Καλύτερα να μην αρχίσεις ποτέ παρά να μην τελειώσεις ποτέ.
Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κ. Καβάφης
Ρε παιδι μου,
κοιτα,
Εγω ηθελα να ζησουμε πολλα μαζι.
Σε ειδα για πρωτη φορα και φανταστηκα τις καλυτερες μας μερες,
τις χειροτερες, τις συναρπαστικες, τις καθημερινες, αυτες που θα αναπολουσα.
Ηθελα να με ξυπνας νωρις με καφε και φιλι,
να σε αφηνω ξαγρυπνο το βραδυ με τις ιστοριες μου απο την μυθολογια,
να με εξοργιζει η χαλαροτητα σου απεναντι στην υστερια μου,
να σε χαζευω να οδηγεις.
Να με κρατας απο το χερι για να περασουμε τον δρομο, να με αγριοκοιτας και να απορεις.
"Που εμπλεξα;"
Να ανεχεσαι τις επτα διαφορετικες προσωπικοτητες μου, την απεραντι κυκλοθυμια μου, και εγω να κανω υπομονη απεναντι στα 'δικα σου΄που σε πιανουν και σε αφηνουν.
Μα τα αγαπω τα 'δικα σου', ετσι σκεφτηκα οταν σε ειδα για πρωτη φορα, διχως να σε ξερω.
Εφυγες.
Και δεν υπαρχουν λεξεις για να με πεισουν,
πως δεν θα επιστρεψεις.
Εμενα,
που εξυψωνω τον ερωτα που δεν προφτασαμε να ζησουμε.
Και κρατιεμαι,
ισορροπω,
πανω σε ενα σκοινι υπομονης και αρνησης.
Ποτε κοιτω κατω και παγωνω, ποτε μπροστα και φοβαμαι.
Γιατι παντου βλεπω κενο.
Μα τραβαω την αγκαθωτη κλωστη που μας ενωνει,
μεχρι να μην αντεχεις αλλο,
μεχρι να μην μπορω,
Μεχρι τα χερια μου να ματωσουν απο το αιμα σου.
Κι υστερα, σαν με βαρεθεις,
να με τιναξεις απο επανω σαν σκονη που επεσε στην μπλουζα σου.
Σαν μια βουβη προσταγη, πως φτανει, τωρα αλλο δεν θες.
Και υποσχεθηκα να κλεισω σε ενα κουτι την στιγμη αυτη,
που θα σε εχω μα δεν θα σε θελω.
Να την κρατησω για παντα και να την κοιτω, να φουσκωνει ο εγωισμος μου,
να ξεχνω οτι ειναι γεματος τρυπες και μπαλωματα.
Εκεινη, ειπα, θα ειναι η στιγμη της εξαθλιωσης του χρωματος που εβαψα τον ερωτα,
(του χρωματος των ματιων σου.)
Και γυρισες.
Κοιταχτηκαμε στα ματια και γελασα,
δυστυχισμενη που η ζωη ειναι αδικη.
Γιατι η στιγμη που περιμενα εφτασε,
εσυ με ηθελες,
κι εγω ακομη πιο πολυ.
Άκουσε την φωνή της πριν την δει και αυτό τον τάραξε ακόμη πιο πολύ. Γέμισε την καρδιά του με μια περίεργη ακαθόριστη ανυπομονησία, τόση, που αν είχε ουρά θα τον έβλεπες να την κουνάει. Η σκληρή και σκοτεινή λογική στο μυαλό του όμως, του υπενθύμιζε ότι απέναντι του δεν θα έβρισκε την Κυβέλη, τουλάχιστον όχι όπως την άφησε.
Μα δεν τον ένοιαζε, ήθελε να την δει, σε όποια και κάθε μορφή της.
Και να τον δει και εκείνη, πόσο είχε αλλάξει, είχε παλέψει, να δει ότι ο άντρας που αγαπούσε είχε καταφέρει να κολυμπήσει στην επιφάνεια του ωκεανού των προβλημάτων του.
Να της αποδείξει ότι άξιζε.
Άξιζαν τα χρόνια που περάσαν χωριστά, άξιζε όλο το σκοτάδι.
Πρώτα αντίκρισε τα κόκκινα μαλλιά της, βρεγμένα και ανάκατα έπεφταν εδώ και εκεί, ίσα που ακουμπούσαν στους ώμους της, και έτσι όπως τα είχε ποτίσει η βροχή είχαν κολλήσει στο πρόσωπο της, οπού αγριεμένο από το μακιγιάζ και την ένταση γύρισε προς το μέρος του.
