Ο χειρότερος φόβος είναι ο φόβος να ζήσεις.

Τραγουδι : Σε εχω βρει και σε χανω (για να καταλαβετε την αποδοση, πατηστε την εμφανιση της Μποφιλιου στο 'Στην υγεια μας'', βιντεο του 2012


Λατρευω να σας δινω παραλληλα με μικρες ιστοριες.
Γλυκο φιλι!

------------------------------------------------

Μακρύ κουραστικό ταξίδι το πεπρωμένο,
μα το χειρότερο
πας ή έρχεσαι δεν ξέρεις.

-Κική Δημουλά

 Τα ματια λοιπον.
Στις 11 Σεπτεμβρη του 2017 εγραψα για πρωτη φορα μια φραση που ισως εχεις δει αρκετα επειτα...
Μαυρο στο πρασινο.

Πρασινο στο μαυρο.
Μίσος στο μίσος...και επειτα, έρωτας στον έρωτα.
Και απο ολα οσα εγραψα ποτέ μου για τα ματια τιποτα δεν μου φανηκε πιο σωστο και γλαφυρο απο αυτο.

Τα ματια κατι κουβαλουν.
Κατι που σε προδιδει και σε κρυβει ταυτοχρονα. Σε λυτρωνει και σε κολαζει.
Ανεκαθεν τα θεωρουσα σημαντικα.
Τα ματια, αγαπη μου, ειναι ο καθρεφτης της ψυχης, αλλοι το ειπαν οχι εγω.

Σκηνη πρωτη.

Και σε κοιτω.
Και με κοιταζεις πισω.
Ερωτας στον ερωτα.
Και παθος στο παθος.

Το φθινοπωρο στο καλοκαιρι.
Κατα τα αλλα, καφε στο μαυρο.

Σκηνη δευτερη

Περασαν οι μηνες.
Καφε στο μαυρο, παντα.
Ομως ειλικρινεια στο ψεμα.
Ανιδιοτελεια στον εγωισμο.
Συναισθημα στην φθορα.
Και ολο στο τετραγωνο.

Σκηνη τριτη

Περασε ενας χρονο και σταθηκαμε απεναντι. Καναμε τον απολογισμο μας.
Καφε στο μαυρο.
Αγαπη στην αδιαφορια.
Συναισθημα στο κενο.
Ενοχη στον κορεσμο.

Σκηνη τεταρτη

Και περασαν δυο χρονια, και αργησαμε να βρεθουμε.
Δωσε βαση εδω.
Καφε στο μαυρο.
Σκετο.
Αποδοχη ηττας στην αρνηση.
(Χασαμε!)
Κουραση στον ερωτα.
Τελος, στον ερωτα.

Σκηνη πεμπτη : Η Αποτιμηση.

Τα ματια σου με λυτρωσαν οταν με τραβηξες απο το σκοταδι του γκριζου κοσμου μου.
Τα ματια σου με κολασαν, οταν ενα βραδυ, σε ενα συνοικειακο μαγαζι, με ακολουθησες μεχρι εξω, με κολλησες στον τοιχο και με κοιταξες σαν να μην περασε μια μερα.
(Μα περασε!)
Και -αν θες- τα ματια σου με σκοτωσαν οταν το πηρα αποφαση οτι εισαι της μοιρας μου γραφτο και πισω γυρισα σε εσενα, ενας πηγαιμος προς μια Ιθακη φτιαγμενη απο λωτους κι οχι λυτρωση.

Κοιταχτηκαμε.
Καφε στο μαυρο.
Εγω σε εσενα.
Εσυ σε μενα.
Η προδοσια στο αιμα και εγω στην παρανοια.

Τα ματια δεν κρυβουν την αληθεια, την ουρλιαζουν.
''Οσο και να προσπαθεις, οσο και να με αγαπας, οσο και να σε θελω, αυτο που ειχαμε δεν θα το εχουμε ποτε ξανα.Αυτο που ημασταν πεθανε. Με τα ιδια μας τα χερια το θαψαμε."

Μαυριζει το μεσα μου.
Μαυρο στο μαυρο λοιπον.
Παρελθον στο παρελθον.
Εχεις δει ποτέ δυο μαυρες τρυπες να συγκρουονται;

Για αυτο γραφω για ματια το ενα πανω στο αλλο.
Γιατι τα θεωρω την ανωτερη και πιο λυρικη μορφη προστυχου ερωτα.
Ειναι τα μονα που προδιδουν και ψευδονται διχως τιμωρια.
Τα ματια.
Τα δικα σου, τα δικα μου.
Τα ματια, ματια μου,
τα ματια μας κατεστρεψαν.

(Καστανο στο μαυρο) η απολυτη ηδονη μιας αγαπης φτασμενης, πανω στην αβεβαιοτητα κατι μετριου.)

Κεφαλαιο υπ' αριθμον 53: Τα ματια που με αγαπησαν ( μεσα απο το ματια σου.)




2 Ιανουαριου.
262 νεα κρουσματα.

''Ξερεις κατι; Αντι να βοηθαμε ειμαστε εδω και αυτο ειναι αναρμοστο και βαθυτατα εγωκεντρικο-.''
Στριφογυριζει τα ματια της και γυριζει απο την αλλη, σκεπαζει καλυτερα το γυμνο κορμι της και κλεινει το πορτατιφ.

Ο Ιακωβος ειναι σοκαρισμενος απο την αναισθησια της.
''Σοβαρα τωρα;Θα κοιμηθεις;''
Η Φαιδρα ειχε χτυπησει την πορτα εκεινο το μεσημερι και η συνεχεια ηταν αναμενομενη.

''Τι θες να κανουμε; Να κατσουμε ξυπνιοι να σκεφτομαστε τον Ορεστη και την Κυβελη; Ή χειροτερα να παμε απο εκει σαν τους αλλους;'' γυρισε εκνευρισμενη προς το μερος του.

Ο νεαρος στενεψε τα ματια του και την κοιταξε αυστηρα.
''Δεν περιμενα τιποτα παραπανω απο εσενα.''
Του χαμογελα ψευτικα.
"Φερσου αναλογως τοτε.'' και γυρισε παλι πλευρο, κλεινει και το πορτατιφ.

Ο Ιακωβος θελει να την πνιξει. Μα δεν μοιαζει να μπορει να το κανει, εκτος του κρεβατιου παντα. 
Εβαλε μια φορμα και σηκωθηκε απο το κρεβατι, ηταν μονο 11 το βραδυ και δεν νυσταζε ουτε λιγο.
''Εσυ εδω θα μεινεις;'' την ρωτησε θελοντας να την πικαρει.
Φυσικα ουτε καν βλεφαρισε.
''Πορτα οπως φευγεις.'' μουρμουρισε.

Θα την σκοτωσω.
Αλλα εκεινος εφταιγε! Εκεινος και μονο εκεινος!
Απο τοτε που νοικιασε το καινουργιο διαμερισμα στο κεντρο μονο την Φαιδρα ανεχοταν, ειχε παρει αερα λοιπον, και με το δικιο της!

Η κουζινα, οπως και το υπολοιπο διαμερισμα, ειναι σε αποχρωσεις του γκρι, και του μεταλλικου, με μαυρους γρανιτες και σκουρο καφε στις ξυλινες επιφανειες.
Εβγαλε απο ψυγειο ενα αναψυκτικο και αποφασισε οτι εκεινο το βραδυ θα εβλεπε τηλεοραση αντι να διαβασει κατι.

Ακουσε τα βηματα της στον διαδρομο.
Καλως την.
Την αγνοησε και γυρισε απο την αλλη κανοντας οτι ψαχνει ποτηρι.
''Εχεις κανει κατι.'' δηλωνει σαν μολις να το συνειδητοποιησε και η ιδια.
''Καλυτερα να κοιμασαι παρα να λες τετοιες ασυναρτησιες.'' δεν γυρισε προς το μερος της φυσικα.

''Μαλακιες. Κατι κρυβεις.'' πλησιαζει και αλλο προς το μερος του, τα μαυρα κοντα μαλλια της πιασμενα με ενα τσιμπηδακι κι εκεινη αγουροξυπνημενη.
Μελεταει το βλεμμα του με το δικο της, παντα εντονο και νευρικο.
''Απλα δεν μπορω να καταλαβω αν αυτο που κρυβεις ειναι για τον Ορεστη, κοινο μυστικο δηλαδη, που η Κυβελη δεν πρεπει να μαθει, ή αν ειναι κατι που κρυβεις ΚΑΙ απο τον Ορεστη και φοβασαι μην μαθευτει.'' τον ξεμπροστιαζει.

''Φαιδρα, εχεις ξεφυγει.'' την ακυρωνει.
''Απλα ο αδελφος μου θρηνει και δεν ξερω τι να κανω για να τον βοηθησω, ειναι ζορικο πραγμα, θα επρεπε να νιωθεις το ιδιο.'' προσπαθησε να την κανει να νιωσει ασχημα.

Το βλεμμα της σκοτεινιασε.
''Δεν θα θρηνησω για καποια που δεν ξερω, στενοχωριεμαι για τους γονεις , γιατι οι δικοι μου βιωσαν απωλεια σε αλλο επιπεδο βεβαια, αλλα και παλι. Ουτε η Κυβελη θρηνει, την ξερω την αδελφη μου. Για εκεινον ποναει.'' τον ακυρωνει πισω και κανει ενα βημα προς το μερος του, στριμωχνοντας τον κοντρα στο ψυγειο.

''Μιλα Νικολαϊδη.'' διαταζει και σηκωνεται στις μυτες, τριβει το κορμι της πανω στο δικο του.Τον κοιταζει λαγνα. Η ανασα του ειναι κοφτη πανω στην δικη της. Ανεβαζει το χερι χαμηλα στην μεση της. 
'' Ή θα ανοιξεις εσυ το στομα σου, ή θα ανοιξω εγω το δικο μου...'' του ψιθυριζει χωρις να παρει το βλεμμα της απο το δικο του. ''και ξερουμε και οι δυο καλα οτι οταν γινεται το δευτερο, παντα αυτο που θελω κάνεις.''


---------------------------------------------------------------------

Ιδια ωρα- Ζωγραφου.

''Ηταν απιστευτη.'' ο Γιαννης μονολογει στην αγκαλια της και ρουφαει λιγο ακομα καπνο.
Η Φαιη παιζει αφηρημενα με τα μαλλια του, το καυτο του κορμι σε επαφη με το δικο της καπως θερμαινει την παγωμενη ατμοσφαιρα.

Το τζακι απεναντι τους καιει και θερμαινει τα γυμνα του κορμια, που εχουν μπλεχτει μεταξυ τους στο αυτοσχεδιο κρεβατι απο μαξιλαρια και σεντονια.
''Μακαρι να την ειχα γνωρισει.'' μουρμουριζει εκεινη.

''Θα την συμπαθουσες πολυ. Λατρευε κι αυτη το σχεδιο. Θα τα βρισκατε εκει.'' 
''Αυτο που εκανε Γιαννη... δεν μπορω να -'' 
Την σταματαει, ανασηκωνει το κεφαλι του απο το στηθος της και την φιλαει πεταχτα στα χειλη για να την σταματησει.
''Ξερω. Απαισιο.''

''Δεν την δικαιολογω. Απλα την ξερω, και αυτο δεν με αγγιξει τοσο.'' προσπαθει να βρει τις λεξεις, να της εξηγησει.
''Τι εννοεις;'' 
''Η Ιασμη ηταν απιστευτη, στα παντα. Η τυπισσα ειχε χιουμορ, ειχε καρδια που χωρουσε πολυ κοσμο, ηταν παντα ειλικρινης και αυθορμητη, ηταν ευγενικη, ηταν καλοψυχη, ηταν εθελοντρια! Στο ειχα πει αυτο;'' επιχειρηματολογει, και η Φαιη νιωθει το ''αλλά''.

''Με τον Ορεστη τα πραγματα ηταν αλλιως, παντα ηταν, πριν ακομη αρρωστησει.'' ο Γιαννης κοιταζει το τζακι μπροστα του και χαιδευει αφηρημενα το γυμνο δερμα των πλευρων της. Νιωθει αβολα να την κοιτα οταν λεει τετοια πραγματα, τον αφηνει λοιπον.

