Θα είμαστε πάντα μαζί (I)
Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ' τον άλλον.
Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.
Τάσος Λειβαδίτης, 1922-1988
ΟΡΕΣΤΗΣ.
Ιανουαριος 2020.
«Τι σχεση ρε μαλακα τι λες;» αναφωνησε ο Ορεστης. Ειχαν παει για μπιρες Τηνιακο μονο αγορια.
«Προς τα εκει το πατε, το παει δηλαδη.» ο Βασιλης ηταν ο ειδικος στο να ανιχνευει ποτε μια κοπελα ηθελε κατι παραπανω από εκεινον, και μετα να τρεχει από την άλλη.
«Ας το παει οπου θελει η Κυβελη. Εγω σοβαρα μια φορα δεν το παω.» δηλωνει τελεσιδικα.
«Φαινεται.» μουρμουριζει ο Κωνσταντινος και σηκωνει το χερι του στον σερβιτορο κανοντας νοημα για επομενη μπιρα.
«Τοσο καλη είναι η Κυβελη; Εχει οντως μελι;» ο Βασιλης θελει σαν τρελος να τον πειραξει, μα ο Ορεστης δεν μασαει.
«Ελα ρε μαλακα.» Ο Γιαννης τον αποπαιρνει.
«Δεν του ζηταω να μας το ζωγραφισει, μια ερωτηση εκανα.» κοιταζει τις κοπελες διπλα προσπαθωντας να διαλεξει σε ποια θα την πεσει.
«Εχει κατι παντως.» λεει ο Ορεστης, και αποφασιζει πως δεν του αρεσει καμια από τις διπλα.
«Απλα δεν ξερω ουτε εγω τι ακριβως είναι αυτό.» μουρμουριζει στον εαυτο του.
Παρον.
Ο Ορεστης ανοιξε τα ματια του αναπαντεχα στις 7 παρα τεταρτο. Αυτό όμως το ειδε από το ρολοι στο τοιχο απεναντι του, γιατι το κινητο του ηταν αφαντο.
Ο μικρος πανικος που τον κυριευσε ότι εχασε το κινητο του αντικατασταθηκε από την ανακουφιση ότι το ειχε παρει 'ομηρο' ο Βασιλης.
Εξω ειχε μολις αρχισει να ξημερωνει, το σκληρο σκοταδι του ουρανο αφηνοταν στην ζεστη αγκαλια του ηλιου, και ενωνονταν τα χρωματα με τροπο τετοιο, που τον εκαναν να πιστευει ότι ηταν ιδιαιτερα μονο για εκεινη τη μερα, μονο για αυτους.
Πηρε μια βαθια ανασα.
Χρειαζομαι τσιγαρο.
Περπατησε οσο πιο αθορυβα μπορουσε, εχοντας μολις συνειδητοποιησει ότι βρισκεται στο πατρικο του. Ενιωθε πιασμενος, και καπως βαρυς. Ουτε ηθελε να φανταστει πως ειχε ξυπνησει η Κυβελη.
Το σπιτι ηταν ησυχο, αδειο, μαζεμενο σαν να μην ζουσε κανεις εκει, όπως τα σπιτια καταλογου.Σε τεσσερις ωρες θα ηταν γεματο κοσμο.
Λιγες ωρες είναι και θα περασουν... ελεγε και ξαναελεγε στον εαυτο του.
Ειχε μια γλυκια προσμονη που τον γεμιζε αδρεναλινη. Ανυπομονουσε να την δει, το μυαλο του γυρνουσε γυρω από τις πιθανοτητες. Πως θα ηταν τα μαλλια της, τα ματια της, τι νυφικο θα φορουσε, αν θα ειχε αγχος, δευτερες σκεψεις.
Από την άλλη, ένα λιγο πιο κυνικο κομματι του εαυτου του ηθελε να την αρπαξει από το σπιτι της και να την παει στην Αναφη, να μεινουν εκει μεχρι να την χορτασει.
«Καλημέρα, τι κανεις αξημέρωτα ξύπνιος;»
Ο Πέτρος καθόταν στο μπαλκόνι με φορμα και έπινε καφέ. Ο Ορεστης κοντοσταθηκε, εκπληκτος που δεν κοιμοταν ακομη.
«Εσυ;»
«Εγώ παντρεύω το παιδί μου, έχω ετοιμασίες να κάνω.»
Γέλασε.
Κάθισε δίπλα του στον καναπέ και ηπιε μια γουλιά από τον καφέ του πατέρα του πριν βγάλει το πακέτο από την τσέπη της φόρμας.
«Πιστεύεις θα γίνει καμία μαλακια;» Τον ρωτάει χωρις περιστροφες με βραχνή ακόμα φωνή από τον ύπνο. Ο αντρας διπλα του καυχαζει,
«Από τον συνήθη ύποπτο όχι. Είναι πολύ δυνατή η άμυνα.» εξυπονοησε ότι η παρουσία του μέλλοντα πεθερού του και μόνο αρκούσε.
«Κι εγώ αυτό πιστεύω.» Συμφώνησε μα έκανε κι άλλη τζούρα.
«Τότε γιατί είσαι ξύπνιος από τις 7;»
Δεν απάντησε, μα από την έκφραση του και μόνο ήταν πασιφανές, αγχωνόταν. Ο Πέτρος χαμογέλασε σχεδόν περήφανος.
«Δεν είναι κακό. Όλοι έχουν άγχος.» Ο Ορεστης έγνεψε, αν δεν τον ήξερε θα θεωρούσε ότι είχε ξυπνήσει απλά για να κάνει ένα ήρεμο τσιγάρο χαλαρός. Αλλά δεν ήταν αυτή η περίπτωση εδω.
«Δεν έχω άγχος.»
«Η μάνα σου πάντως χθες εμεινε ξυπνια μέχρι τις 2, για αυτό κοιμάται ακόμα.»
«Καλά αυτή έχει ξεφύγει.» Ο Ορεστης νιώθει τον επερχόμενο πονοκέφαλο από την πολυλογία της Νεφέλης ήδη. Ο Πέτρος μειδιά.
«Είμαστε και οι δυο πολύ περήφανοι για σένα. Κι εγώ, που ξέρω ο,τι ξέρω, λίγο παραπάνω.»
Έγνεψε. Δεν είχε κάτι να πει. Εκεινος ηταν περηφανος μοναχα που καταφερε να την αγαπησει όπως της αξιζε. Την αγαπη της όμως, καθολου δεν την αξιζε, ηταν μια ανταμοιβη που σταθηκε τυχερος να λαβει.
«Τι σκέφτεσαι;» Η επιθυμία του για μια πιο βαθιά συζήτηση τον άγχωσε περισσότερο.
«Ο γάμος είναι πολύ επίσημος, πολύ...πραγματικός.» Προσπαθεί να εξηγήσει μια σκέψη πολύ πιο δαιδαλώδη από ότι φαινόταν.
«Θα φύγετε τον χειμωνα, ετσι δεν ειναι;» ο Πετρος ηπιε λιγο από τον καφε του και εγειρε στον καναπε.
Ο Ορεστης ενιωθε ευτυχισμένος που μπορούσε να γνέψει θετικά σε αυτή την ερωτηση, παράλληλα πλησίαζε στην πηγή του άγχους του.
Δεν ειπε τιποτα άλλο μεχρι να τελειωσει το πρωτο του τσιγαρο. Μα όταν αναψε το δευτερο καταλαβε ότι δεν ηταν ο καπνος της πισσας που τον επνιγε.
«Κάποια στιγμή, λίγο αφότου πέθανε η Ιασμη σκέφτηκα ότι ίσως είναι η τιμωρία μου αυτή, να μην βρω ούτε εγώ την ευτυχία, όπως δεν την βρήκε εκείνη.»
Δεν του απαντησε για λιγο. Ισως για να αφησει τα λογια του γιου του να αιωρουνται μεχρι να ποτισουν τον αερα γυρω τους.
«Κι η Ιασμη μπορούσε να είναι ευτυχισμένη, επέλεξε τη δυστυχία της.» υπήρξε συγκριτικά με την σύζυγο του πολύ πιο ήπιος απέναντι στην κοπέλα.
«Μην το λες αυτό.» Τον μάλωσε ο Ορεστης, σαν να ειχε βλαστημησει τα θεια μπροστα σε καποιον θρησκο.
«Μην νιώθεις τύψεις που είσαι ευτυχισμένος.» του λεει μπαινοντας κατευθειαν στο θεμα.
«Αυτό είναι το θεμα μπαμπα, δεν νιώθω.» Του παραδέχεται με ειλικρίνεια. Σε αυτή την κάπως κυνική δήλωση ο Πέτρος σηκώνει το βλέμμα του για να επιβεβαιώσει ότι δεν λέει ψέματα.
Ο Ορεστης είχε το πιο αυτάρεσκο, το πιο αλαζονικά ευτυχισμένο βλέμμα.
«Κωλοπαιδο.» Ο πατέρας του πνιγει ένα γελακι και του παιρνει το πακετο με τα τσιγαρα βγαζοντας ένα για τον εαυτο του.
Κοιτανε και οι δυο απεναντι, την νεα μερα που ξημερωνει.
«Ποιος θα το φανταζοταν ε;»μονολογησε ο Πετρος, αναλογιζομενος ποσα ειχαν συμβει.
«Εγω σιγουρα όχι.» παραδεχτηκε εκεινος. «Και αργησα να καταλαβω τι συνεβαινε.» βεβαια, υπηρχαν μερες που φθονουσε τον καιρο που δεν ειχε καταλαβει ότι μετα την Κυβελη δεν υπηρχε επιστροφη. Ηταν οι μερες που περασε στο σκοταδι, θρηνοντας και μετανιωνοντας ευχηθηκε να νιωσει για λιγο την γλυκια αγνοια που ενιωθε τοτε, όταν -ο καημενος!- νομιζε ότι η Κυβελη θα ηταν σαν ολες τις άλλες, ένα διαλειμμα πριν επιστρεψει στην Ιασμη.
«Εγω στον γαμο του Αγγελου σιγουρευτηκα.» του εκμυστηρευεται. «Δεν σε εχω ξαναδει ετσι.» παραδεχεται, και προλαβαινει να προσθεσει «Ουτε με την Ιασμη.»
Ο Ορεστης τον κοιτα και αναλογιζεται τις λεξεις του
Ουτε με την Ιασμη.
ΚΥΒΕΛΗ
Δεκεμβριος 2019
Η Κυβελη αποφασισε να μην παει στο Μπανσκο.
Οποτε σβησε τις φωτογραφιες, πετα το αλμπουμ, ξεχνα το σκι, ξεχνα τον Ορεστη να της λεει 'κολλα πεντε'.
Αντι αυτου, η κοπελα εφυγε με την Σπυρο για τρεις μερες μακρια, αποφασιζοντας να χαρισει στην σχεση τους μερικες ομορφες στιγμες.
Στην Αραχωβα λοιπον της εδωσε το δαχτυλιδι. Ηταν δαχτυλιδι υποσχεσης, της υποσχοταν ένα μελλον μαζι του. Η Κυβελη το δεχτηκε με δακρυα στα ματια, ηξερε το αντιτιμο για το μελλον αυτό που ανοιγοταν μπροστα της, ηταν η πληρης αφοσιωση της. Επρεπε να 'μεγαλωσει' για να μπορεσει να σταθει επαξια διπλα του.
Παρον
Ξυπνησε στραβα. Όπως ηταν αναμενομενο αφου σε κάθε μεγαλη μερα της ζωης της, από γενεθλια, μεχρι την ορκομωσια της, ξυπνουσε με κακιστη διαθεση.
Αρχικα ενιωθε πιασμενη, σαν να ειχε αξαφνα χαλασει το στρωμα που ειχε κοιμηθει για μεσημερι την προηγουμενη εβδομαδα.
Ειχε πονοκεφαλο, σαν να ειχε χασει την ανοσια της στο κρασι και να επινε χθες το βραδυ για πρωτη φορα.
Και εννοειται εκεινος ο επιμονος, ο διαρκως αυξανομενος κομπος, ψηλα στο στηθος της, που πιεζε και πιεζε και πιεζε και ανασα δεν μπορουσε να παρει! Ηταν αποπνικτικη η ανυπομονησια και το αγχος, ηταν χαοτικη η ευτυχια.
«Αγαπουλα μου ξυπνησες;» η Ιφιγενεια μπηκε σιγα σιγα στο δωματιο της, ειχε μολις βγει από το μπανιο γιατι τα μαλλια της ηταν νωπα.
Μουρμουρισε κατι ακαταλαβιστικο. Την εκνευρισε ο τονος της μητερας της.
Ναι ξυπνησα, για να με βλεπεις με τα ματια ορθανοιχτα.
Γυρισε πλευρο αγνοωντας την πληρως.
«Θες έναν χυμο;» ξαναρωτησε.
Παει γυρευοντας..
«Καφε μαμα.» μουγγρισε τις λεξεις.
Στα τυφλα εψαξε για το κινητο της. Το αποτομο φως την εκανε μηχανικα σχεδον να κατεβασει την φωτεινοτητα στο 0 για να μπορεσει να δει...το τιποτα! Γιατι περα από τον βομβαρδισμο μηνυματων από φιλους και συγγενεις, το ένα ατομο που επρεπε να απαντησει δεν ειχε απαντησει.
Ειδε την λεξη παραδοθηκε κατω από το μηνυμα της «Που εισαι;» στις 2 το πρωι.
Ηξερε ότι ηταν εξω, επισης ηξερε ότι ο Βασιλης ειχε αγριες διαθεσεις. Φημολογειτο ότι θα του επαιρναν το κινητο και θα τον πηγαιναν σε ένα ευθυμο μαγαζι για να γιορτασουν το τελος της εργενικης ζωης. Αυτά ηταν τα ακριβη λογια του Κωνσταντινου.
Τολμαει να μην απανταει, τολμαει! Εχει το θρασος μετα να θελει να τον παντρευτω! Ο αναισθητος!
Εβαλε το κινητο της να φορτισει και γυρισε ανασκελα.
Γιατι ποναει το κεφαλι μου;
Ορεστης.
Απριλιος 2020.
«Μια καραντινα και δεν βαρεθηκες;» ο Βασιλης δεν το αφηνε με τιποτα.
«Εσυ δεν βαρεθηκες;» ο Ορεστης αρνειται να απαντησει.
«Αυτος με την Ερμιονη τσακωνονται και στον υπνο τους.» Ο Κωνσταντινος τον αθωωνει,, μαλλον γιατι θελει να μαθει τι γινεται με τον Ορεστη και την Κυβελη. Όχι όμως όπως παλια, γιατι τωρα υπηρχε η Ιωαννα.
Κι ηταν ακομα αρχη...αλλα κατι του εβγαζε.
«Γιαννη δεν μας τα λεει καλα αυτος.» Ο Βασιλης βγαζει το πορισμα και ο Γιαννης γνεφει.
Ο δευτερος όμως ξερει κατι που ο Βασιλης δεν μπορει να αντιληφθει πληρως, ξερει την Ιασμη.
«Θα χωρισετε το καλοκαιρι για να παμε Ιο;» ο Γιαννης ρωταει για να αλλαξει θεμα, κι ο Βασιλης ανασηκωνει τους ωμους ταχα αδιαφορα.
«Την εχω βαρεθει την Ιο καπως.»Γελανε οι φιλοι του.
