Θα είσαι πάντα δικός μου.
Αν η μουσική είναι η τροφή της αγάπης, παίξε κι άλλο.
William Shakespeare, 1564-1616
Ο τροπος που το βλεμμα σου φωτιζοταν όταν με κοιτουσες,
το απορρυπαντικο στα ρουχα σου, το πως ετριζες τα δοντια σου όταν αγχωνοσουν, τα χερια σου όταν οδηγουσες
ο ηλιος εκεινη την Πεμπτη που κανεις δεν ειχε προβλεψει,
Το ποσο ομορφα με φιλησες κατω από την βροχη.
το χερι σου που μονο κατεβαινε, οι παλμοι μου που μονο ανεβαιναν,
η σιωπη στην ταρατσα, εκεινη η κυριακατικη ραδιοφωνικη εκπομπη, το τραγουδι που μου αφιερωσες, το πως εγω μεγαλωνα για σενα, το λιπ γκλος με γευση φραουλα, η τσιχλα μεντα, ο καπνος, το αρωμα γιασεμι που τυχαια αγορασα τοτε, το ποσο ηθελα να κανω τα μαλλια μου τζιντζερ, το υποκοριστικο που μου χαρισες όταν μπηκα στην σχολη μου, το πως στεκοσουν πισω μου στον καθρεφτη, τα ακροδαχτυλα σου στην μεση μου, η ανασα σου στην βαση του λαιμου μου, το πως μου εβαζες ενυδατικη γιατι βαριομουν, το ότι με αφηνες να κοιμαμαι στο αυτοκινητο, η χαζη σειρα που αρχισαμε, η ταινια που ποτε δεν τελειωσαμε και θα μεινω με την απορια.
Όλα, όλα, όλα επρεπε να τα ξεχασω.
Όλα, όλα, ολα νομιζες τα εθαψα καπου βαθια σε χωμα από ληθη.
Πηγα να τα θαψω μα ηταν σποροι ελιας, κι εγω η χαζη τους χαρισα αιωνιοτητα.
Με κάθε μου λεξη πανω τους σκοντάφτω τωρα.
Με τραβουν οι ριζες προς τα κατω, μα το χωμα είναι ζεστο, μαλακο, οικειο.
Και τα θυμαμαι παλι, όλα...όλα...όλα.
Νοεμβριος 2019.
«Περασε η εβδομαδα σου Ορεστη; Τι εγινε;» Ο Βασιλης πηρε μια γερη τζουρα ναργιλε.
Ειχαν μαζευτει σπιτι του Γιαννη και αραζαν από το μεσημερι.
Ο βιολιστης εστριβε, ειχε ένα αλαζονικο υφος που εκνευριζε τον Κωνσταντινο. Γιατι απλα δεν το παραδεχοταν.
«Ουτε εκεινου του καθεται.» ο Γιαννης κοροιδευει.
Δεν απανταει.
«Ελα ρε μαλακα μιλα!» ο Βασιλης τον σκουνταει.
Ο Ορεστης γερνει πισω, στριβει, γλυφει και φερνει το τσιγαρο στα χειλη του.
«Θα την ριξω.» τους δηλωνει, σαν να ξερει κατι παραπανω, ή να εχει δει το μελλον.
«Ειχες πει μια εβδομαδα το πολύ.» Ο Κωνσταντινος ανοιγει κι άλλη μπιρα.
«Προεκυψαν καποιες εκτακτες μεταβολες.» εθεσε κοροιδευτικα. Ο κολλητος του επνιξε ένα γελιο.
«Αρα;»
«Αρα θα την ριξω, απλα χρειαζομαι κατι πιο δραστικο.» στα ματια του γυαλιζει ο πόθος της κατακτησης. Ηθελε να εχει κατι που ποτε του δεν ειχε αποζητησει.
Κι οσο εκεινη τον εσπρωχνε μακρια, τοσο πιο κοντα της τον εφερνε.
Παρον- Φεβρουαριος.
Δεν μπορουσε να σταματησει να το κοιταζει. Το ενιωθε βαρυ στο χερι της, μα ταυτοχρονα και τρομερα οικειο, σαν να ηταν αυτό που ελειπε τοσο καιρο. Η καρδια της παλλοταν πολύ δυνατα και παντου στο σωμα της, ηταν ευτυχισμενη, τοσο που ενιωθε να τρεμει. Ηταν ένα καταλυτικο ανευ ορων συναισθημα, ζεστο και γεματο οικειες αιθησεις.
«Σαν να σου περασε καπως ο πονοκεφαλος.» ο Ορεστης αστειευτηκε και ακουμπησε τα χειλη του στο μετωπο της.
Το γυμνο του στερνο την εκαψε παραπανω, οι κοιλιακοι του εκαναν την θερμοκρασια να ανεβει.
«Μμμμ.» μουρμουρισε πειρακτικα και εσφιξε το κρατημα του γυρω της, λες και θα τολμουσε ποτε να φυγει.
«Σαν να επεσε ο πυρετος.» κοροιδεψε και την τραβηξε να ξαπλωσει εντελως πανω του.
Υπεροχη, απολυτη, γυμνη επαφη.
Ο καθενας ειχε την δικη του αντιδραση. Η Κυβελη εστειλε στην ομαδικη με τα παιδια μια φωτογραφια με το δαχτυλιδι της, κι αρκουσε για να καταλαβει ότι ηξεραν ολοι, ολοι εκτος από την ιδια εννοειται.
Στην οικογενεια της δεν ειπε κατι, όπως κι ο Ορεστης στην δικη του, όχι ακομα τουλαχιστον.
Η Κυβελη καταβαθος δεν καιγοταν να το πει σε κανεναν. Οσο σιγουρη και να ηταν ουτε να φανταστει δεν ηθελε το βλεμμα της αποδοκιμασιας του πατερα της. Και μπορει να μην της το εδειχνε καν, αλλά θα το αισθανοταν! Θα το υποψιαζοταν ακομα! Δεν θα αλλαζε γνωμη, θα νευριαζε όμως. Γιατι ολο αυτό ηταν σωστο, τοσα χρονια και τοσα εμποδια αργοτερα μονο σωστο θα μπορουσε να είναι!
1 Μαρτιου
«Συνειδητοποιησα ότι δεν μιλησαμε ποτε για αυτό το θεμα.»
Ειχαν μαζευτει σπιτι της Κυβελης και του Ορεστη για επιτραπεζια. Δυο γυρους παντομιμα και τσακωθηκαν. Οποτε η ομαδα που εχασε προτιμησε να δει ποδοσφαιρο και τα κοριτσια να βγουν στο μπαλκονι για ενα τσιγαρο.
«Εχουν περασει χρονια από τοτε. Τι τα θυμομαστε αυτά;» η Ερμιονη το εβρισκε ακρως ακαταλληλο θεμα οποτε προτιμησε να το αλλαξει.
«Όχι ρε φιλε γιατι εμενα μου ειχε κατσει εδώ που δεν μας μιλουσε!» την Φαιη κατι την επιασε και αν το αφηνε το θεμα να φυγει θα εσκαγε.
«Τωρα που περασαν χρονια απαντησε μου ειλικρινα, μπορουσαμε να σε ειχαμε βοηθησει καπως;» Στο βλέμμα της ακόμα τρεμοπαιζε το ενοχικό.
«Όχι, κανεις δεν μπορουσε.» τις διαβεβαιωσε. Ενιωσε ξαφνου καπως αβοηθητη με αυτή της την σκεψη.
Και πως σωθηκα;
«Πως ηταν; Τωρα που το βλεπεις από μακρια.» η ερωτηση της Ερμιονης εν τελει φτανει.
Η Κυβελη ηπιε μια γουλια από το κρασι της, λευκο, για αλλαγη. Επρεπε να το σκεφτει λιγο, γιατι το μονο που ερχοταν στο μυαλο της ηταν μια πληθωρα από σκοτεινες αναμνησεις, αυτό όμως ηταν το «μετα».
«Χειριστικος ερωτας, βαθυς, εντονος, αφηνομουν στον Σπυρο, ηξερα ότι θα τα τακτοποιησει όλα, θα τα αναλαβει όλα, εγω απλα επρεπε να ειμαι τελεια.» νοσταλγησε εκεινη την εποχη, όχι για το ποσο καλα ηταν, μα για την αθωοτητα της.
Χλευασε την αγνοια κινδυνου που ειχε.
«Και επειδη με πιεζε νομιζα ότι είναι αυτό που λενε, ότι ο άλλος σου βγαζει την καλυτερη εκδοχη του εαυτου σου.»
Οι φιλες της την κοιτουν σιωπηλες, σαν να φοβουνται μην την διακοψουν και δεν τους πει τιποτα άλλο.
«Αλλα δεν ειχαμε δεθει ουτε στο ελαχιστο οσο πιστευα, δεν με ηξερε και δεν τον ηξερα τοσο. Ηταν πολύ σεξουαλικη σχεση.»
«Την παρουσιαζες ως κατι ανωτερο.» η Φαιη δεν της χαριστηκε.
Η Ερμιονη γεμισε κι άλλο το ποτηρι της με κρασι.
«Μα ετσι το ενιωθα στην αρχη! Οτι εχουμε κατι παραπανω από τους υπολοιπους, ότι ειμαστε ανωτεροι.» γελασε, όχι γιατι ηταν αστειο, ισως περισσοτερο γελοιο.
«Λοιπον...» Η ξανθουλα ανακαθεται. Η φιλη της ξερει την ιδια στιγμη γουρλωνει τα ματια, γιατι σαν να καταλαβε τι ηθελε να της πει.
«Φαιη όχι!» Η Ερμιονη μισογελωντας νευρικα την παρακαλαει.
Η Κυβελη όμως εχει εξιταριστεί.
«Τι πραγμα;»
«Ρε Φαιη!» οι δυο φιλες της κοιτιουνται, εχουν μια νοητη διαφωνια.
«Δε θα μας κρατησει μουτρα μετα από 5 χρονια!»
«Κοριτσια!» η κοπελα αγανακτει. « Μιληστε!» προσπαθει να χαμογελασει για να μην τις αποθαρρύνει αλλα η καρδια της χτυπουσε στο στηθος με αδιανοητους ρυθμους.
«Πριν πεντε χρονια, λιγο καιρο αφου ηρθε ο Ορεστης στην Ελλαδα.» ξεκιναει η Φαιη και το τρομοκρατημενο υφος της Ερμιονης γινεται αποδοχη, ξεφυσαει και συνεχιζει.
«Όταν ησασταν στο ΙΚΕΑ μαζι, θυμασαι;»
«Ναι ναι.»απαντησε ανυπομονα, και με το δικιο της, γιατι ειχε πληρως αποτυπωμενη την μερα στο μυαλο της.
«Ναι εμεις δεν ειχαμε μαθημα.» η Ερμιονη της λεει, λες και θυμοταν!
Η Φαιη εκνευριζεται από τον τροπο που η φιλη της υπεκφευγει.
«Εμεις εκεινη την μερα πηγαμε να βρουμε τον Δελή!»
Τιποτα δεν μπορουσε να την προειδοποιησει για αυτό, μα παραλληλα μια ανακουφιση την κατεβαλε. Δεν μπορει να αλλαξει κατι τωρα.
Παρολα αυτά μια μικρη στριγγλια ανυπομονησιας βγηκε από τα χειλη της. Εν μερει φοβισμενη και σοκαρισμενη και εν μερει γεματη δεος που οι φιλες της βρηκαν το θαρρος να κανουν κατι τετοιο.
«Και και;;» εγειρε προς το μερος τους με ματια μεγαλα και παραξενεμενα.
«Και του ειπαμε να σε αφησει φυσικα!» Η Ερμιονη αναθαρρεψε. Η Κυβελη επνιξε ενα γελακι.
«Αποκλειεται.»
Η Φαιη ανοιγε εκεινη την στιγμη το δευτερο μπουκαλι.
«Κι όμως κι όμως! Τον πλησιασαμε μετα το τελους του μαθηματος, και του το ειπαμε στα ισα...τον προσβαλαμε ασχημα θυμαμαι...» γυρισε προς το μερος της Ερμιονης που επιβεβαιωσε την θολη της αναμνηση.
«Ναι τα καναμε θαλασσα βεβαια γιατι ειχαμε παει με πολύ τουπε μα όταν τον ειδαμε τα χασαμε, παει το τουπε.» Η μελαχρινουλα στην αναμνησει χλευαζει τον τοτε εαυτο της.
«Και πηγαμε να του την πουμε και καπως η Φαιη μπερδεψε τα λογια της και μεταξυ αλλων του ειπε ότι εχεις την ηλικια της κορης του, πραγμα που δεν ισχυε, και εκεινος θιχτηκε! Μας ειπε να μην ανακατευουμε την κορη του...»
Η Κυβελη εχασε έναν χτυπο.
Τι;
Η Φαιη που ενιωθε ότι ειχε αδικηθει επενεβη.
«Και μετα πεταχτηκες εσυ και τα διορθωσες όλα! Κυβελη του ειπε τοτε για τον Ορεστη, χωρις λεπτομερειες...τερατα βγηκαν από το στομα της!»
Οι δυο κοπελες γελασαν νευρικα, μα μολις ειδαν ότι φιλη τους ειχε χασει το χρωμα της κοπηκε το γελιο τους.
Η Ερμιονη ετεινε το χερι της προς το μερος της κοκκινομαλλας.
«Κυβελακι...νιωθαμε απαισια, ειδικα μετα από εκεινο το τριημερο, δεν θελαμε να σου πουμε κατι..» μουρμουρισε, επαναφεροντας ολες τις τυψεις που ενιωθε.
«Και ειδικα αφου δεν χωρισατε! Σκεφτηκα ότι αφου δεν σου το ειπε εκεινος... 'σωθηκαμε'»
Η Κυβελη δεν απαντησε, το μυαλο της ειχε φυγει μακρια. Υπολογιζε, μηνες, μερες, γεγονοτα.
«Κυβελη!» η Φαιη την σκουντηξε. Η φιλη τους κουνησε το κεφαλι της, σαν να ηθελε να διωξει τα συννεφα σκεψεων. Τις κοιταξε γεματη συνειδητοποιηση.
«Δεν ξεραμε ότι ο Σπυρος εχει κορη στην ηλικια μου, το εμαθα στο γκαλα, μαζι με πολλα αλλα. Αλλα μαζι και αυτό.»
Η Ερμιονη γουρλωσε τα ματια της.
«Σκατα.» βλαστημησε κατω από την ανασα της.
Η Φαιη δεν μπορουσε να διαχειριστει το γεγονος ότι θα μπορουσε να της το ειχε πει καιρο πριν και να ξετυλιξει εστω ένα μερος των ψεματων του και δεν το εκανε.
Εψαχνε να βρει μια λυση, ένα παραθυρακι που να εξηγουσε το γιατι. Δεν μπορουσε.
Σηκωσε το βλεμμα στις κολλητες της και ηπιε μια γερη γουλια κρασι.
«Γαμωτο γαμωτο γαμωτο.» ψιθυρισε.
Η Κυβελη ειχε σοκαριστει τοσο που την επιασε νευρικο.
«Συγγνωμη τον νευριασατε τοσο που σας αποκαλυψε ότι εχει κορη; Και μετα ξεχασατε να μου το πειτε;» δεν μπορουσε να συγκρατησει ένα γελιο.
Η Ερμιονη δεν κρατηθηκε καν.
«Για αυτό περασα την ανακριτικη με 6.»
«Δεν θυμωσες δηλαδη;» η Φαιη γερνει προς το μερος της και την κοιτα με εκεινα τα τυπου κουταβισια ματια που δεν επειθαν κανεναν, παρα μονο τον Γιαννη.
Εγνεψε αρνητικα.
«Ποτέ.»
«Δεν το βρισκεις εμμεσο και παρεμβατικο;» Η Ερμιονη φαινοταν από μακρια ότι το ειχε συζητησει και με καποιον αλλον.
«Θα εκανα το ιδιο για εσας.» πινει μια γουλια από το κρασι της ακομα και χαλαρωνει στην πολυθρονα του μπαλκονιου, απλωνει τα ποδια της στην θεση που καθεται η Ερμιονη απεναντι της.
Για λιγο πεφτει σιωπη.
«Αρα να μην σας βαλω στο ιδιο τραπεζι μαζι του; Θα είναι αβολο θεωρειτε...» ρωταει μετα από λιγο, σαρκαστικα.
Η Ερμιονη γελαει δυνατα, ισως εφταιγε και το κρασι, και η Φαιη βιαζεται να πει όχι.
«Θα το αλλαξω τοτε...» μουρμουριζει η Κυβελη και γερνει στον ωμο της ξανθουλας.
12 Μαρτιου
Στους γονεις τους κατεληξαν να το πουν μεσω τηλεφωνου. Και οι αντιδρασεις όπως ηταν αναμενομενο ποίκιλαν. Η Νεφελη, σε συνεννοηση με την Ιφιγενεια κανονισε ένα λιτο Κυριακατικο τραπεζι με τις δυο οικογενειες στο πατρικο της Κυβέλης στην Κηφισια.
«Από το να χασουμε δυο Κυριακες ετσι καλυτερα...» μουρμουρισε ο Ορεστης στον δρομο. Εννοειται δεν εβρισκε την κατασταση αγχωτικη. Η Κυβελη από την άλλη, παρα το γεγονος ότι αμφοτεροι τους ευχηθηκαν με συγκινηση, ειχε ακομη στο πισω μερος του μυαλου της την πιθανη αποδοκιμασια.