Σκάλωσε.
Ήταν εκείνη.
Η ίδια γυναίκα που είχε δει στην ίδια πόρτα πριν 4 χρόνια. Βρεγμένη, εκνευρισμένη, αργοπορημένη για κάτι που χάθηκε, πανέμορφη και δροσερή όσο η βροχή που την είχε παρασύρει.
Το λευκό της πουκάμισο είχε γίνει ημιδιαφανο και αγκάλιαζε το στήθος της. Ξεροκαταπιε.
Οι πύρινες τούφες της τον προκαλούσαν να τις αγγίξει, τα τραβήξει τα μαλλιά της απαλά προς τα πίσω και να την αναγκάσει να τον κοιτάξει.
Να σύρει τρία δάχτυλα κατά μήκος του λαιμού της, να αγγίξει την μικρή φλέβα που τρέμει κάτω από το λευκό της δέρμα, κι έπειτα να σφίξει απαλά το σαγόνι της συνθλίβοντας τα χείλη της με τα δικά του.
Και θεέ μου εκείνα τα χείλη.
Πως πέρασε τρία χρόνια χωρίς να τα φιλάει; Χωρίς να χώνει σπαστικά το πρόσωπο του στην βάση του λαιμού της εκεί που το σαμπουάν της πότιζε στο δέρμα και άφηνε άρωμα Κυβέλη;
Δεν ήξερε αν ανέπνεε, μα προσπάθησε να δείξει ότι είναι καλά.
«Σαν να μην πέρασε μια μέρα δικηγορίνα.»
Ο τρόπος που οι λέξεις βγήκαν αβίαστα από τα χείλη του τον έτσουξε, ειδικά το μικρό υποκοριστικό της.
Τα δυο μαύρα ματιά κατάπιαν τα δικά του. Το βλέμμα της τον έπιασε από τον λαιμό και του έκοψε την ανάσα, διαπεραστικό, βαθύ και γεμάτο αναμνήσεις, τον άφησε ξέπνοο να την κοιτά.
Η Κυβέλη μου. Έλεγε και ξαναελεγε μέσα του.
Ήταν συνειδητοποίηση; Ήταν μετάνοια;
Κανείς δεν ξέρει.
Το μόνο που ήξερε ο Ορέστης Νικολαϊδης όταν την κοίταξε στα μάτια 3 χρόνια αργότερα, ήταν ότι δεν θα την άφηνε ποτέ ξανά.
---------------------------------------------------
Μπορεί να πέρασε ένα δευτερόλεπτο, μπορεί και μια ώρα, πάντως τα πάντα στο δωμάτιο έμειναν παγωμένα σε εκείνη την στιγμή που τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και η ιστορία τους βγήκε από τον πάγο που μονοί τους την είχαν φυλακίσει.
Η Κυβέλη δεν μπορούσε να καταλάβει αν είχε ταχυπαλμία, ή αν η καρδιά της είχε σταματήσει εντελώς να χτυπά. Τον κοιτούσε και φλεγόταν ολόκληρη, το μενταγιόν στον λαιμό της έκαιγε, οι αναμνήσεις που είχαν μπλεχτεί στις μπούκλες του και είχαν χαθεί στο χαμόγελο του τώρα παρελαυναν πίσω από τα μάτια της σε μια σειρά από επώδυνες υπενθυμησεις ότι κάποτε υπήρξε ο έρωτας της ζωής της.
«Γεια.» μόνο αυτό κατάφερε να πει και αυτομαστιγωθηκε την ίδια στιγμή.
Γεια; Σοβαρά τώρα; Αυτό είναι το καλύτερο σου;
Κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει.
«Ήρθα για τον γάμο.» ούτε εκείνος ξέρει τι να της πει, θέλει πολλά, μα ξέρει ότι έχει δικαίωμα σε λίγα.
Η Κυβέλη δεν ήξερε τι να απαντήσει σε αυτό, ένιωσε μια έντονη τάση για εμετό, παγωμένος ίδρωτας την έλουσε και αισθάνθηκε μια ζαλάδα να την κατακλυει.
Θα λιποθυμήσω.
Ο Βασίλης, που την είδε να πισωπατα, στάθηκε δίπλα της και πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση της.
«Θα κρυώσεις, πάμε στο μπάνιο.» την τράβηξε προς το μέσα και η Ερμιόνη με την Φαιή ενεργοποιήθηκαν.