«Μα...μα δεν εχουμε σχεση...μα...μα οποτε θελω την παραταω!» ο Κωνσταντινος κοροιδευει και κοιτα τον φιλο του απαξιωτικα.
«Αξιος της μοιρας σου.» Γυριζει προς το μερος του Ορεστη.
«Θα παμε Ιο;» ο βιολιστης του χαμογελαει πονηρα.
«Τεσσερις μερες σερι και μετα Παρο να λιωσουμε Ναουσα.»
Ο Κωνσταντινος εκστασιαζεται.
«Ναι ρε Ορεστη!»
Παρον.
«Καλημερα καλημερα!» Ο Βασιλης, ο Γιαννης και ο Κωνσταντινος μπηκαν μεσα στο σπιτι ντυμενοι χαλαρα με τα ρουχα τους για αργοτερα σε ειδικη θηκη.
Η Νεφελη τριγυρνουσε με ρολει στα μαλλια και ένα χαρτομαντηλο στο χερι.
«Καλημερα αγορια!» όπως τους κοιταξε παλι ολους μαζι, θυμηθηκε όταν ο γιος της και ο Γιαννης ηταν κολλητοι στο γυμνασιο και παλι βουρκωσε.
«Κυρια Νεφελη είναι πολύ νωρις για τετοια!» ο Γιαννης περασε το χερι τους γυρω από τους ωμους της σε μια αβολη αγκαλια.
Η γυναικα σκουπισε τα ματια και εγνεψε θετικα.
«Ναι ναι σωστα...»
«Ο Ορεστης που είναι;» ρωτησε ο Βασιλης
«Ο Ορεστης κοιμαται!» από τον κηπο μπηκε ο Πετρος που μολις ειχε τερματισει μια κληση.
Τους αγκαλιασε έναν έναν.
«Ακομα;Τι ηπιε χθες;» ο Κωνσταντινος ρωτησε κι ας ηξερε πολύ καλα τι ειχε πιει ο φιλος του το προηγουμενο βραδυ.
«Αν δεν ξερετε κι εσεις την βαψαμε!» η Νεφελη ειχε διακοσμησει το σπιτι, ειχε φτιαξει playlist που περιμενε να τεθει σε λειτουργεια, στον κηπο ειχαν στηθει τραπεζια με εδεσματα και δισκους γεματους ποτηρια, και κρασια στον παγο.
«Να παμε να τον ξυπνησουμε;» ο Γιαννης κοιταξε τον Πετρο που του εκανε νοημα όχι και ξεκινησε να εξηγει ότι ειχε ξυπνησει από τις 7 και απλα ξανακοιμηθηκε πριν λιγο, αλλα ο Ορεστης φανηκε από τον επανω οροφο.
Φορουσε μαυρο μπασκετικο σορτς και ένα απλο λευκο κοντομανικο μπλουζακι, μαζι με αθλητικα, σαν να επροκειτο να γυμναστει.
«Καλημερα καλημερα!» φαινοταν αρκετα πιο ευθυμος από ότι λιγες ωρες πριν.
Βεβαια τοτε, ειχε μια ευτυχια αψυχολογητη, γεματη υπολοιπα παρελθοντος, που ενας υπνος δεν ξεπλυνε, μα σιγουρα καταπολεμησε σημαντικα.
«Καλως τον γαμπρο!» ο Βασιλης ειχε αρχισει το δουλεμα και δεν ειχε παει καν 12, δεν ειχαν ερθει ουτε οι αλλοι φιλοι του Ορεστη, ουτε οι συγγενεις του.
«Καλημερα αγορι μου!» η Νεφελη δαγκωνοταν να μην βουρκωσει και πριν προλαβει καν ο γιος της να κατεβει την σκαλα τον αγκαλιασε σφιχτα.
«Αμαν ρε μαμα! Δεν παω στον πολεμο!» γκρινιαξε αλλα περασε τα χερια του γυρω της από και να χει. Ο πατερας του του εκανε νοημα να εχει πιο πολλη υπομονη.
«Λοιπον, να παραγγειλω καφε;» ο Κωνσταντινος ειχε την λιγοτερη υπομονη από ολους γιατι ειχε αναγκαστει το προηγουμενο βραδυ να παει τους μεθυσμενους φιλους του σπιτι.
«Ναι αμε, παρτε και ερχομαι σε μια με δυο ωρες.» ο Ορεστης τους προσπερασε και εκανε να βγει από το σπιτι.
Η Νεφελη τον επιασε από την μπλουζα υπουλα και τον κρατησε πισω.
«Τι θα κανεις μια με δυο ωρες;» τον ρωτησε ανακριτικα, λες και δεν ηξερε.
«45 λεπτα παντως είναι μεχρι το Μαρουσι, και 45 λεπτα πισω, μιαμιση ωρα, αρα μενει μιση.» Ο Βασιλης κανει τους υπολογισμους. «Ορεστακο σε βρισκω φειδωλο!» οι αλλοι δυο γελανε, ο Πετρος μειδια μα κουνα το κεφαλι αποδοκιμαστικα.
«Δεν θα σε αφησει η Ιφιγενεια.» του το αποκλειει η Νεφελη.
«Για γυμναστικη παω.» ο Ορεστης χαμογελουσε μεχρι τα αυτια, ηταν το ιδιο χαμογελο που ειχε όταν η μαμα του εμαθε ότι ειχε κανει αταξια στο δημοτικο, φαρσα στο γυμνασιο, κοπανα στο λυκειο. Παντα εβρισκε τροπο να την τουμπαρει.
«Και θα αφησεις τους φιλους σου μονους τους;» η μαμα του προσπαθησε, κι ας ηξερε ότι ειχε ηττηθει.
Ο Ορεστης κοιταξε τους τρεις κολλητους του, επειτα την Νεφελη.
«Είναι δεκα η ωρα. Ο Κωνσταντινος θα παει στο δωματιο μου να κοιμηθει άλλες δυο ωρες, ο Βασιλης θα παρει την Ερμιονη παλι τηλεφωνο και ο Γιαννης θα ρωτησει τον μπαμπα αυτό που ηθελε για την κληρονομια του παππου του.» χαμογελασε στο ηττημενο υφος της μητερας του και την φιλησε στο μαγουλο πριν την προσπερασει για να βγει.
Κλεινοντας την πορτα πισω του θα ορκιζοταν ότι ακουσε τον Κωνσταντινο να ανεβαινει τις σκαλες για το δωματιο του.
Η Νεφελη ειχε δικιο, η Ιφιγενεια δεν θα τον αφηνε ποτε.
Οποτε δεν θα ρωτουσε καν.
Κυβελη.
Δυο μηνες μετα το ταξιδι τους μεγαλωσε αποτομα, ειχε καθυστερηση. Αυτή τη φορα όμως οι αναγουλες και οι ζαλαδες δεν ηταν από γαστρεντεριτιδα.
Ξεχνα λοιπον τον Ορεστη να της κανει παρεα στο ιατρειο και να της ταζει παγωτο.
Το στικ εδειξε τις δυο γραμμες που εμελαν να της αλλαξουν μια για παντα τη ζωη. Μα αυτή τη φορα δεν το ειπε σε κανεναν, οποτε ξεχνα τον Βασιλη και τον Γιαννη να φωναζουν, την Φαιη και την Ερμιονη να την υποστηριζουν σθεναρα.
Τσακωθηκαν για την ασυνεπεια της, ξανα.
Μα ο Σπυρος ανελαβε την ευθυνη του, δειχνοντας της τον σωστο δρομο.
Επρεπε να αναλαβει κι εκεινη την δικη της, δεν ηταν δα και 16 χρονων για να κανει εκτρωσεις! Ηταν μια ψυχη δεν ηταν παιχνιδι. Ετσι της ειπε αυστηρα, συνετιζοντας την.
Η Κυβελη δεν το εβλεπε ως παιχνιδι, μα δεν το εβλεπε ουτε ως ψυχη. Δεν μπορουσε να καταλαβει πως μια μαζα κυτταρων ειχε πιο πολλα δικαιωματα από έναν ανθρωπο τρισεκατομμυριων κυτταρων. Δεν μπορουσε να καταλαβει πως του απεδιδαν ζωη.
Κι ακομα, εβρισκε ρομαντικη την σκεψη ότι ηταν ένα μωρο, μα πως ηταν;
Με το ιδιο σκεπτικο εβλεπε το βουτυρο, το αλευρι και το γαλα και τα ονομαζε κρεπες.
Εβλεπε τις κλωστες και τις ονομαζε φορεμα.
Περασε ενας μηνας στο σκοταδι. Δεν ηξερε τι να κανει μα παραλληλα φοβοταν να μιλησει, μεχρι και στις κολλητες της. Της φαινοταν ολο αυτό αδιανοητο. Την κυριευε μια γλυκια προσμονη, η σκεψη ότι δημιουργει κατι τοσο δικο της και δικο του, μα επειτα η τρομακτικη συνειδητοποιηση ότι θα το κρατησει για παντα.
Εγινε για λιγο θεατης. Μεσα της εγνεθε και ξηλωνε την ιδεα της οικογενειας.
Δεν θα είναι τιποτα ξανα ιδιο.
Δεν θα παω παλι σε κλαμπ ελευθερη, δεν θα παω διακοπες μονη μου, δεν θα παω για καφε και ισως καταληξω σε κλαμπ χωρις καμια εγνοια.
Δεν θα κυνηγησω μεχρι τελους τα ονειρα μου.
Ο Σπυρος της χαρισε την πιο τρυφερη αγαπη που ειχε γνωρισει ποτε της. Απαλη, προστατευτικη, γεματη ευγνωμοσυνη.Ενιωσε τυχερη που δεν κοιταξε πως θα την ξεφορτωθει και στεκοταν στο πλαι της.
Οποτε αποφασισε να μην κανει εκτρωση και να απολαυσει εκεινη την υπερπροστατευτικη, γεματη χατιρια και προσοχη, αγαπη όχι ακομα τουλαχιστον....Στενευαν τα περιθωρια όμως.
Παρον, Απρίλιος.
«Εγω παντως θα ηθελα κατι πιο εφαρμοστο.» η Φαιδρα πεταχτηκε για δεκατη φορα.
«Όχι όχι!» η Ερμιονη κοιτουσε σαν ονειροπαρμενη τριγυρω τα νυφικα.
«Θα συμφωνησω.» Η Νεφελη ηπιε μια γουλια καφε και εκανε νοημα στην κοπελα να τους φερει παλι το πρωτο.
«Όχι όχι, θα μεινουμε στο παχυ σατεν λευκο. Νομιζω ότι είναι μινιμαλ και αριστοκρατικο.» η Κυβελη κοιταχτηκε στον καθρεφτη, και περασε τα χερια της πανω από την μεγαλη φουστα του φορεματος της. Εκεινο ηταν γεματο τουλι και το στηθος γεματο δαντελα.
Για χαρη της Φαιης το εβαλε, που επεμεινε ότι θα εμοιαζε με πριγκιπισσα.
«Εγω θα ηθελα να δουμε και κατι όπως εκεινο που ειχες βρει, με τους ωμους εξω και τα φουσκωτα μανικια.» η Ιφιγενεια ειχε κλαψει λιγο με όλα τα φορεματα, μα διατηρουσε μια επιφυλακτικη σταση, καθως κανενα δεν της εκανε το κλικ.
Ηταν η τεταρτη φορα που πηγαιναν για δοκιμη νυφικου, και οι φιλες της δεν την ειχαν εγκαταλειψει σε καμια εξορμηση της.
Η Φαιδρα το ιδιο, αν και η Κυβελη ηξερε ότι πηγαινε κυριως για να την αποτρεψει από κακες παρορμητικες επιλογες, ενώ η μαμα της εχασε το πρωτο ραντεβου λογω εφημεριας.
Η Κυβελη κοιταξε μεσα από τον καθρεφτη τη Νεφελη που εξεταστικα μελετουσε το φορεμα που φορουσε. Ανταλλαξαν ένα βλεμμα που συμφωνουσε, δεν ηταν αυτό το ένα.
Η κοπελα ειχε εκτιμησει την διακριτικοτητα της γυναικας. Δεν ειχε αυτοπροσκληθει πουθενα, αν και φαινοταν ενθουσιασμενη να προτεινει πραγματα και να βοηθησει.
Δεν το σκεφτηκε δευτερη φορα, την καλουσε παντου, και ερχοταν! Παντα, παντου.
Με μια διακριτικη γνωμη σε μορφη συστασης, ένα διαρκες ευγενικο χαμογελο, με αντιδρασεις που η Κυβελη επιανε τον εαυτο της να εχει επισης.
«Εισαι τυχερη που η πεθερα σου είναι καλη. Ξερεις τι τραβανε άλλες;» η μαμα της ελεγε ξανα και ξανα και η Κυβελη ολο πηγαινε να την διορθωσει ότι δεν είναι πεθερα της, μα ολο το θυμοταν. Είναι, θα γινει!
Το ειχε πολύ πιο μικρο ολο αυτό στο μυαλο της. Είναι απλα η μαμα του αγοριου μου, του Ορεστη, που μας εχει πιασει να σαχλαμαριζουμε στην κουζινα και μας στελνει ταπερ τις Κυριακες.
«Φαιη τι λες;» κοιταξε την κολλητη της που εξισου συγκινημενη της εγνεψε θετικα.
«Εισαι μια κουκλα.» Η Κυβελη ξεφυσηξε. Το ιδιο της ειχε πει για τα τελευταια πεντε.
«Α καλα...» η Φαιδρα ειχε απηυδησει.
«Λοιπον δοκιμασε το σατεν που λεγαμε.» την εσπρωξε σχεδον προς το δοκιμαστηριο κι επειτα στραφηκε προς τις φιλες της αδελφης της.
«Μπορειτε να συγκεντρωθειτε; Εχουμε και δουλειες.» τις μαλωσε και η Νεφελη διπλα της γελασε.
Δεν ηταν ένα κλασικο σατεν λεπτο φορεματακι. Το υφασμα ηταν παχυ, δημιουργωντας έναν κορσε στο στηθος που αγκαλιαζε υπεροχα την μεση της και συνεχιζε αρμονικα, χωρις αχρειαστες ραφες σε μια φουστα που ανοιγε και επεφτε σαν ρυακι μεχρι το πατωμα.
Το υφασμα χορευε.
Λογω της εποχης το φορεμα δεν ειχε ωμους, ειχε όμως δυο μανικια που αγκαλιαζαν τα μπρατσα της και φουσκωναν ελαφρως, ιδιο υφασμα.
Και μια σκεψη της ειχε καρφωθει στο μυαλο οσο κοιτουσε τον εαυτο της στο φορεμα που ενιωθε να ανηκει πιο πολύ από ότι σε οποιοδηποτε άλλο.
Μα δεν καταφερε να την αποσαφηνει μεχρι να αναφωνησει η Ερμιονη.
«Μοιαζεις με την Αριελ!»
Η φιλη της, μπορει να ηταν και ορμονικο, το εβρισκε απιστευτα συγκινητικο ολο αυτό.
Και θα της ελεγε να ηρεμησει, μαλλον, περιμενε η Φαιδρα να το πει, αλλα όταν γυρισε προς το μερος της αδελφης της την βρηκε και εκεινη πολύ σιωπηλη, με ένα μικρο χαμογελο και γυαλινα ματια.
