Καθρέφτη,καθρεφτάκι μου..

Αυτο το παραλληλο μιλα αφενος για την εκθρονισμενη πριγκιπισσα, αφετερου μιλω σε εσενα!

Ναι! Ξερω οτι ειναι περιεργες μερες, και τρωμε λιγο παραπανω, λιγο πιο ατσαλα, και γυμναζομαστε ελαχιστα εως καθολου (η πλειοψηφια).
Σε νιωθω!!
Αυτο το γραφω τρωγοντας ενα πατατακι.
Να σε αγαπας οπως θες να αγαπηθεις. Εμπρακτα!

Καθρεφτη καθρεφτακι μου, ποια ειναι η πιο ομορφη στην πλαση ολακερη;

Περιμενω να με δω στην αντανακλαση. Γιατι αυτο; Θα σου πω.
Ξερεις ποια ειμαι εγω;
Ειμαι αυτη που περπαταει στους διαδρομους και ολοι την κοιτουν, χρονια τωρα.
Ψιθυριζουν πισω απο την πλατη μου. Τα αγορια με θελουν και τα κοριτσια θελουν να γινουν εγω.

Περιποιημενη, συγκροτημενη, με καθε πτυχη της ζωης μου καλοκουρδισμενη.Τα ειχα ολα.
Καταλαβες;

'Εσυ τα εχεις ολα.Γιατι γκρινιαζεις;' μου ειχε πει. Την θεωρησα πονοφυγη.
'Κι εσυ μπορεις, αρκει να παλεψεις.'

Και παλεψα αγάπη μου. 
Παλεψα για  να εχω την τελεια αποδοση, τους τελειους βαθμους,τις τελειες φιλιες, την τελεια σχεση, την τελεια διατροφη, το τελειο σωμα.
Παλεψα γιατι το ηθελα.

'Καθρεφτη καθρεφτακι μου, ποια ειναι αυτη που αγαπα;''

Στεκομαι μπρος του και ξεβαφομαι. Οταν το κανω παντα βουρκωνω, δεν φταινε τα χημικα απο τα μαντηλακια και το τζελ καθαρισμου, φταιει που θελω και το κανω. Νιωθω να σηκωνεται απο πανω μου ενα βαρος.Οποτε μαζι με την μασκαρα που σταζει  τρεχουν και δακρυα.

Λυνω την σφιχτη κοτσιδα και το κρανιο μου ποναει. Μαλασσω απαλα μα δεν βοηθαει.
Το κινητο μου δειχνει 7:04, εχω δεκα λεπτα να κανω μπανιο, πεντε να βαφτω και πεντε να ντυθω. 
Σε εικοσιπεντε λεπτα πρεπει να ειμαι εξω ωστε να παω για μαθημα, μετα να διαβασω, να παω για τρεξιμο, να κλεισω μαγαζι για το Σαββατο, να βγαλω βολτα τον σκυλο, να κανονισω τις εξοδους της εβδομαδας, τελος, αργα το βραδυ να βγω με την παρεα,μια απο ολες, να αφιερωσω μια ωρα τουλαχιστον σε εκεινον, να γυρισω σπιτι, να φτιαξω τσαι και να γραψω.

Κοιμαμαι ελαχιστα, πιστεψε με καθρεφτη μου.
Και αυτο γιατι η ζωη μου ειναι απιστευτη, εξαντλητικη αλλα συναρπαστικη.

Οποτε κοιτα με τωρα.
Θα χασω το μαθημα, γιατι ετσι.
Ξυπνησα το πρωι και ολα μου φανταζαν ξενα.
Εκεινος δεν μου αρκουσε, κοροιδευα τον εαυτο μου.
Οι φιλες μου δεν με νιωθουν- τι κανω μαζι τους;
Οι γονεις μου ολο και περισσοτερο απαιτουν-τι αλλο πρεπει να κανω;

Στεκομαι μπρος του καθρεφτη και βγαζω την ζακετα μου. Νιωθω το κρυο και το αγνοω, τρεχει ηδη το καυτο νερο.
Βγαζω την μπλουζα μου και αντικριζω το μικρο στηθος μου, το λευκο δερμα μου, με λιγο χνουδι, λιγα σημαδια,  μια κοιλια επιπεδη και δυο ωμους κυρτους.

Βγαζω την φορμα μου, μαζι και το εσωρουχο. Τα πετω στο καλαθι χωρις να παρω το βλεμμα μου απο πανω μου. Η περιφερεια μου εχει ανοιξει, τα κοκκαλα της λεκανης μου πετανε και χαμηλα στους γοφους θα δεις  κατι ραγες, λευκες και τελειωμενες. Λιγο πιο κατω θα αντιληφθεις οτι μαλλον τρωω πολλα ζυμαρικα.

Καθρεφτη πες μου, ποια ειναι εκεινη που εχεις στην καρδια σου;

Το δαχτυλο μου κατεβαινει κατα μηκος της λεκανης μου, το δερμα μου ειναι χαλαρο, και το απεχθανομαι.
Κι ας το εχουν λατρεψει, κι ας το χουν φιλησει, κι ας το χουν προσκυνησει. Μερες σαν αυτη το μισω.

Ο ναος ειναι τεραστιος και παμπαλαιος, η ψυχη μου ταξιδεψε σε διαφορα σωματα για να τον βρει. Περιτεχνος, με ρυθμο βασιλικη με τρουλο και ηχω που τρανταζει το στηθος μου.
Βγαζω την κουκουλα, η λευκη καπα πεφτει στο παγωμενο μαρμαρο.
Κρυωνω.
Γυμνη στεκω μπροστα του.

Ο καθρεφτης στο βαθος σιωπει.
''Καθρεφτη καθρεφτακι μου ποια ειναι η πιο ομορφη σε ολοκληρη την γη;''
Μαυριζει ολοκληρος, μα αντανακλαση δεν βλεπω.

Σιωπηλη μενω απεναντι του, να κλαιω σιωπηλα.
Μα τα εκανα ολα σωστα! Πως;
Αφου προσπαθησα! Παλεψα!
Τα ειχα ολα!

Η καρδια σου δεν χτυπα οταν σε βλεπεις, δεν σε αγαπας.

Συεται ο ναος.Πεφτω στα γονατα γυμνη.
Το καυτο νερο με λουζει.

''Δεν βλεπεις ποια πραγματικα εισαι, δεν σ'αγαπας αληθινα.'' 
ειπε.

2013

''Σ αγαπω. '' του ψιθυριζει λιγο πριν κοιμηθει. Ολη μερα εκλαιγε. Επειτα γελουσε, γελουσε γιατι σκεφτοταν την τραγικοτητα του κοσμου. Ενος κοσμου που επρεπε να αντικριζει χωρις την αδελφη της...και με εκεινον στην αλλη ακρη του κοσμου.

Της χαιδευε τα μαλλια σχεδον εμμονικα, λες και απο αυτο εξαρτιοταν η σταθεροτητα της.
''Κι εγω σ αγαπω. '' απαντησε και ο δεκαεπταχρονος εαυτος του το εννοουσε.

''Δεν ειμαι καλα Ορεστακο...'' μονολογει και κοιταζει τον βροχερο καιρο εξω απο το παραθυρο σκεπτομενη οτι την επομενη μερα τετοια ωρα εκεινος θα ειναι ηδη στο campus του Julliard.
Ο νεαρος, που απεδωσε τα λογια της στην επιστροφη του, δεν εδωσε σημασια.

''Θα εισαι, θα γινεις, εγω θα σε κανω... Στο υποσχομαι.'' ακουμπαει τα χειλη του στην κορυφη του κεφαλιο της. Κλειδωσαν σαν ορκος οι λεξεις στο μυαλο του.
Θα την εφτιαχνε εκεινος! Μονος του θα την εκανε καλα! Θα την θεραπευε και θα γυρνουσε τον χρονο πισω. Θα την εκανε ευτυχισμενη σου λεω...το πιστευε, το ηθελε.