«Είναι Απρίλιος-» η προφανής παρατήρηση του Κωνσταντίνου κέρδισε ένα βλέμμα φωτιά από την Ερμιόνη.
«Ναι ναι και εσείς ελάτε να στρώσουμε, Γιάννη, Ορέστη, τελειώνετε!» η ξανθούλα διέταξε και έσπρωξε προς την κουζίνα τον βιολιστή, ανοιγωντας χώρο για να περάσει ο Βασίλης με την κοπέλα.
Το κλίμα είχε εμποτιστεί με ακαθόριστα συναισθήματα.
Το βλέμμα του την έκαιγε και δεν την άφηνε από το οπτικό του πεδίο. Η Κυβέλη προσπαθούσε να βρει την ανάσα της.
Με το που έφτασαν στο μπάνιο, μπήκε μέσα κλειδώνοντας τους άλλους απέξω, έτρεξε στην τουαλέτα, σήκωσε το καπάκι και σχεδόν μελάνιασε τα γόνατα της όταν έπεσε στο πάτωμα και τρέμοντας έβγαλε όταν είχε φάει εκείνη την μέρα.
Ο οργανισμός της απέβαλλε το φαγητό όπως το μυαλό της την σκληρή συνειδητοποίηση.
Επέστρεψε.
Ο κρύος ίδρωτας έσταζε στο μέτωπο της. Προσπαθούσε να συγκεντρώσει το μυαλό της γύρω από την εικόνα του, γύρω από τα ματιά, τα χείλη, την μύτη, τα μαλλιά του.
Μέσα της έκρουσε ένας κώδωνας κίνδυνου.
Ήταν λες και κατέβηκε ένας μοχλός που ενεργοποιούσε όσα τόσο καιρό είχε μουδιάζει.
Έβλεπε πιο καθαρά, ένιωθε πιο έντονα, αισθανόταν τα πάντα πιο τραχιά, πιο σίγουρα κάτω από τα ακροδάχτυλα της. Λες και το αίμα της δεν έφτανε εκεί τόσα χρόνια. Η πόρτα χτύπησε.
«Εγώ είμαι!» ο πνιχτός ψίθυρος της κολλητής της την έκανε να ενεργοποιηθεί.
Είμαι καλά.
Με πόδια να τρέμουν σηκώθηκε από το πάτωμα.
«Ένα λεπτό.» απάντησε σταθερά, ακουγόταν καλύτερα από ότι ένιωθε.
Διαλυμένη ένιωθε.
Σαν να την είχε γεμίσει πληγές, και σαν κατάφερνε να τις κλείσει, ερχόταν και τις άνοιγε πάλι.
Είχαν κλείσει ποτέ;
Άνοιγαν όντως;
Κρατήθηκε από το μάρμαρο του παλιού της μπάνιου και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Τα μαλλιά της ήταν υγρά από την βροχή και είχαν κολλήσει στο πρόσωπο της, το μακιγιάζ της είχε στάξει ελαφρώς και η μπλούζα της είχε βραχεί πολύ.
Έβγαλε πρώτα το βρεγμένο ύφασμα και πήρε μια πετσέτα για τα μαλλιά της. Έψαξε στο συρταρακι για την εφεδρική καινούργια οδοντόβουρτσα και ευτυχώς βρήκε μια κλειστή.
Άρχισε να βουρτσίζει τα δόντια της, αναγουλιάζοντας κάθε λίγο και λιγάκι. Η πόρτα χτύπησε πάλι.
Αυτή τη φορά η Φαιή και η Ερμιόνη δεν περίμεναν να απαντήσει, μπήκαν διστακτικά στο μπάνιο και την κοίταξαν αναμένοντας μια δύσκολη κατάσταση.
Αντί αυτού βρήκαν την κοπέλα σε πλήρη ψυχραιμία.
Έτρεμε, δεν ήταν από το κρύο, μα το πρόσωπο της είχε μια γλυκιά, ήρεμη απάθεια.
Σχεδόν τους χαμογέλασε.
«Καλά είμαι.» δήλωσε και ένιωσε όντως να χαμογελάει, το ένιωθε, η καρδιά της είχε ανοίξει στα δυο, με έναν τρόπου που δεν έσπαγε, μα δεχόταν μέσα της όλο το φως που τόσα χρόνια στερήθηκε.
Ναι, τον κοίταξε και ήταν σαν είδε πάλι τον ήλιο.
