Μπορούν, επειδή νομίζουν ότι μπορούν.(Στην επόμενη ζωή)
Θα το πω μια (ακομη) τελευταια φορα, τα παραλληλα ειναι δικα μου! Ολα, καθε λεξη, απο αρχη μεχρι τελους, δικα μου. Τα γραφω ολα μονη μου, δεν ειναι παρμενα απο κανενα βιβλιο, συλλογη ποιηματων και τα συναφη.
Για ονομα πια! 100 παραλληλα εχω γραψει... ακομα θα τα εξηγουμε;
Καλη σας αναγνωση και γλυκο φιλι...τα λεμε στο τελος του κεφαλαιου.
----------------------------------------------------------------------------------
Ό,τι αρχίζει, θα τελειώσει.
Ό,τι δεν αρχίσει δεν θα τελειώσει και ποτέ.
Έρωτας δεν είναι μόνο ό,τι εκπληρώθηκε –
είναι και ό,τι πόθησες.
Ίσως γι αυτό μας τρώνε για πάντα οι ανεκπλήρωτοι έρωτες.
Δεν πεθαίνουν γιατί δεν κατάφεραν να γεννηθούν
-Καβάφης.
Και ξερω οτι δεν ειναι ο 'σωστος'.
Πως; Ας υποθεσουμε οτι στον ερωτα υπαρχει σωστο και λαθος, και εστω ειναι για ολους το ιδιο.
Πεδιο ορισμου : Οσοι με περιβαλλουν.
Εχω εξασκηθει στο να βλεπω μεσα στους ανθρωπους οσα επροκειτο να με πληγωσουν, οποτε επιτρεψε μου να σου πω οτι εκεινος κουβαλα πανω του μπολικες πικρες.
Κοιτω τον καθρεφτη και δεν ξαφνιαζομαι οταν βλεπω πως ουτε εγω ειμαι η σωστη, δεν θα προσπαθησω να τον αλλαξω και αυτος δεν θα προσπαθησει να με κατακτησει.
Συναντιομαστε σαν δυο τρενα που κινουνται προς αντιθετες κατευθυνσεις κι ομως για δευτερολεπτα βρισκονται σε αποσταση αναπνοης.
Με πληγωνει το οτι δεν με κατακτα, με κανει μεσα σε εναν αλογιστο υποκριτο κυνισμο να νιωθω λιγη, ξεροντας οτι δεν ειμαι.
Να σπαω το μυαλο μου για να τον παγιδευσω μα εν τελει να πεφτω στα δικα του διχτυα.
Ειναι χαλαρος, απιστευτα, εκνευριστικα χαλαρος. Και εχει χιουμορ.
Μα εχει κι αλλες.
Με θελει, θελει ομως και εκεινη, αλλοτε νιωθω πρωτη και αλλοτε δευτερη.
Ο ερωτας του εχει βαθρα, ο δικος μου εχει κυκλους.
Σημερα με θελει και δεν με χορταινει, αποτραβιεμαι μην μας δουν και με κολλαει παλι πανω του, μου χαιδευει τα μαλλια και με φιλαει μπροστα σε ολους, κινει γη και ουρανο και οι απαιτησεις μου γινονται διαταγη του.
Ειναι τελειος μεσα σε ενα βουητο ατελειών.
Και δεν ντρεπεται για τιποτα.
''Ειμαι αυτος που ειμαι και αν σ'αρεσει''
Με εξοργιζει, στο ειπα αυτο;
Εκτος εαυτου με βγαζει. Το ενα μου μερος το αφηνει σε τρικυμια, να του παω κοντρα, να του κραταω μουτρα, και το αλλο μισο να κλαιει σε μια γωνια που -κοιτα να δεις!- τελειοι αντρες δεν υπαρχουν.
Σου ειπα και κατι ακομα για εκεινον;
Ειναι πανεμορφος. Και γιατι να με πιστεψεις, τοσες το ιδιο δεν λενε για αυτους που θελουν;
Περπαταμε μαζι και ξερω οτι ολες τον κοιτουν, οταν η μαμα μου τον ειδε τυχαια σε ενα βιντεο μου ειπε οτι μοιαζει με εναν ηθοποιο που ηταν ερωτευμενη στα νιατα της.
''Το χει παρει εντελως πανω του.'' η φιλη μου λογικα συμπερανε.
''Και γιατι να μην το εχει παρει; Υπαρχει κοπελα που να του εχει ποτέ αντισταθει;''
Σιωπουμε, σκεφτομαστε κατι που ξερουμε a priori οτι δεν υπαρχει.
Οποτε αντιστεκομαι, με νυχια και με δοντια κρατιεμαι, τιθασσευω την λυσσα του ποθου μου και περπατω πανω στο τεντωμενο σκοινι του δικου του.
Αλλο ενα βραδυ που δεν κοιμηθηκα επειδη η καρδια μου εκανε θορυβο.
Και ξημερωνει, βραδιαζει και βγαινουμε. Καθομαστε ηδη στο τραπεζι μας οταν παρκαρει. Βαδιζει αργα, ειναι ψηλος, πανω απο 1.90, και εχει ενα βλεμμα σαν να μας κρυβει κατι.
Μας κρυβει μια αλαζονεια που δεν κρυβεται.
Και ξερεις τι ;
Για λιγες ωρες θα ειναι δικος μου.
Με ρωτας γιατι δεν προσδοκω παραπανω, γιατι δεν ζηταω τα παντα.
Ολα ή τιποτα, σωστα;
Και αν δεν τα αντεχω ολα;
Και αν ρισκαρω;
Αντεχω το τιποτα;
Μου χαμογελαει,
και μενω στο λιγο των αντοχων μου, αναψοκοκκινισμενη.
2012.
''Με κρατας;'' φωναζει και ο αερας τον βοηθαει, η φωνη του φτανει μεχρι τα αυτια της. Χαμογελαει, αν και δεν μπορει να την δει. Το κρανος ειναι βαρυ στο κεφαλι της.
Τον σφιγγει κι αλλο, βυθιζει τις παλαμες τις στις τσεπες του τζιν μπουφαν του.
''Σε κραταω.'' τσιριξε και ενιωσε τον Ορεστη να γελαει τρανταχτα.
Ηταν Μαιος, ο καιρος ειχε γλυκανει, ο βιολιστης ειχε παρει το μηχανακι του και της εταξε βολτα στο Εκκλησακι στον Λυκαβηττο. Θα ηταν απο τις τελευταιες που θα εκαναν μαζι.
Παρκαραν στο παρκινγκ του μπαλκονιου και ανεβηκαν τα πλατια σκαλια μεχρι επανω, οπου μαζευονταν οι πιο θαρραλεοι που δεν φοβουνταν μη τυχον οι επιδειξιες τρακαρουν τα αυτοκινητα τους.
Την κραταει απο το χερι, συνηθεια που δεν θα εμφανιζε σε αλλη του σχεση. Την κρατουσε οπως ο γονιος ενα παιδι που μολις εμαθε να περπαταει και διασχιζει εναν δρομο.
Εφτασαν στην κορυφη.
Εβαλε το χερι της μεσα στο δικο του, εγειρε στον ωμο του και κοιταξε την θέα.
Ο βιολιστης την αγκαλιασε βαζοντας την μπροστα του. Ακουμπησε το σαγονι του στην κορυφη του κεφαλιου της και εκλεισε τα ματια.
Δεν τον ενοιαζε η θεα, μονο να ειναι μαζι.
Αλλωστε οπως ελεγε, με την Ιασμη, ολα τα μερη γινονται αδιαφορα, οι εποχες θαμπες και οι ηχοι βουβοι.
Μονο εκεινη ειχε σημασια, τιποτα αλλο.
--------------------------------------------------------------
Εχει βγει απο το σωμα του, και σαν φαντασμα αιωρειται. Βλεπει τον δεκαεξαχρονο εαυτο του να καβαλα την πρωτη του μηχανι, το 'παπακι' του για την ακριβεια, με την Ιασμη απο πισω να εχει σηκωσει τα χερια ψηλα και να χαμογελαει στο κενο.
''Με κρατας;''
''Σε κραταω!''η φωνη της ακομα τον ανατριχιαζει.
Την βλεπει να τον αγκαλιαζει, να ακουμπα το κεφαλι της στην πλατη του. Νιωθει το ζεστο της κρατημα πανω του.
Δεν μπορει να αισθανθει τιποτα αλλο. Ουτε κρυο, ουτε ζεστη. Μητε η θεα τον ενδιεφερε, κι ας εκοβε την ανασα.
Ειδε τον εαυτο του να χανεται στο σκοταδι της λεωφορου, ακουει απο μακρια το γελιο της, γαργαρο και κελαριστο τον κανει να θελει να κλαψει.
Η αθωοτητα του 16χρονου Ορεστη τον αφοπλιζε. Ποσο την ηθελε πισω!
Ο Ορεστης πεταχτηκε ορθιος στο κρεβατι του. Μεσα στο απολυτο σκοταδι πηρε μερικες κοφτες ανασες ακουμπωντας το χερι του στο στερνο για να επιβεβαιωσει αυτο που ηδη γνωριζε, οτι η καρδια του πηγαινε να σπασει.
Μια λεπτη στρωση κρυου ιδρωτα τον ειχε καλυψει, κανοντας τον να γυαλιζει.
Εμεινε επικεντρωμενος στο σκοταδι που προσφερε το πυκνο χαλι μπροστα του, σκεπτομενος τι ειδους παιχνιδια επαιζε το μυαλο του.
Σε κραταω!!
Θα ορκιζοταν οτι μπορουσε να νιωσει τα ακροδαχτυλα της στο δερμα του.
Κοιταξε στα αριστερα του, εκει που κοιμοταν βαθια η Κυβελη, ημιγυμνη και με τα μαλλια ανακατεμενα στο προσωπο της. Η αφυπνιση της θα προκαλουσε προβλημα.
Σηκωθηκε οσο πιο αθορυβα μπορουσε και στα τυφλα κινηθηκε μεχρι την πορτα, τρυπωσε στο μπανιο και πηρε την πρωτη βαθια ανασα, στηριζομενος στο παγωμενο μαρμαρο του νιπτηρα.
Το φως σαν να τον εβγαλε απο τον ληθαργο του, επανεφερε την ψυχραιμια του.
Κοιταξε την αντανακλαση του στον καθρεφτη.
Μπουκλες πετουσαν εδω και εκει και επρεπε να ξυριστει, κατι που αφηνε ειδικα για εκεινη την μερα.
