Μην γινεις εκεινος που σε πληγωσε.
Χρονια πολλα σε ολες της γυναικες του κοσμου. Σε οσες γεννηθηκαν γυναικες, και σε οσες εγιναν. Γυναικα δεν γεννιεσαι μονο, γινεσαι κιολας.
Ειναι κατι ιερο, δεν πρεπει μονο σημερα να διεκδικουμε τα βασικα και αυτονοητα. Κοιταξτε πισω και να ευχαριστησετε οσες παλεψαν για εσας! Η ανταμοιβη τους ειναι η δικη σας μαχη τωρα.
Να σε αγαπας!
Κι επειτα να αγαπας τις γυναικες γυρω σου! Να μην τις κρινεις αβιαστα και να τις σεβεσαι!
Χρονια μας πολλα!!
Μακρές περίοδοι ευτυχίας χάνονται κάποτε μέσα σε μια στιγμή, όπως σαρώνονται οι ζέστες του καλοκαιριού στην πρώτη καταιγίδα.
Vauvenargues, 1715-1747
Το πιο περιπλοκο πραγμα που χρειαστηκε να κανω ποτέ μου, μου φανηκε υστερα παιχνιδακι.
Ολα τα δυσκολα εκμηδενιστηκαν μπροστα στην συγχωρεση.
Την θεωρω το πιο δυσβατο και χρονοβορο μονοπατι. Το να συγχωρεις ειναι σπάνια αρετη.
Στα ματια μου φαινεται ακατορθωτο. Γιατι; (με ρωτας)
Γιατι αγαπη μου, η αληθεια ειναι πως δεν εχω συγχωρεσει ποτέ κανεναν αληθινα στην ζωη μου και το πιστευω ακραδαντα αυτο πλεον, γνωριζοντας το τιμημα της δηλωσης μου αυτης.
Πριν βιαστεις να μου πεις οτι αποκλειεται, θα σου μιλησω για την αληθινη αποδειξη της συγχωρεσης :
Το να ξεχνας.
Οχι η ληθη, οχι η ελλειψη μνημης, αλλα η συναισθηματικη απελευθερωση απο το αρνητικο συναισθημα που τοσο αρρηκτα συνδεεται με το ατομο εκεινο την στιγμη του λαθους.
Ειχα μια φιλη που με προδωσε, της ειπα πως την συγχωρω και επειτα τιποτα αλλο, χαθηκαμε.
Εχασα την εμπιστοσυνη μου σε εκεινη την κοπελα και δεν καταφερα ποτέ μου να την συμπαθησω ξανα.
Δεν συγχωρεσα ποτέ μου τον φιλο μου που αφησε την παρεα μας για την πλεον πρωην του κι ας επεσε στα γονατα, κι ας προσπαθησε οπως δεν εχει προσπαθησει κανεις αλλος στην ζωη μου για μενα.
Δεν θεωρω οτι οι σχεσεις ειναι γυαλι, στο εχω ξαναπει αυτο.
Ειναι ενεργεια που μεταβαλλεται και αλλαζει μορφη.
Κι αν μπορω να αποδωσω μια ιδιοτητα σε αυτη την ενεργεια για να σε κανω να καταλαβεις πως γινεται να μην μπορουμε μετα απο μια κριση να ειμαστε το ιδιο, θα σου πω οτι η ενεργεια αυτη ειναι σαν τα ακρυλικα χρωματα ζωγραφικης πανω στο καβαλετο.
Παιρνεις το ασπρο και βαζεις μεσα λιγο μπλε.
Δεν χαλαει το χρωμα, απλα αλλαζει.
Ειναι το θαλασσι ομορφο; Ειναι.
Επειτα προσθετεις λιγο κοκκινο.
Ειναι το λιλα ωραιο; Ειναι.
Πες μου ομως κατι.
Οσο ασπρο κι αν προσθεσεις τωρα, θα φτασεις ποτε εκει που ξεκινησες;
Θα δεις ξανα το απολυτο λευκο;
Ποτέ ξανα.
Ετσι ειναι οι σχεσεις. Μπορει να ξεπερασεις την προδοσια, την εγκαταλειψη, το ψεμα, την απατη. Αλλα το λευκο χανεται, και ενα βαρυ συναισθημα σε κατακλυει, το οποιο προσωπικα δεν μπορεσα ποτέ μου να αποβαλλω.
Αρα οχι, δεν συγχωρω.
Οποτε, κεφαλαιο υπ'αριθμον 60 : Ο καμβας της εμπιστοσυνης ή αλλιως, γιατι παντα σε συγχωρουσα.
Ειναι ξαπλωμενος στην ερωτοσπηλια, 17 χρονων, Ιουλιος. Ο ηλιος τον πειραζει στα ματια γι αυτο και τα εχει κλειστα.Ανασαινει στον ηλιο, στο κυμα και την αλμυρα του γλυκου αερα.
Εκεινη ειναι διπλα του, γερμενη στο πλαι και παιζει με τις μπουκλες του αφηρημενα. Η σιωπη αναμεσα τους οικεια, ποθητη εδω και μηνες.
''Θα φυγεις παλι συντομα.'' το παραπονο της ηταν εκδηλο, και ο Ορεστης δεν τολμαει να ανοιξει τα ματια. Η καρδια του πιαστηκε στο ακουσμα της γενικης αυτης παραδοχης.
''Θα επιστρεψω ομως.'' ακουει τον εαυτο του να λεει.Η απαντηση της καλυπτεται απο σιωπη. Αυτο τον ανησυχει. Ανοιγει τα ματια και βλεπει το προσωπο της κοντα στο δικο του. Η ανασα της χτυπα στα χειλη του.
Το απεραντο γαλαζιο της θαλασσας δεν επιανε μια μπρος στο γαλαζιο των ματιων της.
''Καθε φορα φευγεις, μα νομιζω οτι αυτη τη φορα ειναι για παντα.'' η φωνη της βαθαινει, αλλαζει, μεγαλωνει.
Η θαλασσα διπλα τους εξαφανιζεται. Και ξαφνου ειναι χειμωνας, η αμμος ειναι το ξυλο του σπιτιου του και εκεινη απο πανω του, ημιδιαφανη και χλωμη, νεκρη.
''Εσυ εφυγες πρωτη.'' με μια ανασα ολα γυρω τους στροβιλιζουν.
Και αλλαζουν οι εποχες, σηκωνεται αερας και βοη καλυπτει τα παντα. Κοιτιουνται ομως στα ματια, παντα στα ματια!
Και μεγαλωνουν. Αλλαζουν. Γινονται 18, 19, 20, γινονται 21 και ο Ορεστης αφηνει μουσια, γινονται 22 και η Ιασμη αρχιζει να λεπταινει παλι, γινονται 23 και πλαι στον πρωτο του ερωτα εμφανιζεται η Κυβελη.
''Θα μου λειψεις.'' του ψιθυρισε με δακρυα στα ματια, και η μορφη της αρχισε να σβηνει.
Τον αφηνει μονο στην ερωτοσπηλια, και οι εποχες μενουν σταθερες σε ενα ακανονιστο καλοκαιρι με βροχες και χιονι.
Καθε φορα εφευγε, μα εκεινη ηταν για παντα.
---------------------------------------------------
Το σκοταδι ειναι γλυκο, θερμο και σαν απαλη χνουδωτη κουβερτα τον τυλιξε με θαλπωρη. Σηκωσε απο τους ωμους του το ασηκωτο βαρος των τυψεων και ανακουφισε το μυαλο του.
Κι υστερα, φως! Σαν προβολεις αυτοκινητου που αναβουν αποτομα, κι εκεινος πεσμενος στην ασφαλτο περιμενε τον θανατο. Μα ο θανατος δεν ηρθε. Το λευκο σκληρο φως ηταν που τον επανεφερε στην πραγματικοτητα.
Πονεσαν τα ματια του και ενας πανικος τον ελουσε σαν παγωμενο νερο.
Αναδυηθηκε απο τον ηρεμο βυθο που τον ειχε μουδιασει και σαν ηρθε στην επιφανεια οι πνευμονες του αποσυμπιεστηκαν. Η πρωτη ανασα που πηρε του τρυπησε τον λαιμο.
Κρυωνε, φοβοταν, δεν ηξερε που βρισκοταν και το φως τον τυφλωνε.
Γιατι τοσο φως; Ξημερωσε;
Απο πανω του βρισκονταν δυο γυναικες με στολες που θυμιζαν νοσοκομειο. Αναγουλιασε. Ολα ηταν θολα και τα ματια του πονουσαν.
Που ειμαι ;
Και σαν περασαν τα 'δεκα δευτερολεπτα της ευτυχιας του αιωνιου πονου' ο Ορεστης Νικαϊδης θυμηθηκε. Ολα επεστρεψαν σε εκεινον, γιατι αυτη τη φορα αυτος ηταν ο αφεντης του κακου του.
