Μέρος ΙΙΙ (Μέλλοντας) : Έν τέλει ἦν το πάν.
Αφιερωμενο σε οσους εχασαν καποιον που αγαπουσαν πολυ.
( Τα σκουρα μαυρα γραμματα ειναι το τραγουδι : Το ονομα μου)
Απουσία, η ανώτερη μορφή παρουσίας.
James Joyce
Πριν ενα χρονο εγραψα:
''Υπαρχουν ανθρωποι που αγαπουν με το μυαλο και ανθρωποι που αγαπουν με την καρδια.''
Ηταν ενας καπως αδικος, ασαφης διαχωρισμος σε μια προσπαθεια να κατανοησω τον εαυτο μου.
Σε αγαπουσα τοσο που το μυαλο μου πονουσε, σε σκεφτομουν, σε εξιδανικευα και σε απομυθοποιουσα, σε εχτιζα και σε γκρεμιζα. Μου εγινες έμμονη ιδεα,απατηλο ονειρο.
Δεν υπηρχε καρδια σε αυτο, δεν μπορω να διανοηθω οτι οι αθρωποι αγαπουν ερωτικα με την καρδια. Μα πως παιρνουμε την ανωτερη νοητικη διεργασια του ανθρωπου και την προσαπτουμε σε ενα οργανο που μητε σκεφτεται, μητε ενεργει ελλογα;
Εσυ παλι εβαζες την καρδια σου. Ετσι πιστευες και μαλλον ετσι εκανες.
Ηταν αληθεια, οταν με κοιτουσες χτυπουσε πιο δυνατα, σκλαβωνοσουν και κρεμοσουν απο τα χειλη μου. Το εβλεπα, το ηξερα οτι ησουν δικος μου.
Με αφησες οταν επαψες να χανεις χτυπους καθε φορα που με εβλεπες, για εσενα αυτο σημαινε τελος.
Το μυαλο μου ομως δεν επαψε να φτιαχνει σεναρια, άλλα υποθετικα και άλλα παραλληλα και πλασματικα, εδιναν οξυγονο σε αυτο τον ερωτα, οξυγονο στο μυαλο μου.
Ξαπλωναμε ευτυχισμενοι πλαι πλαι, εσυ με κοιτουσες διχως να χωραει δευτερη σκεψη στο μυαλο σου, ενω εγω αναλογιζομουν αν ενας απο τους δυο ηταν πιο ερωτευμενος με τον αλλον, αν ναι, ποιος απο τους δυο ειναι αυτος.
Το συμπερασμα μου αλλαξε.
Για εμενα ο ερωτας μας ηταν μια επιλογη. Επελεγα καθε πρωι που ξυπνουσα να σε αγαπω.
Για εσενα ο ερωτας μας ηταν κατι που σε ξεπερνουσε, δεν το ελεγχες. Σε επιανε και σε αφηνε. Εκεινο σε επελεγε, ποτέ το αντιστροφο.
Ο Ορεστης και η Ιασμη αγαπουσαν αμφοτεροι με το μυαλο, εκεινος κατα βαθος κυνικος και σκεπτομενος τον ερωτα, ενω εκεινη αρρωστα εξυπνη,
Δεν θα αντεχαν.
Δεν μπορουσαν.
Αυτος ο ερωτας δεν ειχε καρδια, δεν ειχε ανιδιοτελεια.
Πως να αντεξει ενας οργανισμος χωρις καρδια, μου λες;
Η Κυβελη πιστευε οτι ο Ορεστης ενιωθε ενω εκεινη σκεφτοταν.
Η Κυβελη πλανευτηκε πλανην οικτραν.
Η Κυβελη δεν ηθελε να παραδεχτει οτι ηταν αθεραπευτα ρομαντικη, ουτε οτι ειχε ερωτευτει και αγαπησει -πλεον- αυτο τον ανδρα με ολη της την καρδια.
Η Κυβελη ομως θα πιστευε, θα παραδεχοταν και θα καταλαβαινε μια και καλη, οτι το σκοταδι της σκεψης δεν ηταν πανω σε εκεινη, αλλα στον Ορεστη.
Η πραγματικη ερωτηση που μας βαραινει ειναι η εξης : Θα αντεξουν;
Η θεωρια της επιλογης που σκοτωνει λοιπον. Ή αλλιως,
Κεφαλαιο υπ' αριθμόν 51: Η θεωρια της μελισσας.
31 Δεκεμβριου 2020
Φοβοταν.
Ετρεμε.
Πονουσε για τον πονο που ακομη δεν ειχε βιωσει, μα πονουσε και καθε λεπτο διχως εκεινον.
Ποια ηταν εκεινη χωρις τον Ορεστη;
Πως γελουσε χωρις εκεινον; Πως προσπαθουσε να γινει καλυτερα;
Πως παλευε να ξεπερασει την αδελφη της;
Ποια ηταν;
Τι ηθελε;
Που βαδιζε;
Ποιο το νοημα; Καταλαβες;
Νοημα δεν υπηρχε.
Να σπουδασει, για να κανει τι ; Να δουλεψει, για να φτασει που;
Να κανει φιλους, γιατι;
Να παιρνει τα φαρμακα, ποιος ο λογος;
Τον λατρευε τοσο που τον μισουσε! Τον απεχθανοταν που την ειχε ξεπερασει, που ξεχνουσε τους ορκους και τις υποσχεσεις, τα ονειρα και τους κοινους τους στοχους.
Κι ολα αυτα γιατι; Για μια αλλη, που ποσο την ηξερε; Λιγους μηνες.
Και ποσο αραγε εκεινη η Κυβελη να τον αγαπουσε;
Ειναι δυνατον να σε αγαπησει αλλη γυναικα πιο πολυ απο οτι εγω;
Μα πως μπορεις να λατρεψεις αλλη σαν εμενα; Οσο εμενα; Θεε μου...παραπανω απο εμενα;
Οχι, δεν το δεχομαι!
Δεν θα σε αφησω Ορεστη, με ακους;
Και με τουτη την λιγοστη αγαπη που πια μου εχεις, εγω θα φτιαξω μια λεπιδα κοφτερη σαν γυαλι.
Και θα το μπηξω στην καρδια σου,
να ματωσει η αγαπη μας, το δερμα σου να ποτισει, να γινει μερος σου.
Να μενεις τα βραδια ξυπνιος και να με σκεφτεσαι.
Η ευτυχια να μην ειναι επιλογη, οχι χωρις εμενα.
Ή εγω ή καμια αλλη, ακους;
Δεν θα σε αφησω να με αφησεις!
Οχι!
Κι αν ολοτελη αυτη σου η αγαπη δεν μπορει να ειναι δικη μου, ειθε να μην την εχω καθολου.
Κι αν εγω, ο ερωτας σου, δεν μπορω να την εχω ολοκληρη, τοτε θα φροντισω εκεινο το κομματι της αγνης σου καρδιας, αφιερωμενο σε εμενα, να μην ταχθει σε καμιας αλλης τον βωμο.
Να καει, διχως αναγεννηση.
2012
''Γιατι κολλας; Πες μου!'' το Πασχα του ειχε γινει προταση για πληρη υποτροφια.
Ηταν πανευτυχης, μα σαν η μερα να φυγει πλησιαζε, ολο και πιο στενοχωρημενος φαινοταν.
Αρχες Μαιου ηταν, λιγο πριν οι ζωες τους αλλαξουν μια για παντα.
''Δεν κολλ-''
''Μαλακιες! Κολλας!'' τον χτυπησε στον ωμο.
''Αουτς'' προσπαθησε να μην χαμογελασει.
''Θες να με διωξεις;'' παει να αλλαξει θεμα.
Η ξανθια νεραϊδα απεναντι του σμιγει τα φρυδια νευριασμενη. Δεν τον παιρνει.
''Καλα καλα!'' υποχωρει.
''Ορεστη εγω χωρις εσενα δεν μπορω να φανταστω μια μερα!''τον μαλωνει και τον πλησιαζει παλι. Περναει τα ποδια της δεξια και αριστερα του και τον αγκαλιαζει.
Ακουμπαει το κουτελο της πανω στο δικο του και τον φιλαει πεταχτα στα χειλη.
Την σφιγγει πανω του.
''Μπορεις να φτασεις στα αστερια, γιατι να συμβιβαστεις με τα συννεφα;''
Ο βιολιστης γελαει. Τον ηξερε καλα, ηξερε τι να του πει και πως να τον πεισει.
''Να φυγω δηλαδη;'' την προκαλει πισω.
''Να κανεις ο,τι πρεπει για να πετυχεις!''
Το ματια της ελαμπαν...Μα συντομα θα αρχιζαν να θολωνουν... να χανουν το γαλαζιο τους χρωμα.
2013
''Ορεστακο πρεπει να φυγεις μακρια, μ'ακους;'' τον επιασε απο το προσωπο και τον αναγκασε να την κοιταξει.
''Να φυγω; Τωρα; Κι αν εισαι...'' κοιταξε πιο χαμηλα, εκει που φωλιαζε ο μεγαλυτερος του φοβος.
''Κι αν ειμαι...θα το βρουμε.'' του υποσχεθηκε και χαμογελασε για να τον πεισει.
Φοβοταν, ετρεμε! Πονουσε το κεφαλι της, ολα μεσα της φωναζαν να του πει να μεινει, πολλες φωνες, διαφορετικες μεταξυ τους.
