώς εκείνη, η τρελή, παρανοϊκή πλευρά του εαυτού της.
«Θα μου κάνεις παρέα μέχρι να κοιμηθώ;» ψιθυρίζει σαν να κοιμάται ήδη ο διπλανός της.
«Κλείδωσες;» την ρωτάει και γέρνει προς το μέρος της οθόνης για να την δει να γνέφει.
«Και έβαλα συναγερμό.»
«Είσαι τέλεια.» την επιβραβεύει και επιστρέφει στην θέση του.
Βολεύτηκε λίγο καλύτερα και σκεπάστηκε, το φως της οθόνης μόνο την νανούριζε.
«Κάποια προτίμηση;» όσο κι αν έκλειναν τα βλέφαρα της, δεν τον άφηνε από τα μάτια της.
Ήταν η αγαπημένη της ώρα στην μέρα.
«Τα συνηθισμένα.» ψιθύρισε.
Τον είδε να χαμογελά, έγνεψε θετικά.
«Τα συνηθισμένα.» στερέωσε το βιολί στον ώμο του και ακούμπησε το σαγόνι του.
Και έπαιξε, μόνο για εκείνη.
------------------------------------------------------------------------
Στις 15 Φεβρουαρίου τα ξημερώματα χιόνισε για πρώτη φορά μετά από πολλά πολλά χρόνια.
Όλη η Αθήνα ντύθηκε στα λευκά και παρίστανε Ελβετία
«Έλα να παίξουμε!» είχε πάρει τον σκύλο και είχαν πάει Ζωγράφου για μια βραδιά ταινιών που εξελίχθηκε σε αποκλεισμό από το χιόνι που έκανε τους πάντες να ευθυμήσουν.
Οπότε, όπως κάθε άλλη παρέα που έμενε κοντά, έτσι κι εκείνοι, ντύθηκαν στις 11 το βράδυ και βγήκαν στους δρόμους.
Η Κυβέλη δεν θυμόταν καθαρά την τελευταία φορά που είχε χιονίσει έτσι στην Αθηνά.
Τα ταξίδια της στο εξωτερικό δεν είχαν καμία σχέση με την θέα της πόλης της ντυμένης στα λευκά.
Το άσπρο είναι το χρώμα σου δικηγορίνα.
Είναι από ότι φαίνεται και το χρώμα της Αθήνας.
21: 00 Χιονίζει όσο δεν έχει χιονίσει ποτέ ξανά.
21: 34 Ο χρήστης Δικηγορίνα έστειλε φωτογραφία
22: 45 Έχω αποκλειστεί με τα παιδιά Ζωγράφου.
22: 45 Ευτυχώς πήρα τον σκύλο μαζί μου.
23: 00 Ο χρήστης Δικηγορίνα έστειλε φωτογραφία.
23: 30 Εκεί πως είναι;
00: 01 Μου λείπεις.
Δεν της απάντησε, το είχε συνηθίσει όμως η Κυβέλη. Ο Ορέστης πάντοτε έκλεινε το κινητό του στις πρόβες, και στο μάθημα, και αυτά τα δυο έμοιαζαν να κρατούν για πάντα.
«Βασίλη έλεος, είναι ανάγκη να είσαι τόσο ανταγωνιστικός;» η Ερμιόνη βγήκε από το μπάνιο στεγνώνοντας τα μαλλιά της.
Ο ξανθός φίλος τους είχε μπερδέψει τον χιονοπόλεμο με πεδίο μάχης, δεν είχε κανένα έλεος.
«Εγώ φταίω που είσαι αδύναμη;» κάθισε καλύτερα στον καναπέ και της έκανε νόημα να πλησιάσει.
Ο Γιάννης και ο Κωνσταντίνος κοιτούσαν από το κινητό του πρώτου καρέ καρέ τις πιο ντροπιαστικές στιγμές.
«Εσύ το παράκανες ρε φίλε, έναν χιονάνθρωπο δεν φτιάξαμε!» η Φαιή φώναξε από την κουζίνα, όπου έφερνε το χαμομήλι της.
«Άσε που μπέρδεψες το χιόνι με τον πάγο, έχω μώλωπες.» η Ερμιόνη κάθισε πάνω του και άρχισε να του κάνει μούτρα, πετυχαίνοντας αμέσως να τον λυγίσει.
«Μώλωπες; Πού μωρό μου; Να τους δώσω ένα φιλάκι να περάσουν...» τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την γέμισε μικρά φιλάκια, γαργαλώντας την παράλληλα.Η Κυβέλη κοίταξε τους άλλους δυο.
«Ε σε πιάνει μια αηδία.» μουρμούρισε ο Κωνσταντίνος προκαλώντας το γέλιο της φίλης του.
