Και οι λέξεις φλέβες είναι, μέσα τους κυλά αίμα.
Μόνο οι άστατοι γνωρίζουν τις χαρές της αγάπης. Οι σταθεροί γεύονται την τραγωδία της.
Oscar Wilde, 1854-1900
Τεταρτη βραδυ, βαρεμαρα, χαλαρο κρασι στο στεκι.
Μεσα Σεπτεμβρη, απνοια.
Η μια μου φιλη φλερταρει ασυστολα με τον νεαρο απο την παρεα απεναντι. Η αλλη κλαιγεται για τον χωρισμο της.
''Κοριτσια ελατε απο εδω να γνωριστειτε!'' φωναζει η πρωτη.
Καμια ορεξη δεν ειχα. Κοιταζω την Χ.
''Θα την παω σπιτι σιγα σιγα, ηπιε αρκετα.'' προφαινομαι και αφηνω λεφτα στο τραπεζι.
11.30 ωρα εληξε η μερα μου.
''Αλεξανδρος, χαρηκα.''με προλαβε.
Απο πανω μεχρι κατω τον κοιταξα. Καθολου ο τυπος μου. Τρεις ωρες κατσαμε ακομα, γλωσσα δεν εβαλε μεσα του. Κι οσο πιο πολυ μιλουσε, τοσο πιο πολυ διαφεραμε.
''Θελω να βγουμε οι δυο μας.'' μου δηλωσε οταν επιτελους χωριστηκαμε για την επιστροφη.
''Δεν βρισκω το λογο.'' του ξινισα.
Και πηγαμε για καφε. Εκεινος διαλεξε το μερος και την ωρα, μου κακοφανηκε στην αρχη, αλλα καταβαθος με γοητευε.
''Εισαι πολυ ομορφη οταν δεν ξινιζεις.'' μου ψιθυρισε το δευτερολεπτο πριν με φιλησει, τον δαγκωσα αντι να του απαντησω.
Κι ενω περασα καλα δεν ανταποκριθηκα στα μηνυματα, φοβομουν, σαν να υπηρχε μια φωνη στο κεφαλι μου που να μου ελεγε οτι θα βαρεθει και θα φυγει.
Δεκα μερες μετα με εσυραν παλι σε κοινη εξοδο. Στις 3 το πρωι βρεθηκαμε εξω απο το μπαρ να καπνιζουμε ο καθενας στην γωνια του. Ζαλιζομουν τοσο που καθισα στο πεζοδρομιο. Εριξε την ζακετα του πανω απο τους ωμους μου και καθισε διπλα μου.
Και μιλησαμε διαφορετικα, οχι τυπικα, για σχολες ,μαθηματα, παρεες, διακοπες.
Μου ειπε για το πως αρχισε το καπνισμα και του εκμυστηρευτηκα οτι το κανω κρυφα. Διχως να το σκεφτω ξεστομισα οτι το καψουροτραγουδο που επαιζε πριν μου θυμισε τον πρωην μου και αντι να μορφασει γελωντας απαντησε οτι ειχε αφιερωσει σε μια κοπελα που ηθελε το ιδιο.
Τον συμβουλεψα να δοκιμασει με ποιημα την επομενη φορα και κοροιδεψε ελαφρως την ποιηση που τοσο λατρευα. Και βρεθηκαμε καπως ετσι, λιγο ζαλισμενα, λιγο τραυλα και χαζά να μιλαμε για ποιηση, υστερα για κλασικους, να του εξηγω για τις αντικρουομενες κοσμοθεωριες του Τολστοι και του Ντοστογιεφσκι και εκεινος να διαφωνει. Να υποτιμά τον δευτερο, να τρελαινομαι που δεν εχει επιχειρηματα, στο τελος να τα παραταω.
Και πηγε η ωρα 7, βγηκαν οι αλλοι εξω ψαχνοντας. Φυγαμε. Οταν μου ζητησε εκεινη την φορα να βγουμε παλι, ειπα αμεσως ναι.
Τρεις μηνες ολο ραντεβου. Καφεδες, φαγητο, σινεμα. Με πηγε σπιτι του και μου εδειξε τις αφισες του.
"Νομιζα οτι ειχε περασει η εποχη τους.''
Και εφτασε ο Δεκεμβρης, ενωθηκε η παρεα για γιορτες και βαλαμε ταμπελα. Σχεση.
Ξαφνου σε ολους φαντασε αταιριαστο, και σαν να εβαλα και εγω γυαλια φανταζε και σε εμενα.
Μα δεν εβγαλα λεξη.
Αντι να διαβαζω για εξεταστικη, του διαβαζα Πολυδουρη για να του αποδειξω οτι υπαρχουν ακομη μεγαλοι ερωτες. Ξαπλωνε ανασκελα με κλειστα τα ματια και καθε φορα που ενιωθε αβολα απο τις λεξεις εκανε πως ροχαλιζει.
Με συνηθισε στο πικαπ και τα βινυλια, μου θυμισε ποσο αγαπω το ραδιοφωνο και μου ελεγε χαζα ανεκδοτα οταν εκλαιγα για την σχολη.
Ο Ιανουαριος μας βρηκε στο διαμερισμα του, καπου στην Νεαπολη, να μου κραταει βιβλιο με πρακτικα συνθεσης Αστικου, να κανει μορφασμους με τις απαντησεις μου και να γελαω.
Την ημερα που εκλεινε τα 22 κλειναμε 5 μηνες, του πηρα εναν δισκο των Pink Floyd και μεσα στην σακουλα τρυπωσα ενα αντιγραφο απο το Μονογραμμα του Ελυτη.
Ειχα χαθει απο σοσιαλ μιντια, παλιες παρεες και πρωην, ημουν ευτυχισμενη.
Αρχισε το τριτο ετος και επιασα δουλεια σε δικηγορικο γραφειο, το μισουσα μα ταυτοχρονα το ειχα αναγκη, ταιζε την ανεξαρτησια μου.
Ενα απογευμα, ηταν Μαρτιος, διαβαζα στο γραφειο του, και απο την αλλη ακρη των 32 τετραγωνικων που αγαπησα, με ρωτησε
''Θες να μεινεις εδω;''
Αρχες Απριλιου βρηκα το θαρρος να το πω στους γονεις μου και 16 του ιδιου μηνα στριμωξα τα ρουχα μου διπλα στα δικα του, τα βιβλια μου πλαι στα κομιξ του και την Μποφιλιου πανω απο τους Led Zeppelin.
Περιεργη συγκατοικηση, βλεπομασταν λιγο, ηταν σαν να ζει ο καθενας μονος του. Εκεινος εφευγε μεσημερι και γυρνουσε βραδυ, ενω εγω τα πρωινα ελειπα μεχρι και δεκα λεπτα πριν ανοιξει την πορτα.
Μου μαγειρευε για οταν γυρνουσα το μεσημερι και του αφηνα ενα σκεπασμενο πιατο το βραδυ.
Κυριακη πρωι ξυπνουσα απο το ραδιοφωνο.
Βγαιναμε στα 5 τετραγωνικα και παιζαμε ταβλι. Ολο το διαμερισμα μυριζε καφε φουντουκι και σφολιατες απο τον φουρνο απεναντι.
Δεκα μηνες μεσα στην σχεση οταν εσωσε ενα γατι που επεσε στον υπονομο. Τον βγαλαμε Γκλιμορ απο τον αγαπημενο του κιθαριστα. Ειχαν μια σχεση περιεργη και ενιωθα παραταιρη. Δεν εβγαλα ομως λεξη.
Ιουλιο πηγα στην ορκωμοσια του, γνωρισα την μαμα του και δειλα δειλα σταθηκα διπλα του για φωτογραφια,οταν το απαιτησε. Μια δεχτηκε να βγαλουμε ολη κι ολη. Κι αναρωτηθηκα τι θα εδειχνε στην γυναικα του απο την μερα αυτη αν τον ρωτουσε.
Τελη του καλοκαιριου ειχαμε βγει ολη η παρεα για ποτο, που κατεληξε σε μεθυσι οταν μου εξομολογηθηκε οτι δεχτηκε υποτροφια για μεταπτυχιακο στην Δανια.
Πηρα αδεια τον Αυγουστο, μα δεν παιξαμε ουτε μια φορα ταβλι στο μπαλκονι, ουτε βαλαμε ραδιοφωνο, δεν μαγειρεψε ο ενας στον αλλον, ουτε του διαβασα ποιηση.
Σεπτεμβρης ηταν. Το διαμερισμα αδειο, δηλαδη...σχεδον αδειο, γιατι ημουν εγω εκει, και τα πραγματα μου.Αυτος, δυο βαλιτσες και η γατα ελειπαν.
Οι πρωτες εβδομαδες ηταν θολες, δεν ξερω αν ημασταν ή οχι σε σχεση, παντως μιλουσαμε καθημερινα.
Εγω χωνομουν στο διαβασμα, δουλευα με μανια και οση ωρα μου εμενε ημουν εξω με παρεες. Δεν κοιμομουν πανω απο 5 ωρες. Σπιτι καθομουν μονο για να φαω και να κανω μπανιο. Το διαμερισμα το κρατησα με δυσκολια.
Τελη Νοεμβρη με πηρε ενα βραδυ αργα τηλεφωνο.Εκλαιγε. Μου ειπε οτι πηδηξε μια απο το προγραμμα του. Κρατησα την ανασα μου και το εκλεισα. Με πηρε μονο μια φορα επειτα, τηλεφωνητης.Ποτέ δεν ακουσα το μηνυμα.
Ανεβασα τα κομιξ στο παταρι, τους δισκους του το ιδιο.
Και δουλεψα και διαβασα και περασαν οι μηνες.Ορκιστηκα τον Μαιο και λιγο αργοτερα μεσω ενος γνωστου δουλεψα σε ναυτιλιακη.
Δεν αλλαξα διαμερισμα, πηρα ομως νεα επιπλα, αυτοκινητο, καφετιερα, νεα βιβλιοθηκη για να χωρανε ολα μου τα βιβλια και ενα πικαπ.
Η παρεα παρολαυτα δεν εσπασε, οι φιλοι του δεν ελεγαν το ονομα του και οι φιλες μου δεν με ρωτουσαν.
Ηταν Σεπτεμβρης και βγηκαμε για κρασια στο ιδιο ακριβως μαγαζι. Μετα το τριτο εκλαψα διχως λογο και λιγο μετα το τεταρτο ποτηρι πηρα ενα ταξι και γυρισα σπιτι.
Ξαπλωσα ανασκελα στον καναπε και κοιταξα το ταβανι.
Ακουσα το κλειδι της πορτας να γυριζει και ενα συρσιμο βαλιτσας.
''Πεταξες τους δισκους μου;''παραλιγο να ξεχασω την φωνη του, παραλιγο να ξεχασω να αναπνεω.
Και κατεβασα τους δισκους απο το παταρι, κατεβασα και τα κομιξ. Δεν ρωτησα τιποτα αλλο.
Δουλευαμε παρομοιες ωρες, μαγειρευαμε μαζι αυτη τη φορα, τρωγαμε μαζι, τις Κυριακες παιζαμε ταβλι με τον γατο μεσα στα ποδια μας και με το αρωμα καφε να αιωρειται στο διαμερισμα.