Κοίταξε το σουτιέν της.
«Ίσως χρειαστώ μπλούζα βέβαια.»
«Κυβέλη δεν ήξερα ότι θα έρθει από εδώ.» η Φαιη έσπευσε να δικαιολογηθεί και η Ερμιόνη έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Ξεροκαταπιε.
«Πόσο καιρό είναι εδώ; Και πόσο καιρό το ξέρεις;»
Η ξανθούλα ξεφυσάει.
«Είναι εδώ μια εβδομάδα, το ξέρω από προχθές.» η Κυβέλη εισέπνευσε κοφτά.
«Και! Και!» κάνει να την προλάβει, πανικόβλητη σχεδόν.
«Και είχα συμφωνήσει με τον Γιάννη να μην έρθετε σε επαφή, τουλάχιστον μέχρι το αργότερο δυνατόν.»
Δεν ήξερε αν έβρισκε την προσπάθεια της θλιβερή και μάταιη ή γλυκιά και γεμάτη αγάπη.
Ο Ορέστης είχε έρθει ξανά στην Ελλάδα, μια με δυο φόρες. Και αμφότερες προσπάθησε να έρθει σε επικοινωνία μαζί της.
Η κοπέλα είχε δώσει στους φίλους της μόνο μια εντολή: Ποτέ και υπό καμιά συνθήκη να μην του δώσουν τα προσωπικά της στοιχεία.
Έτσι, τις μέρες (πολλές φόρες και εβδομάδες) που ο βιολιστής περνούσε στην Ελλάδα, κυρίως στις γιορτές, εκείνη κανόνιζε να λείπει εκτός Αθηνών, ή αν δεν είχε την δυνατότητα να το κάνει αυτό, κλεινόταν στο σπίτι της και δεν έβγαινε παρά μόνο μέχρι να της στείλει η Φαιή το χαρακτηριστικό μήνυμα: Έφυγε.
Ένα μέρος της- ίσως το μισό- την παρακαλούσε να αφεθεί στην τύχη, να προκαλέσει ίσως την μοίρα της με μια συνάντηση τους. Όχι να πάει να τον βρει! Όχι! Να αφήσει εκείνον να την βρει.
Μα κάθε φορά επικρατούσε εκείνο το άλλο μέρος της, που πικραμένο της θύμιζε ότι ένα βλέμμα του αρκούσε για να φέρει τα πάνω κάτω.
Και κοιτώντας τον εαυτό της στον καθρέφτη είχε δίκιο.
Μια στιγμιαία ματιά και ήταν ερείπιο.
«Παντρεύεστε, είναι ο καλύτερος του φίλος, πρέπει να είναι εδώ.» μονολόγησε προσπαθώντας να βρει λογική σε όλο αυτό και να το απλοποιήσει στο μυαλό της.
Οι δυο φίλες κοιτάχτηκαν. Η Κυβέλη δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να κάνει το θέμα της επίκεντρο σε μια περίοδο που άνηκε αποκλειστικά στην φίλη της.
Τα θέματα της με τον Ορέστη είχαν απασχολήσει την παρέα για πολύ καιρό.
«Θα είμαι καλά.» την διαβεβαίωσε, βλέποντας την Φαιή να την κοιτά δύσπιστα.
Αποφασίζει να ελευθερώσει λίγη ειλικρίνεια.
«Όχι στενές επαφές και είμαι μια χαρά.»
--------------------------------------------
Πέρασαν στο σαλόνι οπού επικρατούσε μια νεκρική σιγή. Ήταν προφανές ότι μεταξύ τους είχαν συναντηθεί πάλι, απλά χωρίς εκείνη, γιατί το κλίμα όταν μπήκε στο σπίτι πριν την δουν ήταν χαλαρό και θύμιζε κάτι από τα παλιά.
Δεν την πλήγωσε αυτό, δεν διάλεγαν στρατόπεδο, απλά τους αγαπούσαν και τους δυο. Ένιωσε χαζή που θα την ενοχλούσε αν του έκαναν πόλεμο.
Φορώντας ένα απλό μαύρο μπλουζάκι της Φαιής και μια φόρμα πήρε ένα μεγάλο ποτήρι κρασί που η φίλη της της είχε έτοιμο στην κουζίνα μαζί με ένα πιάτο και πήγε στο σαλόνι.