Τον αφηνε να φυγει ξεροντας οτι σε εκεινη θα γυρνουσε παντα.
Ειναι ευκολο να βγαλεις τις αλυσιδες απο εκεινον που εχεις ηδη δεσμευσει αλλιως.
2014
''Θα με αγαπας για παντα Ορεστη;'' τον παρακαλεσε, ικετευτικος ο τονος της και εκεινη τρελαμενη απο αγαπη.
Χαιδεψε το μαγουλο της τρυφερα και κατεβηκε στο γυμνο της στηθος.
''Για παντα Ιασμη μου, στο υποσχομαι.'' της ψιθυρισε πριν ακουμπησει ενα φιλι εκει που χτυπουσε η καρδια της.
Ζαλισμενη κοιμηθηκε γαληνια. Διπλα του οι φωνες επαυαν.
2015
''Μου ελλειπες οσο δεν φανταζεσαι.'' της εκμυστηρευτηκε μεσα στο σκοταδι. Χαιδεψε τις μπουκλες της και την αφησε να κλαψει στο στερνο του.
''Ηταν φρικτο...τους ρωτουσα και δεν ηξεραν να μου πουν αν θα γυρισεις, πως εισαι.'' ετρεμε ολοκληρη, κοιτουσε το κενο.
Οι φωνες ειχαν μειωθει, ομως πονουσε, πιο πολυ απο ποτέ αλλοτε.
2016
''Σε χρειαζομαι μαζι μου, αλλα δεν γινεται, Ιασμη ειναι νωρις ακομα.''
Ο 20χρονος εαυτος του πονουσε που το ελεγε, αλλα ο μελλοντικος θα τον ευγνωμονουσε.
''Αν αυξησω την αγωγη;'' ανακαθισε πανω του. Ακουμπησε το σαγονι της στο στερνο του, ωστε να τον κοιταζει στα ματια, τα ματια που λατρεψε σαν θρησκεια και στοιχειωναν τα ονειρα της.
''Αν αυξησεις την αγωγη απλα θα ταλαιπωρηθεις, εμπιστευσου την διαδικασια αγαπη μου.'' της χαιδεψε τα μαλλια τρυφερα.
2017.
''Δεν σου λειπω; Πως γινεται να μην το παλευεις;'' ηταν εξαλλη. Νευριασμενη. Στενοχωρημενη ανευ προηγουμενου.
''Αγαπη μου, μου λειπεις! Απλα δεν μπορουμε να πιεσουμε τον οργανισμο σου, δεν ειναι καλο για-''
''Για εμενα; Το να ειμαι μακρια σου δεν ειναι καλο για μενα! Ξυπνα Ορεστη!''
Εμεινε για λιγο σιωπηλος. Βαθυτατα σκεπτομενος. Ηταν σε διλημμα. Αν του ελλειπε; Ολη την ωρα! Απλα ειχε συνηθισει ετσι να την αγαπα, και δεν ηξερε αν μπορουσε αλλιως, δεν γνωριζε αν αυτοι οι δυο μπορουσαν να αγαπηθουν οπως παλια.
2018
''Και αν μια μερα, γνωρισεις καποια αλλη;''
''Δεν θα γνωρισω."
''Ξερω οτι θα γνωρισεις."
''Δεν θα ειναι ποτέ οπως με εσενα.''
''Θα με αφησεις.'' κλαψουρισε.
''Ποτε!''
''Κι αν εκεινη στο ζητησει;''
''Δεν υπαρχει γυναικα που να με κανει να νιωσω πιο πολυ απο οτι με κανεις εσυ να νιωθω. Εισαι το απολυτο μου. Ο ερωτας και η αγαπη της ζωης μου.''
2019
Της χαιδευει τα μαλλια ενω εκεινη κοιμαται. Ο χρονος θα αλλαξει συντομα.
Η σκεψη της Κυβελης τριγυριζει το μυαλο του.
''Συγγνωμη Ιασμη μου.''
1η Ιανουαριου 2021.
ωρα 2:45 το ξήμερωμα.
Η Κυβελη δεν τον κοιταξε στα ματια. Κι ομως, δειλιασε.
Δεν αντεξε να σηκωσει το βλεμμα να αντικρισει το δικο του οταν ο πατερας του τον πλησιασε και τον επιασε απο τον ωμο.
Δεν ακουσε τις λεξεις που θα αποτελουσαν την δυστυχια του. Της φαινοταν αρκετο να μεινουν χαραγμενες στο δικο του μυαλο.
Αραγε ενας δεν αρκουσε στην δυστυχια;
Ακουσε ενα : ''Οχι!''
Ηταν ηχηρο, βαρβαρο, και ακουστηκε σε καθε πλαυρα του χωρου.
Θα ορκιζοταν οτι σειστηκε η αιθουσα. Ο πολυελαιος παντως κουνηθηκε.
''Ορεστη μου.'' η μητερα του εκανε ενα βημα προς το μερος του την στιγμη που ολοι εκαναν ενα βημα πισω.
Το προσωπο του ειχε παραμορφωθει, ηθελε να κλαψει, να φωναξει.
''Πότε το μαθατε;''η φωνη του ετρεμε.
Σιωπη στην αιθουσα.
''Ρωτησα κατι!!''βρυγχαται.
Η Κυβελη πεταριζεις τις βλεφαριδες της τρομαγμενη μα δεν τολμα να σηκωσει το κεφαλι.
''Οταν αλλαξε ο χρονος. Πηραν οι συγγενεις της τον Ιακωβο γιατι εμεις ειχαμε ολοι τα τηλεφωνα μας ειτε κλειστα ειτε απασχολημενα.''
''Που ειναι τωρα; Γιαννη παμε να την βρουμε!'' σε αυτο δεν αντεξε, το κεφαλι της τιναχτηκε ψηλα και αντικρισε το χαος.
Τα ματια του μελαχρινου της φιλου ηταν πρησμενα και κατακοκκινα, μα πως να μην ειναι;
2 ωρες ελειπε στο μπαλκονι παρεα με τον Βασιλη και ενα πακετο καρελια που δεν γυρισαν ποτε.
Βρισκοταν σε συγχυση, σαν να μην ηθελε να πιστεψει αυτο που βρισκοταν μπροστα του. Ηθελε να το ακουσει, σχεδον μαζοχιστικα το ζητουσε.
''Ορεστη δεν ειμαι σιγουρος οτι υπαρχει τροπος να την δουμε, ειδικα τωρα-''
Ο βιολιστης αηδιασμενος πισωπατησε. Κοιταξε το φιλο του με το ιδιο βλεμμα που δευτερολεπτα μετα θα κοιτουσε τους γονεις και τους θειους του, προς το μερος της δεν ειχε ριξει ουτε βλεμμα.
Εβλεπε την αδικια να καταγραφεται στα χαρακτηριστικα του, σαν να τον προδοσαν.
''Με αηδιαζετε, ολοι σας! Για την Ιασμη μιλαμε γαμωτο; Οχι για μια ξενη! ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΑΣΜΗ!''
χαμηλωσε τα ματια της, οχι οτι θα την κοιτουσε, τα ποδια του ετρεμαν.
Υστερα τα ποδια του γυρισαν απο την αλλη και ετρεξαν μακρια.
''Ορεστη που πας;'' η Νεφελη πρωτη φωναξε μα ο βιολιστης ηταν ηδη εξω.
''Νεφελη παρε τα πραγματα σου και βρες το κινητο της Αλκηστις, αυτη θα ξερει λεπτομερειες.'' διεταξε ο Πετρος.
''Γιαννη ερχεσαι;'' η Κυβελη ριζωμενη στο εδαφος εβλεπε την σκηνη να εκτυλισσεται.
Η κολλητη της του χαιδεψε το μπρατσο παρηγορητικα.
"Θα σε περιμενω στον Ορεστη. '' ψιθυρισε, μια αηχη προσταγη να παει, ηταν η τελευταια του ευκαιρια.
''Τι μας βρηκε στα καλα καθουμενα Θεε μου..'' ακουσε την Εβελινα να μονολογει και ειδε τον Πετρο να στριφογυριζει τα ματια του.
''Βασιλη, Κωσταντινε, βεβαιωθειτε οτι τα κοριτσια ειναι σπιτι.'' επειτα γυριζει στον γιο του.
"Ιακωβε.'' ενα νοητο 'το νου σου.' , υστερα κοιταζει προς το μερος της και το υφος του μαλακωνει.
''Το βιολι του Ορεστη.'' της υπενθυμιζει και κοιτα απο την αλλη.
Νιωθει τα βλεμματα ολων να πεφτουν πανω της. Της γινεται ξαφνου αφορητη αυτη η προσοχη.
Εφυγε;
Που πηγε;
Μαλωσε τον εαυτο της που δεν τον καθησυχασε, μα τι σκαρτη που ηταν! Τι εγωιστρια! Να κολλησει στο πως νιωθει και να μην σκεφτει εκεινον...
''Ορεστη!'' ακουσε την φωνη της σαν ξενη να βγαινει απο το στηθος της και ενιωσε τον εαυτο της να κινειται.
Ετρεχε πισω του;
''Κυβελη!!'' οι φωνες των φιλων της της φανταζαν αδιαφορες. Ουτε παλτο, ουτε βιολι, ουτε τσαντα, ουτε τιποτα.
Ετρεξε τα σκαλια με ταχυτητα που υπο αλλες συνθηκες θα την τρομαζε. Οχι ομως τωρα.