Και αν μου επιτρεπεις, κατι μεσα του εκεινη τη στιγμη σπαραξε απο δυστυχια.
---------------------------------------------------------
Κολωνακι.
''Βρηκε τις αισθησεις του κοριτσι μου, θα γινει καλα, μην φοβασαι.'' η Ριτσα την καθησυχασε.
Επιασε με τρεμαμενα χερια το κινητο της,που ειχε πεσει στο πατωμα μαζι με εκεινη πριν 25 λεπτα και βρηκε την επαφη της Φαιης.
''Ελα!'' η φωνη της φιλης της ακουγοταν πανω απο την μουσικη. Προσπαθησε να θυμηθει ποιες λεξεις χρειαζοταν για να πει εστω κατι απο οσα ουρλιαζαν στο μυαλο της.
''Εγινε κατι, σοβαρο.'' απαντησε και ακουγε την ξανθουλα να προχωραει προς καποιο δωματιο πιο ησυχο ενω παραλληλα φωναξε το ονομα του Γιαννη, λες και ειχε ενστικτο.
''Πες μου!''
Ο Ορεστης εκανε υπερβολικη δοση. Οχι, πολυ αποτομο.
Τσακωνομουν με τον Ορεστη και βρηκαμε το ημερολογιο της Ιασμης και μεσα ειχε- Οχι, πολλες λεπτομερες.
Σε ποιο νοσοκομειο τον πηγαν; Ο πανικος της χαμενης πληροφοριας δεν κρατησε πολυ καθως η γειτονισσα της που την εβλεπε να κουνιεται μπρος πισω κοιτωντας το κενο πεταξε μια λεξη που στο μυαλο της εγινε ονομα νοσοκομειου τρια βασανιστικα δευτερολεπτα αργοτερα.
''Τι εγινε Κυβελη; Πες!''
Πηρε βαθια ανασα. Οχι πως την χρειαζοταν πια.
''Ο Ορεστης εκανε υπερβολικη δοση, τον βρηκα εδω και καλεσα ασθενοφορο, μολις τον πηραν, εχει τις αισθησεις του, λενε θα γινει καλα, δεν...δεν εχω μιλησει με κανεναν ακομα, ουτε με τους γονεις του. Στο Αττικον ειναι, αυτο εφημερευει.''
Δεν ακουσε απαντηση απο την αλλη γραμμη. Ηταν δυο ηχοι, η Φαιη να παιρνει μια κοφτη ανασα τρομου και το ονομα του Γιαννη να βγαινει σαν ουρλιαχτο απο τα χειλη της.
Εκανε να απομακρυνει το ακουστικο.
''Κυβελη που εισαι τωρα; Εισαι καλα; '' η φωνη του Γιαννη την γεμισε ενταση και αδρεναλινη, σαν μολις να ειχε ξυπνησει και ολα να της φαινονται βαρια και θολα.
''Μολις τον πηραν, ακομα στο πατωμα ειμαι.'' η προταση και μονο της δημιουργησε αναγουλα.
''Στελνω καποιον απο εκει να σε παρει, παιρνω τηλεφωνο τους γονεις του. Γαμω την πουτανα μου! '' τον ακουει να βλαστημα.
''Τον Βασιλη στειλε.'' τον διεκοψε, και ουτε η ιδια δεν ηξερε το γιατι, γιατι να επιλεξει τον συγκεκριμενο. Ισως επειδη χειριζοταν αριστα ξενες υποθεσεις.
''Ενταξει, ραντεβου εκει. '' εκανε μια μικρη παυση, τον ακουσε να βριζει παλι. ''Εισαι καλα; Γαμωτο τι λεω, Κυβελη μην φοβασαι, το εχω ξαναπερασει, ολα θα πανε καλα.'' ο πανικος του δεν ηταν καν καλα μεταμφιεσμενος.
Η Κυβελη σαν εκλεισε το τηλεφωνο, εμεινε μια μερικα ησυχα λεπτα ακινητη, να κουνιεται μπρος πισω σκεπτομενη τι ειχε συμβει. Ουτε που ειχε προσεξει την Ριτσα, που ακομα πηγαινοερχοταν στο σπιτι και μαζευε, ισως απο νευρικοτητα, ισως παλι να προσπαθουσε να της δειξει οτι ειναι εκει.
Το σωμα της εκανε περιεργους σπασμους, σαν να διαλυοταν και να χτιζοταν μυ προς μυ. Το βλεμμα της επεσε στην αδεια συριγγα πεσμενη πλαι της. Το στομαχι της γυρισε αναποδα.
Πεταχτηκε ορθια και ηξερε οτι μεχρι την κουζινα θα εφτανε. Κι εκει μετα βιας.
Αδειασε οτι ειχε φαει μεσα σε μια μερα και σχεδον γατζωθηκε απο τον γρανιτη για να μπορει να σταθει, τα ποδια της ετρεμαν και ολοκληρο το κορμι της εμοιαζε βαρυ και νοθρο.
Ενιωσε καποιον να την κραταει απο την μεση. Τρεμοντας γυρισε να κοιταξει και ειδε την κυρια Ριτσα. Κρατουσε αρκετο χαρτι και ανοιξε την βρυση μπροστα της. Κρυος ιδρωτας τις ειχε λουσει αμφοτερες.
''Ηρεμησε, περασε..ειναι καλα. Θα γινει καλα.'' ελεγε ξανα και ξανα.
Δεν εβρισκε ανασα. Αηδιασμενη απο τα παντα εμεινε να νιωθει το νερο να χτυπα το προσωπο της. Περασαν τρια γεματα λεπτα ετσι, με εκεινη να παιρνει βαθιες ανασες και να αποβαλλει την αναγουλα που δεν ελεγε να φυγει.
''Κοριτσι μου, να παρουμε καποιον αλλον τηλεφωνο;'' η γειτονισσα ρωταει ολο προθυμια.
Και στο μυαλο της δικηγορινας κατι φωτιζεται. Μενει ακινητη και για λιγο σκεφτεται κατι εντονα, πριν γυρισει και την κοιταξει, με ενα βλεμμα που καθε μαλλον παρα ευγνωμοσυνη εκρυβε.
''Δεν θα μαθει για αυτο που εγινε κανεις.'' της το ξεκοβει. Και δεν εννοει τους φιλους τους.
Η γυναικα πισωπατει μπρος στο σκοτεινιασμενο βλοσυρο υφος της κοπελας που αποτομα αλλαξε.
''Αλιμονο! Σε ποιον να-''
''Ξερεις ακριβως σε ποιους μπορεις να το πεις Ριτσα. Και ακουσε με καλα σε αυτο που θα σου πω. Οταν ο Ορεστης γυρισει εδω μεσα, θα πιστευει οτι ξερεις πως βγηκε απο το μπανιο, χτυπησα το κουδουνι, περπατησε για να μου ανοιξει, γλιστρησε, επεσε κατω και λιποθυμησε. Εγω ακουσα τον θυρυβο και σας φωναξα. Τιποτα περισσοτερο, τιποτα λιγοτερο. Εγινα κατανοητη;''
Η γυναικα, αν και θιγοταν απο την ελλειψη εμπιστοσυνης, δεν μπορουσε παρα να θαυμασει την αφοσιωση της κοπελας. Ποσο τον αγαπουσε και τον προσεχε! Τοσο, ωστε να ξερει οτι η υπερηφανια του ηταν η αχιλλειος πτερνα του.
''Δεν σκοπευα να το πω πουθενα, τι ειναι αυτα που λες!'' την κατηγορησε εκνευρισμενη, αναθεματιζοντας κατα βαθος την ωρα και την στιγμη που ειδε ολα αυτα να συμβαινουν, γιατι ναι! Ηθελε να το πει! Ανυπομονουσε να το πει σε καποιον!
Η Κυβελη χαμογελασε ειρωνικα.
''Εχω κι εγω στομα, και μιλαω πολυ...παρα πολυ... οποτε το καλο που σου θελω αν το εννοεις, αλλιως θα πιασω στο γλυκομιλητο στοματακι μου την ανιψια σου και δεν θα την ξεπλενει ουτε ο Νειλος.''
Προσπερασε την γειτονισσα της για να αλλαξει ρουχα και να παρει τηλεφωνα ξεροντας οτι ειχε διαλυσει οριστικα καθε σχεση ειχαν, εστω και υποκριτη. Η κυρια Ριτσα εφυγε φουριοζα απο το διαμερισμα και εκλεισε με κροτο την πορτα πισω της, μα θα επεστρεφε.
-------------------------------------------------------------------------------------
Ο Βασιλης χτύπησε μανιασμένα τα κουδούνι. Του άνοιξε με πόδια να τρέμουν και τον είδε κάτωχρο να στέκει απέναντι της . Ούτε ανάσα δεν πρόλαβε να πάρει πριν την χώσει στην αγκαλιά του.