Λίγες ώρες αργότερα, και κάπου στα μισά της τρίτης ταινίας, η Κυβέλη βγήκε από τον λήθαργο που είχε πέσει, ανάμεσα στις κουβέρτες και με την Λαίδη αγκαλιά, και έψαξε το κινητό της.
03: 02 Κι εμένα, πολύ.
-----------------------------------------------------------------
17 Φεβρουαρίου - 17 μέρες απο την φυγή
755 νέα κρούσματα.
«Θες νερό;» η Ερμιόνη σηκώθηκε επιτέλους από το κρεβάτι του και έψαχνε στα ντουλάπια για κάτι γλυκό.
«Όχι, καλά είμαι.» ο Βασίλης έψαχνε στο λαπτοπ της ταινία στο νετφλιξ. Άδικος κόπος, γιατί είχαν δει τα πάντα.
«Πώς λέγεται αυτή η ταινία με την γυναίκα στο τρένο...» μουρμούρισε στον εαυτό του και προσπάθησε να θυμηθεί κάποια λεπτομέρεια.
Πάτησε κάτω την καρτέλα ήδη ανοιχτή στο google, για να ανοίξει νέα. Μα κάτι του τράβηξε την προσοχή.
Ήταν η φωτογραφία ενός διαμερίσματος.
Τα μάτια του άρχισαν να οργώνουν την οθόνη. Τα αγγλικά μεταφράζονταν στο μυαλό του πιο αυτόματα από ποτέ.
Μεσιτικό;
Και έπειτα, η λέξη που μισούσε πιο πολύ από κάθε άλλη.
Δανία.
Η καρδιά του έχασε τόσους χτύπους που ήταν σαν να είχε σταματήσει.
Λάβαμε την προκαταβολή ενοικίων,
6μηνη ενοικίαση.
Όχι όχι όχι.
Άνοιξε το στόμα του, μα λέξη δεν βγήκε.
Η Ερμιόνη φάνηκε στο κατώφλι της πόρτας
«Το έψαξα, είναι κυριολεκτικά the woman on the train.»
Σήκωσε το βλέμμα του πάνω της παγώνοντας της από την έκφραση του, σοκ και πόνος.
Πόνος που όμως σκλήρυνε και έγινε οργή.
Με κρότο έκλεισε την οθόνη του λαπτοπ, αδιαφορώντας αν το χάλασε.
«ΘΑ ΠΑΣ;»
Η κοπέλα τινάχτηκε στην θέση της και κάπως μαζεύτηκε. Ολόκληρη χλώμιασε.
«Τ-τι;» ρώτησε δειλά.
Ο Βασίλης σηκώθηκε από το κρεβάτι και κινήθηκε προς το μέρος της.
«Θα πας στην Δανία; Ε; Μίλα γαμώ το κέρατο που θα φάω!»
Η Ερμιόνη τον είχε δει έξαλλο, άπειρες φορές, μα ποτέ τόσο, τόση οργή, και εκείνος απανεντι της, τοσο αγερωχος τόσο ψηλός, τοσο έξαλλος. Φοβήθηκε.
Μαζεύτηκε στην θέση της.
«Βασίλη περίμενε λίγο, να σου εξηγήσω, ήταν απόφαση που ήθελα πρώτα να είμαι σίγουρη ότι θα ακολουθήσω.» άπλωσε το χέρι για να τον σταματήσει.
Χλευάζει.«Νοίκιασες σπίτι μωρή μαλακισμένη στην Δανία! Ολόκληρο διαμέρισμα! Τι να σκεφτείς; Για μαλάκα με περνάς;» το σαγόνι του τρέμει.
Ολόκληρος σείεται. Η Ερμιόνη βουρκώνει
«Ήξερα ότι θα χωρίσουμε.» δεν της κάνει την χάρη να την αφήσει να συνεχίσει.
«Όχι! Όχι! Δεν θα χωρίζαμε! Το ξέρεις ότι δεν θα χωρίζαμε! Θα γκρίνιαζα, και θα σε ζάλιζα, θα σε έφερνα στα όρια σου, θα στην έβγαζα από την μύτη την ηλίθια την Δανία, γιατί στην σκέψη και μόνο ότι θα φύγεις μόνη σου έξω τρελαίνομαι, αλλά στο τέλος θα σε πήγαινα εγώ ο ίδιος στο αεροδρόμιο, το ξέρεις αυτό!»
Η οργή του μεταμφιέζει έναν πόνο που η κοπέλα μπορεί ακόμη να αναγνωρίσει στην ραγισμένη του φωνή.Μα κι εκείνη την πνίγει το δίκιο.