Κατι μεσα του ελαμψε.
Τα γενεθλια της Κυβελης!
Ειχε σχεδια για σημερα, πολλα σχεδια, τα οποια επροκειτο να αρχισουν...
Κοιτωντας το σκοταδι εξω, συμπερανε οτι ειχε ακομα χρονο.
Να κοιμηθει ομως δεν μπορουσε. Εκανε ενα μπανιο με καυτο νερο και παγερες σκεψεις, προσπαθωντας να αδειασει το μυαλο του.
Οταν βγηκε ο ουρανος ειχε λιγο πιο μαλακά χρωματα και ενιωσε μια ηρεμια να τον καταβαλει. Πηρε βαθια ανασα και καταπιαστηκε στο ξυρισμα.
Οπως ακριβως της αρεσει.
Οταν βγηκε απο το μπανιο, με μια πετσετα μονο τυλιγμενη γυρω απο την μεση του, ενιωθε ανανεωμενος, μα σιγουρα χρειαζοταν ενα τσιγαρο.
Ειχε το πακετο του στην κουζινα, εκει που καπνιζε κρυφα απο την Κυβελη, γιατι ως γνωστον την πειραξε ο καπνος οταν δεν καπνιζε η ιδια.
Αρπαξε ενα τσιγαρο και το αναψε, κατευθυνθηκε προς το δωματιο του με το λευκο αντικειμενο αναμεσα στα χειλη και σταγονες νερου να κυλουν στους ωμους του.
Το υπνοδωματιο τους φωτιζοταν απο μερικες αχτιδες. Ο ηλιος ειχε αρχισει να ανατελει για τα καλα.
Η ωρα ηταν 6.30 και σχεδιαζε να κλειστει στο γραφειο με την ηχομονωση και να παιξει βιολι μεχρι να εκτονωθει, μα η θεα του αλλαξε γνωμη.
Κοιμοταν ατσαλα, τα σεντονια ειχαν μπλεχτει στο σωμα της σαν καποιο φορεμα υψηλης ραπτικης, κι ομως ακομα και ετσι, καταφερνε παντα να αφηνει το μισο κορμι της ακαλυπτο.
Τα μαλλια της, που ειχαν μακρυνει πολυ, στο ημιφως σκουραιναν, μα σιγα σιγα ο ηλιος φωτιζε το δερμα της, και εφερνε μπροστα του την Αφροδιτη του Μποτιτσελι, πιο ομορφη απο ποτέ.
Καθισε σχεδον απορροφημενος στην μπεζ πολυθρονα απεναντι απο το κρεβατι και εμεινε να την κοιταζει κανοντας τσιγαρο.
Η πατουσα της εγραφε Andy με καλλιγραφικα, γελασε πνιχτα σκεπτομενος οτι την μερα που το εμαθε ενιωσε σαν να ανακαλυπτε μια νεα εκδοχη του εαυτου της.
Οι ελιες της εμοιαζαν με πιτσιλιες καταξιωμενου ζωγραφου, που σε αφηνει να πιστευεις οτι κατι εγινε καταλαθος, κι ομως καθε μια εχει σκοπο και λογο υπαρξης.
Ειχε προσπαθησει αναριθμητες φορες να τις μετρησει, ματαιος κοπος, γιατι εκεινες ολοενα και πληθαιναν, μαζι με φακιδες και μικρα σημαδακια.
Και εκεινη ολο γκρινιαζε που επρεπε να ξαναπαει στην δερματολογο της, μα αυτος το εβλεπε σαν κατι μαγικο.
Η Κυβελη Πολιτη ηταν στα ματια του ενα εργο τεχνης. Και η τεχνη ολοκληρωνεται μονη της με τον χρονο, κι οχι απο ανθρωπινο χερι, μοναχη της φτανει την τελειωσις.
Ασθμαινει βαθια οταν γυριζει ανασκελα, αποκαλυπτωντας το πληθωρικο της στηθος και την αλλη πλευρα του προσωπου της. Μουρμουρισε κατι μεσα στον υπνο της και κοιμηθηκε παλι.
Χαμογελασε στο ποσο αστατη ηταν.
Ξεφυσηξε αποκαμωμενος.
Τι θα κανω μαζι σου δικηγορινα;
-----------------------------------------------------
8.30 η Ερμιονη του εστειλε μηνυμα. Την ιδια ωρα που προλαβε να κλεισει την καφετιερα πριν κανει θορυβο.
Ανοιξε την πορτα οσο πιο ησυχα μπορουσε και εκανε νοημα στον σκυλο να σωπασει.
Οι φιλοι τους μουρμουρισαν αηχα καλημερα και συρθηκαν κυριολεκτικα μεχρι την κουζινα.
Οι μονες που ειχαν ορεξη ηταν η Ερμιονη και η Φαιη.Ο Ορεστης εκλεισε την πορτα του διαδρομου για να μην την ξυπνησουν.
''Αχ εκανες καφε!'' η μελαχρινη του χαμογελασε γλυκα βγαζοντας κουπες απο το ντουλαπι.
Ο Γιαννης επεσε ανασκελα στον καναπε.
''Γιατι ξυπνησαμε απο τα αξημερωτα μου λετε;'' ρωταει νυσταγμενος.
''Γιατι η Κυβελη ξυπναει νωρις.'' τους θυμιζει ο βιολιστης που αρχιζει να αδειαζει το τραπεζι της τραπεζαριας απο τα διακοσμητικα για να στρωσουν.
''Ενω αν ειχες λιωσει ενα ζαναξ χθες στο τσαι της τωρα δεν θα ειχαμε αυτο το θεμα.'' ο Βασιλης μουρμουρισε την ιδεα του παραπονεμενος και η Φαιη τον αγριοκοιταξε.
''10 η ωρα κοιμηθηκες χθες!'' του υπενθυμιζει κατι που κανεις δεν μοιαζει να ξεχναει, το ροχαλητο του Βασιλη εν μεσω της ταινιας.
''Για να εχω δυναμεις για σημερα προφανως! Αφου ξυπνησαμε με τις κοτες!''
''Δυναμεις για τι πραγμα;'' ο Κωνσταντινος δινει μια κουπα καφε στην Ερμιονη.
''Για να μας πρηξει τα πα-''
''Γιαννη ελεος πρωινιατικα!'' η ξανθουλα τον μαλωσε και εβγαλε απο τις μεγαλες σακουλες που κουβαλησαν ενα σωρο πραγματα.
Αυτο τους ξυπνησε ολους.
''Πω πω αυτο μυριζει υπεροχα.'' ο Βασιλης παει να παρει ενα πιτσακι αλλα η φιλη του του χτυπαει το χερι.
''Περιμενε λιγο!''
"Αουτς.'' την αγριοιταξε και ετριψε ταχα πονεμενος το χερι του.
''Τα φερατε ολα;'' ο Ορεστης ειχε πια μαθει οτι η Κυβελη ειχε εναν αγαπημενο φουρνο, που βρισκοταν στο κεντρο της Αθηνας και ειχε ουρά αναμονης μεχρι εξω. Οποτε ειχε παραγγειλει πρωινο απο το προηγουμενο πρωι.
''Ναι ναι.'' η Ερμιονη αρχιζε να ψαχνει πιατελες και πιατα.
''Μαλακα ποιος θα τα φαει αυτα;'' ο Γιαννης ηπιε μια γουλια απο τον καφε του και κοιταξε τις υπερβολικα πολλες χαρτινες σακουλες.
''Η <τουρτα>; ''
Ηταν γνωστο οτι η Κυβελη δεν ετρωγε οτιδηποτε κοντα σε τουρτες σοκολατας, παστες και τα συναφη.
Αντι αυτου, ο Ορεστης αγορασε δεκα πακετα Reese's τα οποια τοποθετησε ομορφα πανω απο το ταψι brownies που ειχε παρει απο το ζαχαροπλαστειο το ιδιο πρωι.
''Στην ψωμιερα.'' του εδειξε και εβαλε λιγη ακομα ζαχαρη στον καφε του.
''Αντε θα βοηθησετε;'' η Ερμιονη γκρινιαξε καθως εφτιαχνε τα σερβιτσια στο τραπεζι.
''Μα τα κανετε τοσο ωραια....'' ο Γιαννης πηγε να την καλοπιασει.
''Το βραδυ τι θα κανουμε;'' ο Κωνσταντινος ρωτησε και ο Ορεστης του εκανε νοημα να το αφησει.
Ηταν η ερωτηση που πυροδοτησε τον Βασιλη.
''Θα παμε στην Χαλκιδα! Εκλεισα τραπεζι σε ενα τελειο μαγαζι πανω στο νερο! Το εχει ενας φιλος μου και θα μας τακτοποιησει. Αν φυγουμε απο εδω 11.30 προλαβαινουμε τελεια.''
Φυσικα και ειχε εναλλακτικο σχεδιο...
Ο βιολιστης κουνησε το κεφαλι του προβληματισμενος.
''Η μανα της θα κανει κατι σαν παρτι.''τους θυμισε.
''Ε και; Θα παμε 8, ποσο θα κατσουμε; ''
''Ρε Βασιλη μπορει να μην θελει η Κυβελη να βγουμε.'' η Ερμιονη πηρε απο τα χερια του Ορεστη τις μαρμελαδες και το βουτυρο και τα ακουμπησε στον μικρο δισκο.
Γελασε ο νεαρος.
''Η Κυβελη να μην θελει; Η Κυβελη που τρομαζουμε να την κατεβασουμε απο το τραπεζι;''
Οι αλλοι πνιγονται.
''Δικιο εχει.'' επισημανε ο βιολιστης που ουκ ολιγες φορες την εχει παει σπιτι σηκωτη.
Η Κυβελη ξυπνησε μονη, εν γνωση οτι ειχαν ξημερωσει τα γενεθλια της.
Χαμογελασε τεμπελικα και τεντωθηκε μουγγριζοντας.
Η πλευρα του ηταν αδεια.
Η διαθεση της σαν να επεσε λιγο, την επιασε το παραπονο που δεν την ξυπνησε εκεινος, τοσες μερες το εκανε! Εκεινη την συκγκεριμενη βρηκε να την αφησει στην ησυχια της;
''Ορεστη!'' φωναξε βραχνα.
''Ναι;'' ακουσε την φωνη του απο μεσα.
''Εχεις δουλεια;'' τεντωθηκε κι αλλο.
''Ναι, τηλεδιασκεψη, ντυσου και ελα!''