«Γαμωτο Κυβελη.» η Φαιδρα δεν αντεξε και εβγαλε φωτογραφια.
Κοιταχτηκε παλι στον καθρεφτη.
Αυτό ηταν. Ναι.
«Νομιζω το βρηκαμε!» η Νεφελη χτυπησε παλαμακια ενθουσιασμενη, και διπλα της η Ιφιγενεια σηκωθηκε αν αγκαλιασει την κορη της.
Της ειχε κοπει η ανασα.
«Ο Ορεστης θα πεθανει όταν σε δει με αυτό το φορεμα.» αποκριθηκε η Φαιη με σιγουρια.
Η Κυβελη εγνεψε, με καρδια που χτυπουσε ατσαλα, στην αγκαλια της μαμας της, ειχε παει πισω, τρια, τεσσερα χρονια.
Βυθισε τα μαλλια της στο νερο και το πορτοκαλοκοκκινο εγινε μπορντο. Σκουπισε τα ματια της και τον πλησιασε. Εκεινος ετεινε το χερι του. Την στιγμη που τον πλησιασε την τραβηξε πανω του αναγκαζοντας την να τυλιξει τα ποδια της γυρω από την μεση του.
Επεργαστηκε το προσωπο της, τις γωνιες και τις σκιες κατω απο το απαλο φως του ιδιωτικου δωματιου.
Κοιταξε τα φρυδια της, που ηταν μελι με ανοιχτο καφε και επειτα τις βρεγμενες βλεφαριδες της που τωρα ηταν σκουρες, μα στο φως του ηλιου πορτοκαλι!
Οι φακιδες στην μυτη και κατω απο τα ματια της τον αφηναν αφωνο ενω τα χειλη της αποτελουσαν το κεντρο πειραματισμου του.Του φαινοταν αδυνατον να μην τα δαγκωσει, καθως του εδιναν την εντυπωση οτι εμοιαζαν με καποιο ζουμερο φρουτο.
«Τα μαλλια σου ετσι μοιαζουν κοκκινα.» σχολιασε και ακουμπησε τις μυτες των μαλλιων της στο κεντρο της σπονδυλικης της στηλης.
Η Κυβελη επιασε μια τουφα που βρισκοταν μπροστα της και την περιεργαστηκε.
«Οντως.»
Η φωνη της ηταν ηρεμη, καθολου τσιριχτη και ουτε λιγο εκνευρισμενη. Του αρεσε η χαλαρη Κυβελη.
«Σαν την Αριελ,αυτη δεν ηταν με τα κοκκινα μαλλια;» την ρωτα και εκεινη σηκωνει το βλεμμα απο την τουφα και του χαμογελαει.
«Ναι»
Δειχνει να το σκεφτεται «Λες να σε φωναζω μικρη μου γοργονα;»
Μάιος
«Πως νιωθεις;» η Φαιδρα την ρωτησε ένα μεσημερι. Ηταν λιγο μετα το Πασχα, μεχρι τοτε πολλα από τα σχεδια που ηταν μονο λογια, ειχαν παρει σαρκα και οστα.
Ειχαν μαζευτει στο Μαρουσι, στο σπιτι της μαμας της για φαγητο, μεχρι και ο Δημητρης ειχε παει.
Οι γονεις της την κοιταξαν.
Η Κυβελη ανασηκωσε τους ωμους.
«Καλα.»
Η Φαιδρα επνιξε ένα γελακι.
«Την εχει κανει σαν τα μουτρα του.»μουρμουρισε αποδοκιμαστικα ο Δημητρης και η Ιφιγενεια εδειξε να συμφωνει.
«Εγω παντως πολύ καλα την βλεπω.» ειπε στην μικρη της κορη.
«Αν παντρευοσουν τον Ορεστη Νικολαϊδη πιστεψε με κι εσυ καλα θα ησουν.» η μητερα τους δεν αντεξε και απαντησε.
«Μαμα!»Η Κυβελη προσπαθει να κρυψει ένα χαμογελο
Ορεστης.
Ιουλιος 2020.
Κανουν βιντεοκληση. Ο Γιαννης είναι με την Φαιη Ροδο, ο Βασιλης εχει ανεβει Θεσσαλονικη και ο Κωνσταντινος στο πατρικο του.
«Όλα πανακριβα είναι τωρα που τα κλεινουμε, ευτυχως εχει ο Γιαννης γνωστο.» ο Βασιλης κοιταει για ακροπλοϊκα.
«Η Κυβελη πως είναι Ορεστη;» ο Γιαννης ρωταει, κι ας του ειχε πει παλι το πρωι.
«Πολύ καλυτερα από όταν ηρθαμε.» φαινεται ανακουφισμενος, και ολως παραδοξως απιστευτα ηρεμος.
«Τελος παντων παιδια, ξερω ότι λειπουμε σχεδον μηνα, αλλα εγω...δεν ξερω...δεν την βλεπω καλα, δεν θελω να την αφησω...» Ο Γιαννης δαγκωνεται να μην χαμογελασει. Ο Βασιλης κουναει το κεφαλι κοροιδευτικα.
«Ουτε καν για τελη αυγουστου; Δεν θα γυρισετε Αθηνα; Δεν εχεις δουλεια ρε μαλακα;» ο Κωνσταντινος δεν το βαζει κατω.
Ο Ορεστης δυσκολευεται, και το βλεμμα των φιλων του δεν βοηθαει. Βλεμμα, γιατι ολοι το ιδιο εχουν.
«Αθηνα θα ειμαι ρε φιλε...αλλα να την αφησω ενώ είναι ετσι...δεν μου παει η καρδια.»
«Δεν του παει η καρδια...» Ο Βασιλης κοροιδευει.
Παρον.
Χτυπησε το κουδουνι. Η ωρα ηταν 10. Μεγαλωνε ο κομπος στο στηθος της.
«Τι εχεις αγαπη μου;» Η Φαιη την ρωτησε και γονατισε μπροστα της
Τι να της ελεγε; Μου λειπει ο Ορεστης; Ηθελα να με ξυπνησει εκεινος, τα κανετε όλα λαθος;
«Ορεστη σ αγαπω , αλλα άλλο ένα βημα και οι δρομοι μας θα χωρισουν εδώ!» ακουει την μαμα της να του φωναζει.
Στο ονομα του, και στο αχνο ακουσμα της φωνης του, επιβλητικης και με εκεινη την υπεροχη χροια που λατρευε, όλα μεσα της μουδιασαν.
Ηρθε ο Ορεστης! Ηθελε να χοροπηδηξει.
Η κολλητη της ηταν εξισου μπερδεμενη.
«Εισαι τρομερα μεγαλοψυχη και ξερω ότι θα βρεις την δυναμη να με συγχωρεσεις.» τον ακουσαν να απανταει από μεσα.
Η κοπελα γελασε σκεπτομενη ποσο εκνευρισμενη θα ηταν τωρα μαζι του η μαμα της.
«Όχι δεν θα την βρω! Παιδι μου είναι γρουσουζια!» η κοκκινομαλλα με τα ρολει ακομα στο κεφαλι προσπαθει να τον αποτρεψει, καθως στεκεται μπροστα του στην βαση της σκαλας.
Ο Δημητρης που μολις εχει ερθει, δεν κανει καν τον κοπο να επεμβει και απλως κοιταει τον Ορεστη σκεπτομενος το θρασος που εχει.
«Ώστε για αυτό ένα στα τρια ζευγαρια χωριζουν; Ιφιγενεια μοιρασου αυτή την πληροφορια, ισως σωσει πολλους γαμους.» την ειρωνευεται.
Την ιδια ωρα κατεβαινει τις σκαλες η Φαιη, και στην σκεψη ότι για να τον ακουσε εκεινη, τον εχει ακουσει και η Κυβελη, η καρδια του χτυπησε δυνατα.
«Ορεστη τι κανεις εδώ;» τον μαλωνει.
«Ήρθα να δω το κορίτσι μου.» ειπε λιγο πιο δυνατα, μηπως και φιλοτιμηθει να κατεβει.
«Δεν σφάξανε!» Η Ερμιονη εκανε την εμφανιση της από την κουζινα μαζι με την Φαιδρα κρατωντας από ένα παγωτο που και καλα ηταν για τους καλεσμενους.
«Θα χαλάσεις την παράδοση βρε!» η Ιφιγενεια προσπαθει να τον παρει με το καλο, και να πεισει τον εαυτο της να μην υποκυψει στην γοητεια του.
«Και η παράδοση τι λέει ;» ο βιολιστης την ρωτησε προκλητικα.
«Ότι δεν πρέπει να δεις την νύφη πριν τον γάμο, γιατί είναι γρουσουζιά.» του λεει αργα και σταθερα το αδιασειστο επιχειρημα της.
«Για ποιον;»
«Για το ζευγάρι ρε Ορεστη!» χανει την υπομονη της, της χαμογελα.
«Εσάς τότε τι σας νοιάζει;»
«Έχει ένα δίκιο.» ο Δημητρης λεει κατω από την ανασα του, μα όχι αρκετα σιγα γιατι κερδιζει ένα κεραυνοβολο υφος από την πρωην συζυγο του και ένα μειδιαμα από τον Ορεστη.
«Δημήτρη μην παίρνεις το μέρος του!» εκεινη σχεδον ωρυεται, μα ο εκνευρισμος της κατευθυνεται προς τον νεαρο.
Πρωτη φορα ισως να καταλαβε αυτό που ο Δημητρης χρονια της ελεγε.
Ο Ορεστης είναι κατακτητικος, μην ακους τι λεει, δες τι κανει.
Κυβελη.
Το ειπε στους φιλους της. Φωναξε ο Βασιλης και ο Γιαννης την κοιταξε κατω από το αγρυπνο βλεμμα της Φαιης- μην τυχον της πει κατι και την πληγωσει- δεν εβγαλε αχνα. Δεν χρειαζοταν.
Τα ειπε όλα ο Βασιλης.
Θα διαλυσεις την ζωη σου!
Ο Ορεστης ελειπε στην Θεσσαλονικη.
Ζουμε στον 21ο αιωνα, εχεις επιλογες! Αν σε αγαπαει τοσο θα σε αφησει να ζησεις την ζωη σου, κι αν είναι να ειστε μαζι για παντα θα κανετε παιδια σε 10 χρονια.
Η Ερμιονη δεν μιλησε, της κρατουσε το χερι σφιχτα, ειχε βουρκωσει. Μα δεν ηταν η ενταση της στιγμης, ηταν θρηνος.
Την παγωσε η σκεψη, πετρωσε κατι μεσα της.
Θρηνουσε για εκεινη σαν να ειχε πεσει σε κομμα, σαν να ειχε χασει τα καλυτερα της χρονια.
Μαζεψε δυο πραγματα και εφυγε από το σπιτι σαν τον κλεφτη.
Την πηγε σε ένα διαμερισμα αδειο, του κουτιου. Φαινοταν ολοκαινουργιο, σαν να αγοραστηκε προσφατα, βιαστικα.
Ειχε δυο υπνοδωματια, μεγαλο μπαλκονι, με θεα. Ηταν στην Πευκη, συνορευε με Κηφισια. Κοντα στους γονεις της.
Οι γονεις της... ακομα δεν ηξεραν.
Ενιωθε ευτυχισμενη, ασφαλης. Δεν μιλουσε πολύ με τα κοριτσια, στα αγορια δεν απαντουσε καν. Χρειαζοταν χρονο και χωρο, να βαλει τα παντα σε μια ταξη, να σκεφτει τι θα κανει. Κι εκεινος ηταν τοσο καλος, την προσεχε παρα πολύ, της εκανε όλα τα χατιρια, την φροντιζε όταν δεν ενιωθε καλα, την βοηθουσε να διαβασει, εμενε μαζι της οσο περισσοτερο μπορουσε.
Όλα εγιναν ξαφνικα.
Το προηγουμενο βραδυ της ειπε ότι ζητησε διαζυγιο. Κοιμηθηκε με μια θερμη στο στηθος.
Αυτή η θερμη το επομενο πρωι εγινε φωτια και την εκαψε από μεσα προς τα εξω.
Ηξεραν ολοι.
Ειχε γινει βουκινο στην σχολη, στην πανεπιστημιακη κοινοτητα.
Ξυπνησε με δεκα κλησεις, απειρα μηνυματα.
Υπηρχε και αρθρο σε αρκετα σκανδαλοθηρικα σαιτ.
Και ξαφνου ολη η ευθυνη που φοβοταν να παρει και ο Σπυρος της παρουσιασε ως τρυφερη ωριμανση εγινε ένα αποτομο μουχλιασμα.
Οι γονεις της απαιτησαν να συναντηθουν. Σαν βρεγμενη γατα εφτασε στο πατρικο της, με τον Σπυρο στο κατοπι της,
Ο πατερας της δεν την κοιτουσε στα ματια, δεν της απηυθηνε καν τον λογο. Μιλουσε μονο με εκεινον.
Ο Σπυρος δεν αφηνε λεπτο το χερι της, ενιωθε ευγνωμων για αυτό.
Η μητερα της ειχε ολο αποριες, μα πως γινεται; Τι θα κανεις με την σχολη; Τι θα πει ο κοσμος; Πως γινεται να επελεξες εσυ κατι τετοιο για τον εαυτο σου; Φταιμε εμεις; Που σφαλαμε; Τι καναμε λαθος μαζι σου;
Η Φαιδρα ηταν σκληρη, πολύ.Της ειπε οσα οι φιλες της φοβουνταν. Δεν ακουσε όμως λεξη.
Γιατι ο Σπυρος της εσφιξε το χερι, και ξαφνου ηξερε ότι όλα θα πανε καλα.
Ενιωθε μια ντροπη να την πνιγει. Δεν ηθελε να πηγαινει σχολη, δεν ηθελε να βγαινει, δεν ηθελε να ανεβαζει στο ινσταγκραμ, Ηθελε να γινει αορατη, να μην την βλεπει κανεις, να μην την κρινουν, να μην ψιθυριζουν πισω από την πλατη της, να χαθουν τα βλεμματα οικτου, αποδοκιμασιας, απορριψης.
Γιατι την απερριπταν, δεν την καταλαβαιναν, δεν μπορουσαν.
Η Φαιη και η Ερμιονη προσπαθησαν πολύ. Μα η Κυβελη μπορουσε να δει πισω από μια προσπαθεια στηριξης την πληρη αποδομασια τους. Οποτε αποφασισε να μην την βλεπει.
Μιλουσαν καθημερινα, μα απεφευγε να τις βλεπει, κυριως γιατι απεφευγε να βγει από το σπιτι.
Όταν η καραντινα ηρθε τον Μαρτιο ηταν μια μικρη ανασα για εκεινη. Μπορουσε πλεον ελευθερα να χαθει από προσωπου γης. Μπορουσε να παρακολουθει τα μαθηματα της χωρις να νιωθει κάθε βλεμμα πανω της, κι ας μην ηταν. Συνηθως όμως ηταν...
Οποτε ξεχνα την συγκατοικηση με τον Ορεστη, δεν εγινε ποτε.
Ξεχνα τις βραδιες μεξικανικου, ξεχνα τις ταινιες, ξεχνα την Λαιδη, την κυρια Ριτσα, τα μαθηματα βιολιου, τις μερες που η γενικη καθαριοτητα γινοταν καβγας με τον Ορεστη και ο καβγας γινοταν συμφιλιωση.