''Πως αλλιως;''ζηταει να μαθει. Το αγορι της και γελαει και ανακαθεται. Ξαπλωνει ανασκελα πλαι της και την αγκαλιαζει. Κοιταζει το ταβανι.
''Στην αρχη, οταν ημασταν φιλοι, θα ελεγε απλα καποιος οτι ηταν πιο κοντα με εκεινον απο οτι με εμενα. Οταν εγιναν ζευγαρι, απο τις αρχες ακομα, φαινοταν οτι βρισκονταν στην δικη τους φουσκα. Δεν με ενοιαζε. Οταν ο Ορεστης εφυγε ειδα την διαφορα. Και στην Ιασμη μα και στον ιδιο.'' 

''Αρχικα καταλαβα οτι ο Ορεστης ειχε ενα ονειρο και θα θυσιαζε πολλα για να το πετυχει, ηταν πανω απο την Ιασμη σε πολλους τομεις. Για εκεινη ομως τιποτα δεν ξεπερνουσε τον Ορεστη, ιδιως αφοτου πεθανε η αδελφη της. Ηταν σαν να την αγκιστρωθηκε πανω του, να αναμειχθηκαν, δεν ξερω πως να το εξηγησω, αλλα ηταν ρε παιδι μου σαν να τους ενωσε η απωλεια. Εφυγε εκεινος και η Ιασμη χαθηκε, ηταν σαν να θολωσε, να εμεινε μιση. '' κανει μια μικρη παυση και ρουφαει λιγο απο το τσιγαρο του.
Η Φαιη ανοιγει το στομα για να μιλησει, μα ξερει ηδη τι παει να του πει, οποτε την κοβει.

''Ξερω οτι δεν την δικαιολογει τιποτα. Και ξερω οτι στα ματια του αυτο που εχει η Κυβελη και ο Ορεστης ειναι πολυ ομορφο, το βλεπω κι εγω, αλλα υπηρχαν στιγμες, πριν κατρακυλησει η κατασταση, που κοιτουσα την Ιασμη και τον Ορεστη και σκεφτομουν οτι αυτο ηταν, αυτοι οι δυο ηταν πλασμενοι για να ειναι μαζι, ειχαν βρει το αλλο τους μισο.''
Η καρδια της τρεμουλιαζει στην σκεψη της φιλης της. Της αξιζε το απολυτο, το σαρωτικο.

''Σαν εμας.'' του ψιθυριζει.
Ναι, ηταν κοινη αποδοχη, στα 24 με 25 και δηλωναν οτι ηταν ο ενας το τελος του αλλου.
''Σαν εμας, ακριβως. '' χαμογελαει προς στιγμην σκεπτομενος αυτο που του ειπε μα επειτα συνοφρυωθηκε παλι. ''Μου εβγαζαν κατι ιδιο. Αγνο, ομορφο, παιδικο, ισχυρο οσο δεν παει. Μετα τα πραγματα αλλαξαν πολυ, μαζι αλλαξε και η φυση της σχεσης τους. Αμαυρωθηκε και δημιουργηθηκαν σκιες. Για την Ιασμη, καθε σχεση πρεπει να εχει σκιες. 
Απλα καποια στιγμη η σκιες εγιναν πιο πολλες απο το φως.''

''Δεν ξερω τι θα ειχε συμβει αν εκαναν παιδι τελικα, ουτε και θελω να σκεφτω μια τετοια τραγωδια. Απλα...ειναι κριμα, γιατι κι εκεινη αν δεν το εβαζε κατω στο τελος θα ηταν ευτυχισμενη. Θα φροντιζε ο Ορεστης να ευτυχησει.''μοιαζει σιγουρος για αυτο.
Η ξανθουλα αναγουλιαζει, μεσα σε ολα αυτα και ενα παιδι επτα ετων;

''Ουτε να το σκεφτομαι δεν θελω.'' μουρμουριζει και ο Γιαννης καυχαζει.
''Και πολυ καλα κάνεις.''
Μενουν για λιγο σιωπηλοι και χαμενοι στις σκεψεις τους.
''Γιαννη; '' τον ρωταει μετα απο λιγι, πιο δειλα, σαν να ψαχνει ακομα τις λεξεις που το μυαλο της ειχε ηδη σκεφτει.
''Γιατι ο Ορεστης σκοτεινιασε ετσι αποτομα; Δεν ειναι το χαρακτηρα του..''

Το σκεφτεται λιγο.
''Δεν ξερω. Βασικα εν μερει μπορω να φανταστω, το μονο που μπορω να σου πω ειναι οτι ο Ορεστης νιωθει οτι απλα σταθηκε τυχερος, οτι εκεινη χαντακωθηκε ενω αυτος την εβγαλε καθαρη.''
''Καθαρη απο τι;''
''Απο την 'τραγωδια' '' της εξηγει λυρικα, κατι που δεν ειναι χαρακτηριστικο του.

Εννοουσε την σχεση τους;

Νιωθει το μπερδεμα της.
''Κατι ο Σπυρος με την αδελφη της, που το εμαθε τωρα, κατι που εφυγε τοτε για εξωτερικο, κατι που εφυγε και αργοτερα για Βερολινο, κατι που αφησε τον εαυτο του να ευτυχησει με καποια αλλη.'' 
Η Φαιη αναλογιζεται προς στιγμην οτι δεν ηταν και λιγα αυτα που περασε η Ιασμη και κρατησε λιγα δευτερολεπτα σιγης για εκεινη.

''Φοβαμαι μην το παρει στους ωμους της η Κυβελη αυτο.'' ψιθυριζει προσπαθωντας να μην ακουστει ρηχη. Αλλα ο Γιαννης δεν την παρεξηγησε.
''Δικαιως. Ειναι ενοχικη, αλλα εχει και αρκετη λογικη η σκεψη της.''
''Περιμενα τον Ορεστη να την διωξει..'' του εξομολογειται, κι αυτη τη φορα ουτε εκεινη προσδοκει οπτικη επαφη.
''Μπα...δεν υπηρχε περιπτωση.'' αποκλειεει αμεσως το ενδεχομενο.

''Πως εισαι τοσο σιγουρος;''ζηταει να μαθει και ανασηκωνεται ωστε να τον κοιτά.
''Ο Ορεστης παλευε με νυχια και με δοντια να μην την ερωτευτει. Πιστεψε με, αφου δεν υπηρχε τροπος να αποτρεψει την σχεση τους, δεν υπαρχει και τροπος να προκαλεσει το τελος της. Θα μπορουσε να την χωρισει απειρες φορες, η κολλητη σου εχει κανει μαλακιες, αλλα ακομα και τωρα με την Ιασμη, ποιος θα τον κατηγορουσε αν απλα την παρατουσε;''
''Κανείς'' αναλογιζεται.

''Του ειναι αδυνατον να την αφησει, να την διωξει, να την πληγωσει, πες το οπως θες.'' της εξηγει κατι που εκεινη θεωρει αδυνατον να αφουγγραστει μονη της, σαν το μυαλο του βιολιστη να ειναι το αβατο.

''Ο Ορεστης αυτη τη στιγμη ξερεις τι νιωθει;'' την ρωτα και το σκουρο βλεμμα του την καιει.
''Τι;'' κραταει την ανασα της, η καρδια της τρεμει.

Η φωνη του παγωνει το δωματιο.
''Νιωθει σαν να σκοτωσε για εκεινη.''


--------------------------------------------------------------------

22:30

''Β' παθολογικη λεγετε!'' η Ιφιγενεια σηκωνει το τηλεφωνο του τμηματος της πεντε λεπτα πριν κατεβει για να φυγει. Εχει παραδωσει, εχει αλλαξει ρουχα και ονειρευεται ηδη πιτσα με πεπερονι.
Το αξιζει! Ειναι Σαββατο και το αξιζει!Ειχαν γινει τοσα εκεινες τις δυο μερες, που το μυαλο της δεν την αφηνε ουτε να κοιμηθει.

''Ειμαι απο κατω.'' η φωνη του Δημητρη ακουστηκε απο την αλλη γραμμη.
''Το τηλεφωνο αυτο ειναι για ζητηματα του νοσοκομειου κυριε. Μην καταλαμβανετε ασκοπα την γραμμη.'' και του το κλεινει στα μουτρα.

Ξερει ηδη τι θελει να συζητησουν. Και μονο στην σκεψη χανει την ορεξη της.
''Λοιπον εγω αποχωρω.  Καλη δυναμη!'' ευχεται στις συναδελφους της, σφιγγει την μασκα  και περπαταει στον διαδρομο αναμεσα στο χαος.
Το κινητο της βουιζει. Ξερει ηδη ποιος ειναι πριν απαντησει.

''Πιστευεις οτι εισαι αστεια;'' ο αγριεμενος του τονος δεν την πτοει.
''Πιστευεις οτι το χιουμορ τους τα παιδια μας το κληρονομησαν απο εσενα; Γιατι αν ναι εχουμε θεμα.''

Τον ακουει να ξεφυσαει. Το ασανσερ φτανει στο ισογειο.
''Δημητρη τι θες; Πειναω και θελω να ξεκουραστω, ηταν δυσκολα σημερα ειχαμε 35 εισαγωγες.''
Την αγνοει πληρως.

''Θα σφιξεις τα δοντια και θα το υπομεινεις. Δεξια και ολο πισω ειμαι.'' ειναι σειρα του να της το κλεισει.

Φτανουν στο σπιτι της στο Μαρουσι μιση ωρα αργοτερα, εκεινη εχει ηδη παραγγειλει πιτσα ενω αυτος μοιαζει να αδημονει να τελειωνουν.
''Η Σοφια;''ρωταει για να σπασει τον παγο.
''Καλα ειναι. Η Ελσα το ιδιο, θελει να ξεκινησει το σχολειο'' την προλαβαινει, ο τονος του απαλαινει οταν μιλαει για το κοριτσακι, κατι που κανει την γυναικα να χαμογελασει.

Ξεκλειδωνει και του κανει νοημα να μπει μεσα.
''Λιτος στολισμος οπως παντα.'' ξεροβηχει.
Στριφογυριζει τα ματια της.

''Καθισε.'' βγαζει την μασκα και τα παπουτσια της. Πλενει γρηγορα τα χερια της και πιανει ενα μπουκαλακι νερο απο το ψυγειο το οποιο και του δινει μαζι με ενα γυαλινο ποτηρι.

''Λοιπον χωρις περιστροφες.''
''Δεν μπορω να κανω κατι.'' του απανταει εξισου γρηγορα.
Στενευει το βλεμμα.
''Ναι καλα.'' δεν την πιστευει.

''Να της πω τι; Παρατα τον; Πιστευεις αρχικα οτι ειναι σωστο;''
''Ναι! Και για τους δυο σωστο ειναι! Πες της να του δωσει λιγο χωρο, να ερθει να μεινει σε εσενα, να διαβασει για ονομα του θεου!Να περασει κανενα μαθημα, να παρει επιτελους πτυχιο!'' 

Η Ιφιγενεια τον κοιταζει με προσοχη, μα στο πισω μερος του μυαλου της σκεφτεται ποσο ακομα αντεχει.
"Η Κυβελη λεει θα ορκιστει ανευ κορονοιου, αρα να υπολογιζεις τον Σεπτεμβρη που μας ερχεται.''
''Αντε παλι-'' τον κοβει.
''Ξερεις και μονος σου οτι η Κυβελη ειναι παιδι με πολλες ευαισθησιες, επισης για κακη σου τυχη αγαπιουνται πολυ, δεν μπορω απλα να την τραβηξω μακρια.''

Ο πρωην αντρας της λυνει ελαφρως την γραβατα του και ξεφυσαει γερνοντας πισω.
Μελεταει το βλεμμα της για λιγο. Δισταζει να της μιλησει.
''Φοβαμαι οτι θα ειναι το τελος της αυτος ο ανθρωπος Ιφιγενεια.'' ψελλιζει την ιδια ωρα που το κουδουνι χτυπαει και η πιτσα φτανει.