«Όχι δεν το ξέρω! Το μόνο που ξέρω είναι ότι επί χρόνια περνούσε το δικό σου. Έζησα μέσα στην ανασφάλεια για τόσο καιρό μόνο και μόνο για να σε κρατήσω κοντά μου και τώρα ξαφνικά θα βγεις και από πάνω; Επειδή έκανα τι; Επειδή επέλεξα τον εαυτό μου πάνω από εσένα; Γιατί εσύ τι έκανες Βασίλη; Δουλειά σε γνωστό του πάτερα σου εξασφάλισες! Λοιπόν δεν έχουμε όλοι γονείς με γνωστούς!»
«Υπονοείς ότι δεν το άξιζα; Ε; Αυτό υπονοείς;» ρωτά με λύσσα. Ο λαιμός του γεμίζει φλέβες.
«Μην πας να αλλάξεις θέμα, φυσικά και το αξίζεις. Έχω δίκιο εδώ και το ξέρεις!» προσπαθεί να επικεντρωθεί σε ένα μόνο θέμα, αλλά είναι αδύνατον, γιατί στην σχέση τους πάντα ίσχυε το ρητό Ενός κακού μύρια έπονται. '
«Γιατί δεν μου το είπες;» την ρωτάει αγριεμένα.
«Γιατί ήθελα να αποφύγω αυτό εδώ ακριβώς.» του εξηγεί με όσο θάρρος της έχει απομείνει δείχνοντας ανάμεσά τους.
Αυτή η δήλωση της τον κάνει θεριό ανήμερο.
«Αυτό εδώ; Πώς ακριβώς θα το απέφευγες αυτό εδώ; Θα μου έστελνες μήνυμα όσο θα επιβιβαζόσουν; Πέντε λεπτά πριν; 'Βασίλη την κάνω για Δανία πάρε το μονόπετρο και ξέρεις πού να το βάλεις. ';»
«Γίνονται τόσα ρε Βασίλη, με τον Ορέστη, την Κυβέλη, την καραντίνα, τα δεδομένα αλλάζουν καθημερινά και δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει, πως να σου πω για κάτι που ακόμα δεν είμαι σίγουρη;»
«Στο μειλ μια χαρά σίγουρη μου φαίνεσαι πάντως!»
«Θα αγνοήσουμε το γεγονός ότι έψαξες τα πράγματα μου έτσι;» θυμήθηκε και εκνευρίστηκε εκ νέου.
«Ω φυσικά και θα το αγνοήσουμε, θα το ξεχάσεις εντελώς μην σου πω καλύτερα, μια που έγινε και μια που τελείωσε το θέμα.»
«Ωραία και τώρα τι-»
«Τώρα τίποτα. Καλά να περάσεις στην Δανία.»
«Ρε Βασίλη περίμενε.»
Την σταματάει.
«Θα πας;»
«Να σου εξηγήσω.» την έπιασε από τους ωμούς και την κοίταξε έντονα στα μάτια, έβγαζε καπνούς και ήταν έτοιμος να εκραγεί.
«Κάτι ρώτησα. Θα. Πας;»
Λυγίζει. Την σφίγγει και άλλο από τα χέρια. Η απάντηση είναι 'ναι', αλλά έχει και συνέχεια, ένα κόμμα με ένα αλλά που ο Βασίλης δεν θα στεκόταν να ακούσει.
«ΘΑ. ΠΑΣ;» φώναξε μέσα στο πρόσωπο της, δεν άντεξε την πίεση, και δεν φανταζόταν την φωνή του να δυναμώνει κι άλλο.
«Ναι! Θα πάω.» δεν αντέχει και παραδέχεται.
Πισωπατάει και την κοιτά αηδιασμένος.
«Φύγε από μπροστά μου, μην σε βλέπω.»
«Βασίλη...» κλαψούρισε, μα σε εκείνον δεν έπιαναν ποτέ αυτά.
«ΕΊΠΑ ΦΎΓΕ!»
Την έδιωχνε, τι ντροπή για εκείνη! Να την πετάει έξω από το σπίτι του.
Δεν μπορούσε να κουνηθεί, έβλεπε πίσω από τα οργισμένα μάτια του τα τραπουλόχαρτα της σχέσης τους να πέφτουν δίχως ήχο.
Όλα όσα πάλεψε να χτίσουν τόσα χρόνια έγιναν παρελθόν, και ο Βασίλης είχε την τάση να ξεχνά.
«Θα με διώξεις όντως;» δύσπιστα τον ρώτησε.
«Να πας να κάνεις τις βαλίτσες σου! Άντε! Μην σε κρατάμε! Τον πουλ-»
Κάνει να της ανοίξει την πόρτα, και νευρικά καθώς την τινάζει προς τα μέσα το πόμολο συναντά το πλευρό της, κάνοντας την να διπλωθεί στα δυο.