Κι ολο αυτό εγινε αποτομα καπου τον Μαιο πολύ αληθινο και τρομακτικο ταυτοχρονα. Ολοι της ελεγαν ότι ηταν φυσιολογικο, ότι το να γινεσαι γονιος είναι μια μεταξυ αλλων αγχωτικη περιοδος.
Μα η Κυβελη δεν βιωνε απλα αγχος. Της ειχαν κοπει τα ποδια, ενιωθε κάθε κυτταρο της να αιματοδοτειται από μια κεντρικη αντλια τρομου. Πιανοταν η καρδια της στην σκεψη και μονο.
Οποτε πηρε απόσταση από ολους. Όχι επειδη το ηθελε, αλλα επειδη ενιωθε ότι πλεον βρισκονταν μακρια τους. Οι γονεις της την αντιμετωπιζαν ως μια μεγαλη απογοητευση, ο πατερας της τουλαχιστον. Η ντροπη που κιβδηλωσε το ονομα της στους κυκλους του δεν θα ξεπλενοταν ποτε. Η μαμα της μπορει να μην της το ειπε ποτε, αλλα κρυφα την εκρινε που διατηρουσε σχεση με έναν παντρεμενο. Την εκρινε και αν ηταν μικρο παιδακι θα την μαλωνε,θα της ελεγε ότι δεν την εχει μεγαλωσει ετσι και να σταματησει να την κανει ρεζιλι. Παραλληλα ενιωθε μια απογοητευση, δεν τους αδικουσε, περιμεναν από εκεινη κατι άλλο, πιο τολμηρο και φιλοδοξο
Επισης, δεν θα μπορουσε ποτε να κατηγορησει τους φιλους της ότι την εκαναν περα, θα ηταν ψεμα. Μονη της απομακρυνθηκε. Εν μερει γιατι ντρεποταν, δεν ηθελε να την βλεπει κανεις, από την άλλη αισθανοταν ότι πλεον δεν ανηκε αναμεσα τους.
Θα γινοταν μητερα, ενώ πριν μερικους μηνες γινοταν λιωμα κάθε εβδομαδα.
Διαβαζε πολύ,κι οσο πιο πολλα μαθαινε τοσο πιο πολύ φοβοταν, γιατι ηταν άλλη μια τρομακτικη παραδοχη αυτή, ότι δεν ηξερε τιποτα από παιδια. Μα της ελεγε να μην ανησυχει. Να μην ανησυχει γιατι εκεινος τα ηξερε όλα, εκεινος θα τα αναλαβει όλα.
Και το εκανε. Τα ανελαβε όλα.
Από το σπιτι που εμενε, μεχρι τα ραντεβου με τον γιατρο της, τις βιταμινες και ο,τι άλλο χρειαζοταν. Ανελαβε κάθε διαδικαστικη δυσκολια και προσπαθησε να την απαλλαξει από οποιαδηποτε κατασταση θα την αγχωνε ή θα την στενοχωρουσε.
Η Φαιδρα συχνα της ελεγε ότι αν την αγαπουσε οντως οσο ισχυριζοταν θα την αφηνε να απαλλαγει από αυτό.
Από αυτό.
Παρον
Ανοιξε η πορτα με κροτο που την εκανε να αναπηδησει ελαφρως στην θεση της. Και την αντικρισε με τυλιγμενες τουφες, πιασμενες με εκατο τσιμπηδακια ώστε να τα λυσουν τελευταια στιγμη στα και patches κατω από τα ματια. Με δυο αγνωστες γυναικες να ετοιμαζουν τον χωρο γυρω.
Την ειδε να τσιτωνει στην καρεκλα της. Περιμενε φωνες, εκνευρισμο, να αναφωνησει ότι είναι γρουσουζια.
Μα ειδε τους ωμους της να πεφτουν, το βλεμμα της να μαλακωνει.Από ανακουφιση.
«Τι κανεις εσυ εδώ;» η φωνη ηταν παραπονιαρικη, σαν όμως να μην ειχε αντοχες να προσποιειται ότι δεν τον χρειαζοταν εκει.
Σαν να ενιωθε το ιδιο με εκεινον. Τον γεμισε θερμη η κοινη τους αναγκη.
«Δικηγορινα μου πηραν το κινητο.» της απολογηθηκε.
Του χαμογελασε και δαγκωθηκε να μην βουρκωσει. Τα ματια της γυαλιζαν.
Ηταν περιεργη μερα, γεματη μια ανυπομονησια τοσο εντονη που γινοταν δακρυα.
«Τι επαθες μωρο μου;»
«Ειμαι χαλια, είναι γρουσουζια.» του εκανε νοημα να φυγει και πηγε να κρυψει το προσωπο της μεσα στα χερια της.
Την πλησιαζει και καλυπτει την αποσταση αναμεσα τους. Μα σαν την φτασει δεν ξερει τι να κανει. Μυριζε υπεροχα και τα μαλλια της ηταν ακομα σε εκεινα τα ρολακια που του φαινονταν τρομερα αστεια. Την επιασε απο τους ωμους και την αναγκασε να τον κοιταξει.
«Εισαι πανεμορφη και είναι μαλακια.»
Η κοπελα προσπαθησε να μην φανει οτι ειχε κοκκινισει.
«Βγαινετε εξω για λιγο; Θα συνεχισουμε σε λιγο κοριτσια.» γυρισε προς το μερος των αισθητικων και οι δυο κοπελες ηδη ειχαν πιασει το παρασυνθημα. Ο Ορεστης σχεδον τις ειχε ξεχασει.
«Θα αρχισουμε με την κουμπαρα και την μαμα σου για να τελειωνουμε, ετσι κι αλλιως.» η μια από τις δυο αποκριθηκε, μα ηταν σαν να το ειχαν συννενοηθει.
Η πορτα πισω τους εκλεισε.
Και εγειρε στην θεση της να τον θαυμασει. Φορουσε μονο μπασκετικο σορτς και ένα σορτσακι.
Αποκλειεται να ετρεξε μεχρι εδώ.
«Με αυτοκινητο ηρθα. Απλα ειπα ότι θα παω για τρεξιμο για να με αφησουν να φυγω.»
«Ορεστη εγω-» την τραβηξε πανω του και τυλιξε τα χερια του γυρω της, βυθισε το προσωπο του στον λαιμο της και εισεπνευσε βαθια. «Μωρο μου...»
Υποχωρησε στην αγκαλια του, ελιωσε πανω του.
«Κοιμηθηκα χαλια, η μανα μου κανει απαισιο καφε, και ανοιξε αποτομα τα πατζουρια.»
Το γελιο του την εκανε να νιωσει καλυτερα μονο γιατι την εσφιξε κι άλλο.
«Αυριο νιωθω πως θα ξυπνησεις καλυτερα.» της ψιθυρισε συνομωτικα.
«Αυριο;»
«Και κάθε αυριο.»
«Ειπε η Φαιη στον Γιαννη ότι δεν εισαι καλα.»
«Για αυτό ηρθες;»
«Ναι. Και για λιγο προγαμιαιο σεξ ακομα, αλλα κυριως για αυτό, το υποσχομαι.» ειχε κατεβασει ηδη λιγο το σορτσακι του.
Αναφωνησε στο ποσο χυδαιος ηταν αλλα ανοιξε όπως και να χει τα ποδια της για να χωθει αναμεσα.
Ο Ορεστης γελασε στην ελλειψη αντιστασης, μα επειτα τον χτυπησε σαν αυγουστιατικος ανεμος που εισβαλει αποτομα από παραθυρο.
«Τι εγινε μωρο μου;» την ρωτησε προκλητικα «Τελος ο 'προσωπικος χωρος' και μαλακιες;» ζουληξε επιδεικτικα με την παλαμη του τα οπισθια της για να την πικαρει.
Του χαμογελασε εξισου αυταρεσκα.
«Όχι Ορεστακο, εχω ακομα προσωπικο χωρο.» φερνει το προσωπο της κοντα στο δικο του. Δεν υποχωρει.
«Τοτε;»
«Πλεον εισαι κι εσυ μεσα.»
Ορεστης.
Ιανουαριος 2021.
Κανουν ένα τελευταιο τσιγαρο στο αεροδρομιο. Ειναι νωρις το μεσημερι.
«Θα γυρισεις ε; Μαλακα Ορεστη κανονισε!» Ο Βασιλης είναι ο μονος που εχει το θαρρος να ρωτησει.
Ο Ορεστης δεν χαμογελαει,
«Θα γυρισω.» τους λεει, με σιγουρα που δεν ειχε.
«Να προσεχεις.» Ο Κωνσταντινος δεν κρατιεται, κι ολοι ξερουν που αναφερεται. Το βλεμμα του σκουραινει.
«Αραξε, εχω τελειωσει με αυτά.» ουτε να τα κατονομασει δεν μπορει. Πεφτει για λιγο σιωπη.
«Την Κυβελη ε;» τους λεει.
Ο Βασιλης γνεφει.
«Της εχω κανονισει κονε με έναν παλιο μου συμφοιτητη.» λεει και εχει ένα μειδιαμα που κανει τον Γιαννη να γελασει και την ενταση να σπασει ελαφρως.
Ο Ορεστης τον αγριοκοιταζει μα κατω από τα χειλη του κρυβεται ένα μειδιαμα.
«Την Κυβελη.» επιμενει.
Παρον
«Ορεστη θα τσακωθουμε!» φωναζε από την άλλη γραμμη, εκεινος επνιξε ένα γελακι. Η υστερια της ηταν το φαρμακο του.
«Κυβελη το συζηταμε τοσους μηνες τωρα, εσυ βαλε ο,τι θες και εγω θα κανω το ιδιο.» η μανα του από απεναντι τον αγριοκοιταζει, την ωρα που ο Κωνσταντινος βαζει άλλη μια ρακη στον θειο Γιαννη.
«Ενταξει βαλε ο,τι θες τοτε, ξερεις τι θα γινει.» τον απειλει.
Μεγαλωνει το χαμογελο του.
Ο Βασιλης που κρυφογελαει τον σκουνταει να σταματησει.
«Θα κανεις μεταβολη και θα φυγεις;» την προκαλει και την ακουει να παιρνει μερικες εκνευρισμενες, ρηχες ανασες.
«Ναι!» του υποσχεται, μα ξερουν και οι δυο ότι θα το παντρευοταν και με βατραχοπεδιλα.
Στον κηπο γινεται χαμος. Εχει μαζευτει το μισο σοι και γλεντανε σαν να εγινε ηδη ο γαμος, κι ας μουρμουριζε ο Πετρος ότι αν ο γιος του συνεχιζε να ενοχλει την κοπελα του θα εμεναν ολοι με την χαρα.
«Στο παρτι μετα δεν θα ερθεις δηλαδη;»
Του το κλεινει στα μουτρα.
«Καλα θα δεις μαλακα τι θα σου κανει.» ο Γιαννης δεν ενεκρινε σιγουρα. Κανεις όμως δεν μπορουσε να χαλασει την διαθεση του Ορεστη.
Ιδιως την στιγμη που ο θειος του απεφανθη αδιαθεσια και δεν θα μπορουσε να παρευεθει στους εορτασμους για τον γαμο μεχρι τελευταια στιγμη.
Ηθελε να το κανει στον εαυτο του οσο πιο ανωδυνο γινεται. Μπορουσε να καταλαβει την αναγκη του θειου του, κι αν ηταν εντελως ειλικρινης με τον εαυτο του, στην θεση του, θα ηταν μαλλον εκτος χωρας.
Εκανε τα αδυνατα δυνατα για να μην κυλησει η σκεψη του σε εκεινο το σκοτεινο μονοπατι γεματο 'Αν;'
Γιατι μπορει ο Πολιτης να ειχε κανει λαθος σε πολλα για εκεινον, ένα όμως παρεμενε περα για περα αληθινο. Η Κυβελη θα μπορουσε να είναι ευτυχισμενη και με καποιον αλλον, εκεινος όμως χωρις εκεινη δεν θα γνωριζε ποτε του ευτυχια.
Οποτε, σε μια χυδαια προσπαθεια να απενοχοποιηθει, ο Ορεστης αποφασισε ότι θα περασει το υπολοιπο της ζωης του να την ευχαριστει για αυτόν, που τον επελεξε, σιωπηλα.
Κυβελη
Όταν εκλεισε τον εβδομο μηνα ειχε μια επιπλοκη που την καθηλωσε στο κρεβατι. Το αγχος και η κακη της ψυχολογια δεν βοηθουσαν.
Δεν μπορουσε να συγκεντρωθει να διαβασει, ενιωθε ότι ειχε πολλα να κανει.Ενιωθε ανέτοιμη. Και μονη ενιωθε, μα τα συναισθηματα που εβραζαν στο στηθος της όλα μαζι δεν την αφηναν να το διακρινει, όχι ακομα τουλαχιστον.
Ζουσαν μαζι πλεον, επισημα. Ηταν το στηριγμα της, ο ανθρωπος της. Ειχε αφησει την θεση του στην σχολη και ειχε διοριστει δικαστης. Η Κυβελη υποψιαζοταν ότι αυτό ηταν μια κινηση του πατερα της και ειχε σφιχταγκαλιασει την πιθανοτητα να θερμανθουν οι σχεσεις των δυο αντρων συντομα.
Ιουλιος λοιπον, και τον περασε στην Αθηνα, υπο το αγρυπνο βλεμμα του Σπυρου.
Ξεχνα την Αναφη, ξεχνα τα νυχτερινα μπανια και τα φιλια το ξημερωμα.
Κάθε εμμονη και άρρωστη σκέψη του πήρε σάρκα και οστά. Ήταν σπίτι του, στο κρεβάτι του, μόνο δικη του, ολοδικη του, και περίμενε εκείνον, μόνο εκείνον. Έγκυος στο παιδί του, με το δαχτυλίδι του στο χέρι της.
Τα πάντα μέσα του τσίτωναν στην σκέψη και μόνο.
Ηταν επιτελους δικη του, και τωρα;
Παρον
Η Τατιανα ειπε στον συντροφο της να την περιμενει στο ξενοδοχειο. Ευχηθηκε στον Ορεστη μονη, αγκαλιστηκε με τον Γιαννη και τον Βασιλη, του ευχηθηκε για το παιδι του, κι επειτα τους ζητησε να φυγουν για λιγο από το δωματιο.
Η ωρα 13.20, δεν ειχαν αρχισει καν να ετοιμαζονται Μα της φαινοταν κουκλος με το μαυρο μπλουζακι του και το μπασκετικο σορτς, ελαμπε, ηταν οντως μια πολύ σημαντικη μερα για εκεινον. Αυτό την πονεσε διπλα για την επομενη κινηση της.
Τον κοιταξε στα ματια, του χαμογελασε και του ειπε ότι δεν θα ερχοταν στον γαμο, πως ηρθε μεχρι την Ελλαδα για να του ευχηθει και να του δωσει το δωρο του.
Ο Ορεστης θα πισωπατησει, θα σμιξει τα φρυδια (παλια το λατρευε όταν το εκανε αυτό, όταν ηταν ερωτευμενη μαζι του) και της πει ότι λεει ανοησιες, ότι δεν γινεται να λειπει εκεινη από τον γαμο του.
Σχεδον την πειθει, μα η Τατιανα θυμαται αυτό που προκειται να κανει επειτα και σιγουρευεται πως ουτε ο Ορεστης θα την θελει στον γαμο μετα από αυτό.