Τρια χρονια μεσα στην σχεση μας, ηρθε προταση απο Γερμανια, διχως καν να το σκεφτω την απερριψα.
Εφτασε παλι ο Σεπτεμβρης, 24 εγω, 26 εκεινος, να ξυπναμε με ραδιοφωνο και να περπατω πανω κατω στο δωματιο διαβαζοντας Ελυτη και Δημουλα, αυτος ταχα να ροχαλιζει και επειτα να γελαει τρανταχτα επειδη ξινιζα.
Ηρθε παλι προταση, αυτη την φορα απο Δανια. Μου το αρνηθηκε. Ειχαμε την ζωη μας εδω και δεν ηθελε να ξενιτευτουμε. Την απερριψα παλι.Την ιδια εβδομαδα πηρε προαγωγη,μου ζητησε να αλλαξουμε διαμερισμα. Ηταν η πρωτη φορα που με ειδε να κλαιω.
Οποτε αλλαξαμε διαμερισμα.Πηραμε και δευτερο αυτοκινητο, παλι νεα καφετιερα, πεταξαμε ολα τα μαγειρικα σκευη και τα αντικαταστησαμε. Το σπιτι ηταν στην Κυψελη.
Το πρωτο μας πρωινο εκει ειχε αρωμα καφε φουντουκι και σφολιατας. Ακουσαμε ραδιοφωνο και παιξαμε ταβλι, δεν ηταν Κυριακη.
Πεντε χρονια μεσα στην σχεση μας και μου ζητησε παιδι. Το ιδιο βραδυ που θα του ανακοινωνα οτι θελω να παραιτηθω για να αφοσιωθω στο γραψιμο,
Ηταν η πρωτη φορα που του αρνηθηκα κατι.
Συνεχισα να δουλευω, κι εγω κι εκεινος ακομα πιο πολυ.
Δεν τον εβλεπα τα βραδια και τα πρωινα εβρισκα το σκεπασμενο πιατο του ανεγγιχτο.
Ηταν Σεπτεβρης, θα κλειναμε 6 χρονια. Γυρισα αργα απο την δουλεια και τον βρηκα στο σαλονι να πινει μονος. Δεν χρειαστηκε να το πει. Ηταν μια απο την δουλεια, την πηδουσε μηνες.
Εφυγα το επομενο πρωι. Δεν πηρα πολλα, μονο ρουχα φορτωσα στο αμαξι. Πηρα τηλεφωνο στα γραφεια, δεχτηκα την προταση, σε μια εβδομαδα θα πετουσα για Δανία.
Ουτε δισκους, ουτε πικαπ, ουτε βιβλια πηρα.
Το Μονογραμμα ειναι στο κομοδινο μου, η Πολυδουρη στο τριτο ραφι, το βινυλιο που αφησα πανω πανω ελεγε Νατασα και ο γατος κοιμοταν πανω στις μπιτζαμες μου.
Τα ματια μου ηταν θολα. Τα ανοιγοκλεισα βιαστικα.
Μια παλια, γνωριμη απνοια επανηλθε στην ατμοσφαιρα.
Ειμαι στο στεκι, ωρα 11, μια Τεταρτη του Σεπτεμβρη.
Η μια μου φιλη φλερταρει ασυστολα με τον νεαρο απο την παρεα απεναντι. Η αλλη κλαιγεται για τον χωρισμο της.
''Κοριτσια ελατε απο εδω να γνωριστειτε!'' φωναζει η πρωτη.
Καμια ορεξη δεν ειχα. Κοιταζω την Χ.
''Θα την παω σπιτι σιγα σιγα, ηπιε αρκετα.'' προφαινομαι και αφηνω λεφτα στο τραπεζι.
Μπαινω στο αυτοκινητο διχως να κοιταξω πισω και φευγω μακρια.
11.30 ωρα εληξε η μερα μου.
Αδοξα (;)
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------
21 Αυγουστου, ωρα 23:40.
209 νεα κρουσματα.
Δεν της εφτανε η πρωτη φορα, συνεχισε για δευτερη και τριτη. Σαν το στομαχι της να ειχε εγκαταλειψει. Επεσε με τα γονατα στο λευκο πεζοδρομιο και εβηξε δυνατα μεχρι να ειναι σιγουρη πως μπορει να σηκωσει κεφαλι.
Δεν ζαλιζοταν, αρα ολο αυτο δεν ηταν απορροια της ανευθυνης βραδιας.
''Μα δεν ηπιε καν πολυ!'' ακουγε την φωνη της Ερμιονης απο πανω της, ενιωσε την φιλη της να της μαζευει τα μαλλια σε εναν κοτσο.
''Σηκωστε την ορθια, εχω τσιχλα και νερο.'' η φωνη της Τατιανας συμπληρωσε το υποβαθρο.
Ειναι ο ερωτας της ζωης του.
Αλλο ενα κυμα τολμησε να ξεσπασει το οποιο ομως κατευνασε.
Κρατηθηκε απο την γλαστρα και προσπαθησε να σηκωθει, αδυνατον, τα ποδια της ετρεμαν.
''Εσυ καλυτερα να πας μεσα να φωναξεις τον Ορ-''
''Εδω ειμαι τι εγινε;'' την Φαιη εκοψε ο βιολιστης που ετρεξε εξω και αμεσως κοιταξε την κοπελα του πεσμενη στο εδαφος.
Η Κυβελη μπορει να επινε αρκετα, μα αυτη της η συνηθεια της ειχε δημιουργησει υψηλη αντοχη. Ο λογαριασμος που πριν δευτερολεπτα ειχαν πληρωσε απεδεικνυε περιτρανα οτι ειχε πιει το πολυ 3 ποτηρια, αρα σχεδον τιποτα.
''Δεν ξερουμε, μαλλον επεσε σταχτη στο ποτο της.'' η Φαιη που δεν ειχε ακουσει λεξη υπεθεσε. Η Τατιανα ομως ηξερε καλυτερα. Πλησιασε τον φιλο της για να τον προειδοποιησει.
''Ορεστη εκανα κατι-''
Η Κυβελη αρχισε να βηχει και ο Ορεστης αρπαξε το νερο και τις τσιχλες παραμεριζοντας την κοπελα.
''Τατι οχι τωρα.'' σταθηκε πανω απο την κοπελα του.
Της χαιδεψε απαλα την πλατη. Εκεινη ηθελε να κλαψει.
''Να σε σηκωσω μωρο μου; Ζαλιζεσαι;''
Στα γλυκα του λογια μερικα δακρυα σχηματιστηκαν στα ματια της. Εκνευριζοταν.
Εγνεψε θετικα και ευθεως ενιωσε δυο χερια να τυλιγονται γυρω της. Η δυναμη που ασκησε πανω στο δερμα της για να την σηκωσει την ανακουφισε. Τον ειχε αναγκη,πιο ειλικρινη και αληθινο, μα και παλι. Δεν της πηρε πανω απο ενα λεπτο να συνειδητοποιησει οτι τα γονατα της ειχαν λυθει.
''Εισαι καλυτερα;'' την ρωταει μετα απο λιγο, οταν εφτασε σε κοκκινο φαναρι.
''Ναι.'' τον διαβεβαιωσε. ''Ηταν της στιγμης.''
Η απαντηση της δεν εμοιαζε να τον ικανοποιει.
''Δεν ηπιες πολυ και ειχες φαει πριν.''μουρμουριζει.
Γυριζει και την κοιτα.
''Τα χαπια σου...τα παιρνεις κανονικα;'' ηθελε να γελασει μεσα στα μουτρα του, αρκεστηκε σε ενα νευμα.
Υστερα, η Κυβελη αποφασισε οτι ηθελε να το τραβηξει στα ακρα. Σε ενα δευτερολεπτο ο διακοπτης επεσε και κατεληξε οτι θα επαυε να ειναι αδυναμη.
''Βασικα σταματα σε ενα φαρμακειο, θα παρω τεστ.''
Ειδε με την ακρη του ματιου της τα χερια του να σφιγγουν απαλα το τιμονι, σιγουρα γουρλωσε στιγμιαια τα ματια του.
''Δηλαδη...εεε...μπορει να εισαι;''δυσπιστει, μα η φωνη του ακουγεται ηρεμη.
Θελει να τον φερει στα ακρα.
''Μπορει, δεν ξερω.''
Θυμαται τον Σπυρο να της ουρλιαζει στην ιδια απαντηση.
''Δεν εχεις σε μια εβδομαδα-''
''Μπορει να μην ερθει.'' δηλωνει κοφτα και χωνεται κι αλλο μεσα στην θεση της.
Την κοιτα κλεφτα. Ενιωθε πως τον κοροιδευε.
''Μαλιστα.'' της απαντα εξισου αποτομα και στριβει τελευταια στιγμη για το παρκινγκ ενος φαρμακειου. Παρκαρει το τζιπ ατσαλα και βγαινει εξω.
''Να σου δωσω την καρτα μου-''
Κλεινει την πορτα με κροτο αγνοωντας την.
Καθεται στα πλακακια του μπανιου παλι. Η οδοντοκρεμα της εχει γευση μεντας, μα οι τσιχλες ειναι κανελα.
Και η Ιασμη ειναι ο ερωτας της ζωης του. Εγω τι κανω εδω;
Για πρωτη φορα μετα απο καιρο, δεν ειχε την αναγκη να φυγει. Επιανε τον εαυτο της να στερειται καθε τασης απομονωσης. Ουδεμια σχεση με το πως αντιμετωπιζε τον Σπυρο. Ηθελε να τσακωθει μαζι του, να τον κανει να κλαψει που την εφερε παλι σε αυτη τη θεση.
Μα πιο πολυ απο ολα ηθελε να ειναι ενα ψεμα. Εψαχνε εναν τροπο, εψαχνε τις λεξεις που αν ακουγε θα επαιρναν την πικρια μακρια. Μα δεν τις εβρισκε, ισως γιατι στα ματια της Τατιανας δεν ειδε κακία.
Η πορτα ανοιξε και τον ειδε να στεκεται στο κατωφλι του μπανιου.
''Κυβελακι;'' ρωτησε δειλα
Εβαλε τα κλαματα.Το τεστ αναμεσα τους γυρισμενο απο την αλλη. Ο Ορεστης τα εχασε.
''Τι; Εισαι;'' ετρεξε προς το μερος της και γονατισε απεναντι της.
Το κλαμα της δυναμωσε. Τον ακουσε να ξεφυσαει απεγνωσμενος
''Το κερατο μου μεσα'' βλαστημαει κατω απο την ανασα του.
''Κυβελη μου σε παρακαλω μιλα μου-'' νιωθει το χερι του να ακουμπα απαλα τον ωμο της.
Σαν να την χτυπα ηλεκτρικο ρευμα τιναζεται μακρια του.
''Ασε με! οχι δεν ειμαι!'' γυρισε το κεφαλι της απο την αλλη.
''Τι;'' σαν να του αλλαξε την κοσμοθεωρια την ρωτησε δυσπιστα.