«Γαμώτο!» βλαστημά εκνευρισμένος δίχως ντροπή για την ώρα κοινής ησυχίας.
Την πιάνει από το μπράτσο για να την σύρει πίσω, μα εκείνη που κρατάει το πονεμένο σημείο ακόμα, τινάζει το χέρι της και πεισματικά πάει να φύγει.
«Άσε με τώρα!» επιμένει, μα ο Βασίλης δεν ήταν ποτέ πολιτισμένος.
Σαν σακί την έπιασε και την πέταξε στο κρεβάτι του. Την είδε να μορφάζει ελαφρώς.
Σκαρφάλωσε από πάνω της.
«Σήκωσε την μπλούζα σου, να δω.» διατάζει, κερδίζοντας ένα βλέμμα φωτιά από εκείνη.
«Τώρα τι το παίζεις Βασίλη; Πρώτα με χτυπάς και μετά το παίζεις ανήσυχος;» επίτηδες του λέει για να τον νευριάσει κι άλλο.
«Πρώτον.» της κουνά το δάχτυλο μέσα στο πρόσωπο, ξέροντας ότι την εκνευρίζει όταν την πατρονάρει.
«Δεν έχω σηκώσει ποτέ χέρι πάνω σε γυναίκα, όποτε μην λες μαλακίες. Δεύτερον, δεν θέλω να το έχω βάρος στην συνείδηση μου.» απαξίωσε κάθε αίσθημα ανησυχίας ένιωσε όταν την είδε να διπλώνεται στα δυο.
Τα χέρια της έπεσαν δεξιά και αριστερά από τον κορμό της και αναπήδησαν απαλά στο στρώμα. Του έδινε, με ένα βλέμμα εκνευρισμού και μια ήττα προσωρινή, την άδεια να επιθεωρήσει το κόκκινο σημάδι από το σιδερένιο στογγυλό πόμολο που είχε μπηχτεί στην κοιλιά της. Το κοίταξε και ήταν να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του να ηρεμήσει, δείχνοντας του τι κάνουν τα νεύρα. Μα ήταν αδύνατον, τα χέρια του έτρεμαν, και ήταν από οργή! Αγνή, καθαρή οργή.
Κατέβασε το ύφασμα της μπλούζας πάλι κάτω, σηκώνει το σκούρο του βλέμμα από το κόκκινο σημάδι του δέρματος της, στα βρεγμένα της χείλη, κι έπειτα στα αυλάκια από δάκρυα που διέσχιζαν τα μάγουλα της.
Κι όλο και παραπάνω βροντοχτυπούσε η καρδιά της.
Την κοίταξε στα μάτια με όλη την οργή, το μίσος και την θλίψη που είχε μέσα του.
Κι εκεί που η Ερμιόνη νόμιζε ότι θα την άφηνε και θα έφευγε, τον ένιωσε να γέρνει προς το έρος της, η καυτή ανάσα του να την αναστατώνει.
«Τι...τι κάνεις;» τον ρωτά με φωνή που τρέμει καθώς τα χείλη του χαϊδεύουν τα δικά της.
Το χέρι του βρέθηκε χαμηλά στον λαιμό της, από συνήθεια.
«Θα πηδηχτούμε μια τελευταία φορά. Για σουβενίρ.» κυνικά της απάντησε για να την στενοχωρήσει.
Δεν έδειξε να πτοείται, δεν απομακρύνθηκε ούτε στιγμή από το κράτημα του.
«Για τελευταία φορά.» επανάλαβε εκείνη και οι λέξεις της βρέθηκαν μέσα στο στόμα του, τόσο κοντά ήταν. Τα μάτια του σπινθηροβολούσαν πυροτεχνήματα ωμού τέλους.
«Μια τελευταία φορά, έτσι να έχουμε κάτι να θυμόμαστε, τόσα χρόνια τραβιόμαστε, φωτογραφία να βγάλουμε!» τα λόγια του έσταζαν φαρμάκι.
Και με χείλη βουτηγμένα στο δηλητήριο έσκυψε και την φίλησε. Το φιλί του έμοιαζε με εκείνο του δέντρου που κρεμάστηκε ο Ιούδας. Την έπνιγε με την μεταμέλεια του να μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω.
Δεν θα ήταν η τελευταία φορά, θα την φιλούσε και θα έκαναν σεξ πολλές φορές μετά από εκείνη την μέρα. Οι ασυγχρόνιστες ανάσες μπλεγμένες στα σεντόνια και το φιλί που του έδωσε 15 λεπτά πριν, πριν εκείνη σηκωθεί για νερό κι αυτός ανοίξει το λαπτοπ, εκείνες οι δυο στιγμές δεν θα έρχονταν ποτέ πίσω.