Τον αγκαλιαζει σφιχτα και του λεει πως τον αγαπαει, του ζηταει και συγγνωμη, εκεινος την σφιγγει και της λεει πως δεν πειραζει, πως φταιει πιο πολυ. Νομιζει ότι εννοει για το ότι εσπασαν μετα τον θανατο της Ιασμης, αλλα η Τατιανα αναφερεται στο αμεσο μελλον, για αυτό που σε μια ωρα επροκειτο να κανει.
Αποφασιζει βγαινοντας από το σπιτι ότι θα παρακολουθησει τον γαμο από μακρια.
Μια φωνη της ψιθυριζει 'αν γινει' και την πνιγει αγαρμπα.
Ορεστης.
Ιουνιος 2023.
«Σαν να μην περασε μια μερα!» ο Γιαννης ειχε κλεισει δυο ναργιλεδες, το σπιτι ειχε ντουμανιασει, αλλα δεν τους ενοιαζε.
«Και παμε παλι πισω στο αγαπημενο μου θεμα.»Ο Βασιλης εχει πολύ πειρακτικη διαθεση και εχουν συμβαλει σε αυτά τα τεσσερα ποτα που εχει πιει.
«Ωχχχ όχι παλι...» ο Κωνσταντινος παιρνει μια μεγαλη τζουρα.
«Τι γινεται με την Κυβελη Ορεστακο;» τον πειραζει. Ο Γιαννης εχει πιει πολύ για να μην το βρει ξεκαρδιστικο.
«Τι να γινει ρε μαλακα...δεν μου καθεται!» συνεχιζει το αστειο, αυτή τη φορα γελαει κι εκεινος.
Ξερει ποσο δρομο εχει μπροστα του, αλλα ένα μερος του είναι ενταξει με αυτό.
«Μπιλι νομιζω ο Ορεστακος την αγαπαει.» ο Γιαννης σκουνταει τον φιλο του συνομωτικα.
«Ποια ρε; Αυτή; Όχι αραξε ρε μαλακα να την ριξει θελει απλα...» κοροιδευει κι ο Βασιλης και ο Ορεστης απλα πνιγει ένα γελακι ενώ στριβει τσιγαρο, χωρις να επιβεβαιωνει τιποτα.
Παρον.
Είχε μόλις βγει από το ντους με μια πετσέτα μόνο γύρω του όταν ο αδελφός του όρμησε στο δωμάτιο.
«Έχουν έρθει οι ξαδέλφες του μπαμπά.» του ανακοινώνει καθώς κλείνει την πόρτα πίσω του.
«Και πρέπει να πάω να χαιρετήσω αμέσως;» Μαντεύει τον λόγο της άφιξης του.
«Δεν με νοιάζει τι θα κανεις. Εγώ ήρθα να κρυφτώ.»
«Έπεσες στην ανάγκη μου δηλαδή.»
«Είσαι σε θέση να λες τέτοια πιστεύεις;» ανασηκώνει το φρύδι
«Τυχερός είσαι που δεν λέω αλλα.» Του απαντάει με νόημα και και παίρνει ένα εσώρουχο από το συρτάρι μαζί με μια καινούργια φόρμα. Ντύνεται μπροστά του χωρίς ντροπή.
«Πας να με εκβιάσεις με Φαιδρα;»
«Εγώ απλά την ανέφερα.» Ανασηκώνει τους ώμους.
«Με Φαίδρα έχουμε τελειώσει.» του το ξεκόβει, ή τουλάχιστον προσπαθεί.
«Δεν θες να μοιραστείς με την ομάδα το γιατί;» Ο Ορεστης ξαπλώνει ανάσκελα στο κρεβάτι, το άγχος του αρχίζει να φαίνεται σιγά σιγά.
«Η ομάδα να κοιτάει τη δουλειά της.»
Στον αγριεμένο του τόνο ο μικρός του αδελφός χαμογελάει. «Δηλαδή να της κάνω κονε με έναν φίλο μου από Αμερική;»
Ο Ιάκωβος δαγκώνεται.
«Όχι.» του το ξεκοβει «θα έρθουν αυτοί;» προσθέτει για να φανεί πιο ήπιος.
«Ο Στηβ και η Εμμα, από χθες το βράδυ, αλλά είναι πεθαμένοι.»
«Δεν την έχουν γνωρίσει ε;» Ο Ιάκωβος ρωτάει με ύφος, υπονοεί την μεγάλη αγάπη των φίλων του αδελφού του για την Ιασμη.
«Τους έχω μιλήσει παρα πολύ για εκείνη. Καιρός δεν είναι;» Ο τόνος του δεν χωράει ενστάσεις. Στην Κυβέλη δεν χωρούν υποχωρήσεις.
«Υποθέτω. Θα την συμπαθήσουν πάντως, αν σε ανησυχεί αυτό.» προσπαθεί να είναι αισιόδοξος.
«Δεν με ανησυχεί. Εγώ την συμπαθώ, αυτοί μένουν στην άλλη άκρη της γης και με ξέρουν ως τον 18χρονο που ήταν κολλημένος με την Ιασμη. Οποτε ξέρω ποσο άκυρο τους φαίνεται αυτό με την Κυβέλη. Αλλά είναι η πραγματικότητα των τελευταίων πέντε χρονων της ζωής μου.»
«Η πραγματικότητα.» Επαναλαμβάνει ο Ιάκωβος, σαν να του φάνηκε περίεργη η λέξη.
«Ναι. Ο,τι κι αν προσπαθούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι συμβαίνει, η πραγματικότητα μας δεν αλλάζει. Εσυ θα το ξέρεις αυτό.»
Ξεροκαταπιε.
«Σε περιμένουν οι θείες κάτω.» Του είπε και βγήκε από το δωμάτιο, ψάχνοντας αλλου καταφύγιο.
Κυβελη
Ο γιος της γεννηθηκε 9 Σεπτεμβριου, την μερα που θα εδινε το τριτο μαθημα που χρωστουσε, το τριτο από πολλα που δεν εδωσε.
Η πιο ευτυχισμενη μερα της ζωης της λοιπον ξεκινησε με εκεινη να κλαιει στις 8 το πρωι όταν καταλαβε ότι αντι να συνδεθει για να δωσει θα πηγαινε στο νοσοκομειο.
Ο Σπυρος γελασε και περασε το χερι του γυρω από την μεση της για να την σηκωσει ορθια. Εβρισκε το παραπονο της χαζο και το εριχνε στις ορμονες. Δεν ηταν οι ορμονες, αλλα ας μην προτρεχουμε.
Τον κρατουσε σφιχτα πανω της, τον κοιτουσε με τις ωρες. Τον χαζευε αχορταγα, και καθε λεπτο μεγαλωνε και περισσοτερο η καρδια της. Γεμιζε αγαπη, αντοχη...
Της φαινοταν το πιο ομορφο μωρο του κοσμου. Η μαμα της συμφωνουσε, ο πατερας της ακομη δεν την κοιτουσε στα ματια αλλα τον κρατησε στην αγκαλια του. Η Φαιδρα την φιλησε στο μαγουλο και του χαιδεψε το ποδαρακι.
«Καλη δυναμη.» της ψιθυρισε και η Κυβελη το βρηκε πολύ αναισθητο εκ μερους της, μα παραλληλα φοβηθηκε την κριση της αδελφης της. Η Φαιδρα σπανια επεφτε εξω.
Εκεινος δεν ειχε καποιον να ερθει. Και επελεξε να μην είναι εκει ουτε όταν οι φιλοι της ηρθαν να την δουν. Η Κυβελη σκεφτηκε ότι ηταν λογω του Ορεστη, η οικογενεια του σιγουρα την μισουσε, μπορει κι εκεινος να εκανε κρυφα το ιδιο. Μα ο βιολιστης δεν ηρθε, ελειπε στην Θεσσαλονικη.
Το κλιμα ηταν τεταμενο. Της ευχηθηκαν ολοι για το μωρο, αλλα υπηρχε ένα μικρο χασμα αναμεσα τους, κι ας παλευαν οι φιλες της να το κλεισουν.
Τους καλεσε σπιτι με την πρωτη ευκαιρια. Συμφωνησαν ευγενικα.
Δεν θα υπηρχε ευκαιρια.
Παρον
Η Ιφιγενεια ανοιξε την πορτα για να δει τον Βασιλη να στεκεται ακομη με προχειρα ρουχα απεναντι της.
«Καλως τον κουμπαρο, ενας ενας ερχεστε, φανταζομαι ο Γιαννης θα ερθει στις 3;» τον κοροιδευει μα δεχεται την αγκαλια του πριν την προσπερασει και χαιρετησει βιαστικα συγγενεις και φιλους καθως σκαναρε με το βλεμμα του για τις φιλες και την κοπελα του.
«Γεια σου Βασιλακη!» η κυρια Μαιρη του χαμογελασε συνομωτικα. «Πανω είναι το κοριτσι σου.» βεβαιωθηκε ότι τονισε την λεξη και τον ειδε να μορφαζει πριν αρχισει να ανεβαινει τα σκαλια δυο δυο.
Η μουσικη απομακρυνθηκε από τα αυτια του και την θεση της πηραν οι φωνες των κοριτσιων που ενθουσιασμενα συζητουσαν κατι διχως τελειωμο.
Ποτε του δεν καταλαβε πως οι γυναικες ειχαν παντα τοσα να πουν μεταξυ τους.
Βρηκε την πορτα ανοιχτη όταν εστριψε στον διαδρομο, και πρωτη ειδε την Ερμιονη, με πιτζαμες και μαλλια ισιωμενα να κανει μασκα προσωπου με τον δισκο με τα κουφετα αγκαλια.
Μολις τον ειδε πεταχτηκε ορθια και ετρεξε προς το μερος του.
Τυλιξε το χερι του γυρω από την μεση της και την κρατησε σταθερη πανω του.
«Για ηρεμα.» της ειπε ταχα αυστηρα μα γρηγορα βγηκε εκτος ρολου και εσκυψε να της δωσει ένα φιλι.
«Πως εισαι;» την ρωτησε και την κοιταξε από πανω μεχρι κατω. «Θα μεινουν κουφετα για τους καλεσμενους;»
Κερδισε επαξια ένα τσιμπημα.
«10 εχω φαει αν θες να ξερεις!» του απαντησε και ξαπλωσε παλι στο κρεβατι της φιλης της.
Η Φαιη ξεροβηξε.
«Δεκα χιλιαδες;»
«Μην αρχιζεις!» την αποπηρε αλλα η ξανθουλα ξαπλωσε διπλα της και την αγκαλιασε προσεκτικα για να μην γινει χαλια με την μασκα.
Ο Βασιλης κοιταξε γυρω του για την Κυβελη και πανω στην ωρα η κοπελα βγηκε από το μπανιο, χλωμη και αρκετα αγχωμενη.
Μολις τον ειδε το βλεμμα της ελαμψε.
«Βρε βρε βρε» καθισε στην καρεκλα της για να βαλει κρεμα προσωπου. Ειχε καταφερει να ξεφυγει από ατελειωτο 'παρτι' που ειχε διοργανωσει η μαμα της για μιση μονο ωρα, ισα ισα για να βαλει μια μασκα και να κανει ένα τσιγαρο με ηρεμια.
«Ηρθα να σου πω ότι φορεσε γραβατα.» σταθηκε από πισω της και την κοιταξε μεσα από τον καθρεφτη καθως τα λογια του αυξαναν την μανια με την οποια απλωνε την κρεμα.
«Χεστηκα ας ερθει με βατραχοπεδιλα, αν είναι να φωναξω για να το κανει ή να τσακωθουμε.» απαντησε νευρικα, και κουνιουνταν μεχρι και τα τσιμπηδακια που κρατουσαν τις μπουκλες της.
«Ο Ορεστης ειπε ότι δεν τσακωθηκατε , μονη σου-»
«Ναι μονη μου τσακωνομαι παντα! Με τοιχο!»
«Μην την συγχυζεις! Θα χαλασει το μαλλι!» τον μαλωσε η Φαιη
«Καλα καλα...» οπισθοχωρει και επειτα κοιταζει τις φιλες της ξαπλωμενες στο κρεβατι «Κατεβειτε μια κατω, θελω να πω δυο λογια στην Κυβελη πριν φυγω.»
Η Ερμιονη ανασηκωσε το φρυδι «Τι λογια;»
«Κατι δικα μας.» της απαντησε προκλητικα, μα η Κυβελη στριφογυρισε τα ματια.
«Θα μου πει να προσεχω τον φιλο τους, λες και δεν ξερεις και εσυ! Αντε κατεβειτε κατω γιατι θα φωναζει η Ιφιγενεια και δεν μπορω.»
Καθισε στο σκαμπο διπλα της και όταν η πορτα εκλεισε τον κοιταξε στα ματια.
«Πως εισαι;» ρωτησε απαλα.
«Πολύ ευτυχισμενη.» του παραδεχτηκε, τα ματια της ειχαν ηδη βουρκωσει, παλι.
«Κατασπρη φαινεσαι, λιγο ρουζ δεν σου εβαλαν;» αστειευτηκε και κοιταξε γυρω του, λες και θα της εβαζε εκεινος! Μα η Κυβελη το εκτιμησε γιατι με κάθε λεπτο που περνουσε ενιωθε ολο και πιο χλωμη, οι παλαμες της ιδρωναν, ο κομπος στο στομαχι εσφιγγε, κι ολοενα και πιο δυνατα χτυπουσε η καρδια της.
Παντρευοταν! Τον Ορεστη.
Επεσε για λιγο σιωπη, πριν ξαναμιλησει.
«Ειμαι πολύ χαρουμενος για σενα.»
«Που δεν θα μεινω γεροντοκορη ε;» αστειευτηκε.
«Ναι, κουραστηκα να κλαιγεσαι, το διαζυγιο αργει να βγει, θα το μετανιωνεις στα μισα.»
«Μετανιωνω, πολλες φορες ε;»
«Ε τουλαχιστον τρεις φορες θα σε ριξει ο Ορεστης, μετα δεν ξερω...»
Τον χτυπησε.
«Αουτς! Καλα ειπε ο άλλος ότι χτυπας!»
Κοιταχτηκαν για λιγο χωρις να λενε κατι, η Κυβελη προσπαθησε να του δειξει με το βλεμμα της ότι ηταν ενταξει να πει ο,τι τρυφερο επνιγε τοσοη ωρα.
Ο νεαρος ξεροκαταπιε. «Μπορει ο Ορεστης να είναι φιλος, αλλα εσυ εισαι η κολλητη μου, το ξερεις.»
«Αωωω Βασιλη μου..»
«Κοψε την κλαψα γιατι θα σταματησω.»
Γελαει «Δεν υποφερεσαι.»
«Θελω να εισαι ευτυχισμενη, γιατι παντα φροντιζες για τους αλλους, από τα κονε μεχρι τις ατελειωτες συζητησεις, εχεις νοιαστει για ολους μας.»
«Είναι καλος για σενα. Σε αγαπαει σαν τρελος, και μπορει να μην του φαινεται αλλα ο Ορεστης θα σου κανει όλα τα χατιρια, αρκει να εισαι χαρουμενη. Οποτε αν ανησυχεις μηπως εκανες την λαθος επιλογη, να ξερεις ότι εγω ειμαι σιγουρος για αυτό και για τους δυο μας.»