Ηταν συχνο φαινομενο να κανει συναντησεις μεσω skype, οι οποιες κρατουσαν ωρες και οι συμμετεχονται υπερεβαιναν τους 100.
Μουγγριζοντας που δεν της ειπε χρονια πολλα μπηκε στο μπανιο που συνδεοταν με το υπνοδωματιο και αφου πλυθηκε και χτενισε τα μαλλια της, φορεσε μια προχειρη φορμα και ετοιμαστηκε να ξεκινησει την μερα της.
Η ωρα ηταν 9.15, ειχε να τελειωσει ενα βιβλιο που την προηγουμενη μερα αρχισε, να βγει με την αδελφη της για καφε, να παει στην μαμα της και να βοηθησει στις ετοιμασιες για το 'παρτι' της και ο,τι αλλο εφερνε μπροστα η μερα.
Η αληθεια ηταν πως οι δυο συναντησεις βαραιναν την καρδια της, κυριως γιατι συνηθιζαν να συγχωνευονται σε μια.
Η Φαιδρα ομως χρειαζοταν χρονο, χρονο που η Κυβελη δεν εδωσε στον εαυτο της. Το αποτελεσμα; Να αποφασιζει να επισπευσει την συναντηση με την Ιφιγενεια, δινοντας μια ανακουφιση στον πονο της μητερας της.
Περπατησε στον διαδρομο και απορησε οταν ακουσε φωνές...γνωριμες φωνες.
Μυρισε τον καφε και τις σφολιατες. Μυρισε ομελετα και φρυγανισμενο ψωμι.
Την τυφλωσε το φως απο τα ανοιχτα παντζουρια στην κουζινα και το σαλονι.
Κοντοσταθηκε οταν ειδε τους φιλους της να καθονται γυρω γυρω απο το τραπεζι της κουζινας και να σερβιρονται πρωινο σαν να ειναι συνηθεια.
Ωσπου ειδε αναμεσα τους μια τουρτα, ενα ταψακι brownies με τα αγαπημενα της γλυκα ομορφα τοποθετημενα πανω και δυο κερακια, τον αριθμο 23.
''Να ζησεις Κυβελη και χρονια πολλα...''
Αρχισαν να τραγουδανε ολοι μαζι και εκεινη σοκαρισμενη πλησιασε κοιτωντας εναν εναν τα ατομα γυρω απο το τραπεζι.
Ενιωσε τα ματια της να τσουζουν.
Η Φαιη, η πρωτη της φιλη, ηξερε ποσο της αρεσαν οι εκπληξεις, οποτε πρωτη απο ολους διεκρινε την συγκινηση της.
Και πριν το καταλαβει το τραγουδι ειχε τελειωσει. Εσκυψε για να φυσηξει.
''Ευχη!!'' η υπενθυμιση του Βασιλη επεσε πανω σε εκεινη της Ερμιονης.
Ο Ορεστης απεναντι της της εκλεισε το ματι. Σχεδον μπορουσε να τον ακουσει να της λεει : Νομιζεις θα σε αφηνα ετσι δικηγορινα;
Το χαμογελο του, γεματο λακκακια και σπιρταδα, μεταδοθηκε στα χειλη της. Κοιταξε τους φιλους της γυρω της,τον Γιαννη και τον Βασιλη, και θυμηθηκε τις φορες που ειχαν μιλησει σοβαρα και τις αλλες που εκαναν χαβαλε. Θυμηθηκε το πως ξαπλωσαν διπλα της και την αφησαν να κλαψει για τον αγνωστο παντρεμενο.
Κοιταξε τον Κωνσταντινο, τον νεαρο που απο φανερος της θαυμαστης εγινε πιστος φιλος και βρεθηκε σε σταθερη σχεση.
Πηρε βαθια ανασα γεματη ευγνωμοσυνη.
Ευχομαι να ειμαι παντα τοσο ευτυχισμενη.
Φυσηξε δυνατα. Η πνοη της γαργαλησε τις κουρτινες στο κλειστο μαγαζι της χαρτοριχτρας.
Η γυναικα ακουμπησε τον αυχενα της και γυρισε πισω τρομαγμενη, περιμενοντας να δει καποιον να την φυσα. Εκλεισε σφιχτα τα ματια και ειδε μπροστα της τις τρεις κοπελες καθισμενες στον φθαρμενο καναπε.
Ειδε παλι τα φλιτζανια τους. Ειδε την ελλειψη πιστης σε οσα ελεγε. Αντικρισε τις προφητειες να πραγματοποιουνται, αργα και σταθερα.
Η Κυβελη χτυπησε παλαμακια ενθουσιασμενη χοροπηδωντας και τους αγκαλιασε ολους εναν εναν. Οταν εφτασε στον Ορεστη απαρνηθηκε την αναγκη της για διακριτικοτητα και τον φιλησε με παθος στα χειλη, τυλιγοντας τα χερια της γυρω του.
''Το θαυμα των γενεθλιων.'' σχολιασε ο Βασιλης και κερδισε ενα θανατηροφο βλεμμα αποδοκιμασιας απο την Ερμιονη.
''Τι;'' αναφωνησε και εκεινη δαγκωθηκε για να μην γελασει.
''Αντε!Τρωμε τωρα!'' ο Γιαννης καθισε πρωτος κατω και αρχισε να μετακινει πιατα. Ολοι υπακουσαν.
''Καφε;'' ο Ορεστης που καθισε διπλα της την ρωτησε .
Στενεψε τα ματια.
''Οντως τωρα;''
Ο βιολιστης γελασε και γεμισε την κουπα της.
''Κυβελακι...'' ο Βασιλης αρχισε να νιαουριζει. Η μελαχρινη φιλη της που καθοταν πανω του και ετρωγε τον κοιταξε συνομωτικα.
''Το βραδυ θα παμε Mist ...στην Χαλκιδα...'' η φωνη του ολοενα και εσβηνε.
Η Φαιη πεταχτηκε να πει οχι αλλα ο Γιαννης την σταματησε. Ολοι περιμεναν απαντηση απο την Κυβελη. Η κοκκινομαλλα ηπιε μια γερη γουλια καφε και αφησε κατω την κουπα.
''Κατι θα γινει.'' του εκλεισε το ματι με νοημα. Ο μελαχρινος πανηγυρισε μαζι με τον Κωνσταντινο, ενω η Ερμιονη στην αγκαλια του κοιταξε με απογνωση την ξανθουλα.
Οι συζητησεις φουντωσαν αναμεσα στην παρεα και παλι.
Και κοντρα σε καθε κερι γενεθλιων που εγινε πραγματικοτητα με μια εκπνοη, η ευχη της Κυβελης θα έμενε ευχη.
Γιατι ξεχνουσε οτι η ευτυχια ειναι κατι παραπανω απο επιλογη δικη μας, ειναι και επιλογη οσων εχουμε διπλα μας.
---------------------------------------------------------------------------------------------------
15:45
Η πορτα ανοιξε διαπλατα. Η Ιφιγενεια φανηκε στην απεναντι πλευρα, φορουσε φορμες -σετ- και ειχε ισιωσει τα πορτοκαλοκοκκινα μαλλια της στο κομμωτηριο.
Το προσωπο της μαρτυρουσε μια καποια κοπωση, μα τα ματια της ελαμψαν μολις αντικρισε την κορη της.
''Κοριτσακι μου χρονια σου πολλα!!'' την αγκαλιασε διχως δισταγμους και η Κυβελη, σαν να αφησε προς στιγμην στην ακρη οσα τις χωριζαν, ανταπεδωσε, στιγμιαια ομως, γιατι καθως απομακρυνοταν το κλιμα τεντωθηκε παλι.
''Εμ...περασε.'' η μητερα της ανασκουμπωθηκε οσο πιο γρηγορα μπορουσε και της εκανε νοημα να περασει.
''Εφερα τα πραγματα μου να ετοιμαστω εδω, για να μην επιστρεφω.'' προσπαθησε να ειναι χαλαρη.
Σηκωσε το κεφαλι να την κοιταξει. Την κοιτουσε ηδη, τα ματια της ηταν κατακοκκινα και πρησμενα, ετοιμη να κλαψει για αλλη μια φορα, οπως εκανε τις τελευταιες ημερες.
Η Κυβελη λυγισε.
''Ρε μαμα...'' ανοιξε τα χερια της και αγκαλιασε την γυναικα, ξεσπωντας κι η ιδια σε δακρυα που δεν ηξερε οτι της ειχαν απομεινει.
Αχ μαμα...
''Η πραξη μου αυτη, η αποτροπαια, απαισια πραξη που καθε μερα που ζω μετανιωνω.''
Καθονται στην κουζινα μιση ωρα αργοτερα, φανερα πιο ηρεμες. Η μητερα της κοιτα την αχνιστη κουπα καφε και η φωνη της καπου εκει ραγιζει.
''Δεν ειχε καμια σχεση με το ποσο αγαπουσα εσας ή τον πατερα σας, τους γονεις μου, τους φιλους μου... δεν αλλαζε το ποσο σας αγαπουσα και σας αγαπω.'' προφερει με τρυφεροτητα που τσιμπαει την Κυβελη.
''Εχει να κανει με το ποσο αγαπουσα -ή μαλλον δεν αγαπουσα- τον εαυτο μου, την Ιφιγενεια ως γυναικα, ουδεμια σχεση ειχε με την Ιφιγενεια ως μητερα και την Ιφιγενεια ως συζυγο.''
''Καταλαβαινεις οτι δεν ειστε δεκα διαφορετικοι ανθρωποι και πως σκοτωνοντας την μια τις σκοτωνεις ολες ε;''
Η γυναικα γελασε πικρα.
Στερνη μου γνωση και αν σ'ειχα πρωτα.
''Τοτε δεν το εβλεπα, η καταθλιψη ειναι κατι τοσο αλλοπροσαλλο που σε κανει αλλο ανθρωπο. Σε αλλαζει. Ειναι μια μαυρη τρυπα, μονο που βρισκεται μεσα στο στηθος σου και σε τρωει απο μεσα προς τα εξω. Καθετι ζωτικο σαπιζει.
Ενιωθα οτι ηθελα να απαλλαγω απο το σωμα μου. Οτι ηταν πια βαρυ για να το κουβαλαω, ηταν πολυ νοθρο για να το φροντιζω, ηταν ενα κουφαρι.''