Ανασηκωσε το κεφαλι της και ακουμπησε το σαγονι στο στερνο του. 
Γαλαζιο στο γαλαζιο και το πρασινο να περισσευει στο κενο.

''Θα επιστρεψεις;'' ψιθυρισε με μια ελπιδα να δινει λαμψη στα ματια της.
Η καρδια του σφιχτηκε.
''Παντα θα επιστρεφω για σενα.'' 
Οπως και παντα θα εφευγε...

Σου εχει τυχει ποτέ να αγαπάς καποιον τοσο ωστε να λες ψεματα στον εαυτο σου οτι μπορεις να τον φτιαξεις;

------------------------------------------------------------------------

15 Νοεμβριου 2020
1698 νεα κρουσματα

''Το οτι χρωστας Μαθηματικα πρωτου εξαμηνου για πτυχιο δεν σε εχει πτοησει καθολου;'' ο Γιαννης ειχε απηυδησει μαζι της.

''Στο ειπα εκατο χιλιαδες φορες! Δεν ημουν καλη στα μαθηματικα!'' ηταν στα ορια να βαλει τα κλαματα.
Μετα την τριτη φορα που κοπηκε στα μαθηματικα βρισκοταν μπροστα στην τελευταια της ελπιδα να ορκιστει το καλοκαιρι.
Αν βεβαια τα περνουσε τον χειμωνα.

Και ο Γιαννης θα περνουσε το τελευταιο του μαθημα, και ο Βασιλης τα τελευταια 3 , ο Κωνσταντινος επαιζε με τον μεσο ορο, ενω η Κυβελη και η Ερμιονη προσπαθουσαν να αυξησουν τον μαγικο αριθμο παιρνοντας παραπανω επιλογης για καλυτερο βαθμο.

Και εκεινη χρωστουσε μαθηματικα...

''Ωραια,  μετα απο τοσες ωρες καπως καλυτερα ομως ε;'' γεματος απελπισια την ρωτα.
''Νομιζω...'' κοιτα οπουδηποτε αλλου παρα εκεινον.

''Ωραια, ας δουμε ενα απλο γραφημα Hamilton.'' γουρλωνει τα ματια. Στο μυαλο της επικρατει μια νεκρικη σιγη. Δεν πεφτει καρφιτσα.
Ο φιλος της σκυμμενος πανω απο το τραπεζι της κουζινας ειναι ετοιμος να κανει φονο.
''Δεν-δεν θυμαμαι...'' δεν ξερει αν θελει να κλαψει ή να γελασει.

''ΜΑ ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ;'' χτυπαει το χερι του στο ξυλο και μοιαζει να τα παραταει.
Η ωρα ειναι περασμενες 12 και αρχισαν το απογευματακι χαλαρα.

''Σου ειπα! Δεν. Ημουν. Καλη! 13 εγραψα!''απαντησε εξισου δυνατα. 
Ο Γιαννης στενεψε τα ματια. Ηθελε να την πιασει απο το μαλλι.

''Ωραια. Και απο οοοσα ειπαμε σημερα, εσυ τι θυμασαι;'' ηταν η τελευταια του ελπιδα.
Τον κοιταξε γεματη παραπονο και ενα μικρο μειδιαμα.
Μαλακωσε καπως και χαλαρωσε τους ωμους.
''Τιποτα δεν θυμασαι...'' μονολογει απογοητευμενος.

Η ξανθουλα γελασε. Σηκωθηκε απο την θεση της και εκανε τον γυρο του τραπεζιου. Καθισε πανω του και τυλιξε τα χερια της γυρω του.
Του χαμογελασε αθωα. Εκεινος καταλαβε αμεσως.

''Δεν υπαρχει ουτε μια περιπτωση!'' εκανε να την απομακρυνει μα εκεινη τον εσφιξε κι αλλο πανω της.

''Σε παρακαλω ρε μωρο μου! Σε παρακαλω πολυ πολυ!''
''Σου ειπα οχι! Δεν τα κανω εγω αυτα!'' της αρνηθηκε κατηγορηματικα.

Ανασηκωσε ευθεως το φρυδι.
''Α ναι; Και Αστικο δικαιο ποιος σου περασε τον Μαιο που το χρωστουσες απο το δευτερο εξαμηνο; Μηπως η Κυβελη;''

''Αλλο αυτο.'' ηξερε οτι ειχε χασει.

''Ελα ρε Γιαννη! Για σενα ειναι δεκα λεπτα υποθεση! Θα ανοιξουμε καμερες θα δωσουν θεματα θα τα λυσεις θα τα ανεβασω eclass και τελος!'' του το περιεγραψε ολο σαν κατι πολυ απλο.
Δεν απαντησε. Εγειρε στην καρεκλα με εκεινη πανω του και την κοιταξε αποκαμωμενος.
Ο,τι θελει με κανει η υπουλη.

Πηρε την σιωπη του ως ναι και αμεσως επεσε πανω του γεμιζοντας τον φιλια. Οσο κι αν κρατιοταν δεν μπορεσε να μην γελασει, ποσο μαλλον να μην την αγκαλιασει πισω.

''Εισαι ο καλυτερος!'' δηλωσε και στα τυφλα εκλεισε το τετραδιο πανω στο οποια ειχαν χυθει δακρυα και ιδρωτας.

Την επομενη εβδομαδα θα εκλειναν 4 χρονια μαζι.Εκεινη, σε συνδυασμο με την παρεα τους αλλα και την επιστροφη του Ορεστη τα ειχαν κανει τα πιο ομορφα της εως τωρα ζωης του.
Τα καλυτερα επονται ομως.

------------------------------------------------------------------------

16 Νοεμβριου 2020.

2198 κρουσματα.
Νεοι θανατοι : 59

Η ωρα δεν ηταν ουτε 9 οταν το κουδουνι χτυπησε. Δεκαπεντε ολοκληρες μερες απο την επιστροφη τους στην Αθηνα και το ζευγαρι δεν ειχε ξεμυτισει απο το σπιτι, ουτε ειχε συναντηθει με κανεναν.
Η κυρια Ριτσα, η κυρια Λιτσα και η κυρια Ευδοκια ομως, επιλεγμενες απο ολοκληρη την γειτονια για ευνοητους λογους, με μασκες και φαγητα στα χερια, χτυπησαν το κουδουνι επιμονα.

Η Κυβελη το ακουσε πρωτη, αλλα δεν σκοπευε να σηκωθει.Οποτε εκανε το μονο ευκολο. Σκουντηκε στα τυφλα τον Ορεστη ο οποιος μουγγρισε παραπονεμενος και γυρισε απο την αλλη.

''Σηκω.Κουδουνι!'' μουρμουρισε και εχωσε το προσωπο της πιο βαθια στο μαξιλαρι.
Ο βιολιστης ψιθυρισε κατι ακαταλαβιστικο και βλαστημησε την ωρα και την στιγμη που τους ακουσαν να επιστρεφουν πριν δυο εβδομαδες.
Μα καλα...αντιστροφα τις μερες μετρουσαν;

Ατσαλα κατεβηκε απο το κρεβατι, εβαλε οπως οπως το φουτερ του και βγηκε απο το δωματιο κλεινοντας την πορτα πισω του, ηξερε ακριβως ποιες ηταν στην αλλη πλευρα της πορτας και δεν ηθελε να του ξυπνησουν την Κυβελη.