----------------------------------------------------------------------

Σκηνη πρωτη.
2 Ιανουαριου.

''Μπορεις να μην με κοιτας ετσι;'' ο Ορεστης εφτιαχνε καφε, με προχειρα ρουχα αυτη τη φορα, ενω η Κυβελη στεκοταν εντρομη ακομη σχεδον και τον κοιτουσε απο το κατωφλι της κουζινας.

Αναπηδησε στον τονο της φωνης του.
''Συγγνωμη Ορεστη μου. Απλα εγω...'' η φωνη της τρεμουλιασε και εκανε να τον πλησιασει.
''Δεν ειναι κατι, ξεπεραστε το, απλα εκοψα τα μαλλια μου.'' δεν την κοιταξε καν.
Με κοφτες κινησεις εβαλε την καψουλα στην συσκευη και πατησε το κουμπι.

''Ξερεις τι θα βοηθησει; Εγω μιλαω συνεχεια στην Νωρα και ισως θα μπορουσες κι εσυ να...'' η φωνη της σβηνει οταν ο βιολιστης γυριζει και την κοιτα στα ματια ανεκφραστος.

Πεφτει σιωπη αναμεσα τους. Αβολη σιωπη. Ειχε υπαρξει ποτέ αλλη τετοια;
Η Κυβελη αβολα κοιταζει το πατωμα.
Τον ακουει να ξεφυσαει, αγανακτισμενος, σαν να κανει υπομονη, μαζι της υπομονη; Μα εκεινος δεν της ζητησε να μεινει;

''Εχω τηλεδιασκεψη για μια ωρα, θα την μεταφερω στο σαλονι για ευνοητους λογους. Οποτε αν μπορεις...'' την προσπερναει με τον καφε στο χερι.
Η θερμη του που στιγμιαια την ακουμπησε την γεμισε παραπονο.

Ο σκυλος απο την αλλη ακρη του σαλονιου σαν να εχει καταλαβει δεν πλησιαζει τον Ορεστη, και δεν σηκωνεται παρα μονο οταν η Κυβελη της κανει νοημα να την ακολουθησει στο δωματιο. Κλεινοντας την πορτα τον ακουει να μιλαει, κοφτα, σοβαρα, καθολου σαν εκεινον.

Που εισαι Ορεστη;


-----------------------------------------------------------
Σκηνη δευτερη.

3 Ιανουαριου - 390 κρουσματα.

Ειναι ομορφος, τοσο ομορφος που την ποναει, γιατι ξερει οτι ετουτη η ομορφια πλαστηκε απο πονο.Ο πονος παντοτε οδηγουσε σε τεχνη, σε δημιουργια, σε ομορφια.

Υπηρχαν στιγμες που τον εβλεπε να φτιαχνει καφε, ή να μιλαει στο κινητο, ή να παιζει βιολι, και ξεχνουσε οτι ειχε κοψει τα μαλλια του, αναφωνουσε αηχα ή εχανε χτυπο για τον αγνωστο αντρα στο σπιτι.Οπως τωρα, που εκανε προβα στο γραφειο του με την πορτα ανοιχτη, δικη του ιδεα και για καλη της τυχη νεα μονιμοτητα.
Εμοιαζε χαμενος στις σκεψεις του, βλοσηρος, συννεφιασμενος, σαν να θρηνουσε για κατι παραπανω απο την φιλη του, την πρωτη του αγαπη.Την πονουσε μονο και να το σκεφτεται αυτο, οτι θρηνουσε εναν ερωτα που ειχε ακομα.

Κι αν της ειπε να μεινει μονο απο λυπηση;
Γιατι καλως ή κακως κλεισμενοι σε εκεινο το διαμερισμα τρεις μερες εμοιαζε να μην αντεχει την παρουσια της, ή απλα να την υπομενει, καρτερικα.

''Ορεστη;'' 
Μενει ακαμπτος με το δοξαρι ακομα στον αερα. Η μουσικη σταματα.
Γυριζει και την κοιτα. 
Γαλαζιο και πρασινο, στο μαυρο.
''Τι ειναι; ''
Σαστιζει στο βλεμμα του. Βλεπει κενο. Καταπινει εναν λυγμο.
''Θες να φυγω; ''
Ξεφυσαει, σαν να μαλωνει τον εαυτο του που υπηρξε σκληρος μαζι της.
Δεν το ηθελε. Μα δεν μπορουσε να κανει κι αλλιως.

Και ξεχνουσε οτι και η Κυβελη πονουσε. Παλευε με τις ενοχες της, αλλωστε ποιος εστω και στιγμιαια δεν θα σκεφτοταν, εξαιτιας μου πεθανε;

''Δεν θελω να φυγεις.'' της δηλωνει και γυριζει το βλεμμα του παλι στην παρτιτουρα.
Ενας κομπος ανακαθεται στον λαιμο της.
Προσπαθει ξανα.
''Θες να κανεις ενα διαλειμμα να φαμε κατι;'' η φωνη της βγαινει σαν ψιθυρος.
Νιωθει νευρικη, σαν να του ζηταει για πρωτη φορα να βγουν ραντεβου.

Ο αντρας απεναντι της τραβηξε το δοξαρι αποτομα απο την χορδη, κανοντας μια παραφωνια, ως ενδειξη οτι κατι του χαλασε, την συγκεντρωση; Την ηρεμια;
Ο αντρας απεναντι της γυρισε προς το μερος της και την ευλογησε με το βλεμμα του.
Δυο χρωματα μα κανενα συναισθημα.
Μονο πονος.

Ο αντρας απεναντι της εκρυβε πανω του 100 αποχρωσεις ομορφιας και καμια αποχρωση ερωτα για εκεινη.
''Δεν πειναω, σε ευχαριστω ομως.'' και γυριζει παλι προς το αναθεματισμενο χαρτι.
Ωστε ετσι ειναι να μην σε θελει ο Ορεστης Νικολαϊδης;

Που να ηξερε;
Γιατι ειχε μαθει και αλλιως;
Απο την πρωτη μερα που τον γνωρισε ολο την πολιορκουσε, την στριμωχνε, παραβιαζε τον προσωπικο της χωρο, γινοταν συνοδος της σε οικογενειακα τραπεζια, βολτες, στα μαγαζια. Την τραβουσε να κανουν διακοπες, την εσερνε στο σαλονι για να μην διαβαζει.
Για την Κυβελη Πολιτη ολο αυτο ηταν ενας εφιαλτης, σαν καποιος να την τιμωρουσε για αχαριστια ενος χρονου.
Δεν υπαρχει μεγαλυτερη τιμωρια για τον 'αχαριστο' απο το να χανει αυτο που ειχε ως δεδομενο εξ αρχης.

-------------------------------------------------------------------

Σκηνή τριτη
4 Ιανουαριου - 427 κρουσματα

ωρά 9 πμ

Η ζωη ειναι αδικη. Εκει κατεληξε συντομα και ανωριμα οταν ηπιε την πρωτη γουλια καφε.
Το ζευγαρι στο απεναντι διαμερισμα παλι τσακωνοταν, ειχαν αφησει τις κουρτινες τραβηγμενες και εκεινη σαν να εβλεπε την αγαπημενη της σειρα κοιτουσε διχως διακριτικοτητα.
Ειχε κρυο εξω, μα ο ηλιος εκαιγε.
Καπου ειχε διαβασει οτι οταν ο ηλιος καιει ερχεται δυνατη βροχη.
Να καθαρισει τι;

Η ζωη ειναι αδικη λοιπον. Ηπιε αλλη μια γουλια καφε και παρατηρησε τον τροπο που η γειτονισσα της φωναζε στο αγορι της, δεν ακουγε τι του ελεγε αλλα την εβλεπε να κουναει τα χερια σαν τρελη και να κανει νευρικες κινησεις.
Αυτος εγνεφε θετικα σαν να την κοροιδευει, γελουσε.
Η αντιδραση του εμοιαζε να την κανει ακομη πιο εξαλλη διοτι βγηκε στο μπαλκονι και κοπανησε την πορτα πισω της.
Καθισε σε μια καρεκλα και αρπαξε τα τσιγαρα της.

Η Κυβελη χαμογελασε. Ηταν σαν καθρεφτης. Αναψε κι εκεινη τσιγαρο.
Την ειδε να κλαιει,γοερα, με λυγμους να σπαρταραει απο ενα κλαμα που δεν εμοιαζε να σταματαει.
Το ενα της μερος ηθελε να την παρηγορησει.
Το αλλο γελασε πικρα.
Εσυ εκεινη; Μα τι θρασος.

Κλαιει, γιατι οπως ολοι οσοι μπορουν να κλαψουν, ελπιζει.

Και τι δεν θα εδινε για εναν εντονο καβγα. Να του φωναζει και να της φωναζει πισω. Να την αγνοει και να τσακωνεται μονη της, μα σαν παει να φυγει να την πιανει απο τα χερια και την κολλαει πανω του.
Να απαιτει! Να διεκδικει την προσοχη της και να την κατακτα παντα και παντου.
Ποναει τον εαυτο της με ετουτες τις σκεψεις.

Εσβησε το τσιγαρο και φορεσε τα γυαλια ηλιου της. Δεν ηθελε πια να βλεπει.

----------------------------------------------------------------------------------

Σκηνη τεταρτη 14:00

Παιζει βιολι στο σαλονι, οχι για εκεινη φυσικα.
Μπροστα του η τηλεοραση μαζι με μια ενσωματωμενη καμερα, και στην οθονη αλλα δεκαπεντε ατομα, σε παρομοια θεση.
Εκεινη ειχε τρυπωσει σε μια γωνια, εκτος του οπτικου τους πεδιου και τον χαζευε.
Δεν ειχε αλλη ευκαιρια να συνυπαξει μαζι του σε εναν χωρο. Δεν την αφηνε.

Ο Ορεστης εσφιξε τα δοντια και επαιξε αρμονικα με τους υπολοιπους.
''Ορεστη τελικα το σολο στην συναυλια στο Παλλας;Θα το κανεις;''

Αναγνωρισε διχως να κοιταζει την φωνη της Εβιτας. Ποιο σολο; Ποιο Παλλας;
Τεντωσε τα αυτια της και ηλπιζε να μαθει περισσοτερα. Το αγορι της ξεροκαταπιε. Ηταν για ολους ξενη η εικονα και η συμπεριφορα του.
''Ναι, μιλησα ηδη με τον κυριο Καραμουρατιδη και συμφωνησαμε σε πεντε τραγουδια.''ο τονος του ειναι κοφτος, αυστηρα επαγγελματικος.

Της προκαλει δεος, σαν να μην κατεβηκε ποτε απο την σκηνη του Μεγαρου, ετσι φεροταν. Δεν εβγαλε ποτε την αυστηρη του μασκα.

Εμοιαζε να μην θελει να συνεχιστει η συζητηση. Ενιωθε να την κοιτα με την ακρη του ματιου του, ενα βλεμμα που ειχε σκοπο να την αποπαρει, να την διωξει απο κοντα του, ή στην προκειμενη περιπτωση απο το σαλονι.

''Ωραια. Οι υπολοιποι μπορειτε να αποχωρησετε, σας ευχαριστω για την υπομονη σας. Ορεστη παμε τα πεντε τραγουδια μαζι με τον Γιωργο;'' η μαεστρος ηταν ιδιαιτερα γλυκια, κατι που ο βιολιστης δεν φαινοταν καν να παρατηρει.

Ο πιανιστας αρχιζε να παιζει εναν ρυθμο που εκανε την Κυβελη να αναριγησει.
Δεν αντεξα, κοιταχτηκαν! Εκεινος, ηταν σιγουρος οτι θα εχανε το χρωμα της, ενω η Κυβελη ευχηθηκε να ειχε μεινει στο δωματιο της, αν αυτο μπορουσε να κρατησει τις νοτες μακρια.
Γαλαζιο στο μαυρο.
Πρασινο στο μαυρο.
Και επειτα;

Η μελωδια κυλαει για λιγο μονη της και το πικαπ στην γωνια του σαλονιου της κλεινει το ματι.
Θα σε ακολουθω παντου μεχρι να αποδεχτεις την μοιρα σου.