Σκουπισε τα ματια της σκεπτομενη ποσο πονεσε η μαμα της, μια γυναικα που αγαπησε οσο καμια αλλη στην ζωη της. Δευτερη σκεψη της ηταν οτι επρεπε ολα αυτα να τα ακουσει η Φαιδρα.
Μα αυτο ηταν αδυνατον, η μικρη της αδελφη ταξιδευε ηδη προς Θεσσαλονικη, με την υποσχεση να επιστρεψει για Χριστουγεννα.
''Γιατι δεν μου μιλησες τοσα χρονια;'' της εσφιξε το χερι παρηγορητικα.
Η Ιφιγενεια την κοιταξε με γουρλωμενα ματια.
''Να σας δωσω αυτο το βαρος; Να σας στενοχωρησω ετσι;'' αναρωτηθηκε φωναχτα, πραγμα που εκανε την δικηγορινα να αναστεναξει.
Περασε κατι τοσο δυσκολο, σχεδον αβασταχτο μονη της. Κι επειτα θυμωνε μαζι της, που αφησε τον πατερα τους να το περασει ακομα πιο μονος.
Μα βλεποντας τους τωρα καταλαβαινε οτι η Ιφιγενεια ειχε τιμωρησει μονη τον εαυτο της, μενοντας μονη, αφηνοντας τον να φτιαξει παλι την ζωη του, να ευτυχησει μακρια της.
Η γυναικα λιγα μολις λεπτα αργοτερα πηρε βαθια ανασα και σκουπισε τα ματια της ανοιγοκλεινοντας τα γρηγορα.
''Φτανουν αυτα τωρα! Αστα για αλλη φορα. Σημερα ειναι μερα χαρας!'' την παροτρυνε και κινηθηκε προς το ψυγειο για να βγαλει το γαλα.
''Καφε;'' την ρωτησε ανοιγοντας το ντουλαπι με τις κουπες.
Η Κυβελη δεν ηξερε αν επρεπε να επιμεινει, αποφασισε το αντιθετο.
''Προφανως.''
''Και για πες... τι δωρο σου πηρε το αγορι μου;'' την ρωτησε χαμογελωντας υπουλα.
Ρολλαρε τα ματια της.
''Τιποτα...ακομα δηλαδη.'' βιαστηκε να συμπληρωσει.
Η μαμα της ανασηκωσε το φρυδι.
''Δυο μηνες διακοπες σε πηγε μικρη αχαριστη! ''
Η κοπελα μετα βιας συγκρατησε ενα γελακι. Η μαμα της ειχε ομολογουμενως δικιο, ομως ηξερε οτι ο Ορεστης κατι ειχε στα σκαρια.
Οι δυο γυναικες αρχισαν να διαμορφωνουν τον χωρο, ακουγοντας μουσικη, χορευοντας και πινοντας αραια και που λιγο κρασι.
Οταν τελειωσαν, λιγο πριν τις 8, η μεζονετα στο Μαρουσι με τον κηπο ειχε μεταμορφωθει. Χαμηλος φωτισμος, απαλη μουσικη, σταντ και μπαρ με ποτα. Τα νοικιασμενα ηχεια ηταν στημενα απο την εταιρια και μια λιστα τραγουδιων επαιζε ηδη.
Η Ιφιγενεια οπως ειχε δηλωσει, δεν σκοπευε στα γενεθλια της κορης της να κανει και πολλα στην κουζινα, οποτε το catering εκανε το θαυμα του.
Η κυπαρισσι αερινη παντελονα της Ιφιγενειας συνδυασμενη με ενα λευκο σατεν πουκαμισο, με τα πρωτα κουμπια ανοιχτα εκλεψε τις εντυπωσεις. Η γυναικα εκανε την εμφανιση της στους πρωτους καλεσμενους, πανω σε ψηλα τακουνια και με τα κατακοκκινα μαλλια της πιασμενα σε μια ψηλη κοτσιδα.
Η κουμπαρα της και νονα της Κυβελης, ο αντρας της, δυο καλες της φιλες, και επειτα, τελευταιοι σχεδον κατεφτασαν οι φιλοι της κορης της.
''Γεια σας! Να την χαιρεστε! Ειστε κουκλα κυρια Ιφιγενεια!'' η Ερμιονη εφερε το δωρο της στην Κυβελη, οπως ειχαν συμφωνησει με τους αλλους.
''Αυτη ειναι η μητερα της Κυβελης; Αποκλειεται!'' ο Ορεστης- γνωστος ως η αδυναμια της- προσπερασε τις φιλες του και αγκαλιασε την γυναικα.
''Εσεις πρεπει να ειστε η αδελφη της. Ορεστης χαρηκα.'' της εκλεισε το ματι και η Ιφιγενεια χαζογελασε κοκκινιζοντας.
''Σατανά!'' τον χτυπησε απαλα στο μπρατσο.
''Η μικρη της αδελφη εχω να προσθεσω!'' ο Βασιλης μολις ειχε παρκαρει και μπηκε μεσα στο σπιτι μαζι με τον Γιαννη.
''Αχ τα αγορια μου! '' ανοιξε τα χερια και τους αγκαλιασε ολους.
Η Φαιη ρολλαρε τα ματια της και μπηκε μεσα στο σπιτι που ειχε περασει τα εφηβικα της χρονια, καθως το σπιτι της Ιφιγενειας ηταν συχνα το καταφυγιο της παρεας της με την Κυβελη.
''Τι κανεις Ιφιγενεια; Να την χαιρεσαι.'' ο Κωνσταντινος που μπηκε τελευταιος δεχτηκε μια εγκαρδια αγκαλια απο την γυναικα.
''Σε ευχαριστω πολυ αγορι μου. Δεν εφερες την Ιωαννα;'' ρωτησε με ενα μειδιαμα κοιτωντας πισω του.
Αυτο προκαλεσε ενα ηχηρο γελιο αναμεσα στους φιλους και ενα κοκκινισμα στον νεαρο.
''Α σας το ειπε η Κυβελη;''
''Οχι, μου το ειπε η κουμπαρα μου η Καλλιοπη που ειναι στο ΚΑΤ. '' τους κοιταξε ολους εναν εναν και κυριως τον Βασιλη.
''Παντου εχω ματια, κανονιστε!''
''Που ειναι η εορταζουσα;'' ρωτησε ο Ορεστης για να παρει τα βλεμματα ολων απο τον Βασιλη.
''Καλως τους!''
Η φωνη της κοκκινομαλλας οδηγουσε στην κορυφη της σκαλας, οπου ολοι κοιταξαν την δικηγορινα να κατεβαινει, φορωντας ενα σατεν κρεμ λευκο φορεμα, με λεπτη τιραντα και λαιμοκοψη βαθυ χαμογελο. Χαιδευε το δερμα της και εμοιαζε τυλιγμενη σε καποιο νεκταρ. Τα μαλλια της ηταν πιασμενα σε εναν σινιον χαμηλο κοτσο, ελαφρως ατημελητο, με τουφες να πεφτουν στα ματια της.
Ο Ορεστης χαμογελασε την ωρα που οι φιλες της την αγκαλιασαν και οι τρεις κοπελες ανταλλαξαν κοπλιμεντα.
Τον πλησιασε τελευταιο με αργα βηματα και υφος θελκτικο, γνωριζοντας οτι μπορει ολοι να το επαιζαν απασχολημενοι μα τους κοιτουσαν.
Τον κοιταξε ξεροντας οτι τον θαμπωσει.
Περασε το χερι του γυρω απο την μεση της, και το αλλο, κρυμμενο πισω απο την πλατη του, εμφανισε ενα μπουκετο λουλουδι, γιασεμι!
Αναφωνησε και επιασε στα χερια της την ανθοδεσμη, μαζι με το γαλακτερο της φορεμα, ευκολα την μπερδευε κανεις με νυφη.
Βεβαια αυτο αναιρουσε το χαλαρο ντυσιμο με all star του Ορεστη, που αρνειτο να ντυθει επισημα.
''Σου εχω πει οτι το λευκο ειναι το χρωμα σου;''
Χαμογελασε κοκκινιζοντας.
''Ισως.'' μειδιασε.
Εσκυψε προς το μερος της και την φιλησε.
Η βανιλια του λιπγκλος της αναμειχθηκε με την κανελα που μασουσε.
''Χρονια πολλα μωρο μου.'' ψιθυρισε.
Χαμογελασε πανω στα χειλη του.
Εσπασε την αγκαλια τους.
''Παω να τα βαλω σε ενα βαζο.'' μουρμουρισε.
''Μπραβο! Ελατε στον κηπο που ειναι και οι υπολοιποι!'' η Ιφιγενεια με μαεστρια τους οδηγησε ολους εξω.
Ο Ορεστης ειδε την Αφροδιτη του πινακα να απομακρυνεται, με το υφασμα να γλιστραει στους γοφους της και να αγκαλισει την μεση της. Το λευκο σαν υγρο εγλυφε το δερμα της και βλεποντας το να καλυπτει τους γλουτους της ενιωσε κατι να τον τραβαει.
Ηθελε να την βαλει σε ενα κουτι και να την κοιταει, και επειτα να μπει κι ο ιδιος στο κουτι και να την κανει δικη του.
Η Κυβελη εψαχνε απελπισμενα βαζο για τα λουλουδια, σκηνη που την πηγε πισω αρκετους μηνες πριν, οταν για πρωτη φορα ο Ορεστης ειχε ερθει στο σπιτι της μαμας της.
Οποτε οταν ενιωσε τα χερια του να την πιανουν απο την λεκανη, και να συγκρουεται πανω στο κορμι του, συγκρατησε την εκπληξη της.
Ακουμπησε το βαζο στον παγκο και κοιταξε γυρω γυρω μηπως ηταν κανεις.
Μα πως τα καταφερνει καθε φορα;
Τον κοιταξε, το βλεμμα του ηταν σκανταλιαρικο, σαν παιδι που ηξερε οτι ειχε κανει αταξια και δεν εδινε μια.
''Εισαι θρασυτατος.'' του προσαψε, σαν να το ειχε μολις συνειδητοποιησει.Γελασε.
Την επιασε απο τους γλουτους, ζουληξε πεινασμενα και την ανεβασε στον παγκο για να χωθει αναμεσα στα ποδια της.
''Αφου ξερεις οτι μου αρεσει.'' αρχισε να την φιλαει στον λαιμο.
Η Κυβελη ακουσε την μπαλκονοπορτα να ανοιγει.
''Ορεστη!'' συριξε μα ο βιολιστης την κολλησε κι αλλο στον τοιχο παραμεριζοντας ελαφρως το φορεμα της.