«Θα γίνει καλά. Μην ανησυχείς !» σπεύδει να της πει κάτι που ήδη ήξερε.
Το βαρύ του άρωμα και ο καπνός , σε συνδυασμό με το παγωμένο του κορμί εντελως απροσδοκητα την ηρεμησαν και κατευνασαν την αναγουλα της που δεν ελεγε να υποχωρησει και μονο εντεινοταν απο την γευση της οδοντοκρεμας που υπηρχε στο στομα της.Αφεθηκε στο κρατημα του και εκλεισε τα ματια. Της χαιδεψε την πλατη και διχως να την αφησει επιασε απο τον καλογερο διπλα του το παλτο της.
''Παμε μωρο μου ελα.'' την παροτρυνε.
Στο αυτοκινητο προσπαθησε να της μιλησει, μα ηξερε οτι η Κυβελη δεν σκοπευε να τα πει πανω απο μια φορα, οποτε αρκεστηκε σε χαμηλη μουσικη, για να μην πνιγουν στις σκεψεις, και οδηγησε προσεκτικα για 25 λεπτα μεχρι το νοσοκομειο.
Οταν εφτασαν, οπως ηταν λογικο ειχαν μαζευτει ηδη ολοι εξω απο το νοσοκομειο. Λες και θα τους αφηναν μεσα. Ενα ακομα εμποδιο ηταν ο κορονοϊος. Οι ασθενεις απαγορευοταν να εχουν πανω απο εναν συνοδο ή επισκεπτη και για εκεινον ισχυε το αρνητικο τεστ.
Η Νεφελη ηταν κλαμενη μα παρεμενε ψυχραιμη, ο Πετρος, κομμενος και κουρασμενος απλα μιλουσε πιο κει με εναν γιατρο.
Ολα τα βλεμματα επεσαν- αλιμονο- πανω της! Τοτε ηταν που παρατηρησε, οτι δεν ηταν μονο οι γονεις του εκει και οι φιλοι τους, αλλα κι ο Ιακωβος, και η Φαιδρα, και ο Σπυρος με την Εβελινα.
Γιατι δεν το περιμενες χαζη; Νομιζεις οτι εισαι η μονη που τον αγαπα; Η μονο που τον νοιαζεται;
Σχεδον ετρεξαν κατα πανω της, και η Κυβελη δειλιασε, κοιταξε διπλα της τον Βασιλη, εκλιπαρωντας τον σχεδον να ανοιξει παλι το αυτοκινητο και να την παρει να φυγουν μακρια. Μα οσο ετρεμε να δωσει εξηγησεις, ή να κοιταξει ολους τους αλλους που τον αγαπουν στα ματια, αλλο τοσο ηθελε να τον δει. Να δειξει σε εκεινο το μικρο παρανοϊκο μερος του μυαλου της οτι ολα πηγαιναν καλα, οτι ηταν ζωντανος.
Προς μεγαλη της εκπληξη σαν πλησιασε αντικρισε κατι που δεν περιμενε ποτέ. Ψυχραιμια!
Οι γονεις του, οι θειοι του, ο αδελφος του, ο Γιαννης, η Τατιαννα. Ολοι τους ηταν σκοτεινιασμενοι, μα ψυχραιμοι. Και η απαντηση βρεθηκε σε λιγοτερο απο λιγα δευτερολεπτα στο μυαλο της. Το ειχαν ξαναζησει! Μαλιστα, την πρωτη φορα ηταν χειροτερα, γιατι δεν ειχε τις αισθησεις του, ηταν αβεβαιο το αν θα ζησει. Ενω τωρα;
Παραλιγο.
Η Φαιδρα την εφτασε πρωτη. Εξω ο ηλιος ειχε αρχισει να ανατελει οταν η μικρη της αδελφη κατα μεσης του πολυβουου παρκινγκ του νοσοκομειου την αγκαλιασε σφιχτα, σαν να ειχε να την δει χρονια. Η κοπελα μονο τοτε καταλαβε οτι τοση ωρα ετρεμε σαν το ψαρι,κι οχι απο το κρυο.
''Ποσο ψυχραιμη παιζει να σταθηκες ρε Κυβελακι;'' την συνεχαρη σφιγγοντας την κι αλλο. Κοιταξε πανω απο τον ωμο της την Φαιη και την Ερμιονη να την κοιτουν εντρομες. Την ιδια ωρα η πιο αμεση οικογενεια μιλουσε με μια νοσηλευτρια που μαλλον τους εκανε εξυπηρετηση να βγει απο τα επειγοντα να τους ενημερωσει.
Ο Γιαννης πλησιασε προς το μερος της παρεας την ωρα που οι φιλες της ετοιμαζονταν να την αγκαλιασουν και την επιασε απο το χερι. Μπερδεμενη τον κοιταξε.
"Παμε στους γονεις του.'' ψιθυρισε καπως αυστηρα, σαν να ηθελε να ξεθολωσει το μυαλο της.
Την τραβηξε απαλα προς τα εκει και οι υπολοιποι καπως μουδιασμενα ακολουθησαν. Την στιγμη που ο Σπυρος ειδε την τρεμαμενη μορφη της κοπελας που αγαπουσε να πλησιαζει προς το μερος τους ηθελε να παραμερισει τους παντες και τα παντα και να την κλεισει στην αγκαλια του, να την παρει μακρια απο αυτη την τρελα.
''Θα κανονισω εγω να μεταφερθει στην κλινικη του φιλου μου του Φιλιππου και αν δωσουμε κατι παραπανω θα μπορουμε να εχουμε ιδιωτικο δωματιο ωστε να τον επισκεφθουμε-'' η γυναικα του ειχε διασυνδεσεις που δεν καταλαβαιναν ουτε κορονοϊο, ουτε μετρα.
''Πολυ παραπανω θα δωσουμε, οσο χρειαζεται!'' ο Πετρος επενεβη. Η Νεφελη συμφωνησε και εσφιξε παλι τα δοντια, τα ματια της θολωναν ξανα και ξανα.
''Κανονισε να ερθει το ασθενοφορο να τον παρει απο εδω.'' ο Ιακωβος φορουσε φορμα και η αδελφη της ενα φουτερ που δεν ηταν δικο της, οποτε αφησε εκεινη την ερωτηση στο μυαλο της για αργοτερα.
Οταν αντιληφθηκαν την παρουσια της η Νεφελη αναφωνησε με παραπονο και προσπερασε τον Γιαννη για να την αγκαλιασει σφιχτα. Η κοπελα πισωπατησε, μα δειλα την αγκαλιασε πισω. Η μητερα του Ορεστης δεν ηταν ποτε πολυ διαχυτικη, τουλαχιστον οχι ετσι.
''Σε ευχαριστω.'' της ψιθυρισε τρεμοντας.
Με ευχαριστει; Για τι; Που τον αφησα;
Οι τυψεις αρχισαν να δαγκωνουν μεγαλα κομματια απο το δερμα της στο ακουσμα των δυο λεξεων αυτων. Απομακρυθηκε απο το κρατημα της μητερας του και κοιταξε γυρω της, το σκοταδι που απαλειφοταν σιγα σιγα απο το τσιμεντο, και χωνοταν μεμιας στα σωθικα της. Το βλεμμα του Σπυρου την εκαιγε, σχεδον την ικετευε να τον κοιταξει πισω. Μα δεν του εδινε αυτη την μικρη ανασα.
''Ειναι καλα;'' ρωτησε φοβουμενη κι η ιδια την απαντηση.
Ο Πετρος εγνεψε θετικα.
"Ηταν φαινομενικα δοσολογια που δεν δημιουργει σοκ σε χρηστη, αλλα για τον Ορεστη ηταν τσουναμι. Εχει τις αισθησεις του, απλα αναρρωνει, πρεπει να μεινει για 24 ωρες υπο παρακολουθησει πριν μπορεσει να φυγει.''
''Θα μεταφερθει στην κλινικη ενος γνωστου μας για να μπορουμε να τον βλεπουμε, λογω της καταστασης, και θα μεινει εκει δυο 24ωρα.'' προσθετει ο Ιακωβος.
Η κοπελα εγνεψε, δεν τολμουσε να παρει το βλεμμα της απο τους γονεις ή τον αδελφο της, και το σκοταδι που ολο και αραιωνε δεν βελτιωνε την κατασταση. Η ερωτηση πλανοταν στον αερα.
Τι συνεβη;
Και ηταν ετοιμη να μιλησει, οταν το μαρσαρισμα απο ενα γνωστο αυτοκινητη καλυψε το ηχητικο της πεδιο. Αμεσως αντικρισε την μαυρη BMW του πατερα της. Κοιταξε προς το μερος των φιλων της.