Της φανηκε επισης περιεργο που η Φαιδρα χρειαστηκε να ανεβει για δουλεια στην Θεσσαλονικη εκτακτως εκεινο το Σαββατοκυριακο και ενημερωθηκε τελευταια στιγμη. Η απορια της όμως λυθηκε όταν ειδε τον Ιακωβο με σχετικα προχειρα ρουχα να πινει μπιρα με τον πατερα της και τον Πετρο.
Το κλιμα ηταν χαλαρο, οικογενειακο, σαν μια απλη Κυριακη. Παρηγγειλαν απεξω και συζητησαν περι ανεμων και υδατων, μεταξυ αλλων και για τον επικειμενο γαμο, γεγονος που δεν σχολιασαν ουτε ο Ορεστης- περα των βασικων- ουτε ο Πολιτης.
Το απογευμα ειχαν μεταφερθει στον κηπο γιατι ειχε πρωτοφανη ηλιο για την εποχη.
«Θες λιγο ακομα γλυκο Πετρο;» η Ιφιγενεια προσφερθηκε όπως σηκωθηκε για να βαλει καφε.
«Κυβελη παντως αφου θελετε να παντρευτειτε Σεπτεμβρη προλαβαινουμε και για custom made νυφικο!» Η Νεφελη που δεν ειχε κορη βρηκε την ευκαιρια να ανακατευτει οσο της επιτρεποταν. Και η Κυβελη ειχε την υπομονη να μην χαλασει χατιρια.
Ο Πετρος που ηταν σε μια όχι τοσο σοβαρη συζητηση με τον Πολιτη της χαμογελασε με εκεινο το τοσο προσχαρο χαμογελο, που ο πατερας της Κυβελης δεν συμμεριζοταν.
«Όχι Ιφιγενεια σε ευχαριστω.»
«Βασικα εγω θελω να ερθεις λιγο στο γραφειο μου Ορεστη.» Ο Δημητρης επενεβη και καπως ολοι σοβαρεψαν. Σηκωθηκε ορθιος, απορρίπτοντας κάθε πιθανοτητα για αρνητικη απαντηση. Η Κυβελη σχεδον χλωμιασε.
Μονο το ατομο ενδιαφεροντος δεν φανηκε ουτε να πεταριζει βλεφαριδα γιατι απλα εγνεψε και αποδεσμευσε από την αγκαλια του την αρραβωνιαστικα του, που προκλητικα κρατουσε τοση ωρα.
«Εννοειται.»σηκωθηκε και τον ακολουθησε.
Η Κυβελη κοιταχτηκε με την Ιφιγενεια, και η γυναικα την καθησυχασε με ένα της νευμα.
Η πορτα του γραφειου εκλεισε.
Ο Δημητρης καθισε στο γραφειο του, σαν να επροκειτο να υποδεχτει πελατη.
«Ειμαι το ραντεβου των 5.30;» κοροιδευει και καθεται απεναντι του. Ξερει ότι τον εκνευριζει, και το κανει επιτηδες
«Ειθισται να ζητας πρωτα την ευλογια των γονιων πριν.» μπαινει κατευθειαν στο ψητο.
«Εσυ την ειχες ζητησει;» του απανταει χωρις να χασει ανασα.
Καυχαζει. «Δεν ηξερα ότι ημουν το προτυπο σου με συγχωρεις.»
«Πηρα της Ιφιγενειας.» ο Ορεστης δεν υποχωρει.
«Αυτή την εχεις από την μερα που σε γνωρισε. Δεν σε ειχα για φοβητσιαρη.»
Γελασε.Τον ειχε προκαλεσει. «Θελω να παντρευτω την κορη σου, μπορω;» του χαμογελασε ειρωνικα.
«Όχι. Οποτε ας το διαλυσουμε γιατι εχω και δουλειες.»
«Είναι Κυριακη.»
«Η δουλεια δεν σταματαει ποτε, αυτό είναι κατι που συμμεριζεται απολυτα η κορη μου, αν την ξερεις εν τελει.»
«Δεν θα ημουν σιγουρος για αυτό στην θεση σου, αλλιως τις θυμαμαι τις Κυριακες μας.»
Τον καιει με το βλεμμα του.
«Τελος παντων.» υποχωρει ο Ορεστης « Σεπτεμβρη λεμε.»
«Τι λετε;» το παιζει ανηξερος, αναλογως συνεχιζει και ο βιολιστης.
«Στην Αγια τριαδα, στην Γλυφαδα.»
«Καλη επιλογη.»
«Αν σε ξαναρωτησω θα πεις ναι;» τον ρωταει, διχως να ξερει αν εχει την υπομονη να ακουσει την απαντηση.
«Αν σου πω δευτερη φορα όχι θα κανεις πισω;»
«Πιστευεις ότι ειμαστε μικροι;» τον ρωταει και βγαζει το πακετο με τα ετοιμα τσιγαρα του, δεν ειχε ουτε υπομονη να στριψει.
«Εκεινη είναι.» του λεει. «Εσυ κλεινεις τα 29.»
«Κι η κορη σου τα 28.» του υπενθυμιζει ο Ορεστης, προσπαθωντας να μην χαμογελασει στην σκεψη. Παντα τον εκανε να αισθανεται ομορφα η σκεψη ότι μεγαλωνουν μαζι.
Ο Δημητρης πινει μια γουλια από τον καφε του και τον κοιταζει προειδοποητικα, χωρις εχει καποια απαντηση. Ο βιολιστης φυσαει καπνο με ένα αυταρεσκο χαμογελο, ότι νικησε.
«Δεν είναι της παρουσης.» αρκειται σε αυτό ο Πολιτης και του δινει να καταλαβει με το βλεμμα και μονο τι εννοει.
Εκεινος δεν δειχνει να φοβαται. Σβηνει βιαστικα το τσιγαρο του και σηκωνεται.
«Λοιπον παμε στους αλλους, πριν η Κυβελη πιστεψει ότι με σκοτωσες.» λεει μεταξυ αστειου και σοβαρου και κινειται πρωτος προς την πορτα του γραφειου ανοιγοντας την διαπλατα.
Ο αντρας απεναντι του γνεφει,πινει μια γουλια από τον καφε του και ακολουθει, περπατουν διπλα διπλα μεχρι τον κηπο σε απολυτη σιωπη, οπου η Κυβελη καθισμενη σε μια καρεκλα αναμεσα στους υπολοιπους, τους καρφωνει αμεσως με το βλεμμα της-αγχωμενη- και χαμογελα, με την ελπιδα να πηγαν όλα καλα
Ασυναισθητα της χαμογελουν και οι δυο πισω.
15 Μαρτιου
«Συγγνωμη βαζεις γραβάτα για το βιολι και όχι στον γαμο σου;» ειναι σίγουρη οτι τους ακουει ολη η γειτονια, μα δεν κανει ουτε βημα πισω.
«Στο βιολί με αναγκάζουν.»
«Ε ορίστε, κι εδώ σε αναγκάζω εγω.»
«Δεν μου αρέσει να συγχέω τα επαγγελματικά και τα προσωπικα.»
Βλέπει στα ματια της μια μαινομενη οργη.
«Ορεστη.» τον προειδοποιει.
«Κυβέλη.» Της χαμογελάει τάχα αθώα
«Δεν θα έχεις προσωπικα αν συνεχίσεις έτσι.»
Αναφωνεί τάχα θιγμένος «Με χωρίζεις;»
«Ακριβώς.»
«Ουαου...» μονολογεί. «Τόσο καιρό η λύση στο πρόβλημα μου ήταν μια γραβάτα.» συνεχίζει. Τον χτυπάει.
«Άουτς. Έχεις γίνει βίαιη.» γελαει.
15 Απριλιου.
«Εγω δεν θελω να κατσω διπλα στην Μεροπη, είναι κουτσομπολα και δεν θα με αφησει σε ησυχια!» η κυρια Ριτσα πηρε το χαρτακι με το ονομα της και εβαλε στο τραπεζι με τους συναδελφους του Ορεστη από την δουλεια.
Για αυτό σας βαλαμε διπλα διπλα.
Η Κυβελη ειχε αρχισει να χανει την υπομονη της.
«Κυρια Ριτσα πως θα γινει αυτό; Δεν ειπαμε τα τραπεζια να εχουν μια νοηματικη συνοχη; Να γνωριζεστε μεταξυ σας! Κι αφου γινεται αυτό γιατι να σας βαλω με ένα σωρο αγνωστους;» προσπαθει να κανει εποικοδομητικο διαλογο, ενώ ο Ορεστης τα εχει παρατησει και κανει προβα ακριβως διπλα τους για μια συναυλια στην Θεσσαλονικη.
Η μεσηλικη γειτονισσα παρεξηγειται.
«Μα εγω δεν θελω να κατσω με ατομα που ηδη ξερω!» παραπονιεται σαν μικρο παιδι.
«Για τον γαμο ερχεστε ή για δημοσιες σχεσεις;» απανταει εξισου εκνευρισμενη η Κυβελη.
Κι ο Ορεστης...το βιολι του.
«Ορεστη πες κι εσυ.» πεταει το μπαλακι στον συντροφο της, που τις γραφει αμφοτερες.
Σηκωνει το βλεμμα από την τηλεοραση και σταματαει να παιζει χωρις να κατεβασει το βιολι από τον ωμο του.
«Για τον γαμο ερχεται ή για δημοσιες σχεσεις; Για την θεση λεμε!» επαναλαμβανει εκνευρισμενα κανοντας του νοημα να παρεμβει.
Ανασηκωνει τους ωμους σαν να μην βρισκει κανενα προβλημα.
«Γιατι το ένα να αναιρει το άλλο;»
Θα τον σκοτωσω.
«Οριστε!» αναφωνει με βλεμμα νικης η Ριτσα.
Ξεφυσαει.
«Ενταξει λοιπον, καθιστε οπου θελετε, θα σας βαλω τυπικα εδώ, αλλα αν θελετε παρτε την καρεκλα σας και καθιστε και στην σκηνη, οπου θελετε!» τα παραταει, παιρνει το χαρτακι με το ονομα της γειτονισσας και το βαζει στην μεση του χαρτιου, εκει που δεν υπαρχουν καρεκλες και τραπεζια.
Το σκεφτεται λιγο.
«Εκει είναι η πισινα.» της λεει, σαν να περιμενει πιο ξεκαθαρη απαντηση.
Η Κυβελη δαγκωνεται.
«Τροπος του λεγειν.»
Ο Ορεστης την κοιταξε, μα απεφυγε να σηκωσει το βλεμμα της από το τραπεζι του σαλονιου, που ειχε απλωσει το σχεδιο για το πως θα κατσουν οι καλεσμενοι.
«Ενταξει παιδια μου, εγω για αλευρι ηρθα ετσι κι αλλιως, παω να ανοιξω φυλλο, μην μπλεκομαι και στα ποδια σας...»πηρε παλι το αθωο της υφος και σηκωθηκε.
Καιρός ηταν ...σκεφτηκε η κοπελα και σηκωθηκε ταχα για να φερει κατι από την κουζινα.
«Θα σας φερω το απογευμα πιτα!» τους ανακοινωσε όταν ανοιξε την πορτα.
«Ευχαριστουμε!»ειπαν ταυτοχρονα, αυτος από το σαλονι και εκεινη από την άλλη ακρη.
Εκλεισε η πορτα και επεσε παλι σιγη. Σταματησε να παιζει βιολι.
«Τωρα βρηκε.» μουρμουρισε στον εαυτο της και αρχισε να κανει καφε. Η σκεψη ότι ισως ειχε αρχισει να γινεται πολύ γκρινιαρα περασε στιγμιαια από το μυαλο της.
«Μωρο μου...» η φωνη του, που ηξερε ότι την συνοδευε ένα από εκεινα τα ταχα αθωα, παιχνιδιαρικα βλεμματα του Ορεστη, που θα μπορουσαν να την ριξουν σε δευτερολεπτα, ακουστηκε από πισω της.
Ειχε μπει στην κουζινα. Μα δεν γυρισε προς το μερος του.
«Μ' αγαπας;» την ρωτησε και τον ενιωθε να πλησιαζει.
«Ναι.» του απαντησε ανορεκτα.
Τον νιωθει δυο εκατοστα μακρια της, η πλατη της σχεδον ακουμπαει το στερνο του.
Βλεπει τα χερια του να ακουμπουν δεξια και αριστερα της, φυλακιζοντας την στο σημειο που καθοταν.
Ακαθεκτη βαζει την επομενη κουταλια καφε στο φιλτρο.
Ηταν η δευτερη ή η τριτη; Υποθετω θα μαθουμε συντομα. Εβαλε μια ακομα.
«Τοτε γιατι νιωθω ότι αυτή τη στιγμη θα με χωρισεις;» τριβεται πισω της.
Νιωθει την αναγκη να ανοιξει το παραθυρο για να παρει ανασα. Κι ας καιει το κλιματιστικο για να την σωσει από την απνοια εξω.
«Γιατι το ένα να αναιρει το άλλο;» επαναλαμβανει τα λογια του.
Ακουει το γελακι του, μα συντομα το βλεπει κιολας, γιατι την πιανει από την λεκανη και διχως φοβο μην της πεσει ότι κραταει την γυριζει προς το μερος του. Κολλαει κι άλλο πανω της.
Είναι το σωμα του, εκεινη, και ο παγκος.
Ο αγαπημενος του συνδυασμος.
Το γαλαζιο και το πρασινο πεταγαν σπιθες, το διασκεδαζε! Τα λακκακια του ειχαν φανει σε εκεινο το αγαπημενο της σκανταλιαρικο χαμογελο. Ηταν το αγαπημενο της χαμογελο του.
«Οι ατακες μου εναντιον μου γυναικα;» την κοροιδευει, οι παλαμες του κατεβαινουν στους γλουτους της.
«Ο,τι πεις μπορει να χρησιμοποιηθει εναντίον σου.» του απανταει με νευρο.
Γελαει.
Ο απαραδεκτος!
«Θες να παμε μια βολτα; Θα κανω διαλειμμα από την προβα.» της προτεινει και γερνει προς το μερος της, ετοιμος να φιλησει το όχι μεχρι να γινει ναι.
«Θελω να συμμετεχεις σε αποφασεις που σε αφορουν.» του απανταει και σταυρωνει τα χερια κατω από το στηθος της, μεγαλωνοντας λιγο την αποσταση αναμεσα τους, που ασφυκτικα την εκανε να μην σκεφτεται.
«Πως ακριβως με αφορα που θα κατσει η γειτονισσα; Ας κατσει οπου θελει!»
Αντε παλι.
«Τοτε θα κατσουν ολοι οπου θελουν, θα ειμαστε σαν μουσικες καρεκλες, αφασια!» του εξηγει και αναρωτιεται, πως μπορει να μην σκεφτεται τις συνεπειες.
Κουναει το κεφαλι του αρνητικα, σαν να διαφωνει. Ξεμπλεκει τα χερια της κατω από το στηθος της και την αναγκαζει να τα τυλιξει γυρω του. Την φερνει κι αλλο κοντα του και περναει τα χερια του γυρω από τους ωμους της. Το προσωπο της το λουζει το φως της ζεστης ημερας, κι όπως τα φρυδια της σμιγουν εκνευρισμενα δημιουργουν τις αγαπημενες του σκιασεις.
Χαζευει λιγο, πριν θυμηθει τι ηθελε να της πει.
«Εμενα το μονο που με αφορα σε αυτό τον γαμο είναι το που καθεσαι εσυ, και το εχουμε λυσει, διπλα μου. Οποτε οι αλλοι ας κατσουν οπου θελουν. Ενταξει;»
Και λιωνει η Κυβελη, όπως λιωνει παντα αλλωστε, και χαλαρωνουν τα φρυδια της, και ηρεμει το προσωπο της, κι απλωνονται παλι οι φακιδες, και τρεμοπαιζουν οι βλεφαριδες της...κατω από το βλεμμα του.
Και ερωτευεται ο Ορεστης σαν μικρο παιδι...
Δεν αντεχει άλλο, σκυβει και την φιλαει, εισπνεει το αρωμα της και μενει για λιγο εκει.
«Παμε βολτα;» ψιθυριζει με τα ματια ακομα κλειστα και τα χειλη του πανω στα δικα της.
«Μεχρι το υπνοδωματιο θελω, λενε πως είναι πολύ γραφικα.» του απανταει παιχνιδιαρικα.
Γελαει.
«Η γυναικα μου εχει χιουμορ.» κοροιδευει και περναει τα χερια του κατω από τους γλουτους της για να την σηκωσει στην αγκαλια του.
Του αρεσε να την αποκαλει ετσι, κι ας την αφηνε να νομιζει ότι κοροιδευει.
«Εισαι τυχερος τοτε.» του ψιθυρισε αφηνοντας τον να την κουβαλησει μεχρι το δωματιο τους.
Την πεταξε στο κρεβατι ανασκελα και την ειδε να αναπηδα ελαφρως καθως απλωνοταν.
«Ωωω μωρο μου δεν εχεις ιδεα ποσο.»
29 Απριλιου.
«Ορεστη για τελευταια φορα.» η Κυβελη εχει φτασει στα ορια της.
«Είναι τελη Απριλιου και τσακωνομαστε από τον Μαρτιο. Αν ερθω και δεν σε δω με γραβατα θα φυγω!» τον απειλει.
Αυτος γελαει διχως να τον αγγιζει ουτε λιγο ο τονος της. «Ωραια φυγε!»