Αγουροξυπνημενος και πρησμενος απο τον υπνο ανοιξε και βρεθηκε απεναντι απο τις τρεις γυναικες που χαρουμενες αναφωνησαν 'Καλημερα΄και τον γεμισαν ερωτησεις.
''Πως περασατε;''
''Πως ηταν το Παρισι;''
''Η Κυβελη που ειναι;''

Σχεδον πισωπατησε και τις αφησε να βγουν.
''Καλημερα!''
 Ο σκυλος, που βγηκε με το ζορι βολτα στις 7 το πρωι με την Κυβελη να τον σερνει εξω, γρυλισε που τον ξυπνησαν παλι.
''Αχ μεγαλωσε καλε!'' αναφωνησε η κυρια Λιτσα και προχωρησε προς την κουζινα.

Τους εκανε νοημα να κανουν ησυχια και ανοιξε τα πατζουρια.
''Σουτ καλε...κοιμαται το κοριτσι!" μαλωσε η γειτονισσα του τις φιλες της.

''Να κανω καφε;'' ο Ορεστης κινηθηκε προς την καφετιερα και αρχισε την γνωστη διαδικασια.
Μιση δοση κανονικο. Μιση δοση φουντουκι.
Εβγαλε εξω και την καστανη και την λευκη ζαχαρη, μαζι και την αγαπημενη της κουπα.

''Εμεις ηπιαμε αγορι μου, λιγο νερο μονο.'' η Ευδοκια σηκωθηκε να βαλει μονη της.
Ο Ορεστης εγειρε στον παγκο και ετριψε τους κροταφους του, νυσταζε ακομα. Με την ακρη του ματιου του ειδε τον σκυλο να σηκωνεται απο το κρεβατακι του και να πηγαινει προς τον διαδρομο.

Ηταν η νεα του τακτικη αυτη, απο την μερα που γυρισαν γρατζουνουσε την πορτα για να τον αφηνουν να κοιμαται στο δωματιο τους. Οποτε ξαφνιαστηκε οταν τον ακουσε να σταματαει μετα τις πρωτες γρατζουνιες.

''Πως ειστε εσεις;'' προσπαθησε να κανει χαλαρη κουβεντα καθως ανοιγε τα ταπερ και ξεσκεπαζε τα ταψια.
''Πως να ειμαστε εμεις αγορι μου, δεν αντεχεται αλλο αυτη η κατασταση, αντε λενε θα βγει με το νεο ετος το εμβολιο να ηρεμησουμε λιγο.'' βιαστικα καλυψε η κυρια Λιτσα ολα τα θεματα πριν παρει πασα η κυρια Ευδοκια.
''Εσεις πως περασατε καλε; Πως ειναι εξω; Χαμος;'' 

Προσπαθησε να συγκρατησει ενα γελακι.
''Εκει που πηγαμε ηταν μια χαρα. Ξεκουραστηκε και η Κυβελη, εκανα κι εγω την δουλεια μου.'' απαντησε οσο πιο λακωνικα μπορουσε και πριν προλαβουν να τον ρωτησουν κατι που μαλλον αφορουσαν και τα οικονομικα του αλλαξε θεμα.

''Τελικα η ανιψια δεν ηρθε;'' γυριζει προς την κυρια Ριτσα.
''Κοιτα την που θα βρει και γαμπρο τωρα.'' η Ευδοκια πεταχτηκε.
''Αμ πως δεν ηρθε αγορι μου! Διπλα ειναι!Απλα κοιμαται το πουλακι μου, διαβαζε μεχρι αργα χθες.'' περηφανευεται.

''Ναι ετσι το λεμε τωρα.'' η Λιτσα μουρμουριζει και τρωει αγκωνια.
''Α να σου πω! Λιγα για την ανιψουλα μου! Ειναι χρυσο κοριτσι!'' την μαλωνει θιγμενη.
''Ε ναι πως...ολη η γειτονια το λεει.'' συμπληρωνει η Ευδοκια και η γυναικα την κοιτα εκνευρισμενη.
Ο Ορεστης κρατιεται να μην γελασει.
''Θα της πω να περασει να την γνωρισετε αγορι μου.'' τον διαβεβαιωνει.

Οταν επιτελους φευγουν καταλαβαινει οτι η ωρα δεν ειναι ουτε εντεκα. Προλαβαινε να κοιμηθει λιγο. Σχεδον ετρεξε στο δωματιο του, και οταν δεν βρηκε τον σκυλο να κοιμαται εξω απο την πορτα απορησε. Ανοιξε σιγα την πορτα και βρηκε την Κυβελη να κοιμαται στην πλευρα του με την Λαιδη αγκαλια να ανασαινουν κι οι δυο βαρια.

Σχεδον αναφωνησε. 
Η Κυβελη, που σχεδον τσιριζε οταν ο σκυλος προσπαθουσε να ανεβει στο κρεβατι, και υστεριασε την μοναδικη φορα που ανεβηκε με αποτελεσμα να τρομαξει το ζωντανο και να μην τολμησει να ξανανεβει.

Τα πορτοκαλοκοκκινα μαλλια της ηταν σχεδον ιδιο χρωμα με το τριχωμα της σκυλιτσας που ειχε χωσει το κεφαλι στο στηθος της κοπελας του και δεν φαινοταν να ενοχλειται απο την παρουσια του.
''Κοιτα που μου πηρε και την θεση.'' μουρμουρισε με ενα μικρο χαμογελο.

-----------------------------------------------------------------------

''Αυτο που θα στελνατε για σουπερ μαρκετ για να ερθετε μεχρι εδω με ξεπερναει.'' μουρμουριζει η Φαιη καθως ανοιγει τα πακετα με το κινεζικο.

Ολη η παρεα ειχε μαζευτει στο γνωστο διαμερισμα, της Φαιης και της Ερμιονης και πρωην της Κυβελης.
''Συγχρονα προβληματα επιβαλλουν συγχρονες λυσεις μωρο μου.'' ο Γιαννης που εφερε χαρτοπετσετες απο την κουζινα της εκλεισε το ματι.

''Καλα αν κολλησω την μανα μου θα σας πω εγω.'' ο Βασιλης απεδειχθη ο πιο τρομοκρατημενος.

''Να μην την δεις τοτε.'' η Ερμιονη που εφερνε πιατα πισω του ξεφυσηξε, μαλλον ειχαν κανει αυτη την συζητηση αρκετες φορες.

''Μαλακες τι μου λετε; Εχω να δω την Ιωαννα δυο εβδομαδες!Την εχω χασει!" ο Κωνσταντινος φρικαρισμενος που η κοπελα του ειχε παει σε τμημα αναφορας δεν συμμεριζοταν την γκρινια των φιλων του.

Ο Ορεστης χασκογελασε και τον χτυπησε συγκαταβατικα στην πλατη πριν σηκωθει απο την πολυθρονα.
''Κι εγω μαλλον θα χασω την Κυβελη γιατι ενδεχεται να βρηκε το κρασι.''

Ολοι γελασαν ηχηρα, οχι ομως η δικηγορινα που -ειρωνικα- στεκοταν στην εισοδο του σαλονιου με ενα ποτηρι κρασι στο χερι.

''Πολυ αστειο.'' τον προσπερασε με νευρο προσπαθωντας να μην μειδιασει.
''Ελα ρε Ορεστη το πρωτο της ειναι!" η Φαιη εσπευσε να υπερασπιστει την φιλη της που καθισε αναμεσα σε εκεινη και την Ερμιονη

Η μελαχρινη ναζιαρικα αγκαλιασε την κοπελα.
"Μωρο μου τι σου λενε;'' την ρωτησε και η Κυβελη προσποιηθηκε την θιγμενη.
"Με πειραζουν..'' κλαφτηκε και η Ερμιονη της χαιδεψε τα μαλλια.
''Αγαπη μου εσυ...'' μουρμουρισε θεατρινιστικα.

''Εγω λεω να την φιλησεις για να νιωσει καλυτερα.'' ο Βασιλης πεταχτηκε κερδιζοντας τρεις χειρονομιες και τα γελια των φιλων του.