Με καθε μαρμαρινο σκαλι που κατεβαινε το κρυο την καλουσε. Η καρδια της παλλοταν στο στηθος της σαν τρελη.
Εξω εβρεχε καταρρακτωδως. Μα δεν μπορουσε να αγνοησει τον αντρα που στεκοταν ακαμπτος στο πεζοδρομιο με το κεφαλι να κοιτα τον ουρανο και την βροχη να τον μαστιγωνει.
''Ορεστη!!'' φωναξε και διστασε καπως να βγει εξω.
Δεν εμοιαζε να την ακουει.
"ΟΡΕΣΤΗ!!''
Λυσσομανουσε ο καιρος, τον χτυπουσε διχως ελεος παντου. Σαν να ηθελε να τον αφανησει.
Πηγε να φωναξει παλι, και να τρεξει διπλα του, οταν το παλτο της προσγειωθηκε στους ωμους της.
Ο Πετρος ηταν διπλα της.
Η Νεφελη διπλα του ακολουθησε το βλεμμα της κοπελας και αναφωνησε.
"Θεε μου Ορεστη!!''
Ετρεξε εξω ανοιγωντας προχειρα την ομπρελα και κρατωντας οπως οπως το παλτο του γιου της. Η Κυβελη δεν ενιωθε τα γονατα της. Η θερμη του πανοφοριου της την ειχε παραλυσει, ή ηταν ο φοβος;
''Κυβελη;'' η φωνη του Πετρου την συνταραξε.
Συναντησε το σκοτεινιασμενο βλεμμα του πατερα του.
''Ηρθε η στιγμη να δειξεις ποσο τον αγαπας.'' της ψιθυρισε πριν τρεξει εξω.
Εμεινε να τον κοιταζει.
Το ειχε πει πολλες φορες.
Ειναι σαν να βλεπω ενα αυτοκινητο να τρεχει προς εναν τοιχο, σε αργη κινηση.
Να που η σκηνη εκτυλισσοταν μπροστα στα ματια της, αργα και βασανιστικα.
Ο Ορεστης ειχε χασει τον μισο του εαυτο, που σφιχταγκαλιασμενος πανω στην ξανθια νεραϊδα του παρελθοντος, χαθηκε μεσα στην νυχτα πεφτοντας απο εκεινη την ταρατσα.
-----------------------------------------------------------------------
3:30 πμ
Δεν θυμοταν πως ενιωσε την πρωτη φορα που την ειδε. Ουτε τον εαυτο του δεν θυμοταν τοτε, τοσο μικρος ηταν.Μα θυμοταν καθε φορα που την αντικρισε επειτα, ολες εκεινες τις στιγμες που την παρατηρουσε σαν να την πρωτοεβλεπε.
Μαρτιος του 2012.
Ολα πηγαιναν καλα.
Διακοπες λοιπον, οι δυο τους.
Αραχωβα.
Οι γονεις της εφεραν αντιρρηση και η μανα του γκρινιαζε, που θα πηγαιναν 16 χρονων;
Μα να, που ξαπλωναν μαζι στο κρεβατι του ξενοδοχειου, με θεα την πολη, μπλεγμενοι στα σεντονια.
Στο νοσοκομειο δεν τους ειπαν και πολλα. Οι γονεις δεν μιλουσαν, ουτε λεξη δεν αρθρωσαν.
Η θεια της, καταρρακωμενη εξισου, επιβεβαιωσε οσα ειχε ηδη πει στον Ιακωβο.
''Επεσε, δεν αφησε τιποτα πισω, ουτε γραμμα, ουτε τιποτα."
Εγω φταιω.
Ο Ορεστης ενιωθε τα δοντια του να τριζουν.
Κοιτουσε γυρω του και απορρουσε που κανείς δεν τον κατηγορησε, κανεις δεν του επιτεθηκε. Αυτο εκανε ισως την κατασταση χειροτερη. Προσεθετε στο βαρος που ειχε ηδη στις πλατες του.
Την περιμενε να ετοιμαστει αρκετη ωρα,
αλλα μια φορα εκλεινε τα 17 της, σωστα;
Κατεβηκε την σκαλα του πατρικου της κοιτωντας τον στα ματια, ξεροντας αυτο που ο Ορεστης για πρωτη φορα εβλεπε.
Ομορφη σαν νεραϊδα.
''Ορεστη η κηδεια ειναι μεχρι 9 ατομα. Δυστυχως θα ερθεις μονος.''η γυναικα του εξηγησε. Μα το βλεμμα του ειχε χαθει καπου στους μπεζ τοιχους εξω απο το νοσοκομειο.
Και δεν προλαβα να την δω μια τελευταια φορα.
Εκλαιγε με λυγμους.
Τα καταγαλανα ματια της ειχαν κοκκινισει.
Το προσωπο της ειχε πρηστει.
Πονουσε, δεν ηξερε πως να την βοηθησει. Ηταν αδυνατον.
''Ειναι μερικες στιγμες που ξερεις...νιωθω τοσο φυσιολογικη. Οριακα αδικημενη."
Την ειχε καταστρεψει.
Τα ναρκωτικα, το χορτο, το αλκοολ, το τσιχαρο, ο θανατος της αδελφης της.
Αργησε πολυ να διαγνωστει.
Μπερδεψαν την σχιζοφρενεια της με καταθλιψη και το επεισοδιο οξειας σχιζοφρενειας με αντιδραση απο την στερηση.
Αν μονο ειχε σταθει πιο σωστος.
Αν την ειχε αποτρεψει.
''Εγω φταιω.'' ψιθυρισε και η καρδια του ραγισε οταν ακουσε τις λεξεις του.
Εφταιγε οντως!
Εκεινος την σκοτωσε. Με τον τροπο του, αλλα εκεινος αφαιρεσε το εδαφος κατω απο τα ποδια της, την εσπρωξε απο την ταρατσα της απελπισιας.
Γιατι;
Γιατι δεν εκανα υπομονη;
Γιατι δεν περιμενα;
Τι; Ποσο ακομα; Ενα αλλο μερος του του φωναζε.
Παρανοουσε.
Την στιγμη που η Νεφελη κινησε να μιλησει, η Αφροδιτη επενεβη. Καθε ζωηρο χρωμα στο βλεμμα της ειχε χαθει.
''Οχι.'' τον κοιταξε στα ματια.
''Προσπαθω ωρες τωρα να πεισω τον εαυτο μου οτι φταις, να μαλακωσω τις δικες μου ευθυνες, αλλα μου ειναι αδυνατον.'' τα ματια της δακρυζουν. Η μασκα λιγο κρυβει τον πονο της, εναν πονο που λυγιζει την Νεφελη και την κανει να της σφιξει το χερι. Δακρυζει.
''Αλλα επειδη ειμαι-'' γελαει πικρα και κατεβαζει το κεφαλι, τα δακρυα ποταμι.
"Αλλα επειδη ημουν μανα και ξερω πως ειναι, σε παρακαλω μην αφησεις τις τυψεις να σε φανε ζωντανο αγορι μου.''
Ο βιολιστης δεν μπορει να πειστει απο τα λογια της, του φαινονται ελλειπη και ψευδοπαρηγορητικα.
''Ηταν θεμα χρονου.'' ο πατερας της εφτυσε τις λεξεις πριν γυρισει απο την αλλη και παει σε μια γωνια να καπνισει, μονο οι γωνιες τον χωρουσαν πια, τοσο μικρος και λιγος ενιωθε, ανεπαρκης.
Η Αφροδιτη εγνεψε.
"Δεν μπορουσαμε να την σωσουμε Ορεστη, εμεις φταιμε, εσυ ησουν το μονο που την κρατουσε, και δεν μπορουσες να εισαι για παντα εκει.''
Ο βιολιστης δαγκωνεται για να μην κλαψει, δυνατα, γευεται την μεταλλικη γευση του αιματος που κυλαει απο την γλωσσα του.
Μπορουσα να ειμαι παντα εκει, δεν ηθελα.
----------------------------------------------------------------------
Ο Γιαννης τον τραβηξε λιγο πιο κει, εξω απο τα περιχωρα του κυλικειου και του προσφερε τσιγαρο. Οι δυο αντρες δεν μιλουσαν. Ξαφνου ο βιολιστης θυμηθηκε.
''Τατιαννα.'' ψελισσε αφηρημενα.
Ο μελαχρινος εγνεψε θετικα. ''Την πηρα ηδη, και την Τατι και τα κοριτσια. Θα ερθουν απο το σπιτι μου αυριο το πρωι.''
''Καλως.''
Η καρδια του πονουσε, σφυροκοπουσε σαν τρενο που ειχε μεινει απο καυσιμα και απο θαυμα ακομα τρεχει. Απο θαυμα ή καταρα;
Γυρισαν σπιτι μετα τις πεντε, με ενα προστιμο στο χερι, και τους γονεις του στο κατοπι. Μεσα στο διαμερισμα του περιμεναν ολοι, η Κυβελη, η Ερμιονη, η Φαιη, ο Βασιλης και ο Κωνσταντινος.
Ενοχληθηκε οταν σηκωθηκαν ολοι ορθιοι ζητωντας εξηγησεις.
''Η κηδεια ειναι 2 του μηνος-΄'' ο Γιαννης ξεκινησε με βαρια καρδια να εξηγει.