«Βρε αγορι μου τωρα τι είναι αυτά που λες!» η Ιφιγενεια τον παιρνει με το καλο.
«Είναι δυνατον να εισαι σαν τον τουριστα;» Η Νεφελη δεν εχει τοση υπομονη.
«Μανα οριακα τον κατωτατο δωσαμε για το σετ, δεν θα πει κανεις τιποτα για την γραβατα.» ο Ορεστης δεν ειχε καμια διαθεση για υποχωρηση.
Η Κυβελη την κοιταζει απεγνωσμενη.
«Θα επανελθουμε.» δηλωνει προσωρινη ανακωχη και κοιτιεται με την Ιφιγενεια.
Πως αντεξαν αυτοι δυο τοσο καιρο μαζι;
12 Μαιου.
Πιεζει το κεφαλι της ολο και πιο μεσα στο μαξιλαρι του καναπε προσπαθωντας να διαχειριστει ολο αυτο που βιωνει. Μα καθισταται αδυνατον. Ο ελεγχος, ο ρυθμος , η διαρκως αυξανομενη δυναμη του την ξεπερνουν. Σαν να συνεβαινε πρωτη φορα.
Δεν αντεχει αλλο.
Σκυβει προς το μερος της, ακουμπαει τα χειλη του στην αρχη της σπονδυλικης της στηλης και φιλαει απαλα, αφηνοντας ενα καυτο υγρο φιλι την γυριζει προς το μερος του και αλλαζει σταση ώστε να την κοιτα. Τα χερια του κρατανε τους γοφους της σταθερους και βυθιζεται αναμεσα στα ποδια της. Ολα μπαινουν σε αργη κινηση, οι αισθησεις της συγχρονιζονται και γινονται ενα υπερτατο συναισθημα πληροτητας, καθε φορα που την γεμιζει νιωθει γεματη ζωη, σαν να τρεφεται απο αυτο.
Οι ανασες της συγχρονιζονται με τις ωθησεις, ωσπου οι δευτερες σταματουν κι η Κυβελη μενει δίχως οξυγονο.
Ριχνει το κεφαλι της προς τα πισω και δεχεται το κυμα που ερχεται κατα πανω της.
«Τις ανασες σου.» την προειδοποιει
Δαγκωνεται για να μην τσιριξει.
Κι οι δυο βογγουν ταυτοχρονα απο αυτη τη διεισδυση.Σφιγγει καθε εκατοστο του μεσα της.
''Ορεστη!''ειναι στα προθυρα και εν τελει τελειωνει γυρω του.
Το δυνατο μουγγρητο του που γαργαλαει τα χειλη της, την κανει να καταλαβει οτι ειναι στην στην ιδια μοιρα.Το σωμα του τρανταζεται μεσα στο δικο της και μοιραζονται την ιδια ηδονη
Τα κορμια τους συγκρουονται με ορμη και η ανασα της βαθαινει καθως προσπαθει να χαλιναγωγησει την πιεση που νιωθει.Ακομα και μεσα στο απολυτο χαος ομως η Κυβελη βρισκει την δυναμη να τυλιξει τα ποδια της γυρω απο την μεση του, οσο πιο σφιχτα μπορει, βαθαινοντας την διεισδυση.
Νιωθει το κυμα να την πλησιαζει, σχεδον βλεπει την σκια του να τρυπωνει γυρω της.
«Πες το.» διαταζει, το γαλαζιο και το πρασινο κρυβουν το πιο σκουρο μαυρο μεσα τους. Κι όμως ακτινοβολουν.
Το κυμα ερχεται, κι ειναι τεραστιο, την καλυπτει απο την κορυφη εως τα νυχια. Σαν μια φωτια απλωνεται παντου στο κορμι της. Εκεινος ουρλιαζει και τελειωνει βαθια μεσα της.
Κοιτιουνται στα ματια, δυο ζευγαρια γυαλιστερων κοσμων που γινονται ενα.
Τα ποδια της τρεμουν σαν να τα κουνάει καποιος, οι ανάσες της είναι ρηχες και κοφτες, τα μαλλια της εδώ και εκει. Αν δεν καθοταν στον καναπε δεν θα μπορουσε να σταθει.
«Πες το μου.» ο τονος του είναι τραχυς. Την κραταει σταθερη από το σαγονι, πιεζει τα μαγουλα της με τα δαχτυλα του.
«Την μουσικη την νιωθουμε καλυτερα γυμνοι.» ψιθυριζει και τον κοιτα στα ματια. Βλεπει ένα κυμα κτητικοτητας να τα φωταγωγει.
Ακουει το γελιο του, βλεπει τα λακακια του χαμογελου του και αναθαρρευει. Η πιο ευηχη επιβραβευση του κοσμου.
«Καλο κοριτσι.»
Σκυβει και την φιλαει πριν πέσει ανασκελα στην άλλη ακρη του καναπε και η Κυβελη πιανει τον εαυτο της να μην μπορει να παρει τα ποδια της.
Σκεφτεται οτι δεν θα μπορει να σηκωθει για δουλεια την επομενη μερα, αλλα στην σκεψη οτι αυτό αργει βρισκει την ανασα της.
Σερνεται προς το μερος του στον καναπε και ο Ορεστης της κανει νοημα να ερθει στην αγκαλια του.
Σηκωνει την παλαμη της ψηλα, για την ιεροτελεστια τους, κι εκεινος το ίδιο
«Κολλα πεντε δικηγορινα»
Τα μαθηματα μουσικης μπορει να ειχαν τελειωσει, αλλα ο Ορεστης πιστευε ότι επαναληψη είναι μητηρ πασης μαθησεως.
Και ποια ηταν η Κυβελη για να διαφωνησει;
31 Μαιου.
«Ενταξει εγω παντα ηθελα να παντρευτω με θεα τη θαλασσα αλλα αφου αυτή η εκκλησια σου αρεσει τι να πω.» μουρμουριζει, μιση ωρα τωρα αυτό κανει.
«Αν ηθελες να παντρευτεις σε ξωκλησσι που χωραει 30 ατομα ας μην καλουσες 200 ατομα.» της απανταει χαλαρος, χτυπωντας το τιμονι στον ρυθμο της μουσικης, οδηγωντας σε μια Αθηνα γεματη, με ολους τους υπολοιπους να βριζουν. Αλλα ο Ορεστης μασουσε την τσιχλα του και τραγουδουσε ροκ.
Τον αγριοκοιταζει.
«270 καλεσες εσυ!»τον κατηγορει.
«Ε αφου ειδα ότι ανοιγει ο κυκλος. Τι να κανω!» της χαμογελαει.
Η Κυβελη κουναει το κεφαλι της αποκαμωμενη.
Η Αγια Τριαδα της Γλυφαδας ηταν πανεμορφη εκκλησια, απλα η Κυβελη ειχε μουλαρωσει να παντρευτει σε νησι.
«Θα παμε ταξιδι στην Ευρωπη τον Νοεμβριο όμως.» προσπαθει να της φτιαξει την διαθεση.
Στην πραγματικοτητα, ειχε συναυλιες σε 11 διαφορετικες χωρες κλεισμενες ολες από τωρα μεχρι το επομενο ετος. Και συμφωνα με τον ιδιο 'Ειχε ακομα πολλα κενα'.
«Ναι θα κανω τη βοηθο σου παλι...»
Τον ειδε να μειδιαζει.
«Μα εισαι φοβερη βοηθος.» ακουμπαει το χερι του στο γονατο της και το τιναζει μακρια.
Της πιανει το χερι, και πριν προλαβει να το διωξει το φερνει στα χειλη του και το φιλαει.
Κουναει το κεφαλι αποκαμωμενη.
Αχ Ορεστη...
15 Ιουνιου- Αθηνα.
«Δεν το πιστευω ότι θα παντρευτειτε.» παραδεχεται η Φαιη καθως βαζουν στην ακρη τα δειγματα για μπομπονιερες. Ειχαν μαζευτει στο σπιτι της Φαιης και του Γιαννη για να ψησουν και κατεληξαν να διαλεγουν δειγματα για τον γαμο στο μπαλκονι οσο ειχαν βγει για τσιγαρο.
«Ουτε εγω.» συμφωνει η Ερμιονη.
«Γιατι πιστευατε όταν γνωριστηκαμε ότι θα φτασουμε εδώ;» η Κυβελη δεν μπορουσε να συνειδητοποιησει μερικες στιγμες οτι αυτη ηταν η πραγματικοτητα τους.
«Όχι...» η ξανθουλα γελασε. «Με τιποτα όμως.»
«Καλα... εσυ κι ο Γιαννης φαινοταν από μακρια, οι υπολοιποι όμως ξεπερασαμε τον εαυτο μας!» Η Ερμιονη επεξηγησε και η η κοπελα χαμογελασα ερωτοπαρμενα.
«Αχ...φαινοταν οντως ε;» εγειρε πισω στην καρεκλα της και κοιταξε τις φιλες της με ένα βλεμμα πληροτητας.
«Αντε κοριτσια μου...μια μια να παιρνετε σειρα! Να τα κανουμε όλα διαδοχικα!» αστειευεται και πινει μια γουλια από το παγωμενο τσαι της. Τσαι λεμονι.
Η Κυβελη την κοροιδευει. Η Ερμιονη δαγκωνεται να μην απαντησει.
«Μονο μην κανεις παιδι Φαιη γιατι εκει δεν θα μπορεσω να ακολουθησω το παραδειγμα σου με τιποτα.» η Κυβελη ηπιε μια γερη γουλια από το παγωμενο κρασι της.
«Θα το παμε κι εκει με την σειρα λετε;» Η Ερμιονη αστειευτηκε.
«Εμ εννοειται!Τον Γιαννη σε ένα δυο χρονια δεν τον χαλαει καθολου!» αποκρινεται η Φαιη και η Κυβελη το ενιωθε πολύ περιεργο να συζητουν για τετοια πραγματα, ειχε συνηθισει να είναι οι επτα τους, οκτω με την Ιωαννα, και να κανουν σχεδια για το αμεσο μελλον, αντε και για κανενα ταξιδι. Να τσακωνονται για αδειες, ρεπο, προορισμους. Τα παιδια αλλαζαν τα παντα για παντα.
«Ο Ορεστης βεβαια νομιζω θελει μια πενταετια, τον βλεπω ετοιμο να σε παρει μακρια από ολους μας και να σε κρατησει για τον εαυτο του στο εξωτερικο.» προβλεπει η Φαιη, σαν να φτιαχνει προγραμμα ανακοινώνει.
«Γαμωτο! Γιατι το λενε ολοι αυτό;» η Κυβελη αναρωτιεται, κι ας σφιγγοταν η καρδια της στην κτητικοτητα του.
«Δεν ξερω, ισως γιατι ετσι είναι;» της λεει η κολλητη της.
«Δεν θα ναι για παντα, δεν με αντεχει τοσο αλλωστε...» μουρμουριζει και κατεβαζει το υπολοιπο κρασι της.
«Και μεχρι να γυρισετε η Ερμιονη και ο Βασιλης ισως εχουν σταθερη σχεση.» Η Φαιη αστειευτηκε και εσφιξε το χερι της φιλης της.
Η Ερμιονη ομως μελαγχολησε αποτομα. Στο υφος της σοβαρεψαν και εκεινες.
«Κοριτσια.» στον αχνο της τονο ανασηκωθηκαν σχεδον ταυτοχρονα στις θεσεις τους.
«Καλε πλακα εκανα!» η Φαιη εσπευσε να δικαιολογηθει.
Ξεροκαταπιε. Τα ματια της γυαλιζαν.
Χωρισαν παλι. Η σκεψη αυτή εντυπωθηκε στο μυαλο της Κυβελης.
«Τι είναι παιδι μου;» η κοκκινομαλλα τραβηξε την καρεκλα της προς το μερος τους.
Δαγκωθηκε για να μην κλαψει, ένα γλυκοπικρο χαμογελο τρεμοπαιζε στα χειλη της. Κοιταξε για λιγο ψηλα, μηπως και σωσει καποιο δακρυ, αλλα ματαιος κοπος.
«Μας ανησυχεις! Μιλα.» Η Φαιη της πιανει το χερι για να την προτρεψει να μιλησει.
Χωρισαν...την απατησε.
Επιτελους τις κοιταζει. Ξεροκαταπινει.
«Δεν νομιζω ότι θα το παμε με τη σειρα.» ψιθυρισε.
Κοιταχτηκαν για λιγο μπερδεμενες... μεχρι να ενωθουν τα κομματια του παζλ.
«Ποιο πραγμ-»
Η Κυβελη καλυψε με το χερι της στο στομα της για να κρυψει ένα αναφωνητο. Η φίλη της σαν να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα μόνο που δεν τσιριξε.
«Εισαι;; Ερμιονη εισαι εγκ-» Η Φαιη μονο που δεν τσιριξε.
Η μελαχρινη τεντωθηκε και καλυψε με το χερι της το στομα της φιλη της πανικοβλητη.
«Σσσς.. μην φωναζεις!» της εκανε νοημα μεσα, οπου ηταν τα αγορια, και με ποδια να τρεμουν ανακαθισε στην καρεκλα της.
Η Κυβελη εκλεισε το παραθυρο για να μην ακουγονται μεσα.
«Εισαι;» ξαναρωτησε η Φαιη, σαν να μην το πιστευε.
Η Κυβελη δεν μπορουσε να βρει τις λεξεις. Ενιωθε ολο της το σωμα να μουδιαζει.
Γνεφει θετικα.
«Συγγνωμη ο Βασιλης δεν το ξερει;Ποσο καιρο το ξερεις; Ποσο εισαι;»
«Τι θα κανεις; Πως νιωθεις;»η Κυβελη της επιασε το χερι. Ετρεμε. Ειχε ιδρωσει.
Η κοπελα δεν μιλησε. Τα δακρυα αρχισαν να κυλουν στα μαγουλα της. Οι δυο φιλες της κοιταχτηκαν και σχεδον ταυτοχρονα σηκωθηκαν για να γονατισουν αριστερα και δεξια της σε μια ατσαλη αγκαλια που η Ερμιονη εκτιμησε δεοντως. Αγκριστρωθηκε πανω τους και πηρε μικρες κοφτες ανασες. Εμειναν για λιγο ετσι, μεχρι που οι ανασες βαθυναν και ηρεμησαν.
«Όλα θα πανε καλα.» ψιθυρισε η Κυβελη οσο η Φαιη της χαιδευε την πλατη.
«Πρεπει να ειμαι περιπου 3-4 εβδομαδων , το ξερω 5 μερες τωρα, υποτιθεται τον Φεβρουαριο τελη...» εκανε μια παυση, δεν μπορουσε να το πει.
Κι όμως τα δακρυα της δεν προμηνευαν θλιψη, το τρεμουλο της δεν ειχε αρωμα απελπισιας, οχι μονο. Ειχε μεσα του κατι πολυ φωτεινο και ελπιδοφορο, μια προσμονη γλυκια.
Η Κυβελη χαμογελασε και στις δυο. Η Φαιη όπως ηταν αγκαλιασμενες αναπηδησε ελαφρως, ενθουσιασμενη.
«Θα κανεις παιδακι! Θα εχουμε μπεμπε!» τσιριξε ψιθυριστα.
Στην παραδοχη της αληθειας αυτης η Ερμιονη αναμεσα στα δακρυα της χαμογελασε για πρωτη φορα από τη στιγμη που αρχισε να τους μιλαει.
Η Κυβελη ενιωθε να ζαλιζεται από τα ξαφνικα νεα. Καθισε στην καρεκλα διπλα της και προσπαθησε να το συλλαβει πληρως.
«Θεε μου ο Βασιλης θα χασει το μυαλο του.» μουρμουρισε και η Φαιη μορφασε.
«Ισχυει.»
«Πιστευετε θα θυμωσει;» Η κοπελα τον ηξερε καλυτερα από τις φιλες της μα το ποσο ηθελε μια επιβεβαιωση αποδεικνυε περιτρανα την απελπισια της.
«Ισως λιποθυμισει.» η Φαιη γελασε.
«Όχι δε θα θυμωσει Ερμιονη. Κάθε άλλο. Θα απαιτησει να παντρευτειτε!» η Κυβελη απαντησε εξισου χιουμοριστικα μα καθως εφτανε στην εκπνοη του λογου της καπως μαλακωσε.
Κοιταχτηκαν για λιγο μεταξυ τους στην σιωπη της συνειδητοποιησης.
Ειχαν κατσει σε εκεινο το μπαλκονι στα 18 τους, να λενε για εφημερες σχεσεις, κουτσομπολια και μαθηματα σχολης, ειχαν δει ταινιες, ειχαν παιξει ταβλι, ειχαν κανει παρτι, ειχαν ξεμεθυσει με ένα τσιγαρο δια τρια.
Και τωρα μια δεκαετια σχεδον αργοτερα...
«Είναι η αρχη μιας νεας εποχης.» ψιθυρισε η Φαιη και βουρκωσε.
«Γαμωτο.» Η Ερμιονη δακρυσε παλι καθως το σκεφτηκε.
Η Κυβελη απλωσε τα χερια της προς το μερος τους για να κρατηθουν. Και τα δικα της ματια ετσουζαν, αλλα από ευτυχια.
«Ανυπομονω.»
Ερχονται οι μερες του φωτος.
20 Ιουνιου.