''Ποτέ δεν ημουν!'' θελει να τον χτυπησει με δυναμη στα πλακακια του μπανιου.
''Μα-μα εσυ ειπες οτι-''
''Ηθελα να δω ποτε θα παραδεχτεις οτι εχεις ηδη γκομενα.'' τον ακουει να ξεφυσαει.
''Αρχισες παλι τις υστεριες σου; Τι λες;! Ακους τι λες;'' ακουει τον εκνευρισμο του και τον βλεπει με την περιφεριακη της οραση να σηκωνεται ορθιος.
Ηθελε να χωθει μεσα στο κρεβατι τους και να κοιμηθει κλαιγοντας, αλλα ηξερε οτι εφτασε η ωρα να αντιμετωπισει την αληθεια που καιρο τωρα προσμονουσε.
Απεκτησε οπτικη επαφη. Εβλεπε απεναντι της εναν αντρα αγανακτισμενο απο τα παιχνιδια της και ακομη περισσοτερο μπερδεμενο απο την 'κυκλοθυμια' της. Μα πριν λιγες ωρες δεν ηταν καλα;
''Τα σιχαθηκα τα ψεματα Ορεστη! Εσυ απο ολους τους ανθρωπους ξερεις ποσο με πληγωσαν. Γιατι δεν μου ειπες για την Ιασμη;'' ο τονος της απαλος, σιγανος σχεδον, μα σαν ψιθυρος τους αγκαλιασε.
Η σιωπη που επηλθε την καλυψε σαν κυμα που σκαει στα ρηχα, εκανε πιο πολυ κροτο και ειχε μεγαλυτερη ισχυ απο οτι φανταζοταν.
Εχασε το χρωμα του, κυριολεκτικα! Ασπρισε ολοκληρος. Σχεδον δεν ανεπνεε, εμεινε ακαμπτος να την κοιτα, σαν ταχα απο θαυμα θα ανοιγε η γη να τον καταπιει.
Ξεροβηξε.''Οριστε;''
Σηκωθηκε ορθια, -ψεματα- τιναχτηκε ορθια.
''ΛΕΩ. ΓΙΑΤΙ. ΔΕΝ. ΜΟΥ . ΕΙΠΕΣ. ΟΤΙ ΕΙΣΤΕ ΜΑΖΙ;'' φωναζει αργα και σταθερα μεσα στο προσωπο του, τα δακρυα της μαυρα κυλουν απο τα μαυρα ματια της σαν λιγο λιγο να εκλεβαν το φως της.
Ο Ορεστης Νικολαϊδης μεσα στο απολυτο χαος της ζωης του, τα ειχε ολα κανονισμενα. Ειχε προτεραιοτητες, στοχους, προγραμμα. Ειχε μια καριερα να φροντισει, δημοσιες σχεσεις να διατηρησει, και φιλους σε καθε ακρη του κοσμου. Ποτέ αλλοτε ομως δεν ενιωσε την αναγκη να χαθει απο προσωπου γης για μερες, εβδομαδες ολοκληρες οσο ηθελε εκεινη την στιγμη.
''Ποιος το ειπε αυτο; Κυβελη δεν-''
''Μην τολμησεις να πεις ψεματα!'' του γρυλισε!
''Ξερω!Και γι αυτην και για το τραγουδακι σας!'' αυτο σαν μολις να επανηλθε στην μνημη της ανανεωσε την οργη της.
''Δεν μπορουσες να διαλεξεις εστω αλλη ερμηνευτρια; Βαριοσουν μεχρι κι αυτο;'' τον κατηγορησε αδιστακτα.
Εγειρε προς το μαρμαρο του παγκου, αμιλητος κοιταξε κατω. Η απαθεια του ηταν που την εβγαλε εκτος εαυτου.
''ΔΕΝ ΜΙΛΑΣ;'' θα ορκιζοταν οτι η φωνη της εγινε μια οκταβα πιο τσιριχτη.
Επιτελους την κοιταξε. Τα ματια του ηταν σκουρα, γαλανα ως επι το πλειστον, σαν το πρασινο να ειχε χαθει καπου στην πορεια.
''Χαμηλωσε τον τονο της φωνης σου, οταν ηρεμησεις ελα στο σαλονι.''
Ξημερωμα 22 Αυγουστου, ωρα 01:34
''Ηταν περιεργο ξερεις, το μεταξυ μας.'' καθοταν στην πολυθρονα απεναντι του, αγκαλιαζοντας τα γονατα της, βλεποντας τον βιολιστη γερμενο πισω να καπνιζει αφηρημενος, χαμενος σε σκεψεις που δεν ηθελε να μαθει.
'' Δεν συζητησαμε ποτέ πως και τι. Απλα την φιλησα κι αυτο ηταν, ημασταν μαζι.'' η Κυβελη ασυναισθητα συγκρινει τις δυο σχεσεις, μαζι της δεν ηταν τοσο απλο.
'' Την ξερω απο τοτε που θυμαμαι τον εαυτο μου. Ημασταν κολλητοι, εγω, αυτη κι ο Γιαννης, αργοτερα και η Τατιανα. Αρχισα να την βλεπω αλλιως οταν μπηκαμε στο Γυμνασιο. Ημασταν 13, ολοι το εβρισκαν σχεδον αξιαγαπητο.'' βλεπει τα λακκακια του χαμογελου του να κανουν την εμφανιση της, το υφος του κουβαλα νοσταλγια, ο καπνος αναμεσα τους την πνιγει.
''Κλεισαμε μαζι τα 14, τα 15, ακομα σε σχεση. Και καπου εκει αρχισαν να μας παιρνουν λιγο στα σοβαρα, κι αυτο γιατι το μεταξυ μας ηταν τοσο μα τοσο διαφορετικο απο ολα τα υπολοιπα. Ημασταν κολλητοι μα και σε σχεση. Στα 16 μου πηρα υποτροφια για μεταπτυχιακο στο Jale, το ιδιο καλοκαιρι αυτοκτονησε η Ελενα.''εκει κανει μια παυση '' Περασα τρεις μηνες κλεισμενος σε ενα δωματιο με την Ιασμη. Εκεινη μου ειπε να φυγω, ειπε οτι ηταν το καλυτερο και για τους δυο μας. Τους πρωτους 3 μηνες ημασταν αχωριστοι, καθε μερα μιλουσαμε, καναμε βιντεοκληση, τρωγαμε μαζι, κοιμομασταν ακομη μαζι!'' γελαει καπως πικρα, σαν να θυμοταν κατι πολυ παλιο.
Ειχαν περασει 8 χρονια εκτοτε.
''Τα Χριστουγεννα επεστρεψα και τα περασα αποκλειστικα σχεδον με εκεινη, ο Γιαννης μου ειπε οτι ειχε καιρο να την δει μα δεν εδωσα σημασια, αλλωστε κι εγω ειχα χαθει απ΄τα εγκωσμια τοσες ωρες που περνουσα στον υπολογιστη.Τον Μαρτιο ηρθε στην Αμερικη και το Πασχα επεστρεψα εγω Ελλαδα, το καλοκαιρι εκεινο δε...παλι μαζι!'' καταλαβε μαλλον κι ο ιδιος οτι η Κυβελη δεν αντεχε παραπανω λεπτομερειες.
''Ειχε αρχισει να αλλαζει η Ιασμη, δεν μπορουσα να το καταλαβω τοτε, γιατι αρνιομουν να το δω. Ηταν πιο εντονη, πιο αντιδραστικη, πιο απαιτητικη για την προσοχη μου, ανταγωνιστικη σχεδον. Ολα αρχισαν τον δευτερο χρονο μου στο μεταπτυχιακο. Αρχισα να κανω ισχυρες φιλιες εκει, και επειδη καπως σαν να με ειχε ηρεμησει το πως κυλησε η προηγουμενη χρονια, δεν της εδινα τοση σημασια, θεωρησα πως ο κρισιμος χρονος μετα τον θανατο της αδελφης της ειχε περασει.'' ξεφυσα βαρια.
''Χριστουγεννα επεστρεψα Ελλαδα και η Τατιανα μου ειπε οτι δεν εκαναν πια παρεα αυτη κι ο Γιαννης με την Ιασμη. Τα εχασα. Μιλουσα μαζι της σχεδον καθε μερα και δεν το ειχε αναφερει καν.''
Η Κυβελη αναρωτιεται πως αυτες οι δυο ηταν φιλες, οντας ερωτευμενες με τον ιδιο ανθρωπο.
''Οι φιλοι μου δεν ηθελαν να με πληγωσουν λεγοντας μου οτι η κοπελα μου ειχε αλλαξει κατα πολυ. Η μανα μου ομως δεν διστασε. Την χαρακτηρισε ψυχολογικα ασταθη, αυτο με εβγαλε εκτος οριων. Θυμαμαι να σκεφτομαι 'Πως μπορει να μιλαει ετσι για την Ιασμη; Την εχει σαν κορη της!''' νιωθει ενα τσουξιμο στην αναφορα της μαμας του, αραγε τι πιστεψε για εκεινη οταν την ειδε; Πως ηταν μια παροδικη υποκατασταση του μεγαλου του ερωτα;
''Εκεινες οι δυο εβδομαδες ηταν διαφορετικες απο οτι περιμενα. Η Ιασμη δεν καταδεχτηκε να με δει παρα μονο δυο τρεις φορες, ολες για σεξ. Ελεγε οτι ειχε διαβασμα για εξετασεις μα και οι δυο γνωριζαμε οτι αυτο ηταν ψεμα. Τον επομενο χρονο θα φοιτουσε σε ιδιωτικη σχολη στην Αγγλια μαζι μου, τα ειχαμε ολα κανονισμενα.Δυο μερες πριν φυγω μου ανακοινωσε οτι ειχε καθυστερηση.'' η ανασα της Κυβελης κοπηκε καπου εκει.
Αρα εχει παιδι;
''Στα αυτια ενος 17χρονου αυτο ειναι ισαδυναμο με την απολυτη καταστροφη. Μονο που δεν εβαλα τα κλαματα!'' γελαει λιγο, κοροιδευοντας τον παλιο του εαυτο.
''Τι να κανω ομως, της ειπα να κανει μια β'χοριακη, ειχε κανει ηδη, περιμενε αποτελεσματα.Δεν σκεφτηκα να την ρωτησω τι ηθελε, το μονο που επαιζε στο μυαλο μου ηταν το τελος της καριερας μου.Γιατι ειτε το πιστευεις, ειτε οχι, ειναι δυσκολο οταν ξερεις πως μπορεις να φτασεις στην κορυφη να παρατησεις τα παντα.''
Εσβησε το τσιγαρο του και αναψε αυτοματα το επομενο. Ηθελε να του φωναξει να συνεχισει.