Τον κοιταζει εντονα, θα μπορουσε να ανοιξει τρυπες στο σωμα του, τοσο εντονα.
Μα δεν της ριχνει αλλη ματιά, κλεινει τα βλεφαρα και αφηνεται σε εναν πονο γλυκο, ξεροντας οτι η Κυβελη μονη της το επεδιωξε να πληγωθει ετουτη τη φορα. Εκεινος ευθυνη δεν φερει. οχι πως αντεχει και αλλη ευθυνη...

Σ΄έχω βρει και σε χάνω
δανεική παρουσία
έχω τόσα να κάνω
και δεν έχουν ουσία

Ψιθυριζει τους στιχους. Κουλουριαζει στην πολυθρονα και νιωθει την καρδια της στα γονατα. Ποτε επεσε εκει κατω;

όπου είσαι πηγαίνω
δίχως λόγο να πάω

Αναρωτιεται πλεον αν η φωνη βγαινει απο τα χειλη της ή ειναι στο μυαλο της, γιατι ειναι καθαρη, γαργαρη, και οι τοιχοι την γυρνουν πισω σε εκεινη.

Κάποιες μέρες ακούω
στη σιωπή τη φωνή σου
πάνε μέρες που λείπεις
κι είμαι ακόμα μαζί σου

Τρεμει, κατεβαζει το βλεμμα απο το δικο του και ανασαινει στις χαμηλες νοτες.
Σαν καποια ανωτερη δυναμη να πηρε τα τραγουδια ενος δωρου και να τα εκανε καταρα που την εριξε πανω της.
Πανε μερες που λειπεις...και ειμαι ακομα μαζι σου.

σε ρωτάω τι έχεις
και σου λέω καλημέρα
σ΄αγαπάω μην τρέχεις
είσ΄ακόμα εδώ πέρα

Πεταγεται ορθια. Δεν το αντεχει αλλο. Ο Ορεστης με την ακρη του ματιου του την βλεπει να τρεχει απο το σαλονι στον διαδρομο που οδηγει στο υπνοδωματιο του. Ανασαινει ρηχα για να μην χασει τις νοτες.

Προσπαθώ να ξεχάσω
όμως κάτι συμβαίνει
ό,τι όμορφο πιάσω
να το δεις περιμένει

 Ανοιγει την πορτα του δωματιου τους και εισπνεει την οικεια μυρωδια του στον χωρο.
Της λειπει, οικτρα!
Ειναι στο διπλανο δωματιο κι ομως ειναι σαν να τους χωριζουν χιλιομετρα ολοκληρα.
Εχουν περασει 4 μερες απο την τελευταια φορα που την αγκαλιασε ή την φιλησε, αν εξαιρεσεις εκεινη την αγκαλια πονου μετα την ειδηση του θανατου της Ιασμης.

Ξαπλωσε στην πλευρα του, εκει που ακομα υπηρχε αχνη η μυρωδια κανελας.
Εκλεισε τα ματια και προσπαθησε να ηρεμησει. Μα το μυαλο της βουιζε.
Δεν ηξερε αν η αποφαση του να χωρισει τους εσωσε ή τους κατεστρεψε, 
μα ηξερε ηλπιζε η Ιασμη να γυριζε πισω.

Γιατι μαζι με εκεινη χαθηκε και ο Ορεστης, ή εστω, εκεινο το μερος του εαυτο του που η Κυβελη γνωρισε και αγαπησε.

Σ΄έχω βρει
και σε χάνω...
 

--------------------------------------------------------------------

Ωρα 23:00

Της ειχε φανει περιεργο που η κυρια Ριτσα ή οι αλλες γειτονισσες δεν τους ειχαν ενοχλησει τεσσερις μερες τωρα.  Δεν της πηρε ωρα ωστοσο να ενωσει τα κομματια του παζλ και να καταλαβει οτι η Νεφελη ειχε βαλει το χερακι της. Τους ειχε πει με λιγα λογια τι ειχε συμβει με ανταλλαγμα την ησυχια και διακριτικοτητα τους.

Ο σκυλος ηταν ξαπλωμενος πανω στα ποδια της στον καναπε και κοιμοταν βαθια. Τον χαιδευε αφηρημενα κοιτωντας μια μεσημεριανη εκπομπη στην τηλεοραση.
Ενιωθε ακομα μουδιασμενη, σαν να μην την ειχαν βγαλει απο το παγωμενο νερο. Ηξερε τι συνεβαινε γυρω της μα δεν ειχε βιωσει στο επακρο τον συναισθηματικο αντικτυπο αυτου.

Φοβοταν κιολας.
Φοβοταν γιατι μεσα της ανασαλευε μια οργη. Οργη προς την νεκρη, μα τι βλασφημια!
Ακομα και να το σκεφτει ετρεμε. Μα ηταν αληθεια, μια αληθεια που επρεπε να ζησει στο μυαλο της για παντα.

Μισουσε την Ιασμη. Την μισουσε που αυτοκτονησε, τοσο πολυ, σε βαθμο που ηθελε να την σκοτωσει, αν αυτο βγαζει νοημα. Απεχθανοταν το οτι τον πληγωσε, τον γονατισε, τον διελυσε με την κινηση της. Ηθελε να την πιασει και να την τραβηξει στο γραφειο του Ορεστη, να της δειξει τον ξενο αντρα, χωρις τις μπουκλες που αμφοτερες ερωτευτηκαν.
Να την κρατησει απο τους ωμους και να την ταρακουνησει.
Εισαι ικανοποιημενη; Ε; Εισαι ικανοποιημενη με το δημιουργημα σου;
Δυστυχησε μακρια σου! Οριστε! Οπως ακριβως τον ηθελες!
Τωρα μπορεις να πεθανεις ευτυχισμενη.

''Κυβελη;''η φωνη του την ταρακουνησε απο τις μαυρες της σκεψεις.
Τρανταχτηκε ξυπνωντας και τον σκυλο που μετα απο μια μικρη ενοχληση συρθηκε στην αλλη ακρη του καναπε και συνεχισε τον υπνο του.

Ο Ορεστης στεκοταν ορθιος στην μεση του σαλονιου και την κοιτουσε σοβαρος περιμενοντας μια απαντηση σε κατι που ουτε ειχε ακουσει εξ αρχης.
Ανακαθισε στην θεση της.
''Δεν ακουσα την ερωτηση σου συγγνωμη.'' 

Τον ειδε να σμιγει τα φρυδια, σαν να ενοχληθηκε που επρεπε να το ξαναπει.
''Λεω, αν νυσταζεις πηγαινε κοιμησου.'' 

Η εκδηλωση τρυφεροτητας, αν αυτο ηταν, δεν εμοιαζε σε τιποτα με τις αποπειρες του να την κουβαλησει στο κρεβατι, ή να την ενοχλησει μεχρι να συρθει μονη της μεχρι εκει.
''Δεν μου κολλαει υπνος.'' ανασηκωσε τους ωμους και εμεινε να τον κοιταζει.

Φορουσε μαυρο φουτερ και μαυρη φορμα, μονο που αυτη τη φορα δεν της θυμιζε σερφερ τον χειμωνα, αλλα καποιον πρωην στρατιωτικο, πιθανον υψηλοβαθμο, που ισως υπηρετησε και στο Ιρακ, και δεν γυρισε ποτε ξανα ιδιος.
Μετα τον ερωτα και τον πολεμο κανεις δεν επιστρεφει ιδιος.
Μαλωνει το μυαλο της που ξεφευγει ετσι και συγκεντρωνεται παλι σε εκεινον, μην τυχον της πει κατι και το χασει.

''Θα παω στον σκυλο βολτα.'' της ανακοινωνει.
Ναι και;
Μια δοση κανονικοτητας εκρυβε αυτη η δραση, μα δαγκωθηκε να μην του το δειξει.

-----------------------------------------------------------------------

5 Ιανουαριου - 928 κρουσματα
ωρα 09 :51

Εξω εχει συννεφια. Εκεινος πινει καφε διχως να της μιλαει, ενω η Κυβελη εχει απλωσει τα βιβλια και προσπαθει να διαβασει.
''Νομιζω οτι με κατηγορεις για ολο αυτο.'' του εξομολογειται διχως να σηκωσει το βλεμμα.
Περιμενει σιωπη.
Αντι αυτου ακουει την κουπα να ακουμπα με δυναμη στον γρανιτη, ευτυχως χωρις να σπασει.
''Γιατι θες να με νευριασεις πρωινιατικα;''

Τα ματια της συναντουν τα δικα του, που οργισμενα εκσφεντονιζουν φλογες.
''Απλα...αν δεν σε αναγκαζα να την χωρισεις για να ειμαστε μαζι δεν θα ειχε αυτοκτονησει.''
Ειναι κι αυτο ενα βαρος, οχι μεγαλυτερο απο εκεινο που θα δημιουργηθει αν ο Ορεστης συμφωνησει.

''Την χωρισα επειδη το ηθελα.'' απαντα διχως να της απαντησει.
Σφιγγει τα δοντια και οι γωνιες στην κατω γναθο του πετιουνται εξω.
''Το μετανιωσες;'' Η φωνη της ισα που ακουγεται,
''Οικτρα.'' της απανταει ειλικρινα. Την σκοτωνει.
Αναφωνει.
''Πως μπορεις να μου το λες ετσι αυτο;'' μπορεις να ακουσεις κατι μεσα της να ραγιζει.
"Με ρωτησες.'' της απανταει αταραχος.

Θεε μου αυτος ο αντρας ειναι φτιαγμενος απο μαρμαρο, ομορφος σαν αγαλμα, ψυχρος σαν το υλικο του.

''Εσυ ειπες οτι το εκανες για σενα'' προσπαθει εστω και εμμεσα να διωξει λιγο απο το βαρος που κουβαλαει στις πλατες της.

''Δεν πιστευω οτι θα χωριζα ποτε την Ιασμη για καμια αλλη εκτος απο εσενα. Δεν θα με εκανε καμια αλλη να θελω.'' της εξηγει μα οι λεξεις βγαινουν σαν βρισιες απο τα χειλη του.

''Το λες σαν να ειναι κακο.'' μετανιωνει της συζητηση.
''Ειναι, καπως, αν το σκεφτεις.''

Δαγκωνεται για να μην κλαψει.
''Γιατι τιμωρεις τον εαυτο σου Ορεστη μου;''

Το βλοσηρο του βλεμμα δεν μαλακωνει.
''Γιατι μου αξιζει. Δεν τιμωρηθηκα ποτέ για τιποτα, παντα στεκομουν τυχερος. Ξερεις οτι δεν εχω παει ουτε στρατο; Ο Ιακωβος πηγε, εγω οχι!'' ανεβαζει τον τονο της φωνης του και η Κυβελη βλεπει κατι μεσα του να λυγιζει λιγο λιγο.

''Να τιμωρηθεις για τι ακριβως;''
Μοιαζει να τον νευριαζει η αγνοια της ή η προσποιηση της.''Την αφησα μονη της καθε φορα που με χρειαζοταν εγω μονο εφευγα.''
''Οταν εμεινε εγκυος; Εκει αναφερεσαι.'' το λεει εκεινη, γιατι τον βλεπει οτι δεν μπορει.
''Και τοτε, επρεπε να ειχα επιμεινει, τα πραγματα θα ηταν αλλιως τωρα.''
Προσπαθει  να μεινει ψυχραιμη.

''Θα ηταν χειροτερα, πολυ χειροτερα.'' μια σκεψη αρκει για να βουρκωσει. Ο Ορεστης ομως θιγεται.
Σμιγει τα φρυδια μπερδεμενος και τα χειλη του γινονταν μια ισια γραμμη.
Πως τολμαει να λεει κατι τετοιο;

''Δεν το ξερεις αυτο. ''
''Κι ομως.'' επιμενει, βλεπει στο σκουρο της βλεμμα κατω απο την αγωνια και τον πονο ενα πεπλο μισους, για την Ιασμη ειναι το μισος.
''Κυβελη.'' αυστηρα προφερει το ονομα της.
''Ξερεις οτι η σχιζοφρενεια ειναι κληρονομικη;'' τον ρωταει και προσπαθει σχεδον επιτηδες να τον κανει να θυμωσει, να ανοιξει τα ματια μπροστα στην αληθεια, οτι τιμωρει τον εαυτο του για παραπανω απο οσα πρεπει.