Γιατί είχαν κάτι που ανάμεσα τους δύσκολα θα υπήρχε πάλι.
Αγνό έρωτα.
Ο Βασίλης εκείνη την μέρα αποδέχτηκε την μοίρα του, θα την μισεί και θα την ερωτεύεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο, έως ότου ένα από τα δυο να του τελειώσει, μαζί όμως θα τελειώσει και το άλλο.
-------------------------------------------------------------------------------------
18 Φεβρουαρίου.
Έχει βγει εκείνος και καπνίζει τώρα. Πάντα βγαίνει τέτοια ώρα, νωρίς το βράδυ. Ο Ορέστης έβγαινε συνήθως τέτοια ώρα, τον είχε δει ποτέ; Κοιτιούνταν συνομωτικά όπως εγώ με την κοπέλα;
Γιατί δεν τον ρώτησα ποτέ;
Μια κυνική πλευρά του εαυτού της της είπε ότι ακόμα μπορεί να ρωτήσει και να μην γίνεται κλαψιάρα, αλλά ήξερε ότι δεν ήταν το ίδιο.
«Κυβέλη το αστειάκι με το κάπνισμα λήγει εδώ, σε παρακαλώ πολύ.» η Φαιή έβγαλε το κεφάλι της στο μπαλκόνι και είδε την φίλη της πάλι να καπνίζει κοιτώντας τον κατάμαυρο ουρανό.
«'Η έστω, αν νιώθεις τόσο περήφανη για την επιλογή σου, να σε δω να καπνίζεις μπροστά στους γονείς σου.» την προκάλεσε η ξανθούλα. Αυτό την έβγαλε από τις σκέψεις της.
Γύρισε προς το μέρος της κολλητής της.
«Δεν είναι αστείο.» αποκρίθηκε «Και στην θέση σου θα ασχολιόμουν με το άλλο μας πρόβλημα, το επίκαιρο.» κοίταξε προς τα μέσα, πίσω από την μπαλκονόπορτα, στο σαλόνι της, οπού η Ερμιόνη έκλαιγε ακόμα non-stop από το πρωί, όταν σε χάλια κατάσταση τις πήρε τηλέφωνο.
Ο Βασίλης μετά την 'τελευταία φορά' τους, αποφάσισε ότι ήθελε ξανά, και ξανά. Και κάπως έτσι η τελευταία φορά έγινε τελευταία βραδιά.
Μα σαν ξημέρωσε, ξύπνησε και το μίσος του.
Αν φύγεις τελειώσαμε για πάντα.
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και έφυγε, μια άηχη διαταγή στην επιστροφή του να μην την βρει εκεί. Οπότε η Ερμιόνη σε έξαλλη κατάσταση πήγε τις φίλες της, και ανάμεσα σε μικρούς λυγμούς τους εξήγησε τι συνέβη. Η Φαιή ξεφύσηξε. Επανέφερε το βλέμμα της στην Κυβέλη.
«Έχω όρεξη για παγωτό νομίζω.» σούφρωσε το χείλη της.
«Με ένα σουφλέ σοκολάτας από κάτω.» συμπλήρωσε η κοκκινομάλλα κάνοντας την φίλη της να γελάσει.
«Και ένα μπουκάλι Moscato d'asti.»
Η δικηγορίνα κοίταξε το κινητό της. Κανένα μήνυμα από τον Ορέστη.
Η ώρα όμως ήταν 8 το βράδυ.
«Προλαβαίνουμε να πάμε σούπερ μάρκετ.»
Η ξανθούλα χαμογέλασε.«Τελείωνε.» την διέταξε και μπήκε πάλι μέσα στο σπίτι. Όλα όπως πριν είχαν μείνει. Η Ερμιόνη αγκαλιά με τον σκύλο να κλαψουρίζει τρώγωντας το δεύτερο μπολ πατατάκια.
Άρπαξε το μπουφάν από τον καλόγερο και το πέταξε πάνω της.
«Βάλε γυαλιά ηλίου και ανασυγκροτήσου, θα κάνουμε πιτζάμα πάρτι.»
Ώρα 23: 45
«Εσύ την περίμενες τέτοια ανατροπή;» αναρωτήθηκε η Φαιή σοκαρισμένη ακόμα.
«Εδώ δεν την περίμενε o Richard Gere, εγώ θα την περιμένω;» η Κυβέλη χώνοντας άλλη μια κουταλιά της σούπας παγωτό στο στόμα της.
Το πιτζάμα πάρτι τους την πήγαινε πίσω στο διάβασμα, αλλά δεν γινόταν να αφήσουν την Ερμιόνη έτσι.
