Η σκοτεινότερη ώρα είναι πριν την αυγή.
Παράδεισος είναι η ένωση δυο ψυχών στο φιλί της αγάπης.
George Sand, 1804-1876
Υπηρχε κατι στην ανατολη και την δυση του ηλιου που με γοητευαν ιδιαιτερα, το καθενα για τους δικους του λογους.
Βλεπεις, οταν κοιταζω απο το μπαλκονι του νησιου μου τον ηλιο να βυθιζεται στο νερο, με πιανει μια νοσταλγια, σαν να εζησα οσα ευχομουν και να τα ξεχασα, σαν να εχω περασει μια ζωη στο μετριο, στο λιγο.
Ο ουρανος σκοτεινιαζει και μαζι σκοτεινιαζω κι εγω. Βουρκωνω στο πορτοκαλι και το μοβ.
Ουτε να σε φιλησω θελω, ουτε να βγαλω φωτογραφια.
Να παντρευτω στην Σαντορινη με θεα το ηλιοβασιλεμα; Καταστροφη!
Δεν μου αρεσει η δυση, ειναι πλεον σαφες. Κι αυτο γιατι στο μυαλο μου ειναι συνυφασμενη με το τελος, και το τελος με τρομαζει.
Να ανοιξω την καμερα και να αποθανατισω το τελος;
Θα αστειευεσαι αγαπη μου!
Εχεις δει πουθενα να βγαζουν φωτογραφια τον θανατο;
Εχεις δει ζευγαρια να βγαζουν φωτογραφια οταν χωριζουν;
''Δεν ειναι ολα τα τελη ασχημα.'' μου ειχε ψιθυρισει.
''Οταν τελειωνεις πανω στην γλωσσα μου ας πουμε, κι αυτο τελος δεν ειναι;''
Γελαω.
Ναι, εκεινο το τελος ειναι ομορφο.
Αλλα δεν ξερει, οτι μετα απο εκεινα τα πεντε μαγικα δευτερολεπτα πεφτω στο μαξιλαρι και ψηλαφιζω το απολυτο τιποτα μεσα μου.
Οποτε ναι, αν δεν τον φιλουσα την επομενη στιγμη, ισως και να του ψιθυριζα:
''Δεν φοβαμαι το τελος, αλλα το κενο που επεται.''
23 Ιουνιου (μερα αφιξης)
Το εξοχικο στην Αναφη ηταν περιεργο.Δεν θα το χαρακτηριζε κανείς βιλλα. Μα δεν ηταν ενα συνηθισμενο σπιτι. Ειχε απεραντες επιφανειες, παγκους, πατωματα, τεραστια παραθυρα. Λιγα επιπλα, τα βασικα. Διακοσμηση μινιμαλιστικη. Λες και φιλοξενουσε παντοτε βασανισμενους.
Μολις μπηκε, βρηκε μπροστα της εναν τεραστιο ενιαιο χωρο, ενα σαλονι με δυο μεγαλους μπεζ καναπεδες και ενα δρυινο τραπεζι σκουρα καφε αποχρωση, ενω κοιτωντας δεξια η Κυβελη ανακαλυψε μια εξισου ευρυχωρη κουζινα, επιπλωμενη με τα βασικα.
''Και ποσο καιρο θα κατσουμε;''
''Τι σε νοιαζει;''
''Δεν μπορω να σε αφησω να πληρωνεις ενα σπιτι επ'αοριστον, επισης πρεπει να ξερω ποσα χρηματα θα χρειαστ-''
''Το σπιτι ειναι δικο μου. Επισης δεν ειμαι τοσο καφρος, δεν θα σε αφηνα να πληρωσεις στια διακοπες. ''
''Δεν ειναι καφριλα,δεν εχουν ολοι την οικονομικη αν-''Της το ξεκοβει.
''Εσυ δεν ειπες οτι τα ζευγαρια τα πληρωνουν ολα απο κοινου; Οτι τα μοιραζουμε καπως ; ''
Γνεφει θετικα.
''Ενα σωρο πραγματα πληρωνεις μεσα στο σπιτι.''
''Μωρο μου χαλαρωσε. '' την καθισε στον καναπε και μαλαξε απαλα τους ωμους της.
Εκεινη βογγηξε κλεινοντας τα ματια. Εγειρε το κεφαλι της πισω.
''Γιατι δεν κανεις ενα ωραιο ντουζακι; Θα φτιαξω κατι προχειρο να φαμε και αυριο αρχιζουν επισημα οι διακοπες μας.''