''Παρατα με.'' μουρμουριζει και κανει να φυγει. Εκεινη κατεβαινει απο την καρεκλα της και πηγαινει στην αλλη ακρη του παγκου, εμποδιζοντας τον να φυγει. Στεκεται μπρος του γεματη ενταση.
Ειναι και οι δυο τοσο φορτισμενοι που μπορουν να δημιουργησουν στατικο ηλεκτρισμο.
''Ξερεις οτι τωρα θα ειχες και ενα παιδι να προσεχεις; Πιστευεις μπορεις;'' τον ρωταει με ματια θολα.
Ο Ορεστης παιρνει βαθιες ανασες για να μεινει ψυχραιμος.
''Σταματα.'' κανει να την προσπερασει με τον σπρωχνει πισω.
''Ξερεις οτι τα παιδια που γεννιουνται απο γυναικες που κανουν χρηση εμφανιζουν ενα σωρο προβληματα;;''το ειπε πριν προλαβει να το καταπιει.

Ειδε τον Ορεστη να αλλαζει χρωμα. Σαν να τον χτυπησε αποτομα το ρευμα αναμεσα τους. Τα ματια του εβγαζαν φλογες.
''ΕΙΠΑ. ΦΤΑΝΕΙ!!"
Υψωσε το χερι και εκανε να την χτυπησει.

Η Κυβελη εκλεισε τα ματια και ζαρωσε απεναντι του.Περιμενε σχεδον με αποδοχη το χτυπημα που δεν ηρθε ποτε. Αφησε μια εκπνοη ελευθερη. Ανοιξε τα ματια και τον ειδε με το χερι μετεωρο απο πανω της.
Σφιγγει την παλαμη του και κατευναζει τα νευρα του. Σαν κυκλος οι αντιδρασεις του, τα χανει, καταλαβαινει τι πηγε να κανει και μια λαμψη τυψεων φωτιζει το προσωπο του.
Κατεβαζει το χερι και την κοιτα αυστηρα.
''Μην τολμησεις να μιλησεις ποτέ ξανα ετσι για εκεινη.''

Την αφηνει μονη να τρεμει στο κεντρο της κουζινας. Ενα χαστουκι θα πονουσε πολυ λιγοτερο.

-------------------------------

11:20

Βγαινει για τρεξιμο. Κατι που αρχισε τωρα να κανει και μοιαζει να τον ανακουφιζει.
Δεν εχει μιλησει με κανεναν αλλον, γιατι να το κανει αλλωστε; Να πει τι ; Να προσποιηθει οτι ειναι ενταξει; Οτι θα γινει καλα; 

Το μυαλο του βουιζει. Στην σκεψη και μονο οτι θα χτυπουσε την Κυβελη θολωνε, τιμωρητικα θα ετρεχε δεκα χιλιομετρα λοιπον, για να κατανοησει πληρως οτι πηγε να κανει αυτο που απεχθανοταν. Αυτο που δεν ειχε τολμησει ουτε να σκεφτει ποτέ του.

Ποτέ ομως δεν ειχε θυμωσει τοσο ωστε να θελει να προκαλεσει πονο στον απεναντι του.
Με την Κυβελη τουλαχιστον αυτο εμοιαζε αδιανοητο. Τιποτα απο οσα του ελεγε ή του εκανε δεν τον εφερναν καν κοντα σε αυτο το συναισθημα.

Οι γονεις της Ιασμης θα εφευγαν απο το σπιτι τους, δεν τους αδικουσε, εδω εκεινον δεν τον χωρουσε το διαμερισμα. Την επομενη εβδομαδα θα πηγαινε απο εκει για να παρει κατι δικο της, να το εχει.

Οταν επιστρεφει στο διαμερισμα του η Κυβελη δεν ειναι πουθενα στον ενιαιο χωρο ή την κουζινα. Στιγμιαια κοιτα και βλεπει το μπαλκονι αδειο.
Μια σκεψη οτι μπορει να τον εγκατελειψε κανει την καρδια του να βαρυνει.
Δεν ηθελε να την πληγωσει, αληθεια δεν ηθελε.
Ακουει θορυβο απο το δωματιο,επιβεβαιωνοντας του οτι εκεινη ειναι μεσα, απλα τον αποφευγει.
Η σκεψη αυτη του εδωσε μια ανασα καθαρου οξυγονου.

Μπαινει στο μπανιο, κατω απο το ντουζ, ανοιγει το ζεστο νερο και απλα στεκεται ακαμπτος, αφηνοντας τον καυτο καταρρακτη να τον μαστιγωσει.Εδινε στον εαυτο του και το σωμα του λιγα λεπτα νηνεμιας. Η πορτα του μπανιου ανοιγει και ο Ορεστης μενει ακαμπτος αναμεσα στους υδρατμους, να νιωθει την παρουσια της να κοντοζυγωνει.

Το τζαμι ανοιγει πισω του και κλεινει τα ματια οταν νιωθει την μορφη της, γυμνη να στεκεται πισω του. Δεν γυριζει να την κοιταξει. Δεν μπορει να συναντησει το βλεμμα της μετα απο αυτο που παραλιγο να γινει. Ντρεπεται, πολυ.
''Συγγνωμη Ορεστη.'' η φωνη της ειναι βραχνη, αποδειξη οτι εκλαιγε.

Αυτο τον τσακισε. Δεν του αρεσε να την βλεπει να κλαιει, δη εξαιτιας του.
''Μην απολογεισαι. '' ακουγεται πιο αποτομος απο οτι ηθελε. Αισθανεται την θερμη του γυμνου της κορμιου πιο κοντα του. Ξεφυσαει αναμεσα στο καυτο νερο.
Ακουμπαει τα χερια του στα πλακακια και γερνει κοντρα στον τοιχο.

''Δεν θα σε χτυπουσε ποτέ. Αυτο να το ξερεις.'' 
''Το ξερω.'' βιαζεται να τον διαβεβαιωσει.
''Ωραια.'' 
''Ωραια.'' επαναλμβανει, ψαχνει κατι να πει.

Την νιωθει να στεκεται πισω του διχως να τον αγγιζει. Ξερει οτι δισταζει. Γνωριζει και την αιτια.
Ουτε ο ιδιος μεσα του ξερει αν θελει να τον αγγιξει.

Τεντωνει το ενα του χερι προς τα πισω, κανοντας την νευμα να το πιασει. Χωρις δευτερη σκεψη εκεινη απλωνει το δικο της και ο βιολιστης την τραβαει προς το μερος του, κολλωντας το στηθος της στην πλατη του.
Αναριγει οταν νιωθει το γυμνο της δερμα. Μα δεν κανει καμια αλλη κινηση.

Η Κυβελη τυλιγει τα χερια της γυρω του σφιχτα και αφηνει το καυτο νερο να την τυλιξει πλαι του. Ακουμπα το μαγουλο και το αυτι της εκει που ακουγεται ο χτυπος της καρδιας του.
Αμυδρος και αργος.
Σαν να πεθαινει.

Βγαινει πρωτος εξω αφηνοντας την μονη στο μπανιο να σαπουνιζεται.
Τυλιγει μια πετσετα γυρω του και με το χερι καθαριζει τους υδρατμους απο τον μεγαλο καθρεφτη.

''Δεν ειναι αναγκη να πας. Θα καταλαβουν αν τους εξηγησεις.'' την ιδια στιγμη ξεπροβαλλει απο πισω του, τυλιγμενη με την πετσετα της, μια στο σωμα και μια στα μαλλια. 
Αναφερεται στο δειπνο του διευθυντη της Λυρικης.
''Ειναι για την δουλεια μου Κυβελη.'' την αποπαιρνει.
Δεν επιμενει, καθολου του χαρακτηρα της.Τον μαλακωνει αυτο.
''Θες να ερθεις για παρεα;''
''Μπορω;'' το βλεμμα της κρυβει μια ελπιδα. Δεν θελει να της την κλεψει.
''Αν το θες.'' ανασηκωνει τους ωμους.

--------------------------------------------------------------------------------------------------

Ηταν πιο πολυ σαν φιλικο καλεσμα για κρασι και ελαφρυ φαγητο. Το σπιτι του μαεστρου ηταν τρια τετραγωνα μακρια, ενα ρετιρε με απιστευτη θεα και διακοσμηση.
Η συζυγος του, μαγειρευε εκπληκτικα και την παρεα ολοκληρωνε ο διευθυντης της ορχηστρας με την συντροφο του και την δεκαεννιαχρονη κορη τους.

''Νεο μαλλι κυριε Νικολαϊδη; Δεν θα το πιστευα αν δεν το εβλεπα μπροστα μου.''
Προσπαθησε να χαμογελασει, το μονο που καταφερε ηταν ενα μικρο μειδιαμα.
''Ειπα να κανω μια αλλαγη.''

''Καλυτερα! Μεσα στα ματια σου επεφταν.''ο μαεστρος αστειευτηκε επισης. Ηταν χαρακτηριστικο του τα μαλλια, τοσο, που εβλεπαν την αλλαγη και τριτοι.

Το γευμα κυλησε ομαλα, με χαλαρη συζητηση στην οποια ο Ορεστης συμμετειχε ενεργα, μα ατονα και καπως κοφτα, καμια σχεση με ο,τι ειχαν συνηθισει.
Ολοι γνωριζαν οτι ειχε βιωσει μια απωλεια, εξου και η απουσια του απο τα εορταστικα προγραμματα την πρωτη του μηνος.

''Ιστορια της τεχνης λοιπον ε; Τρομερα ενδιαφερον, ειχα παρακολουθησει εναν κυκλο μαθηματων στο λυκειο και θυμαμαι μου αρεσε πολυ.'' η Κυβελη και η κορη του διευθυντη αποκτουν καλη χημεια απο την πρωτη στιγμη.
Η κοπελα της χαμογελαει γνεφοντας.
''Ειναι το μεγαλο παθος του μπαμπα μου.''  ο αντρας απεναντι απο την δικηγορινα επιβεβαιωνει.

''Καποια συγκεκριμενη χρονικη περιοδος;'' ρωτα κοιτωντας και τους δυο.
''Νομιζω ειναι προφανες! Η πλεον γνωστη.'' ο αντρας απεναντι της φανηκε να ενθουσιαζεται που καποιος ανεφερε το πλεον αγαπημενο του θεμα συζητησης. Η συζυγος του γεμισε το ποτηρι της μεχρι πανω ξεφυσωντας που επρεπε να τα ακουσει παλι.

''Αναγεννησιακη φυσικα!''
''Θα συμφωνησω.'' συμπληρωνει η Μαρια - η κορη του.
''Νομιζω κι εγω, αν και δεν γνωριζω σε βαθος αρκετες περιοδους για να ξερω.'' πιο διστακτικα συμφωνησε και η Κυβελη.
Η μετριοπαθεια της φανηκε να εκτιμαται.
''Καποιος ζωγραφος πιο αγαπημενος;'' την δοκιμασε.

''Ειναι οι προφανεις, και ο Τιτσιανο, και ο Ραφαηλ, μα οχι στους σκοτεινους πινακες τους.'' προσπαθει να εξηγησει χωρις να παρεξηγηθει. ''Ξερετε δηλαδη εκεινους με τα σκουρα χρωμα-''
Η κοπελα απεναντι της αναφωνει.
''Αυτο του ελεγα μολις προχθες το βραδυ!''

Ο πατερας της γνεφει και γυριζει παλι στην Κυβελη.
''Η Αναγεννηση του φωτος ειναι υπεροχη, αλλα σας διαβεβαιωνω κυριες μου οτι το σκοταδι ειναι εξισου συναρπαστικο.''μιλαει στις δυο κοπελες σαν να ειναι και οι δυο κορες του. Συμβουλευτικα.