 Μιση ωρα αργοτερα ειχαν περασει στην ταινια και τα σνακ, το κλιμα ηταν ακομα πιο χαλαρο.
''Μαλακα δεν το πιστευω ότι δεν θα ερθω.'' Ο Γιαννης λεει κατι που ο Ορεστης αμεασως καταλαβαινει και γελαει. Ο Βασιλης τους κοιταει μπερδεμενος, ενώ ο Κωνσταντινος αμεσως μπουκωνεται.

''Που ρε μαλακες; Εγω λογικα δεν ηθελα!' βιαζεται να αρπαχτει.
''Που θα πας Ορεστη;'' Η δικηγορινα τον ρωταει και γυριζει προς το μερος του.

''Θα παω Θεσσαλονικη.'' της ανακοινωνει.

Η Κυβελη γελαει κοροιδευτικα χωρις να παρει το βλεμμα της απο πανω του.

''Πως ρε Ορεστη;''
Κορδωνεται ελαφρως παραξενεμενος.
Με κοροιδευει;

''Για λογους υγειας.'' Δηλωνει κοφτα.

''Σιγα μην σε αφησουν, ειμαστε σε γενικο lockdown.''τον αφμισβητησε, κατι που στην προκειμενη περιπτωση δεν του αρεσε.

''Εχω εναν γνωστο και ...ναι τελος παντων, εχω καιρο να δω την Ιασμη και φοβαμαι μην γινουν χειροτερα τα πραγματα.''μουρμουριζει προβληματισμενος κοιτωντας το κινητο του σαν να σκεφτεται κατι.

''Αα...'' δεν θελει να επιμεινει, για να μην φανει οτι δεν θελει να δει την Ιασμη. Και κοντρα στα βλεμματα των φιλων τους που της λενε να το αφησει εκει, του χαμογελα και λεει :

''Θα ερθω μαζι σου.''

Μετα απο λιγο δευτερολεπτα παγου ηταν η σειρα του να γελασει, τρανταχτα.
''Ναι καλα.''
''Σοβαρα στο λεω.'' νιωθει να εκνευριζεται.

Ο Γιαννης κατι ξεκιναει να πει, το ιδιο και ο Βασιλης, το ιδιο και ο Κωνσταντινος, η Ερμιονη και η Φαιη την κοιτουν με γουρλωμενα ματια.
Και κοντρα σε ολες αυτες τις ενδειξεις, ο Ορεστης την κοιτά και πεισματικά απανταει :

''Έλα.''

-------------------------------------------------------------

Ειχε επισκεφθει απειρες φορες την Θεσσαλονικη. Την λατρευε. Η θερμη πολη με το υπεροχο φαγητο και την νυχτερινη ζωη που οργιαζε. Και να, που εκεινη την μερα η συμπρωτευουσα θα αμαρωνοταν για παντα στην μνημη της.
Οι οροι του πηγαιμου της ηταν γνωστοι.
Ειμαστε φιλοι.

Η Ιασμη νομιζει οτι ειμαστε ακομα μαζι. Εχουμε μια πλατωνικη σχεση.  Αυτο πρεπει να το θυμασαι

Τα λογια του επαιζαν ξανα και ξανα στο μυαλο της. Μα δεν θα γινονταν ποτέ πραξη.

Δεν εμοιαζε με ψυχιατρικη κλινικη. Ηταν ενα πολυτελεστατο κτιριο με ιδιαιτερη αρχιτεκτονικη, ψηλοταβανο με μαρμαρο, και μια υποδοχη που προσιδιαζε σε ρεσεψιον ξενοδοχειου.
Χρειαστηκε να κανουν και αλλο τεστ για να μπουν, περιμεναν ενα 24ωρο απομονωμενοι στο ξενοδοχειο τους. Το κλιμα αναμεσα τους ηταν περιεργο. Ο Ορεστης προσπαθουσε να βελτιωσει την ατμοσφαιρα, να την χαλαρωσει και να καταλαβει τι σκεφτεται και την απασχολει τοσο εντονα.
Τα νευρα της ομως ηταν τεντωμενα. Με καθε δευτερολεπτο που περνουσε το αγχος της αυξανοταν.

Δεν ηξερε πως να αντιδρασει. Καλα καλα δεν ηξερε τι να ρωτησει, πως να φερθει.
''Κι αν το εχει καταλαβει; Θα της πεις την αληθεια;'' τον ρωτησε το βραδυ πριν την επισκεψη τους.

Ο Ορεστης που ετρωγε χαλαρος το δειπνο του απλα σηκωσε το βλεμμα. Ηταν το ιδιο που της εριχνε καθε φορα που η ερωτηση της ηταν μια κραυγη για επιβεβαιωση. 
Το βραδυ δεν εκλεισε ματι.

----------------------------------------------------------------------

Το πρωι ξυπνησε λιγο μετα τις 7, προς εκπληξη της τον βρηκε να πινει καφε με θεα τον Λευκο Πυργο, απο το μπαλκονι του ξενοδοχειου. Το βλοσηρο του υφος την εκανε να καταλαβει οτι σκεφτοταν εκεινη.
Παντα οταν την σκεφτοταν σοβαρευε.

''Θα την φιλησεις οταν την δεις ε;'' η φωνη της σχεδον εσβησε στο τελος.

Το κεφαλι της πονουσε απο τις πιθανοτητες που στροβυλιζαν στο μυαλο της.
''Γιατι ηρθες εδω;'' την κοιταξε στα ματια ηρεμος, χωρις ιχνος εκνευρισμου.

Δεν εχω ιδεα.

Στην πραγματικοτητα θελει να κλαψει. Να παρει τα πραγματα της και να φυγει απο εκει.
''Για να ειμαι μαζι σου.''

Τον ακουει να γελαει. Το χαμογελο με λακκακια ειναι βαλσαμο στην καρδια της. Ο Ορεστης δεν της θυμωνει ποτέ, κι ας ξερει οτι του λεει ψεματα.

Περναει το χερι του μεσα απο τις μπουκλες του και γερνει πισω καθως την επεξεργαζεται απο πανω μεχρι κατω, σαν να θελει κατι να καταλαβει.

''Εισαι περιεργη να την δεις απο κοντα.'' συμπεραινει το προφανες.

Μολις φτανουν εξω από το κτιριο η Κυβελη νιωθει την καρδια της να σφιγγεται. Ξαφνου ευχεται να γυρνουσε σπιτι για να αλλαξει ρουχα, να ισιωσει καλυτερα τα μαλλια της, να βαφτει με περισσοτερη επιμελεια -αν αυτό είναι εφικτο-.

Γιατι το κανεις αυτό στον αυτό σου; Γιατι να πληγωθεις ετσι;

''Καλυτερα να μην ερθω.'

Ο Ορεστης διπλα της ανασηκωνει το φρυδι. Της πιανει το χερι και ζεσταινει τα παγωμενα της δαχτυλα. Χαιδευει απαλα με τον αντιχειρα του.

''Δειλιαζεις.'' Την προκαλει.

Θελει να του φωναξει πως 'Ναι! Δειλιαζω!', αλλα δεν το κανει.

''Εγω; Απλα θεωρω οτι καλυτερα να ειστε οι δυο σας.'' Δικαιολογειται ψιθυριστα,η μασκα καλυπτει την φωνη της.
Ο Ορεστης την τραβαει πανω του. Το ζεστο αρωμα της κανελας δεν νικιεται από το φαρμακευτικο υφασμα.Ξεφυσαει αγχωμενα.
''Κυβελη μπορεις.''

Μπορω...

--------------------------------------------------------

21 Νοεμβριου
Νεα κρουσματα :2311
Συνολο κρουσματων : 90121

Και η πορτα του δωματιου ανοιξε. Και η καρδια της Κυβελης επεσε στα γονατα.
Ηταν πανεμορφη.