Είχε δώσει όλα όσα χρωστούσε σε εκείνη την εξεταστική, της έμεναν μόνο οι αναβαθμολογήσεις, που ήταν και οι πέντε τον Ιούνιο και έπρεπε να περαστούν όλα τα μαθήματα με 7-8. Αυτό προϋπέθετε διάβασμα από τώρα.
Η Ερμιόνη δίπλα της σκούπισε πάλι τα μάτια.
«Κλαις και τώρα; Ταινία μυστηρίου είδαμε!» προσπάθησε να ελαφρύνει το κλίμα η Φαιή. Η μελαχρινή όμως, παρά την επιτυχία που είχε το τελευταίο της μάθημα, προφορικό και περασμένο με 8 παρακαλώ, δεν έβρισκε την ευτυχία πουθενά. Αναθεμάτιζε την Δανία.
«Δεν θα πάω.» δήλωσε και έγειρε προς το μέρος της Κυβέλης, χώθηκε στην αγκαλιά της.
«Μην λες χαζά!» η δικηγορίνα πέρασε τα χέρια της γύρω από την φίλη της και την έσφιξε λίγο παραπάνω για να της δείξει την αποδοκιμασία της.
«Αν φύγω θα τον χάσω.»
«Θα τον χάσεις επειδή του είπες ψέματα.» η Φαιή την διόρθωσε.
Η Κυβέλη της χάιδεψε τα μαλλιά.
«Το μόνο λάθος που έκανες ήταν που δεν του το είχες πει νωρίτερα, ή που δεν του το είπες γενικά.» η κοκκινομάλλα της χάιδεψε τα μαλλιά για να μαλακώσει την παρατήρησή της. Η Φαιή της χάιδεψε το γόνατο.
«Ναι Ερμιόνη, μην κοιτάς που εγώ όταν τα έλεγε στον Γιάννη σε υποστήριξα, είσαι λάθος.» την κοίταξε στα μάτια αυστηρά, μα ταυτόχρονα και απαλά. Ούτε που θα της έλεγε τι ξεστόμισε ο Βασίλης όταν έξαλλος ήρθε στο διαμέρισμα του το επόμενο πρωί.
Το μεταξύ τους ήταν ζωώδες, μόνο έτσι μπορούσε να χαρακτηρισθεί.
«Εγώ αν και τον Βασίλη τον λατρεύω.» ξεκίνησε η Κυβέλη να λέει, αποκτώντας αμέσως την προσοχή.«Αυτό που θα σου πω ίσως είναι και λάθος δεν θέλω να χειροτερεύσω την κατάσταση, αλλά νομίζω πως από την στιγμή που ήξερες ότι δεν θέλει να πας Δανία, όπως και να του το έλεγες, όσο νωρίς και να το έκανες θα σε χώριζε, θα νευρίαζε, θα φτάνατε εδώ που φτάσατε.»
Η Φαιή πιάνει τον εαυτό της να συμφωνεί.
«Οπότε μην λες χαζά. Ο Βασίλης έχει θέματα κτητικότητας, φοβάται πως θα κάνεις όσα έκανε εκείνος στις αρχές, τρέμει βασικά ότι θα σκεφτείς τα μισά από όσα εκείνος έκανε και από πάνω.» προσθέτει η ξανθούλα.
Η Ερμιόνη σκέφτεται όσα της λένε και το λογικό μέρος του εαυτού της επιβεβαιώνει ότι έκανε το σωστό. Η καρδιά της όμως ματώνει. Τις κοιτά πάλι.
«Τρία χρόνια ήταν αυτά...μου λείπει...» κλαψουρίζει και οι φίλες της μαλακώνουν. Την αγκαλιάζουν αφήνοντας τους τίτλους τέλους να παίζουν ακόμα.
«Ήθελα απλά να τον έχω λίγο ακόμα, όσο πιο πολύ γίνεται. Ήξερα ότι θα χωρίζαμε για πάντα, δεν είμαι χαζή. Ο Βασίλης έχει πληγωμένο εγωισμό, αδίκως, αλλά έχει. Και περίπτωση να μην πάω στην Δανία δεν υπάρχει, απλά είχα ανάγκη να είμαστε καλά λίγο ακόμα...δεν ήθελα το για πάντα να αρχίσει τόσο νωρίς...»
Η Κυβέλη στα λογία της ένιωσε και τα δικά της χέρια να τρέμουν.
Το δικό μας για πάντα δεν έχει αρχίσει. Όχι.
Βούρκωσε στον πόνο της φίλης της, πόνεσε η καρδιά της να βλέπει την κοπέλα να πονάει τόσο. Ένιωσε την ανάγκη να πιάσει τον Βασίλη, να τον καθίσει κάτω και να του τα ψάλει, μα δεν είχε δικαίωμα, τουλάχιστον όχι ακόμα.