Μερες σκεφτοταν πως να του το πει, μα οποτε ενιωθε πιο θαρραλεα ολο κατι γινοταν, οδηγουσε ή χτυπουσε το τηλεφωνο, ή πηγαινε γυμναστηριο. Ισως βεβαια το ότι δεν ηταν διαθεσιμος για κουβεντα να ηταν αυτό που εν τελει να της εδινε θαρρος.
Εβλεπε αποχαυνωμενος Ολυμπιακο-ΑΕΚ σε επαναληψη. Εκεινη χαζευε ένα δικογραφο που επρεπε να καταθεσει νωρις το επομενο πρωι. Ο γαμος ηταν δυο μηνες, 22 Σεπτεμβριου και οσο το καθυστερουσε τοσο χειροτερευε τη θεση της.
Πηρε βαθια ανασα.
Τουλαχιστον ειμαστε σπιτι, ρεζιλι δεν θα γινουμε.
Τον σκουνταει.
«Βασιλη μου;»
Δεν την κοιταζει καν, το βλεμμα του είναι κολλημενο στην οθονη.
Καλα θα παει αυτό.
«Τι είναι;» την ρωτα μισο-αφηρημενος.
Μια κι εξω.
Τρια,δυο...όχι δεν μπορω.
Τρια...δυο....απο το πεντε καλυτερα!
Πεντε...
«Ειμαι εγκυος.» του λεει, η φωνη της τρεμουλιαζει στο τελος. Περιμένει απάντηση. Δεν κουνάει το πρόσωπο του από την οθόνη.
«Ωραια.» της απανταει, δεν ειχε επεξεργαστει ουτε λεξη. «Τι κανεις ρε μαλακα, τι φαουλ το κερατο μου μεσα;» ανεβαζει λιγο τον τόνο απελπισμένος με τα χάλια της ομάδας.
Τελεια πηγε αυτό.
Συνεχιζει να ξεφυλλιζει το δικογραφο.
Για λιγο πεφτει σιωπη. Νιωθει την αναπνοη του, από τον τροπο που ειχε απλωθει σχεδον πανω της, να παυει.
Ανεβαινουν και οι δικοι της παλμοι στην σκεψη ότι καταλαβε.
«Συγγνώμη;» νιωθει το βλεμμα του να την καιει μα δεν τολμαει να σηκωσει τα ματια να τον κοιταξει.
«Καλή αρχή αλλά θα χρειαστεί κάτι παραπάνω.» μουρμουρισε με θρασος και συνεχισε να ξεφυλλιζει.
«Ερμιονη κοιτα με.» κλεινει τον φακελο και ανακαθεται απεναντι της.
Η καρδια του χτυπαει τοσο δυνατα που θα μπορουσε να την δει να κινεται κατω από την μπλουζα της.
«Ερμιονη!» αυτή τη φορα δεν είναι παρακληση, είναι διαταγη.
Οσο πιο αργα μπορει σηκωνει το κεφαλι της.
Ο Βασιλης είναι σε σοκ. Το σκουρο του βλεμμα κρυβει κατι ανεξηγητο μα σοκαρισμενο.
«Τι μου είπες ; Δεν σοβαρολογείς.» της δηλωνει.
Ξεροκαταπινει.
«Όχι...όχι δεν σοβαρολογώ.» του λεει, και ευχεται να μπορουσε να γελασει και να του δειξει ότι είναι φαρσα.
Εκεινος σοβαρευει κι άλλο. Απομακρυνεται στην ακρη του καναπε και αναφωνει.
«Παναγία μου σοβαρολογεί.» με τα χερια στο προσωπο του, να τρίβει σαν μανιακος, την κοιταζει σαν να μην μπορει να επεξεργαστει τις λεξεις .
Η Ερμιονη θα ορκιζοταν ότι τον ακουσε να μουρμουριζει ένα «Θα πεθάνω.»
«Ψύχραιμη τοποθέτηση.» τον ειρωνευεται και φερνει τα γονατα κοντα στο στηθος της, κουρνιαζει στην ακρη του καναπε, για να μην φαινεται η καρδια της που γινεται χιλια κομματια και της τρυπαει το δερμα.
«Ερμιονη αν κανεις πλάκα...» περναει στην τριτη φαση τωρα, τις απειλες.
Πλησιαζουμε στην συνειδητοποιηση τουλαχιστον.
«Ουτε τριαντα δεν πηγαμε! Εγω θελω να παω για μπαλα το άλλο Σαββατο!» Σηκωθηκε και αρχισε να βηματιζει πανω κατω μπροστα της.
«Ενταξει φανταζομαι προλαβαινεις...» κοροιδευει εκεινη. Την καρφωνει με το βλεμμα του.
«Ερμιονη δεν κανεις πλακα;Εισαι εγκυος;» την ρωτα, αυτή τη φορα ο τονος του σοβαρος.
Ξεροκαταπιε. Ανοιξε το στομα να του απαντησει, της εγνεψε με προσμονη, καμια απαντηση.
Μιλα γαμωτο.
Δαγκώθηκε και τα μάτια της γυαλίσαν από μερικά δάκρυα που απειλούσαν να ξεφύγουν.
Ο Βασιλης χλωμιασε. Οι ωμοι του χαλαρωσαν και πηρε μια βαθια ανασα, σαν να μαθαινε τωρα να αναπνεει. Πλησιασε την μερια της στον καναπε και γονατισε μπροστα της για να είναι στο ιδιο υψος.
Ακουμπησε τα χερια του πανω στα δικα της, που ειχαν τυλιχτει γυρω από τα γονατα της.
«Θα κάνουμε παιδάκι;» ο τονος του ηταν απαλος, τρυφερος.
Και εκανε το 'λαθος' να τον κοιταξει στα ματια. Το πιο τρυφερο βλεμμα που της ειχε χαρισει ποτε ηταν ετουτο εδώ. Κι αν ποτε αμφεβαλλε για την αγαπη του, δεν θα χρειαζοταν τιποτα άλλο παρα να θυμηθει τη στιγμη ετουτη, το βλεμμα εκεινο.
Έγνεψε θετικά, μετά βίας μπορούσε να κρατήσει μέσα της έναν λυγμό.
Πριν προλαβει να του πει κατι, την τραβηξε πανω του και τυλιξε τα χερια του γυρω της, σε μια σφιχτη αγκαλια, που κατευνασε το τρεμουλο της, μα παραλληλα της εδειξε ότι η καρδια του χτυπουσε εξισου δυνατα με την δικη της.
Ντουπ...ντουπ...ντουπ.
Της χαιδεψε τα μαλλια και την φιλησε στο κουτελο, στο κεφάλι, στα χειλη. Και ξανα απο την αρχη.
Κι ηταν η συνειδητοποιηση γλυκια.
22 Ιουνιου.
Αφησε τις φιλες της να το πουν στην υπολοιπη παρεα, μιας και η Ιωαννα ηδη ηξερε (σε εκεινη ειχε παει οταν το υποψιαστηκε) και ο Κωνσταντινος θα το μαθαινε απο εκεινη. Οποτε η Κυβελη με την Φαιη ειχαν το ελευθερο να μεταφερουν τα χαρμοσυνα νεα.
«Δεν το πιστευω.» μουρμουριζει ο Ορεστης. Κοιταζει το κενο ενα λεπτο τωρα.
«Αποκλειεται.» λεει δυσπιστα ο Γιαννης.
«Ναι σας λεμε!»Η Κυβελη δεν μπορει να σταματησει να χαμογελαει.
«Δηλαδη θα κανουν παιδι;»
«ΝΑΙ!»η Φαιη που εχει βουρκωσει αρχιζει να εκνευριζεται με την επαναληψη.
«Ο Βασιλης το ξερει;» ρωταει ο Ορεστης.
«Οχι θα του το πεις εσυ...Ρε Ορεστη! Λες να μην το ξερει;» η Κυβελη χανει επισημως την ψυχραιμια της.
«Σωστα σωστα.» ο Ορεστης ειχε σχεδον χλωμιασει.
«Ερχονται, για αυτό σας το λεμε από τωρα. Ξερουν ότι ξερετε.»
Χτυπαει το κουδουνι και πεταγονται και οι δυο ορθιοι. Ανοιγουν την πορτα.
Ακουγονται αναρθρες κραβγες σχεδον και η Ερμιονη προλαβαινει και μπαινει μεσα πριν οι αλλοι αγκαλιαστουν πανηγυρίζοντας σαν βάρβαροι.
Οι τρεις φιλες κοιτιουνται παραξενεμενες, κρατωντας ενα γελιο.
«Ερμιονη αγαπη μου!» ο Γιαννης γυρισε προς το μερος της αφηνοντας τους αλλους και την αγκαλιασε, με λιγοτερη ορμη και βια.
Ο Ορεστης πλησιασε και της χαιδεψε τα μαλλια.
«Πατε καλα; Θα μας τρελανετε!» ρωταει και τους δυο καθως ο Βασιλης που εχει κατακοκκινισει απο την ενθερμη υποδοχη κλεινει την πορτα πισω του.
Η κοπελα χαμογελασε, ειχαν αρχισει να πονανε τα μαγουλα της απο το ποσο χαμογελουσε αυτες τις μερες. Κοιταξε τις φιλες της, κυριευμενη από την αδρεναλινη της στιγμης.
«Δεν πανε καλα!» αναφωνησε
Οι δυο φιλες γελανε.
«Όχι είναι τρελοι!»
«Τον Φεβρουαριο δηλαδη...» Ο Γιαννης εχει φρικαρει πιο πολυ απο τον Βασιλη.
Αντε παλι, κολλησε η βελονα.
«Ναι!»
«Θα ανοιξω σαμπανια να το γιορτασουμε! Ξερετε τι είναι;»ο Ορεστης ανοιγει την καβα.
Αμεσως πεφτει το χαμογελο του Βασιλη. Κι ο λογος είναι αυτό που θα πει επειτα η Ερμιονη.
«Δεν θελουμε να μαθουμε.» κοιταει τον συντροφο της. «Εκπληξη!»
Ανοιξαν οντως σαμπανια εκεινο το βραδυ. Και γιορτασαν την νεα εποχη που ανοιγοταν μπροστα τους. Μια εποχη που δεν θα εμοιαζε με καμια προηγουμενη, ευτυχώς ή δυστυχως.
10 Αυγουστου.
«Ευτυχως εφυγαν τρεις μερες γιατι δεν την εβλεπα καλα την αδελφη σου.» Η Ιφιγενεια σχολιασε κοιτωντας μια φωτογραφια που της εστειλε η Κυβελη από το ξενοδοχειο στην Υδρα. Δεν προλαβαιναν να πανε Αναφη, μαχαιρια στην καρδια και για τους δυο.
«Κι εκει τσακωνονται μη φανταστεις.» η Φαιδρα δεν την αφησε να ελπιζει.
«Αλιμονο! Γιατι;»
«Γιατι ο Ορεστης ειχε αναλαβει να διαλεξει τραγουδι πρωτου χωρου.»
«Πως και του αφησε τετοια ελευθερια;»
Πνιγει ένα γελακι η Φαιδρα. «Τον εμπιστευεται στην μουσικη λεει. Και τελος παντων προχθες αρχισαν μαθηματα. Μην φανταστεις, πεντε κινησεις θα μαθουν και μετα θα κανουν εξασκηση στο σπιτι.»
«Ωραια και;»
«Και δεν της λεει το τραγουδι, είναι εκπληξη!»
Η μητερα της παει να πνιγει με το φαγητο της.
«Και χορευουν στο κενο;» ρωταει, ετοιμη παλι να γελασει.
«Υπο την μουρμουρα της Κυβελης εννοειται!»
18 Αυγουστου
«Και πισω, πλαι, πλαι, μπροστα. Και παμε παλι, πισω, πλαι, πλαι, μπροστα. Στροφη.» Ο Ορεστης δινει οδηγιες με σταθερο ρυθμο. Οσο και να του μιλησει δεν το χανει.
Την κραταει σταθερη πανω του. Το ένα χερι γυρω από την μεση και το άλλο κραταει το δικο της σε θεση βαλς. Στριφογυριζει τα ματια της, μα την αγνοει.
Τον παρακαλαει να κανουν μαθημα, και κάθε φορα της λεει ότι δεν χρειαζεται, ότι βαριεται. Και της αποδεικνυει κάθε φορα την βαρεμαρα του περιτρανα, όντας υπεροχος σε κάθε του κινηση.
«Να σταματησουμε; Κουράστηκες ;» της ψιθυριζει, χαιδευει απαλα την μεση της.
Ηταν μεσημερι, εξω ειχε 36 βαθμους και αντι να είναι σε καποια παραλια, χορευαν με κλιματιστικο στο διαμερισμα τους στο κεντρο.
«Όχι Ορεστη απλα εχω κουραστει να χορευω στην ησυχια.»
«Μακαρι να ειχε ησυχια, ολη την ωρα μιλας.» της απανταει και εκεινη καταλαθος χανει το βημα.
«Πισω, πλαι πλαι.» την διορθωνει κοιτωντας την εντονα.
Στενευει το βλεμμα.
«Ορεστη.» τον προειδοποιει .
«Κυβελη.» της απανταει και της κλεινει το ματι πριν την γυρισει σε μια υπολογισμενη στροφη ανα δεκα σετ.
«Πες μου ποιο είναι.»
«Δειξε μου το νυφικο σου.» αντιγυριζει, και δεν είναι επειδη θελει να το δει, αλλα επειδη ξερει ότι δεν θα του το δειξει.
«Είναι γρουσουζια. Εσυ τι δικαιολογια εχεις;»
Σταματαει αποτομα.
Σκυβει και την φιλαει πριν προλαβει να τον σπρωξει.
«Εμενα είναι η δουλεια μου.»
«Να με κανεις εξαλλη;» ρωταει πριν καταλαβει ότι μαλλον αυτό ηταν.
Της χαμογελαει.
«Ακριβως. Και ξερεις ποσο αφοσιωμενος ειμαι στη δουλεια μου.»
Πνιγει ένα γελακι. Είναι ακομα εξαλλη. Αλλα τον εμπιστευεται. Μεσα της ξερει ότι δεν θα επελεγε κατι που δεν θα την εκανε ευτυχισμενη.
Μιση ωρα αργοτερα εχουν ξαπλωσει μετα από ένα συντομο ντους μαζι στον καναπε και εκεινη διαβαζει κατι οσο ο Ορεστης ψιλοκοιμαται πανω της με την τηλεοραση ανοιχτη.
Η Λαιδη είναι στο μαξιλαρι της ανασκελα κατω από το κλιματιστικο, και ο Αλητης διπλα της, παιζει με ένα μπαλακι.
«Ορεστη;» του χαιδευει απαλα τα μαλλια για να μην τον τρομαξει.
Κοιμαται με το μαγουλο κοντρα στο στηθος της, απλωμενος πανω της. Περναει τα χερια της πιο βαθια μεσα στις μπουκλες του. Ξερει από την αλλαγη στην αναπνοη του ότι είναι ξυπνιος και απλα την γραφει.
«Είναι καποιο από τα τραγουδια του δισκου;» αφηνει τις μπουκλες του να την γαργαλησουν λιγο ακομα πριν τραβηξει απαλα, για να του κεντρισει την προσοχη.
Με το χερι που εχει περασει πανω από την κοιλια της την χαιδευει απαλα,ανασηκωνει λιγο το κεφαλι του και φιλαει στο σημειο που ακουμπούσε τοση ωρα, πριν βολευτει πισω.
«Όχι. Μην φοβασαι μωρο μου.»
«Δεν...» ξεκιναει να λεει μα η φωνη της σβηνει. Πεφτει παλι σιωπη. Μενει με το χερι μετεωρο πανω από τα μαλλια του να κοιταει Κωνσταντινου και Ελενης σε επαναληψη, και το βιβλιο μισανοιχτο πανω στην γυμνη του πλατη.
Κουνιεται νευρικα.
«Αντε χαιδευε.» διαταζει μισοκοιμισμενος. Γελαει.
-------------------------------------------------------
10 Σεπτεμβριου.
Για χρονια ειχα στο μυαλο μου μονο την μουσικη. Τις νοτες, τις συγχορδιες, τα κλειδια, τα ντικτε. Κι ηρθαν στιγμες που η μουσικη στο μυαλο μου φουντωνε, δεν αφηνε χωρο για κανεναν άλλο. Δεν αφηνα εγω χωρο για κανεναν άλλον, κανεναν δεν αγαπησα όπως την μουσικη.
Σημερα τιποτα δεν αγαπω όπως την μουσικη που βαζει η Κυβελη στο μυαλο μου.
Και δεν ξερω αν αυτό καλο ή όχι.
«Πως νιωθεις;»
«Μια χαρα.» Τον κοιτα δυσπιστη.
«Κακο;» την ρωταει, σχεδον σαν να της πεταει δολωμα για να τσιμπησει.
«Συνηθως υπαρχει λιγο αγχος, χωρις να σημαινει αβεβαιοτητα, αγχωμενοι ειμαστε ακομα και για τις πιο σιγουρες αποφασεις της ζωης μας.»
«Ένα μεγαλο παρτι είναι.Γιορταζουμε με το κοριτσι μου. Δεν εχω να αγχωθω για κατι.» ανασηκωσε τους ωμους και εγειρε προς τα πισω.
«Είναι και αυτή μια οπτικη.» μονολογησε η Βιβιαν και κατι εγραψε κατω.
«Θα γυρισει και η Τατιανα μου ειπες ε;»
«Ναι, για δυο μερες, για τον γαμο. Θα φερει και τον Πανο.»