Ξανθια με παχιες καλοσχηματισμενες μπουκλες και καταγαλανα μεγαλα ματια. Χειλη ροδαλα και ντυμενη στην τριχα. Ψηλη με λυγερο κορμι και το πιο ομορφο χαμογελο που ειχε δει, με λακκακια σαν τα δικα του. Μπροστα της η ιδια ενιωθε να ωχρια.

Περιμενε να την βρει σε εναν νοσοκομειακο κρεβατι, κι αυτο ηταν μια κατα φαντασιαν εικονα που δεν θα συναντουσε ποτέ την πραγματικοτητα. Το 'διαμερισμα' της Ιασμης εμοιαζε με σουιτα ξενοδοχειου, κι εκεινη η βασιλισσα της πολης. Ζιβαγκο γκρι χρωματος, υφασματινο φαρδυ παντελονι, ενα hermes φουλαρι, και καθισμενη στο κρεβατι της με το λαπτοπ στα ποδια τους υποδεχτηκε.

''Ορεστακο μου!'' αναφωνησε και πεταχτηκε ορθια.
Ετρεξε και επεσε κυριολεκτικα πανω του, κανοντας την Κυβελη να πισωπατησει. Ενιωθε περιττη.

Ο βιολιστης ηταν τοσο απορροφημενος που δεν παρατηρησε το αβολο της καταστασης, καθως εσφιγγε στην αγκαλια του την κοπελα που εκλαιγε απο συγκινηση και γελουσε απο χαρα.
Ηταν λες και αναμεσα τους υπηρχε μια αοριστη μαγνητικη δυναμη, και τιποτα 'ξενο' δεν μπορουσε να εισβαλει στο πεδιο τους.

Τον φιλησε στα χειλη και η Κυβελη ενιωσε να σβηνει. 
Πως αυτο δεν ηταν απιστια;
Πως μπορω και το ανεχομαι;

Δαγκωθηκε.

Ταιριαζαν.
Ταιριαζαν κι αυτο της προκαλουσε αφορητο πονο.
Ηταν σαν να απαντουσε στην ερωτηση 'Ποια ειναι η ιδανικη συντροφος του Ορεστη;'
Κολλουσαν με εναν περιεργο τροπο, σαν να τον εβλεπε για πρωτη φορα ολοκληρο, σαν να ελειπε τοσο καιρο ενα ζωτικο οργανο.
Ηταν  η πιο σημαντικη προεκταση του εαυτου του.

Μπορουσε να δει τον βιολιστη να προσπαθει να κρατησει μια αποσταση που η κοπελα δεν αντιλαμβανοταν. Ηταν σφιγμενος, και δεν μπορουσε να καταλαβει αν οφειλοταν στο οτι δεν την βλεπει ερωτικα πλεον ή στο οτι ηταν εκεινη μπροστα.

Η κοπελα την παρατηρησε λιγα δευτερολεπτα αργοτερα, οταν κατεβηκε απο πανω του. Με ενα χαμογελο καπως πιο σφιγμενο μα εξισου εγκαρδιο την πλησιασε.

''Πρεπει να εισαι η Κυβελη.Ιασμη, χαρηκα!'' 
Η δικηγορινα της εσφιξε το χερι και εγνεψε θετικα.Τιποτα πανω της δεν φωναζε σχιζοφρενεια.

''Επισης! Εχω ακουσει πολλα για σενα.'' συμπληρωσε ευγενικα.
Η εντυπωσιακη ξανθια κοιταξε το αγορι της.
''Ελπιζω μονο καλα.'' ο Ορεστης εγνεψε θετικα.
''Μονο.'' διαβεβαιωσε.

''Ανυπομονω να μου πεις για την παρεα στην Αθηνα, ειστε στην ιδια σωστα;'' κοιταζει μια τον εναν και μια τον αλλον. Τα ματια της λαμπουν απο αθωοτητα, φωτιζουν τον χωρο, τυφλωνουν την Κυβελη που νιωθει τις τυψεις να την πνιγουν.

''Περαστε! Καθιστε! Να σας προσφερω κατι;'' εκανε ενα βημα πισω δινοντας τους προσβαση στο διαμερισμα της.
Το πρωτο πραγμα που η Κυβελη παρατηρησε ηταν τα τζαμια, εμοιαζαν με νοσοκομειου, δεν ανοιγαν, ο αερας εναλασσοταν απο τις συσκευες στο ταβανι.
Αυτο την επανεφερε στην πραγματικοτητα.
Η Ιασμη ηταν εσωκλειστη σε ψυχιατρικη κλινικη.

Επειτα κοιταξε γυρω της. Το διαμερισμα ηταν σχεδον οσο εκεινο του Ορεστη, ομως ο χωρος ηταν ενιαιος για ευνοητους λογους. Πιο πολυ εμοιαζε με σουιτα ξενοδοχειου παρα με ψυχιατρικη κλινικη.
Το μονο που προδιδε την κατασταση, εκτος απο τα παραθυρα ισως, ηταν η απουσια κρεμαμενων φωτιστικων, που ισως να μην παρατηρουσε εξ αρχης, αλλα την εντυπωσιασαν οι πλακες φωτος που εξεπεμπαν μια μπεζ οαση.

''Εγω ειμαι καλα, εσυ Κυβελη;'' ο Ορεστης πηρε τον λογο βλεποντας την κοπελα του να χανεται κοιτωντας γυρω γυρω.
Η φωνη του την επανεφερε στην πραγματικοτητα.
''Εε.. ναι κι εγω μια χαρα, σε ευχαριστω!'' της χαμογελασε, αβεβαιη για το πως θα επρεπε να φερθει.

Τους οδηγησε στο σαλονι, φορτωμενο με πινακες και επενδυμενο με παχια χαλια, και λευκους αλεκιαστους καναπεδες.
Ποσες ωρες να εμεναν αυτοι καθαροι στο σπιτι μας;

''Καθισε.'' ο Ορεστης της εκανε νοημα στον χωρο διπλα του, κατι που εκτιμησε δεοντος.

Η Ιασμη απτοητη καθισε στην πολυθρονα απεναντι του και εφερε τα ποδια στο στηθος της.
Ο,τι κινηση και να εκανε εμοιαζε τοσο φυσικη μα ταυτοχρονα ντελικατη και λεπτη.
Βοηθουσε και το γεγονος οτι εμοιαζε και εξωτερικα με νεραϊδα.

''Πως και δεν ηρθε ο Γιαννης;'' μουρμουρισε καπως παραπονιαρικα, μη μπορωντας να παρει το βλεμμα της απο τον Ορεστη, που σφιγγει το σαγονι του.
Δεν του αρεσαν ποτε οι χαζες ερωτησεις.

''Λογω του ιου Ιασμη, πως να ερθουν; Κι εγω που ηρθα θαυμα ηταν, εβαλα γερο μεσον.'' της εξηγει και η Κυβελη θελει να του πει οτι δεν ηταν αυτη η πραγματικη ερωτηση της κοπελας του.
Τοτε τι κανει αυτη εδω μαζι σου;

Αυτο θελει να ρωτησει τοση ωρα. Η Κυβελη το νιωθει, και δεν μπορει να συγκρατηθει.

''Εγω ηρθα για να δω την αδελφη μου, ειναι μονη της εδω και αρχιζει να τα παιζει. Βεβαια δεν θελει να γυρισει και στην Αθήνα οποτε...''ψευδεται. Η Φαιδρα ειχε οντως καταφυγει στην Θεσσαλονικη, αλλα η συναντηση τους δεν ηταν κατι που επισης αδηναμονουσε να κανει.