Ο Ορέστης καθόταν στην κλασική του γκρι πολυθρόνα, και σχεδόν ασυναίσθητα πήγε να κάτσει πάνω του, γρήγορα όμως το μυαλό της πήρε μια ακόμη στροφή και τον προσπέρασε, κάθισε όσο πιο μακριά γινόταν στον καναπέ.
Κανε πως δεν είναι εδώ.
«Λοιπόν, τι μένει να γίνει;» η φωνή του καθώς, αλίμονο, χαλαρός ρωτάει, της φέρνει γέλιο.
«Και τι δεν μένει!» αποκρίθηκε η Ερμιόνη καθώς έτρωγε ένα κομμάτι πίτσα.
«Μπομπονιερες, λουλούδια και η μισή δεξίωση.» συνέχισε η κοπέλα και η Κυβέλη μπορούσε με την άκρη του ματιού της να δει την Φαιή να τσιτώνει.
«Δεν είναι τόσα πολλά βασικά, θα τα μοιραστούμε μεταξύ μας και θα γίνουν.» δεν τον κοίταξε όσο το έλεγε αυτό, άπλωσε γύρω της το σοκ όμως που επέλεξε να του απευθύνει τον λόγο.
Ολοένα και στένευε ο κλοιός γύρω από τον λαιμό της, τα συμπιεσμένα της συναισθήματα εδώ και δυο χρόνια την έπνιγαν σιγά σιγά. Ο μουδιασμένος της θυμός έγινε οργή και η τιθασευμένη της λύπη έγινε βαθιά θλίψη.
Χρειαζόταν επειγόντως εκείνο το δεύτερο ποτήρι κρασί.
Οπότε αποσύρθηκε στην κουζίνα για μερικές ανάσες ηρεμίας και μερικές γουλιές απελπισίας.
Έχωνε με νεύρο το σίδερο στον φελο όταν ένιωσε τα βήματα του. Άρχισε να φλέγεται ολόκληρη και μια ανατριχίλα κάλυψε το στέρνο της.
«Κυβέλη.» η ψιθυριστή, ήρεμη και τόσο μα τόσο γνώριμα αισθησιακή φωνή του την γέμισε και την άδειασε μεμιάς.
Ένιωσε ένα τρέμουλο στα χέρια της που για να κατευνάσει έσφιξε πιο πολύ το εξάρτημα και το μπουκάλι.
«Τι είναι;» τον ρώτησε καθώς ξεβίδωνε τον φελλό.
Μπορεί να μην τον κοιτούσε αλλά ήξερε ότι ήταν πίσω της. Δεν έκανε κίνηση να την αγγίξει, πράγμα που την ανακούφιζε, δεν ήξερε τι θα έκανε αν την άγγιζε.
«Κοιτά με.» η απαλή προσταγή την έκανε άκαμπτη σαν πέτρα.
«Σε παρακαλώ.» η ήσυχη παράκληση που ακολούθησε όμως την έκανε να λιώσει.
Η χροιά της φωνής του όταν της μιλούσε απαλά την άφηνε αδύναμη και ξέπνοη.
Ακούμπησε το ποτήρι στον πάγκο και το γέμισε με λίγο κρασί, ίσως λίγο παραπάνω από ότι έπρεπε.
Ήπιε μια γερή γουλιά και αφού το ακούμπησε δίπλα της πήρε μια ανάσα και γύρισε προς το μέρος του, για να τον βρει εκεί ακριβώς που τον περίμενε και λίγο πιο κοντά της.
Η ψήλη κορμοστασιά του που την κάλυπτε κατάφερε να της προκαλέσει δέος. Ο Ορέστης από πιο κοντά ήταν ομορφότερος. Ήθελε να κλάψει!
Πιο όμορφος από ότι τον έδειχναν οι οθόνες, πιο όμορφος από ότι τον θυμόταν, πιο όμορφος στα ματιά της από ότι ήλπιζε να είναι.
Η καρδιά της βροντοχτυπούσε σαν να τον γνώριζε τώρα για πρώτη φορά, κι όμως γύρω τους λυσσομανούσαν φλόγες λήθης και βαθιάς μνήμης.
Για λίγο σκάλωσε και εκείνος. Δεν ήξερε τι να της πει.
«Πως είσαι;» φάνηκε να μην μένει ικανοποιημένος με τις λέξεις του.
«Καλά.» απέφυγε να ρωτήσει αν εκείνος ήταν καλά, φαινόταν να είναι.
Μήπως έχει άλλη;
«Έφυγες από το διαμέρισμα.» γρήγορα η ξέπνοη ηρεμία της μετατράπηκε σε θυμό.