''Για να το λετε εσεις κατι θα ξερετε, εχω μαθει να μην επεμβαινω στον χωρο των καλλιτεχνων.'' το γενικευσε αστειευομενη και κοιταξε γυρω της τους υπολοιπους που εμοιαζαν να εκτιμουν το ελαφρυ χιουμορ.
Ο Ορεστης διπλα της μειδιασε και ηπιε λιγο απο το νερο του. Ηθελε να τον κλωτσησει κατω απο το τραπεζι για να φερθει ευγενικα μα δεν, ηξερε αν πλεον την επαιρνε.

''Ο καλλιτεχνης Κυβελη- μου επιτρεπεις;''
''Μα φυσικα!'' του χαμογελα με σεβασμο. Εκεινος ο αντρας, στην ηλικια του πατερα της, εμοιαζε να κουβαλαει την σοφια στις πλατες του με τρομερη πραοτητα και συνεση.

''Ο καλλιτεχνης δεν εχει ορια, ουτε στα πραγματα γυρω του, ουτε στον εαυτο του για οσους τον περιβαλλουν. Κι αυτο γιατι ο καλλιτεχνης που ειναι οντως αφιερωμενος στην τεχνη του, δεν επηρεαζεται απο γηινες συμπεριφορες, δεν λεω σαφως οτι υποστηριζω το δογμα 'Η τεχνη για την τεχνη' αλλα σαφως καποιος που νιωθει συνεχιστης της δεν μπορει να υποκυπτει σε προτυπα που δεν σχετιζονται με αυτη.''

Τον ακουει συνεπαρμενη, οπως και ολοι οι υπολοιπο στο τραπεζι. Η Κυβελη κανει υποσημειωση στο μυαλο της να γνωρισει αυτον τον ανθρωπο στην Φαιδρα, η κοπελα οσο αντιδραστικη κι αν ηταν θα ακουγε με μεγαλη ευλαβεια τα λογια του.

''Συμφωνεις;'' της χαμογελαει με ενα χαμογελο που αγγιζει και τα ματια και εκεινη γνεφει.

Η συζητηση συνεχιστηκε, με τους υπολοιπους στο τραπεζι να συμμετεχουν εξισου, αλλοι περισσοτεροι, αλλοι -οπως ο Ορεστης- λιγοτερο.
Και οταν εφτασε η ωρα να φυγουν, η κοπελα ενιωθε ελαφρως καλυτερα με την αλλαγη των παραστασεων και τον καθαρο αερα, και θεωρουσε οτι ο συντροφος της ενιωθε το ιδιο.

''Ελπιζω να το επαναλαβουμε  συντομα, Κυβελη ακομη δεν πιασαμε τον Μποτιτσελι.'' η Μαρια της εσφιξε το χερι.
Εκεινη εγνεψε χαμογελοντας και υποσχεθηκε μια συνεχεια.
''Ορεστη εμεις θα μιλησουμε για το προγραμμα.'' ο διευθυντης τον κοιταζει και ο βιολιστης που μολις ειχε φορεσει το παλτο του εγνεψε θετικα.
''Θα ειμαστε σε επικοινωνια.'' 
Χαιρετησε ευγενικα τους παντες και πρωτος βγηκε εξω αφηνοντας την κοπελα να τον ακολουθησει.
Στο ασανσερ εσυρε το βλεμμα της πανω του.
Το μαυρο παλτο του ηταν ασορτι με το υφος του.

''Δεν περασες καλα;'' τον ρωτησε, αν και ηξερε το βαθυτερο αιτιο.
Ο Ορεστης δεν της απαντησε καθολου.
Οδηγουσε νευρικα, θυμωμενα, κι αυτο αφησε την Κυβελη να απορει.Προτιμησε ομως να μεινει σιωπηλη.
Στο ασανσερ για το διαμερισμα τους ξαναμιλησε στον ανεκφραστο αντρα.
''Εκανα κατι που σε πειραξε;''

''Εννοεις περα απο το να την πεσεις στον διευθυντη της ορχηστρας μου; Οχι κατι αλλο νομιζω δεν εκανες.''

Την αιφνιδιαζει με μια επιθεση κοφτη και αυστηρη. Σηκωνει το βλεμμα να τον κοιταξει.
''Οριστε; Πας καλα; Με τον ανθρωπο λεγαμε για τεχνη! Ειναι στην ηλικια του μπαμπα μου!"
Αμεσως βλεπει το ειρωνικο του βλεμμα και θελει να τον χαστουκισει.

''Ξερεις πολυ καλα τι εννοω..''  ψελλιζει μεσα απο σφιγμενα δοντια και ο Ορεστης την αγνοει. Ξεκλειδωνει και τακτοποιει τα πραγματα του. Ο σκυλος τρεχει κατα πανω τους λες και δεν ελειπαν μονο 2 ωρες.

Εκεινη παρανοει.
''Ορεστη σου μιλαω!'' τον ακολουθει, κινειται προς το δωματιο τους λυνοντας την γραβατα του.
''Ορεστη!'' σχεδον τον κυνηγησε.
Εκανε λες και δεν υπηρχε καν. Τον ειδε μπροστα στον καθρεφτη της ντουπαλας του να βγαζει το πουκαμισο και το παντελονι του.

''Σοβαρα τωρα; Θα παιξουμε το παιχνιδι της σιωπης;'' οσο παει και περισσοτερο εκνευριζεται.
''Δεν παιζω κανενα παιχνιδι, απλα δεν εχω τιποτα απολυτως να σου πω.'' δεν κανει καν τον κοπο να την κοιταξει εκεινη τη φορα. 

Αναφωνησε με τον σκληρο του τονο. Πως της μιλουσε ετσι;
''Ενταξει τοτε, μπορεις να πας να γαμηθεις, τι λες γι αυτο; Εχεις καποιο σχολιο;'' τον προκαλεσε.
''Μονο οτι λυπαμαι.'' την κανει εξαλλη. 
Πιο πολυ απο ολα οτι διπλωνει τα ρουχα του αταραχος και δεν κρυβει ουτε μια δοση σαρκασμου η απαντηση του.

''Ξερεις δεν θα μιλουσα ολο το βραδυ με τον διευθυντη σου αν εσυ μου ελεγες και τιποτα αλλο περα απο τα βασικα.'' το γυριζει το παραπονο.
Η καρδια της φτερουγιζει στο στηθος της.

''Καλα Κυβελη.'' υποχωρει.
Γιατι υποχωρει; Γιατι δεν λεει κατι αλλο;

''Καλα;'' η δυσπιστια της κολυμπαει στην ατμοσφαιρα.
Κινειται προς το μερος της με σκοπο να την προσπερασει και να παει στο μπανιο οπου ειχε παρατησει τα ρουχα του, φορουσε μονο το μποξερακι του.

Η Κυβελη ειδε κοκκινο. Με ολη της την αδρεναλινη τον εσπρωξε προς τα πισω. Ουτε καν παραπατησε.
Τον πλησιασε κι αλλο, με διαδοχικες σπρωξιες, που ειχαν απλα ως αποτελεσμα να ερθει εκεινη πιο κοντα του. Προσωπο με προσωπο και σωμα με σωμα.
Εκεινη να βραζει στην απελπισια ενω εκεινος στην απαθεια.

''Αντιδρασε καπως γαμωτο! Κανε κατι!'' του φωναξε.
Εσφιξε τα δοντια του και οι γωνιες φανηκε κατω απο τα μουσια, 4 ημερων.
''Κυβελη.'' προειδοποιησε.
Κυβελη. Μονο Κυβελη.

''Οχι! Θα κατσουμε εδω μεχρι να μιλησουμε, αληθινα! Ειμαστε ζευγαρι Ορεστη! ΖΕΥΓΑΡΙ! Και εσυ με σπρωχνεις μακρια, με αφηνεις στην απεξω! Θελω να σε βοηθησω γαμωτο! Να σε βοηθησω οπως με βοηθησες εσυ! Γιατι δεν με αφηνεις; Ε;''
Την κοιταζει σιωπηλος να διαλυεται απεναντι του. Τα ματια του κρυβουν μια ενταση που δεν γινεται λεξεις.
''Τι θες να κανω;'' την ρωταει ειλικρινα, αναθεμα- σχεδον απελπισμενα.
Στεκεται μπρος του διχως λογια. Ολα στο μυαλο της ουρλιαζουν μα τιποτα δεν βγαινει προς τα εξω.Και φυσικα, θα πει το πιο λαθος πραγμα.

''Θελω να μην με κανεις να νιωθω τυψεις για μια δικη σου επιλογη! Θρηνεις! Το καταλαβαινω! Πονας! Το νιωθω! Αλλα δεν γινεται να πονας εμενα, δεν δεχομαι να με ακυρωνεις και να με απορριπτεις! Χωρισες εκεινη και θα χωρισουμε κι εμεις; Δειξε μου τι νιωθεις! Ασε με να καταλαβω!! Μην εισαι αυτοκαταστροφικος Ορεστη!!''
Σχεδον καλυπτει το στομα της οταν η γλωσσα της παυει τα κυλαει ροδανι.
Τι του ειπα μολις;

Τον κοιτα σχεδον τρομαγμενη. Δεν ξερει πως θα αντιδρασει. Βλεπει το απολυτο κενο στα ματια του. Κενο που κοχλαζει και γινεται οργη, γινεται πονος και ταυτοχρονα εκδικηση. Οι σκιες του Ορεστη σαν σειρηνες την τραβουν πανω του.
Κανει ενα βημα προς το μερος της, η ψηλη του κορμοστασια την καλυπτει, της προκαλει δεος.
''Θες να με νιωσεις; Να καταλαβεις τη αισθανομαι;'' το βλεμμα του κρυβει μισος για κατι αλλο. Φτυνει τις λεξεις.
Η κανελα δεν φτανει στο οσφρητικο της πεδιο ποτε.
Τρεμει κατω  απο το σκοτεινο του βλεμμα, μα θαρραλεα γνεφει θετικα.

Την αρπαζει απο την μεση και τον καρπο και προχωραει προς τα πισω, την ανεβαζει στο πρεβαζι του παραθυρου, κοντρα στο τζαμι με θεα την Αθήνα.Της ανασηκωνει το φορεμα μεχρι την μεση, αφηνοντας τα γυμνα της μπουτια και περιφερεια να ερθουν σε επαφη με το λευκο παγωμενο μαρμαρο, την ειδε να ανατριχιαζει και πανικος την κατεβαλε.
''Ορεστη, περιμενε, θα μας δουν απο εδω-''
"Ησυχια!'' σχεδον βρυγχαται. Το χερι του ειναι στον λαιμο της, ακριβως στο σημειο που πρεπει για να κρατα το προσωπο της σταθερο απεναντι του.

''Υπαρχει και κατι αλλο που ο νεος σου 'μεντορας' παρελειψε να σου πει για τους καλλιτεχνες Κυβελη.'' η φωνη του ειναι βαρια, βραχνη, φτανει σε βαθος σκοτεινο, οσο το βλεμμα του.
Ξεροκαταπινει και η ανασα της βγαινει κοφτη. 
Ακομα και ετσι, ακομα και ετσι τον ηθελε οσο τιποτα αλλο.

Γερνει να τον φιλησει, μια κινηση που ειχε αναγκη οσο τιποτα αλλο τις τελευταιες μερες.
Σφιγγει το κρατημα του γυρω απο τον λαιμο της για να μεινει μακρια του. Η απορριψη την καιει.
''Οχι φιλιά.''