«Ομορφα, θα είναι σαν ριγιουνιον λοιπον!» ειπε ευθυμα και όπως περιμενε εντοπισε μια πικρα στο βλεμμα του.
«Όχι;» εριξε αδεια για να πιασει γεματα.
Ο Ορεστης την κοιταξε αυστηρα.
«Ξερεις ότι αυτό δεν λεγεται ριγιουνιον αλλά θεατρο του παραλογου.» την ενημερωνει.
«Ξερω ότι σε αγχωνει.» του απανταει και σταυρωνει εκ νεου τα ποδια της.
«Δεν με αγχωνει!» ο βιολιστης βιαζεται να της απαντησει, και τι δεν θα δινε να επεστρεφαν στις εξ αποστασεως συνεδριες και να εκλεινε καταλαθος το ιντερνετ.
«Απλα με εκνευριζουν οι μεγαλοι γαμοι, θα προτιμουσα να γινει σε πιο κλειστο κυκλο.» ειπε σαν να ηταν αυτή η απαντηση που σκεφτηκε.
Η Βιβιαν εγειρε μπροστα «Ποσο κλειστος κυκλος δηλαδη;»
«Εγω κι εκεινη, οσοι πρεπει δηλαδη.»
«Τοτε γιατι δεν της το ειπες;»
«Την εκανε χαρουμενη, αρα γιατι να της το χαλασω;»
«Θεωρεις ότι ισως να εχει καποια σχεση με το γεγονος ότι σε μισο χρονο σχεδιαζεις να φυγετε στο εξωτερικο;»
«Το ένα δεν επηρεαζει το άλλο.» της απαντα εμμεσα και βγαζει από την τσεπη του τον καπνο του για να στριψει, μηπως και πιασει το μηνυμα ότι ο χρονος τους τελειωνε.
Μα η Βιβιαν πλεον τον ειχε μαθει, ειχε υπομονη.
«Το ότι μια τετοια κινηση ισως την κανει πιο ανεκτικη σε τυχον αντιξοοτητες αντιμετωπισει στο εξωτερικο εννοω.» του επεξηγει και ο Ορεστης σταματαει με το φιλτρακι στο στομα. Το ακουμπαει προσεκτικα στην ακρη του τσιγαρου.
«Δεν θα αντιμετωπισει αντιξοοτητες.» της δηλωνει, σχεδον θιγμενος που υπονοησε ότι θα την αφηνε εκτεθειμενη,
«Οσο είναι στο χερι σου ειμαι σιγουρη ότι-»
«Δεν θα αντιμετωπισει αντιξοοτητες.» η σιγουρια στον τονο του της εδειχνε ότι το ειχε μελετησει σε βαθος, ότι ειχε προετοιμαστει για τα παντα.
Παλι κατι εγραψε. Κυριως για να του δωσει χρονο να απαντησει στην σωστη ερωτηση.
«Η Κυβελη λειτουργει συνειρμικα, ετσι επιβιωνει στα δυσκολα, με τις αναμνησεις της. Εχει απειρες φωτογραφιες στο κινητο της, άλλες τοσες στα αλμπουμ, φωτογραφιες μεσα σε βιβλια, πισω από χαρτια, στο ψυγειο, στον πινακα ανακοινωσεων, στο γραφειο , στον τοιχο...παντου. Την βοηθουν να νιωθει ότι εχει ζησει κατι στο επακρο, οποτε προσπαθω να της χαρισω τετοιες στιγμες.»
Η Βιβιαν δαγκωθηκε να μην του χαμογελασει, αλλωστε το επομενο κιολας δευτερολεπτο θα περνουσε σε μια δυσκολη ερωτηση.
«Πιστευεις θα είναι ευτυχισμενη εκει;» τον ρωταει.
«Αυτή είναι μια ερωτηση που θα της κανει η δικη της ψυχολογος νομιζω.» παιζει με το ετοιμο στριφτο τσιγαρο, κοιταζει το ρολοι από πισω της, εχει ακομα δυο λεπτα, και τι είναι δυο λεπτα; Μια παυση και ενας επιλογος.
«Εγω ρωταω εσενα.»
«Δεν ξερω αν θα είναι, ξερω μονο ότι θα προσπαθησω να την κανω, γιατι ουτε εγω μπορω να φυγω χωρις εκεινη, ουτε εκεινη να με κρατησει εδώ, δεν θελει.»
«Αρα; Αυτή είναι η μεγαλυτερη ελπιδα σου στον κοσμο;»
«Το ότι θα τα καταφερουμε;» σαν να του αρεσε καπως η ιδεα.
«Ναι, αμε.»
Του γνεφει συγκαταβατικα, ένα μεγαλο όχι.
Στριφογυρισε τα ματια.
«Βιβιαν ζεις για να με κανεις εξαλλο, και το κανει ηδη και καποια άλλη αυτό, οποτε στη θεση σου θα δεχομουν μια απαντηση.» της λεει απολυτα σοβαρος μα κατω από το σοβαρο του υφος η γυναικα διακρινει ένα μειδιαμα.
«Την δεχομαι την απαντηση, απλα όχι ως σωστη.» τουχαμογελα γλυκα, κανοντας τον να στριφογυρισει τα ματια του.
3 μερες πριν / 19 Σεπτεμβρίου .
Η Νεφελη επεμεινε να κανει μια μικρη γιορτη στο σπιτι τρεις μερες πριν τον γαμο. Το σκηνικο ειδυλλιακο, ολοκληρος ο κηπος στολισμενος, ένα μεγαλο μακροστενο τραπεζι, γεματο με λευκα λουλουδια, φαναρακια και υπεροχα σερβιτσια, μουσικη να ηχει.
«Νεφελη τα εδωσες όλα!» Η Κυβελη εφτασε στο σπιτι απογευμα για να βοηθησει.
Βρηκε τον Ορεστη στον κηπο να στηνει το δευτερο ηχειο με τον Ιακωβο.
«Και που να δεις όταν νυχτωσει.» της ειπε και της εσφιξε το χερι ενθουσιασμενη.
Δεν ηταν σε τοσο ανοιχτο κυκλο, ο Ορεστης ειχε επιμεινει σε αυτό και η κοπελα ηταν σιγουρη ότι ο μοναδικος του σκοπος ηταν να αποφυγει τον Σπυρο μεχρι την τελευταια δυνατη στιγμη. Το εβρισκε υπεροχο και κατά καποιον τροπο ρομαντικο αυτό, το ότι δεν ηθελε να αμαυρωσει τις πιο ομορφες ημερες τους. Μα δεν θα του το ελεγε, γιατι ηξερε πως θα εβρισκε κατι χοντροκομμενο να της απαντησει και να της χαλασει το ονειρο. Οποτε ηταν απλα οι οικογενειες τους, οι φιλοι τους, και καποιοι ακομα.
Η Φαιδρα παρκαρε εξω από την μονοκατοικια στη Βουλιαγμενη με το στομαχι κομπο και νευρα που απειλουσαν να ξεχυθουν με την παραμικρη δυσκολια.
Ειχε πει, ποσες; Δεκα; Εικοσι; Μπορει και παραπανω να ηταν οι φορες που ειπε ότι δεν ηθελε να ερθει.
Από μεσα της βεβαια. Γιατι δεν τολμουσε, ουτε της φαινοταν ευγενικο να παραδεχτει ότι δεν θελει να παει στον εορτασμο για τον γαμο της αδελφης της.
Οποτε μαζεψε οσο κουραγιο της ειχε μεινει και βγηκε από το αυτοκινητο, στις 10 ακριβως, ετοιμη να κατσει για τρεις ωρες και να φυγει όταν κανεις δεν θα μπορει να της πει τιποτα.
Η Κυβελη ξερει ότι δεν αντεχω ουτε να τον βλεπω, δεν θα παρεξηγησει, ελεγε ξανα και ξανα στον εαυτο της.
Την υποδεχτηκε η Νεφελη ενθερμα. Αυτό λιγο της ελυσε τον κομπο στο στηθος.
«Καλως το κοριτσι!» Η γυναικα εμοιαζε να την συμπαθει, αν και ελαχιστες φορες την ειχε δει για να περιμενει κατι λιγοτερο.
«Συγγνωμη που αργησα, ειχε κινηση.»ειπε τα ψεματα της εκει που περνουσαν.
«Δεν αργησες!» την καθησυχασε και της εκανε νοημα να περασει στον κηπο.
Εκει ηταν ολοι. Μαζι κι εκεινος.
Αναγουλιασε εστω και στην στιγμιαια παροδικη οπτικη επαφη.Απεφυγε να τον κοιταξει αλλα τον ενιωθε να την καιει με το βλεμμα του.
«Αργησες παιδι μου!» Η Ιφιγενεια της εκανε νοημα να κατσει διπλα στην Ερμιονη.
Η μελαχρινη ειχε πλεον χασει κάθε υποψια ότι κατι θα μπορουσε να συμβει αναμεσα στην αδελφη της κολλητης της και τον Βασιλη, οποτε της χαμογελασε γλυκα και της εκανε νοημα.
«Ηρθε και ο δικος σου.» της ψιθυρισε όταν εκανε να την αγκαλιασει.
«Σκασε.»
Η ωρα ηταν λιγο μετα τις 11 και ειχε ερθει η ωρα για τον κουμπαρο να κανει την προποση του.Η Ερμιονη τον αγριοκοιταζε μιση ωρα πριν σηκωθει, μαλλον γιατι της ειχε ηδη ανακοινωσει τι σχεδιαζε να πει. Ο Βασιλης την αγνοησε πληρως και σταθηκε με ενα ποτηρι μπιρας. Ξεροβηξε για να αποκτησει την προσοχη ολων.
«Για οσους δεν ηταν στον γαμο της Φαιης και του Γιαννη, εγω ειμαι ο Βασιλης, ο κουμπαρος και φιλος των παιδιων, για οσους ηταν στον γαμο...συγγνωμη για το περιστατικο με τη σαμπανια...» γελιο απλωνεται στο τραπεζι. Μεχρι και ο Δημητρης μειδιαζει.
«Ενας από τους λογους, ισως και ο κυριοτερος, που εγινα κουμπαρος ειναι διοτι εγω εκανα το κονε!» επικεντρωνεται σε οσους δεν ηξεραν την ιστορια. «Ενταξει βεβαια να πουμε εδώ για του λογου το αληθες ότι στην αρχη το κονε αυτό ηταν ο,τι πιο τυχαιο εχω κανει. Τους ειδα και ειπα ενταξει ας το δοκιμασουν.» ο Γιαννης και ο Ορεστης γελανε ενώ ο Κωνσταντινος σκυβει προς το μερος της Ιωαννας και κατι της ψιθυριζει.
«Χρειαστηκα δυο λεπτα να τους παρατηρησω να τσακωνονται για να καταλαβω ότι κατά τυχη ειχα δικιο! Κι επειδη ειμαστε μεταξυ μας. Θελω να το πω. Περασαν σχεδον πεντε χρονια από την μερα που γνωριστηκατε, Νοεμβριος δεν ηταν;» Γυριζει προς το ζευγαρι. Η Κυβελη εγνεψε.
«Και εχετε περασει τοσα, ο καθενας μονος, και οι δυο μαζι, εχετε βιωσει καταστασεις που σας λυγισαν και σας εσπασαν ενιοτε. Αλλα παντα, παντα βρισκατε τον δρομο ο ενας πισω στον αλλον.» Η Ερμιονη κοιταζει την Φαιη και τα ματια της γυαλιζουν.
«Και μπορει πολλα από οσα συνεβησαν μεταξυ σας να ηταν τυχαια, τραγικα τυχαια.
Αλλα αυτό, αυτό που σας φερνει τον έναν πισω στον αλλον, δεν είναι τυχαιο.»
Ο Ορεστης εχει ένα χαμογελο μεχρι τα αυτια. Σηκωσε το ποτηρι του ψηλα
«Ευχαριστουμε κουμπαρε! Και στα δικα σου» η Ερμιονη κατι μουρμουρισε που εκανε την μαμα του Ορεστη απεναντι της να γελασει δυνατα.
Ο Βασιλης σηκωσε επισης το ποτηρι του, ακολουθησαν κι οι υπολοιποι το παραδειγμα του.
«Να ειστε παντα ευτυχισμενοι.»
Καθεται παλι στην θεση του, η Ερμιονη σκυβει και τον φιλαει. Περναει το χερι του γυρω της και την τραβαει ελαφρως πανω του.
«Και στα δικα μου ειπε.» της ψιθυριζει.
«Δεν ειμαι κουφη.» του απαντησε με ένα χαμογελο.
«Ξεροκεφαλη εισαι.» της λεει με εκνευρισμο.
Εκαναν διαλειμμα για γλυκο και η Φαιδρα βρηκε την ευκαιρια να παει στο μπανιο. Ηταν σχεδον μια ωρα εκει και δεν τον ειχε κοιταξει καθολου. Ειχε αποφυγει να λαβει μερος σε οποιαδηποτε συζητηση τον περιελαμβανε, και αν τυχαινε κατι τετοιο εκανε πως δεν ακουγε και γυρνουσε απο την αλλη να πιασει συζητηση με οποιον να ναι.
Επλυνε τα χερια της και εβρεξε λιγο τον λαιμο της, μιας και ειχε βαφτει.
Μια ωρα ακομα, μια ωρα και θα φυγω.
Ανοιγει την πορτα και βγαινει στο χολ που οδηγει στην κουζινα. Απο εκει, την ιδια ακριβως στιγμη εβγαινε ο Ιακωβος με μια κανατα νερο.
Το βλεμμα του, βαθυ μαυρο, την εκαψε μεχρι το κοκαλο, κι η κοπελα σαν να ηταν ρομποτ, εμεινε ακινητη στη θεση της, κοκαλωμενη.
«Α εισαι κι εσυ εδώ.» σχολιασε ψυχρα, σαν να ειχε ξεχασει την υπαρξη της.
Τρεις μερες πριν τον γαμο και αυτοι οι δυο εξακολουθουσαν να κανουν τα αδυνατα δυνατα να συναντηθουν το αργοτερο εφικτο.
«Ειμαι αδελφη της Κυβελης, εχει εξασθενισει η μνημη σου τοσο; Κριμα Ιακωβε.» σχολιασε εξισου ψυχρα.
Την κοιταξε από πανω μεχρι κατω, το λεοπαρ στενο στραπλες μινι φορεμα της και τα αλλ σταρ της, το κιτρινο τσαντακι της, ασορτι με το ανιμαλ πριντ, το αιλαινερ με κιτρινο σβησιμο. Εσφιξε τα δοντια.
«Να υποθεσω θα κατσεις στο τραπεζακι με τα παιδακια;» ρωτησε κοροιδευτικα.
Μια αστραπη εκνευρισμου φωτισε στιγμιαια το προσωπο της.
«Εξαρταται, θα εχει κλοουν ή θα αρκεστω στο χιουμορ σου για την ψυχαγωγια μου;»
Γελαει, καθολου ψυχαγωγημενος.
«Γλυκια μου, ακομα και να ηθελες, δεν θα μπορουσες να κατανοησεις το χιουμορ μου.»
«Οι ανθρωποι σημερα κατανοουν πολλα πραγματα που δεν υπαρχουν, μην φοβασαι.»
«Αυτές τις ατακες σου μαθαινουν στο Λυκειο που πας; Ωχ συγγνωμη, εσυ εισαι ολοκληρη κυρια!» κοροιδεψε σαν να μιλαει σε μικρο παιδι. «Εχεις κλεισει τα 24!»
Ηθελε να του φωναξει ότι ηταν 26
«Όχι, αυτές τις ατακες τις εμαθα ειδικα για σημερα, ώστε να σου φτιαξω το κεφι.»
«Μου το φτιαχνεις με το φορεμα σου και μονο.»
«Θα πω τοτε σε αυτόν που θα μου το βγαλει αποψε να είναι εξτρα προσεκτικος, ώστε να στο χαρισω να το εχεις να το χαζευεις.»
«Το σοου τελειωσε;» την ρωταει, χανοντας αισθητα την υπομονη του.
«Βεβαιως, φανταζομαι νυσταξες, 33 χρονων ε; Ο ξενωνας είναι στον δευτερο πρωτη πορτα δεξια.» απαντησε πικροχολα.
Τον βλεπει να δαγκωνεται. Διχως αλλη κουβεντα την προσπερναει και βγαινει εξω.
Μαλακα.
«Θελω να πω κι εγω δυο λογια αν μου επιτρεπεις Βασιλη..» η Νεφελη προσχαρη όπως παντα σηκωθηκε από την θεση της.
«Εννοειται...» ο Βασιλης της δινει το ελευθερο. Πεφτει παλι σιωπη. Ο Δημητρης στριφογυριζει τα ματια του.
«Υποσχεθηκα ότι δεν θα κλαψω.» ειπε η γυναικα προσπαθωντας να χαμογελασει μεσα από δακρυα.
«Και τα καταφερνεις περιφημα.» ο Ορεστης διπλα στην Κυβελη μουρμουρισε, με αποτελεσμα η κοπελα να τον κλωτσησει κατω από το τραπεζι, προτου δαγκωθει όμως και σκιψει το κεφαλι για να μην φανει ότι γελασε.
«Οι υπολοιποι γονεις εδώ θα με καταλαβουν, είναι η ευτυχια κάθε γονεα να βλεπει το παιδι του ευτυχισμενο. Κι εγω σημερα ειμαι τρισευτυχισμενη γιατι βλεπω τον γιο μου πιο ευτυχισμενο από ποτε.» κανει μια παυση από το να κοιταζει τριγυρω και κοιταει τον Ορεστη.