Πάντα έτσι γινόταν μαζί του! Του ήταν τόσο μα τόσο εύκολο να κάνει το αίμα της να βράζει σε δευτερόλεπτα.
Έσφιξε τα δόντια. Η ταραχή της τον έκανε να μειδιασει. Το να βλέπει την επιρροή του πάνω της ήταν μια επιβεβαίωση που είχε ανάγκη.
«Στο είχα πει, αν δεν γυρνούσες τότε θα έφευγα.» απέφυγε να συνεχίσει, όλοι ήξεραν άλλωστε τι συνέβη.
Την παράτησε και δεν επέστρεψε.
«Με ξέκοψες από παντού.» ο τόνος του ήταν τραχύς μα έβλεπε στα μάτια του μια θλίψη.
Στο γαλάζιο πετάριζε πάντοτε η θλίψη και στο αριστερό η σπιρτάδα της ελπίδας για επανένωση.
«Σου άξιζε.»
«Μου άξιζε όντως, αλλά ποτέ δεν έκανες αυτό που μου άξιζε, ήσουν ανεκτική.» η ειλικρινεια του την παγώνει.
Της αναγνωρίζει ότι ήταν καλύτερη από ότι του άξιζε; Αυτό σημαίνει ότι όλο αυτό για εκείνον ήταν παρελθόν.
Η σκέψη την φέρνει από το ψύχος στην φωτιά.
Πέφτει ανάμεσα τους σιωπή, από εκείνες που του δείχνουν ότι δεν έχει ειναι τίποτα άλλο να ειπωθεί, κάνει μεταβολή και τα πρώτα δυο βήματα για να φύγει.
Η Κυβέλη παλεύει να κρατησει τις λέξεις μαζί με μια ανάσα. Δεν τα καταφέρνει, σκάει.
«Δεν επέστρεψες. Γιατί;» οι τρεις αυτές λέξεις στροβίλιζαν στο μυαλό της τρία χρόνια τώρα. Οι σκέψεις σαν μέλισσες εγκλωβισμένες σε κουτί βούιζαν και χτυπούσαν από μέσα προς τα έξω για να απελευθερωθούν.
Και επιτέλους τα κατάφεραν
Ο Ορέστης κοκκαλωσε στην θέση του, κοντοστάθηκε για λίγο, σκεπτόμενος τι τον ρώτησε, και ύστερα γύρισε προς το μέρος της,
Η ερώτηση της τον έπιασε απροετοίμαστο. Απάντησε το μόνο που σκεφτόταν.
«Δεν ήμουν έτοιμος.»
«Δεν μου μίλησες.» το παράπονο της τον έκαιγε.
«Θες να πάμε κάπου να συζητ-»
Είχε σκεφτεί πολλές φόρες την έκβαση αυτής της συζήτησης, όποτε επέλεξε αυτό που θα διάλεγε κάθε φορά.
«Όχι, δεν έχουμε τίποτα να πούμε, οι πράξεις σου πριν τρία χρόνια μίλησαν από μόνες τους.» η σκληρή της απάντηση τον επιβεβαιώνει απλά για το πόσο πολύ την έχει πληγώσει.
«Δεν έπρεπε να φύγεις από το σπίτι, ήταν και δικό σου.» σχολιάζει απλά και βάζει τα χεριά μέσα στις τσέπες του τζιν.
Ήταν σαν να πάτησε ένα κουμπί και να τους μετέφερε τέσσερα χρόνια πίσω, όταν ανάγωγα της την έπεφτε σε εκείνη την κουζίνα.
«Ήταν όμως και δικό σου και εγώ δεν άντεχα να είμαι εκεί.» οι απαντήσεις της, ειλικρινείς, έσταζαν δηλητήριο και με κάθε λέξη της ένιωθε όλο και πιο πολύ εκείνον τον κόμπο στο στομάχι να ελευθερώνεται.
Ο Ορέστης έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, αντανακλαστικά έκανε ένα βήμα πίσω. Μα εκείνος έκανε άλλο ένα προς το μέρος της και συμπληρωματικά, σήκωσε το χέρι του απαλά μπροστά της, ακουμπώντας μια τούφα που νωπή έπεφτε στο πρόσωπο της.
Τα δάχτυλα του επιδέξια περάσαν ανάμεσα της και την στριφογύρισαν ανάμεσα τους.