Αυτο μου ελειπε τωρα. Ποιος τον πηρε;
Απο το υφος της Φαιδρας καταλαβε οτι ηταν εκεινη. Ο Δημητρης δεν παρκαρε καν. Απλα εσβησε την μηχανη του αυτοκινητου και πεταχτηκε εξω. Ηταν προχειρα ντυμενος, και σχεδον ετρεξε προς το μερος της κορης του αγνοωντας τους υπολοιπους, ακομα και τους γονεις του Ορεστη.
''Τι εγινε;'' την επιασε απο τους ωμους και την κοιταξε απο πανω μεχρι κατω, αγχωμενος και ανησυχος.
''Μπαμπα ειμαι καλα...'' προσπαθησε να τον ηρεμησει.
''Τι καλα; Πως εισαι καλα; Καλα το λες εσυ αυτο; Εισαι κατασπρη! Πηρες κατι;'' την εφερε κοντα για να δει τα ματια της και της εβγαλε την μασκα απο το προσωπο.
''Οχι!'' τον αποπηρε αποτομα και τιναχτηκε απο το κρατημα του, θιγμενη γι αυτο που ειχε υπονοησει. Ειδε το αυστηρο του υφος να την κατακεραυνωνει, σαν να της θυμιζει οτι απο ενδιαφερον το εκανε.
Μαλακωσε λιγο.
"Ο Ορεστης ειναι που εχει το θεμα.'' του εξηγησε, και καταλαβε ποσο δικιο υποσυνειδητα ειχε.
Ο Ορεστης εχει θεμα.
''Ωραια, ηρεμησε τωρα.'' την κρατησε απο τους ωμους και την εσπρωξε απαλα προς τα πισω.
Το αυστηρο, μα συναμα οικεια μαλακο βλεμμα του πατερα της σχεδον την υπνωτισε.
Ολα θα πηγαιναν καλα εφοσον ηταν εκεινος εδω, ολα.
''Κατσε.'' διεταξε και την απορια της αναιρεσε το μεταλλικο παγκακι πισω απο τα γονατα της.
Καθισε μουδιασμενη ακομα και ο Δημητρης την επιασε απο τα χερια γονατιζοντας μπροστα της.
''Εξηγησε μου τι συνεβη.'' την παροτρυνε, σαν να ηταν κατι που θα ακουγε μονο εκεινος, ενω στην πραγματικοτητα, οταν η Κυβελη σηκωσε το βλεμμα λιγο παραπερα, ειδε σχεδον δεκαπεντε ζευγαρια ματια να την κοιτουν.
Η καρδια της αρχισε παλι να παλλεται γρηγορα, οι παλαμες της ιδρωσαν.
''Κυβελη.'' ο πατερας της κοφτα επανεφερε το βλεμμα της σε εκεινον.
''Σε εμενα μιλας, εγω ρωταω.'' την πειθαναγκασε να μην κοιτα πουθενα αλλου. Πηρε μια βαθια ανασα θαρρους και οπλισε τον εαυτο της με οση δυναμη της ειχε απομεινει.
''Καβγαδισαμε στο παρτι του Βασιλη.'' ψιθυρισε ξεπνοα και στο βλεμμα αποριας του πατερα της για το παρανομο παρτι που ειχε παραλειψει να του πει κατεβασε το βλεμμα στο δαπεδο, εκει που δεν υπηρχε κανενα επικριτικο υφος.
''Για να ιδια και τα ιδια. Τιποτα καινουργιο, τον υποπτευομουν οτι εκανε χρηση, ο Πετρος ξερει'' μουρμουρισε ξεροντας οτι ολοι την ακουν.
''Και εκεινος μου το αρνηθηκε, θιχτηκε, δεν ειχε κανει οντως. Εγω φοβομουν διχως λογο.'' εκεινη η προσθηκη ηταν καθαρα για να σωσει τον Ορεστη στα ματια του πατερα της, αν υπηρχε κατι πλεον να τον σωσει.
''Και μετα ειπωθηκαν σκληρα πραγματα κι απο τις δυο πλευρες.''
Εχωσε το προσωπο της στις παλαμες της και αναλογιστηκε ποσο κακια θα φαινοταν. Δεν ηξερε αν το να κανει παυση θα βοηθουσε ή θα χειροτερευε τα πραγματα για εκεινη.
''Τον χωρισα, για να τον ταρακουνησω, σηκωθηκα και εφυγα.'' Μανιωδως σχεδον ετριψε τους κροταφους της, για να παρει τον φρικτο πονο μακρια.
''Με πηρε τηλεφωνο, εκλαιγε, και ηξερα ηδη τι συνεβαινε, γυρισα πισω οσο πιο γρηγορα μπορουσα, το υποσχομαι δεν ηθελα να φτασουμε εκει.Εφυγα απλα για να τον ταρακουνησω, για να ξυπνησει.'' ο κομπος στον λαιμο της λυθηκε και τα πρωτα δακρυα αρχισαν να αναβλυζουν.
''Για να ξυπνησει.'' επανελαβε και ενας λυγμος ελεθερωθηκε απο τα χειλη της. Η πλατη της ετρεμε. Οι εικονες δεν ελεγαν να γυφουν πισω απο τα ματια της. Εικονες που μαλλον ειχαν χαραχτει στο πετσι της.
''Και τον βρηκα εκει...πεσμενο, με την ενεση ακομα στο χερι, η συριγγα ηταν δικη μου, ειχε ερθει η μαμα μου να μου παρει αιμα και πηρα δυο για καλο και για κακο.'' το αναφιλητο της ηταν σαν παιδιου, γεματο παραπονο και λυγμους.
Ο Δημήτρης έτριψε την πλάτη της κόρης του και κοιτάχτηκε με τους γονείς του Ορεστη. Τι χαμός είχε δημιουργηθεί;
''Κυβελη μην κατηγορεις τον εαυτο σου.Δεν φταις εσυ κοριτσι μου, που να ξερεις;'' η Νεφελη πεταχτηκε πρωτη.
Ηταν συνταρακτικη η αναγκη της να ανακουφισει τις τυψεις της κοπελας. Αλλωστε το δικο της το παιδι γιατι βρισκοταν εκει; Επειδη κανεις δεν σταθηκε αρκετα κυνικος για να παρει τις τυψεις απο τους ωμους του. Αντιθετως, τον βαρυναν με ευθυνες και ολοενα και εσφιγγε η μεγγενη.
Ωσπου τον επνιξε.
--------------------------------------------------
Δυο ωρες αργοτερα, αυτη τη φορα διχως απαγορευση και με το φως του ηλιου, οδηγουσαν ολοι, δηλαδη σχεδον ολοι, προς την κλινικη της Κηφισιας.
Ο πατερας της ειχε φυγει, η αδελφη της το ιδιο. Ο Σπυρος ευτυχως εφυγε με την υποσχεση να ξαναγυρισει και η κοπελα μεσα της ευχηθηκε να μην το κανει.
Οι γονεις του που τον ειδαν ειπαν οτι ειναι καλα, καπως υποτονικος και εξουθενωμενος αλλα καλα. Εκεινη τρωγοταν με τα ρουχα της, δεν την χωρουσε το αμαξι, ο διαδρομος του νοσοκομειου, η καρεκλα.
Ηταν 10 το πρωι και η αδρεναλινη την εκανε να νιωθει σαν να ειχε μολις ξυπνησει, και οχι σαν να ηταν αυπνη 24 ωρες.
Τα δεδομενα μολις ενεπλακησαν συμφεροντα και γνωριμιες αλλαξαν αμεσως. Μετα απο rapid test και φυσικα τα αρνητικα αποτελεσματα, ολα εμοιαζαν οπως πριν. Διχως μασκες, και με μια ανεση πρωτοφανη.
"Ποσα λες να δινουν;'' η Ερμιονη προσπαθησε να ελαφρυνει το κλιμα και εγειρε προς το μερος της Κυβελης. Ο Βασιλης την αγριοκοιταξε.
''5-6.'' ο Κωνσταντινος συμμεριστηκε την περιεργεια της φιλης του, η οποια αναφωνησε.
''Θεε μου τι ακουω!'' μουρμουρισε και ακουμπησε παλι πισω.
Η Κυβελη δεν καταλαβαινε καν που εβρισκαν την ορεξη για αυτα. Δεν μπορουσε να παρει το μυαλο της απο οσα ειχε δει, ουτε να ξετυλιξει την σκεψη της απο το κουβαρι με τα αναριθμητα ενδεχομενα. Οι γονεις του ηταν μεσα και του μιλουσαν, ο αδελφος του το ιδιο.
Και χτυπουσε ο δεικτης ολο και πιο δεξια, και περνουσαν τα λεπτα. Και αυξανοταν η αναγκη της να τον δει καλα, και μεγαλωνε η παρανοια μεσα της που ουρλιαζε οτι ειναι νεκρος και ολοι της λενε ψεματα. Και ζωντανευε η εικονα του πεσμενο στο πατωμα, και εγδερναν τα αυτια της τα κλαματα του σκυλιου.