Τον εσπρωξε μακρια, αναψοκοκκινισμενη και βαριανασαινοντας.
''Αυτο θα ληξει εδω! Οχι στο σπιτι της μαμας μου !Ελεος!'' παραπονεθηκε και βαλθηκε να φτιαχνεται.
Περασε το χερι του μεσα απο τις μπουκλες του και κατι σκεφτηκε που τον εκανε να χαμογελασει αυταρεσκα.
Την πλησιασε παλι, αυτη την φορα ακουμπησε την παλαμη του στην βαση του λαιμου της, ξεροκαταπιε. Η καυτη ανασα του χτυπησε το αυτι της.
''Αφου μωρο μου αποψε εισαι ενα εργο τεχνης.'' την κοιταξε με εναν βλοσυρο ποθο στα ματια.
''Και τα εργα τεχνης πρεπει να τα κολλαμε στον τοιχο.''
Ακουμπησε ενα μικρο φιλι χαμηλα στον λαιμο της. Δαγκωθηκε και πηρε κοφτη ανασα.
----------------------------------------------------------------------
Ο πατερας της κατεφθασε μισω ωρα αργοτερα, καλεσμενη ηταν φυσικα και Σοφια, που κρατουσε απο το χερι την Ελσα, η οποια μολις ειδε την Κυβελη επεσε πανω της για να την αγκαλιασει στριγκλιζοντας.
''Χρονια πολλα!'' την εσφιξε με τα μικρα της χερακια. Η Κυβελη χαμογελασε και την φιλησε στο μαγουλο. Παραμερισε μια μπουκλα και κοιταξε το κοριτσακι που ειχε μεγαλωσει αρκετα.
''Σε ευχαριστω μωρο μου! Μα τι ομορφη που εισαι σημερα!''
Η Σοφια απο πισω της ξεφυσηξε ικανοποιημενη, ηταν πολυ δυσκολο να ικανοποιησει το στυλιστικο δαιμονιο της κορης της, ομως η εγκριση της Κυβελης ηταν αρκετη για να κανει το μικρο κοριτσι το οτιδηποτε.
Ευχηθηκε με την σειρα της στην Κυβελη και καπως πιο σφιγμενα στην Ιφιγενεια. Ο Δημητρης σαν κερβερος κοιτουσε τριγυρω, ετοιμος να αρπαξει την γυναικα του και να φυγουν με το πρωτο επικριτικο βλεμμα.
Ευτυχως ομως η Σοφια ηταν τρομερα κοινωνικη, και ειχε κερδισει την συμπαθεια ολων, ειδικα των φιλων της Κυβελης που την περικυκλωσαν αμεσως.
Η ωρα ηταν 9 και το δειπνο ειχε σερβιριστει, οι συζητησεις στο μεγαλο τραπεζι ηταν πολυ διαφορετικες αναμεταξυ τους, οταν η Κυβελη ακουσε το κινητο του Ορεστη να χτυπαει.
Ο βιολιστης χαλαρος κοιταξε την οθονη, ομως συντομα εσμιξε τα φρυδια του και πεταχτηκε ορθιος.
"Γαμωτο.''βλαστημησε.
Δεν παρατηρησαν πολλοι την κινηση του, και η Κυβελη εκανε πως εψαχνε κατι που της επεσε αφηνοντας τον να ξεγλιστρισει μακρια για να μιλησει.
Χαθηκε στους διαδρομους του πανω οροφου.
Στην πραγματικοτητα τον ειχε καταβαλει πανικος.
Πως μπορεσα να το ξεχασω; Τι βλακας.
Καλεσε αμεσως πισω τον αριθμο.
Η καρδια του κοντευε να βγει απο το στηθος του, ουτε που εδωσε σημασια αν καποιος τον ακολουθησε.
''ΜΕ ΞΕΧΑΣΕΣ!'' ουρλιαζε.
''Μωρο μου-''
''ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ ΝΑ ΜΕ ΞΕΧΑΣΕΙΣ;'' η Ιασμη εκλαιγε γοερα και ουρλιαζε.
Η ψυχιατρικη κλινικη που την παρακολουθουσε χρονια τωρα εμοιαζε με θερετρο και το αποδεικνυε περιτρανα το υπερογκο ποσο που πληρωναν οι γονεις της. Ωστοσο δεν ξεγελιοταν, ηξερε οτι η ζωη ηταν εξω...ειδικα μερες οπως εκεινη.
''Ειχε γενεθλια μια φιλη μου αγαπη μου και ολη μερα ετρεχα.'' δικαιολογειται ηρεμα, προσπαθωντας να χαμηλωσει τους τονους.
Για λιγο δεν του απαντα. Ακουει την ανασα της να προσπαθει να τιθασευτει.
Αν κατι του εχει πει ο ψυχιατρος της ειναι να μην της αλλαζει το προγραμμα και να προσπαθει στα ξεσπασματα της να μενει ηρεμος. Σταθεροτητα και ηρεμια, αυτο χρειαζοταν.
''Ξερεις πως νιωθω οταν με ξεχνας.'' ψιθυριζει τρεμοντας. Και η καρδια του γινεται χιλια κομματια.Θελει να παει Θεσσαλονικη να την βρει.
''Καρδια μου συγγνωμη, ο.τι και να πεις θα εχεις δικιο, ειμαι απαραδεκτος.'' παραδεχτηκε.
Την ακουσε να ξεφυσαει κοφτα. Εκλαιγε.
Τι μαλακας που ειμαι.
''Ιασμη μου σε παρακαλω μην κλαις μωρο μου.'' ικετεψε.
''Ελα παρε με απο εδω, δεν αντεχω αλλο.'' τον παρακαλεσε, μα ο Ορεστης ειχε μαθει με τα χρονια να μην υποκυπτει σε αυτα...με τον δυσκολο τροπο παντα.
''Κοριτσακι μου ξερεις οτι πρεπει να σε παρακολουθει γιατρος, αφου δεν μπορεις να παιρνεις τα φαρμακα σου, πως αλλιως θα εισαι καλα;'' προσπαθει να την λογικευσει.
''Εχω θελω να ειμαι μονο μαζι σου.'' κλαψουρισε.
Ενιωσε την αναγκη να πιασει την καρδια του για να μην πεσει.
''Κι εγω το θελω Ιασμη, αλλα πιο πολυ θελω να εισαι καλα. Και πως αλλιως θα εισαι καλα;''Ξερει οτι τα επιχειρηματα του ωχριουν αλλα ξερει επισης τι αδυναμια του εχει.
''Ποτε θα ερθεις;'' αλλαζει θεμα και πανηγυριζει για την μικρη του νικη.
''Θα ερθω με την πρωτη ευκαιρια.'' της απαντα διχως να ανοιγοκλεισει τα ματια.
Σιωπη παλι.
''Εχεις αλλη. Με απατας.'' δηλωνει με μια ηρεμια που ειναι ετοιμη να πεσει στο κενο.
''Εγω; Τι λες κοριτσι μου ομορφο; Εγω να εχω αλλη; Εγω που σε αγαπαω τοσο;'' νιωθει τυψεις, γιατι για πρωτη φορα μετα απο χρονια ελεγε οντως ψεματα.
''Λογικο να εχεις αλλη, τι να σου προσφερω εγω, κλεισμενη εδω μεσα, ανεραστη και αρρωστη.'' μουρμουρισε με μια επιθετικοτητα που τον τρομαζε.
Σκεψου γρηγορα.
''Μου προσφερεις πιο πολλα απο οσα μπορω να ζητησω Ιασμη. Σε αγαπω.'' ξερει οτι υπερβαλει, αυτομαστιγωνεται για αυτο, μα ηταν γνωστες οι εκρηξεις της και τα ολεθρια αποτελεσματα τους. Διαγνωστηκε σε νεαρη ηλικια και τα φαρμακα δεν αρκουσαν στην περιπτωση της.
''Κι εγω σ' αγαπω Ορεστη μου...'' ο τροπος που προφερε το ονομα του, του ραγισε την καρδια.
Το εκλεισαν πεντε λεπτα αργοτερα, με υποσχεση να μιλησουν την επομενη μερα.
Μολις η γραμμη κοπηκε, ο βιολιστης αφησε μια ανασα που κρατουσε ωρες τωρα.
Δεν ηξερε ποση ωρα ελειπε, μα καταλαβε οτι επρεπε να επιστρεψει, κατι που θα εκανε, αν δεν εβρισκε την Κυβελη να στεκεται στο κατωφλι του υπνοδωματιου.
Η Αφροδιτη του Μποτιτζελι ηταν δακρυσμενη.
Η ανασα του κοπηκε παλι.
Γαμωτο γαμωτο γαμωτο.
''Κυβελη πρεπει να καταλαβεις-''
Υψωσε το χερι της αναμεσα τους.
''Καταλαβαινω.'' δηλωσε με φωνη που ετρεμε.
''Απλα δεν αντεχω.'' ραγισε. Κοιταξε ψηλα και ανοιγοκλεισε τα ματια.
Μην κλαψεις. Μην κλαψεις.
Εκανε να την πλησιασει.
''Οχι Ορεστη! Οχι!'' δηλωσε και ο τροπος που ειπε το ονομα του εμοιαζε γνωριμος, μα και διαφορετικος.
''Σου εξηγησα την κατασταση Κυβελη, ειναι μια θυσια που-"
''Που δεν ειμαι υποχρεωμενη να κανω. Ειδικα για καποιον που θα φυγει σε επτα μηνες.'' τον διεκοψε. Γυρισε απο την αλλη και ετοιμαστηκε να φυγει διχως να ξερει τι ειχε μολις κανει.
Δεκα λεπτα πριν ηταν ευτυχισμενη εθελοτυλφωντας. Μα οι παρωπιδες δεν μπορουν να κρυψουν αυτο που βρισκεται μπροστα στα ματια σου.
Ο Ορεστης βλεπει την Κυβελη να απομακρυνεται και ξερει οτι δεν υπαρχει αλλος τροπος, πρεπει να λυγισει μπροστα της.
''Δεν σκοπευω να σε αφησω Κυβελη.'' της δηλωσε. Κοντοσταθηκε. Δεν γυρισε να τον κοιταξει μα ενιωσε τα ματια του να την καινε.
Να με αφησει να φυγω;
''Σε επτα μηνες.''συμπληρωνει. ''Δεν προκειται να σε αφησω.Ειναι ανωφελο να προσποιουμαι οτι μπορω να το κανω.''