''Την μερα που επεστρεφα λοιπον, καπου μεσα Γεναρη πρεπει να ηταν, την ειχα παρει εκατο φορες τηλεφωνο, της ειχα στειλει μηνυματα μα δεν ειχε δωσει σημεια ζωης. Ωσπου, μιση ωρα πριν φυγω για το αεροδρομιο, ηρθε στο σπιτι μου κλαμμενη, νομιζα οτι ηταν επειδη τελικα ηταν εγκυος, μα συντομα μου ανακοινωσε οτι οχι μονο δεν ηταν μα ηθελε και να χωρισουμε. Ο τρομος που περασε, ειπε, την εκανε να καταλαβει οτι η αποσταση σκοτωνει την σχεση και τιποτα δεν μπορει να λειτουργησει οταν δυο ανθρωπους τους χωριζουν τοσα χιλιομετρα.''
Αφησε μια ανασα που κρατουσε ωρες ολοκληρες στο μυαλο της. Ο Ορεστης κοιταξε εξω απο το παραθυρο το κενο.
''Με πληγωσε πολυ. Εφτασα Αγγλια ομως αποφασισμενος να διατηρησω εστω την φιλία μεταξυ μας. Εκεινη ομως ειχε αλλα σχεδια, εκοψε αποτομα. Δεν απαντουσε ουτε σε κλησεις ουτε σε μηνυματα. Ο Γιαννης μου ειπε οτι εκανε νεες παρεες. Στα γενεθλια μου με ξεχασε. Η Τατιανα με ενημερωσε οτι βρηκε καποιον αλλον, δεν ζητησα να μαθω παραπανω, δεν ηθελα.'' φτυνει τις λεξεις, σαν να θελει να χτυπησει τον εαυτο του.
''Την επομενη φορα που γυρισα Ελλαδα, ημουν 18 και ηταν Μαιος. Δεν ηρθε καν να με χαιρετησει. Οταν πηγα σπιτι της εμαθα οτι ειχε φυγει. Σαν τρελος την εψαξα σε ολη την Αθηνα. Πληροφορια στην πληροφορια την βρηκα σε ενα διαμερισμα 43 τετραγωνικων στα Πετραλωνα. Ηταν μονη της εκει. Περιεργη, αδυνατισμενη, αλλαγμενη. Επρεπε να ξερω τοτε, οτι το προσωπο της δεν γυαλιζε απο την ζεστη, ουτε ηταν χλωμο απο χαλασμενο κινεζικο. Ειχε την ευχερεια να ζει μακραν καλυτερα. Γιατι να το σκασει;''
Απο τον τροπο που προφερει τις λεξεις και σφιγγει το τσιγαρο αναμεσα στα δοντια του η Κυβελη ξερει οτι η συνεχεια επροκειτο να ειναι σκληρη.
''Ημουν θυμωμενος μαζι της, πετουσε μια ολοκληρη ζωη στα σκουπιδια. Δεν καταλαβαινα τοτε ποσο δυσκολο ηταν για εκεινη να διαχειριστει την απωλεια. Δεν ξερω τι σκεφτομουν οταν εκανα αυτα που θα σου πω στην συνεχεια, αλλα εχω καταληξει στο οτι ημουν ανωριμος, δικαιως γιατι στα 18 συνηθως εισαι.'' η προειδοποιηση του της κοβει το αιμα.
''Θεωρησα οτι ημουν ο καταλληλος να την φροντισει, μια κοπελα που ειχε απομονωθει απο ολους, φιλους, συγγενεις, οικογενεια και ειχε παρατησει το σχολειο για να ζησει απο τα λεφτα του πατερα της καπου μονη. Οποτε τι εκανα;'' την κοιτα, βλεμμα πετρινο, μα καταβαθος πονεμενο.
''Ζητησα να στειλουν το μεταπτυχιακο μου στην Ελλαδα, δεν αποχαιρετησα κανεναν απο το Κονεκτικατ και εγκαταστηκα εκει, μαζι της, κρυφα απο ολους, γιατι στους γονεις μου ειπα οτι επεστρεψα στο εξωτερικο για διακοπες και δουλεια.Αυτο το ψεμα, ειχε συνεπειες, καθως διχως να το καταλαβω, κρυφτηκα σε ενα διαμερισμα μαζι της 24 ωρες το 24ωρο.'' βλεπει την δικηγορινα να μορφαζει και γελαει.
'' και μπορει αυτο να σου φαινεται αποπνικτικο, αλλα η Ιασμη ειναι μια κοπελα που απο το τιποτα δημιουργει κοσμους ολοκληρους και σε ταξιδευει. Θυμαμαι μερικα βραδια ξυπνουσα απο το γελιο της. Μου ελεγε οτι κατι σκεφτηκε, εγω χαιρομουν, νομιζα οτι ηταν επιτελους ευτυχισμενη, οτι εκανα την δουλεια μου σωστα.''
Ριγος διαπερναει και τους δυο, το υπονοουμενο του την παγωνει.
''Ηταν Σεπτεμβρης.'' η φωνη του βαθαινει. ''Καθαριζα και εκεινη εβλεπε τηλεοραση. Βρηκα μεσα σε ενα ντουλαπι ενα διαφανο φακελακι, μεσα του ειχε μια λευκη σκονη.
Σαν βλακας υπεθεσα οτι ηταν κατι αλλο, κατι πιο αθωο.
Το βλεμμα της οταν της το εδειξα την προδωσε. Τα εχασα, απειλησα θα φυγω, μαλλον οχι, αρχισα να μαζευω τα πραγματα μου, διαλυομουν!'' χανεται στις σκεψεις του, στο κενο
''Με τραβαγε να σταματησω, ανενδοτος της ειπα οτι χρειαζεται βοηθεια, οτι ειναι απαραδεκτη. Θυμαμαι ξεσπασε σε κλαματα, δεν την ειχα δει ποτέ να κλαιει ετσι. Μου ειπε οτι το αρχισε πριν λιγους μηνες, λιγο μετα την εκτρωση.''
Και καπως ετσι, η θερμοκρασια στο δωματιο εφερε το φθινοπωρο πιο γρηγορα.
''Τα παρατησα ολα και εκατσα διπλα της. Απαιτησα να μαθω. '' βλεπει την οργη να γυαλιζει στα ματια του.
Ο Ορεστης θα ειχε παιδι, ο Ορεστης θα ειχε παιδι. Η σκεψη βουιζει στο κεφαλι της
''Μου ειπε οτι της ειπαν να το ριξει, πως δεν θα το θελω, πως θα την παρατησω. Τρελαθηκα Κυβελη.'' στο ακουσμα του ονοματος της τον κοιτα, το βλεμμα του ειναι ηδη στηλωμενο πανω της.
''Την ρωτησα ουτε εγω δεν θυμαμαι πια ποσες φορες ποιος της τα ειπε ολα αυτα, μα δεν μου ελεγε, μονο οτι δεν θα καταλαβω.'' καταπινει κατι που της εμοιαζε με λυγμο.
Την τσακισε.
''Η κοπελα που γνωριζα ολη μου την ζωη, η κοπελα που αγαπω ολη μου την ζωη, εκανε εκτρωση, χωρις καν να με ρωτησει. '' της λεει σαν να θελει να την κανει να καταλαβει.
''Υποσχεθηκε να το κοψει, μα μονο αυτο δεν εκανε. Οι βολτες της για περπατημα το βραδυ μεγαλωναν και οταν γυρνουσε...ας πουμε απλα οτι δεν ηταν ο εαυτος της. Τον Νοεμβριο του ιδιου χρονου, δυο μηνες αργοτερα, γυρισα μια μερα σπιτι και την βρηκα πεσμενη στο πατωμα.''η φωνη του βαθαινει επικινδυνα, εκεινη νιωθει να πνιγεται, το αναμεσα τους αποπνικτικο.
Βυθιζει το κεφαλι του στα χερια του. Τριβει τους κροταφους του μανιωδως.
''Η Ιασμη δεν ηταν καλα, μα αυτο αρχισε πολυ πιο πριν, δυο χρονια νωριτερα. Η σχιζοφρενεια της γιαγιας της που ποτέ δεν απεκτησε η μητερα της βρεθηκε να την 'αρρωσταινει'. Ειχε ολα τα συμπτωματα και εγω εθελοτυφλουσα, την προσεχα σαν να ειχε γριπη και εκεινη ηταν ψυχικα ασθενης!'' κατηγορει μονο τον εαυτο του.
Εφυγα τον ιδιο Δεκεμβρη στο Βερολινο και επειτα πηγα στο Julliard για το μαστερ μου.
Ημουν κι εγω ο ιδιος σοκαρισμενος τον πρωτο καιρο, δεν ηξερα τι μου συνεβαινε, σαν οι τελευταιοι μηνες να ηταν μια θολουρα.
Γυρισα στην Ελλαδα το καλοκαιρι, ημουν 19 χρονων και κοιτωντας πισω εβλεπα ολο λαθη. Ολα μαζι της τα ειχα κανει, μα την λατρευα.
Πηγα στην Θεσσαλονικη και οι γονεις της δισταζαν να με αφησουν να την δω, δεν με ειχε αναφερει ποτέ,
Μολις με ειδε ξεσπασε σε κλαματα, γοερα και με λυγμους.Τρομαξαμε να την κανουμε καλα. Με αγκαλιασε και δεν με αφηνε να φυγω. Μου ειπε οτι οι φωνες στο μυαλο της ελεγαν πως αν πει το ονομα μου δεν θα εμφανιστω ποτέ.'' θα ορκιζοταν οτι ακουσε την φωνη του να σπαει καθως ελεγε ολα αυτα. Αλλη μια αποδειξη οτι την αγαπουσε.
''Εκανα την συνδεση, οι ιδιες 'φωνες' που της ειπαν να κανει εκτρωση της ειπαν οτι δεν πρεπει να μιλαει για εμενα. Εκλαιγε και μου ζητουσε συγγνωμη, μου ειπε οτι με αγαπαει και πως δεν θελει να χωρισουμε.'' νιωθει τον πονο του. ''Της ειπα οτι δεν θα την αφησω ποτέ ξανα.'' μαυρο στο γαλαζιο και μαυρο στο γαλαζιο.
Δεν θα την αφησω ποτέ ξανα.
''Με τον καιρο, μαλλον, με τα χρονια αρχισε να γινεται καλυτερα, εχει συναισθηση του που βρισκεται και γιατι, οι φωνες εχουν μειωθει και δεν αλλοιωνει την πραγματικοτητα. Ακομα εχει βεβαια, την ικανοτητα να με μεταφερει σε κοσμους που ουτε ο ιδιος δεν εχω φανταστει.'' το χαμογελο του, μικρο, νοσταλγικο, και οχι δικο της, ηταν το τελευταιο παλουκι, μπηχτηκε στην καρδια της.
''Την παιρνω τηλεφωνο καθε μερα, και αν δεν μπορω, μερα παρα μερα. Δεν περνανε τρεις μερες που να μην μιλησουμε. Και στις γιορτες γυρναω σε εκεινη, κι ας μην προλαβαινω να δω κανεναν αλλον.'' την κοιταζει . ''Οποτε ναι, δεν ειναι ακριβως γκομενα, στο μυαλο της τουλαχιστον ειναι κατι παραπανω, στο δικο μου κατι διαφορετικο. ''
Δεν ειναι πολλες οι αποριες που εχουν σχηματιστει στο μυαλο της, ειναι ελαχιστες μα καινε σαν πυρακτωμενο μεταλλο.