«Αν εκανα λαθος θα μου το ελεγες;» την κοιταει με ένα βλεμμα που δεν χωραει αντιρρησεις. Σηκωνεται από το σκαμπο και σκυβει να την φιλησει στο μαγουλο.
«Λεω να τον στησεις κανα εικοσαλεπτο. Θα παμε κι εμεις δεκα λεπτα νωριτερα, θα λαλησει.» της ψιθυριζει συνομωτικα πριν ανοιξει την πορτα.
«Δεν αργω Βασιλη, ο παπας είναι αυστηρος!»
Καυχαζει. «Ξενερωτη.»
---------------------------------------------------
Οι πρωτες εβδομαδες ηταν δυσκολες, σχεδον εφιαλτικες. Ηταν δυσκολο μωρο, δεν κοιμοταν για παραπανω από μια ωρα συνεχομενα, εκλαιγε σχεδον ολο το βραδυ, ετρωγε ελαχιστα και η Κυβελη πονουσε.Ο Σπυρος επεμεινε να μην τα παρατησει ετσι 'ευκολα', πως ηταν σημαντικο, πως ηταν αναγκαιο, πως το συμβουλευουν ολοι οι γιατροι, πως τα τρια παιδια του το εκαναν και δεν αρρωσταιναν ευκολα. Οποτε προσπαθουσε, και ετρεχαν τα δακρυα ποταμι.
Ενιωθε χαλια. Η μαμα της ειπε ότι εφταιγαν οι ορμονες της. Μα το στομαχι της κλωτσουσε το καμπανακι ότι κατι πηγαινε λαθος.
Ειχε παρει 9 κιλα που δεν αντεχε να βλεπει.
Ειχε αποκτησει μαυρους κυκλους που δεν ηταν από το διαβασμα που δεν αντεχε να σκεφτεται.
Μα τωρα η σχολη της φαινοταν πιο μακρινη από ποτε. Όλα τα σχεδια που ειχε κανει και περιελαμβαναν να μεινει σπιτι με το μωρο και να διαβασει ειχαν ναυαγησει. Δεν διαβαζε. Ηταν ολο το βραδυ ξυπνια, κι ας σηκωνοταν ο Σπυρος να την βοηθησει, και το πρωι ενιωθε τοσο εξαντλημενη, που τις περισσοτερες φορες απλως κοιμοταν στον καναπε αναμεσα στα γευματα του μωρου.
Τον Ιανουαριου η Ερμιονη πηρε πτυχιο, η Φαιη το ιδιο, οι φιλοι της ειχαν παρει ηδη από τον Σεπτεμβρη. Εννοειται πως ειχε προσκληση για το παρτι μετα, μα δεν πηγε. Μπορει τα δυο κοριτσια να ειχαν ερθει σπιτι της ουκ ολιγες φορες, αλλα δεν ηξερε αν μπορουσε να είναι στον ιδιο χωρο με τοσα ατομα από την 'παλια της ζωη', της προκαλουσε ασφυκτικο σοκ η σκεψη και μονο.
Τους εστειλε υπεροχες ευχες, και οσο εγραφε τα μηνυματα ετρεχαν τα δακρυα ποταμι.
Ο Σπυρος ηταν υπεροχος, λατρευε τον γιο τους, και ηταν εμπειρος, ηξερε τι να κανει, πως να τον κοιμησει, να τον ταισει, να τον κανει μπανιο. Και με εκεινη ηξερε τι να κανει. Την εκαιγε το αισθημα ότι τα ειχε ξανακανει όλα αυτά, όχι μια, όχι δυο, αλλα τρεις φορες. Και ακομη παραπανω, αυτομαστιγωνοταν όταν ενιωθε ζηλια που δεν ηταν και για εκεινον εξισου πρωτογνωρο.
Εσυ διελυσες ένα σπιτι, ετσι ελεγε ο κοσμος τουλαχιστον, και δεν το φανταζοταν ... ακομα και μηνες μετα ο κοσμος μιλουσε πολύ, και ειχε πολλα να πει.
Και ακομα δεν ειχε βρει τροπο να πνιξει, ή εστω να σωπασει για λιγο, εκεινη την φωνη που της ουρλιαζε ότι βυθιζοταν, ότι χανοταν σε κατι που δεν ηταν προορισμενο για εκεινη.
Ισως βεβαια να επρεπε να την πνιξει την φωνη, γιατι ισως η σιωπη της να κρατουσε σταθερη την ψυχικη της ηρεμια, που θα διαλυοταν σαν καστρο από τραπουλοχαρτα στην συνειδητοποιηση ότι ισως, ισως... δεν ηταν προορισμενη για αυτό, και ισως, ειχε κανει λαθος, μα ...σιγουρα, δεν υπηρχε επιστροφη πλεον.
Παρον.
Ο καθενας αντιλαμβανεται τον θανατο και την υπαρξη ψυχης διαφορετικα.
Η Τατιανα ενιωθε περιεργα από την μερα που συνειδητοποιησε ότι ειπε στην Ιασμη να μεινει στην μνημη του Ορεστη για παντα και εκεινη αυτοκτονησε. Σαν καποιος να την κοιτα, να την παρακολουθει.
Και μπορει ειπωθηκαν πολλα, να διαβασε το γραμμα της, να εδωσε στον Ορεστη το δικο του, να τηρησε οσα την εβαλε η Ιασμη να υποσχεθει οτι θα κανει, μα και παλι δεν μποςουσε παρα να νιωθει ότι κατι δεν ειχε συμβει, ή μαλλον ότι κατι επροκειτο να συμβει.
Εφυγε από την χωρα για να το αποβαλει, μα αυτό την ακολουθησε.
Ηταν όμως πριν τρεις εβδομαδες, όταν την καλεσε η παλια συμφοιτητρια της Ιασμης και της ειπε ότι ειχε κατι για εκεινη, με αφορμη να ζητησει διευθυνση για την μεταφορικη.
Την ελουσε κρυος ιδρωτας, μα κατι μεσα της σαν να παρελυσε από ανακουφιση ενός τρομου επιγενομενου.
Δεν ηταν τρελη, ουτε φοβοταν το κενο.
Υπηρχε κατι!!
Οι οδηγιες ηταν σαφεις και ρητες. Το διαβασε κρατωντας με χερια να τρεμουν, να ποτιζει ο ιδρωτας της το χαρτι.
Νο1 : Να μην ανοιχτει.
Νο2: Να παραδοθει στον Κυβελη αυτοπροσωπως.
Νο3: Σε μια σημαντικη τους μερα.
Μπορεις να σπασεις έναν από τους τρεις κανονες.
Η Ιασμη ειχε ισως υποτιμησει το ποσο γρηγορα θα τα εβρισκαν παλι αυτοι οι δυο. Η Τατιανα ευχοταν να την εβλεπε από καπου εκει ψηλα – ή εκει χαμηλα (το πιστευε καποιες φορες αυτό)- και να την παρατηρησει που με τα ματια την χλευαζε.
Χα! Αργησες! Σε τρεις εβδομαδες παντρευονται.
Το πεταξε στα σκουπιδια του γραφειου της.
Το ιδιο κιολας βραδυ ειδε στον υπνο της την φιλη της να πηδαει από την ταρατσα. Οποτε στις 03.04 ωρα ελλαδος το σφραγισμενο γραμμα βρισκοταν εκτος σκουπιδιων, πανω στο γραφειο.
Περασε μια ολοκληρη μερα να ζυγιζει τις επιλογες της για το ποιο κανονα θα εσπαγε.
Το μονο σιγουρο ηταν ότι δεν μπορουσε να της το δωσει πιο πριν τον γαμο. Δεν θα προλαβαινε να φτασει Ελλαδα εγκαιρως. Δουλευε
Ουτε όμως και μετα. Γιατι επρεπε να της το δωσει αυτοπροσωπως.
Ουτε μπορουσε να το δωσει στον Ορεστη ή καποιον αλλον.
Η Τατιανα ορκιστηκε ότι αν αυτό το γραμμα μπορουσε να διαλυσει την σχεση τους δεν θα το εδινε. Θα εσπαγε κι αλλον κανονα.
Την μερα πριν ταξιδεψει στην Ελλαδα, εχοντας διαβασει το γραμμα το ειχε αφησει εξω από την βαλιτσα της. Εκεινο το βραδυ ειδε παλι την Ιασμη να πεφτει.
Το εβαλε μεσα και ευχηθηκε να μην διαλυσει την ευτυχια του για παντα.
Το μονο σιγουρο ηταν ότι δεν μπορουσε να ζησει άλλο με αυτό. Επρεπε να σπασει τα δεσμα, ο,τι την ενωνε με την Ιασμη ηθελε να το αποταξει, για να ηρεμησει, για να αναπνευσει ξανα χωρις εκεινο το βαρος της ευθυνης, το βαρυ.
--------------------------------------------------------------------------------
Ο μπεμπης εγινε πεντε μηνων, Δημητρη θα τον ελεγαν. Η επιλογη ονοματος ηλπιζε να συγκινησει τον πατερα της, που ενώ λατρευε τον εγγονο του, δεν εδειχνε να εγκρινει την σχεση της Κυβελης και του Σπυρου, με τον τελευταιο να διατηρει μια παγερα αδιαφορη σταση απεναντι στο θεμα.
Η εξεταστικη του Φεβρουαριου περασε με την σχολη παγωμενη και την κοπελα να βγαινει ελαχιστα από το σπιτι.
Μπορουσε πλεον να εντοπισει εκεινο το απαισιο συναισθημα στο στηθος της. Ηταν δυστυχια.
Κι όλα τα προηγουμενα τσιμπηματα, ολο το βαρος που αισθανοταν, ηταν η προειδοποιηση που εστελνε το ενστικτο της.
'Θα δυστυχησεις Κυβελη! Προσεχε!'
Και δυστυχησε.
Το παιδι θα αρχιζε νηπιαγωγειο. Την εκανε να νιωθει απαισια αυτό, γιατι πλεον τελειωναν οι δικαιολογιες της, και με την απουσια του τα πρωινα καθημερινα θα ερχοταν παλι στο προσκηνιο αυτό που ο πατερας της αηχα της ελεγε μηνες τωρα.
Που βρισκεσαι στην ζωη σου Κυβελη; Αυτος ηταν ο στοχος σου;
Η μαμα της μια Κυριακη που της ειχε παει τον μικρο να τον δει την επιασε και της τα πε.
«Πολλες γυναικες δεν δουλευουν και μενουν σπιτι με τα παιδια τους. Το να μεγαλωνεις παιδια είναι η πιο δυσκολη δουλεια του κοσμου, απαιτητικη οσο καμια άλλη, γιατι μορφοποιεις έναν ανθρωπο που υπο κανονικες συνθηκες θα είναι το μελλον σου στον κοσμο. Πρεπει να εισαι προσεκτικος.
Δεν είναι ντροπη να μην δουλευεις! Ειδικα όταν δεν εχεις αναγκη, και δεν αναφερομαι στον Σπυρο, αναφερομαι σε εμενα και τον πατερα σου. Εμεις μπορουμε να σας στηριξουμε εξισου ανετα.»
Εγνεψε θετικα και την διαβεβαιωσε ότι δεν προκειται για κατι τετοιο.
Ηθελε να το ουρλιαξει. Δεν περιμενε ποτε στην ζωη της ότι θα εφτανε στο σημειο να δεχεται αφεση αμαρτιων από την μητερα της.
Δουλεψε ως γραμματεας σε ένα δικηγορικο γραφειο. Ηταν καλη δουλεια, ησυχη, σταθερο ωραριο και μισθος.
Της ελειπε ο γιος της, σιγουρα. Μα επιανε ορισμενες φορες τον εαυτο της όταν εμπαινε στο αυτοκινητο για να παει στο γραφειο να προσποιειται ότι δεν εχει παιδια, ότι πηγαινει στην δουλεια και μετα θα γυρισει και θα ανοιξει ένα μπουκαλι κρασι, θα καλεσει τις φιλες της, θα γκρινιαξουν μαζι.
Της ελειπε εκεινο που δεν επελεξε, όχι όμως με τον τροπος που ένα παιδι κοιτα το παιχνιδι που τελικα δεν διαλεξε, αλλα με τον τροπο που κοιτας μια καλπικη λιρα
Παρον.
Όταν η μητερα της Κυβελης της ανοιξε την πορτα μετα βιας την αναγνωρισε. Ηταν ολο χαρες και χαμογελα, την υποδεχτηκε σπιτι τους και προσφερθηκε να την κερασει δεκα διαφορετικα πραγματα.
Ηταν μαζεμενο ολο το σοι, η μουσικη ηχουσε παντου στο σπιτι κι ας πηγαζε από τον κηπο.
Απλωμενες στον χωρο υπηρχαν καρεκλες και σταντ με καλλυντικα και ειδη περιποιησης, ενώ ένα παρανυφακι εκλαιγε και δυο κοπελες προσπαθουσαν να διεκδικησουν θεση για το ονομα τους στο παπουτσι της νυφης.
Η νυφη...
«Ηρθα να μιλησω με την Κυβελη,» στον σφιγμενο της τονο και η Ιφιγενεια σοβαρεψε.
«Συνεβη κατι;» ζητησε να μαθει καθως της εκανε νοημα προς τις σκαλες.
«Όχι, όχι.» βιαστηκε να αρνηθει, γιατι εκανε τοσο δρομο, δεν θα χανονταν όλα τωρα.
Ανεβηκε τα σκαλια τρια τρια. Και όταν μπηκε στο δωματιο η Κυβελη ηταν μαζι με τις φιλες της και την αδελφη της.
Ελαμπε ολοκληρη κι εκεινη, όπως ο Ορεστης.
Ηταν οντως σημαντικη στιγμη.
«Τατιανα...εμ...δεν σε περιμενα από εδώ....καλημερα!» η Κυβελη μασκαρευει την εκπληξη της με ένα χαμογελο που μαλλον εννοουσε γιατι εκανε την Τατιανα να νιωσει σκουπιδι.
«Καλημερα! Ναι! Ηρθα να σε συγχαρω, αλλα και να σου μιλησω για κατι.» στον σοβαρο της τονο οι δυο φιλες της σηκωθηκαν αμεσως και κινησαν να βγουν από το δωματιο, ενώ η αδελφη της μπηκε στο μπανιο για να στεγνωσει τα μαλλια της.
Μην το κανεις. Μην το κανεις.
Ηταν η τελευταια της επιθυμια.Θα ελευθερωθεις.
Επαψε να την κοιταει στα ματια, μονο αρχισε να μιλαει. Μηχανικα, σταθερα με μια ασταθεια σχεδον αστεια. Σαν να μην ηταν δικα της τα λογια, σαν να τα διαβαζε από καπου.
Η Κυβελη δεν καταλαβαινει. Κανει αρκετες ερωτησεις. Δεν της φωναζει όμως, δεν της λεει ότι αυτό είναι εγωιστικο, δεν την διωχνει. Αποκτα λιγη αγαπη μεσα της για την Κυβελη και την ευγνωμονει που δεν της φωναζει, σαν κατά καποιο τροπο να εχει καταλαβει.
Εκεινη ακομα στεκεται, απεναντι της η κοκκινομαλλα είναι καθιστη.Εχει τεινει το χερι της, μεσα στον ανοιγμενο φακελο το γραμμα.
Η Κυβελη κοιταει το χερι γιατι φοβαται το γραμμα.