''Σπουδαζει εδω;'' ρωτησε χαμογελαστη και για καποιο λογο η Κυβελη διστασε να της απαντησει. Χλευασε τον εαυτο της.
Φοβοταν;

''Ναι...στην Καλων Τεχνων, με υποτροφια.''
''Α ειναι και αυτη της τεχνης!'' ενθουσιαζεται και τα ματια της λαμπουν. Το ζηλευει αυτο. Την αθωοτητα που κρυβει το βλεμμα της, ειδικα οταν με την ακρη του ματιου της μπορει να δει τον Ορεστη να την χαζευει.

Η συζητηση συνεχιζεται χαλαρα, με τον Ορεστη να μιλαει κυριως, να της λεει για τις συναυλιες στο εξωτερικο, παραλειποντας διπλωματικα να αναφερει την παρουσια της Κυβελης σε εκεινα τα μερη.
Η Ιασμη ακουγε ενθουσιασμενη και απαντουσε συνηθως ενισχυοντας την αρχικη εντυπωση της Κυβελης. Ειχαν μεγαλωσει μαζι, ειχαν ταξιδεψει ως παιδια μαζι, ειχαν απειρες κοινες αναμνησεις.
Ενιωθε λιγη και αυτο δεν ηταν ζητημα χαμηλης αυτοεκτιμησης.

''Νομικη σωστα;'' την αιφνιδιασε γυρνωντας προς το μερος της.
Η κοπελα παγωσε στιγμιαια. Ειχε χαθει με μεγαλη επιτυχια στις σκεψεις, ενιωθε τυψεις για το θεατρακι που επαιζαν την στιγμη που εκεινη της χαμογελουσε τοσο προσχαρα.

"Ναι.'' διστακτικα ανταπεδωσε με ενα μειδιαμα.
''Σαν τον μπαμπα, καλη δυναμη! Θα διαβαζεις ολη σου την ζωη!'' χαριτολογησε γελωντας, ενας ηχος βαθυς κελαριστος και σαν μουσικη που αντηχησε στον χωρο.
Με την ακρη του ματιου της ειδε τον Ορεστη να της χαμογελα, σαν να μην μπορουσε να παρει τα ματια του απο πανω της.

''Εγω σπουδαζω σχεδιο, παντα με ενδιεφερε η μοδα.'' της εξηγει και βγαζει την Κυβελη απο την δυσκολη θεση.
''Πρεπει να ειναι τρομερα ενδιαφερον. '' απανταει χωρις να την νοιαζει, προσπαθωντας να ξεγελασει το μυαλο της να σκεφτει οτιδηποτε αλλο απο το προφανες.
Εισαι η δευτερη γυναικα χαζη!

''Μα η τεχνη παντα ειναι! '' βλεπει το φως στα ματια της να αυξανεται. Ειχε παθος για αυτο που εκανε και αυτο φανηκε.
Παθος που εκεινη δεν ηταν σιγουρη αν ειχε για την σχολη της. Βεβαια η Νομικη ηταν ο προορισμος της. Αποτελει ομως εναν δρομο για λιγους, ενα μονοπατι που δεν σε αφηνει να ονειρευτεις, σε αντιθεση με τις αλλες 'χρυσες' σχολες, σε προσγειωνει απευθειας στην πραγματικοτητα. Η ρομαντικοτητα της χανεται, κι επειτα μενει να την ερωτευτουν μονο οι κυνικοι.

''Αφου κανεις αυτο που αγαπας...μπραβο...'' νιωθει αμηχανα και χανεται διαρκως στο μαυρο του υποσυνειδητου της.
Η Ιασμη το καταλαβαινει αυτο και αλλαζει θεμα.
 ''Κυβελη ελπιζω να μου τον προσεχετε κατω στην Αθηνα. Να σε εμπιστευτρω;''  την ρωταει συνομωτικα για τον Ορεστη που γελουσε σαν να συμφωνουσε.
Ολο αυτο ειναι ενα θεατρο του παραλογου, τοσο λαθος που σχεδον αλλοιωνεται.

''Μην ανησυχεις καθολου, ολους τους προσεχουμε, εχω αναλαβει και τον Κωνσταντινο.'' προσπαθει να φανει εξισου φιλικη, απετυχε παταγωδως.

Αναφωνησε ενθουσιασμενη.
''Παραλιγο να το ξεχασω! '' την κοιταξε με γουρλωμενα τα ενθουσιασμενα της ματια.
Κοιτα που θα γινουμε και φιλες!
''Εσυ δεν εκανες κονε στον Κωνσταντινο με την Ιωαννα; Μου το ειπε πριν κανα μηνα και το ξεχασα εντελως!'' εμοιαζε πληρως ενημερωμενη, και η Κυβελη ενιωσε μια ανεξηγητη σουβλια προδοσιας.
Ηταν φιλη τους πολυ πριν γινεις εσυ...

''Ναι εγω ημουν, καιρος ηταν νομιζω να βρει καποια για πιο σοβαρα επιτελους.''
''Δικιο εχεις!'' συμφωνησε αμεσως. ''Αλλα ειναι τρομερα ιδιορρυθμος ο Κωνσταντινος, οποτε δεν αδικω τις κοπελες.'' επνιξε ενα γελακι.
Απο την γλωσσα του σωματος και μονο φαινοταν οτι ενιωθε ανετα μαζι της, σαν να ηταν ανωτερη περιεργειας, ζηλιας, καχυποψιας, σαν να ηταν μια βασιλισσα κι εκεινη κοινη θνητη.

''Αρα ολοι ειναι με καποιον στην παρεα, εσυ;'' το αθωο της ενδιαφερον παρεπεμπε στο 'Θα σου βρω εγω!' , γεγονος που της ραγισε την καρδια.
Εγω βγαινω με το αγορι σου και εσυ θες να με βοηθησεις;

''Εγω ειμαι σε σχεση ηδη.'' ειπε την αληθεια, αλλα οχι ακριβως. Αρκουσε για να κανει τον Ορεστη διπλα της να κοκκαλωσει πριν επιστρεψει στο απαθες χαλαρο του υφος.

''Αχ ωραια! Καιρο τωρα;'' εμοιαζε να θελει πολυ να μαθει για εκεινη, μα γρηγορα μαζευτηκε.
''Αν επιτρεπεται φυσικα, δεν θα ηθελα με τιποτα να γινω αδιακριτη.'' 
Ενταξει, θα κλαψω.

''Εναν χρονο θα κλεισουμε τον Δεκεμβριο. Ειναι απο την σχολη μου, συμφοιτητες βλεπεις...δεν θελει και πολυ.'' εκει ψευδεται και η Ιασμη παρακολουθει με αμειωτο ενδιαφερον.
Γυριζει προς το μερος του αγοριου της και τεντωνει το χερι για να του τριψει τον ωμο.
''Πρεπει να νιωθεις πολλη μοναξια οταν πηγαινετε εκδρομες.'' μουτρωσε λιγο και η Κυβελη κοντεψε να χαχανισει.
Ναι ηταν ιδιαιτερα μοναχικα στο Μπανσκο.

''Μια χαρα ειναι, δεν εχω παραπονο...'' προσπαθει μανιωδως να το κοψει, γιατι ξερει οτι κολυμπαει σε επικινδυνα νερα.

Το κινητο του ξαφνου χτυπησε κοβοντας τις συζητησεις. Κοιταξε σοβαρος την οθονη και επειτα τις δυο κοπελες. Πρωτα την Ιασμη, μα επειτα το βλεμμα του επεσε στην Κυβελη.
''Ο Βασιλης ειναι, παω πεντε λεπτα να μιλησω και ερχομαι.'' της τονισε.
Πανικοβληθηκε.
Οχι!
"Καλε ναι! Πηγαινε! Ασε που εχω να ρωτησω την Κυβελη ενα σωρο πραγματα για το πως περνατε. Πες στην Ζωη να μας φερει καφε!''κοιταξε την κοκκινομαλλα με ενα ζεστο χαμογελο.
''Θα πιουμε καφεδακι ε;'' ρωτησε λιγο πιο απαλα.
Εκεινη εγνεψε.
Ψυχραιμια.
''Φυσικα.''ανταπεδωσε το χαμογελο.