''Εχουμε καποιου ειδους παρτι και δεν το ξερω;'' ο Ορεστης διεκοψε και τους κοιταξε ολους εναν προς εναν.
''Ορεστη!'' η Νεφελη παρενεβη μαλωντας τον.
Η δικηγορινα απεναντι του κοιτουσε το πατωμα επιμονα.
''Λοιπον παμε.'' ο Πετρος χαιδεψε την πλατη της γυναικας του. Αρπαξε το προστιμο του γιου του.
"Αυτο θα το αναλαβω εγω.Θα σε παρω τηλεφωνο το απογευμα, μολις ξυπνησεις. Κοιτα να απαντησεις.'' του κουνησε το δαχτυλο αυστηρα.
Ο Ορεστης εσφιξε τα δοντια μα εγνεψε.
Εμεινε μονο η παρεα.
''Εμεις απλως-''Η Φαιη ηθελε να του κανει την ψυχολογο, η Κυβελη την λυπηθηκε γι αυτο.
''Θελω να φυγετε ολοι.Θελω να μεινω μονος μου.'' ο κοφτος του τονος ηταν σοκαριστικος, ειδικα για τις κοπελες. ΟΙ δυο κολλητες κοιταχτηκαν.
Τι κανουμε; η δικηγορινα δεν ηξερε. Δεν ενιωθε ευπροσδεκτη.
Ελα σπιτι μαζι μας.
''Θα σε παω εγω.'' ο Κωνσταντινος της εκανε νοημα.
Η Κυβελη διχως να το θελει, συμφωνησε.Καθολου δεν ηθελε να φυγει. Σηκωθηκε κι εκεινη ορθια.
Πλησιασε τον Γιαννη, τον παντοτε χαμογελαστο της φιλο, και περασε τα χερια της γυρω του, εκει εναπεθεσε την αναγκη της να αγκαλιασει και τον Ορεστη. Τον εσφιξε πανω της.
''Συλληπητηρια. Να ζησετε να την θυμαστε, και να κανετε οσα ονειρευεστε προς τιμην της.'' του ψιθυριζει γλυκα, με τσουξιμο στα ματια, με θλιψη αληθινη, για εκεινη την κοπελα που σταθηκε, τοσο μα τοσο ατυχη.
Ο Γιαννης την απομακρυνε και την κρατησε απο τους ωμους. Περασε τρυφερα μια τουφα πισω απο τα μαλλια της, αφηρημενα την κοιταξε, αναλογιζομενος του τι ειπε. Βουρκωσε.
Γυρισε απο την αλλη και ανοιξε την πορτα. Βγηκε πρωτος, με την Φαιη να τον ακολουθει βιαστικα. Γυρισε προς το μερος του Ορεστη.
Τους ειχε πλατη. Ειχε βγαλει του σακακι του και ειχε γειρει με τα χερια κοντρα στο τραπεζι της τραπεζαριας, και το προσωπο στραμμενο στο κενο εξω απο την μπαλκονοπορτα.
Ο Κωνσταντινος την επιασε απο τον καρπο, ψυχανεμιστηκε την ταραχη της, την αναγκη της να παει να τον αγκαλιασει. Μα γνωριζε οτι κατι ειχε αλλαξει, κατι που αν η Κυβελη εβλεπε θα πληγωνοταν.
Για λιγο ζυγισε τις επιλογες της.
Να μεινω ή να φυγω;
Ξεφυσηξε και γυρισε απο την αλλη. Επιασε τα πραγματα της και κινησε προς την πορτα
''Οχι εσυ Κυβελη.''
Σαν λυτρωση και προκληση ηρθε η φωνη του να την σωσει.
''Νομιζα οτι ηθελες να μεινεις μονος.''
Δεν γυριζει να την κοιταξει.
''Εδω ειναι το σπιτι σου.'' της επισημαινει κατι, που σαν υπενθυμιση πιο πολυ της ακουγεται παρα ως καθησυχασμο.
Σχεδον αφησε μια εκπνοη. Εκανε νοημα στον Κωνσταντινο οτι ηταν ενταξει, και ακουμπησε την τσαντα και το παλτο της στον καλογερο. Εβγαλε τα παπουτσια της την ωρα που εκλεινε την πορτα.
Σιωπη.
Αξαφνα τον ειδε να πεταει τη θηκη για το βιολι του απο το τραπεζι στο πατωμα, οργισμενος και διχως να βγαλει τα παπουτσια του να να σωριαζεται στον καναπε. Μουγγριζει με μια οργη που θελει να ουρλιαξει.
Ξεσφιγγει την γραβατα του και γερνει μπροστα. Ακουμπαει τους αγκωνες του στα γονατα του και βυθιζει το προσωπο του στα χερια του. Η ενταση του ηλεκτριζει την ατμοσφαιρα.
Η Κυβελη δεν αναπνεει. Στεκεται απεναντι του να τον κοιτα, προσπαθωντας να καταλαβει αν κλαιει, μια σπασμωδικη κινηση αρκει για να πειστει.
Και τωρα τι κανουμε;
Αν και στην αρχη δισταζει, επειτα καθεται διπλα του στον καναπε σε μια αποσταση ασφαλειας. Δεν ηταν καθολου ετοιμη για εκεινη την μερα, την στιγμη που θα επρεπε να παρει τον πονο του μακρια, οπως εκεινος ουκ ολιγες φορες εκανε με τον δικο της.
Απεπνεε κατι που της φωναζε 'Προσωπικος χωρος!'. Οφειλε να του τον δωσει.
Ηταν κοντα μα δεν αγγιζε ο ενας τον αλλον.
Η θερμη του κορμιου του αγγιζε το δικο της, κρυωνε.
Κρυωνε τοσο που για πρωτη φορα τον ειχε αναγκη. Κρυωνε και ο θερμοστατης απεναντι της ελεγε 23. Κρυωνε και ηταν μεσα της.
Δειλα σηκωνει το χερι. Το αφηνει να αιωρειται για λιγο πανω απο την πλατη του. Φοβαται να τον αγγιξει.
Αξαφνα γερνει προς το μερος της. Τυλιγει τα χερια του γυρω απο την μεση και αιφνιαζοντας της σχεδον την ριχνει πισω. Γερνει πανω της. Την σφιγγει δυνατα. Σαν να φοβαται, μην φυγει κι εκεινη, και δεν θυμαται μεσα στον παραλογισμο της αδικιας, πως εμοιαζε το προσωπο της.
Δεν εμοιαζε με καμια αλλη αγκαλια τους.
Την ειχε αναγκη. Εκεινος, οχι το αντιθετο.
Τα δαχτυλα της χαιδεψαν της μπουκλες του. Και με το αλλο της χερι εκανε καταπραϋντικους κυκλους.Μανιωδως ψιθυριζε οτι ολα θα πανε καλα, ψευδοταν. Χωμενος στην καμπυλη του λαιμου της, ακουγε τον παλμο που σφυροκοπουσε στην καρωτυδα της και την κρατουσε σαν μια σανιδα σωτηριας.
Και ακουσε τον πρωτο λυγμο, να ανεβαινει στον λαιμο του.
Μελωδικος, την σοκαρε η ακαρδη σκεψη της μπρος στον θρηνο του. Οι μαζεμενοι λυγμοι που κρατουσε στον κομπο του λαιμου του ελευθερωθηκαν. Και το στηθος της γεμισε δακρυα.
Ηταν βαθυ κλαμα, βελουδινο, βαρυ ψηλο και μακρυ, ηταν ηρωικο και αδοξο ταυτοχρονα.
Περασε τα χερια της μεσα απο της μπουκλες του και ετριψε απαλα εκει, ψιθυριζοντας του ηρεμα λογια, δακρυζοντας και εκεινη, διχως να το καταλαβει βεβαια.
Ο πονος του της προκαλουσε πονο ισο και μεγαλυτερο η αγνοια του ποσο πονουσε.
Ηθελε να παρει μερος αυτου του βασανιστηριου και να τον λυτρωσει.
Κλαιγοντας για μια γυναικα στην αγκαλια μιας αλλης.
Υπαρχει αραγε προδοσια πιο αμφοτερα μεγαλη;
-----------------------------------------------------------------
Η ωρα ειχε παει πεντε και μιση οταν ο Ορεστης αποφασισε οτι αρκετα εδειξε αδυναμια.
Αποτραβηχτηκε απο την αγκαλια της και εμεινε καθιστος διπλα της.
Ξεφυσηξε και καθαρισε το προσωπο του απο τα δακρυα.
''Παμε να κοιμηθουμε. Δεν νυσταζεις;'' η σκεψη της αργησε να φανει στο μυαλο του.
Ουτε αν ηταν καλα, ουτε τι ενιωθε, ουτε αν πεινουσε, αν κρυωσε, αν ανησυχησε.
Τιποτα δεν ειχε σημασια πια.
Η κοκκινομαλλα εγνεψε συγκαταβατικα.
"Θα ξαπλωσεις μαζι μου;'' ρωτησε απαλα, με μια δειλια στην ακρη της γλωσσας της.
Εγνεψε θετικα.
''Σε λιγο. Πηγαινε και ερχομαι.''
Δεν μπορουσε ομως να κοιμηθει. Ηταν αδυνατον. Να κλεισει τα ματια του γιατι; Να δει τι ; Να σκεφτει τι; Ακομα χειροτερα, να ονειρευτει τι;
Μπηκε στο γραφειο του με το βιολι στο χερι. Βεβαιωθηκε οτι οσες πορτες τον χωριζαν απο την Κυβελη ηταν κλειστες.