''Ελπιζεις οτι θα γινει καλυτερα και θα ειστε παλι μαζι;'' ψιθυριζει, σαν να ειναι βλασφημια.
''Εχω παψει εδω και χρονια.'' της απαντα ξερα.
''Λες ψεματα'' διακρινει στο βλεμμα του μια ελπιδα προσφατη.
Δεν της απαντα. Αναβει τριτο τσιγαρο.
Φευγει. Κανει ενα παγωμενο ντουζ κλαιγοντας. Ξαπλωνει ανασκελα, πληγωμενη απο κατι που δεν ειναι αρκετα δυνατη για να αποφυγει.
Εγω μεγαλωνα για σένα, και μάλωνα για σένα στους δρομους, με τα υπολοιπα παιδια...
-------------------------
22 Αυγουστου, ωρα 03:01 το ξημερωμα.
''Κι εγω;'' τον βρηκε στην ιδια θεση στον καναπε, με διαφορετικο ισως τσιγαρο. Τα μαλλια της μυριζαν κανελα.
''Τι με εσενα;'' σαν μολις να ειχε αντιληφθει την παρουσια της την κοιταξε. Δεν ειχε αλλαξει ακομα ρουχα.
''Τι θα κανω;''
''Ο,τι και πριν'' της απαντα λες και ειναι το φυσιολογικο.
''Θα υποκριθουμε οτι δεν εχεις μια δευτερη πλατωνικη σχεση;''
''Αν σε βοηθαει να κοιμασαι καλυτερα τα βραδια ναι.'' ο σκληρος του τονος την παραξενευει.
''Δεν θελω να ερχομαι δευτερη.'' του δηλωνει.
''Δεν ερχεσαι δευτερη.''
''Κι ομως. Δεν υπαρχει περιπτωση εκεινη να ξερει οτι εχεις σχεση.''
Δεν λεει τιποτα.
''Και ολη σου την ζωη θα ζεις με αυτο το παραλληλο δειγμα σχεσης.'' φτυνει τις λεξεις.
''Μην μιλας ετσι για εκεινη.'' την μαλωνει
Πισωπατα.
Ολα στο μυαλο της ειναι πιο ξεκαθαρα, τα ματια της πονουν.
''Το κανεις επειδη το θες.'' σχεδον αναφωνει στην συνειδητοποιηση.
''Την αγαπας.'' του προσαπτει σαν να ειναι εγκλημα.
''Φυσικα και την αγαπω, ειναι η πρωτη μου φιλη-''
''Την αγαπας αλλιως. ''
''Δεν καταλαβαινω γιατι το οτι την αγαπω αναιρει το γεγονος οτι ειμαι ερωτευμενος μαζι σου.'' η καρδια της χανει δυο χτυπους ο ενας για το 'αγαπω' και ο αλλος για το 'ερωτευμενος'
''Γιατι παλι εγω ειμαι η κρυφη, η δευτερη.''
Η φωνη της που ραγιζει του προκαλει δυσφορια.
''Δεν εισαι η δευτερη, εισαι δημοσιως η σχεση μου, ολοι το ξερουν αυτο, δεν σε κρυβω.''
''Με κρυβεις απο εκεινη.''
''Αυτο δεν λεει τιποτα. Η κοπελα δεν ειναι καλα, αυτο θα επρεπε να σου αρκει.''
''Νιωθω οτι εκεινη ειναι πολυ πιο σημαντικη για εσενα απο ολους τους αλλους μαζι.Διορθωσε με αν κανω λαθος.''
Δεν απανταει.
''Πες μου οτι δεν την αγαπας εστω ερωτικα.''τον προκαλει, μα πιο πολυ τον παρακαλει.
Σιωπη.
''Πες το μου!'' απαιτει. Τα δακρυα κανουν τα ματια της να γυαλιζουν. Τρεμει.
Ο Ορεστης σηκωνεται ορθιος απεναντι της. Κανει να την πλησιασει. Ως απαντησει βηματιζει προς τα πισω.
''΄Πες το μου!'' απαιτει ξανα.
''Δεν μπορω.'' της δηλωνει εξαντλημενος, σαν να μην μπορει να συνεχισει.
Αναγουλιαζει. Θελει να κλαψει δυνατα, μα δεν πρεπει, οχι ακομα.
''Δεν θες.''
Ανασηκωνει τους ωμους του.
''Θα ειναι ψεμα'' μπηγει το μαχαιρι στην πληγει.Ολο και πιο βαθια.
Δακρυζει πιο πολυ. Αυτο που θελει να ακουσει, το πιο εγωιστικα αναγκαιο απο ολα δεν μπορει να της το πει.
Η Κυβελη κανει μεταβολη.
''Μην φυγεις.'' ακουει την φωνη του πισω της.
Απο το διαμερισμα; Απο την σχεση;
Δεν καταλαβε.
''Δεν φευγω.'' μουρμουρισε και βροντηξε πισω της την πορτα του υπνοδωματιου.
Το βραδυ δεν κοιμηθηκε κανείς τους. Ανασκελα στις δυο ακρες του σπιτιου παλευαν με σκεψεις και δαιμονες.Εχασαν.
Τα βραδια ιδρωνα για σενα και στον υπνο μου για σενα τολμηρα ειχα κρυμμενα μυστικα.
Μετα ωριμαζα για σενα και σκαρωνα θλιμμενα στιχακια που δεν τα διαβαζε κανεις
22 Αυγουστου ωρα 11:09
Το πρωι ειχε συννεφια.Σηκωθηκε και εφτιαξε καφε, εκεινος βγηκε εξω με τον σκυλο.
Δεν μιλουσε, να του πει τι;
Μπηκε στο διαμερισμα οταν επινε την δευτερη κουπα.
Κοιταχτηκαν.
''Μετανιωσες για οσα ειπες χθες;''τον ρωτησε αντι για καλημερα.
''Ουτε κατα διανοια.'' της χαμογελασε.
Εκεινη καταπιε εναν κομπο στον λαιμο και γυρισε το κεφαλι απο την αλλη.
''Θες να μιλησουμε;''
''Οχι.'' μουρμουριζει και σερνει τα βιβλια διπλα της. Ειχε σημειωσεις τριων διαφορετικων ατομων και εκατονταδες σελιδες προς αναγνωση.
''Αυτο δεν αλλαζει την κατασταση.''
''Τοτε γιατι βιαζεσαι να μιλησουμε;'' η ρητορικη της ερωτηση τον αφησε εμβροντητο.
''Δεν βιαζομαι.''
''Ωραια γιατι εγω εχω τεσσερα μαθηματα να δωσω.'' του απαντα με υφος.
''Δεν σε νοιαζει να μαθεις;'' η ερωτηση του δεν ηταν τοσο απελπισμενη οσο γραμμενη θα φανταζε.
Δεν του απαντησε.
''Φοβασαι.'' απαντα καταφατικα. Το ξερουν και οι δυο.
Σιωπη στο δωματιο.
Οι λεξεις δεν εβγαζαν νοημα.
Μιλάμε για νομική πλάνη: Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγνωστή. Συγνωστή είναι η πλάνη, όταν αυτός που πλανάται, όση επιμέλεια και να επεδείκνυε , κάι θα οδηγούταν σε πλάνη.
''Την αγαπας;'' ρωτησε και τον κοιταξε που στεκοταν ακαμπτος στην εισοδο της κουζινας. Φαινοταν εξισου αυπνος, μα ειχε μια λαμψη που τον ελουζε απο τις μπουκλες μεχρι τα all star.
Δεν ανοιγοκλεινει καν τα ματια του.
''Ναι''
Την πονεσε η απαντηση.
Γυριζει σελιδα.
Η αποδοχή της ελαττωμένης ικανότητας για καταλογισμό προϋποθέτει ότι από το δράστη λείπει πραγματικά η συνείδηση του αδίκου, ότι με άλλα λόγια βρισκόταν σε πλάνη περί το άδικο που εξήρτατο από τη βιολογική του κατάσταση. Επειδή λοιπόν η βιολογική του κατάσταση του δράστη επί ελαττωμένης ικανότητας δεν αναιρεί την ικανότητα να κρίνει ο δράστης το άδικο, έχουμε να κανουμε όχι με συγνωστή αλλά με φευκτή πλάνη
Καμια λεξη διπλα στην αλλη δεν της βγαζει νοημα. Ειναι σαν να διαβαζει ξενη γλωσσα. Νιωθει την παρουσια του απεναντι της. Την καιει με το βλεμμα του. Αποζητα το αγγιγμα του. Της λειπει το χθες, οταν τετοια ωρα ο Ορεστης ηταν ακομη το ατομο που την στηριζε στα παντα.
Ετοιμαζομουνα για σενα και δεν ακουγα κανεναν που μου λεγε πως ισως δεν φανεις.
Εκλεισε το βιβλιο και ετρεξε στο δωματιο. Ηθελε να κλαψει,πολυ.
-----------------------------------------------------
22 Αυγουστου. Ωρα 14:03
Βγηκε το μεσημερι εξω. Στον παγκο της κουζινας υπηρχαν δυο καλυμμενα πιατα και δυο φετες ψωμι πανω σε εναν δισκο.
Εφαγε το μισο και το αλλο μισο το πεταξε. Αφηρημενα βγηκε στο μπαλκονι, τον βρηκε να καπνιζει εκει.
''Την θες πιο πολυ απο εμενα.'' καταληγει.
''Αυτο ειναι απλα κατι που λες στον εαυτο σου για να δικαιολογησεις το γεγονος οτι θα μου ζητησεις να χωρισουμε.Εφαγες; '' ο Ορεστης φυσαει τον καπνο μακρια.
''Ναι.''του απαντα. ''Να χωρισουμε γιατι;''
''Γιατι καθε φορα αυτο δεν κανεις οταν βρισκεις τα σκουρα; Τρεχεις.'' το οτι την εχει αποδομησει την τσουζει, σιως γιατι εκεινη νιωθει σαν μολις να τον γνωρισε.
''Αυτο δεν ισχυει, αν και θα σε βολευε. Θα σε βολευε πολυ να τρεξω μακρια απο την πρωτη σειρα της αληθειας σου.'' φυσαει γκρι καπνο, δεν απανταει τιποτα, η Κυβελη γευεται μια νικη πικρη.
''Ξερεις απο που καταλαβα οτι δεν ειναι μονο φιλικο το μεταξυ σας μεσα σου;'' προχωραει μεχρι να φτασει μπροστα του.
''Απο που;''σηκωνει το βλεμμα και την κοιτα.
''Απο το γεγονος οτι μου το εκρυψες. Τιποτα αθωο δεν μενει κρυφο επιτηδες''
Χαμογελαει σαν να σκεφτηκε ενα αστειο. Την κοιτα, μεσα του εχει φως που η Κυβελη δεν μπορει να κοιτα καταματα.
''Κυβελακι αυτο που λες δεν ισχυει.''
''Δεν ισχυει;'' ειρωνευεται.
''Οχι.'' σηκωνεται ορθιος και την πιανει απο τους ωμους. Της χαμογελαει σαν να ειναι μικρο παιδι.