«Ο Ορεστης δεν ξερει φανταζομαι.» μονολογει με την σκεψη χαμενη καπου μακρια.
«Όχι, δεν εχει ιδεα, θα με σκοτωσει αν το μαθει.» της παραδεχεται η κοπελα.
«Αν έλεγε κάτι κακό...» δεν τολμαει να το παρει, σαν να επροκειτο να την δαγκωσει.
«Δεν θα στο έδινα ποτε.» Την διαβεβαιώνει.
«Είναι καλό δηλαδή ;» λιγο από το φως που χαθηκε επανερχεται με ελπιδα.
«Όχι, είναι θλιβερό. Θλιβερό και ανατριχιαστικό, τόσα χρόνια μετά ασχολούμαστε με αυτά. Δεν το ήξερα ότι θα το έκανε. Μου το έδωσε η φίλη της λιγες εβδομαδες πριν, με την δημοσιοτητα του Ορεστη δεν θα ηταν και δυσκολο να ξερει αν ειστε μαζι. Μακαρι να μην στο εφερνα ποτε...Αλλά το δικο μου γραμμα ειχε αναλυτικες οδηγιες, γραμμενες από τον χειροτερο της εαυτο....κι απλα θελω να τελειωνω με ολο αυτό, να το κανω σωστα και να ληξει εδώ.»
Ποια είμαι εγώ να παρακούσω την τελευταία επιθυμία κάποιου;
Βουκρωνει παλι. Τα ακροδαχτυλα της αγγιζουν τον φακελο, τον παιρνει με οσο κουραγιο της εχει μεινει. Ξεροκαταπινει.
Είναι ολολευκη, σαν να εχει δει καποιο φαντασμα.
Η Τατιανα θελει να την αγκαλιασει, ιδιο φαντασμα εβλεπαν.
«Α καλα μαλακα ότι να ναι.» η Φαιδρα βγηκε φουριοζα από το μπανιο και καρφωσε με ένα βλεμμα οργης την πηγη του κακου.
«Χεστηκαμε για την τελευταια επιθυμια της Ιασμης!» της φωναξε, και σχεδον ακουστηκε στο σαλονι.
«Φαιδρα!»η Κυβελη αναφωνησε, ηταν πηγαιο. Παρα το αρρωστο της υποθεσης θεωρουσε απαραδεκτο να βλαστημας τους νεκρους.
«Ασε μας ρε Κυβελη! Το κοριτσακι εχει στοχο να καταστρεψει κάθε ομορφη στιγμη της ζωης σου. Γιατι σε μισει. Νομιζεις αυτή θα την ενοιαζε η τελευταια σου επιθυμια;»
«Θα αλλαξει κατι αν το διαβασεις τωρα; Υπαρχει περιπτωση να μαθεις κατι που δεν ξερεις για τον Ορεστη; Και πιστευεις ότι υπαρχει κατι που μπορεις να μαθεις για εκεινον και να σε κανει να μην τον αγαπας;»
Σιωπη.
«Τι φοβασαι ότι θα γινοταν αν δεν τηρουσες την επιθυμια της; Θα σε στοιχειωνε;» κοροιδευει την ξανθια με το βλεμμα στηλωμενο στο πατωμα, φοβοταν ή ντρεποταν;
«Εσυ Κυβελη;»
«Τι θα κανει η Ιασμη αν δεν διαβασεις οσα σου εγραψε; Θα ξαναπεθανει;»
Η αδελφη της γουρλωσε τα ματια.
«Φαιδρα αρκετα!» με μια κινηση εξισου νευρικη πεταει το γραμμα που κραταει στο συρταρι διπλα της και το κλεινει με κροτο.
Κοιταζει την Τατιανα τοσο εντονα που την αναγκασει να σηκωσει τα ματια προς το μερος της.
«Εκανες το καθηκον σου, ελπιζω να ηταν το τελευταιο.» της λεει ανεκφραστη. Δαγκωνεται όμως πολύ.
«Μπορεις να φυγεις.» της ανακοινωνει κι υστερα γυριζει προς το μερος της Φαιδρας.
«Ουτε λεξη για αυτό σε κανεναν.»
-----------------------------------------------------------------------------
Κατι δεν πηγαινε καλα. Το ενιωθε στα σωθικα της, την εκαιγε μια αμφιβολια απροσδιοριστη.
Ετρωγε ανορεκτα απεναντι του, μετα βιας αγγιζε το φαγητο της δηλαδη, αλλα ο Σπυρος δεν μπορουσε να το δει αυτό, γιατι ηταν στο κινητο.
Δεν ειχε αντιληφθει κατι συγκεκριμενο.Μα το ενιωθε.
Ηταν στον τροπο που την αγγιζε, που την κοιτουσε. Ιδια λατρεια απτοητη, ιδια αγαπη, νοιαξιμο. Κατι ελειπε. Ηταν κατι πολύ μικρο, σαν κοκος αμμου που όμως ειχε μπλεχτει στα σεντονια της και τωρα βρισκοταν σε κάθε της κινηση.
Εγινε εμμονικη, μαραζωσεστην σκεψη.
Δεν ηταν πια η αγαπημενη κορη, ισως να μην ηταν και ποτε, μα πλεον δεν διεκδικουσεθεση. Δεν ηταν η κολλητη καμιας φιλης της, μα ηταν η αγαπημενη του Σπυρου, στηνκαρδια του ηταν παντα πρωτη.
Παρον.
Δεν διαβασε το γραμμα. Το καταχωνιασε στο συρταρι της και αποφασισε ότι τιποτα σε αυτό δεν ηταν αρκετα σημαντικο για να χαλασει την μερα της.
Οι ετοιμασιες αρχισαν να γινονται πιο εντονες.
«Σημερα γα-σημερα γαμος γινεται....σε ωραιο περιβολι...» η μαμα της τραγουδουσε μαζι με την Ερμιονη και ειχαν παρασυρει και την κοπελα που την εβαφε.
Η αδελφη της εβαζε εδώ και ένα τεταρτο eyeliner, κι η Γεωργία ισιωνε τα μαλλια της Φαιης.
Ο κομπος στο στομαχι της ολοενα και μεγαλωνε, η καρδια της ηταν υπερβολικα βαρια για να χωρεσει στο στηθος της και κινδυνευε να εκραγει. Τα χερια της μουδιαζαν και ιδρωναν.
Ηταν ένα ερειπιο, όμως αδημονουσε, και προσοπαθουσε καπως να κλεισει αυτή την γλυκια υπεροχη προσμονη σε ένα γυαλινο βαζακι για να μπορει να την θυμαται για παντα.
Ενιωθε μια ευτυχια ανευ προηγουμενου. Παρα τον πολύ κοσμο στο σπιτι η διαδικασια προετοιμασιας ηταν ηρεμη και κυριαρχησε η οργανωση.
Ετσι, μια ωρα πριν την επισημη εναρξη του γαμου, και πεντε λεπτα πριν χρειαστει να φυγουν, εχοντας βγαλει απειρες φωτογραφιες και τηρησει τα εθιμα, στεκοταν στον ολοσωμο καθρεφτη του δωματιου της, εκει που τοτε ο Ορεστης της ειχε δωσει το μενταγιον που εμελλε να γινει ασορτι με βραχιολι, και κοιτουσε τον εαυτο της.
Εισαι η πιο ομορφη νυφη της ειπαν.
Μα ενιωθε οντως πολύ ομορφη. Το φορεμα πανω της ηταν ονειρεμενο και κάθε εκατοστο του προσωπο της ακτινοβολουσε. Τα μαγουλα της ειχαν καταφερει να ροδισουν, τα χειλη της ηταν μαλακα και τονισμενα ελαφρως, τα ματια της εμοιαζαν με σειρηνας και το στηθος της ανεβοκατεβαινε ρυθμικα.
«Εχεις αγχος.» ο πατερας της, που την παρακολουθουσε από το κατωφλι της πορτας, της προσαψε. Σαν να ηταν κακο.
«Πιστευεις κανει για εμενα;» τον ρωτησε παιρνοντας το βλεμμα από τον καθρεφτη.
Την κοιταξε διερευνητικα. Ηταν στιγμες όπως αυτές που ο Δημητρης ενιωθε ότι δεν μπορουσε να της πει οτιδηποτε ισως την πληγωνε. Ανεκαθεν ηθελε να της προσφερει τα παντα, κάθε ευτυχια, διχως να υπολογιζει το κοστος, οποιοδηποτε κοστος.
«Εξαρταται.» της απανταει και στεκεται διπλα της.
«Αν σου πω όχι θα τα τιναζες όλα στον αερα εδώ και τωρα;;»
Νιωθει ένα σουβλισμα στην καρδια. Αρα συμφωνουσε;
«Όχι φυσικα!» αναφωνει. Ο Δημητρης μειδια.
«Γιατι όχι;»
«Εχει ερθει τοσος κοσμος, εχουμε κανει τοσες ετοιμασιες! Ρεζιλι θα γινουμε!»
Ανασηκωνει το φρυδι.
«Και γιατι τον αγαπας.»
«Ναι.»
«Εχεις απλα αγχος, θες επιβεβαιωση.»
«Και αυτή τη στιγμη με ρωτας γιατι δεν τα τιναζω όλα στον αερα. Εισαι σοβαρος;»
«Αν ειχες εστω και μια αμφιβολια θα μου ειχες κανει την ιδια ερωτηση μηνες πριν, η δικη μου η κορη δεν αφηνει τιποτα τελευταια στιγμη.» της δηλωνει περηφανα και βγαζει μια τουφα μπροστα από τα ματια της. Τα μαλλια της πεφτουν ελευθερα στους ωμους και την πλατη της της, διακοσμημενα με μερικα μονο τσιμπηδακια με ζιργκον, για να στεκεται το πεπλο.
«Η μαμα ειπε ότι η γιαγια η Φαιδρα όταν παντρευοστασταν-»
Την διεκοψε, σαν να μην ηθελε να ακουσει.
«Η γιαγια σου η Φαιδρα δεν με συμπαθουσε καθολου γιατι με θεωρουσε ψυχρο.»
«Αλλα δεν ηταν λαθος, ο γαμος εννοω. Ειχε αδικο η γιαγια.» προσπαθησε να τον κανει να της πει λεξεις παρηγοριας.
«Ναι εννοειται, τι ξερει αυτή; Ο θεος να την αναπαυσει, αλλα μεταξυ μας. Να κοιτουσε τον δικο της γαμο» στο καυστικο του σχολιο η κοπελα δεν κρατηθηκε και γελασε. Ηξερε ότι το εκανε επιτηδες.
«Το να παντρευτω την μανα σου ηταν ο,τι πιο σωστο επραξα. Με εκανε απιστευτα ευτυχισμενο για παρα πολλα χρονια. Μακαρι να ειχαν ολοι την τυχη να βρουν έναν τετοιο ανθρωπο . Οποτε ευχομαι με τον τσαρλατανο που εμπλεξες να μην χωρισετε ποτε, αλλα αν χωρισετε μετα από 15 χρονια τοσο ευτυχισμενου γαμου, μπορει να σου πω και ότι δεν πειραζει.»
«Ουαου, τι αισιοδοξια.»
«Οποτε για να σου απαντησω στην ερωτηση σου» της χαιδευει το μαγουλο και της χαμογελα με τροπο που την κανει να θελει να κλαψει. «Ο.τι κι αν εχει γραψει η Ιασμη εκει μεσα δεν πιστευω ότι μπορει να σας χωρισει.»
---------------------------------------------------------------------
Το αν- τελευταια πραξη, παραλληλου συμπαντος υπ'αριθμον 2
Την κοιτουσε που χτενιζε τα μαλλια της μπροστα στον καθρεφτη. Χτενιζε το απεραντο τζιντζερ και κοιτουσε οπουδηποτε μπορουσε να βρει μια ατελεια.
«Τι σκεφτεσαι;» ακουμπαει τα χειλη του στον ωμο της.
Φοραει ακομα πουκαμισο και παντελονι. Βουλιαζει η καρδια της.
«Θα βγεις;»
«Θα συνεχισω λιγη δουλεια ακομη στο γραφειο, μπορει να ερθει και ο Αντωνιαδης.»
«Τετοια ωρα;» ρωτησε και κοιταξε το ρολοι.
9 το βραδυ ηταν μονο.
Η συνειδητοποιηση της κλειδωσε με την απαντηση του που ουτε καν εκανε τον κοπο να εκφρασει.
«Θα αργησω λιγο.» ξαναφιλησε τον ωμο της και επειτα ανεβηκε λιγο στον λαιμο της. Για να την καλοπιασει.
Μα δεν ηταν όπως με την Εβελινα, την Κυβελη την αγαπουσε οντως.
Μα ήθελε να παίξει. Και με την Κυβέλη δεν μπορούσε πια, γιατί ήταν δικη του, κι εκείνος αναζητούσε ένα παιχνίδι να κατακτήσει, να το επιθυμήσει με λύσσα. Εκείνη ήταν το πιο πολύτιμο απόκτημα του, την είχε τοποθετήσει ευλαβικά στο ραφι, μέσα σε βιτρίνα, προστατευμένη άπ τα πάντα, ποτε από εκείνον. Δεν θα έπαυε ποτε να την αναζητά, θα ήταν πάντα το αγαπημένο του παιχνίδι.
Και καταδικάστηκε.
Σαν να μην τιμωρήθηκε ήδη αρκετά, καταδικάστηκε στην μοίρα της ανεστραμμένη. Με μανία πίστευε πως όλα αυτά της συνέβαιναν επειδή δεν βρέθηκε κάποιος να της πει: «μωρή πουτανα, με τον άντρα μιας άλλης; Με τον καθηγητή σου;»
Κι επειδή όλοι μονάχα το σκέφτονταν και κανεις δεν τόλμησε να της το πει, η Κυβέλη μεταμορφώθηκε στην ύβρη της. Έγινε η πρώτη γυναίκα, η σύζυγος, η κερατωμένη.
Κι όλο αυτό φρόντισε να απέχει άπο το παρελθόν αρκετά ώστε να νιώθει τρελη και να μην μπορεί να του το αποδείξει. Να μην μπορεί να του πει «Κοιτα!! Ότι έκανες με εμένα τώρα το κανεις σε εμένα!»
Γιατί ο Σπύρος την λάτρευε, την κοιτούσε με κάθε εκατοστό της μαύρης κολλώδους αγάπης του και την ήθελε μόνο δικια του.
Το κατάφερε αυτό, την απομόνωσε, αυτή και τον γιο τους, τους έκλεισε σε ένα τετράγωνο διάφανο κλουβί, για να παίζει μαζί τους Οποτε αυτός ήθελε, σαν κακομαθημένο παιδί.
Μα ποιο παιδί δεν ζητα νέο παιχνίδι ;
Παρον
«Κυβελη;» η Ερμιονη χτυπαει την πορτα του δωματιου. Γυριζει το χερουλι παλι, λες και αυτοματα θα ξεκλειδωσε.
«Ρε Κυβελη ασε τα αυτοκαταστροφικα σου και παμε να παντρευτεις το κερατο μου μεσα!» η Φαιδρα χτυπαει την πορτα με δυναμη.
«Ηρεμα παιδι μου θα την σπασεις!» πανω στην ωρα ακουει την μαμα της.
«Κυβελακι ολοι εφυγαν, πρεπει και εμεις σιγα για γιατι θα αργησουμε.» Η κουμπαρα της της θυμιζει.