Το επομενο πρωι ξυπνησε μονη, δηλαδη σχεδον μονη. Οταν ο ηλιος εγινε αρκετα δυνατος για να διαπερνα τις παχιες κρεμ κουρτινες και οταν ο αερας αρχισε να της γαργαλα το προσωπο, ο ηχος του βιολιου, σταθερος, και μεθοδικα αρτιος, την εβγαλε εντελως απο τον υπνο της.
Ανακαθισε μουδιασμενη στο κρεβατι και κοιταξε γυρω της.
Αραγε ετσι σε ξυπνουν στον Παραδεισο;
Μπορουσε να μυρισει την θαλασσα στα πενηντα μετρα μακρια της. Και τον καφε απο το αλλο δωματιο μπορουσε να μυρισει. Ο Ορεστης της ειχε φτιαξει πρωινο.
Ενα μερος της ηθελε να σηκωθει, να κανει ενα δροσερο ντουζ και να συντροφευσει τον φιλο της, να χαρει τις ανεσεις που της προσφερε και να κανει διακοπες που χρειαζοταν, αλλα ενα εξισου ισχυρο κομματι του υποσυνειδητου της της φωναζε αυτο που ετρεμε, οτι δεν τα αξιζε.
25 Ιουνιου
''Ειναι ελαφρως καλυτερα. Αλλά δεν πεταει κιολας.'' ο Ορεστης την κοιτα απο την κουζινα μιλωντας κρυφα στο τηλεφωνο.
Ηταν το τριτο τους βραδυ εκει, ηταν υποτονικη και μιλουσε ελαχιστα.
Ειχε ξεκινησει μια νεα σειρα στο νετφλιξ οποτε ειχε κουλουριαστει στον καναπε απο νωρις το βραδυ.
''Και τι θα κανεις ρε φιλε;'' ο Γιαννης ακουγοταν πιο προβληματισμενος απο τον ιδιο.
"Σαν τι να κανω ας πουμε; Εδω θα μεινω. Μεχρι να γινει καλα, να συνελθει βασικα απο το σοκ, εκει πως ειναι τα πραγματα;''
Κανει μια παυση.
''Μιλησα με τον πατερα σου.''του ανακοινωνει.
Ο Ορεστης ελεγχει αλλη μια φορα οτι η Κυβελη ειναι προσηλωμενη στην τηλεοραση.
''Και;'' ψιθυριζει κατω απο την ανασα του.
''Ο Σπυρος δεν εχει επικοινωνησει απο τοτε, το αποφευγει μαλλον, αλλά ο πατερας της δεχτηκε να τον συναντησει, αυτο το ξερω σιγουρα.''
Ο βιολιστης ξεφυσαει. Δεν ξερει πως να πραξει. Απο την μια θελει να επιστρεψει και να εξαπολυσει την οργη του, να τους βαλει ολους στις θεσεις τους. Απο την αλλη γνωριζει οτι κατι τετοιο μονο χειροτερη θα εκανε την κατασταση.
Την κοιταζει παλι.
Τα ματια της γυαλιζουν κολλημενα στην οθονη. Το μυαλο της ταξιδευει αλλου. Ειναι σε εκεινον, το ξερει.
Τον αγαπουσες ακομα Κυβελη;
26 Ιουνιου.
''Οποτε απλα την πηρε και εφυγαν, που ειναι το κακο;''ο Κωνσταντινος ρωτα φανερα ψυχαγωγημενος.
''Αφησε την εξεταστικη της! Εχασε την πρακτικη της!'' η Ερμιονη διαφωνει με την πρωτοβουλια του Ορεστη.
''Λες και θα εκανε κατι απο τα δυο'' η Φαιη σχολιαζει κυνικα.
''Και ξερεις ποτε εκλεισε επιστροφη;'' η μελαχρινη πινει μια γουλια απο τον καφε του Βασιλη και εκεινος την αγριοκοιταζει.
''21 Αυγουστου!''ο Γιαννης, που ξερει ηδη, πεταγεται, και απο τον τονο της φωνης του φαινεται οτι συμφωνει.
''Και οι φωτογραφιες;'' ο Βασιλης ρωτησε αυτο που ολοι απεφευγαν. Το κλιμα ψυχρανθηκε ελαφρως.
''Αυτο το εχει αναλαβει ο πατερας της, εμεις δεν μπορουμε να κανουμε κατι.'' η ξανθουλα συνοφρυωθηκε.
''Δεν θα εχει καλο τελος αυτο.'' η Ερμιονη σχολιασε.
''Σωπα!''
27 Ιουνιου.