Ακουμπησε το το σαγονι του στο μαυρο στηριγμα και πηρε μια βαθια ανασα.
Το δοξαρι στα χερια του ετρεμε.
''Ειναι κληρονομικο. Το ειχε η γιαγια σου, αρα μπορει..-''
''Μπορει να μην το μεταφερω στα παιδια μου, αλλα στα εγγονια μου.'' η σκεψη της Ιασμης παγωσε τον Ορεστη διπλα της.
Το φερνει κοντρα στις χορδες, παιζει μια μελωδια γνωριμη. Μουρμουριζει.
''Εγω μεγαλωνα για σενα...''
H καρδια του σπαρταραει στις νοτες που συγκροτουν την πιο ισχυρη του αναμνηση, εκεινη.
''Δεν νομιζεις οτι ειναι λιγο νωρις να-''
''Θελω να ξερω Ορεστη.''
''Αυτο ειναι και παλι μια πιθανοτητα, δεν μπορω με σιγουρια να σου πω οτι η κληρονομικοτητα λειτουργει ανα δυο γενιες.''
Ο γιατρος ειχε φυγει.
''Ταραχτηκες.''
''Προφανως.''
''Ορεστακο σε ξερω. Θες παιδια. Κι εγω θελω-''
''Δεν θελω τιποτα, μονο εσενα θελω.'' την κοβει. Δεν την πειθει, ουτε τον εαυτο του.
''Ειναι νωρις, ειμαστε 23 χρονων και αυτα δεν πρεπει να υπαρχουν ουτε ως ιδεα στο μυαλο σου.''την μαλωσε.
''Ετοιμαζομουνα για σενα και δεν ακουγα κανεναν...'' τρεμει η φωνη του, σπαρταραει, μα σφιγγει τα δοντια και συνεχιζει. Ακομη και σπασμενος παιζει.
''Θελω να μεινω στην εξοχη, να εχει πολυ πρασινο, και να εχω κι εναν σκυλο, δυο μαλλον, τρεις! Ολα αδεσποτα!'' η ενθουσιωδης Ιασμη τον χαλαρωνε μετα απο οποιαδηποτε κακη μερα.
Εκεινο το συγκεκριμενο διημερο, πεταξε απο Γερμανια Ελλαδα μονο και μονο για να την δει, για τα γενεθλια της.
Και εκεινη τον υποδεχτηκε πιο ομορφη και χαμογελαστη απο ποτε.
Βγηκε απο την κλινικη και εκανε μια μικρη συγκεντρωση σπιτι, παρτι με λιγες φιλες απο την σχολη. Πολυ την καμαρωνε. Παρα τα οσα ειχε περασει, αντεχε! Προσπαθουσε παντα.
Την χαζευε απο μια γωνια ολο το βραδυ, να περιφερεται αναμεσα σε φιλες, με ενα ποτηρι νερο με λεμονι, να κανει πλακα και να σκιζει στην παντομιμα.
Εκεινο το βραδυ της χαρισε μια παρτιτουρα.
''Το τραγουδι μας;'' συγκινημενη το κρατησε στα χερια της.
Μονος του, με το αυτι, το ειχε μετατρεψει απο μελωδια σε νοτες για βιολι, και εκεινο το βραδυ της το επαιξε οσες φορες τα χερια του τον βαστουσαν, αντε...και μια παραπανω, ισα ισα να ακουσει την μελωδικη της φωνη.
''Για σενα ημουν και γινομουν, το καλο και το κακο μου...'' η τελευταια λεξη ραγιζει.
Ακουει την φωνη της στο μυαλο του να του τραγουδα.
''Και την θεση σου την περνουνε σκιες...καπου καπου σε θυμιζουν...''
Ειδε απο το μικρο παραθυρο του γραφειου του τον ηλιο να ανατελει.
Η πρωτη μερα του χρονου. Ενας χρονος χωρις Ιασμη.
Ενα ξημερωμα που δεν βρισκονταν κατω απο τον ιδιο ουρανο.
Τον επιανε το παραπονο.
Ηταν περιεργο. Ανασαινε κανονικα. Μυριζε το ιδιο. Γευοταν το ιδιο. Ενιωθε το κορμι του το ιδιο. Εβλεπε οσα και πριν. Μα βαθια μεσα του γνωριζε οτι δεν ηταν ιδιος. Σαν να βιωσε μολις μια τεραστια απωλεια, να εχασε ενα χερι, ενα ποδι, ενα ματι.
Πηρε βαθια ανασα. Κι υστερα δεν ειπε αλλη λεξη, μονο επαιζε.
Ξανα και ξανα.
Μεχρι που τα χερια του ματωσαν.
Κι επειτα παλι.
Ωσπου το αιμα εδωσε στο τραγουδι τον τονο που του αξιζε.
--------------------------------------------------------------------
1η Ιανουαριου 2021.
Ειχε αρρωστησει απο την ανησυχια της.
Του ειχε χτυπησει την πορτα ποσες; Δεκα φορες; Εικοσι;
Αναθεμα και αν ειχε κοιμηθει τεσσερις ωρες! Λιγο μετα τις 10 ακουσε την πρωτη νοτα, εκεινο το αναθεματισμενο τραγουδι, το τραγουδι εκεινης.
''Δεν ξερω τι να κανω. Του εφτιαξα το αγαπημενο του φαγητο, καφε, γλυκο. Του ζητησα να βγαλει βολτα τον σκυλο. Δεν ακουει τιποτα, μονο παιζει βιολι κυρια Νεφελη, ακουτε; '' απομακρυνει για λιγο το ακουστικο. Κι οντως στο διαμερισμα ηχει κανονικα.
''Αφησε τον, ετσι εκανε παντα, οταν δεν ηταν καλα επαιζε βιολι.'' προσπαθει να την καθησυχασει.
''Ανησυχω! Εχει παει η ωρα πεντε!Παιζει δωδεκα ωρες! Θα παθει κραμπα, τενοντιτιδα!''
Απο την αλλη γραμμη την ακουει να ξεφυσαει.
Και ξαφνου, αρχιζει παλι, ριχνοντας την σταγονα που ξεχειλισε το ποτηρι.
''Ε αυτο ηταν!'' αναφωνει και κλεινει το τηλεφωνο χωρις να πει λεξη.
Σχεδον με βημα θυμωμενο και δρασκελιες μεγαλες βαδιζει προς το δωματιο. Η πορτα δεν ειναι κλειδωμενη, οποτε ανοιγει με δυναμη, χτυπωντας μαλιστα στον τοιχο πισω της.
Αυτο φαινεται να κερδιζει την προσοχη του.
Το βλεμμα του βλοσυρο και ατεγκτο.
''Θελω να μεινω μονος μου Κυβελη.'' ο τονος του σαν αδυσωπητο χαστουκι την χτυπα στο προσωπο.
Κυβελη.
Κι οπως ζαρωνει, και παει να δικαιολογηθει, κατεβαζει το βλεμμα, και αναφωνει! Το αιμα της παγωνει.
Τα δαχτυλα του, τι επαθαν τα δαχτυλα του;
Το σκουρο καφε βιολι εχει γεμισει αιμα, οι χορδες του αριστερου χεριου το ιδιο.
''Ορεστη τι εκανες στον εαυτο σου;'' τρομοκρατημενη τον ρωταει.
Ο βιολιστης, σαν μολις να συνειδητοποιει τι συμβαινει, κατεβαζει το βιολι απο τον ωμο του, με χερια να τρεμουν και να σταζουν αιμα στο χαλι.
Με δυο δρασκελιες καλυπτει την αποσταση αναμεσα τους και το αρπαζει απο τα χερια του, το αγριεμενο του βλεμμα υποκριθηκε οτι δεν την τρομαξε.
''Φερτο πισω.'' διαταζει μεσα απο τα δοντια του.
Το ακουμπαει στο γραφειο πισω της.
''Οχι!'' του δηλωνει τελεσιδικα.
Την καλυπτει με την ψηλη κορμοστασια του.
''Ειπα.ΦΕΡΤΟ. ΠΙΣΩ.'' ελπιζει η δυνατη του φωνη να την συνετισει. Η κοπελα γνεφει αρνητικα.
Την σπρωχνει ελαφρως ωστε να φυγει απο την μεση μα εκεινη μενει ακινητη.
''Δεν σε φοβαμαι.'' του δηλωνει.
''Δεν ηταν ο στοχος μου.''
''Εισαι σιγουρος;'' τον προκαλει.
''Κυβελη σε παρακαλω...'' η φωνη του κρυβει κουραση. ''Ασε με να παιξω, το εχω αναγκη.''
Δεν την πειθει.
''Θα σου φτιαξω τα χερια, και επειτα κανε ο,τι θες.'' συμβιβαζεται για αρχη.
Το γαλαζιο και το πρασινο την κοιτουν εντονα,
Θρηνος και ενοχες πανω στην ανησυχια.
Νοσταλγια στην νοσταλγια.
Υποχωρει ξεφυσωντας.
''Καλως.''
Θεωρει την μικρη της νικη προοδο οταν την ακολουθει μεχρι την κουζινα οπου εχει το κουτι πρωτων βοηθειων. Εκει παιρνει μια καλυτερη γευση του τι μπορει ο Ορεστης να κανει στον εαυτο του. Αναφωνει στις χαρακιες απο τις χορδες.