Ο ηλεκτρισμός της παρολίγον επαφής τους δέρμα με δέρμα της προκαλούσε ρίγη.
«Έκοψες τα μαλλιά σου Κυβελακι.» παρατήρησε νοσταλγικά.
Η καρδιά της σαν φουσκωτό που πάνω του χοροπηδούν παιδιά άλλαξε εκατό σχήματα και μορφές.
«Άλλαξα.» τον διόρθωσε.
Ήθελε να το ξέρει, ότι ο παλιός εαυτός της, εκείνος που άφησε πίσω και εγκατέλειψε, είχε χαθει.
Ο βιολιστής κούνησε το κεφάλι του γνέφοντας αρνητικά.
«Μπαα, ίδια και απαραλλαχτη, όπως ακριβώς σε άφησα δικηγορίνα.» Το υποκοριστικό μόνο δεν βοήθησε με τις αρρυθμίες της.
«Μην με λες έτσι.» τον μάλωσε κοφτά.
Το χαμόγελο του μεγάλωσε, απέκτησε λακκάκια και ένα φωτεινό λευκό στην μέση. Έλιωσε επί τόπου. Το χέρι του έφυγε από τα μαλλιά της και ακούμπησε το μάγουλο της.
Ήταν μια επαφή που προσπαθούσε χρόνια να θυμηθεί και να κρατήσει στην μνήμη της, μα δυστυχώς είχε ξεχάσει.
Μα σαν ήρθαν πάλι δέρμα με δέρμα, αμφότεροι πήραν φωτιά. Ο στατικός ηλεκτρισμός ήταν ανεπαίσθητος, μα ούτε εκείνη απομακρύνθηκε, ούτε αυτός πήρε το χέρι του από πάνω της.
«Άσε με.» δεν έκανε κίνηση να απομακρνυθει.
«Μου έλειψες.» της ομολογεί.
Εκεί η Κυβέλη νιώθει την ανάσα της να πέφτει βαριά στο κενό, η καρδιά της κάνει ελεύθερη πτώση στο στομάχι της.
Πως τολμαει;
Αυτό που της λεει την καιει και την ταραζει τοσο, που το χερι της φευγει αστραπιαια στο μαγουλο του, για να του κλεισει το στομα. Η επαφή με το δέρμα του,μαλακό με σκληρές τρίχες από γενιά μερικών ημερών, αλλά κύτταρο προς κύτταρο γνώριμο, πιο πολύ πόνεσε την ίδια.
Το χαστουκι είναι ηχηρο, στο μυαλό της εκκωφαντικό, και η ανάσα της, που τρεμουλιαστή απελευθερώθηκε από το στήθος την άφησε να σπαρταράει απέναντι του σαν ψάρι έξω από το νερό. Ακόμα καλά καλά δεν είχε κατεβάσει το χερι της, που υψωμένο ανάμεσα τους έτρεμε όσο και η ίδια. Πονούσε.
Ο Ορεστης γύρισε προς το μέρος της, μια μικρή κοκκινίλα υπήρχε στο μάγουλο του. Τα μάτια του είχαν πάρει τις πιο βαθιές αποχρώσεις τους. Το σαγόνι του ήταν σφιγμένο και ο τένοντας του έτρεμε.Το χερι του έφτασε το δικό της, η παλάμη του τυλίχτηκε γύρω απο τον καρπό της και σαν να το ήξερε, σαν το άλλο της χερι πήγε να ελευθερώσει το πρώτο, έπιασε και αυτό. Τα έσφιξε και τα δυο απαλά.
«Τελευταία φορά.» συριζει κάτω απο την ανάσα του. Η βαθιά ηδονική φωνή του την μαστιγώνει. «Μου έλειψες.» επαναλαμβάνει και την στιγμή που πάει να τραβηχτεί, εκείνος την σφίγγει απο τα χέρια.
Μου λείπεις. Λείπεις από εμένα.
Τώρα ; Σου λείπω τώρα; Που με είδες και μετάνιωσες; Σου λείπω επειδή σε τιμώρησα που δεν γύρισες;
Ή σου έλειπα πάντα ; Από την πρώτη στιγμή που έφυγες και κάθε λεπτό έπειτα. Σου λείπω από την στιγμή που απομακρύνθηκες δίχως να φύγεις ; Έτσι σου λείπω;
«Άσε με.»
«Κυβέλη δεν πέρασε μέρα που να μην σε σκεφτόμουν.»