Γνεφει θετικα. Τον υπακουει.
Το ενα του χερι παει στο ποδι της , το οποιο ανοιγει με οχι ιδιαιτερη λεπτοτητα.
''Εμεις οι καλλιτεχνες Κυβελη ειμαστε τερατα.'' η ανασα του χτυπα στο προσωπο της και σιγα σιγα κατεβαινει στον λαιμο της. Κλεινει τα ματια και προσπαθει να σταθεροποιησει την ανασα της.Αδυνατον. Σφυροκοπα και τρεμει.
''Ειμαστε θηρια ανημερα.'' ο τονος του ειναι απειλητικος, σχεδον την τρομαζει. Την τρομαζει και την εξιταρει.
Ελπιζει στην ενωση τους.
Τα χερια του πιανουν το λευκο δαντελενιο της εσωρουχο και με μια σπασμοδικη κινηση το σκιζουν κανοντας την να αναπηδησει στην θεση της.
Με μια ακομη πιο σκληρη κινηση την τραβαει στην ακρη του παγωμενου υλικου.
Η Κυβελη κανει να τον σταματησει. Δεν εχει χρονο να προετοιμαστει για αυτο που ερχεται. Κι ας ενιωθε το σωμα της να τον αποζητα.
Περναει το ενα της ποδι γυρω απο την μεση του και αφου κατεβασει προχειρα το εσωρουχο του εισχωρει μεσα της χωρις καμια προειδοποιηση, σπρωχνοντας την κατευθειαν πανω στο παραθυρο.

''Θεε μου!!'' Η Κυβελη φωναζει. Κανει να τον αγγιξει. Με το σχετικα πιο ελευθερο χερι του χτυπαει το δικο της μακρια.
"Μην βγαλεις αχνα!''διαταζει σκληρα, απροσωπα.

Δεν της δινει χρονο να προσαρμοστει. Την σπρωχνει συνεχομενα, ξανα και ξανα, στελνοντας την σε μια κολαση ηδονης που εμοιαζε με παραδεισο.
Η κοπελα πιεσε τα χειλη με τα δοντια της για να μην φωναξει, βογγηξε ριχνοντας το κεφαλι της πισω σε ενα απελπισμενο παραληρημα. Τα χειλη της πονεσαν, σχεδον ματωσαν.
Πονουσε, μα ταυτοχρονα το απολαμβανε.
Δεν την κοιταζει καν, το βλεμμα του πανω απο τον ωμο της, χαζευει την θεα.
Οχι οτι εχει χρονο να τον παρατηρησει.

''Τρεφομαστε απο τον φοβο, τον ποθο και την ηδονη.'' της ψιθυριζει στο αυτι, σαν καποιος δαιμονας που μολις την κατακτησε.
Την πιανει απο τους γοφους και βυθιζεται με μανια αναμεσα στα ποδια της.
Την ξεσκιζει σαν τρελος, σπρωχνει, πιεζει τον εαυτο του μεσα της διχως σταματημο.
Η Κυβελη ειναι σε κατασταση απελπισιας, ετοιμη να παρει φωτια, με το ενα ποδι τυλιγμενο γυρω του και το αλλο να τρεμει καθως κρεμεται απο το πρεβαζι.
''Ω Θεε μου Ορεστη-''
''Ειπα κανε ησυχια!!" φωναζει και ως τιμωρια δαγκωνει τον λαιμο της, δυνατα, αιμοβορα, ρουφαει την κοκκινιλα και νιωθει την κοπελα κατω απο τα χειλη του να σπαρταραει.

Η πιεση που ολο και αυξανεται της προκαλει πονο. Η φωτια μεσα της φουντωνει, την καιει. 
Θελει κατι αλλο, θελει να σταματησουν, μα και ταυτοχρονα παλλεται γυρω απο την σκοτεινη ευχαριστηση που της προσφερει.

Τρεμει ανεξελεγκτα πανω του.
"Ορεστη δεν θελω-''
Την αγνοει, συνεχιζει για ενα λεπτο ακομη, κι υστερα βογγαει -μουσικη στα αυτα της- καθως τελειωνει, η στυση του παλλεται και τρεμει καθως χυνει βαθια μεσα της.

Η Κυβελη νεκρωνει οταν τον νιωθει να σταματαει.
Ποναει και εχει πιαστει. Το κεφαλι της γυριζει.
Κι εγω;

Η φωτια που αναψε και φουντωσε δεν εσβησε και την καιει.
Ο Ορεστης κανει ενα βημα πισω, αφηνοντας το αλλο της ποδι να πεσει σχεδον μουσιασμενο πανω στο πρεβαζι.
Δεν μπορουσε να κουνηθει. Το κοιταξε βαριανασαινοντας ακομα, εξαψεις να την καινε κυκλικα και να την πονανε.

''Ρουφαμε λαιμαργα ο,τι ζωντανο εχεις στην ψυχη σου, κι υστερα πεταμε το αχρηστο κουφαρι σου μακρια.'' ψιθυριζει, σαν μολις να βγηκε απο μια νιρβανα μαυρου καπνου.

Τον κοιτα γεματη δεος,οσα ειπε, οσα εκανε, τοσο απιστευτα μα και τοσο απροσωπα.
Σαν να ηταν ενα απλο σωμα, μια οποιαδηποτε γυναικα.
Κι ομως ετρεμε.
Ουτε καν με αγγιξε.

Το μαυρο συναντα το γαλαζιο και το πρασινο.
Η μαυρη τρυπα την γη.
Να αλλη μια ενωση που θα προκαλουσε καταστροφη.

Κι ετσι οπως ηταν, ο Ορεστης εκανε μεταβολη και κατευθυνθηκε προς το μπανιο, τον αρχικο του προορισμο, και εκλεισε την πορτα πισω του με κροτο. Ο κροτος την ξυπνησε. 

Σοκαρισμενη εμεινε στην θεση της για λιγο, προσπαθωντας να συγκεντρωσει το μυαλο της γυρω απο αυτο που μολις ειχε συμβει. Η καρδια της ραγισε με μια ξαφνικη μαχαιρια του μυαλου της. Που πηγε το 'κολλα πεντε δικηγορινα';

Δεν πιστευε οτι η ελλειψη μιας κινησης που στην αρχη της φανηκε τοσο παιδικη, τωρα θα την γεμιζε παραπονο και θλιψη. Ειδε τις αθικτες τσιχλες στο κομοδινο του.
Πληγωθηκε κι αλλο.
Πηρε μια βαθια ανασα και με οση δυναμη της ειχε απομεινει κατεβηκε απο το μαρμαρο. Τα ποδια της ετρεμαν σαν ζελε.

''Πρεπει να κανω μπανιο.'' μουρμουρισε στον εαυτο της καθως εβγαζε προχειρα το φορεμα απο πανω της, πετωντας το στην πολυθρονα απεναντι της. Εμεινε γυμνη και σκεπαστηκε με το σεντονι. Δεν ηξερε αν ετρεμε απο το σοκ ή το κρυο.

Κουλουριαστηκε σε μια γωνια στο κρεβατι και αγκαλιασε τα γονατα της. Δαγκωθηκε για να μην κλαψει. Ματαιο. Τι ειχε μολις συμβει;
Ποτε αλλοτε δεν ειχε βιωσει την απορριψη τοσο εντονα.

Ποτε αλλοτε δεν ειχε τοση αναγκη το αγγιγμα του, το δερμα του να καιει το δικο της, να την κολλαει πανω του και να μην μπορει να παρει ανασα, να κοιμαται στην αγκαλια του, ακουμπησμενη στην καμπυλη του λαιμου του, με το ενα της ποδι αναμεσα στα δικα του και το χερι της πανω απο την κοιλια του, ενω το δικο του γυρω απο τους ωμους της.
Της ελειπε. Ξαπλωνε διπλα της μα της ελειπε.
Ηταν τοσο κοντα της μα συναμα και τοσο μακρια.

Πεντε λεπτα θα κλεισω τα ματια μου και μετα θα κανω μπανιο, υποσχεθηκε στον εαυτο της.

Ο Ορεστης δεκα λεπτα αργοτερα βγηκε απο το ντουζ και την ειδε να μαζευεται κι αλλο στην γωνια της στο κρεβατι, απο τις ακανονιστες ανασες της καταλαβε οτι ηταν ξυπνια, και απο το τρεμουλο στο δερμα της οτι καταπινε λυγμους.

Την ειχε πονεσει; 
Αμφεβαλλε για αυτο. Ηξερε οτι το ειχε απολαυσει, οπως ηξερε οτι αλλο ηταν αυτο που την πληγωσε. Της εδωσε το μαθημα που ζητησε.
Πηρε αυτο που ηθελε απο εκεινη και την αφησε να τρεμει μπρος στο ακορεστο.
Πως νιωθει δεν τον ρωτησε;

Ξαπλωσε διπλα της και σκεπαστηκε, η κινηση του την εκανε να κολλησει κι αλλο στην ακρη της.
Για να μην ακουστει που κλαιει βουβά;

Αγνοωντας την εκλεισε το φως και υστερα πηρε το παπλωμα και την σκεπασε πανω απο το σεντονι.
Θα κρυωσεις Κυβελη, την μαλωσε απο μεσα του.

''Δεν θα κανεις μπανιο;''
Μεσα στο σκοταδι θα ορκιζοταν οτι την ειδε να γνεφει αρνητικα με ματια που γυαλιζαν.
''Σε πονεσα;'' δεν αντεξε και ρωτησε.
Δεν θα ηθελε να του πει ναι σε καμια περιπτωση.
Εγνεψε παλι αρνητικα, κι ας ετρεμε σαν ψαρι καθως σηκωσε το χερι της να σκουπισει καποια δακρυα.
Πηρε κοφτή ανασα.
''Καληνυχτα.'' του ψιθυρισε πριν χαθει σε ενα υπνο βαθυ.

Ειχε ερθει σε πληρη συνειδητοποιηση του οτι ο Ορεστης φοβοταν, φοβοταν να την αγαπησει, να γελασει, να πιει, φοβοταν να μιλησει με τους φιλους του, να δει ταινιες,  να αγκαλιασει την μαμα του.Ο βιολιστης καταδικασε τον εαυτο του εξοριστο απο καθε ευτυχια της ζωης.
Γιατι πανω απο ολα αυτο φοβοταν, να ζησει.


-------------------------------------------------------------

23:45 

Δεν μπορει να κοιμηθει.
Καθεται στην πολυθρονα και κοιταζει την Κυβελη να ανασαινει βαρια, η μυτη της ειχε μπουκωσει απο το κλαμα. 
Ανεβασε τον θερμοστατη στο 26 για να ειναι σιγουρος οτι δεν θα κρυωσει ετσι γυμνη που ξαπλωσε.
Αφου βεβαιωθηκε οτι κοιμοταν βαθια σηκωθηκε και αρχισε για εκεινον ο βραδινος εφιαλτης.
Αναθεμα αν ξαπλωνε για τρεις ωρες!

5 Γεναρη, 2236/ 5 μερες

Εχω αποδεχτει πλεον οτι δεν αντεχω την απωλεια ουτε σαν ιδεα. Δεν μπορει το μυαλο μου να την συλλαβει.Προτιμω να μην εχω κατι καθολου, απο το να το εχω, να ξυπνησω μια μερα, και να το εχω χασει.





Κεφαλαιο υπ αριθμον 53 :

''Την πρωτη φορα που σε ειδα να ξερεις εχασα τη γη κατω απο τα ποδια μου!''
Εκεινο το βραδυ το θυμαμαι καλα. Ησουν λιωμα, ημασταν μαζι σε ενα παρτι, στο διαμερισμα της κολλητης μου και σου εφτιαχνα καφε για να συνελθεις και να φυγουμε επιτελους. Επεμενες να παρεις το αμαξι και εγω γκρινιαζα.

Οι φιλοι μας γελασαν, μα δεν μαζευτηκες, δεν ενιωθες ντροπη ουτε την αναγκη να το παιξεις σκληρος, σπανιο, το εκμεταλλευτηκα αυτο.Με τραβηξες πανω στα ποδια σου και ηπιες μια γουλια απο τον ελληνικο- μετριος παντα!
Εκεινη τη μερα γιορταζαμε το μαθημα που περασες με 8. Το τελευταιο σου μαθημα.

''Ηταν Χριστουγεννα, ημασταν ποσο; 18 χρονων; Πρωτοετεις! Σε εκεινο το παρτι που εκανε το ταδε κλαμπ, θυμασαι;'' με ρωτησες ρητωρικα.Πιστευες θυμομουν.