Γεμιζει μια λεκανη με παγωμενο νερο και παγο.
Την φερνει μπροστα του. Ξερει τι να κανει. Βυθιζει τα χερια του και δεν αργει να βλαστημησει.
Εκεινη βρισκει μια πετσετα που δεν χρησιμοποιει, το μπεταντιν, μπατονετες και χανζαπλαστ για τα πεντε του δαχτυλα.
Υστερα θα του μιλουσε , το πηρε αποφαση.
Πρωτα ομως επρεπε να σωσει την καριερα του.
Τον εβαλε να καθισει σε μια καρεκλα και εκεινη τραβηξε μια για να ειναι απεναντι του. Τα γονατα τους ακουμπουσαν.
Της φαινοταν σε αιωνες μακρια που δεν της αφηνε προσωπικο χωρο.
Πηρε τα χερια του απο το παγωμενο νερο και τα στεγνωσε απαλα και προσεκτικα. Ενιωθε το βλεμμα του στηλωμενο πανω της σε ολη την διαδικασια, σαν να ελεγχει κατα καποιον τροπο τις κινησεις της.
Τριβει απαλα με τους αντιχειρες της αναμεσα στις αρθρωσεις του, κανοντας τον να κλεισει τα ματια απο ανακουφιση. Αλλη μια μικρη νικη, η ανακουφιση του.
Καταπιανεται με τις πληγες στα ακροδαχτυλα του.
''Μπορεις να το βαλεις στο πικαπ το τραγουδι, δεν με πειραζει να το ακουω.'' μονολογησε.
Δεν μπορει να δει την εκφραση του αλλα ειναι σιγουρη οτι απορει.
"Δεν το θεωρω πρεπον, ειναι ασεβεια.''
''Δεν θελω να καταστρεψεις τα χερια σου, ειναι πολυτιμα για εσενα.'' ψιθυρισε και τυλιξε με το χανζαπλαστ στο πρωτο του δαχτυλο.
Απολυμαινει το δευτερο.
''Ημουν σκληρος μαζι της.'' η εξομολογηση του την αφηνει μετεωρη πανω απο την πληγη. Γρηγορα βρισκει την ανασα της και συνεχιζει.
''Μην πας να πεισεις τον εαυτο σου οτι φταις, εισαι εξυπνοτερος απο αυτο.''
Τον ακουει να χλευαζει πνιχτα, πονεμενα.
''Κυβελη, να σου πω κατι;'' δειλα την ρωταει.
Μπερδεμενη σηκωνει το βλεμμα και τον κοιταζει. Φαινεται να δισταζει, φοβαται μην την πονεσει.
''Φυσικα.''
''Ποναει πολυ. Πιο πολυ απο οτι νομιζα οτι μπορουσα να πονεσω.'' τα χαρακτηριστικα του προσωπο του σπανε λιγο, μα δαγκωνεται και προσπαθει να συγκρατηθει.
Εκεινη ομως δεν αντεχει, δακρυζει.
Το γλυκο μου αγορι...
Τυλιγει το τελευταιο δαχτυλο του και ερχεται ακομα πιο κοντα του. Ακουμπαει τις παλαμες της στο προσωπο του, που θα αρχισει σιγα σιγα να τσιμπαει απο τις τριχες.
Τον κοιταζει και ψαχνει τις λεξεις ανασαινοντας, λες και ετσι ερχονται παντα.
''Θα το ξεπερασεις Ορεστη μου, στο υποσχομαι, ενα βημα τη φορα, μερα μερα θα το παμε, και θα βγεις δυνατοτερος.'' χαιδευει το μαγουλο του.
Κατεβαζει το βλεμμα, σαν να μην τον καταλαβαινει.
''Δεν θυμαμαι το προσωπο της, προσπαθω να την θυμηθω και ολο την ξεχναω.''
Και γινεται χιλια κομματια, μπροστα του. Μα δεν αρθρωνει λεξη.
------------------------------------------------------------------------
Ανοιγει τα ματια. Σκοταδι. Ξερει οτι ακομα δεν εχει ξημερωσει.
Τα πρωτα δυο δευτερολεπτα δεν θυμαται τιποτα. Ενα απολυτο κενο σαν βαλσαμο τον καλυπτει.
Υστερα ομως το φραγμα σπαει και ο πονος σαν τσουναμι τον καλυπτει.
Εκεινη διπλα του κοιμαται αθορυβα. Το βραδυ ξυπνουσε καθε λιγο και λιγακι για να τον ελεγξει οτι κοιμαται.
Κανεις τους δεν κοιμηθηκε εκεινο το βραδυ, παλι.
Τα πονεμενα του δαχτυλα, καλυμμενα απο επιδεσμους ψηλαφιζει το δερμα της, που μονο στην ακρη του μπορει να νιωσει.
Διαλυοταν, κι εκεινη θα προσπαθουσε να τον σωσει.
Μα μπορουσε;
Βλαστημουσε την ωρα και την στιγμη που μπηκε στην ζωη της, την ωρα και την στιγμη που εισηλθε στον προσωπικο της χωρο, και εκλεψε ενα σωρο φιλια, ενα σωρο χαδια.
Και τωρα;
Θα την εσερνε μαζι του στον δρομο της μιζεριας;
Ντυθηκε οταν ο ηλιος αρχισε να αλλαζει το παχυ σκοταδι.
Λευκο πουκαμισο, μαυρο σακακι, μαυρο παντελονι, γραβατα. Οταν την εδενε η Κυβελη ανακαθισε στο κρεβατι προσπαθωντας να προσδιορισει το τι συμβαινει.
Τον εντοπισε μπροστα στον ολοσωμο καθρεφτη. Κοιταχτηκαν στο ημιφως.
Καστανο πανω στο γαλαζιο, σημερα τα ματια του φαινονταν πιο γαλανα απο ποτε.
Αγωνια πανω στον θρηνο.
Και τοτε, στις 8:05 , 2 Ιανουαριου του 2021 η Κυβελη Πολίτη καταλαβε την μοιρα της.
Ο Ορέστης Νικολαΐδης πασχει από μερικη ετεροχρωμια ίριδος. Η μετάλλαξη αυτή καθιστά το ένα του μάτι μπλε με πιτσιλες πράσινου,ενώ το άλλο πράσινο με ψήγματα γαλάζιου.
Τα μάτια λένε είναι οι καθρέφτες της ψυχής.
Με το ένα μάτι κοιτάζει το σκιερό παρελθόν και δακρύζει, ενώ με το άλλο ανοίγεται μπροστά του ένα ζωηρό και φωτεινό μέλλον.
Μα πως μπορουσε να μην το δει νωριτερα! Εστεκε ολοφανερα τραγικο μπροστα της.
Το γαλαζιο ηταν δικο της, της Ιασμης...Το συμπαν σχεδον της το φωναξε.
Ο Ορεστης μπορουσε σχεδον να δει την παλη μεσα στο μυαλο της, ετσι βουτηγμενη μεσα στην μιζερια του μυαλου τους, αποφασισε να την λυτρωσει, αν ηταν πια εφικτο.
Εκανε τον γυρο του κρεβατιου και καθισε διπλα της. Με το καλο του χερι χαιδεψε το μαγουλο της. Τα γυαλινα της ματια μαρτυρησαν οτι το λαχταρουσε το αγγιγμα του.
''Θα σε δω μετα. Μην βασανιζεις το μυαλο σου. Να φας.''
Την φιλησε στα χειλη και πηρε μια ανασα οξυγονου, μετα απο πολλες ωρες.
---------------------------------------------------------------
Εχετε βρεθει ποτέ σε κηδεια με 9 ατομα;
Υπαρχει κατι πιο θλιβερο απο αυτο;
Ο Ορεστης στεκεται σκυθρωπος αναμεσα στα μνηματα. Η σιγη ειναι- τι ειρωνια- νεκρικη. Η Τατιανα του κραταει το χερι σφιχτα, τρεμει ολοκληρη καθως βλεπει το φερετρο να μπαινει μεσα στην γη.
Ο Γιαννης απο την αλλη φοραει γυαλια ηλιου.
Οι γονεις της ειναι δυο φαντασματα, ηδη νεκροι, που απλα περιμενουν την αναπαυση, απεθαντοι περιπλανομενοι βασανισμενα αναμεσα στους ζωντανους.
Και τωρα, πρεπει να βρω δυο λογια να σου πω.
''Θελω να γινω καλα Ορεστη.''
Αυτο που δεν της ελεγαν ηταν οτι τα φαρμακα δεν ανταποκρινονταν, οχι καθε μερα.
Ετσι, υπηρχαν μερες που ηταν απλα ενα κοριτσι εσωκλειστο σε ενα διαμερισμα, και αλλες που ουρλιαζε στις φωνες να σταματησουν.
Κι ας επαιρνε αγωγη.
Εκεινα τα 3 χρονια που γεματη καταχρησεις δεν ειχε καν στο μυαλο της την ιδεα περι ασθενειας την κατεστρεψαν.
Τις βρήκα έτοιμες τις λέξεις. Δεν έφτιαξα καμμία μόνη μου. Αυτό είναι άδικο για σένα. Θέλω να βρω κάτι που να είναι μόνο για σένα. Να μην χωράνε μέσα τόσοι και τόσοι. Δεν ήσουνα σαν τόσους και τόσους.