"Δημήτρη αλήθεια δεν σε καταλαβαίνω τι εχεις με τον Ορεστη αληθεια. " Η Ιφιγένεια κουνάει το κεφάλι της αποδοκιμαστικα.
"Αλίμονο! Μην σου θίξουμε τον γαμπρό!" ειρωνευεται εκεινος και προχωραει πανω κατω στην κουζινα, τα συνηθισμενα δηλαδη.
"Ακούς τι λες ; " Καυχαζει .
"Ναι! Αυτός ο τσαρλατάνος απήγαγε την κόρη μου σε ένα ερημονήσι για -ένας Θεός ξέρει- πόσο καιρό.'' λεει με δραμα στον τονο του.
"Λες να ζητήσει λίτρα ;" Τον κοροϊδεύει.
"Σου φαίνεται αστείο ;" δυσπιστει.
"Όχι αλιμονο! Η κατάσταση έχει ξεφύγει." συνεχιζει στον ιδιο τονο.
"Γελάς ;" ακουμπα τις παλαμες του στον παγκο και γερνει προς το μερος του.
Εκεινη ευθυγραμμιζει την πλατη.
"Απλά ανακουφιζομαι. Η Κυβέλη είναι κάπου μακριά και 'αναρρωνει' . Θα γυρίσει και θα είναι όλα καλά. "
"Παράτησε μια ολόκληρη εξεταστική, μπορεί και δύο. Πέταξε έναν χρόνο σχεδόν στα σκουπίδια και εν μέσω της κρίσης που βιώνουμε αυτή τη στιγμή αποφάσισε να πάει ρομαντικό ταξίδι." δεν μπορει να κατανοησει το σκεπτικο της, νιωθει λες και εχει τρελαθει.
"Προτιμούσες να μείνει εδώ και να κλαίει σπίτι της ;" ανασηκωνει το φρυδι. Ξερει οτι ο πρωην συζυγος της δεν θα ηθελε ποτέ οι κορες του να δυστυχισουν.
"Προτιμούσα να μείνει εδώ να διαβάσει, να συζητήσουμε σαν άνθρωποι, να μιλήσει με την αδελφή της ."
Η Ιφιγενεια θεωρησε περιττο να του πει για το μηνυμα ανακοινωσης που ελαβε απο την κορη τους 'Παραταω την σχολη.'
Αν ηξερε την Κυβελη εστω και λιγο, ο παρορμητισμος ηταν το δευτερο ονομα της απο μωρο παιδι ακομα.
"Μετά από όσα της είπε η Φαίδρα ; Τυχεροί είμαστε που δεν την δάγκωσε ! "
Στριφογυρίζει τα μάτια του.
"Κρυαδες "
"Και πότε θα γυρίσουν σου είπε αυτός ;"
Ο Ορέστης είχε μιλήσει με τους γονείς της και είχε ανακοινώσει την φυγή τους. Βασικα, μονο με την Ιφιγενεια ενημερωσε εκ των προτερων. Ο Δημητρης το εμαθε με ηχητικη υποκρουση τον αερα που λυσομανουσε στο σκαφος προς Ανάφη, και φυσικα ...εγινε εξαλλος.
"Τέλη Αυγούστου. Αν δεν κάνω λάθος 20-21" γουρλωνει τα ματια του.
"Δύο μήνες διακοπές ! Με κοροϊδεύεις;;"
"Αυτός ! Αυτός φταίει για όλα !" Εξαπέλυε την οργή του. Η ωρα εν τω μεταξυ 7.30 πρωι, εκεινη με την στολη της στο χερι και αυτος ντυμενος με πουκαμισο σακακι και τα συναφη.
"Ο Ορέστης ; Έλεος πια....τι πρόβλημα εχεις μαζί του ; Μια χαρά παιδί είναι. Και της στάθηκε στα πάντα. Άλλος θα έφευγε. " του ειπε αυτο που και η ιδια σκεφτοταν.
"Να του πούμε και ευχαριστω δηλαδή " ειρωνεύεται.
"Μπορείς να μου πεις τι έχεις πάθει ;" ζητα να μαθει.
"Δεν τον συμπαθώ Ιφιγένεια. Αυτό έχω πάθει. Είναι ένας τσαρλατάνος που παίζει βιολί και νομίζει ότι του ανήκει ο κόσμος." φτυνει τις λεξεις.
"23 χρόνων παιδί είναι και έχει καταφέρει όσα άλλοι στα διπλάσια του χρόνια παλεύουν! Ας είναι αλαζόνας !"