''Ηθελα να σε προστατεψω απο το μυαλο σου και τους λαθος συνειρμους που κανεις. Παιρνεις ενα δεδομενο και πλεκεις πανω του αλλα δεκα εκ των οποιων ουτε τα μισα δεν αληθευουν.''
Της χαιδευει με τον αντιχειρα το μαγουλο. Εκεινη μορφαζει.
----------------------------------------------------------------------------------------
22 Αυγουστου, ωρα 23:00
Ειναι βραδυ. Καθεται μονη της στον καναπε.Εκεινος εχει προβα μεχρι αργα. Στο μυαλο της τον πλαθει να παιρνει ενα αεροπλανο για Θεσσαλονικη και να μην της το λεει καν.
Το κλειδι στην πορτα, το ελαφρυ συρσιμο, ο σκυλος που πεταγεται προς το μερος του, ο βιολιστης με τις μπουκλες και τα λακκακια στην εισοδο.
Της χαμογελα απαλα, την λυγιζει εμπειρα.
''Πως εισαι δικηγορινα;''
''Αληθεια μου λες κατι τετοιο;'' τον ρωτα και πινει μια γουλια κρασι.
''Τι αλλο να σου πω;'' αναρωτιεται και βγαζει τα παπουτσια του. Πιανει το τηλεκοντρολ για το κλιματιστικο και το κατεβαζει στους 20 βαθμους.
''Να ζητησεις συγγνωμη.''
''Συγγνωμη γιατι;'' κανει σαν να μην εχει ιδεα.
''Που μου το απεκρυψες. Με ρωτησες αν θελω να μπω σε μια σχεση με καποιον που εχει τοσες αλυτες υποθεσεις;''
Βαριανασαινει και ξεφυσα.
''Αντε παλι.'' μουρμουριζει στον εαυτο του. Την πλησιαζει μα διατηρει μια αποσταση μισου μετρου.
''Κυβελακι και οι δυο ξερουμε πως εχεις ισαξια πολλες αλυτες παρελθοντικες υποθεσεις, οπως ειχες και ισαξια αληθινο μονο πολυ πολυ λιγοτερο πλατωνικο γκομενο οταν πηδιομασταν.'' της υπενθυμιζει.
Ηταν η σειρα της να μεινει σιωπηλη.
''Δεν στο ειπα γιατι ετσι οπως σε γνωρισα καταλαβα οτι δεν χωρανε νεες πληγες, ηθελα να σε προστατεψω απο κατι που δεν επηρεαζει ενεργα την σχεση μας, μονο το μυαλο σου.''
''Θα ειχες μια αλλη ζωη, θα ειχες παιδι.'' ψιθυριζει στον εαυτο της. Δεν χωρα ο λογισμος της γυρω απο αυτη την ιδεα.
''Πως πιστευεις οτι με κανει να νιωθω αυτο;'' τον ρωτα επιθετικα, βουρκωνει παλι. Δεν το αντεχει να την βλεπει ετσι, μα νιωθει μια εμμονη να κοντοζυγωνει.
''Μιλας εσυ! που ειχες εμενα και τραβιοσουν με τον αλλον!'' δεν την αφηνει με τιποτα να το ξεχασει αυτο.
''Εγω ομως δεν τον ερωτευτηκα οπως εσενα, ενα παθος ηταν! Δεν του μιλαω ακομα, δεν ειμαστε σε σχεση στο μυαλο του! Παει περασε! Δεν κρατησα και τους δυο σας!''
''Το οτι εσυ αναλωνεσαι σε εφημερα παθη ειναι δικο σου προβλημα οχι δικο μου.''
Της κοβεται η ανασα, αναφωνει θιγμενη.
''Ρε Κυβελη συγγ-'' το μετανιωνει την ιδια στιγμη.
''Και οταν παντρευτεις; Οταν κανεις παιδια;Θα συνεχισεις να πηγαινεις; Να της λες ψεματα;'' τον γεμιζει ερωτησεις.
''Προτρεχεις'' την διακοπτει ''Μπορει σε λιγο καιρο η κατασταση της να ειναι καλυτερη-''
''Ουφ Ορεστη! Ελεος! Η κατασταση της αυτη ειναι! Τελος! Μονο μεταπτωσεις μπορει να εχει αν δεν παρει τα φαρμακα της! Ενας σχιζοφρενης δεν παυει απλα μια μερα να ειναι σχιζοφρενης, ουτε ειναι λιγοτερο!''
Η σκληρη της σταση τον αφηνει σιωπηλο. Κατεβαζει την θηκη του βιολιου απο τον ωμο του, περναει το χερι του μεσα απο τις μπουκλες του.
''Γι αυτο δεν σε ενοιαζε ε; Γι αυτο ησουν τοσο χαλαρος.'' συμπεραινει μονη της.
Καθε λεπτο που περναει ολο και κατι νεο την πληγωνει, το μυαλο της την πληγωνει, που τιποτα δεν ξεχναει και ολα τα κομματια ενωνει.
''Τι λες παλι;'' σχεδον τον εκνευριζει ο ηχος που κανει ο κοσμος της οταν διαλυεται.
''Πριν μαθεις ποιος ειναι, οταν ηταν απλα ενας αγνωστος, δεν σε ενοιαζε να σας εχω και τους δυο παραλληλα.''
''Δεν ειναι ετσι. ''το απορριπτει, αδικως.
''Το θυμαμαι. Να αναρωτιεμαι για μερες, εβδομαδες, μηνες ολοκληρους να εχω στο πισω μερους του μυαλου μου αυτο το γιατι . Γιατι δεν ζηλευει ο Ορεστης; Γιατι δεν ζηταει αποκλειστικοτητα; Γιατι δεν διεκδικει οσα του αξιζουν;''
''Μα φυσικα, ολα τωρα ειναι εκνευριστικα ξεκαθαρα μεταξυ μας ε; Δεν μπορουσες να ζητησεις κατι που δεν μπορουσες να ανταποδωσεις.''
''Οχι ενταξει, αυτο στο δινω, ειχες τουλαχιστον τα αρχιδ-''
''Σταματα!'' φωναζει.
''Και το τραγουδι;'' ανοιγει το κινητο και ανεβαζει τον ηχο τερμα.
Και περάσαν οι ζωές μας δεν βρεθήκαμε ποτέ μας, και τη θέση την παίρνουνε σκιές μ' αγαπάνε, με φροντίζουν, κάπου - κάπου σε θυμίζουν κι εσύ έρχεσαι και φεύγεις όταν θες. Κι έτσι ζω μόνο για σένα ετοιμάζομαι για σένα ερωτεύομαι για σένα περιμένοντας εσένα ...
Κοιτιουνται εντονα.Ενιωθε αδικημενος.Τοσα τραγουδια της ειχε αφιερωσει, ηθελε κι αλλο;
Για σένα ήμουν και γινόμουν το κάλο και το κακό μου και δεν είχα μόνο έναν εαυτό για σένα άλλαζα σαν φύλλα, τη χαρά και τη μαυρίλα και το σπίτι μου είχα πάντα ανοιχτό ...
''Ειναι ή δεν ειναι το τραγουδι σας;'' δεν χωρανε αναμεσα τους ψεματα.
''Ειναι.''
''Γιατι;'' ουτε η ιδια δεν ξερει για τι ζητα τον λογο.
''Τι γιατι;''
''Γιατι ειναι;''
''Γιατι μας περιγραφει.'' οσο πιο αναιμακτα μπορει απαντα.
''Γιατι;'' επιμενει.
''Γιατι θες να σε πληγωσω;'' την ρωτα και το υφος του σκοτεινιαζει.
''Γιατι σας περιγραφει;''πιεζει κι αλλο, τραβαει το σκοινι μεχρι που σπαει.Ο Ορεστης λυγιζει.
''Γιατι ετσι νιωθουμε! Οτι μεγαλωνει ο ενας για τον αλλον!''
Φωναζει.
Εγω μεγαλωνα για σενα...
-------------------------------------------------
23 Αυγουστου. 9:17 το πρωι.
Καπνιζει στο μπαλκονι, αφηρημενα παρατηρει την απεναντι που απλωνει με τον γκομενο της να τσακωνεται μονος της ακολουθωντας την σαν κουταβακι, του φαινοταν αστειο σκηνικο, μα επειτα σκεφτοταν τον εαυτο του.
''Κι αν μια μερα γινοταν καλα;'' η φωνη της τρεμει, χωρις να γυρισει προς το μερος της μπορει να σκεφτει την μορφη της να στεκει μιση μεσα στο σπιτι και μιση στο μπαλκονι. Υπεθετε οτι φορουσε την αγαπημενη της μαυρη φορα και απο πανω ενα κοντομανικο, σχεδον με μαθηματικη ακριβεια μπορουσε να υπολογισει ποσες τουφες πετουσαν απο το κλαμερ στα μαλλια της.
''Καλημερα δικηγορινα.'' προσπαθει να ελαφρυνει το κλιμα. Νιωθει το βλεμμα της να τον καιει, περιμενει απαντηση. Ξερει οτι αν γυρισει απο την αλλη θα συναντησει δυο αυπνα ματια που θα τον τσακισουν.
Το βραδυ αρχισε να διαβαζει ενα βιβλιο, μπορουσε απο το σαλονι να την ακουσει να κλαιει και να ρουφαει την μυτη της. Εκανε απαισιο υπνο.
''Εσυ μονη σου δεν ειπες οτι κατι τετοιο ειναι ανεφικτο;'' την κοιτα και διαπιστωνει οτι εχει δικιο, δεν εχει κλεισει ματι.
''Ας πουμε οτι γινοταν,μια μερα ξυπνουσε υγιης. Θα γυρνουσες σε εκεινη;''
Κανει μια τζουρα ακομα. Κραταει την ανασα του για λιγο.
''Σου αρεσει να πονας τον εαυτο σου.'' της απαντα.
''Θελω μια απαντηση.'' τρεμει.
''Κι αν ο Σπυρος δεν ειχε κανει ολα οσα εκανε, θα τον χωριζες ποτε;'' αντιγυριζει.
Καταπινει την ανασα της, ηταν πικρη.
--------------------------------------------------------------------------
23 Αυγουστου, ωρα 22:20
Κλαιει. Της ειναι αδυνατον να ηρεμησει. Ξυπναει και κλαιει, πινει καφε και γευεται τα δακρυα της, διαβαζει και βαφει τις σελιδες.
Ο Ορεστης την κοιτουσε απο την εισοδο του δωματιου και ενιωθε αβοηθητος.
Ηθελε να βρισει, να χτυπησει τον τοιχο. Μα το τελευταιο που χρειαζονταν αυτη τη στιγμη ηταν ενα ξεσπασμα του.
Σερνει τα ποδια του βαριεστημενα προς το μερος της.
"Ρε Κυβελακι μου...φτανει πια'' ξαπλωνει μπρουμυτα στο κρεβατι πανω της. Τον σπρωχνει, κλαιει πιο δυνατα, ουτε να τον βλεπει δεν θελει.
''Ασε με!'' φωναζει αναμεσα απο λυγμους.
''Οχι!" την σφιγγει κι αλλο, εκεινη απο κατω του χτυπιεται, προσπαθει να τον κλωτσησει ματαια.