«Εγώ λέω να περιμένεις λίγες μέρες, θα ηρεμήσει και θα συζητήσετε εκ νέου.» η Φαιή της συμβούλεψε και οι τρεις φίλες κοιτάχτηκαν ξέροντας ότι κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν ποτέ.
Ο Ορέστης έφυγε, η Ερμιόνη θα έφευγε, ο Βασίλης ψυχικά ήταν ήδη μακριά.
Και η παρέα;
------------------------------------------------------——————————-
19/2/21 Νέα Υόρκη: 26, 19
Πάντα σταματούσα να γράφω όταν έφευγα στο εξωτερικό, ένιωθα ότι ήμουν μακριά από τον έλεγχο, και δεν είχα την ανάγκη να αποτυπώνω σκέψεις, δεν είχα πειρασμούς, δεν έμπαινα σε δίλημμα, τα πράγματα ήταν απλά.
Τώρα δεν είναι.
Το μυαλό μου καίει σαν το κεφάλι μου να έχει πάρει φωτιά.
Θέλω να ουρλιάξω. Δεν ξέρω τι κάνω εδώ. Ούτε γιατί γράφω ακόμα ξέρω.
Γαμώτο.
Είναι εκείνη που περιμένει, και οι άλλοι που περιμένουν να πετύχω. Αφού έκαναν τόσα για μένα τους το χρωστάω.
Μόνο εκεί μπορώ άλλωστε. Κάθε άλλη μάχη στην ζωή μου την έχασα.
Είναι και εκείνη...
-------------------------------------------------------
19 Φεβρουαρίου.
«Μωρό μου να σου πω κάτι;» η Φαίη τον ρώτησε για 15η φορά εκείνο το απόγευμα.
Ο Γιάννης προσπαθούσε να διαβάσει για το τελευταίο του μάθημα, ένα μάθημα έμενε, ένα! Έδινε 8. 30 το πρωί και μετά τέλος, πτυχίο, που με βάση τους τελευταίους υπολογισμούς του, ήταν κάτι παραπάνω από 7, 1.
Αλλά η κοπέλα του είχε αποφασίσει να μην τον αφήσει να κάνει την τελευταία επανάληψη.
«Τι θες;»
Η Φαιή είχε κουραστεί να τον βλέπει να διαβάζει από το ίδιο βιβλίο εδώ και τέσσερις μήνες, του είχε γίνει έμμονη ιδέα πια!
«Θέλω λίγη προσοχή...» γουργούρισε σαν γατούλα και σκαρφάλωσε στον καναπέ που εκείνος είχε ξαπλώσει. Ξεφύσηξε και έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω, ξέροντας καλά ότι να της αντισταθεί δεν μπορούσε.
Ανέβηκε πάνω του και άρχισε να τον φιλάει αισθησιακά στον λαιμό, στα τυφλά έπιασε το βιβλίο του και του το πέταξε παραπέρα για να μειώσει τους περισπασμούς.
Θεέ μου... Ο Γιάννης ένιωθε αβοήθητος μπροστά σε όλον αυτόν τον περισπασμό που ονομάζεται Φαίη.
«Σε 10 ώρες από τώρα θα είμαι όλος δικός σου, δεν μπορείς να περιμένεις μέχρι τότε;» την ρώτησε με την ανάσα του να βγαίνει ήδη βάρια.
«Θέλω τώρα.» τα χέρια της κατέβηκαν στην φόρμα του, και άρχισε να παίζει επικίνδυνα παιχνίδια.
Ο Γιάννης, κόντρα στον πειρασμό τραβήχτηκε μακριά. Της έπιασε τα χέρια και τα απομάκρυνε από πάνω του.
Η κοπέλα του δίπλωσε το κάτω χείλος με παράπονο που τον έκανε να λιώσει.
«Πήγαινε κάτω και θα τα πούμε αύριο, θα είναι εορταστικό.» της υπόσχεται, και είναι σίγουρος ότι θα του αρνηθεί, όταν προς έκπληξη του ξεφυσάει και κατεβαίνει από πάνω του.
Τίναξε τα ξανθά της μαλλιά απαξιωτικά.
«Κανόνισε να μην περάσεις με 8, οτιδήποτε λιγότερο δεν αξίζει για να απορρίψεις εμένα.» του κλείνει το μάτι και στέλνει ένα φιλί.
Στις 8: 35 το επόμενο πρωί, η ξανθούλα έπινε καφέ κοιτώντας το ρολόι στην κουζίνα της και σκεπτόμενη αν ο Γιάννης είχε συνδεθεί στα προφορικά, αν εξεταζόταν και πως τα πήγαινε.