Η καρδια της επεσε στο στομαχι της.
Τι ειπε μολις;
Γυρισε προς το μερος του με περισσοτερα δακρυα απο οσα αντεχε.
''Χρωστας 4 μαθηματα. Και μετα παιρνεις πτυχιο. Παντοτε ελεγες οτι θες να κανεις ενα μεταπτυχιακο. Οριστε λοιπον.'' εβαλε την ιδεα στο τραπεζι.
Καταπινει και ο κομπος στον λαιμο την ποναει και τσουζει τη μυτη της.
''Μου ζητας να σε ακολουθησω.''
''Οχι.'' κουναει το κεφαλι του κατηγορηματικα.
Κανει δυο βηματα προς το μερος της, μενει ακινητη.
Την πιανει απο τους καρπους και την κοιταει στα ματια. Πιο σοβαρος απο ποτέ.
''Σου ζηταω να βρουμε μια λυση για να ειμαστε μαζι. Ειτε εδω ειτε στο εξωτερικο. Γιατι αν νομιζεις οτι εγω μπορω να διανοηθω οτι μια μερα σε επτα μηνες θα ξυπνησω και θα ειμαστε χωριστα, κανεις λαθος, δεν μπορω ουτε να το σκεφτω! Ποσο μαλλον να ζησω με αυτο.'' της λεει με νευρο που την γεμιζει με φωτια.
''Ολα εγιναν πολυ γρηγορα.'' μουρμουριζει εκεινη.
''Και; Υπαρχει χρονοδιαγραμμα στον ερωτα;''
Ξερουν και οι δυο την απαντηση.
Αφηνει τα χερια της για να βγαλει κατι απο την εσωτερικη τσεπη του πανωφοριου του.
''Ηρθε η ωρα να σου δωσω το δωρο σου.'' μουρμουριζει.
Ο λευκος φακελος εφτασε στα χερια της.
Την παρακολουθησε να τον περιεργαζεται με τρεμαμενα χερια.
''Δεν ειναι μοναχα ενα ταξιδι. Ειναι για μενα ενα πειραμα. Αν θα μπορουσες να ζησεις μαζι μου στο εξωτερικο, αν θες να το κανεις. Εστω για εναν χρονο και μετα βλεπουμε.''
Η Κυβελη μετα βιας διαβαζε. Τα ματια ηταν ηταν θολα απο τα δακρυα. Την ειχε λουσει κρυος ιδρωτας, την ειχε πιασει ριγη. Η καρδια της φλεγοταν.
''Οποτε, δεχομενη να ερθεις, δεχεσαι και την προσπαθεια για ενα κοινο μελλον μαζι μου, οσο αυτο παει και οπου μπορει να υπαρξει.'' της ξεκαθαριζει με φωνη τραχια και σοβαρη.
Δεν χωρουσε τιποτα ρομαντικο σε αυτο.
''Τωρα γυρνα απο την αλλη για το δευτερο δωρο σου.'' προσταξε και εκεινη ζυγισε το βλεμμα του πριν γυρισει. Τον ειδε να βγαζει ενα βελουδινο μακροστενο κουτι απο την τσεπη του.
Αναφωνησε.
22.45
Στεκοταν στην μεση του παιδικου της δωματιου, μπροστα απο τον ολοσωμο καθρεφτη της.
Ειχε βουρκωσει. Τα χερια της ετρεμαν,ο αντρας πισω της την κοιτουσε μεσα απο τον καθρεφτη με ενα μικρο μειδιαμα.
Περιμενε. Μονο το ναι δεχοταν, οχι δεν υπηρχε.
Τα εισιτηρια ηταν σε τρεις μερες απο τωρα, ολα κανονισμενα, τεσσερις πτησεις, πεντε με εκεινη της επιστροφης, ολα πληρωμενα απο τους οργανισμους που διοργανωναν τις εκδηλωσεις, οι επιβατες ηταν δυο, οι ενοικοι του δωματιου επισης δυο, παντου υπηρχε το ονομα της.
''Θα ερθεις μαζι μου, δεκα μερες ειναι.'' της ειπε σαν να ηταν γενικη παραδοχη. Δεν ηταν αυτη η ερωτηση του.
Μα δεν εκλαιγε για αυτο.
Ο καθρεφτης μπροστα δεν ελεγε ψεματα.
Ευλαβικα παραμερισε τα μαλλια της.
Το μικρο χρυσο μενταγιον που της ειχε παρει ο Σπυρος βρισκοταν πεσμενο στο χαλι, δεν θα το εβρισκε ποτέ ξανα.
Το ροζ χρυσο μενταγιον την παγωσε καθως το εσυρε κατα μηκος του δερματος του λαιμου της. Η λεπτη αλυσιδα, διακριτικη μα διακριτη σκαλιζε εναν δρομο φωτιας αναμεσα στις φακιδες και τις ελιες της.
Το ενα κρεμαστο ηταν, ακριβως για αυτο,μια φωτια, περιγραμα απο μικρα λευκα διαμαντακια και στο εσωτερικο πετρες swarovski σε διαφορες αποχρωσεις του κοκκινου. Φλογες εγλυφαν το δερμα της.
Φωτια λοιπον, φωτια γιατι; Το μυαλο της αρχισε να παιρνει στροφες.
Ο πρωτος θα σε καψει ενω ο δευτερος θα βαλει φωτια μεσα σου.
Το δευτερο ηταν καφε, επισης με λευκα διαμαντακια να του δινουν σχημα, και το καφε να του δινει το χαρακτηριστικο χρωμα, ενα βιολι και ενα δοξαρι κρεμονται διπλα στην φωτια της.
Τα δαχτυλα του χαιδευουν το σημειο που το κολιε ακουμπαει. Φαινεται πανακριβο και λαμπει στο στηθος της.
Ισιωνει το κουμπωμα και φιλαει στην κορυφη της ραχοκοκαλιας της. Ανατριχιαζει ολοκληρη. Το βλεμμα του την καταπινει μεσα απο τον καθρεφτη.
Την αφηνει ερηπειο.Τρεμει.
Χωρις να παρει τα ματια του απο πανω της ακουμπα αλλο ενα φιλι, στην βαση του λαιμου της αυτη τη φορα και δενει τα χερια του γυρω της.
''Θα ερθεις;'' της ρωταει.
''Θα ερθω.'' του απανταει.
Δεν μιλα για το ταξιδι που επεται και εκεινη δεν του απαντα για κατι που αφορα δεκα μερες.
Ο Ορεστης δεν της αφηνε επιλογες για τιποτα, την κατακτουσε ξανα και ξανα, κάθε πτυχη και ελευθερια της την εκανε δικη του. Δεν της εδινε περιθωριο να κανει δευτερες σκεψεις, να εχει αμφιβολιες.Μαζι του όλα ηταν εφικτα, κάθε σταδιο ηταν λιγο, κάθε δεσμευση χαλαρη.
Με εκεινον ηθελε τα παντα, καθε λεπτο, καθε στιγμη, καθε γελιο, καθε δακρυ.
Τα μετρια δεν ηταν για εκεινους, ή ολα ή τιποτα.
--------------------------------------------------------------------------
Ευτυχως καταφερνουν να ανασυγκροοτηθουν και να επιστρεψουν στο τραπεζι. Ολοι τους υποδεχτηκαν με ερωτησεις και συντομα υπεθεσαν οτι τα κοκκινα ματια της αφορουσαν μονο το ακριβο μενταγιον που κρεμοταν στον λαιμο της.
Καθισαν στο τραπεζι και το τραγουδι αλλαξε.
Ο Ορεστης απο την πρωτη νοτα ακομα καταλαβε. Πεταχτηκε ορθιος.
''Δυναμωστε το!''διεταξε και η Ερμιονη που βρισκοταν στο σαλονι με τους αλλους αμεσως γυρισε τον μικρο κυκλο.
Την τραβαει να καθισει πανω του.
''Ρε Ορεστη τι κανεις;'' τον μαλωνει, μα η ευτυχια της δεν της επιτρεπει να τον μαλωσει. Ευτυχως οι συζητησεις εχουν φουντωσει και δεν μοιαζει να τους παρατηρει κανεις.
Απο τον ρυθμο ομως καταλαβαινει. Αλλο ενα τραγουδι του δισκου τους περικυκλωνει.
Στην επομενη ζωη.
Τα ματια του την καινε, σαν να ψαχνει την επιβεβαιωση οτι καταλαβε. Η επιβεβαιωσε ερχεται οταν πεφτει στην αγκαλια του και τον φιλά παθιασμενα αγνοωντας οσους μπορει να τους εβλεπαν. Μαζι με την μουσικη, την κανελα που πυκνωνε, αναμεσα τους ολοενα και δυναμωνε η μνημη, αυξανοντας οι αναμνησεις.
Εγω σε γνωρισα προτου σε συναντησω.
Γουρλωσε τα ματια.
Η βαλιτσα μου!
Η συνειδητοποιηση την κατεβαλε αμεσως και φουρτουνιασε αποτομα.
Τολμαει και με χαιρεταει;
Τραβηξε το χερι της μακρια.
''ΕΣΥ!'' γρυλισε απειλητικα.
Απο παιδι...στα ονειρα μου σ ειχα δει.
''Μοιαζεις με γοργονα στο χω πει; Οταν βρεχονται τα μαλλια σου.''
Ανακαθεται στο τζακουζι μπερδεμενη. Εξω το Μπανσκο ηταν ντυμενο στα λευκα.
''Σαν την Αριελ;''
''Ναι, οταν ημουν μικρος ημουν ερωτευμενος μαζι της.'' της εξομολογειται σαν μικρο παιδι.
''Λες να σε φωναζω μικρη μου γοργονα;''
Ηταν αργα και εγω πως να κανω πισω.
''Προσωπικος χωρος.Τι κανεις νυχτιατικα εδω;'' μισοκοιμισμενη του φωναξε.
''Κι εμενα μου ελειψες δικηγορινα.'' την πιανει και την φιλαει.
Το σκηνικο παρακολουθουσε με ματια βουρκωμενα η Ιφιγενεια.
Της ηταν πρωτογνωρο σχεδον να βλεπει την Κυβελη ετσι, η ευτυχια της την γεμιζε με μια αγαπη πρωτογνωρη.
Και οπως το περιμενε, ο πρωην συζυγος της, απο την αλλη ακρη του τραπεζιου, αγνοουσε την κουβεντα στην οποια συμμετειχε και αγριοκοιταζε τα δυο παιδια.