''Φυγε! Δεν σε θελω! '',λυγμος , ''Φυγε!'' τον προσταζει με κομμενη ανασα και προσπαθει να δωσει ρυθμο στην καρδια της.
Την πιανει απο τους ωμους και την κρατα σταθερη. Την τιναζει πισω, αναγκαζοντας την με το βαρος του σωματος του να μεινει ακινητη. Της βαζει φωτια η στενη επαφη τους.
Την ποναει, μα κοιτα να δεις...την πονα εκει που το κορμι του δεν φτανει, την πονα το κενο, η ελλειψη του την καιει οσο η παρουσια του την θρεφει.
''Κοιτα με!''' διαταζει εκεινος αυταρχικα. Στρεφει το βλεμμα αλλου.
''Ειπα κοιτα με!'' ο κοφτος του τονος την κοκκαλωνει.
Μαυρο στο γαλαζιο, μαυρο και στο πρασινο.
''Εγω θα μεινω.'' της δηλωνει αμετακλητα.
Βουρκωνει παλι.
''Γιατι εδω με θες.''
Σφιγγει τα δοντια και οι γωνιες του γινονται πιο αισθητες.
''Κι εγω εδω θελω να ειμαι.'' ψιθυριζει, καρφωνει τα ματια της και ασθμαινει κανελα, παντα κανελα.
Το κατω χειλος της τρεμει, μαζι και η καρδια του.
''Θελεις...'' επαναλαμβανει.
Φερνει τα χειλη του κοντα στα δικα της.
''Θελω.'' ενωνει την ανασα του με την δικη της.
Την φιλαει. Τον σπρωχνει μακρια και βγαινει απο το δωματιο.
24 Αυγουστου, ωρα 11:09.
Διαβαζε μηχανικα οταν χτυπησε η πορτα του δωματιου.
''Οχι!'' φωναξε εκεινη.
''Ο Βασιλης ειμαι.'' ο ξανθος φιλος της ανοιξε την πορτα δειλα δειλα και προς εκπληξη του βρηκε την κοκκινομαλλα να τον κοιτα εξισου απορρημενη.
''Τι κανεις εσυ εδω;''
''Ηρθα να δω πως εισαι.'' ανασηκωνει τους ωμους και ξαπλωνει στην πλευρα του Ορεστη σταυρωνοντας τα χερια του κατω απο το στηθος.
''Η Ερμιονη;''
''Σπιτι της υποθετω. Θα ετοιμαζεται, ηρθε η μαμα της για λιγες μερες και ολο εξω ειναι.'' την ενημερωνει.
Της εκανε νοημα να ερθει κοντα του.
Eκεινη ξεφυσα μα τον πλησιαζει, χωνεται στην αγκαλια του και κουρνιαζει στο στερνο του. Μυριζε πολυ ομορφα, μα δεν ηταν η στοργη που χρειαζοταν.
''Δεν θα σε αφηναμε να μπλεξεις μαζι του αν γουσταρε αλλη.'' της εξηγει, η Κυβελη ξαφνου ενοχοποιει και τους τρεις φιλους της, μα πολυ γρηγορα τους απενοχοποιει παλι, δεν γινεται να φταινε ολοι.
''Μαλλον δεν μας εκανες κονε για να εχεις το κεφαλι σου ησυχο με την Ερμιονη.'' ειρωνευεται και τον ακουει να γελαει, τρανταζεται κατω απο το κεφαλι της.
''Αν αποτελουσε απειλη για μενα σημαινει οτι κατι παει λαθος στην σχεση μου, οχι σ αυτον.'' εξυπνα της απαντα και η κοκκινομαλλα ρολλαρει τα ματια της.
Τωρα βρηκε να γινει λογικος και πολιτισμενος.
''Ακου να σου πω κατι για τον Ορεστη.'' αρχιζει να παιζει με μια πορφυρη τουφιτσα της.
''Ειναι τσαρλατανος και αναισθητος,ζωον, και ολα οσα του προσαπτεις, αλλά μεσα σε ολα αυτα ειναι και ερωτευμενος με σενα, μονο, με καμια αλλη.''
''Και η Ιασμη;''
''Την αγαπαει πολυ, αυτο δεν μπορω να στο αρνηθω. Μπορεί να μην θελει να το παραδεχτει, αλλα την βλεπει αλλιως πλεον, υπαρχει αγαπη, αλλα ο ερωτας εχει χαθει, και στο λεω εγω, που τον ξερω χρονια. Την τελευταια φορα που τον ειδα, πριν σε γνωρισει, αμφιταλαντευοταν. Μην ξεχνας, τοσο καιρο πηδιοταν με την Τατι και ροτα δεν αλλαξε.''
Δεν ξερει αν προσπαθει να την κανει να νιωσει καλυτερα, ή αν της λεει αληθεια.
''Ναι αλλα ρε Βασιλη δεν ξερω πως να το διαχειριστω, εσυ τι θα εκανες;''
Ο καστανοξανθος φιλος της δεν μιλαει, τον νιωθει να σκεφτεται εντονα.
''Θα ακουστει σκληρο, μα εγω δεν θα συνεχιζα ποτέ με καποια που ξερω οτι σε λιγους μηνες θα φυγει, ειδικα οταν βλεπεις οτι δεν σας χωριζει καμια δυσκολια, πρεπει να προφυλαξεις τον εαυτο σου. ''
Η απαντηση του δεν την βοηθαει, καθε αλλο.
''Μου λες να κανω τι; Να γυρισω τον χρονο πισω και να τον χωρισω;''
''Οχι. Σου λεω οτι εφοσον εχεις αφησει ηδη τον εαυτο σου ευαλωτο σε κατι τετοιο, ασε αυτο το γεγονος στην ακρη. Ειναι κατι που δεν αλλαζει. Αλλα δεν αφορα εσένα στο κατω κατω, δεν θα ζησεις εσυ με αυτο. Εσυ περνάς καλα μαζι του τωρα, θα περνας για τους επομενους μηνες, δεν εχω καταλαβει πως σκεφτεστε να συνεχισετε, αλλά απο οτι βλεπω, ανησυχεις για το προβλημα μιας αλλης γυναικας.''
Αλογιστα φουντωσε μεσα της η αναγκη να ιδιοποιηθει του προβληματος.
Δικο μου θελω να ειναι! Κι υστερα να λυθει. Φυσικα αυτο ηταν απλα μια σκεψη που δεν ειδε το φως του ηλιου.
24 Αυγουστου, ωρα 13:02
Παιζει βιολι, σοβαρος, πολυ σοβαρος, σαν να σκεφτεται κατι εντονα, πολυ εντονα, με αγαπη ομως, πολλη αγαπη.Η Κυβελη νιωθει φοβο στην εκφραση του, πολυ φοβο.
''Και πως ηταν; ''τολμα να τον διακοψει.
Την κοιτα μπερδεμενος, ελαφως εκνευρισμενος που τον σταματησε.
''Πως ηταν τι;''
''Εκεινη, ομορφη;''
''Με ρωτας αν ειναι ομορφη ή αν ειναι ομορφοτερη απο εσενα;'' εχει κουραστει.
Την πιανει απροετοιμαστη η κυνικοτητα του. O ηχος απο το βιολι αρχιζει παλι.
25 Αυγουστου ξημερωμα, ωρα 1:15
(Τρεις μερες μετα την επιστροφη τους)
''Το διαβασα το βιβλιο σου''πεταει μπροστα της το παχυ παλιο συγγραμα και η Κυβελη τον αγριοκοιτα ελεγχοντας παραλληλα οτι η ηδη παλια εκδοση δεν ειχε γινει χειροτερα.
''Και;''αφηνει την ερωτηση να πλαναται στον αερα. Δεν του ειχε ζητησει να το κανει, μα προθυμα του το εδωσε οταν το απαιτησε.
''Δεν την αγαπω ετσι την Ιασμη,αν αυτο ηθελες να σου πω εν τελει'' παραδεχεται και η κοπελα αφηνει μια ανασα που νιωθει οτι κρατα ωρες τωρα, μερες τωρα.
''Την αγαπω αλλιως ''της δηλωνει νευρικα ''Αυτο το αλλιως ομως ειναι περισσοτερο''.
Η Κυβελη δεν μπορει να συγκρατησει ενα σοκαρισμενο υφος καθως η ανασα της κολλα στον λαιμο της.
Περισσοτερο;
''Δεν λεω,κι αυτος την αγαπαει,αλλα ποσο την ξερει;Δυο χρονια;Τρια;''
'Τεσσερα''τον διορθωνει
''Ακριβως.Την γνωρισε στα 26 του,πριν απο εκεινη ειχε γνωρισει κι αλλες,μην αυταπατασαι,αποκλειεται να μην ειχε γνωρισει αλλες,να μην ειχε ερωτευτει εστω και λιγο μια αλλη,ακομα και αν κρατησε λιγες ωρες.Ενω εγω την Ιασμη την γνωρισα οταν ημουν..ποσο...5 χρονων;Ηταν η αγαπη μου.Την αγαπησα ως παιδι και αυτο δεν αλλαζει με τιποτα,γιατι ανεπαισθητα αγαπας το ατομο που ερωτευεσαι στα 10 σου και κοιτωντας πισω,στα 26 σου μονο τρυφερα αισθηματα σου εχουν απομεινει για εκεινον.''
Η κοπελα ενιωθε καπως περιεργα απεναντι στην σοβαροτητα του λογου του.
Ολως περιεργως ουδεποτε ενιωσε ετσι για τον Κωστακη απο το δημοτικο. Καταλαβαινει απο το βλεμμα της την συγχυση της.
''Μεγαλωσαμε μαζι Κυβελακι,ημασταν φιλοι,κολλητοι,φτιαχναμε ιστοριες και παιζαμε με τις ωρες στον κηπο.Την Ιασμη δεν την ενοιαξε ποτέ που δεν καταδεχομασταν τις κουκλες της,υποχωρουσε παντα μα παραλληλα στα παιχνιδια μας παντα περνουσε το δικο της.Εγω με τον Γιαννη μεγαλωσαμε προστατευοντας την,αγαπώντας την σαν αδελφη μας.Εγω εν τελει απεκκλινα του αριστου βιου και αρχισα να την ερωτευομαι.''
''Μα ξερεις τι;Τα φτιαξαμε και ξεραμε ηδη πως και να πηγαιναν ολα χαλια μεταξυ μας θα ημασταν παντα φιλοι,πανω απο ολα φιλοι,ειχαμε δωσει ορκο,λογω τιμης θα αγαπιομασταν το ιδιο.Οποτε μην μου ζητας να σε αγαπησω οπως εκεινη γιατι δεν θα τα καταφερω,μονο ψεματα θα σου λεω για να νιωσεις καλυτερα.Και για να ειμαι απολυτα ειλικρινης μαζι σου δεν υπαρχει και κατι που μπορεις να κανεις για να αποκτησεις μαζι μου αυτο που ειχα μαζι της,εκτος αν εχεις την δυνατοτητα να γυρισεις 18 χρονια πισω και να γνωριστουμε τοτε''
Η Κυβελη ενιωσε την απορριψη του σαν πυρακτωμενο μεταλλο να την ζεματαει.