Και...και ...και...και;
Και τιποτα.
-----------------------------------------------------------------
Ο Πετρος δεν ηταν εξαλλος. Οχι. Ηταν κατι παραπανω, κατι πολυ παραπανω απο εξαλλος.Σε ενα παραλληλο συμπαν κινουμενων σχεδιων θα εβγαζε καπνους απο τα αυτια.
Προχωρουσε πανω κατω στο δωματιο και οσο εβλεπε την εικονα της γυναικας του να εχει γεμισει φιλια τον μικρο τους γιο εκνευριζοταν ολο και περισσοτερο.
''Σου καναμε ολα τα χατηρια, δεν ηθελες να δωσεις πανελληνιες; Δεν εδωσες! Ηθελες ωδειο; Ηθελες ιδιαιτερα; Τα ειχες! Να φυγεις μονος σου 16 χρονων στο εξωτερικο; Εφυγες! Και ολα αυτα τα εκανα απο την καρδια μου, γιατι ημουν περηφανος που ειχες βρει τον δρομο σου! Που ειχες καταφερει να γινεις ανεξαρτητος! Ακεραιος! Και τωρα αυτο!'' δεν το χωρουσε ο νους του ολο αυτο που συνεβαινε!Πως ειχε πεσει ετσι εξω; Ειδικα με τον γιο του, το αιμα του!
Η Νεφελη του εκανε νοημα να σταματησει, ο Ορεστης τον κοιτουσε στα ματια μα δεν φαινοταν να παρακολουθει.
''Πετρο-''προσπαθησε να τον κοψει.
''Οχι! Οχι Νεφελη! Ελεος! Φτανει πια με το χαιδεμα και τον διαλογο! Εχει ταλεντο, ενταξει! Το ειδαμε! Το εμπεδωσαμε! Εχει χαρισμα! Το δεχομαι! Αλλα θα τον αφησεις να καταστραφει ετσι; Τοσοι εχουν ταλεντο και καταληγουν πρεζακια.'' φτυνει την τελευταια λεξη. ''Καλη ωρα.'' δειχνει προς το μερος του βιολιστη και η Νεφελη τιναζεται ορθια.
''Φτανει!'' τα λογια του πληγωνουν εκεινη πιο πολυ απο ολους, κι αυτο γιατι ο Ορεστης δεν νιωθει.
Ο Πετρος απελπισμενος κοιτα προς το μερος του μεγαλου του γιου, που ειχαν το ιδιο μυαλο και κατι παραπανω θα μπορουσε να πει.
Ο Ιακωβος εμοιαζε κι ο ιδιος να επεξεργαζεται τα γεγονοτα, μα ξεροβηξε και γυρισε προς το μερος του αδελφου του.
''Τιμωρησες τον εαυτο σου, φτανει πια. Μην καταστραφεις, γιατι θα συνεχισεις τον φαυλο κυκλο θυματων.''
Επεσε νεκρικη σιωπη στο δωματιο.
Η Νεφελη ειχε αγκαλια τον γιο της και του χαιδευε την πλατη για να ηρεμησει τον εαυτο της.
Ο Ιακωβος σκεφτοταν το ενδεχομενο που ολοι ετρεμαν. Ο Πετρος οργισμενος κοιτουσε το μελλον και εψαχνε μια λυση.
Τελος, ο Ορεστης ειχε βρει την λυση και κατα καποιο τροπο κοιτουσε ηδη στο μελλον. Πισω απο την κλειστη πορτα περιμενε εκεινη, το ηξερε. Μπορουσε σχεδον να νιωσει την ανασα της να βγαινει ασταθμιστη απο το αγχος.
Μονο εκεινη περνουσε απο το μυαλο του. Η Κυβελη απο την αρχη εως το τελος. Η αντιδραση, το βλεμμα της, ο πονος και η απογοητευση. Η σπασμενη του υποσχεση να μην την πληγωσει ποτε σαν γυαλι τον τρυπουσε απο μεσα προς τα εξω.
------------------------------------------------
21 Ιανουαριου 11:11
Ανοιξε την πορτα με παλαμες ιδρωμενες και κατω ακρα νωθρα. Σαν να ηξερε και να μην ηξερε τι κρυβοταν πισω απο την πορτα.Σαν να φοβοταν εναν δαιμονα που δεν βρισκοταν κατω απο το κρεβατι αλλα ξαπλωμενος σε αυτο..
Και ηταν εκει, οπως το περιμενε. Ξαπλωμενος στο κρεβατι, με ορους και δυο βελονες στα χερια, ντυμενος με φουτερ και αξυριστος, κατ'επιλογη.Αυπνος, μα πανεμορφος με εκεινα τα δυο ανομοια χρωματικα, ενωμενα και διασπωμενα ματια να την κοιτουν μες την ψυχη.
Ειναι ζωντανος, ειναι εδω, ειναι καλα.
Τα γονατα της λυθηκαν, βουρκωσε και δεν την βαστουσαν πια τα ποδια της. Εσφιξε τα δοντια και τον πλησιασε. Σαν εφτασε κοντα του ειδε τα το βλεμμα του που γυαλιζε. Το προσωπο του ηταν σφιγμενο, κι εκεινος κρατιοταν με το ζορι.
Τι να σου πω Ορεστη...πες μου και εγω θα το πω.
Στεκοταν διπλα στο κρεβατι του. Ουτε πιο κοντα, ουτε πιο μακρια.
Τα ματια της εκαιγαν τα δικα του και φλεγονταν κατω απο το βλεμμα του. Τον ειδε να ξεροκαταπινει. Μπορουσε να καταλαβει τι συνεβαινε μεσα στο μυαλο του. Αφουγγραζοταν την ντροπη, και την τσακισμενη του υπερηφανια. Εψαχνε πισω απο το βλεμμα της να δει την αποκαθηλωση του. Να παρατηρησει πως η Κυβελη τον κατεβαζε απο το βαθρο, και πλεον δεν τον εβλεπε σαν εναν καλλιτεχνη με χαρισμα και καλο ονομα αλλα σαν εναν νεαρο παρηκμασμενο, σαν ενα πρεζακι διχως μελλον, σαν εναν καημενο.
Μα δεν ειδε τιποτα. Η δικηγορινα ειχε κενο στα ματια της. Επρεπε λοιπον να ειναι γενναιος, πηρε βαθια ανασα και αρκεστηκε σε μια λεξη.
''Συγγνωμη.''
Αυτο ανεβασε κι αλλο τον κομπο στον λαιμο της. Η μασκα δυσκολευε κι αλλο την αναπνοη της.
Την τραβηξε μακρια απο το προσωπο της και τοτε καταλαβε οτι το χερι της ετρεμε.
''Συγγνωμη; Απο εμενα ζητας συγγνωμη;'' ο τονος της ανεβοκατεβαινε.
Δεν της απαντησε.
''Απο τον εαυτο σου να ζητησεις συγγνωμη, που θα πεθαινες στα 25.'' στην σκεψη και μονο η καρδια της ραγισε.
''Και αν θεωρεις οτι ουτε αυτο αξιζεις, να ζητησεις απο τους γονεις σου, απο τον αδελφο σου, απο τους φιλους μας, απο την κυρια Ριτσα που αντικρισε αυτο το αποτροπαιο θεαμα και καλεσε ασθενοφορο. Μεχρι και ο Σπυρος ετρεξε, ανησυχησε, η Εβελινα εβαλε ο,τι μεσον ειχε να εισαι εδω, ολοι αυτοι εξω ξυπνησαν μεσα στα αγρια χαραματα, απο το δικο μου τηλεφωνημα, να κλαιω και να ουρλιαζω οτι εκανες υπερβολικη δοση με ενδοφλεβια κοκαϊνη και ηρθε ασθενοφορο γιατι παραλιγο να πεσεις σε κομα!''
Βαριανασαινε κι ας μην φωναζε. Η καρδια της δεν αντεχε αλλο, ετρεμε! Και περισσοτερο απο οταν τον βρηκε, πολυ περισσοτερο! Βιωνε την ψυχρολουσια της πιθανοτητας επειτα.
Κι αν δεν προλαβαινα;
Κι αν δεν απαντουσα στο τηλεφωνο;
Τα ματια του βουρκωνουν και οι λιμνες ξεχειλιζουν.Παιρνει μια σταθερη βαθια ανασα.
Το χερι του, εκεινο που βαραιναν οι οροί, σερνεται προς το δικο της, και τα δαχτυλα του τυλιγονται γυρω απο την παλαμη της.
Λυγιζει λιγο λιγο.
''Συγγνωμη Κυβελη.'' επαναλαμβανει, ξεροντας τι εννοει.