Επειτα την Κυβελη.
«Και θελω Κυβελη μου να σε καλωσορισω και επισημα στην οικογενεια.»
Η κοπελα δεν αντεξε, χαμογελασε συγκινημενη.
«Αρχισαμε.» ο Ορεστης ειπε, όχι τοσο χαμηλοφωνα, αναγκαζοντας την Νεφελη να τον αγριοκοιταξει και μερικους γυρω του να γελασουν.
«Ορεστη ασε την μανα σου να ολοκληρωσει!» ο Πετρος επενεβη πυροσβεστικα.
«Δεν θα μακρυγορησω. Εγω λοιπον, ειμαι 57 χρονων.» παιρνει βαθια ανασα όταν το συνειδητοποιει.
«Κι εχω μια μεγαλη αγαπη για τα βιβλια, για όλα τα βιβλια, δεν τα ξεχωριζω, αλλα λιγο παραπανω διαβαζω τα ρομαντικα. Τα παντα ετσι! 8 βιβλιοθηκες από πανω μεχρι κατω! Από Τζειν Ειρ μεχρι τις Πενηντα αποχρωσεις του Γκρι, τον Ιαπωνα Εραστη, κάθε λογης Αρλεκιν...»
«Μαμα» Ο Ιακωβος ξεροβηχει μα η Κυβελη της χαμογελα τρυφερα, η κυρια Νεφελη ηταν μια γλυκα.
«Προσπαθω να κανω μια εισαγωγη!» τον μαλωνει και κουναει το κεφαλι της απογοητευμενη.
«Οποτε να πουμε καπου εδώ ότι ειμαι απιστευτα ρομαντικη, αθεραπευτα! Και όπως βρηκα εγω τον ερωτα.» ο Πετρος την κοιταξε χαμογελωντας, μα εκεινη κοιτουσε τους μελονυμφους.
«Ετσι ηθελα και για τα παιδια μου να βρουν τον ερωτα, την αγαπη!»
«Και εχω δει σχεσεις για σχεσεις, εχω διαβασει αγαπες και αγαπες, άλλες ηταν ομορφες άλλες όχι, άλλες μου φαινονται σωστες και άλλες λαθος. Γιατι η αγαπη.» κοιταζει την Κυβελη στα ματια «Μπορει να είναι λαθος.» η κοπελα αναριγει και ανακαθεται στην θεση της.
Ο Ορεστης νιωθει την ενταση της και περναει το χερι του γυρω από τους ωμους της.
«Οποτε νιωθω την αναγκη σημερα να σας πω ότι πρωτη φορα ειδα τετοια αγαπη.»
Ακουγονται αναφωνητα λογω της βαρυγδουπης δηλωσης.
«Νεφελη νομιζω υπερβαλεις...» ο Δημητρης δεν αντεξε και μουρμουρισε.
«Όχι όχι! Δεν υπερβαλω καθολου Δημητρη!»
Γυριζει προς το μερος της Κυβελης.
«Την πρωτη φορα που σε ανεφερε ηταν για να μου πει ότι του αλλαξες την διαρρυθμιση ολοκληρου του σπιτιου» γυριζει προς το μερος των υπολοιπων για να το κανει πιο παραστατικα «Την πρωτη φορα που την γνωρισαμε την φιλησε απροκαλυπτα μπροστα σε συναδελφους και αγνωστους, κι όταν τον αγριοκοιταξα γιατι ειχαν γινει θεαμα, θυμαμαι ανασηκωσε τους ωμους, σαν να μην το ελεγχε!.»
«Παντα ενας κυριος.» σχολιασε ο Γιαννης και ο Βασιλης γελασε.
«Την δευτερη φορα που την ειδα ηταν στο νοσοκομειο όταν τρακαραν- Θεε μου τι ηταν κι αυτό- και ηταν η φορα που μου ανακοινωσε ότι θα μεινει μαζι του, επ'αοριστον!» γυριζει προς το μερος της Ιφιγενειας, που χαμογελαει παρακολουθωντας. «Να γινεται ένας χαμος, να τρεχουμε με τον πατερα του να βρουμε γιατρους στο ΚΑΤ και εκεινος να είναι ξαπλωμενος αγκαλια με την Κυβελη! Σαν να ηταν σε ξενοδοχειο!» « Την τριτη, την τριτη μολις φορα που ειδα αυτή την κοπελα, ηταν στον γαμο του ανιψιου μου! Φορουσε εκεινο το υπεροχο παστελ γαλαζοπρασινο φορεμα, δεν θα το ξεχασω!Χορευαν ολο το βραδυ! Δεν την αφηνε σε ησυχια, την αγκαλιαζε την φιλουσε, την πασπατευε, χωρις καμια ντροπη! Και θα πω την αμαρτια μου, τον πηρα πιο κει...και του ειπα, 'Αγορι μου συμμαζεψου, σε κοιτανε συγγενεις, φιλοι.' Κι ο Ορεστης ανασηκωσε τους ωμους, σαν να μην συνεβαινε τιποτα, 'Δεν με νοιαζει κανεις, θα κανω ότι θελω με το κοριτσι μου'.» Την τεταρτη φορα που ειδα την Κυβελη ηταν για να μου αφησουν τον σκυλο που υιοθετησαν μαζι ώστε να πανε διακοπες! Αυγουστο γυρισαν! Και του λεω μια μερα στο τηλεφωνο 'Ρε αγορι μου παει Αυγουστος που εισαι' Σε πληρη αταραχια μου απαντησε 'περασαν κιολας δυο μηνες;' Κι όλα αυτα συνεβησαν σε 5 μηνες! Και...» Η Νεφελη βουρκωνει, και ο τροπος που η ευτυχια της για εκεινους είναι τοσο εκδηλη συγκινει και την Κυβελη που φανερα δακρυζει.
Ο Πετρος βλεπει ότι η κατασταση ξεφευγει.
«Αυτό που προσπαθει η γυναικα μου τοσο υπεροχα τοση ωρα να πει, είναι ότι ως γονεις του Ορεστη τον εχουμε δει με αυτό το φως στα ματια ελαχιστες φορες. Όταν ηταν παροδικο εσβηνε συντομα, αποτομα ακομη. Για το βιολι δεν εσβησε ποτε. Για το βιολι και για σενα Κυβελη. Ιδιο φως. Η Νεφελη, κι εγω δηλαδη, θελουμε να σε ευχαριστησουμε για αυτό...»
«Και ελπιζουμε να σε κανει παντα τοσο ευτυχισμενη οσο τον κανεις εσυ.»
«Ναι ναι, το καλο που του θελω να σε κανει!» προσθετει η Νεφελη και γερνει προς το μερος του Πετρου.
Η Νεφελη εσπρωξε πισω την καρεκλα της και κινηθηκε προς το μερος της κοπελας, που ευθυς σηκωθηκε ορθια και ανοιξε τα χερια για μια αγκαλια. Οι δυο γυναικες αγκαλιαστηκαν.
«Σας ευχαριστω.» ψιθυρισε η Κυβελη και η Νεφελη την εσφιξε κι άλλο.
«Ελα ρε παιδια θα κλαψω...» η Ερμιονη κανει αερα στο προσωπο της.
«Όχι κι εσυ ρε μωρο μου.» ο Βασιλης ψαχνει χαρτι.
«Φτανει ελεος!» Ο Ορεστης που δεν αντεχει τα γλυκαναλατα και εχει φτασει στα ορια του, τυλιγει το χερι του γυρω από την μεση της Κυβελης και την απομακρυνει από το ασφυκτικό κράτημα της μαμας του. Τα καταφερνει και την τραβαει να κατσει πανω του αντι για διπλα του. Η Κυβελη τον σκουνταει ταχα ενοχλημενη, ενώ η μαμα του τον αγριοκοιταζει καθως σκουπιζει τα ματια της, μα επιστρεφει στην θεση της.
«Λοιπον φτανει με αυτά. Να πουμε για διακοπες!» ο Δημητρης βλεπει την Ιφιγενεια να βουρκωνει επισης οποτε στρατηγικα ανοιγει ένα συζητηση.
«Δεν εχεις τροπους Ορεστη.» του ψιθυριζει η κοπελα ενώ βολευεται καλυτερα στην αγκαλια του. Τυλιγει τα χερια του γυρω της και φερνει τα χειλη του διπλα στο αυτι της. Την φιλαει απαλα από πισω.
«Καλως ηρθες στην οικογενεια Κυβελακι.»
Εφερναν γλυκο και η μεγαλη παρεα ειχε διαλμελιστει σε μικοτερες παρεες με διαφορετικα θεματα συζητησης. Ο Ιακωβος του χαμογελασε σφιγμενα στον πατερα της νυφης του που τεντωθηκε προς την θεση που καθοταν για να παρει το ουισκι του.
«Να τους χαιρομαστε.Να ζησουν.» ετεινε το ποτηρι του και ο Δημητρης το τσουγκρισε. Φαινοταν σε καλη διαθεση.
«Καιρο εχουμε να τα πουμε, πως πανε οι δουλειες Ιακωβε;»
«Ευτυχως καλα. Εχω χαθει τον τελευταιο χρονο διοτι λογω ανειλλημενων υποχρεωσεων ταξιδευω.»
«Για δουλεια φανταζομαι.»
«Σωστα.»
«Πως τα βλεπεις τα πραγματα;» τον ρωτησε και ειχε παρει εκεινο το υφος που δηλωνε ότι ηταν ετοιμος να μιλησει για δουλειες για το υπολοιπο της ημερας.
«Στον τομεα μου είναι συγκριτικα με τους υπολοιπους ελπιδοφορα, τωρα για ποσο δεν ξερω.»
Γνεφει συμφωνοντας απολυτα.
«Εγω ισως να εφευγα στο εξωτερικο, εχεις ηδη το πτυχιο σου από εκει, δεν θα είναι τοσο δυσκολο.»
Να μια καλη ιδεα.
«Ελλειπα ηδη καιρο, η ζωη εδώ είναι αλλιως.» απανταει πιο διπλωματικα από ότι συνηθιζε.
Δεν μπορουσε να του εξηγησει, γιατι ουτε ο ιδιος μπορουσε να εξηγησει γιατι το εξωτερικο σε μονιμη βαση πλεον τον απωθουσε.
Ο Δημητρης επιασε το παρασυνθημα και αλλαξε θεμα, χαλαρωσε ελαφρως στην καρεκλα του και πηρε ένα πιο ευθυμο υφος.
«Ξερεις είναι αστεια ιστορια...δεν ξερω αν η κορη μου στο εχει πει ποτε.» ο Ιακωβος χανει έναν παλμο μεχρι να συνειδητοποιησει ότι ο Δημητρης εννοει την Κυβελη.
Γιατι δεν εχει ιδεα τι εκανα με την μικρη του κορη μεχρι πριν έναν χρονο.
«Αλλά όταν γυρισε ο αδελφος σου από την Γερμανια και ηρθε από το τοτε σπιτι μου στην Κηφισια, ειχα πει στην Κυβελη εμμεσα να αφησει ο,τι ειχε αρχισει με τον Ορεστη και να γνωριστει με εσενα.» γελασε στην ειρωνια της ζωης.
«Μου φαινοσασταν πολύ πιο ταιριαστοι, δεν ξερω! Ισως επειδη σε εκτιμω και ως επαγγελματια, τοτε όμως μου ειχε φανει παραξενο! Το λεγαμε με τον πατερα σου!»
Ο Ιακωβος αφησε ένα μειδιαμα να αναδυθει και συμφωνησε σκεπτομενος οτι στα χαρτια τουλαχιστον εκεινος και η Κυβελη ηταν απολυτα ταιριαστοι.
Στα χαρτια παντα.
«Α συμφωνουσε και ο πατερας μου;» εψαξε με το βλεμμα του τον Πετρο μα ηταν σε τελειως διαφορετικη συζητηση.
«Εννοειται, ιδιως μετα την γνωριμια του Ορεστη με την Φαιδρα στο Βερολινο.»
Εσφιξε τα δοντια του και προσπαθησε να το παιξει χαλαρος.
«Α ναι...είναι και αυτή η συναντηση κορυφης!»
«Βεβαια.» εγειρε λιγο προς το μερος του, σαν να επροκειτο να του πει καποιο μυστικο.
«Κατα βαθος 'χαιρομαι' που από τις δυο μου κορες η Κυβελη κατεληξε με τον Ορεστη, γιατι η Φαιδρα είναι πολύ πιο ευαισθητη, δεν θα αντεχε.»
Ηταν σειρα του να καυχασει. Κατι, που προσπαθησε να πνιξει με έναν βηχα.
«Δεν ειχα καταλαβει κατι τετοιο, από οσες φορες την εχω δει δηλαδη την κοπελα.»
Ειδικα γυμνη ευαισθησιες δεν εχει.
«Ειμαι σιγουρος.» δεν ηξερε αν ειχε παραισθησεις ή αν ο πατερας της τον κοροιδευε στα μουτρα.
«Δημητρη εχω αφησει το κινητο μου να φορτισει μεσα, παω να δω μηπως με πηραν τηλεφω-.» προσπαθησε να δικαιολογηθει για να σηκωθει
Τι δειλος.
Ο Δημητρης χαμογελασε ευγενικα και εγειρε πισω, ετοιμος να πιασει κουβεντα με τον Πετρο.
Σηκωθηκε σχεδον αμηχανα και κινησε να φυγει.
«Α και Ιακωβε!Θα το ξεχναγα!» η προσφωνηση και μονο τον καθιζει παλι κατω.
Γαμωτο.
«Θα το ελεγα στον αδελφο σου, αλλα ηδη θελω να τον χτυπησω, κι αν με κοιταξει με αυτό το αλαζονικο χαμογελο και μου πει εξυπναδα φοβαμαι ότι θα το κανω και μετα θα είναι αχρηστος ο φωτογραφος που εχω χρυσοπληρωσει για μεθαυριο-»
Χαλαρωσε νομιζοντας ότι το πηγαινε αλλου.
«Θα το πω κατευθειαν σε εσενα.» σοβαρευει αποτομα και κατεβαζει τον τονο.
«Μακρια από την κορη μου.»
Τον ελουσε κρυος ιδρωτας, μα το επαιξε ανηξερος. «Την κορη σας;»
«Την κορη που πιστευες ότι εννοω ότι την πρωτη φορα που το ειπα.»
Καυχασε.
Ο αδελφος του ειχε και σε κατι δικιο.
Ο Πολιτης εχει ματια παντου και δεν αστειευεται.
------------------------------
Βαζει μερικα σουδακια σε μια πιατελα. Εχει παει μια, ποτε θα το διαλυσουμε;
Δεν της το ζητησε κανεις,να σερβιρει, μα δεν ηθελε να νομιζει η κυρια Νεφελη ότι ειχε παει εκει για να μην κανει τιποτα.
«Να και μια κουζινα που δεν σε εχω στριμωξει.» πρωτα αναπηδα από την φωνη του και υστερα από την συνειδητοποιηση.
«Ορεστη μην τολμ-»την γυρναει προς το μερος του και την κολλαει στον παγκο.
Το χαμογελο του την ζαλιζει.
«Κι εσυ εδώ δικηγορινα;» γερνει προς το μερος της.
Δαγκωνεται για να μην γελασει.
«Κοιτα να δεις συμπτωση ε...» παιζει κι εκεινη.
«Αυτές οι συμπτωσεις δεν πρεπει να μενουν ανεκμεταλλευτες.»
Και διχως να της αφησει περιθωριο τυλιξε το χερι του γυρω από την μεση της και την ανεβασε στον μαυρο γρανιτη.
«Ορεστη είναι εξω 30 ατομα...ενας να μπει..» αγχωμενη κοιταξε την εισοδο της κουζινας, στην πραγματικοτητα, ένα ατομο να εμπαινε στο σπιτι από τον κηπο θα τους εκανε τσακωτους.
«Ελα μωρε...» απαντησε τεμπελικα και της χαιδευε ηδη την μεση ενώ της φιλουσε τον λαιμο. Όταν ρουφηξε απαλα η κοπελα δαγκωθηκε.
«Τουλαχιστον μην μπει ο πατερας μου..» μουρμουρισε στον εαυτο της.
Της κατεβαζει την τιραντα του λευκου της φορεματος.
«Μην μου λες για τον πατερα σου όταν προσπαθω να σε πηδηξω... με σκοτωνεις.» βλαστημησε το τελευταιο κατω από την ανασα του.
Ακουμπησε το ενα του χερι στο γυμνο της μπουτι και με τον αντιχειρα του εκανε μεγαλους και αργους κυκλους στο εσωτερικο του προσαγωγου της.
Αρχισε να ζεσταινεται και πηρε βαθια ανασα.
Πεισματικα ασκησε πιεση για να μεινουν κλειστα, οχι μονο γιατι ετρεμε στην σκεψη οτι καποιος θα τους δει, αλλα και γιατι αρνιοταν να του χαρισει την ικανοποιηση του ποσο γρηγορα ηταν ετοιμη και ξαναμμενη για εκεινον.
«Αν μπει καποιος κατηγορησε εμενα Κυβελακι.»
Εγειρε στο πλαι και φιλησε το μαγουλο της, τα χειλη του επειτα τυλιχτηκαν γυρω απο τον λοβο του αυτιου της και πιπιλησε αργα και βασανιστικα.