Μα που μυαλο να το σκεφτουν;
Που ματια να τον δουν;
Ο Δημητρης ενιωσε το βλεμμα της Ιφιγενειας πανω του, ηξερε οτι η γυναικα θα μειδιαζε διασκεδασμενη απο υφος του.
Και το σκουρο επεσε πανω στο σκουρο.
Εχεις δει ποτε δυο μαυρες τρυπες να συγκρουονται;
Δυο ειναι τα τεινα.
Ειτε θα συγκρουστουν σε μια εκρηξη, ειτε η μια θα απορροφησει την αλλη.
Και αν ο καθενας μας ντυθει τα πιθανα του ...Και αν δωσει ολα οσα κρυβει στην ψυχη.
Η Σοφια ειχε παει την Ελσα στο πανω δωματιο για να κοιμηθει.
Μα ακομα κι ετσι κοιταχτηκαν στιγμιαια, σαν να φοβουνταν μην πιαστουν.
Δεν μπορουσε να παψει να την κοιταει. Του μιλουσε! Διχως λεξεις μα του μιλουσε!
Και αν απ τους δυο μας καποιος πρωτος πει αντιο
Η εικονα της πρωην γυναικας του στο κρεβατι του νοσοκομειου με γαζες στους καρπους δεν ειχε καμια σχεση με την γυναικα στην αλλη ακρη του τραπεζιου, με τα πολλα βραχιολια στα χερια.
Κατα καποιον τροπο επιανε τον εαυτο του να νιωθει περηφανος για εκεινη, τα ειχε καταφερει. Ειχε πεταξει το σκοταδι απο μεσα της, ενω εκεινος το ειχε θαψει καπου βαθια. Και κοιτα τωρα που οι βροχες εδιωξαν το χωμα της ληθης , και το πτωμα των κλειδωμενων του συναισθηματων εμφανιστηκε.
Και παρει αποφαση να αφησει την σκηνη
Η Ιφιγενεια βουρκωσε. Εφταιγαν τα γεγονοτα των τελευταιων ημερων, μα δεν μπορουσε να μην αφησει τον εαυτο της να νιωσει, εστω και για λιγα δευτερολεπτα αυτο που χρονια την πονουσε.
Μεσα στο βουητο των γυρω τους η Ιφιγενεια και ο Δημητρης κοιταχτηκαν αληθινα, οπως παντοτε.
Συγγνωμη σχηματισε με χειλη που ετρεμαν.
Τον ειδε να βλαστημα κατω απο την ανασα του και να σφιγγει τα δοντια. Την μαλωσε νοητα που ξεσπουσε στα γενεθλια της κορης τους, που δεν του αφηνε περιθωρια, τον Δημητρη δεν τον στριμωχνε κανείς στην γωνια.
σε μια επομενη ζωη εμεις οι δυο... ισως βρεθουμε λιγο πιο αληθινοι
Σ' αγαπω του ειπε νοσταλγικα, σαν να ηθελε να το κολλησει σε μια αλλη εποχη, χρονια πριν, και τωρα να βρηκε το χαμενο κομματι του παζλ.
Χλωμιασε.
Ποσο ξεδιαντροπα ηθικο του φαινοταν ολο αυτο!
Ποσο αβιαστα αντεδρασε με ενα μειδιαμα.
Μια αγαπη που για χρονια ειχε χασει, μια απορριψη που τον εκαιγε καιρο τωρα.
Υπαρχουν καποιοι που αγαπουν μεχρι θανατου και στην επομενη ζωη απ την αρχη.
Κοιταξε τα ματια που απο την μερα που γνωρισε τον βασανιζαν. Εκεινα που δακρυσαν απο συγκινηση και εκλαψαν απο τον πονο. Εκεινα που αγαπησε πρωτα, πριν απο καθε αλλα.
Τα ματια που του φαινονταν πιο γνωριμα απο τα δικα του.
Υπαρχουν καποιοι που αγαπουν μεχρι θανατου και στην επομενη ζωη απ την αρχη...
Και στην επομενη ζωη απ την αρχη Ιφιγενεια...
Την κοιτα στα κλεφτα μια τελευταια φορα.
Νιωθει τον κομπο στο λαιμο να τον καιει. Μα οφειλε να την ελευθερωσει, οπως εκεινη εκανε.
Σ' αγαπω σχηματισε αηχα δυο λεξεις ξενα οικειες. Μα στα 25 χρονια που την αγαπουσε, ποτέ δεν φανταζαν πιο ταιριαστες, πιο αληθινες.
Σ'αγαπω.
Και στην επομενη ζωη απ την αρχη...
-------------------------------------------------------------------------
21 Σεπτεμβριου.
επιβεβαιωμένα κρούσματα της νόσου : 453
08.41 πμ.
Προχωραει αγερωχος στον διαδρομο . Η σχολη ειναι αδεια, οπως ακριβως την προτιμαει.
Εκεινη την χρονια ολα τα μαθηματα θα γινονταν εξ αποστασεως...ολα εκτος απο τα μεταπτυχιακα προγραμματα.
Οι 40 μεταπτυχιακοι του φοιτητες περιμεναν εναγωνιως τον Σπυρο Δελή, λες και δεν θα τους εκανε την ζωη πατινι για την επομενη διετια.
Τα βηματα του αφηναν εναν μακροσυρτο κροτο που σιωπησε το αμφιθεατρο πριν καν ακομη φτασει στο κατωφλι της πορτας.
Συμφωνα με τις οδηγιες του ολοι φορουσαν μασκες που εδεναν στο κεφαλι, διαφανες , με ενα πλαστικο μπροστα στο προσωπο, εκεινος δε; Το ιδιο.
Ηθελε να βλεπει προσωπα, και σιγουρα να θυμουνται το δικο του.
Με αργο βηματισμο και διχως καν να κοιταξει προς το μερος τους εφτασε στην εδρα.
Αφησε το χαρτοφυλακα του στο γραφειο και σταθηκε μπροστα της.
Κοιταξε εναν εναν τους φοιτητες, με ηλικιες απο 23 εως 28 και μαλλον αγνοια κινδυνου.
''Ονομαζομαι Σπύρος Δελής, αυτο το γνωριζετε ηδη, εδω βρισκομαι για να εμπλουτισω τις γνωσεις σας, οχι να τις επιβεβαιωσω.''
''Εχω τρεις κανονες.''
''Πρωτον. Οποιος θελει να παρει τον λογο θα σηκωνει χερι και μετα απο νευμα μου θα μιλαει. Δεν θα με διακοψετε ποτέ.''
''Δευτερον. Δεν θα με αμφισβητειτε, εδω ειστε για να αποκτησετε γνωσεις, με τις οποιες επειτα θα αμφισβητησετε αλλους.''
''Τριτον. Δεν δεχομαι την μετριοτητα, θελω να δω τις γνωσεις και τις δυνατοτητες σας στο επακρο, αλλιως και η εκθεση αξιολογησης μου θα ειναι αναλογη.''
''Φετος ειναι η τελευταια χρονια που αναλαμβανω μεταπτυχιακο προγραμμα καθως οπως ηδη οι περισσοτεροι γνωριζετε, τελω χρεη δικαστη πλεον, οποτε αν δεν εχετε καποια ερωτηση θα ηθελα να αρχισω την παραδοση.''
Ενα χερι υψωθηκε κανοντας μερικους να γουρλωσουν τα ματια στο θρασος του ατομου που το εκανε.
Ηταν μελαχρινη, ειχε γλυκο στρογγυλο προσωπο και γατισια πρασινα ματια, χειλη ροδαλα και ενα βλεμμα που μαρτυρουσε αμαρτιες. Φορουσε πουκαμισο με τα πρωτα δυο κουμπια να αγνοουνται και μια φουστα που καθως ειχε τα ποδια μισανοιχτα, προκαλουσε βρωμικες σκεψεις.
Ο Σπυρος την κοιταξε αυστηρα.Τα βλεμματα τους διασταυρωθηκαν. Εγνεψε κοφτα.
''Και αν καποιος παραβει εναν κανονα;''η φωνη της ηταν απαλη, μα εκρυβε κινδυνους.
Ο αντρας μειδιασε. Το κοριτσακι δεν ηξερε που εμπλεκε.
''Εξαιρετικη ερωτηση δεσποινις...''
''Αριαδνη...Αριαδνη Διδασκαλου'' προφερει χωρις να φοβηθει.
''Αριαδνη Διδασκαλου.'' δοκιμαζει την λεξη στα χειλη του καρφωνοντας την με το βλεμμα του.Τα μαγουλα της πηραν φωτια.
Κοιταζει ευρυτερα στον χωρο και επειτα παλι εκεινη.
''Οποιος παρακουει επωμιζεται τις συνεπειες.''
Τα ματια της δεν τον αφηνουν, νομιζει πως τον κρατα μα εγκλωβιζεται με σκοινια δικα της.
Χαρηκα για την γνωριμια Αριαδνη Διδασκαλου.
10.05
''Γιατι εχεις αγχος μωρο μου;'' τριβει απαλα τον αναστροφο της παλαμης της.
Το αεροδρομιο της προκαλουσε πονοκεφαλο, απο την εντονη μυρωδια νοσοκομειου, μεχρι τα τεστ και την νεα γραφειοκρατια.
''Δεν ξερω, με τα τεστ και τωρα σε ξενη χωρα...'' αφηνει την προταση της μιση. Ο βιολιστης, με -για φαντασου- το βιολι στον ωμο, της χαμογελα τρυφερα.
''Ολα καλα, απλα χαλαρωσε και απολαυσε το, λιγοι μπορουν και ταξιδευουν τωρα.'' την τραβαει προς το μερος του ωστε να αφησουν τις βαλιτσες τους.
Η Κυβελη μες την αναπουμπουλα του αεροδρομιου, γεματου με κοσμο που ερχοταν και εφευγε, ταξιδεψε καπου που αεροπλανο δεν εφτανε.
Αφησε το μυαλο της να παει πισω στον χρονο, 9 μηνες και κατι μερες πριν, βρισκοταν στην ιδια ακριβως θεση, στην εισοδο, με μια βαλιτσα στο χερι και μια ανυπομονησια εξωπραγματικη.
Και τωρα, ειχε το χερι της μεσα στο δικο του και για καποιο λογο καθολου αγχος.