Αναθεμα σε Ορεστη.
Και τον κοιτα καπως καλυτερα, ωσπου βλεπει μεσα στο πρασινο να τρεμοπαιζει ο φοβος, ο απολυτος τρομος. Φανταζεται απο ποσους ακουσε τα ιδια.
''Δεν το ηθελες ετσι; Να πεθανεις.'' ζητα επιβεβαιωση.
Τον ειδε να γουρλωνει τα ματια.
''Οχι! Για ονομα! Οχι φυσικα!'' αρνηθηκε αμεσως, και μια ανασα ελευθερωθηκε απο το κορμι της, μα πιο πολυ με λυγμος εμοιαζε, σπαρακτικος και πονεμενος, την εσκισε στα δυο.
Μη νιωθοντας τα γονατα της καθισε στην ακρη του κρεβατιου του. Ζαλιζοταν, πολυ.
Ο Ορεστης την μελετησε εξισου καταρρακωμενος. Η κοπελα του ηταν θαμπη. Και θαμπη πλαι του ποτέ δεν υπηρξε.
Του θυμιζε...του θυμιζε εκεινη την γυναικα που γνωρισε, οχι την πρωτη, μα την δευτερη μερα.
Οταν ξεχασε τα νευρα της και βαφτηκε, οταν επιασε παλι τα μαλλια της σφιχτα πανω και καλυψε καθε τι ιδιαιτερο χρωμα ειχε πανω της.
Τρομαξε.
Εγω το εκανα αυτο. Αναλογιστηκε.
Την τραβαει απαλα προς το μερος του.Στην αρχη δισταζει, βλεπει και τους ορούς και σκιαζεται, αλλα η επιμονη του και η αναγκη της να τον νιωσει νικουν τα παντα.
Οταν ακουμπα στο στερνο του σπαει. Μυριζει το αρωμα του και δακρυζει. Τον καλυπτει οσο γινεται με το κορμι της και τον κραταει πανω της ασφυκτικα. Και κλαιει.
Κλαιει και οδυρεται, σαν να τον ειχε ηδη χασει. Τα χειλη της τρεμουν και η μυτη της χωνεται στην καμπυλη του λαιμου του, να τον μυρισει κι αλλο, να παρει κι αλλο απο εκεινον, να σιγουρευτει οτι ειναι εκει, οτι ειναι μαζι της. Και ο Ορεστης δεν αντεξε, την αγκαλιασε σφιχτα, οσο σφιχτα μπορουσε και δαγκωθηκε για να μην δακρυσει.
Μυριζει τα μαλλια της, που ακομα εχουν ενα ιχνος απο το σαμπουαν και πολυ απο τον καπνο του τσιγαρου, απο το παρανομο παρτι τους. Το χερι του τρεμει οταν χαιδευει απαλα την πλατη της. Κλεινει τα ματια του και εισπνεει την ευτυχια, την παρολιγον δυστυχια του.
''Φοβηθηκα πολυ Κυβελη.'' ψιθυριζει και το ονομα της βγαινει απο τα χειλη του αλλιως.
Οχι σαν την ελειψη τρυφεροτητας.
Οχι.
Ηταν οπως τοτε, που την ελεγε Κυβελη στις πιο σοβαρες και ερωτευμενες του στιγμες.
''Μην το κανεις ποτέ ξανα αυτο, με ακους;'' τον μαλωνει με παραπονο, σαν την μαμα που βρισκει το παιδι της, ενω το ψαχνει για πεντε λεπτα εντρομη.
''Σιχαθηκα...'' της εξομολογειται.
''Ωραια. Καλο αυτο.'' σκουπιζει καπως τα ματια και ανασηκωνεται ελαφρως. Ακουμπα το σαγονι της στο στερνο του και του χαμογελα, με ματια να τρεχουν αγιο νερο, δακρυα αγαπης.
Τον κομπλαρει η εικονα της, τον βαζει στο εδωλιο, τον γεμιζει ενοχες.
''Συγγνωμη...δεν σου αξιζει ολο αυτο το χαος. Ειμαι ενα χαλι, γαμω.'' περναει το χερι του μεσα απο τα μαλλια του και ξεφυσαει. Κοιτα ψηλα και βλαστημα για εκεινο το μερος του εαυτου του, το αυτοκαταστροφικο.
''Εισαι, αλλα θα το λυσουμε Ορεστη.'' του υποσχεται.
Αυτο μαλακωνει το βλεμμα του. Θα το λυσουμε.
''Δεν θελω να σε βασανιζω αλλο με αυτα. '' στην βραχνη φωνη του ελοχευε η πικρα.
Η Κυβελη ξερει οτι δεν πρεπει να τον πιεσει, αλλα να τον επιβεβαιωσει. Οποτε χαμηλωνει κι αλλο το τειχος και του μιλα, αληθινα, οπως παντα.
"Εσυ ησουν εκει, τοτε με τα χτυπηματα στο σωμα μου. Και μετα, με τις φωτογραφιες, και με το 1, και τοτε που εμαθα για τον Αντρεα, εσυ με πηγες στην Αναφη, εσυ με ταισες με το ζορι, εσυ με εκανες μπανιο και μου ψιθυρισες οτι ολα θα πανε καλα, εσυ με κρατουσες στην αγκαλια σου το βραδυ μεχρι να κοιμηθω. Εσυ Ορεστη με εβγαλες απο το σκοταδι μου...''
Στα λογια και μονο αναριγει. Ειναι συνειδητοποιηση και για τους δυο αυτο.
''Αυτο δεν αναιρει τιποτα.'' το μετριαζει.
"Οχι.''συμφωνει μαζι του. ''Δεν αναιρει οντως τιποτα.'' χαιδευει αφηρημενα το στερνο του.
''Απλα περνας μια φαση Ορεστη...αυτο ειναι ολο, μια σκοτεινη φαση.''
Εκεινος ξεφυσαει και την τραβαει παλι να ξαπλωσει πανω του εντελως.Κυριως για να μην την κοιταει. Τον τρωνε οι τυψεις ζωντανο.Πεφτει για λιγο σιωπη.
Μα αν οι σκεψεις τους ακουγονταν το δωματιο θα βουιζε.
''Την μερα εκεινη. '' στην αρχη δεν καταλαβαινει τι παει να της πει.
''Την μερα που σε ειδα μπρουμυτα στο κρεβατι σου να κλαις, γαμωτο ημουν ηδη ερωτευμενος μαζι σου. Και εκεινη τη στιγμη, το ιδιο λεπτο που καταλαβα τι εγινε, ορκιστηκα να μην σε πληγωσω ποτε!'' σφιγγει το κρατημα του γυρω της και η δικηγορινα ακουει κατω απο το φουτερ του την καρδια του να παλλεται ακανονιστα. Θελει να τον σταματησει εκει, να του εξηγησει, μα γνωριζει οτι οι εξομολογητικες στιγμες του Ορεστη ειναι πολυτιμες.
''Ορκιστηκα στον εαυτο μου να μην σου μιλησω ασχημα, να μην σου πω ψεματα, να σου κανω ολα τα χατιρια, να υποχωρω. Γιατι σε εσενα ειδα εναν ανθρωπο που το αξιζε, που ειχε μεσα του αγαπη, φως! Και γαμωτο τα καταφερνα!Ωσπου ο καιρος αρχισε να περναει και καταλαβα οτι δεν μπορουσε να σε προστατευω για παντα απο αυτο με την Ιασμη, απο το παρελθον μου. Και ολα πηραν την κατω βολτα.'' ακουγε την φωνη του να τρεμει.
Σηκωσε το κεφαλι και ακουμπωντας το σαγονι της στο στερνο του του χαμογελασε με δακρυα να αυλακωνουν το προσωπο της.
''Τα καταφερες εξαιρετικα ως επι το πλειστον.'' τον διαβεβαιωνει ''Εισαι το πιο γλυκο αγορι στον κοσμο.'' εκει δεν αντεχει, ραγιζει η φωνη της.
Ο Ορεστης κουναει το κεφαλι δυσπιστα. Δεν μπορει να δεχτει τετοια λογια, ειδικα απο εκεινη, νιωθει μια απατη. Ειναι υποκριτης.
''Ειμαι ενας μαλακας Κυβελη! Τοσες μερες προσπαθω να γινω καλυτερα, να ξυπνησω και να ειμαι οπως πριν, και το μονο που κανω ειναι να απομακρυνομαι απο εσενα, και να πεφτω για υπνο φοβουμενος οτι δεν θα νιωσω ποτε οπως παλια. Δεν θα σου δωσω ποτέ οσα σου αξιζουν.'' ξεστομιζει ξεροντας οτι θα την πονεσει η αληθεια.
Μενει για λιγο σιωπηλη.Το απεραντο καστανο τον γδυνει, τον κοιτα μεχρι το βαθος της ψυχης του και τον μετριαζει.