Σαν να τον καθησυχασε η κατασταση με μεγαλες δρασκελιες κινηθηκε προς την εξοδο, απαντωντας συγχρονως το κινητο του.
''Ελα τι εγινε;''

Η πορτα εκλεισε,και σαν  ο Ορεστης να ειχε παρει μαζι του ολη την ζεστη, το κλιμα παγωσε.
Η Κυβελη ειχε μεινει να κοιταζει το κενο της απουσιας του, μα αισθανθηκε κατι να την καιει, κατι εχθρικο. Γυρισε προς το μερος της Ιασμης, νιωθωντας να την κοιταζει ηδη.

Το χαμογελο της γλυκιας ξανθιας σαν να αρχισε να σαπιζει και να χανεται.
Το βλεμμα της σκληρυνε και τα χειλη της εγιναν μια ευθεια γραμμη.
Ξαφνου απεβαλλε καθε αθωοτητα.
Ποια ειναι αυτη;

Η Κυβελη ενιωσε ενα ριγος να ταλανιζει την σπονδυλικη της στηλη. Κοντεψε να πνιγει με το σαλιο της.Ενας φοβος εγινε παγωμενος ιδρωτας και την ελουσε.
Το βλεμμα της φονικο και αδυσωπητο την κατακεραυνωσε. Σαν να επεσε η μασκα και το αληθινο της προσωπο να φανηκε.

Φοβαμαι.
Μια στιγμιαια σκεψη οτι μπορει να την σκοτωσει περασε σαν σκια μπροστα της.
Προσπαθησε να ηρεμησει.

Η Ιασμη Αναγνωστοπουλου ηταν αρκετα εξυπνη για να ξερει.
Κοιταξε την καημενη κοκκινομαλλα, που ξαφνιασμενη με την αλλαγη της την κοιτουσε τρομαγμενη.
Χλευασε.
Ποσο μικρη και ανιδεη...

''Νιωθεις τυψεις Κυβελη;''σαρκασε και σταυρωσε τα ποδια της ισιωνοντας την πλατη. Η αλλαγη στασης της πεταξε εξω το πλουσιο στηθος της, εκανε τα ποδια της να φαινονται πιο μακρια. Μετετρεψε την κοπελα σε γυναικα, και την γυναικα σε θεα.

''Οριστε; Τι εννοεις; Γιατι να νιωθω τυψεις;'' γελασε νευρικα η κοπελα υποδυομαι οτι δεν ειχε δει την αντιζηλο της να αλλαζει δερμα.

Η κοπελα μειδιασε κοιτωντας το πατωμα. Της φαινοταν διασκεδαστικο, ενω παραλληλα την πονουσε το ποσο ειχε καταπεσει ο Ορεστης.

''Ξερω οτι εσυ και ο Ορεστης ειστε μαζι.'' της ανακοινωσε κανοντας την να τα χασει.
''Οριστε;'' η φωνη της ακουγεται ξενη και εκνευριζει την αγνωστη απεναντι της.
''Δεν μου αρεσει να επαναλαμβανω.
''Κανεις λαθος-''

''Και το ξερω γιατι ξερω τον Ορεστη πριν μαθει αυτος τον εαυτο του, επισης ειναι τραγικος ψευτης, αυτο φανταζομαι το εχεις ηδη διαπιστωσει.'' 
Ο Ορεστης δεν μου λεει ποτέ ψεματα συλλογιζεται μονη της.

Στην σιωπη της γελαει ταχα νευρικα.
''Ουπς...'' την χλευαζει ''Φανταζομαι με εσενα εκανε καλη εξασκηση.''

''Δεν ξερω πως με περιεγραψε, αλλα ειμαι σιγουρη οτι ηρθες εδω περιμενοντας να βρεις ενα αφελες μικρο κοριτσακι.'' μαντευει.

''Αυτο δεν ισχυει.'' βιαζεται να απαντησει.
Η Ιασμη γελαει, ο ανατριχιαστικος ηχος αντηχει απ'ακρη σ'ακρη στο διαμερισμα.
''Τωρα γιατι λες ψεματα;''

''Δεν...δεν λεω.'' χανει λιγο λιγο το κουραγιο της.
Ποση ωρα ειχε περασει; Της φαινοταν αιωνας.
Ορεστη που εισαι;

Κοιταζει πισω της γεματη τρομο. Ειναι ετοιμη να σηκωθει και να φυγει. Γυρναει το κεφαλι ελαφρως προς το μερος της κοπελας, ωστε να την δει αν κουνηθει.
Νιωθει να παιζει σε ταινια τρομου.

''Φοβασαι;'' 

Η ερωτηση, αμφισημη μα εκανε κροτο στο μυαλο της. Γυριζει αργα και καθεται παλι μπροστα.
Αν φοβαμαι τι;

''Αυτο που εχουμε, το φοβασαι; Την επιρροη που ασκω πανω του; Την φοβασαι;'' το λεει σαν να ειναι παιδικο ποιημα, και χαμογελα αισχμηρα ολη την ωρα.
''Το οτι παντα θα φευγει; Το φοβασαι; Το οτι θα εισαι παντα δευτερη; Αυτο μηπως το φοβασαι;'' γερνει ελαφρως μπροστα για να την κοιταζει καλυτερα, αν και η κοκκινομαλλα ειχε ηδη το βλεμμα στηλωμενο πανω της.

Ηταν λες και σε οποιοδηποτε χωρο και να βρισκοταν παντα η προσοχη θα  ηταν στραμμενη πανω της.
''Το οτι δε θα σε αγαπησει ποτέ οσο αγαπησε εμενα; Αυτο ; Το φοβασαι;'' 
Επαιζε μαζι της ενα παιχνιδι σκακι, και η Κυβελη ειχε χασει απο το πρωτο λεπτο.
Ρουα ματ.

''Δεν χρειαζεται να με αγαπαει οπως εσενα, δεν ειμαι εγωιστρια στην αγαπη.'' ειναι το μονο που καταφερνει ξεπνοα σαν λαχανιασμενη να ξεστομισει. Καθε της λεξη την τρεμει.
Που εισαι Ορεστη;

Χαμογελαει φωτεινα σαν να περιμενε ωρα τωρα αυτη την απαντησει. Γερνει πισω και σταυρωνει παλι τα ποδια.
''Δεν θα φοβηθεις ομως οταν θα φυγει απο εσενα για να γυρισει σε εμενα; Οπως τωρα;''
Την κοριδευει για την υπομονη της, την αξιοπρεπει και την καρτερικοτητα της!
Πως τολμαει;
Χανει καθε συστολη -ειναι αρρωστη- και σφιγγει τα δοντια.

'' Ο Ορεστης εχει φυγει απο εσενα χρονια τωρα. Εγω ειμαι απλα η απτη αποδειξη οτι δεν θα επιστρεψει.'' δεν υπολογιζει οτι τα λογια της ειναι σκληρα.

Η Ιασμη γελαει φανερα ψυχαγωμενη.
"Πάντα επιστρέφουμε ο ένας στον άλλον ο,τι και αν γινει. Λες και κάποια μυστήρια μαγνητική δύναμη υπάρχει ανάμεσα μας. Φταίει βέβαια και το ότι τα μέτρια δεν ήταν ανέκαθεν για εμάς. Ή όλα ή τίποτα"

''Οποτε...μπορει τωρα να νομιζεις οτι δεν εχω τιποτα, αλλα μην πιστεψεις ουτε ενα λεπτο οτι δεν μπορω να τα εχω παλι ολα.'' η απειλη της την αφηνει διχως ανασα.