''Εχεις δικιο.Συγγνωμη'' του ειπε ειλικρινα και κατεβασε το κεφαλι της. Η ηττοπαθεια της διολου τον ικανοποιησε, αντιθετα, επιασε τον εαυτο του να νιωθει τυψεις.
''Ηταν βλακωδες να απαιτησω να με νιωσεις οπως εκεινη,δεν στο ζηταω και συγγνωμη αν σε εφερα σε δυσκολη θεση'' μουρμουρισε τυπικα,ντρεποταν,ενιωθε σαν κακομαθημενο παλιοπαιδο. Δεν αντεχε αλλο, να τον χρειαζεται μα να νιωθει ενα κενο αναμεσα τους. Ηθελε να το καλυψει, μα τιποτα δεν εμοιαζε να μπορει να το γεφυρωσει.
Ο Ορεστης ξεφυσηξε.Επεσε πλαι της στον καναπε στριμωχνοντας της στην ακρη και προκαλωντας την ενοχληση της.
''Προσωπικος χωρος'' μουρμουρισε εκεινη θελωντας απλα να ελαφρυνει το κλιμα.
Την αγνοησε επιεικως και την αγκαλιασε σφιχτα,πιεζοντας το μαγουλο της στο στερνο του και αφηνοντας ενα μαλακο φιλι στα μαλλια της.
''Μπορουμε να εχουμε κατι αλλο εμεις ξερεις..εξισου δυνατο'' της ψιθυρισε και η κοπελα χαμογελασε,τα ματια της ετσουζαν αλλα ξαφνου τα λογια του σαν να απαλυναν καπως τον πονο.
''Ναι...''το επεξεργαστηκε καπως στο μυαλο της.''
''Μπορουμε;'' αναρωτιεται μονη της.
''Το κανουμε ηδη, αθελα μας.'' τα χειλη του καινε το αυτι της.
Κλεινει τα ματια στην θερμη του. ''Μηνες τωρα, γινεσαι η μονη κοπελα που με κανει να νιωθω.''
Τα δακρυα της γινονται ποταμι, δροσιζουν μεχρι και τα χειλη του.
''Δεν προσπαθησα να σε κανω να με ερωτευτεις.'' κατηγορει τον εαυτο της που ο Ορεστης δεν ξεχασε την Ιασμη.
Γελαει ο βιολιστης. Φιλα το βρεγμενο της μαγουλο.
''Ισως αυτο ηταν που με εκανε να σε ερωτευτω τοσο Κυβελακι.'' της λεει το μυστικο του, κι εκεινη ξεσπαει σε κλαματα.
Καλυπτει το προσωπο της και κλαιει γοερα. Ανακουφιση; Αποδοχη και συμφιλιωση; Ο,τι κι αν ηταν την εκαιγε και την ανακουφιζε ταυτοχρονα.
''Εντα-ενταξει δ-δεχομαι'' λεει αναμεσα σε λυγμους και σκουπιζει τα ματια. "Ας προσπαθησουμε''
''Αυτο ελειπε κιολας δικηγορινα.'' απομακρυνθηκε λιγο για να την κοιταξει.
Της χαρισε ενα χαμογελο ολο λακκακια και φως που την εκανε να χασει ανασα.
'' Πες μου λοιπον,πως την θες αυτη την αγαπη;Τωρα ειναι η ευκαιρια σου!Μπορεις να ζητησεις καθε σαχλαμαρα που εχεις διαβασει στα πολυτιμα βιβλια σου''
Η Κυβελη γελασε και τον εφερε λιγο πιο κοντα της. Βροχη εφτασαν στο μυαλο της σκηνες απο βιβλια που για χρονια ζηλευε, σκηνες απειρου καλλους και ρομαντισμου, σκηνικα ακραια και τραβηγμενα, χειρονομιες που της εκοβαν την ανασα.
Επειτα κοιταξε τον σκυλο, λιγουρευτηκε την πιτσα και τα Reese's, αναριγησε στην ενθυμηση του βιολιου και χαμογελασε στην σκεψη της κουζινας, του ντουζ, του ημιδιαφανου γλυκου υγρου βανιλιας.
Ξεφυσηξε.
Τιποτα δεν ηθελε, τιποτα παραπανω.
''Την θελω οπως μου τη δινεις ακριβως''
Την κοιταξε δυσπιστος, σαν να επεξεργαστηκε κατι που ακουσε μπερδεμενο. Ανοιγοκλεισε τα ματια, εμεινε για λιγο ακαμπτος μα συντομα ξεφυσηξε ανακουφισμενος και εγειρε το κεφαλι του πισω.Δαγκωθηκε για να μην χαμογελασει και την αρπαξε απο τους ωμους πετωντας την πανω του.
''Ορεστη!'' στριγκλισε οταν αρχισε να την φιλαει παντου. Υγρα φιλια στο κουτελο,τα μαγουλα, τα ματια, τα φρυδια, την μυτη, τα χειλη.
Την εσφιξε παραπανω και επειτα ταχα σαν τιμωρια με το ελευθερο χερι του της εδωσε μια ξυλια στον πισινο.
''Αουτς!''
''Για να μαθεις να με βασανιζεις!Τι σου εχω φταιξει και με τυραννας δικηγορινα;'' ρωτησε ταχα δραματικα και η Κυβελη γελασε απολαμβανοντας το χαδι του στο σημειο που ετσουξε.
Ο Ορεστης περασε τα δαχτυλα του μεσα απο τα μαλλια της και τραβηξε απαλα προς το πισω για να τον κοιτα. Επεσε σιωπη αναμεσα τους, επεξεργαστηκε τα ματια, τα χειλη, το προσωπο της. Την κοιτα σαν να ηταν εργο τεχνης, σαν καποιος να του ειχε ζητησει να την μαθει απεξω.
Κι υστερα ακουμπησε τα χειλη του στο κουτελο της, φιλησε απαλα και αφησε μια εκπνοη που εμοιαζε με ολα τα 'ευχαριστω' του κοσμου.
Εκεινη κουρνιασε στην καμπυλη του λαιμου του, αφησε την ανασα του να την νανουρισει, κλειστηκε στην αγκαλια με το αρωμα του. Οι παλμοι της επεσαν, το δερμα της επαψε να φλεγεται.
Νηνεμια.
Εσυ με τυραννας αναθεματισμενε βιολιστη της κακιας ωρας, μα σ'αγαπω.
Ποτέ δεν ηξερα πως ηταν να ερχομαι δευτερη στον ερωτα.
Σε ολα τα αλλα το περιμενα μια ζωη, παντα υπαρχει καποιος καλυτερος απο εμενα.
Κι απο εκεινον καποιος ακομη καλυτερος. Στις σπουδες μου, στα ταλεντα, στα χομπι και στα αθληματα φορουσα την ανθεκτικη πανοπλια της συνειδητοποιησης.
Κι υστερα, στον ερωτα...
Μια χαρτοριχτρα μου ειπε ενα καλοκαιρι οτι θα με ερωτευονταν πολλοι.
Αμεσως σκεφτηκα την Πηνελοπη με τους αμετρητους μνηστηρες. Με κοιταξε βλοσηρα και ουτε που καταλαβαινα το γιατι. Χαιρομουν, μα ποια θα στενοχωριοταν;
Και ναι, εναν εναν τους εχω τωρα μπροστα μου και τους κοιταζω. Με ερωτευτηκαν, δυο, τρεις, τεσσερις, δεκα, εικοσι! Τι μου εβρισκαν δεν ξερω να σου πω. Ισως κατι που νομιζαν οτι εψαχναν, μα κανεις δεν εμενε ποτέ αρκετα για να το βρει.
Τους εδιωχνα.
Τελευταιος στην σειρα, κατ' επιλογη (σου), μου κλεινεις το ματι.
Γυρνω τον χρονο πισω και πεφτω μπρος της στα γονατα. Σβηνω το τοτε αλαζονικο μου χαμογελο. Αφελως χαρηκα στην προφητεια.
''Πολλους βλεπω κορη μου να κουζουλαινονται για χαρη σου.''
Ας επαιρνε πισω ολο τον ερωτα που βιωσα λοιπον, ας γινομουν αορατη σε ολους, μα σε εσενα η μια, το φως, το κεντρο. Σε εναν κοσμο θολο το μονο καθορισμενο και ορατο.
Σαν την Πηνελοπη, ετσι κι εγω δεν θελω να με ερωτευτουν πολλοι.
Μονο εσυ, πολυ.
Ciao Bellas!
Τι κανετε πως ειστε;
Προσπαθω να ανταπεξελθω οπως παντα! Το ελεγα σε μια φιλη μου προχθες και μου απαντησε 'Μα ρε Μαγδακι παντα αυτο δεν κανεις;' Το επεξεργαστηκα λιγο και γελασα, ειχε δικιο. Πιο πολυ επιλογη μου ειναι τελικα να κανω πολλα ταυτοχρονια, οπότε οταν γκρινιαζω αυτο να μου λετε.
Παντου καταληψεις σε γυμνασια και λυκεια βλεπω...και μετα ειμαστε οι φοιτητες που παρακαλαμε να παμε για μαθημα απο κοντα. Τα σχολικα χρονια ειναι τα πιο γαμάτα μετα τα φοιτητικα ρε μην κανετε καταληψεις χωρις λογο!
Αυτο το κεφαλαιο ηταν αρκετα περιεργο. Ηταν τμηματικες σκηνες, σαν θεατρο δες το. Το εχω αρκετα μεσα στην καρδια μου γιατι μου βγαζει κατι αληθινο. Θα το αφησω με ενα ερωτηματικο ωστοσο, γιατι διορθωνοντας το claimed καταλαβα οτι οσα παλια μου εμοιαζαν ικανοποιητικα τωρα μου φαινονται μετρια.
Θελω να αφουγγραστεις την ψυχραιμια του Ορεστη.
Να δεις με αντικειμενικοτητα την σχεση του με την Ιασμη.
Να νιωσεις λιγο την Κυβελη.
Το πρωτο μερος του παραλληλου ειναι μια ιστορια που εγραψα χθες βραδυ και μου αφησε ενα βαρος στην καρδια. Η συνδεση με την ιστορια εγκειται στο οτι πολλες σχεσεις αρχιζουν με αντιπαθειες, συνεχιζουν με κατι πολυ εντονο, και ληγουν τοσο ωμα και αδοξα.
Μα κοιτωντας πισω δεν μπορεις παρα να νιωσεις οτι δεν θα αλλαζες και πολλα.
Αφιερωμενο στην myrtiloo , που με ξυπνησε με Λειβαδιτη, πιο ρομαντικα απο ποτέ
Αρχιζει η αγαπημενη μου εποχη.
Θελω να μου στελνετε, να μου μιλατε, να συζηταμε οπως τοσα χρονια κανουμε.
Το νεο ακαδημαϊκο ετος θα ειναι περιεργο αλλά ας προσπαθησουμε να το αξιοποιησουμε οσο καλυτερα γινεται!
Σας αγαπω παρα πολυ.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top