Διπλα στον Ορεστη ηξερε οτι θα εξελισσονταν ολα με τους δικους του ρυθμους, εκεινη θα επρεπε να αγχωθει για ενα σωρο μικρα πραγματα, για το αν πηρε ολα οσα χρειαζοταν, για το που θα αφησουν τον σκυλο, για το βιολι του, για τα αξιοθεατα που θα δουν.
Και αγχωνοταν με την ησυχια της, γιατι ηξερε οτι εκεινος θα της εδινε λυση σε ολα της τα μεγαλα προβληματα.
Κοιταξε τον βιολιστη, που αταραχος προχωρουσε προς το ελεγχο, σαν να μην ειχαν μια πτηση να προλαβουν.Το δυνατο του κρατημα εστελνε μια θερμη στο σωμα της που την ηρεμουσε.
Γυρισε και την κοιταξε.
Το γαλαζοπρασινο και το πρασινο-γαλαζιο φωτισαν ολο τον χωρο.
''Πηρες ηρεμιστικο; Γιατι εισαι τοσο υποτονικη;'' αστειευτηκε.
Και η στιγμη χαλασε.
'' Ε δεν υποφερεσαι!'' αναφωνησε και τον χτυπησε με το ελευθερο χερι της, γιατι αυτο που κρατουσε ηδη το εσφιξε κι αλλο.
Ο Ορεστης γελασε και την τραβηξε πανω του, αδιαφορωντας για τον κοσμο που περνουσε γυρω τους και μαλλον ενοχλουνταν απο την καθυστερηση.
''Ρε Ορεστη ενοχλουμε-''
''Σσσσ'' ακουμπησε το δαχτυλο του πανω στην μασκα της, εκει που μαντεψε οτι ηταν τα χειλη της.
Κατεβασε την μασκα του μεχρι το πιγουνι και εκανε να βγαλει και την δικη της. Ηταν αρκετο για να της προκαλεσει πανικο.
''Αγορι μου τι κανεις; Θα μας κανουν παρατηρηση!''
Γελασε στην υστερια της, δεν την βαριοταν ποτε. Τα λακκακια του το αποδεικνυαν περιτρανα καθε φορα.
Την κολλησε στο στερνο του διχως ελπιδα διαφυγης. Επιασε τον αυχενα της ωστε να την κρατα σταθερη απεναντι απο το προσωπο του. Η κανελα πλανηθηκε αναμεσα τους.
Τα δαχτυλα του τρυπωσαν στην υφασματινη μασκα και την κατεβασαν διχως δευτερη σκεψη.
Χαιδεψε απαλα τα χειλη της με τα δικα του, διχως να την φιλησει.
Ο κοσμος ενοχλημενος περνουσε απο διπλα τους. Καποιος απο την ασφαλεια θα τους εβλεπε το επομενο λεπτο.
Η Κυβελη ειχε μεινει κοκκαλωμενη να τον κοιταζει.
''Παντα και παντου.'' της ψιθυριζει και δυεισδυει στα σκουρα ματια της.
''Παντα και παντου.'' επαναλαμβανει ξεπνοη.
''Μονο εμεις.''
''Μονο εμεις, μονοι μας.'' χαμογελαει στην σκεψη του ποσο δυσκολο του το εκανε απο την μερα που γνωριστηκαν.
Ο Ορεστης μαλλον διαβαζει την σκεψη της. Μειδιαζει και ακουμπα τα χειλη του πανω στα δικα της, η καυτη του το γλωσσα την ξεδιψα και την καιει.
Ολα γυρω τους θολωνουν και σιωπουν.
Του θυμιζε τον τροπο που η Ιασμη εκανε τα παντα γυρω της αδιαφορα, μονο που αυτο ηταν κατι αλλο, διαφορετικο, αντιθετο σχεδον.
Ηταν περισσοτερο, δυνατοτερο.
''Νομιζω οτι η δουλεια μου εδω δεν θα τελειωσει συντομα δικηγορινα.'' μουρμουριζει χαμογελωντας.
''Το καλο που σου θελω αναθεματισμενε βιολιστη της κακιας ωρας.''
Γελασε τρανταχτα και την ξαναφιλησε.
Το καλο που σου θελω.
-------------------------------------------------------------------
Με κραταει σφιχτα απο την μεση,
γερνω πισω και με πλησιαζει, πειναει και διψαει. Ρουφαει τα χειλη μου και καιγεται.
''Σου αρεσει να με καις δικηγορινα;''
Τα δαχτυλα του φωλιαζουν στον λαιμο μου, σαν κολιε περιτεχνο βρισκει την θεση του.
Και με πιεζει, λιγο λιγο, και χανω την ανασα μου, λιγο λιγο.
Και το αλλο του χερι παραμεριζει την φουστα μου.
Γελαω και με σφιγγει κι αλλο.
''Φρονημα.''
Με κομμενη την ανασα χαμογελαω, και βογγαω, και δαγκωνομαι να μην ακουστω
Ποναω, και οταν με αφηνει βηχω.
Σου ακουγεται βαναυσο μα η καρδια μου παλλεται για λεπτα αργοτερα.
Φτιαχνω την ζωνη μου και βαζει μουσικη.
Οδηγει αργα για να βαφτω. Επειτα παιρνει τις στροφες αποτομα επειδη ξερει οτι μου αρεσει.
Μουρμουριζει στιχους χωρις να τον νοιαζει και τα δαχτυλα του χτυπουν στον ρυθμο πανω στο γονατο μου.
Φτανουμε στο φαναρι. Ανοιγω το κινητο μου.
Που εισαι; Σε σκεφτομαι.
Χαμογελαω νιωθοντας τον εγωισμο μου να γεμιζει.
Με την ακρη του ματιου μου τον βλεπω να πληκτρολογει κατι στο δικο του.
Εσυ θα μου πεις τι θα κανουμε.
Το ερωτικο υπονοουμενο πλαναται. Η καρδια μου βουλιαζει.
Στο απεναντι φαναρι ειναι ενα ζευγαρι, σαν εμας.
Εκεινη κουνιεται στον ρυθμο ενος τραγουδιου και αυτος εχει μεινει να την χαζευει. Σκαλωμενος της χαμογελαει τρυφερα, ενθουσιασμενα, ανυπομονα.Του κορναρουν οι πισω να ξεκινησει και εκεινος πεταγεται στην θεση του.
Γελαει εκεινος διπλα μου.
''Τι βλακας ε;''
Συμφωνω μηχανικα. Την ιδια στιγμη καταλαβαινω την διαφορα μας.
Καθε ιστορια ειναι διαφορετικη βλεπετε.
Αρχιζει και τελειωνει διαφορετικα, δεν διαφερει μονο επι της ουσιας.
Εκεινοι οι δυο στο αυτοκινητο, μπορει να ειναι αδελφες ψυχες, εγω κι εκεινος μπορει να χαρακτηριστουμε ενα εφημερο παθος, οι φιλοι μας, μπορει να ειναι μια τοξικη σχεση.
Ολοι εμεις, οι τυχαιοι ανθρωποι, σε μια τυχαια χωρα, που ολως τυχαιως βρεθηκαμε και στα τυχαια βαδιζουμε, δεν ειμαστε παρα ενας κοκκος αμμου μεσα σε ενα ατελειωτο συμπαν, το οποιο συγκροτειται απο σχεσεις.
Σχεσεις στοργης, αγαπης, φιλιας, παθους, μισους, αδιαφοριας, σχεσεις ολοκληρωτικες και σχεσεις χλιαρες, μετριες και καταλυτικες.
Κι ομως, ολες υφιστανται για καποιο λογο.
Κι αν καποτε κυνηγησα το απολυτο, το καθορισμενο απο την φαντασια μου ως μεταρσιωτικο, τωρα κοιτώ πισω και κλαιω. Διορθωση- βουρκωνω-
Δεν ειναι ολοκληρη η ζωη μας φτιαγμενη απο σαρωτικους ερωτες.
Ποση ωρα αντεχεις μεσα σε μια θαλασσα παλευοντας με διαδοχικα κυματα; Και ποσο νοσταλγεις τις στιγμες που ανασκελα αγναντευεις τον ουρανο καθως ενας απαλος παφλασμος ηχει στα αυτια σου;
Νιωθω το βλεμμα του πανω μου, με κοιτα κλεφτά καθως οδηγει, δεν μου αρεσει να με παρατηρει. Φοβαμαι μην βρει κατι πανω μου που δεν θα του αρεσει. Γυριζω προς το μερος του και εκεινος μπροστα στον δρομο.
Χαμογελαει αυταρεσκα.
''Τι θα κανω μαζι σου μου λες;''
Κοκκινιζω και χανω εναν χτυπο. Δεν του απαντω και τον αφηνω να πανηγυρισει πανω στο ερμαιο της χαμενης μου αυτοπεποιθησης.
''Υπομονη.'' ψιθυριζω. Γελαει. Κανω το ιδιο
Εκεινος γιατι νομιζει οτι με εχει κατακτησει, κι εγω γιατι ξερω οτι συμβαινει το αντιθετο.
Κεφαλαιο υπ'αριθμον 45 : Οι ερωτες του κενου μεταξυ συρμου και αποβαθρας -προσοχη μην πεσεις!
Ciao Bellas!
Τι κανετε πως ειστε;
Καλο Σαββατοκυριακο!
Καλη αναγνωση.
Να πω με την σειρά μου κι εγώ σε όλους να δημιουργείτε! Να αφιερώνετε χρόνο και να καταγράφετε, να φτιάχνετε εικόνες μουσική και να καταπιάνεστε με οποιαδήποτε μορφή τέχνης.
Να μην περιμένετε την αλλαγη απο αλλους ουτε να φλυαρειτε και να μιλατε πολυ για αυτην. Να γινεστε η αλλαγη που θελετε να δειτε στον κοσμο!
Πως σας φανηκε το κεφαλαιο; Να πω οτι ηταν 8000 λεξεις;
Θα το πω!
Ειχαμε απο ολα!
Αναμνησεις Ορεστη- Ιασμη , το ξεσπασμα της στο τηλεφωνο.
Την παρεα μας.
Την συζητηση Κυβελης - Ιφιγενειας.
Το ζευγαρι μας, μαζι με την συζητηση μετα το τηλεφωνημα της Ιασμης.
Ειδαμε το μελλον του Σπυρου.
Ειδαμε Ιφιγενεια και Πολιτη...
Νομιζετε τελειωνουμε;
Θα γελασω σατανικα σε αυτο και θα πλεξω τον ιστο μου γυρω σας.
Στελνω γλυκο φιλι.
Σας αγαπω πολυ.
xxxΜάγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top