Βουητο.
Σαν ηλεκτρομαγνητικα κυματα οι λεξεις περνουν μεσα απο το κορμι της και την τρανταζουν.

Η πορτα ανοιγει.
''Κοριτσια συγγνωμη, ο Βασιλης ηθελε να παρει κατι απο το σπιτι και δεν εβρισκε τα κλειδια.''

Η Ιασμη αλλαζει προσωπο. Το ηπιο φονικο της υφος γινεται παλι η παιδικη της αθωοτητα, το χαμογελο επιστρεφει στα χειλη της και λαμπει, σαν ο Ορεστης να ειναι ο ηλιος. Διολου ψευτικο ή υποκριτικο ηταν. Αυτη ηταν η αληθινη Ιασμη του Ορεστη, των φιλων και των γονιων της, ολου του κοσμου η Ιασμη ηταν η κοπελα μπροστα της.
Η Ιασμη της Κυβελης ομως ηταν τρομακτικη.
Αναγκαζει τον εαυτο της να υιοθετησει ενα χαμογελο, που πιο πολυ μιζερο εμοιαζε παρα αληθινο.

''Δεν πειραζει αγαπη μου, εδω με την Κυβελη λεγαμε για την Νομικη...'' την κοιταει για διαβεβαιωση την ιδια στιγμη που τα διχρωμα ματια του βιολιστη ψαχνουν τα δικα της για επιβεβαιωση.
''Σκουρα τα πραγματα.'' μορφαζει παιχνιδιαρικα και του κανει χωρο να κατσει διπλα της.
Προς απογοητευση της Κυβελης εκεινος δεχεται διπλωματικα την προταση της Ιασμης.

Την εχει λουσει κρυος ιδρωτας, προσπαθει να κατευνασει ενα τρεμουλο και ψαχνει τροπο να φυγει απο εκει. Μα ειναι το μυαλο της που δεν την αφηνει να κρυφτει.. 

Και τωρα τι κανουμε;










Καθρεφτη καθρεφτακι μου, μ'αγαπα ή δεν μ'αγαπα;

Περπατησα πανω στα γυαλια και προσπερασα τα αγκαθια.
Τα ποδια και τα χερια μου ματωσαν.

Φοβαμαι, με βλεπεις; Τρεμω!
Ακους τα δοντια μου που τριζουν;
Σε κοιτω και βλεπω μονο εμενα. Γιατι εφυγες;

Κουραστηκα, ακους;

Δεν θελω τελειοτητα.
Δεν θελω να προσπαθω.
Δεν θελω προγραμμα, ταξη, οργανωση, δεν με νοιαζει να τα προλαβω ολα.
Δεν χωραει η καρδια μου παλιες αγαπες, φθαρμενες φιλιες, ευκαιριακες σχεσεις.

Αν αυτη ειναι η τελειοτητα, και αν αυτο με κανει την πιο ομορφη και ξακουστη σε ολακερη την υφηλιο, τοτε ας ειναι, δεν την θελω.

Και βγαινω απο την μπανιερα, παταω στο μαλακο χαλί και αφηνω τα μικρα ποταμια να διασχισουν το κορμι μου και φτασουν στο πατωμα, διχως τυψεις.Τυλιγμενη στους υδρατμους με παρατηρω. Καθαριζω τον καθρεφτη και με κοιτω.

Αυτο το προσωπο κουβαλαει την ψυχη μου στα ματια, τα χειλη μου ασθμαινουν πνοες που εκαναν τον γυρω του κοσμου (μου) για να φτασουν εκει. 
Το στηθος μου προφυλασσει την καρδια μου και το λιγο χνουδι εκει ανασηκωνεται οταν με αγγιζεις.Οι ποροι μου γινονται κοκκοι αμμου στο αγγιμα σου.
Η κοιλια μου επιπεδη  μα θα την αγαπουσα το ιδιο οπως κι αν ηταν.
Η λεκανη μου κανει το αγαπημενο μου κοκκινο φορεμα τοσο ιδιαιτερο,τα κοκκαλα των γοφων μου τον κανουν να μειδιαζει.

Το γεματο ψεγαδια δερμα μου ενισχυει την αγαπη μου στην τεχνη, που ουδεποτε υπηρξε τελεια.
Σερνει το δαχτυλο του πανω στις ραγαδες μου και γελαει λεγοντας μου οτι αγαπουσε απο παιδι την θαλασσα με τα μικρα λευκα κυματα της.

Και χαμογελαω,
γιατι απο πανω μεχρι κατω, 
σε καθε εκατοστο του, αυτο το σωμα ειναι απιστευτο.
Και ξερεις γιατι;

Γιατι μεγαλωσε μαζι μου, σταθηκε ορθιο σε παιχνιδια, αθληματα, χορους, αλκοολ, εντονες συγκινησεις, ασθενειες, τραυματισμους, πονους.
Γιατι κουβαλαει μεσα του μαγεια και καθε δευτερολεπτο που περναει  λειτουργει κανονικα, το αιμα κυλαει, η καρδια χτυπαει, το οξυγονο φτανει στους πνευμονες, η πεψη ολοκληρωνεται.

Γιατι με τα ματια μου βλεπω τον κοσμο να αλλαζει.
Στεκομαι εξω απο το παραθυρο οταν βρεχει και υποδεχομαι το αρωμα του βρεγμενου χωματος.
Γευομαι τον καφε που αγαπω, τα φαγητα που λατρευω, τα χειλη που ποθω.
Με το στηθος μου νιωθω την καρδια της μαμας μου καθως την αγκαλιαζω και πανω στην κοιλια μου ξαπλωνει εκεινος για να κοιμηθει.
Με τα χερια μου γραφω, και σωζω τον εαυτο μου, καθε μερα κι απ'την αρχη.

Η λεκανη μου με κραταει ορθια, και στο πανηγυρι χορευω ρυθμικα απο τοτε που ημουν παιδι.
Τα μπουτια μου εχουν γινει το τραπεζι του πιατου μου, του βιβλιου μου, του υπολογιστη μου, το μαξιλαρι του σκυλου μου.
Τα γονατα μου με αφηνουν να τρεχω τα πρωινα που δεν θελω ουτε να μιλησω.

Γι αυτο περπαταω λες και ο κοσμος μου ανηκει,
γιατι μου ανηκει ενας ναος, και του ανηκω πισω, του ειμαι πιστη και τον προσκυνω, τον προσεχω και δεν τον συγκρινω.

''Καθρεφτη, καθρεφτακι μου, ποια ειναι η πιο ομορφη στην πλαση ολακερη;''
Ρωτησα στο βαθος του ναου, πεσμενη στα γονατα και ειδα το ειδωλο μου να μου κλεινει το ματι.
Εσυ. Μονο εσυ.

Καθε ναος εχει δικο του καθρεφτη.
Και ο καθρεφτης θα δειξει εσενα, αρκει...
Αρκει να ξερεις οτι μετα απο την ερωτηση θα χρειαστει να κοιταξεις τον εαυτο σου καταματα.
Αντεχεις;





Ciao Bellas!

Πως ειμαστε; Τι κανουμε;

Ενα για να αρχισει καλα η εβδομαδα!
Τρια για το τριτο μερος!

Το περιμενατε;

Καιρος ηταν να την γνωρισουμε...

Ειδαμε και την περιγραφη του Παρατατικου!

Θελω εντυπωσεις και τα νεα σας.

Ειμαι παντα εδω για λιγη παρεα ή οτιδηποτε αλλο εχετε αναγκη.

Το επομενο το γραφω ηδη! Με ανυπομονησια!

Στοιχειο κλειδι : Η επετειος.

Στελνω φιλί γλυκο.

Σας αγαπω πολυ,

xxxΜαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top