''Πιστευεις μια μερα θα ειμαστε μαζι; Εξω απο εδω;''
''Ναι. Νομιζω οτι μπορει να γινει.'' της ειχε απαντησει ειλικρινα.
Ηταν Νοεμβριος, μολις ειχε ερθει στην Ελλαδα, παλι πισω σε εκεινη.
''Θα μπορουσαμε.''
''Θα το ηθελες;''
"Εδω δεν ειμαι.''
Δεν θέλω να σε ντύσω με φορεμένα ρούχα. Φθαρμένους αγκώνες και γόνατα, θα΄ναι σαν να σε ντύνω με λυγίσματα, σαν να προδίδω πως εγώ τουλάχιστον σε είχα δει να κλαις.
Οι γονεις της δεν τον εμπιστευτηκαν ποτε
Γιατι να το κανουν αλλωστε;
Να την παρει μαζι του στο εξωτερικο;
Ουτε λογος!
Γιατί να τους το πω; Θα καίγονται να μάθουν πως ήσουν ίδιος με κείνους, πως δεν ήσουν δα και κάτι διαφορετικό.
Και καθε φορα που εφευγε εκεινη δεν επαιρνε τα χαπια της.
Και τα επεισοδια την επισκεπτονταν.
Και προσπαθουσε να αυτοτραυματιστει.
Και εκλαιγε οταν δεν τα καταφερνε.
Δεν θα τους αφήσω να σε θυμούνται στα μέτρα τους. Αν δεν πονάνε κάθε φορά, αν δεν τους σκοτώνει που δεν σε έζησαν, που δεν ήταν εκείνοι αυτό που ήμουν εγώ για σένα, που δεν θα γίνουν ποτέ αυτό που ήσουν εσύ για μένα, ας μην σε θυμούνται καθόλου.
''Θελω να γινω καλα. Να ειμαι εξω απο εδω. Να ταξιδεψουμε μαζι. Οπως παλια. ''
''Πρεπει να κανεις λιγη υπομονη.''
''Ποση ακομα; Ξερεις ποσα χρονια νοσηλευομαι;''
''Σχεδον 7!''
''Με διαλειμματα!''
''Σιγα τα διαλειμματα!''
''Οταν στα διαλειμματα παυεις την αγωγη σου, τοτε δεν γινεται να βγαινεις!''
Στον δρόμο, φεύγοντας, σταύρωσα με δύο παιδιά. Το ένα σου έμοιαζε, σε εκείνη την φωτογραφία με τους γονείς σου σε μία θάλασσα που δεν θυμόσουν.
''Μονο εσυ μου εχεις μεινει Ορεστη, μονο εσυ με αγαπας αληθινα.''
''Λες χαζα. Εχεις οικογενεια, εχεις φιλους!''
''Οι γονεις μου; Απλα φοβουνται. Δεν βλεπεις τον φοβο στα ματια τους ; Φοβουνται μην πονεσουν που γινονται ρομποτ. Με εκλεισαν σε μια φουσκα, μη τυχον και παθω κατι. Με παρατησαν εδω μεσα.''
''Εχεις τοσες φιλες Ιασμη, απο την σχολη, την Τατιανα-''
''Φιλες! Ας γελασω! Δεν μ' αγαπουν!''
''Σε λατρευουν! Τοσα χρονια δεν σου εχουν σταθει; Δεν ερχονται; Δεν μιλατε καθε μερα;''
''Δεν με κοιτανε οπως εσυ Ορεστη. Κανεις δεν με κοιταει οπως εσυ...''
''Οπως εγω;''
''Σαν να ειμαι φυσιολογικη, απλα η Ιασμη.''
Και με ρώτησαν: "τί τον είχες;"
Αφηνει δυο φιλια στα κλειστα του ματια.
''Το γαλαζιο ειναι δικο μου, το ξερεις;'' τον κοροιδευε.
"Δικο σου;''
''Ναι, ολοδικο μου, ειναι σαν καθρεφτης των δικων μου.''
''Αρα μπορω να το κρατησω;''κοροιδευει.
"Ναι.'' γερνει πανω του.
''Για να με θυμασαι καθε φορα που θα κοιτιεσαι στον καθρεφτη.''
Ρώτησαν εμένα τι σε είχα!
''Σ'αγαπω. Και ξερεις γιατι;
Γιατι νιωθω οτι εγω κι εσυ ειμαστε φτιαγμενοι απο το ιδιο υλικο. Ιδια μαλλια, ιδια ματια, ιδια ψυχη. Νιωθω οτι κουβαλας ενα μερος του εαυτο μου και εγω ενα μερος πολυ δικο σου. Αυτο δεν θα το χασουμε ποτε ετσι; Μου το υποσχεσαι Ορεστη μου;''
''Στο υποσχομαι. Δεν θα το χασουμε ποτέ.''
Πεταει το λευκο τριανταφυλλο του. Ιδιο με εκεινο που ειχε πεταξει στην Ελενα.
Μονο που τοτε εκεινη εστεκε διπλα του τρεμοντας.
Δεν θυμαμαι το προσωπο της.
Τους είπα πως ήσουν το όνομά μου.
Από δω και πέρα πια, μπορούν να με φωνάζουν όπως θέλουν.
Η Τατιανα γερνει προς το μερος του Γιαννη και κλαιει με λυγμους. Ο Ορεστης πνιγετα. Δεν χαιρεταει, δεν αντεχει.
''Θα σε βρω σπιτι αργοτερα.''
-----------------------------------------------------------------------
''Δεν επρεπε να τον αφησουμε να παει Πετρο!'' η Νεφελη περπαταει πανω κατω στο διαμερισμα του Ορεστη.
Η Κυβελη καθεται στην μια πλευρα του καναπε ενω ο Πετρος στην αλλη.
Δεν ηθελαν να φανει σαν να τον λυπουνταν.
''Ειναι μεγαλος αντρας, δεν μπορουμε να τον νταντευουμε Νεφελη.'' ο αντρας της πινει καφε προσπαθωντας να φανει ηρεμος.
Οι λεξεις του φαινεται να πυροδοτουν ενα μεγαλο κυμα θυμου στην γυναικα του.
''Μεγαλος αντρας. ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΤΡΑΣ. Εισαι σοβαρος; '' της φαινεται αδιανοητο.
''Ειναι 25 χρονων, και δεν λεω οτι ειναι ευκολο για εκεινον, αλιμονο δεν θα ηξερα τι θα εκανα στην θεση του, αλλα πρεπει να σφιξει τα δοντια, να θρηνησει και επειτα να προχωρησει.''
Η Νεφελη τον κοιτα βλοσηρα.
"Εισαι σκληρος μαζι του.'' βουρκωνει.
Ειναι ενας καυγας με τα ματια.
''Εσυ εισαι πολυ ελαστικη μαζι του. Εσυ τον προετρεψες να διατηρησει την σχεση εξ αποστασεως, εσυ του επαιρνες εισιτηρια για να επιστρεφει καθε δευτερο σαββατοκυριακο. Εσυ οταν αρρωστησε δεν του μιλησες σκληρα, εσυ δεν με αφησες να του τα πω οπως ηταν.Ακουγα την μουρμουρα σου, οτι ηταν λαθος, μα στην τελικη ξερεις τι; Δεν ηταν λαθος! Εκανε κατι που τον τιμαει, της σταθηκε οπως επρεπε για χρονια. Και αν πρεπει να πνιγει σε τυψεις και ενοχες, θα ειναι τυψεις μιας κουταλιας κουταλιας νερου.''
Η Νεφελη τον κοιταζει εξαλλη. Ανοιγει το στομα να του πει κατι, μα συντομα το μετανιωνει. Φευγει με μεγαλες δρασκελιες απο το δωματιο. Η Κυβελη νιωθει αβολα, κι ας ειναι θεωρητικα στο 'σπιτι της'.
Ο αντρας διπλα της ξεφυσαει.
Περναει ωρα, υπερβολικα πολλη ωρα. Αρκει για μια κηδεια, εναν καφε, αρκει για μια μεγαλη εξομολογηση, αρκει για βολτα μετα.
Αρκει για να γινει κατι πολυ κακο.
Τον ειχαν παρει αμετρητα τηλεφωνα, απειρα.
Η Κυβελη κρατουσε την ανασα της και στεκοταν διπλα στην μπαλκονοπορτα, εκει που επιανε καλυτερο σημα.
Φυσικα ειχαν μαζευτει ολοι εκει. Λες και θα εδιναν λυση στο προβλημα.
''Να βγουμε να τον ψαξουμε!'' ο Βασιλης προτεινε για τριτη φορα.
''Και τι κωδικο θα στειλεις;'' Η Φαιη τον αποπηρε.
''007, μυστικες υπηρεσιες!'' η Ερμιονη ρολλαρε τα ματια της.
Ο Γιαννης στην κουζινα επαιρνε τηλεφωνο σε νοσοκομεια μαζι με τον Κωνσταντινο.
Η κυρια Νεφελη ειχε εξαντλησει τον εαυτο της να προχωραει πανω κατω στο σπιτι, ενω ο κυριος Πετρος εμοιαζε πιο ησυχος, σαν να ηξερε οτι τιποτα πρακτικα κακο δεν του ειχε συμβει.