Γελασα και περασα τα χερια μου γυρω απο τους ωμους σου.
''Οχι μωρο μου, δεν γνωριστηκαμε τοτε. Ενα μηνα αργοτερα τυχαια στα σοσιαλ μιντια της ξαδελφης σου και ζητησες κονε, δεν θυμασαι;''

Γνεφεις αρνητικα και γελας ενοχα, σαν να ειναι το μικρο σου μυστικο.
''Οχι οχι, ρωτα και τα παιδια!"' εδωσες  πασα στους φιλους σου, που απο τον απεναντι καναπε πεταχτηκαν ολοι μαζι λεγοντας λεπτομερειες.
''Εγω θα της πω!!'' φωναξες δυνατα, θυμαμαι να σκεφτομαι ποσο παιδακι εμεινες.
Περασαν 4 χρονια απο την μερα που αποφασισαμε να ειμαστε μαζι.

''Λοιπον λοιπον, ιστορια!!'' και καπως ετσι μαζεψες την προσοχη 20 ατομων πανω σου.
Παντα ησουν αυτο το ατομο.
Λαμπερος, το κεντρο και η ψυχη της παρεας, αναθεμα- καθε παρεας! Και σε καμαρωνα.

''Ηταν 25 Δεκεμβριου, γυρω στις 3 το πρωι και ρε φιλε δεν θυμαμαι γιατι αλλα ημουν πολυ ξενερωμενος οποτε εκανα μια βολτα στο μαγαζι για να βρω τα παιδια και να φυγουμε.''

Γελασε ο κολλητος σου γιατι μαλλον ηξερε κατι παραπανω.
''Και εκει, στο γωνιακο τραπεζι διπλα στον DJ, ειδα την φιλεναδα σου να χορευει σαν ξεβιδωμενη..'' γελας παλι, η φιλη μου εν τω μεταξυ απο πανω σου κουναει το κεφαλι χαμογελωντας γιατι εσυ χορευεις χειροτερα.

''Και τοτε...''κανεις δραματικη παυση. ''Την ειδα!!'' αναφωνεις θεατρινιστικα και με κουνας στην αγκαλια σου ως αποδειξη.
Γελανε ολοι, γελαω κι εγω. Σοκαρισμενη ακομα.
Με ειχες δει απο πριν;

''Φορουσες μια κολλητη δερματινη φουστα, αυτη που σου κανει κω-''
''Ελα φτανει!'' σε χτυπαω και κοκκινιζω, γιατι εισαι χυδαιος, αλλα κρυφα μ'αρεσει.
''Αφου σου κανει μωρο μου!'' πινεις κι αλλο απο τον καφε, μα καλυτερα δεν γινεσαι.

Φυγαμε απο το παρτι.
Κι οσο κι αν με εκαιγε, δεν σε ρωτησα τιποτα αλλο.Κρατησα ομως μεσα μου εκεινη τη στιγμη.
Γιατι κι ας μην το ειπες με λεξεις, ησουν ερωτευμενος, πολυ.

Και χαρηκα τοτε, γιατι τα ματια ψεματα δεν ελεγαν, και ειχαμε αντεξει 4 χρονια!

5 μηνες αργοτερα, εξω απο το διαμερισμα μου, 4 η ωρα το πρωι.
Εσυ να ουρλιαζεις οτι σε απατησα.
Εγω να κοιταζω τρομαγμενη γυρω γυρω μην μας κανουν παραητηρηση οι γειτονες.
Ευτυχως οι περισσοτεροι ελειπαν σε διακοπες.

''Και βγαινεις εξω γαμω το κερατο μου σαν...μην πω σαν τι! Καθολου επιπεδο, οπως εκεινη την μερα που σε γνωρισα, που φορουσες αυτο το εσωρουχο που λες οτι ειναι μπλουζα.''
Εχεις γειρει στον τοιχο και με κοιτας. Καπνιζεις ...και το φαρμακι σταζει.
Με πονας, το ξερεις.

Ακαμπτη απεναντι σου, διχως λεξεις σε κοιτω.

''Μπραλετ!'' 

''Το σουτιεν.'' γελας πικραμενα, σαν αυτη η σχεση να τελειωσε και απλα θυμομασταν τις καλες στιγμες.
Εγω να πεθαινω μεσα μου.
'' Θυμαμαι φορουσες εκεινα τα μαυρα τακουνια που δεν μπορεις να περπατησεις αλλα δεν το παραδεχεσαι.'' γελας, νοσταλγικα γελας! Επιτηδες το κανεις. 

Ηθελα να σε χτυπησω. Ταυτοχρονα ομως προσπαθουσα να συνειδητοποιησω πως γινεται να θυμασαι τι φορουσα ακριβως, μεσα στον κοσμο ,το σκοταδι και τα φωτορυθμικα, πεντε σχεδον χρονια αργοτερα και ενω εγω δεν σε ειχα παρατηρησει καν.

''Παμε σπιτι;'' σου ψιθυριζω και με κοιτας σαν να θελεις να μου πεις οχι. Σβηνεις το τσιγαρο στον ασπρο τοιχο της πιλοτης της γειτονισσας.
''Παμε.''


5 παρα το πρωι και γερνεις πισω στοκρεβατι,με κρατας σφιχτα και με φιλας στον λαιμο κτητικα, σαν πρωτογονος.
Καπνιζω, απο τις λιγες φορες.
Τα βρηκαμε, μεχρι την επομενη φορα, για παντα.
Μυριζω τον λαιμο σου προσπαθωντας να θεραπευσω τις πληγες που μου αφησες και μου χαιδευεις τα μαλλια σαν να περασαν ολα...δεν περασαν.
''Και σε κοιταξα ρε φιλε, ησουν μια κουκλα, γελουσες με κατι, εγειρες το κεφαλι σου πισω.'' θυμαμαι να χαιδευεις το δερμα του λαιμου μου.  ''και αληθεια σκαλωσα.'' με κοιτας στα ματια, βλεπω το μεθυσι μεσα τους.
Γυαλιζουν.
''Και περασα 1,5 μηνα να προσπαθω να βρω τροπο να σε γνωρισω.''

Και λιωνω.
Με φιλας στον λαιμο, στην κλειδα, πας για στηθος. Σε χτυπαω απαλα μα με σφιγγεις κι αλλο πανω σου.
''Το πιο ομορφο κοριτσι που ειχα δει ποτε μου, με το πιο υπεροχο χαμογελο και δεν γυρισε καν  να με κοιταξει!'' 
''Αλλα τωρα ειναι δικη μου.'' ψιθυριζεις στο αυτι μου.

Και με κοιτας στα ματια.
Σκοταδι απλετο.
Μεσα απο εκεινα τα ματια γεννηθηκα ξανα πριν πεντε χρονια.
Μαυρο στο πρασινο.
Ερωτας στον ερωτα.

Εξι μηνες αργοτερα και το χασμα μεγαλωνε, εμεις μεγαλωναμε.
23 χρονων και τελειοφοιτοι.
Εξω απο το στεκι μας, η παρεα μεσα, βαβουρα παντου εκτος απο αναμεσα μας, εκει κενο.

Θα το διψουσα  καιρο επειτα ετουτο το φιλι, μα το απαρνηθηκα τοτε.
Αντι αυτου σε κοιταξα στα ματια.
Καφε στο μαυρο.

Και τιποτα περα απο αυτο.
Δεν νιωθαμε το ιδιο, μονο αναγκη για επιστροφη εκει που η νοσταλγια πιανει παλμο. Αυτο εμεινε.
Η αγαπη του οικειου, του γνωστου, του αρωματος απο σπιτι.

''Για τα γενεθλια σου.'' ηταν ενας φακελος.
''Περασαν.'' σου ειπα, κι ας το ηξερες.
Ανασηκωσες τους ωμους και αναψες τσιγαρο.
''Καλο καλοκαιρι.'' απαντησες, καλη ζωη εννοουσες.
Εφυγες, γυρισα μονη μου στο μαγαζι.

Ειχε μια φωτογραφια μεσα, ενα κοντινο βγαλμενο απο την καμερα σου, ενα ζευγαρι ματια, λαδί με πιτσιλιες καφε, μεγαλα, με βαμμενες βλεφαριδες και ενα χαμογελο, στα ματια το χαμογελο!
Ημουν εγω!

Θυμηθηκα και που ημασταν και τι καναμε, και τι ενιωθα.

Απο πισω εγραφε:
Μεσα απο τα ματια μου δεν θα αλλαξεις ποτέ.

Χαθηκα εκτοτε. Απεφυγα καθε μερος που ησουν εσυ. Ξεκοψα απο φιλους και γνωστους.
Μα εγραψα! Το ηξερες οτι θα εγραφα.

Μεσα απο τα ματια σου λοιπον:
Μεγαλωσα! Περασα 6 γενεθλια υπο την εποπτεια σου.
Αγαπησα! Εσενα.
Δακρυσα! Ξερεις γιατι.
Ωριμασα! Αποτομα, κι αυτο ξερεις γιατι.
Επετυχα και Απετυχα! Ποτέ εξαιτιας σου.
Χαθηκα! 

''Συμβαινουν αυτα. Τι ειχαμε, τι χασαμε ε;'' δαγκωνομουν να μην κλαψω.
Και πληγωθηκα πολυ τοτε, γιατι εγω ενιωθα οτι πλαι σου ειχα ολο τον κοσμο.

Οποτε κρατα με οπως θες στα ματια σου.
Γιατι αυτη η εκδοχη μου ετσι κι αλλιως...χαθηκε!

Τον λενε Αλεξανδρο, αλλα τον φωναζω Αλεξη. Τον γνωρισα τρια χρονια μετα απο εσενα.
Θα τον παντρευτω ξερεις.

Θα υιοθετησουμε μια γατα και εναν σκυλο.

Θα μενουμε στην Βουλα, οπως παντα ηθελα.

Αν μπορεσουμε θα κανουμε και παιδια. Δυο θελω.

Θα πηγαινουμε διακοπες στο νησι του και τον χειμωνα για σκι.

Θα ειναι ολα φυσιολογικα, ομορφα.

Κι ομως θα ζω ξεροντας οτι αυτο που ειχαμε με καθιστα ένοχη για παντα.

Ένοχη που εζησα κατι τετοιο και το αφησα.
Θυμασαι τι σου ειχα πει, οταν ημασαν μικροι και πιστευαμε οτι ειμαστε ακορεστοι;
Ενοχή , στα νομικα, ειναι η απαιτηση σε καποιον για εκπληρωση.
Η Ενοχή ομως, αγαπη μου, ανεκαθεν γεννιιοταν για να πεθανει.

(Την φωτογραφια την πεταξα.Ηταν δωρο εκδικησης. Γνωριζεις καλα οτι δεν μπορω την νοσταλγια, δεν αντεχω το παρελθον, ειδικα οταν βαζεις τον εαυτο σου μεσα του.)









Ciao Bellas!!

Καλη χρονια! Τα ειπαμε και τοτε, τα λεω και απο εδω. Ελπιζω να ειστε ολες καλα. Το 2021 να σας φερει αγαπη, υγεια, προοδο, εσωτερικη γαληνη και ηρεμια ψυχης.

Το τριτο μερος μας εδωσε πικρα. Αλλα αφεθειτε στο ταξιδι και μην το αντιμετωπιζετε με μιζερια. Τα αισθηματα απαιτουν να τα νιωσουμε!

Ειδαμε πολλα ομως σε αυτο το κεφαλαιο ,δεν εχετε παραπονο!
9518 λεξεις, ολες δικες σας!

Μικρα κομματια απο Ιακωβο και Φαιδρα, ετσι για την Καλη αρχη.

Μετα λιγο Φαιη - Γιαννη, κυριως για να δειτε οτι ο καθενας αντιμετωπιζει αλλιως την απωλεια.

Φυσικα τον Κυριο Πολιτη που αρνειται να αφησει την Κυβελη μας στον Ορεστη.

Και απο οτι φανηκε στην συνεχεια, κατι ξερει!
Ο Ορεστης ειναι σκληρος χωρις να ειναι κακος, και εγω γραφοντας τον εχω την αναγκη να τον βαλω να την πλησιασει και την αγκαλιασει σφιχτα, να την πει 'δικηγορινα μου.'

Η συνεχεια επεται!

Σας φιλω γλυκα και σας αγαπω πολυ!!



xxxΜαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top