Στις 8: 47 το κινητό της χτύπησε και πετάχτηκε στην θέση της, με ανυπομονησία το έπιασε στα χέρια της, αναμένοντας τα καλά νέα του αγοριού της.
Αντί αυτού είδε την φωτογραφία της μαμάς της.
«Έλα μαμά, καλημέρα» χαμογέλασε στο ακουστικό και ήπιε μια γουλιά ακόμα από την κούπα της. Το χαμόγελο της σβήστηκε, η κούπα δονήθηκε στα χέρια της.
Στις 9: 01 ο Γιάννης χτύπησε το κουδούνι μόνο και μόνο για να δει την κοπέλα του στην άλλη άκρη της πόρτας να τον κοιτά κατάχλωμη. Έσβησε και το δικό του χαμόγελο.
«Μωρό μου τι έγινε;» ανήσυχος ρώτησε.
«Φεύγω για Ρόδο, η γιαγιά πέθανε.»
Νέα κρούσματα: 1460
Νέοι θάνατοι: πλέον 28
Αλλο ενα μερος της προφητείας πηρε φωτια.
Ανάμεσά μας.
Ανάμεσά μας μπήκαν δυο χρόνια, σπασμένα σε κομμάτια.
Ανάμεσά μας μπήκαν τρεις άνθρωποι, μεταμφιεσμένοι φίλοι.
Ανάμεσά μας μπήκαν οι τρίτοι, κι άρχιζαν να ψιθυρίζουν.
Ανάμεσά μας μπήκε ο εγωισμός του και η απελπισία μου,
η ανάγκη μου για τελειότητα και ο ναρκισισμός του.
Ανάμεσά μας μπήκε ο κίνδυνος μιας απόστασης 737 χιλιομέτρων.
Ανάμεσά μας χώθηκε ο εθισμός και η κατάχρηση.
Ανάμεσά μας βρέθηκαν δυο μονοπάτια που δεν θα συνέπιπταν ποτέ τους.
Εκείνος, ο πρώτος που σου έλεγα, δεν τα έβλεπε, για αυτό και επέμενε να παλέψουμε μαζί.
Ο άλλος,ο δεύτερος, με αγκάλιασε για να μην τα δω και τρομάξω.
Και μου δίνει το χέρι, και τον κρατώ σφιχτά.
Και πέφτουν πάνω μας βέλη, πέτρες, βροχή από σφαίρες.
Μα κοίτα, με κρατάει τόσο σφιχτά που κλείνουμε ο ένας τις πληγές του άλλου σαν ανοίγουν.
Και καθετί ανάμεσά μας γίνεται σκόνη από την πίεση που τα σώματα μας ασκούν για να σμίξουν πάλι.
Ξέρεις πότε μπήκε κάτι αληθινά ανάμεσά μας;
Όταν πάψαμε να κρατιόμαστε.
Έτσι χωρίζουν οι άνθρωποι.
---------------------------------
Ciao Bellas!
Καλησπερα και καλη ορεξη για οσες το βλεπετε τωρα. Ειναι απο τις λιγες φορες που ανεβαζω τετοια ωρα.
Εχει σουπερ καιρο και η διαθεση ειναι ευτυχως ανεβασμενη. Πως τα βλεπετε τα πραγματα; Ανοιγει η εστιαση συντομα...Τωρα κατα ποσο αυτο ειναι καλο ή κακο δεν ξερω.
Ειναι ενα κεφαλαιο 5500 λεξεων που δεν κινειται τοσο γυρω απο το ζευγαρι μας. Δεν θα ειναι πολλα κεφαλαια η απουσια του Ορεστη, στο λεω για να σε ηρεμησω. Αυτο δεν ειναι σποιλερ για τιποτα, οποτε παρτο πληροφοριακα.
Σε αυτα τα λιγα κεφαλαια λοιπον θα δουμε και για ολους τους αγαπημενους τριτους.
Για ολους!
Θα δούμε όμως και από την πλευρά του Ορεστη πολλά.
Στο επομενο θα εχει ενα γλυκυτατο ταξιδι στην Ροδο, βιωματικα θα δουμε πως ταξιδευουμε παρανομα στον κοβιντ. Κρατηστε σημειωσεις θα εξεταστειτε!
Ελπιζω να σας αρεσε και αυτο το κεφαλαιο.
Δυσκολα τα πραγματα για Βασιλη και Ερμιονη...μπηκε το τελος.
Επισης, ειδαμε κατι στο τελος που περιμενω ολες να το βρειτε, απροειδοποιητο τεστ. Ποια προφητεια; Ποτε;
(Εως 30 λεξεις, μοναδες 5)
Το εχω καψει ,το ξερω, ασε με.
Σε αγαπω πολυ πολυ και σου στελνω θετικη ενεργεια και διαδικτυακο φιλί.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top