Ο Ιακωβος περιμενε στο πατρικο τους, μηπως και παει απο εκει, ενω η Φαιδρα ειχε ηδη προφτασει τα νεα στους γονεις της, με τους οποιους η Κυβελη δεν ειχε ανταλλαξει ουτε ευχες για το νεο ετος.
''Κατι εχει παθει! Το νιωθω!'' η μητερα του που μολις ειχε καθισει αναφωνησε και πεταχτηκε παλι ορθια, οταν δεν απαντησε ουτε σε εκεινη την κληση της.
Στα λογια της η Κυβελη βουρκωσε και γυρισε απο την αλλη.
''ΝΕΦΕΛΗ ΦΤΑΝΕΙ!'' ο Πετρος χτυπησε το χερι του στο τραπεζι του σαλονιου και σιωπη επεσε στο σπιτι. Η Φαιη, που καθοταν διπλα του πεταρισε τις βλεφαριδες της τρομαγμενη.
''Προκαλεις πανικο, παραπανω απο οσο χρειαζομαστε αυτη τη στιγμη. Η ωρα ειναι μονο 4, λειπει 7 ωρες, οταν αρχισει να νυχτωνει θα προβουμε σε πιο δραστικα μετρα, μεχρι τοτε δωστε του λιγο χωρο, αφηστε τον να αναπνευσει! Εχασε την κολλητη του, την πιο παλια του φιλη,την αγαπη του!''
Στην τελευταια του λεξη η Κυβελη πηρε βαθια ανασα, χρειαζοταν τσιγαρο, επειγοντως.
Ακουστηκε το κλειδι στην πορτα, ο ηχος που εκανε 8 ατομα να παψουν.
Ανοιξε αργα και μεσα στο σπιτι μπηκε ενας αγνωστος αντρας που τους εκανε ολους να πισωπατησουν.
Ποιος ειναι αυτος;
Η Κυβελη ενιωσε βρωμικη στην πρωτη σκεψη της, και την δευτερη... και την τριτη.
Ηταν ισως ο πιο ομορφος αντρας ειχε δει ποτε της. Φορουσε μαυρα δερματινα σκαρπινια, σαν εκεινα του Ορεστη, μαυρο υφασματινο κουστουμι και απο μεσα ενα λευκο πουκαμισο. Της φανηκε περιεργο το ποσο εμοιαζαν τα ρουχα του με εκεινα του αγοριου της.
Ο αγνωστος μπηκε μεσα και το φως επεσε στο μισο προσωπο του.
Ηταν ψηλος, γεροδεμενος, και αν τολμουσες να κοιταξεις το προσωπο του, διεκρινες μια σκληρη μασκα, αδιαπεραστη και αμειλικτη...κι ομως σου προκαλουσε δεος.
Ειχε γενια δυο ημερων, και τα χειλη του, μαλακα και απορθητα εμοιαζαν ενα αβατο μερος, σαν να μην επιτρεπε σε καμια να τον φιλησει.
Εκανε ενα μονοπατι ένοχης απολαυσης κοιτωντας τον, ξεροντας οτι απαταει το αγορι της.
Αλλα πως μπορουσε να μην τον κοιταξει; Ηταν θεϊκος, αγερωχα παρελαυνε σαν να προσγειωθηκε απο το αρμα του Ηλιου κατευθειαν στην γη.
Τα ματια του ηταν περιεργα, ως επι το πλειστον γαλαζια.Ετσι σε κοροιδευαν στην αρχη...αν εκανες ενα βημα πιο κοντα θα εβλεπες οτι ειχαν πρασινο μεσα τους, ειδικα το ενα.
Η Νεφελη αναφωνησε και η Φαιη γουρλωσε τα ματια της.
''Αγορι μου...''
Τον ηξεραν;
Η Κυβελη περιμενε τον αντρα να βγει εντελως απο το σκοταδι του διαδρομου.
Αν και υπεθετε οτι ολοι οι μαυροι αγγελοι εκει ανηκαν.
Ο αγνωστος αντρας, που της εκλεψε την καρδια ειχε μαλλια κοντοκουρεμενα, σχεδον στρατιωτικα, βλεμμα αυστηρο και αναστημα αγερωχο, την κοιταξε στα ματια.
Γαλαζιο, πρασινο και καφε.
Ο κροτος της κουπας της που εγινε θρυψαλλα στο ξυλινο πατωμα ηταν που την ξυπνησε.
Εκεινος απεναντι, ηταν αναμφιβολα ο πιο ομορφος αντρας που ειχε αντικρισει ποτέ στην ζωη της.
Μα δεν ηταν ο Ορεστης...γιατι ο Ορεστης της ειχε μπουκλες και χαμογελο με λακκάκια.
Θεωρια υπ'αριθμον 51 : Η θεωρια της μελισσας (Επιλογες που σκοτωνουν)
Παντοτε φοβομουν τις μελισσες.
Μικρη με ειχε τσιμπησει μια σε μια πισινα (διχως καν να την πειραξω!)
Με επιασε η μαμα μου απο το χερι και με τραβηξε πιο κει.
''Κοιτα την ομως! Σε τσιμπησε και πεθανε! Εκεινη τιμωρηθηκε!'' πηγε να με κανει καλυτερα.
Μα αυτο δεν εγινε.
Γιατι εκτοτε κοιτουσα τις μελισσες με αλλο ματι.
Πεθαιναν για να προκαλεσουν εναν στιγμιαιο πονο.
Η εκδικηση γινοταν ο αυτοσκοπος και θανατος τους.
Και παντα αναρωτιομουν, μα πως γινεται; Να θες να πεθανεις μονο και μονο για να πονεσεις καποιον;
Πως γινεται αυτος ο πονος να ειναι τοσο σημαντικος που να επισκιαζει τον θανατο σου;
Εκλεισα τα ματια και επεσα πισω, στο βαθυ σκοταδι μιας προηγουμενης ζωης, παλιας και ξεχασμενης, που εγω κι εσυ υπηρξαμε εραστες.
Η αυλαια πεφτει αγαπη μου.
Σε κοιτω να πινεις το κοκκινο κρασι σου, να βρεχεις με αυτο τα χειλη που τολμησαν αλλη να φιλησουν.
Ατρωτος και αγερωχος ο βασιλιας του βορρα, που επεσε στα διχτυα της αγαπημενης του παλλακιδας, και να που τωρα με κοιτας προσπαθωντας να μαθεις αν ξερω.
Αν ξερω οτι στα ιδια εκεινα σεντονια που με εμενα ατιμασες την βασιλισσα, τωρα να με προδιδεις.
''Βασιλισσα μου; Νιωθεις αδιαθετη;'' πινεις λιγο ακομα.
Και εγω χαμογελω αινιγματικα, αυτο ερωτευτηκες σε εμενα αλλωστε, το μυστηριο.
Σε κοιτω λοιπον να χλωμιαζεις, να βηχεις και να πνιγεσαι, να παλευεις για μια ανασα που δεν ερχεται ποτε.
Στα ορια του θανατου σου εγω γελω, γελαω γιατι ποτε αλλοτε δεν με κοιταξες με τοσο δεος, με οσο μου αξιζε. Εμενα! Που θυσιασα τα παντα!
Που σου υποταχθηκα και σου δοθηκα εξ ολοκληρου!
Σε εσενα τον αχαριστο δινω και τον πιο ηρωικο θανατο απο ολους, εκεινον απο το χερι του εραστη σου.
Σε σκοτωσα!
Ειδες; Τα καταφερα!
Πεφτεις απο τον θρονο σου και σπαρταρας στο εδαφος, σαν ταχα να ανηκες σε αλλο κοσμο με αλλο οξυγονο.
Και γελαω, νιωθω αδεια, οσο το δηλητηριο ρεει, και πιο αδεια.
Μεχρι που το χρωμα μου εγινε λευκο, σαν πανι, σαν ασβεστης, σαν αφαιμαξη λευκο.
Και πεφτω πλαι σου και σε κοιτω, με τοση αγαπη και λατρεια!
Γιατι σε αυτο τον κοσμο ουτε ηρθαμε, ουτε ζησαμε, αλλα αγαπημενε μου, θα φυγουμε μαζι!
Οπως και οταν εγω το πω.
Γιατι μεσα σου κουβαλας ενα κομματι δικο μου,το δηλητηριο σου.
Το αιμα μου.
Ciao Bellas!!
Πως ειστε τι κανετε;
Αυριο αλλαζει ο χρονος!! Εμεις θα τα πουμε με το νεο ετος, που ελπιζω να μας βρει ολους καλυτερα, ή εστω του χρονου τετοια εποχη να μας αφησει καλυτερα...
Ξερω οτι ηταν ενα στεναχωρο κεφαλαιο, μα ετσι κυλαει η ιστορια.
Ο Ορεστης θρηνει, ποναει.
Η Κυβελη δεν ξερει τι να κανει.
Εκοψε τις μπουκλες! Σε καποια δεν αρεσαν και να που εφυγαν! Κατι αλλο συμβολιζει αυτο...
Πως σας φανηκε παρολα αυτα;
Ειδαμε αρκετα παρελθον το ξερω!
Στα επομενα θα δουμε πολυ απο ζευγαρια.
Γενικα ερχονται κεφαλαια με πολλες διαδοχικες διαφορετικες σκηνες! Ετοιμαστειτε.
Να ξεκουραστειτε και να σας αγαπατε! Βαλτε κατι κοκκινο και καντε μια ευχη λιγο πριν το '1'
Σας αγαπω πολυ.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top