Τον ρωτα.
Τα πιστευεις αυτα που λες;
Και δεν μπορει να της κρυφτει. Γιατι δεν πιστευει λεξη, δεν θελει να πιστεψει. Λεει ψεματα στον εαυτο του οτι της αξιζει, αλλα σε εκεινη δινει την ευκαιρια για αμφιβολια, την ευκαιρια να γλιτωσει.
Καποτε, σε εναν καβγα που εκαναν λιγο αφοτου εμαθε η Κυβελη για την Ιασμη, πελαγωμενος την ρωτησε:
"Πως τον θες τον ερωτα σου Κυβελη;''
Και εκεινη του απαντησε : ''Ακριβως οπως μου τον δινεις τον θελω.''
Τον καβαλει και ανασηκωνεται, τον κραταει απαλα απο τα χερια και τον κοιτα στα ματια.
''Ο ερωτας που μου δινεις Ορεστη ειναι τρυφερος, ειναι ομορφος, ακομα και τωρα, που δεν τρως τσιχλες κανελα, που δεν με λες δικηγορινα, που δεν με στριμωχνεις και δεν μου κανεις κολλα πεντε, που δεν με πειραζεις ανελλιπως, ολα οσα μισουσα δηλαδη και κατεληξα να αγαπω, ακομα ο ερωτας σου με γεμιζει. Με φροντιζεις, με προσεχεις, με βοηθας να ξεμεθυσω οταν ειμαι χαλια, μου βγαζεις τα τακουνια και με κουβαλας απο το αυτοκινητο σπιτι, βγαζεις τα δικα σου πριν μπεις μεσα. Μου εχεις μαθει να αντιμετωπιζω ολες εκεινες τις ματαιες σκεψεις που με μιζεριαζουν, και με εχεις κανει πιο τολμηρη, πιο θαρραλεα απεναντι σε οσα αγαπω και θελω.''
Παιρνει μια βαθια ανασα και τον κοιτα, φοβαται πως τον ζαλισε, μα ο Ορεστης κρεμεται απο τα χειλη της.
"Συνεχισε.'' την παροτρυνει σε μια παραζαλη.
Χαμογελαει απο ανακουφιση και το κανει.
''Και μου κρατας τα βιβλια των πρακτικων οταν σου λεω λυσεις, μου κανεις παρεα οταν μαγειρευω, και μαγειρευεις εσυ οταν ξερεις οτι δεν εχω δυναμη, και μου κανεις καφε το πρωι, ακριβως οπως τον πινω και στην αγαπημενη μου κουπα σου. Και με σκεπαζεις οταν κοιμαμαι στον καναπε, και ξυπνας απο τα αξημερωτα για να βγαλεις τον σκυλο, και μου φερνεις reese's οταν γυρνας αργα σπιτι, και Θεε μου...ποσο με ανεβαζεις!''
Η μια εικονα, σαν συνδετηρας ερχεται και δενει με μια αλλη, και τα παραδειγματα γινονται απο δυο τρια αναριθμητα.
''Κι οταν ντυνομαι καλα, κι αν φορεσω κατι αποκαλυπτικο με κανεις να νιωθω θεα, και δεν μου λες να αλλαξω, χαμογελας περηφανα, μου κλεινεις το ματι, με προσεχεις απο μακρια, δεν με περιοριζεις. Αλλα, αλιμονο! Εσυ με εμαθες και στα φουτερ και τις φορμες.''
Σε εκεινο το τελευταιο χαμογελαει και ο ιδιος. Το χαμογελο του της δινει κουραγιο και στεγνωνει τα δακρυα της.
''Και με εκανες να αγαπησω τις φακιδες μου και τις ελιες στο σωμα μου, τις μετρησες μια προς μια και δεν θελησα εκτοτε ποτέ ξανα να τις καλυψω. Ο ερωτας που μου δινεις λοιπον, τα εχει ολα, ολα οσα θελω, ειναι εντονος! Μετρα τους καβγαδες μας! Στα ακρα με φερνει η αναισθησια σου, το ποσο χαλαρος εισαι ακομα και στις πιο κρισιμες στιγμες, το ζηλευω και το απεχθανομαι ταυτοχρονα!'' ενα γελακι, που ξεπλενει καπως την πικρια, γεμιζει το δωματιο.
Και αραιωνει η ενταση αναμεσα τους.
Και ειναι αυτοι που ειναι.
''Με κανεις να νιωθω ζωντανη Ορεστη, με αναζωογονεις, σαν να παιρνω πρωτη φορα καθαρη ανασα. Ολα πρωτογνωρα ειναι μαζι σου, και ταυτοχρονα τα νιωθω οικεια, σαν να τα εχω ζησει παλια, σε αλλη ζωη. Οποτε οχι, οσα μου προσφερεις δεν ειναι ουτε μετρια, ουτε λιγα! Και οταν απελπιζομαι και φοβαμαι οτι σου τελειωσε, και τρεμω οτι θα με ξεχασεις, θυμαμαι αυτα, και ξερω οτι στα χρωματα που μου δινεις τον ερωτα μας δεν θα μου τον δωσει κανείς αλλος, ποτέ.''
Του σφιγγει τα χερια ασυναισθητα, δεν βρισκει αλλον τροπο να τον κανει να την νιωσει και φοβαται μηπως οι λεξεις της σταθουν λιγες μπρος στο μεγαλειο οσων ενιωθε.
''Κι αν εσυ ολο αυτο που ζουμε, το θεωρεις μετριο, λιγο και κακο, τοτε ας ειναι! Μ' αρεσει το μετριο, το λιγο και το κακο σου. Γιατι εγω σε αγαπω ετσι οπως σε γνωρισα.Κι οταν σε γνωρισα ολα οσα τωρα μαθαινω τα ειχες ζησει, και αυτα σε εκαναν τον ανθρωπο που προσπθησε για εμενα οσο κανείς αλλος, και οσο κι αν θελω να το ξεχασω, δεν μπορω.''
Απομακρυνει τα χερια της, που παλι τρεμουν, για να σκουπισει δυο δακρυα που δεν λενε να ακολουθησουν κι αυτα το μονοπατι της ξηρασιας. Μα την προλαβαινει. Την πιανει απο τους καρπους και κατεβαζει αργα τα χερια της, ωστε να ακουμπουν στην κοιλια του.
Με τον αντιχειρα του σκουπιζει τα γκριζα δακρυα της και καθαριζει το μαυρο κατω απο τα ματια της.
Δεν ξερει τι να πει, ουτε πως να νιωσει ξερει, νιωθει τοσο που σχεδον δεν νιωθει τιποτα. Σαν εκεινη η απελπιστικα φορτισμενη στιγμη απο αγαπη και ερωτα να εγινε η ανασα του και να εχασε καθετι νεο και πρωτογνωρο, επαψε να ειναι κατι καινουργιο, εγινε ζωτικο και απαραιτητο, εγινε νερο και εγινε οξυγονο.
Την τραβαει να πεσει πανω του, το βαρος της να την κολλησει ασφυκτικα πανω του, να την νιωσει παντου, να την νιωσει κομματι του.
Την λατρευε, το ενιωθε εκεινη ακριβως την χρυση στιγμη σε ολο της το μεγαλειο την αγαπη. Κι ομως δεν εβρισκε ουτε μια λεξη να την εκφρασει σωστα, ή μαλλον οπως αξιζε στην Κυβελη.
''Ειμαι ακομα εγω ξερεις.'' της υπενθυμισε. Ουτε ο ιδιος δεν ηξερε γιατι.
''Το ξερω.''
Την κραταει απο τους ωμους και την κοιτα μεσα στα ματια.''Δεν εχει αλλαξει τιποτα.'' της δηλωνει καπως κοφτα, αυστηρα, μα βλεπει την αναγκη του για την επιβεβαιωση της.
''Δεν εχει αλλαξει τιποτα.'' του ψιθυρισε. Σκυβει και την φιλαει.
Και θυμασαι τοτε; Που η τυχη ευνοησε τους τολμηρους;
Δεν εχει αλλαξει τιποτα Σπυρο.
Εχουν αλλαξει τα παντα Ορεστη.
--------------------------------------------------------------------------
23 Ιανουαριου.
Ηταν ξαπλωμενοι στο διπλο κρεβατι και το φως του περασμενου πρωινου τρυπωνε μεσα απο τις κουρτινες.
Ο Ορεστης την κοιτουσε που κοιμοταν.Ηταν απο τις συνηθειες που παντα εβρισκε σαχλες μα πλεον του προκαλουσε μια τρομερη γαληνη το ποσο ηρεμα ανασαινε. Κατι μεσα του κοχλαζε και τον εκαιγε απο μεσα προς τα εξω και η Κυβελη ηταν το βαλσαμο που κατευναζε την φωτια.