«Θα φτασουμε ηδη δυο λεπτα αργοπορημενα!» η φωνη του πατερα της ακουγεται.
Θα ορκιζοταν ότι ακουει καπου μεσα την Δεσποινα, το παρανυφακι της, να γκρινιαζει στην ξαδελφη της ότι ειχε κουραστει.
Μα δεν μπορουσε να παψει να διαβαζει.
Και με κάθε λεξη εσβηναν οι φωνες, θολωνε το φως. Γινονταν οι λεξεις φωνες, γινονταν φως.
Όλα ηταν εκει μεσα, όλα οσα φοβοταν και ετρεμε συνοψιζονταν σε εκεινο το γραμμα.
Μα δεν ηταν η τελευταια φορα που θα επρεπε να κοιταξε την αληθεια στα ματια.
Το γραμμα που ηλπιζα να μην γραψω ποτε.
Ειπα στην Τατιανα να στο δωσει όταν πλεον το ότι εσυ και ο Ορεστης θα καταληξετε μαζι είναι μη αναστρεψιμο, ουτε ένα δευτερολεπτο πριν, ουτε μια στιγμη πιο μετα. Εικαζω,αν την ξερω οντως, ότι στο εδωσε ανοιγμενο.Δεν την αδικω, της επεσαν πολλα, η Τατιανα θα κουβαλαει τον θανατο μου μεσα της για παντα γιατι ανελαβε να στοιχειωσει ολους εσας μετα. Να μην σας αφησει λεπτο να με ξεχασετε. Το ταξιδι αυτό τελειωνει με εσενα Κυβελη. Με εσενα απελευθερωνεται και η ευθυνη της Τατιανας. Γιατι αυτό το γραμμα ακομα και αν εσυ με τον Ορεστη δεν καταληξετε μαζι-απιθανο-, θα το λαβεις.
Διαβαζοντας αυτές τις λεξεις καταλαβαινω γιατι το ανοιξε. Ηθελε να σιγουρευτει πως δεν θα διαλυσω πληγωνοντας σε άλλη μια ξεχωριστη μερα του. Που με φερνει στο δευτερο πραγμα που ξερω, παντρευεστε.
Ή φευγετε μαζι στο εξωτερικο ή κατι άλλο που εκανε ο Ορεστης και κατεστησε πασιφανες σε ολους ότι εισαι η μια και εισαι ολοδικη του. Είναι καλος σε αυτά.
Ένα μερος του υποσυνειδητου μου προσπαθει να με πεισει ότι αν καταφερω και πεθανω τελικα, θα χωρισετε για παντα. Μα γνωριζω καλυτερα από το να λεω ψεματα στον εαυτο μου.
Ξερουμε και οι δυο ότι αυτό το γραμμα σου ανηκε καιρο τωρα, πριν καν ακομα το γραψω, μην με ρωτησεις το ποτε, δε θα σου πω.
Δεν ειμαστε φιλες για να σου ζητησω χαρη, οποτε απλα ελπιζω ότι θα το κανεις ετσι κι αλλιως.
Να τον συγχωρεις και να τον αντεχεις τον Ορεστη. Να τον αγαπας δηλαδη, με ολο το φως και τα σκοταδια του.
Νιωθω ότι αυτό που γραφω είναι τρελο, μα δεν αισθανομαι τρελη. Το μυαλο μου είναι καθαροτερο από πολλων.
Είναι αληθεια ότι δεν ειχατε τιποτα υπερ σας και τα φερατε όλα στα μετρα σας. Το ζηλευω αυτό.
Ειμαι η Ιασμη, εχω αναγκη να στο θυμησω. Ειμαι η Ιασμη του. Τον ξερω από παιδι. Με αγαπησε με ολη του την καρδια. Ημουν η πρωτη, το ξερω. Στα παντα ημουν η πρωτη.
Μα βλεποντας την νεα εκδοχη του αυτή, δεν μπορω να φανταστω πως θα σταθω διπλα του ως η τελευταια. Δεν μπορω.
Γραψε λαθος, δεν με αφησε.
Είναι αληθεια ακομη, ότι δεν ξερω τι σου βρισκει, μα χαιρομαι που δεν θα ζησω για να μαθω κιολας.
Μα ξερω τι του βρισκεις εσυ. Και ξερω ότι θα σε κανει ευτυχισμενη, γιατι ξερω ότι σε αγαπαει. Κι ολοι οσοι δεν καταφεραν να σας χωρισουν είναι η αποδειξη.
Εγω ειμαι η αποδειξη.
Τα δαχτυλα μου πονανε, μα εχω ακομα δυο γραμματα, και το δικο σου μου πηρε ωρα. Χρειαστηκε να το γραψω δυο φορες, γιατι την πρωτη μονο δυο λεξεις κατορθωσα να γραψω.
Σε μισω. 114 φορες.
Σε μισω οντως. Με ολη την καρδια που μου εχει μεινει. Σε μισω γιατι σε αγαπαει, γιατι ξερω ότι ο Γιαννης σε νιωθει φιλη του, σε μισω που ειστε ολοι μια παρεα, όπως εμεις τοτε. Ακομη, σε μισω γιατι ξερω ότι ο μπαμπας του σε θεωρει 'συναδελφο' και η Νεφελη σε αγαπαει, πιο πολύ από εμενα και χαιρεται που σε επελεξε. Γιατι τον εβαλες στον σωστο δρομο, γιατι τον κρατησες καθαρο, υγιη, ενώ εγω τον τραβηξα μαζι μου στην καταστροφη. Την εβλεπα στο βλεμμα της αυτή την κατηγορια, κάθε επομενη φορα που την συναντουσα. Οποτε χαιρομαι που δεν θα ζησω να δω την αγαπη που σου εχει. Αυτή η αγαπη μου ανηκε, και της Νεφελης και του Πετρου, και του Γιαννη. Μα και ολες να τις εχανα δεν θα με ενοιαζε ουτε λεπτο. Μονο του Ορεστη ηθελα να εχω.
Οποτε σε απεχθανομαι.Αλλα η άλλη Ιασμη μεσα μου, εκεινη που με μεγαλωσε, ισχυριζεται ότι πρεπει να ειμαι καλη μαζι σου, γιατι σε αγαπαει...
Ο Ορεστης Νικολαϊδης είναι ο αντρας που αγαπουσα ολη μου την ζωη και θα σε αγαπαει μεχρι το τελος της δικης του, φανταζομαι.
Και στην επομενη ζωη από την αρχη, σωστα;
Εγω μεγαλωνα για εκεινον,
Μα εσυ γεννηθηκες για εκεινον.
Αλλα μην ανησυχεις, θα αναλαβω προσωπικα το τελος της ποιητικης αυτης τραγωδιας.
Θα πεθανω για εκεινον, ώστε να ζησεις για εκεινον, όπως ζει κι αυτός για σενα.
Μην ξεχνας αλλωστε, μια περιεργη μαγνητικη δυναμη υπαρχει αναμεσα σας.
ΥΓ1.Αν αναρωτιεσαι ακομα ποτε επρεπε να ειχες λαβει αυτό το γραμμα, εικαζω πως ηταν τοτε που του ειπες ότι αγαπας το γιασεμι.
Ναι, εχω διαβασει κι εγω λιγο. Ο Ορεστης εχει την κακια συνηθεια να κρυβει τα πραγματα που δεν θελει να χασει στα πιο προφανη και επικινδυνα σημεια. Ή να τα κλειδωνει στην θηκη του βιολιου του με λουκετο. Αλλα τι σημασια εχει;
ΥΓ2. Ο Ορεστης εγραψε στις 28 Δεκεμβριου του 2019 ότι σε θελει γιατι στο χαος του ανηκετε μαζι. Πιστευει στην αρχη του χαους, μια περιπλοκη συμπαντικη θεωρια. Να τον βαλεις να σου εξηγησει μια μερα, θα του παρει λιγο καιρο, αλλα μην ανησυχεις, εχετε χρονο.
Συμφωνα μαλιστα και με την θεωρια του, εχετε ολο τον χρονο του κοσμου.
Ιασμη.
Καποτε σου ειχα πει.
Οι σχεσεις χωριζονται σε δυο κατηγοριες. Σε οσες επιτυγχανουν και σε οσες αποτυγχανουν.
Το πιστευα ακραδαντα αυτό.
Πηγαμε για καφε. Τερας ψυχραιμιας, ουτε στις φιλες μου δεν το ειπα. Δεν περασα μια ωρα να ετοιμαζομαι. Δεν ενιωσα κομπο στο στομαχι.
Τον ειδα και ενιωσα το στηθος μου να λιωνει. Μια γλυκια θερμη με καλυψε όταν μου χαμογελασε.
Ξερεις ηδη για ποιον σου λεω.
Και καθομαστε σε μια θεα. Και μετρουσε τις γουλιες μου.
«Θελω να ξαναειμαστε μαζι.» μου ανακοινωσε.
Γελασα ασυναισθητα. Δεν κοκκαλωσα, δεν παγωσα, δεν ανατριχιασα, δεν χαρηκα, ουτε δαγκωθηκα να μην κλαψω. Ισως να τα εκανα όλα και να μην το θυμαμαι αλλα ανεκαθεν η μνημη ηταν δευτερη μου φυση.
«Όχι, δεν θες.» τον διαβεβαιωσα.
Σαν να κοιτουσα ολη εκεινη την ωρα καθρεφτη, το απορημενο βλεμμα του ειχε τα ματια μου.
Εκεινος ηταν εγω.
Όχι δεν θες. Το επεξεργαζοταν σοκαρισμενος. Σοκαρισμενη κι εγω.
Γιατι δεν ηθελα, εγω δεν ηθελα. Πρωτη φορα εγω δεν ηθελα εκεινον,οσο εκεινος δεν ηθελε εμενα.
Εγω, που το ένα τεταρτο της ζωης μου το περασα ερωτευμενη μαζι του.
«Ξερεις εσυ τι θελω;» με αμφισβητησε, ανεβασε λιγο και τους τονους, να μου το παιξει αντρας.
«Ξερω.» του απαντησα με περισσια σιγουρια.
«Θες καποια να σε νιωθει όπως εγω, και να σε ξερει όπως εγω, να σε αντεχει και να σε αγαπαει όπως εγω.»
Ξεφυσηξε. Ηθελα να γελασω με το ποσο μπερδεμενος φαινοταν.
«Γιατι όπως εσυ, και όχι εσυ;»
«Αγαπη μου εχεις παψει καιρο τωρα να εισαι ερωτευμενος μαζι μου.»
Την τελευταια φορα που του ειπα κατι τετοιο δεν μπορουσα να παρω ανασα από το κλαμα.
Μα τωρα ενιωθα το στηθος μου ελαφρυ.
«Καμια δεν θα με νιωσει όπως εσυ. Εσυ ρε φιλε με διαβαζεις, ξερεις τι σκεφτομαι πριν το σκεφτω.» μου εξομολογειται.
Και ηταν οντως από τα πιο υπεροχα πραγματα που μου ειπε ποτε του.
«Θα βρεθει καποια. Αλλα να εισαι σιγουρος, πως οσο γυρναμε ο ενας στον αλλον, αυτή η καποια δεν θα ερθει.» ακουμπησα το χερι μου πανω στο δικο του.
Με κοιταζει. Με πιστευει, το ξερω.
«Λες;» ρωταει και στη φωνη του διακρινω το ηχοχρωμα ελπιδας.
Είναι ετοιμος να ερωτευτει καποια άλλη.
Και αυτό το ενδεχομενο δεν μου ραγιζει την καρδια.
«Σ'αγαπω, το ξερεις;» με ρωταει.
Γελαω γιατι η ευτυχια που συσσωρευεται στο στηθος μου με πιεζει παντου.
«Το ξερω.» τον διαβεβαιωνω.
Μου σφιγγει το χερι.
«Αρα εμεις...τελος; Ποτε ξανα;» χαμογελαει, με κοιταζει πιο τρυφερα από ποτε, σαν να ειμαι κατι παραπανω, πολλα παραπανω.
Γνεφω και δεν με θλιβει ουτε λεπτο αυτή η παραδοχη.
«Το τερματισαμε αγαπη μου.» τον κοροιδευω με την φραση που μας ελεγαν παντα οι φιλοι μας όταν τα ξαναβρισκαμε.
Σοβαρεψε για λιγο, σαν κατι να θυμηθηκε
«Θα ακουστει τρελο αλλα αν το καλοσκεφτεις ηρθε το τελος, τερματισαμε οντως το παιχνιδι. Αλλά ποτε τερματιζεις; Όταν κερδιζεις.»
Πηρα ανασα για να του πω ότι το μεταξυ μας δεν ηταν παιχνιδι, μα η ανασα εγινε σκονη. Εγνεψα.
Δεκα λεπτα μετα σχολιαζαμε κατι παλιους μας φιλους από το Λυκειο, μαλωναμε για το που θα ηταν ιδανικα για διακοπες, και πως γινεται να μου αρεσουν τοσο οι ελιες ενώ είναι τοσο πικρες.
Οι σχεσεις λοιπον, συμφωνα με τον πρωτο μου ερωτα, δεν αποτυγχανουν.
Τι σημαινει αποτυχια αλλωστε;
Γιατι το τελος είναι αποτυχια; Ακομα και αν είναι αδικο, ή αδοξο. Γιατι το τελος, η υπαρξη και οι αιτιες του, αναιρουν την αρχη, την μεση, την κατακλειδα;
Και το καταλαβα τοτε. Κοιτωντας τον ανθρωπο που με εκανε να νιωσω τοσα, για τοσο καιρο.
Και αν μπορω να αναιρεσω λιγο ακομα οσα ειχα πει τοτε, ισως προσθεσω, ότι ολη αυτή η αγαπη δεν μπορει να είναι αποτυχια. Κι ας εληξε.
Υπηρξε. Σε εκανε ευτυχισμενο.
Ο,τι σε εκανε εστω και για λιγο αληθινα ευτυχισμενο δεν μπορει παρα να πετυχε. Κι ας ηταν στιγμιαια.
Και αν μου επιτρεπεις- τελειωνω αληθεια-
Το λαθος που κανουν οι ανθρωποι – τι ειρωνια- είναι ότι φοβουνται να βαλουν τελος.
Γιατι συνδεουν το τελος με την αποτυχια.
Ενώ δεν είναι, είναι απλα...το τελος.
Τελειωσες γιατι κερδισες. Πηρες οσα μπορουσες, εδωσες αλλα τοσα, μπορει περισσοτερα, μπορει λιγοτερα, μπορει τα ιδια.
Η επιτυχια κρυβεται στην ευτυχια, κι ας κρατησε ένα δευτερολεπτο.
Αλλωστε, μπροστα στην απολυτη αιωνιοτητα, κι η ζωη ένα δευτερολεπτο είναι...
(Να κρατας σφιχτα εκεινη την μικρη υπεροχη ευτυχια των δευτερολεπτων που μπορεις να βαλεις σε ένα μπουκαλακι και να πινεις τα βραδια που θα διψας σκεπτομενος ποσο θα ηθελες μερικα παιχνιδια να κρατουν για παντα.)
Μα γιατι να φυγουμε μαμα; Δεν προλαβαμε να παιξαμε καθολου...
Ciao Bellas
Ελπιζω να είστε καλά !
Σας αγαπώ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top