Έκανε ένα βήμα πίσω, πιο πολύ γιατί δεν άντεχε την επαφή τους, το καυτό του άγγιγμα την πονούσε πια.
«Είπα άσε με!» ύψωσε λίγο τον τόνο της φωνής της.
Κόλλησε στον πάγκο και αυτός την φυλάκισε δίχως να την καλύπτει με το σώμα του, τα χέρια του ήταν δεξιά και αριστερά της και ο κορμός του απέναντι της.
«Γύρισα, έγινα καλά και γύρισα.» έγειρε προς το μέρος της.
Η ανάσα της μπλέχτηκε σε ένα σωρό καρδιοχτύπια και κάπου χάθηκε εντελώς.
Πάλευε να έρθει στην πραγματικότητα, στα λογικά της, μα η πραγματικότητα ήταν εκείνος που έγερνε προς το μέρος της για να την φιλήσει.
Να την φιλήσει!
Ούτε που θυμόταν πως έμοιαζε αυτό.
Πόσο ήθελε να το νιώσει! Σχεδόν αναριγούσε στην σκέψη των καυτών χειλιών του με άρωμα κανέλας να αγκαλιάζουν τα δικά της, η γλώσσα του να διεκδικεί το στόμα της, η καυτή ανάσα του να την κάνει να ασθμαινει.
Προσπαθούσε να κατευνάσει την αναπνοή της που γινόταν ακαθόριστη και κοφτή.
Ο Ορέστης χαμογέλασε αυτάρεσκα, θριαμβευτικά, υπήρχε ακόμα κάτι! Ήταν εκεί! Από την χαρά του ήθελε να την πιάσει και να την φιλήσει, μα ήξερε πως δεν θα ήταν τόσο εύκολο.
«Εγώ και εσύ έχουμε τελειώσει Ορέστη.» σήκωσε το βλέμμα από τα χείλη του και κοίταξε στα μάτια του.
Την τσάκισε το γαλάζιο και το πράσινο την ξελόγιασε. Της χαμογέλασε.
«Τότε υποθέτω θα τα πούμε την άλλη εβδομάδα, για τις μπομπονιερες...» έγειρε κι άλλο προς το μέρος της, ακίνητη περίμενε να την φιλήσει, σχεδόν είχε κοκκαλωσει, δεν μπορούσε να πάρει ανάσα.
Η καυτή του ανάσα χτύπησε στο αυτί της.
«Ε κουμπάρα;»
Είδε τις μικρές τριχουλες να ανασηκώνονται στον αυχένα της.
Στο οσφρητικό της πεδίο έφτασε το άρωμα που απαρνιόταν για χρόνια, η κανέλα.
Απομακρύνθηκε αφήνοντας την ένα ερείπιο στην κουζίνα, με γόνατα να τρέμουν και το κρασί στο χέρι.
Ήθελε να κλάψει μα η καρδιά της χτυπούσε πιο δυνατά από ποτέ. Μια σκεψη βούιζε στο κεφάλι της, μια σκέψη που αναζοπύρωσε τις στάχτες του παρελθόντος.
Αναθεματισμένε βιολιστή της κακιάς ώρας.
Και το μυαλό της σάστισε στην συνειδητοποίηση.
Θεέ μου, επέστρεψε
Και μια μερα, το υποσχομαι, θα φυγω και δεν θα γυρισω πισω.
Τοτε ισως τα βραδια να κοιμαμαι ηρεμη.
Κι αν οχι,
οταν θα ξυπναω τρομαγμενη,
μια νυχτα διχως τελος,
απο εναν εφιαλτη, απο εκεινους που με ριχνουν στο κενο,
Ισως στην ακρη του κρεβατιου, να ειναι εκει.
Κουλουριασμενη καπου στην ακρη, με δακρυσμενα ματια,
αυτη που ημουν, να με κοιταξει γεματη χαμενη ελπιδα και με παραπονο να ψιθυρισει :
"Εγω τον περιμενα."
Αφιερωμενο στα αιωνια αγαπημενα μου κοριτσια : myrtiloo zeta_pap maria_nik88 WrittenFlower angel_st4 BlackSeaWolf MargieXn
Σας ευχαριστω για την αγαπη.
Ciao Bellas!!
Πως ειστε κοριτσια;
Δεν θα πω πολλα. Απλα οτι γυρισε, και να τος!
Και η αντιδραση, αναμενομενη;
Θα ειναι σιγουρα ο γαμος της χρονιας.
Σας φιλω γλυκα
Σας αγαπω πολυ.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top