«Ανοιξτε τα ποδαρακια σας κυρια Πολιτη.» διεταξε απαλα.
Ισως και να μην την εχει αποκαλεσει ποτε ξανα ετσι. Στο μυαλο της γινονται περιεργοι συνειρμοι. Κλεινει τα ποδια
Ο Ορεστης τους βλεπει πισω από τα ματια και σφιγγει τα δοντια. Το κρατημα του επισης.Το βλεμμα του σκουραινει επικινδυνα πολυ.
«Ουτε να το σκεφτεις.»
Γερνει προς το μερος της, τα γενια του γαργαλουν το μαγουλο της, η ανασα του την χτυπα στον λαιμο. Ανατριχιαζει.
Γλυφει απαλα κι επειτα φιλαει το ιδιο σημειο. Η καυτη ανασα του την κανει να εκραγει χαμηλα και να χασει το πρωτο επιπεδο αυτοελεγχου.
Το χερι του κατεβαινει στα οπισθια της και ζουλαει με δυναμη στο πλαι, κανοντας την να βογγηξει.Την κολλαει κι αλλο πανω του, αν αυτο ειναι εφικτο, και τριβεται πανω της.
Ω Θεε μου. Ξεκουμπωνει το παντελονι του και το κατεβαζει ελαχιστα, ελευθερωνοντας μερος της στυσης του.
Περναει το χερι του κατω απο την μεση της και την ανασηκωνει ελαφρως, για να της δειξει οτι εχει τον ελεγχο. Εκεινη υπακουει, και τον παρακολουθει να της παραμεριζει το εσωρουχο,εισχωροντας βιαστικα δυο δαχτυλα χαμηλα.
Δαγκωσε ένα βογγητο.
Το χερι του κατεβαινει στον μηρο της και της δινει το σημα που πλεον αναγνωριζει αμεσως, για να τυλιξει τα ποδια της γυρω απο την μεση του.
Την κοιτα με τα χειλη μισανοιχτα για λιγο, πριν την φιλησει παλι. Ασθμαινει κοντα στο προσωπο της.Μπορει τα ματια του να εχουν μεσα τα πιο φωτεινα χρωματα του κοσμου, μα το μαυρο των δικων της τον φωτιζε σαν ηλιος.
Με ενα φιλι, επισφραγισε την τριχρωμια της ευτυχιας του.
«Θα ειναι γρηγορο.Εισαι ετοιμη;» ψιθυριζει πνιχτα.
Εκεινη μοναχα γνεφει.
Για εκεινον ειναι παντα.
=======================================================
Βγαινοντας από το παιδικο του δωματιο μαζι με τα τσιγαρα του, ετοιμος για το τελευταιο και επιτελους να το διαλυσουμε. Ειδε απεξω ακριβως τον Πολιτη, να τον περιμενει.
Γαμωτο, ουτε τσιγαρο δεν θα κανω.
«Αν ηρθες με εισιτηριο για Αμερικη για έναν χωρις επιστροφη θα αρχισω να πιστευω πως το μεταξυ μας δεν είναι μια αθωα πλακιτσα.» προσπαθει να αστειευτει. Μα ο Δημητρης μπαινει το δωματιο του. Η εκφραση του σοβαρη.
Ο Ορεστης ξεροκαταπιε.
«Ναι εννοειται να μιλησουμε...παλι.» ειρωνευεται.
Δεν εχω πιει αρκετα αλλα ουτε ειμαι και αρκετα νηφαλιος για αυτό.
Σοβαρεψε και εκεινος λοιπον.
Δεν είναι της παρουσης, ειχε πει τοτε.
Και νομιζες θα ξεφυγεις, χλευασε τον εαυτο του.
Καθεται στην καρεκλα του γραφειου.
Στο δωματιο μου, στο γραφειο μου, στην καρεκλα ΜΟΥ, κι εγω ορθιος.
Ο Ορεστης γερνει στον τοιχο.
«Δημητρη ξερω περιπου-»
«Δεν σε ηθελα για εκεινη, απ την πρωτη μερα που σε ειδα στο σπιτι μου, ετσι χαλαρο και θρασυ, σαν να ειχες δικαιωματα πανω της, ηξερα ότι θα εχουμε κακα ξεμπερδεματα.» του λεει χωρις περιστροφες.
Ο Ορεστης δεν μπορει να συγκρατησει ένα γελιο, πικρο. «Με σκλαβωνεις Δημητρη, μην λες αλλα ντρεπομαι.» ειρωνευεται.
Δεν τσιμπαει, δυστυχως.
«Όταν δε εγινε ολο αυτό με την Ιασμη, και με... ξερεις τελος παντων.» δεν επεκτεινεται. «Ημουν πια σιγουρος ότι την εχασες για παντα, και θα σου αξιζε.» δεν ξερει γιατι αλλα νιωθει ένα τσιμπημα στην καρδια του.
Κι εγω σιγουρος ημουν, και θα μου αξιζε. Αλλα η κορη σου εχει ψυχαρα.
«Όταν εφυγες ομως, όταν εκανες ένα βημα πισω και αναγνωρισες το ποσο δυσκολο είναι να αντιμετωπισεις μονος σου κατι τοσο δυσκολο, εκεινη τη μερα κερδισες τον σεβασμο μου.»
Εκανες ένα βημα παραπανω από εμενα, εκανες αυτό που εγω δεν μπορεσα, θελει να του πει, μα δεν το κανει.
Ο Ορεστης ξεροκαταπινει παλι.Είναι καποιου ειδους εξομολογηση αυτό;
«Γενικα Δημητρη νιωθω ότι με συμπαθεις πιο πολύ όταν ειμαι παρα μα παρα πολλα χιλιομετρα μακρια.»
Ηταν ωρα να παψει να προσποιειται.
«Σε συμπαθω όταν κανεις περα τον εγωισμο σου και βαζεις ως προτεραιοτητα την Κυβελη. Και όταν της...μιλησες, όπως το εκανες τελος παντων γιατι δεν ξερω πολλα.» του ξεκαθαριζει και ο Ορεστης νιωθει ανακουφιση
«Την αφησες να σε γνωρισει πραγματικα.»
Φυσαει τον καπνο για να βγαλει φωνη.
«Δεν ισχυει αυτό. Η Κυβελη με ηξερε πραγματικα και πριν διαβασει εκατο σελιδες για το ποσο χαλια ημουν εκεινες τις μερες.»
Ο Δημητρης γελαει, με εκεινο το πικρο αλλα βαθια προβληματισμενο γελιο που εχουμε όταν ο άλλος δεν εχει καταλαβει κατι τερατωδως προφανες. Τον εκνευρισε αυτό τον βιολιστη.
«Την αφησες να σε γνωρισει με τροπο που απενοχοποιησε κάθε σκοτεινη της σκεψη. Γιατι αν ξερεις τον ανθρωπο σου δεν φοβασαι να του δειξεις κανεναν πονο και καμια σκοτεινη οψη, γιατι πρωτος εσυ εχεις αγαπησει τις δικες του. Αυτό όμως προυποθετει να σε αφησει να τις γνωρισεις.» Ο Δημητρης το περιγραφει σαν να το ξερει εκ πειρας, ή μαλλον εκ παρολιγου εμπειριας.
Ο Ορεστης μενει με το τσιγαρο αναμεσα στα χειλη του.
Γαμωτο εχει δικιο.
Ηθελε να του πει ότι εχει μαθει τις σκοτεινες οψεις τις Κυβελης, αλλα τι κι αν υπαρχουν κι άλλες; Σκεφτηκε ποσο θα τον σκοτωνε αν το να μην της ανοιγεται την εκανε να κλειστει στον εαυτο της.
Ξαφνου ενιωσε μια υπερτεραστια ανακουφιση για έναν κινδυνο που εν αγνοια του απεκρουσε.
Σαν να περπατας και ξαφνου, ανοιγει το φως και τι να δεις;! Μονο οπου τυχαια πατησες υπηρχε πατωμα, οπουδηποτε άλλο..κενο!
«Πως ηταν;» τον αιφνιδιαζει ξαφνικα ο Δημητρης, ρωτωντας τον.
Γελαει πικρα. Ειρωνικα σχεδον. «Το να εκτεθω ανεπαρθωτα;»
Θα επρεπε να ξερει, φοβαται αυτό το συναισθημα ολη του τη ζωη,
Γνεφει.
«Απαισιο.»
«Αλλα; Αξιζε;» δεν ρωτα για την κορη του, δεν ρωταει ως πατερας.
Ο βιολιστης το σκεφτεται λιγο, όχι γιατι δεν είναι σιγουρος, μα γιατι δεν βρισκει τις λεξεις, οποτε απλα του γνεφει θετικα. Σαν να φοβαται να του αποκαλυψει ποσο κοντα μας είναι η ευτυχια όταν παψουμε να κραταμε οσους μας αγαπουν μακρια από οσα πιστευουμε ότι θα τους διωξουν από εμας.
Για λιγο μενουν σιωπηλοι. Ο Δημητρης τον παρατηρει, σαν να προσπαθει να του κανει ακτινογραφια.Ξαφνου πνιγει ένα γελιο, χαμογελα συνομωτικα.
«Δεν με ξεγελασες ποτε με το χαλαρο στυλακι και τις μπουκλες και τα συναφη.» απαξιωσε το θεατρο του. Μα δεν ηταν θεατρο, ηταν απλα η μια του οψη.
«Μου κανεις ψυχογραφημα;» φυσαει καπνο και νιωθει καπως να εχει παλι τον ελεγχο.
«Θα την παρεις μακρια, το ξερω. Από την αρχη της σχεσης σας αυτό εκανες, από πριν ακομα μην σου πω! Γιατι την θες μονο για τον εαυτο σου. Γιατι τρεμεις μην την χασεις, μην βαρεθει, ή πολύ απλα μην παψει μια μερα να σε αγαπαει, μην χασετε αυτό που εχετε, μην σε κοιταξει με εκεινο το κενο απλανες βλεμμα.»
Το εχω δει αυτό το βλεμμα Ορεστη, το ξερω, με ξερει, με στοιχειωνει.
Ο Δημητρης Πολιτης, φανατικος αντικαπνιστης, ανοιγει το σακακι του και από μεσα βγαζει ένα πακετο πουρακια. Αναβει ένα και τον κοιταζει.
Είναι σαν να βλεπει στον καθρεφτη μια περιεργη, παραλληλη, νεοτερη εκδοχη του εαυτου του. Που όμως ευτυχησε.
«Που είναι το κακο σε αυτό; Και τι που την παιρνω μακρια; Δεν την κανω ευτυχισμενη ;» ο Ορεστης δεν αρνειται τιποτα από οσα του προσαπτει.
«Παιζεις Ορεστη, αρνεισαι να την παντρευτεις για να κανονισει τα παντα οσο πιο γρηγορα γινεται, ενώ παραλληλα της λες ότι δεν σε νοιαζει που θα μεινετε για να συμφωνησει με το πρωτο που θα της δειξεις, που ξερω ότι το εχεις βρει ηδη. Και ειλικρινα δεν ξερω πως την επεισες να σε ακολουθησει! Η κορη μου με αναγκασε να οδηγω για την δουλεια μου μια ωρα κάθε μερα για εξι χρονια γιατι δεν ηθελε να αλλαξει σχολειο! Και τωρα συμφωνει σε άλλη χωρα! Λες και η αγαπη σου είναι τοσο πολυτιμη και σπανια! Μα ποιος εισαι τελος παντων Ορεστη;!» Γελαει σε οσα ακουει, γιατι δεν εχει αδικο και ο Δημητρης μειδιαζει γιατι καταβαθος τον συμπαθει.
«Η δικη της είναι.» μαλακωνει ο τονος του. «Η δικη της αγαπη είναι πολυτιμη και σπανια. Οποτε οσο την εχεις να την προσεχεις σαν τα ματια σου.» τον προειδοποιει και σβηνει το τσιγαρο μεσα στο ποτηρι του κι ας είναι μισο.
«Αλλιως θα φερεις τους μνηστηρες;» ο Ορεστης τον προκαλει.
«Αλλιως θα εχουμε μια καπως δυσαρεστη συζητηση οι δυο μας.»
«Και συμβουλος σχεσεων! Ουαου, η συνταξη δεν σε εριξε ουτε λιγο.»
Θα ορκιζοταν ότι τον ακουσε να πνιγει ένα γελακι.
«Κωλοπαιδο.» μουρμουριζει.
«Ελα τωρα Δημητρη...» ο Ορεστης δεν κανει καν τον κοπο να βγαλει δευτερο τσιγαρο.
«Ξερουμε και οι δυο ότι κανεις δεν θα κανει την Κυβελη ευτυχισμενη όπως εγω.» του λεει, μα είναι ματαιο να τον πεισει.
Γιατι ο Δημητρης σε ένα επιπεδο τον ηξερε όπως τον εαυτο του. Σε εκεινο μαλλον οπου συναντας καποιον εντελως αγνωστο και καπως κανετε μια συνδεση που σου επιτρεπει να ξερεις ακριβως ένα κομματι του εαυτου του, κι αυτό γιατι είναι πανομοιοτυπο με το δικο σου.
Αυτοι οι δυο απειχαν χιλιομετρα ο ενας από τον αλλον, σε πολλα.
Μα σε αυτό το ένα ηταν ιδιοι.
«Όχι οχι αυτό στο δινω! Εχεις καταφερει να κανεις ολο τον κοσμο, εκεινη ειδικα, να πιστευει ότι δεν θα μπορεσει να είναι με κανεναν τοσο ευτυχισμενη οσο με εσενα.» κανει μια παυση, γερνει το κεφαλι στο πλαι με μια εκφραση που φωναζει 'ελα τωρα, σοβαρα;'
«Εγω κι εσυ ξερουμε ότι αυτό δεν ισχυει, μα ας μεινει μεταξυ μας, ας είναι το μυστικο μας.» τον καθησυχαζει, μα είναι μια σιωπηλη απειλη. Θα φροντιζει παντα να του θυμιζει ποια είναι η θεση του.
«Γιατι μου κανεις τετοια χαρη;» ρωταει μεταξυ σοβαρου και ειρωνιας.
«Γιατι εισαι καλος για εκεινη.» απαντα απλα. Μα δεν του αρκει του Ορεστη, οποτε του κανει την χαρει και προσθετει αυτό που δεν τολμα να πει, ή μαλλον, δεν τολμησε τοτε να κανει. «Και εχετε δει ο ενας τον αλλον στα χειροτερα του, κι όμως ειστε ερωτευμενοι, πραγμα σπανιο.»
Σπαει την οπτικη τους επαφη, κοιτα εξω από το παραθυρο, στον κηπο.
«Πολύ σπανιο.» ορκιζεται ο βιολιστης ότι τον ακουει να μουρμουριζει.
Δεν υπαρχει κατι άλλο να πουν. Διχως άλλη κουβεντα βγαινουν εξω. Περπατουν μεχρι τον κηπο, οπου οι υπολοιποι σηκωνονταν για να φυγουν σιγα σιγα
Η Κυβελη προχωρησε προς το μερος τους και ο Ορεστης επιταχυνε το βημα του για να την φτασει, μαλλον για να μην προλαβει να ρωτησει τον πατερα της. Ο Δημητρης δεν μπορουσε να πει ψεματα. Τυλιγει το χερι του γυρω από την μεση της και την φιλαει στο μαγουλο, κρατωντας τους τυπους. Το βλεμμα της είναι γεματο αποριες.
«Τι κανατε μεσα τοση ωρα;» του ψιθυριζει και κοιταζει τον πατερα της, ο οποιος είναι απασχολημενος να χαιρεταει τον Πετρο και την Νεφελη.
«Λεγαμε τα δικα μας.» της λεει χαλαρος. Ανασηκωνει το φρυδι. Του χαμογελα προσπαθωντας να μην γελασει.
«Εχετε με τον πατερα μου 'δικα σας' ;» Το παιζει θιγμενος!
«Τωρα με προσβαλεις! Εχουμε αριστες σχεσεις!» Η Κυβελη διασκεδαζει με το υφος του.
«Τα ετσουξες ε Ορεστακο;» τον πειραζει και τυλιγει τα χερια της γυρω από τους ωμους του.
«Για να κανω πολιτισμενη συζητηση με τον Δημητρη μαλλον.»
«Ειι!» αναφωνει και τον χτυπαει «Ειπες ότι εχετε τα δικα σας!»
Στριφογυριζει τα ματια του. Με το χερι που δεν την κραταει σταθερη πανω του περναει μια τουφα πισω από το αυτι της και χαιρευει απαλα τα μαλλια της, που είναι παλι μακρια και ατιθασα όπως τα αγαπαει.
«Να σας παω σπιτι κυρια μου;» την ρωταει με το ψευτικο υπερβολικα γοητευτικο του υφος.
Γελαει μα γνεφει θετικα και υποκυπτει στο χαδι του.
«Ναι παρακαλω πολυ.»
Ο Δημητρης τους κοιτα με την ακρη του ματιου του και αφηνει μια ανασα που κραταει καιρο, 27 περιπου χρονια. Είναι εκεινη της αγωνιας του γονιου, μη τυχον το παιδι του δεν αγαπηθει όπως του αξιζει. Δεν υπηρχε πια.
30 ωρες πριν.
Ο τελευταιος καβγας ηταν για το bachelor, ωστοσο δεν ηταν από εκεινους που ο Ορεστης συμμετειχε ουτε ως παρουσια.