Ξαπλωμενη μπρουμυτα, ανασαινοντας βαρια και με καμια εγνοια να βαραινει τα βλεφαρα της του εδινε μια ιδεα για το πως εμοιαζε ο Παραδεισος. Και ηταν ντυμενος σε μια λευκη φαρδια μπλουζα και τυλιγμενος στα σεντονια, με μαλλια πυρακτωμενης λαβας να απλωνονται στα μαξιλαρια και πιτσιλιες γηινων χρωματων πανω στο πιο γαλακτερο δερμα που ειχε ποτε του αντικρισει.
Της χαιδεψε απαλα τα μαλλια, ξεροντας οτι αυτο θα την ξυπνησει. Κι οντως, την ειδε να σμιγει τα φρυδια και μουρμουριζει κατι ακαταλαβιστικα. Γουργουρισε σαν γατα και συρθηκε προς το μερος του, τα ελαφρως ξεραμενα, αλλα ροδαλα της χειλη τριφτηκαν πανω στο στερνο του. Ο Ορεστης επετρεψε στον εαυτο του λιγη απο την τρυφεροτητα της, οποτε την αφησε να ξαπλωσει στην αγκαλια του και να κουρνιασει πανω του.
''Καλημερα Κυβελη.'' ψιθυρισε στο αυτι της και την κρατησε πανω στο στερνο του. Τυλιξε τα χερια του γυρω της και την εσφιξε σφιχτα πανω του. Μουγγρισε μια καλημερα και ανοιξε τα ματια, του χαμογελασε, παρα την αποτομη αλλαγη απο το σκοταδι στο φως.
Προσπαθησε να βγαλει μια φωτογραφια με τα ματια της, να τον εχει παντα σε μια ακρη του μυαλου της ξαπλωμενο κατω απο το σωμα της, με τα γενια του να την γαργαλουν και τα δυο διαφορετικα ματια να την καινε, αλλιωτικα το καθενα.
''Πως κοιμηθηκες;'' την ρωταει και χαιδευει το δερμα της πλατης της, εισχωροντας κατω απο την φαρδια μπλουζα.
''Πολυ ηρεμα, μετα απο καιρο.'' μουρμουρισε ειλικρινα και αποκαμωμενη εγειρε παλι πανω του, ακουμπωντας το σαγονι στο στερνο του και κοιτωντας τον στα ματια.
Ειχε τα ιδανικα ματια για να χαζεψει κανείς.
''Οταν ξυπνησα αποφασισα κατι.'' της ανακοινωνει σοβαρος και δεν αναφερεται στο ξυπνημα εκεινου του πρωινου.
Η Κυβελη ανασηκωνεται, ελαφρως πιο ανησυχη. Η καρδια της ανεβασε αποτομα παλμους, κι αν δεν ηταν η καχυποψια και ο πεσσιμισμος της, θα ηταν το υφος του, που προμηνευε κακο.
''Με αγχωνεις.'' του παραδεχεται.
Μα ουτε μια ακομη ανασα δεν προλαβαινει να παρει, γιατι ο Ορεστης θελει να το πει, ωστε να ανασανει παλι εκεινος.
''Θα φυγω.''
Μονο εσενα, απο ολους τους ανθρωπους της ζωης μου μονο με εσενα βιωσα συγχωρεση σε ολο της το μεταρσιωτικο μεγαλειο.
Και με μαλωναν οι φιλες μου.
'Γιατι ξεχνας; Πως γινεται να ξεχνας ετσι ευκολα οσα σου εκανε; '
'Μα δεν θυμασαι τοτε που...;'
Και ξαφνου, την ωρα που το ελεγαν θυμομουν παλι. Μα αυτο κρατουσε λιγο, για την ακριβεια, μονο μεχρι να σε δω, να μου χαμογελασεις, και να κουνησεις το κεφαλι απαξιωτικα στο παραπονο μου.
Μεχρι να περασεις το χερι σου γυρω απ τους ωμους μου και να με πας πιο κει για να με φιλησεις χωρις περισπασμους. Τα διελυες ολα στο περασμα σου, μερικες φορες κι εμενα την ιδια.
Μα τα εφτιαχνες σαν να μην τα ειχες χαλασει ποτε.
Μετα απο σενα δεν συνεβη το ιδιο με κανεναν.
Και αμφεβαλα, εκει ακριβως κρυβοταν η αμφιβολια μου, η φωνουλα που κατα τα αλλα ουρλιαζε οτι δεν ερωτευτηκα κανεναν μετα απο εσενα.
Κι αυτο γιατι δεν μπορεσα ποτέ να συγχωρεσω κανεναν, δεν ξεχασα ουτε μισο παραπτωμα, και καθε ενα απο τα λαθη που εκαναν τα αφηνα να αιωρουνται σαν Δαμοκλειος σπαθη* πανω απο τις σχεσεις μου.
Ακομη και σημερα να με ρωτησεις, θα σε συγχωρουσα, και για καθετι που εκανες, και κάνεις απο εδω και περα, ενδομυχα σε εχω ηδη συγχωρεσει.
Δεν ξερω αν ειναι η βαθια τρυφεροτητα που δημιουργηθηκε επειδη σε αγαπω απο παιδι, αλλα εχεις για μενα το αλαθητο και το δικαιωμα της διακαους συγχωρεσης (μου).
Ετσι, γιατι εισαι εσυ. Μονο αυτο.
Και μαζι σου το λευκο ηταν παντα λευκο.
Το θαλασσι δεν ηταν θαλασσι, ηταν λευκο και μπλε.
Το λιλα δεν ηταν λιλα, ηταν λευκο, κοκκινο και μπλε.
Να λοιπον γιατι σε συγχωρω, και μαζι με εσενα που και που και τον εαυτο μου.
Γιατι το λευκο έλεγες οτι ειναι το χρωμα μας. Και μεσα σε ενα χαος χρωματισμων εγω παντοτε μπορω να το βρισκω, να επιστρεφω σε αυτο, εσυ μου το δειχνεις.
Παντα θελω να μου το δειχνεις το λευκο, τον τροπο να σε συγχωρω εκ νεου.
Μου το υποσχεσαι;
Το κεφαλαιο υπ'αριθμον 60 θα επρεπε να λεγεται : Ο καμβας της συγχωρεσης μεσα απο τα ματια μιας τυφλης.
(*Δαμόκλειος Σπαθη : Ειναι απο εναν μυθο, με υπαινιγμο του διαρκη κινδυνου για ατομα εξουσιας. Στην ουσια ενας ασημος αντρας ειχε πει σε εναν βασιλια οτι θα εδινε τα παντα για να εχει την εξουσια του και τα πλεονεκτηματα της. Ετσι ο Βασιλιας τον αφησε να καθισει στον θρονο του. Ο αντρας συνειδητοποιησε οτι πανω απο θρονο αιωρειται, με ενα λεπτο σκοινι να το κραταει, ενα ξιφος. Το ξιφος αναπαντεχα θα μπορουσε να πεσει και να τον σκοτωσει.
Το λεμε για εναν εκτεταμενο κινδυνο που υπαρχει διαρκως και αναπαντεχα μπορει να συμβει.)
Ciao Bellas!!
Καλως σας βρηκα! Πως εχετε;
Τελειωσα εξεταστικη, πηγε καλα. Ηταν απαισια, αδικα, κουραστικά, με επιασε πονοκεφαλος, αναθεματισα την ωρα και την στιγμη, αναρωτηθηκα πως μερικα ατομα βρισκονται αναμεσα μας στην σχολη, πως μπηκαν και πως θα βγουν, τελος παντων εγιναν ασχημες σκεψεις. Επεστρεψα δυναμικα ομως.
Σημερα ειμαι καπως αρρωστη, για αυτο και αργησε το κεφαλαιο, αλλα δεν εχω covid ευτυχως! Μονο πονοκεφαλο! Πολυ...
Εγραψα και απο κινητο γιατι ειχα μια αναλαμπη στο αυτοκινητο και δεν γινοταν να μην! Μην αγχωθειτε, δεν ξαναβαζω τονους! Ολα καλα!
Παμε στο κεφαλαιο;
Αφιερωμενο στη Στελλα! Με φιλι γλυκο. Γιατι ειναι το πιο γλυκο κοριτσι και δεν μου αλλαζεις γνωμη!
Το παραλληλο ηταν τοσο αχ και εγω ακουω ολη μερα το 'δεν θελω να ξερεις' της Βισση.
Απο αυριο μποφιλιου.
Ο Ορεστης σαφως δεν πεθανε, δεν ειμαι ακαρδη!
Ειδαμε αγαπες! Σας ελειψαν; Εμενα πολυ.
Το τελος; Αυτο που της ανακοινωσε; Το εννοει; Θα το κανει; Η Κυβελη μας;
Σας αγαπω πολυ.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top