«Κοπελα μου δεν γινεται να εχεις τηρησει κάθε παραδοση και να μην γινει αυτή! Είναι βλασφημια!» ο Βασιλης ηταν ανυποχωρος.
«Σιγα την παραδοση!Δεν θυμαμαι πουθενα στα ηθη και τα εθιμα του γαμου να ελεγε μπουρδελο-»
«Στριπτιτζαδικο είναι! Και δεν θα παμε καν εκει!Σε ένα κλαμπ θα παμε» ο Κωνσταντινος πυροσβεστικα επεμβαινει.
Ο Ορεστης όταν τεθηκε πρωτη φορα ως θεμα, εβδομαδες πριν, το ελυσε με περισσεια διπλωματικοτητα. Εκλεισε μεσω Airbnb ένα ρετιρε με πισινα και θεα την Ακροπολη για ένα βραδυ και της ανακοινωσε ότι θα γιορταζαν μαζι την τελευταια τους βραδια ελευθεριας.
Μαζι...και με καποιους φιλους.
Το θεμα ηταν ότι καποιοι ειχαν κανει σχεδια και για αργοτερα.
«Ωραια τοτε θα παμε και εμεις σε κλαμπ!» ανακοινωσε η Ερμιονη πεισματικα και την κοιταξαν ολοι σαν να εβγαλε δευτερο κεφαλι.
«Τι ωρα;» ειρωνευτηκε η Φαιη που ειχε τονισει ηδη δεκα φορες ποσο σημαντικος είναι ο υπνος για την επομενη μερα.
«Επισης εσυ πως θα πας σε κλαμπ;» Ο Βασιλης την ρωτησε.
«Με στυλ;» η Ερμιονη δεν καταλαβαινε τον τονο του και εκανε μια στροφη για να του αποδειξει την πραγματικοτητα, ότι ηταν σχεδον όπως το προηγουμενο καλοκαιρι.
«Το βλεπω.» μουρμουρισε, σχεδον απογοητευμενος που δεν φαινοταν τιποτα, γεγονος που θα ενισχυε κατά πολύ την κτητικοτητα του.
«Παιδια για να μπει ένα τελος σε αυτή την παρανοια, θα μαζευτουμε στο σπιτι αυτό στις 8.30, θα πιουμε κοκτειλ, ποτα, και εμεις 11 η ωρα θα φυγουμε! Θα παμε σπιτι Φαιης για λιγο και 12.30, το πολύ 1 θα ειμαστε σπιτια μας.» η Κυβελη παιρνει τον λογο και από τα βλεμματα του Γιαννη, του Βασιλη και του Κωνσταντινου καταλαβαινει ότι αυτό δεν θα συμβει ποτε.
Ο Ορεστης παλι, δεν την κοιταει καν.
«Εγινα κατανοητη;» τον καιει με το βλεμμα της.
Σηκωνει το κεφαλι και την κοιτα.
«Εννοειται μωρο μου.» την καθησυχαζει.
Κοιτιεται με την Ιωαννα.
«Το Σισμανογλειο εφημερευει.» της λεει και πνιγει ένα γελακι.
20 ωρες πριν.
«Κουκλες και οι τρεις!» λεει στις φιλες της πριν τις αγκαλιασει μια μια.
«Εγω;» ακουει την παραπονεμενη φωνη της Φαιδρας.
«Εμεις ετοιμαστηκαμε μαζι!» την μαλωνει μα ξερει ότι η αδελφη της την πειραζει.
«Ακουτε τον θορυβο ε;» Ερμιονη κραταει στην αγκαλια της τα υλικα για κοκτειλ χωρις αλκοολ.
Περα από την μουσικη, που κανει το κτιριο να σειεται, τα κοριτσια ακουνε και κοσμο.
«Καλα ένα χαλαρο παρτακι μεταξυ μας δεν ειπαν;» η Ιωαννα απορει.
Οι τεσσερις φιλες κοιτιουνται μεταξυ τους και γελανε.
«Αθωο μου κοριτσι επρεπε να τους δεις όταν ημασταν φοιτητες τι εκαναν...» της λεει η Κυβελη.
«Παρτι πριν κλεισουν τα παντα για καραντινα, πανω από 70 ατομα.» της ειπε η Ερμιονη. Η κοπελα γουρλωσε τα ματια και κοιταξε την Κυβελη περιμενοντας το αποδοκιμαστικο της υφος.
«Μην την κοιτας αυτή! Αυτή κι ο Βασιλης τα εκαναν παντα αυτά, το διδυμο της καταστροφης!» την μαρτυραει η Φαιη και η Κυβελη για να κρυψει το ενοχο χαμογελο της ανεβαινει τα σκαλια για τον τριτο.
Την πορτα τους ανοιξε η Βεατρικη, που αμεσως τις αγκαλιασε ολες.
«Αντε καλε αργησατε!!» επειτα στραφηκε προς την Κυβελη
«Φιλεναδα μου λιγοτερο από 24 ωρες!»
Η Βεατρικη και η Γεωργια ηταν οι μονες από την σχολη που η Ερμιονη και η Κυβελη κρατησαν τοσο στενες σχεσεις. Τα αγορια από την ιδια παρεα σιγα σιγα χαθηκαν. Οποτε δεν γινοταν να λειπουν απο τον γαμο.
Το ρετιρε ηταν ευρυχωρο και ειχε δει μονο το σαλονι. Ειχαν μαζευτει τα περισσοτερα επιπλα και ειχε διατηρηθει ο παγκος της κουζινας ανεγγιχτος για ποτα και σνακ, ενώ οι μεγαλες πορτες του μπαλκονιου ηταν ανοιχτες και ειχαν αμεση προσβαση στην φωταγωγημενη πισινα.
Φωτορυθμικα ειχαν αρχισει να κανουν αισθητη την παρουσια τους.
«Ε καλα, παρταρα σου εκανε το αγορι σου.» η Φαιδρα την σκουντηξε, με βλεμμα χαμενο στην υπερβολικη πληροφορια γυρω τους
Κοιταξε γυρω της και ειδε πολύ κοσμο. Ολοι όμως γνωστες και αγαπημενες φυσιογνωμιες. Πεντε φιλοι της από την δουλεια, φιλοι του Ορεστη από την δουλεια, οι πιο χαλαροι και νεοι, ο ξαδελφος του με την Αλεξανδρα, ο Ακης και ο άλλος παιδικος τους φιλος, ένα φιλικο ζευγαρι που γνωρισαν στο Τενις της Γλυφαδας.
«Αυτό ηταν το κλειστο παρτι 25 ατομα;» μουρμουρισε από μεσα της μα ηταν κρυφα υπερευτυχισμενη που τους εβλεπε ολους. Οποτε αρπαξε ένα από τα ετοιμα κοκτειλ στην εισοδο και λικνιστηκε στον ρυθμο της μουσικης χαιρετωντας τους παντες.
«Οι δικοι μας που είναι;» γυρισε να ρωτησει τις φιλες της μα ειχαν ηδη απλωθει στον χωρο και στο μπαλκονι.
Η Βεατρικη όμως την ακουσε και την επιασε αγκαζε οδηγωντας την μαλλον...στην πηγη.
«Πως νιωθεις;»
Ουτε η ιδια ξερει ακριβως οποτε απλα ανασηκωνει τους ωμους.
«Εχω αγχος να πανε όλα καλα, απλα αυτό.» ηταν κι αλλα, αλλα οσο επαιζε μουσικη κλαμπ από πισω δεν ηταν ωρα να ανοιξει την καρδια της.
«Θα ερθετε αυριο από το σπιτι μου ε;»
«Ναι καλε, με την Γεωργιτσα μαζι! Τρεις η ωρα ε;»
«Ναι ναι, θα πω στον μπαμπα μου να σας εχει υποψιν για παρκινγκ.» ειπε πιο πολύ για να το θυμαται η ιδια.
«Θα εχει πολύ κοσμο από ότι καταλαβα!» ηταν ενθουσιασμενη λες και θα ετοιμαζονταν για κλαμπ.
«Καλα μην φανταστεις, από φιλες μου 7-8 και μετα πιο πολύ συγγενεις της μαμας, θα περασει και η Αλεξανδρα, κι ας είναι από την πλευρα του γαμπρου!»
«Αχ θα κανουμε και pre-drinking»στριγγλισε.
«Ειστε ωρα εδώ;» αναρωτηθηκε.
«Αρκετη για να σου πω ότι εισαι πολύ τυχερη, τα εστησαν όλα τελεια!»
Η Βεατρικη ηξερε για τον χωρισμο της με τον Ορεστη και αρκετες λεπτομερειες, όχι όμως ολες, καποιες καπως 'σκληρες' αποκοπηκαν. Οποτε στο μυαλο της φιλεναδας της ο Ορεστης ηταν...ο τελειος
«Ναι ειμαι πολύ τυχερη.» προχωρουν στο μπαλκονι και το αερακι της παιρνει τα μαλλια μακρια.
Γυρω της ολοι πινουν και απολαμβανουν την μουσικη, ενώ κάθε δυο λεπτα καποιος την πλησιαζει για να της ευχηθει και να την ρωτησει πως νιωθει. Ηταν όλα ατομα του στενου τους κυκλου οποτε παρα την σχετικη πολυκοσμια το παρτι ηταν ιδιαιτερα προσωπικο.
Και τοτε τον βλεπει.
Τις ανασες σου δικηγορινα, η φωνη του ηχει στο μυαλο της.
Είναι στην άλλη ακρη του μπαλκονιου, διπλα στην πισινα, με μια μπεζ βερμουδα και το λινο μπεζ λευκο πουκαμισο του μισανοιχτο, το σταρενιο του δερμα να γυαλιζει κατω από τα φωτα, οι μπουκλες του ατημελητες να πετουν χαλαρα, ελαφρως ξυρισμενος και με ένα χαμογελο που της εκλεψε την ανασα.
Εσυ αυτόν τον αντρα θα τον παντρευτεις.
Την κατεκλισε μια φοβερη ευφορια, μια ξαφνικη αποπνικτικη ευτυχια.
Ξεροκαταπιε και εφερε το κοκτειλ κοντα στα αφυδατωμενα της χειλη.
Το βλεμμα της πρεπει να ηταν αδιακριτο γιατι γυρισε και την κοιταξε. Τα ματια του ελαμψε και της εκανε νοημα να πλησιασει με εκεινο το υπεροχο παιχνιδιαρικο υφος.
Μονο που δεν ετρεξε. Χωθηκε στην αγκαλια του, κανοντας τον οριακα να χασει την ισορροπια του και τεντωθηκε για να τον φιλησει. Τυλιξε συντομα το χερι που δεν κρατουσε ποτο γυρω της και ανταπεδωσε το φιλι.
«Και εγω χαιρομαι που σε βλεπω δικηγορινα.» μουρμουρισε όταν εσπασε το φιλι τους. Την κοιταξε παραξενεμενος αλλα φανερα ενθουσιασμενος που ηταν εκει.
Το γαλαζιο γυαλιζε μοβ και το πρασινο χρυσο από τα φωτα, ενώ η Ακροπολη πισω του δεν επιανε μια.
Ενιωσε τα μαγουλα της να φλεγονται.
Εγω αυτόν τον αντρα θα τον παντρευτω. Είναι μονο δικος μου.
Δεν την χωραγε το σπιτι με τετοιες σκεψεις. Ηθελε να γελασει πολύ δυνατα, τα πνευμονια της πηγαιναν να σπασουν.
«Τι είναι μωρο μου;» ο Ορεστης περασε μια τουφα που ειχε γινει ατιθαση πισω από το αυτι της και τα ματια του επεσαν στα χειλη της.
«Φτανει με τα μελια!» ο Βασιλης διακοπτει και η Κυβελη βγαινει από την υπεροχη φουσκα της, παρασυροντας μαζι και τον Ορεστη.
Παρατηρει ότι η Ερμιονη είναι ηδη πλαι στον Βασιλη και πινει λουξ χωρις ανθρακικο.
«Εφερα κι αλλα ποτα!» ηταν η Φαιη και η αδελφη της που κρατουσαν από τρια ποτα, ενώ ο Κωνσταντινος εκανε νοημα στους υπολοιπους φιλους τους να πλησιασουν για προποση.
Μα το βλεμμα του εκαιγε το πλαι του προσωπου της.
Γυρισε και τον κοιταξε. Ειχε ένα περιεγο υφος, καπως αλαζονικο αλλα χαλαρο -κλασικα- , μα βαθυτατα σκεπτικο, σαν καποια τεραστια ξαφνικη σκεψη να τον ειχε απορροφησει.
«Τι είναι;» του ψιθυρισε κατω από το βουητο.
Δεν υπηρχε κανεις άλλος, μονο οι δυο τους.
«Εισαι ευτυχισμενη;» την ρωταει.
Του γνεφει.
«Εσυ;»
Ηξερε ξαφνου τι σκεφτοταν, γιατι δεν μπορουσε να παρει το βλεμμα του από πανω της. Ηταν σαν να τον χτυπησε κι εκεινος, οπως κι αυτην πριν, ο τυφωνας της ευτυχιας.
«Γαμωτο ναι, Κυβελακι νομιζω δεν νιωθω την καρδια μου.» της ψιθυρισε, και εκλεψε έναν χτυπο από τη δικη της.
Η μερα του γαμου. 08:00 πμ / 9 ωρες πριν...
Η Τατιανα ειχε ριξει μαυρη πετρα πισω της, αυτό ηταν το μονο σιγουρο.
Με εξαιρεση την επισκεψη της πριν τον γαμο του Γιαννη για να ευχηθει στο ζευγαρι δεν ειχε ερθει σε επικοινωνια με κανεναν περα των τυπικων, ουτε επεστρεφε και συχνα από την Σουηδια.
Σουηδια, εκει επελεξε να 'κρυφτει' μετα τα γεγονοτα που τους στιγματισαν ολους.
Βεβαια δεν ηταν ακριβως δυσκολη επιλογη, διοτι ο συντροφος της ο Πανος ειχε βρει ηδη δουλεια εκει.
Εκεινος ηταν λοιπον οικονομικος μεταναστασης. Μα η Τατιανα, η Τατιανα δεν ηταν ερωτικη μεταναστρια...
Ηταν και λιγο από αυτό δηλαδη, μα η σπαρακτικη αναγκη που διαφεντευσε την φυγη της δεν ηταν εκεινη του φοβου του χωρισμου.
Ειχε την αναγκη να φυγει, από ολους και από όλα. Στην αρχη για παντα, μα οσο ο καιρος περνουσε το για παντα ολο και μικραινε.
Μεχρι που με ένα μηνυμα του Ορεστη τελη Φεβρουαριου το για παντα κοπηκε αποτομα.
Ηταν 22 Σεπτεμβριου και το αεροπλανο τους προσγειωθηκε στις 8 και 35 το πρωι ανευ καθυστερησεων.
Εσερνε την μικρη της χειραποσκευη κοιτωντας γυρω της στο μεγαλο αεροδρομιο και προσπαθωντας να αποταξει έναν ανουσιο φοβο.
«Μωρο μου ηρθε ο αδελφος μου να μας παρει. Περιμενει απεξω.» πρωτα ακουσε την φωνη του και μετα ενιωσε το χερι του να φωλιαζει μεσα στο δικο της, σερνοντας την απαλα προς τα εξω.
Διασθανθηκε το αγχος της και της εσφιξε απαλα το χερι. Γυρισε να την κοιταξει μεσα από τα γυαλια ηλιου του και εκείνη σηκωσε ελαφρως το κεφαλι για να αποκτησουν οπτικη επαφη.
«Σε δυο μερες θα ειμαστε παλι εδώ και θα γυρναμε σπιτι μας, ναι;» της ειπε καθησυχαστικα.
Εγνεψε, με το στηθος της να ελαφραινει φανερα.
Κανεις δεν καταλαβαινε, ουτε καν ο Πανος, που καταλαβαινε τα παντα σε εκεινη πια.
Αυτή τη φορα ειχε γυρισει με σκοπο.
Ειχε ευθυνη.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...)
Ciao Bellas!!
Πως ειστε;
Ελπιζω καλα...παρα τα οσα συμβαινουν!
Ελπιζω να σε βρισκει καπου χαλαρο αυτο το κεφαλαιο, απο παραλια μεχρι σπιτι κατω απο ανεμιστηρα και κλιματιστικο, εστω για καφε εξω!
Νιωθω οτι οι τελευταιοι μηνες ειναι χαοτικοι για ολους. Ειχα καιρο να γραψω τοσο και να ειμαι ειλικρινης μου ειχε λειψει.
Ηρθε ομως το καλοκαιρι, θα γραψω μεχρι τελικης πτωσεως!!
Σας αρεσε;
Εγιναν πολλα. Απειρες κουβεντες.
Και το επομενο εχει....ασε.
Σε αυτο εγω κραταω εναν υπεροχο Δημητρη Πολιτη που σε συνδυασμο με Ορεστη ειναι ασε...
Βασιλης και Ερμιονη που αχ
Και Φαιδρα Ιακωβο να πω;
Να πω για αυτο τον γαμο με το τραγουδι εκπληξη;
Πες μου εσυ οτι θες...
2 για το τελος!
Το επομενο ειναι κατα το ημισυ ηδη γραμμενο γιατι αυτα τα δυο πρεπει να διαβαστουν κοντα χρονικα, οποτε τα εγραψα παραλληλα.
Ελπιζω μεχρι μεθαυριο.
Σε αγαπω πολυ
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top