"Ας είναι ότι θέλει. Δεν με νοιάζει. Αλλά αν θέλει να μπλέξει η Κυβέλη με τον ανιψιό του πρώην της ας το σκεφτεί λίγο καλύτερα"
Η Ιφιγενεια τον κοιταζει εξεταστικα.
''Δεν τον συμπαθεις καθολου.'' συμπεραινει και για καποιο λογο ο Δημητρης μαζευεται στην θεση του.
''Ενταξει ...και ποιον συμπαθω.'' χλευαζει, κλασικη τακτικη για να αποφυγει κατι.Κοιταζει αλλου.
''Γιατι Δημητρη;'' προφερει το ονομα του απαλα, ξεροντας οτι ειχε καιρο να το κανει.
Πιανει, γιατι την κοιτα.
''Εχω τους λογους μου.'' απαντα με σφιγμενα δοντια και αμυντικο τονο.
''Λοιπον φευγω. Τα λεμε. Αν σε παρουν τα κοριτσια τηλεφωνο ενημερωσε με.'' διαταζει επιτακτικα και πιανει το σακακι του.
Η Ιφιγενεια ξεφυσαει.
Δεν θα παραλειψω.
''Θα σε ενημερωσω.'' τον διαβεβαιωνει.
28 Ιουνιου.
''Ελα κοριτσακι μου φτανει με τον ηλιο, θα αλλαξεις φυλη.'' την κουναει απαλα.
Οι Αγιοι Αναργυροι ηταν απο τις πιο γνωστες παραλιες στην Αναφη, δυσπροσιτη λογω της
Η Κυβελη εκνευριζεται,πρωτον γιατι της κρυβει τον ηλιο, και δευτερον γιατι ειναι ανυποφορα μαλακος μαζι της. Οριακα δεν διαφωνει με οσα του λεει.
Ειναι ο ουρανος πρασινος; Ειναι.
Γυριζει μπρουμυτα και αφηνει τον ηλιο να την ψησει.
''Ρε μωρο μου.'' η βιολιστης κατω απο την σκια την βλεπει και καιγεται. Ενταξει, κι εκεινος μαυριζε αλλα οχι κι ετσι!
Γυρισε και τον αγριοκοιταξε, οσο μπορουσε βεβαια γιατι ο συντροφος της ηταν χαρμα οφθαλμων.Ηξερε οτι αν ηταν μεθυσμενη θα του ελεγε ποσο εμοιαζε με σερφερ εκεινη ακριβως την στιγμη.
''Θες να μιλησεις;'' παρακαλεσε σχεδον, απαλα.
Κουνησε το κεφαλι της αρνητικα με δεν γυρισε απο την αλλη.
Ενα μικρο αερακι ανακουφισε το δερμα της.
Ειχε ακομα χρονο, το γνωριζε, και χρονοτριβουσε.
29 Ιουνιου.
''Τι πιστευεις οτι θα γινει;''
Σταματαει στιγμιαια να παιζει. Την κοιταζει. Δειχνει να το σκεφτεται για λιγο.
''Πιστευω οτι δεν θα κανει τιποτα ακραιο, πιο ακραιο απο αυτο τουλαχιστον.'' της απαντα ειλικρινα.
''Γιατι ο μπαμπας μου θα του δωσει την θεση.''
''Γιατι σε αγαπαει.'' χαμηλωνει την φωνη του και παιζει ελαφρως πιο σκληρα.
Εκεινη καυχαζει.
''Αυτο ειναι αγαπη;''
''Δεν μπορεις να κρινεις την αγαπη του καθενος.'' τα ματια του καινε την παρτιτουρα στο τριποδο απεναντι του.
''Ετσι οπως το λες ειναι σαν να τον αθωωποιεις, σαν να υπονοεις οτι ηταν καλος για μενα.'' αυτο τον κανει να την κοιταζει.
''Δεν ειπα ποτέ αυτο. Η αγαπη του σε ποναει, και δεν πρεπει.''
''Την καθε μια θα πονουσε.'' Κουνα το κεφαλι του αρνητικα.
''Την Εβελινα δεν την ποναει, εχει φτιαξει μια φουσκα και εχει μπει μεσα, δεν την αγγιζει ο πονος της αγαπης του, γιατι κατα καποιον τροπο εκεινη ειναι σωστη γι αυτον. Εσεις ησασταν λαθος.''
Δεν μπορει να καταλαβει. Δεν πιστεψε ποτέ οτι εκεινη κι ο Σπυρος ειχαν το ιδανικο, μα ποτέ δεν θεωρησε οτι εκεινη ηταν λαθος, γι αυτο πονουσε.
''Η αγαπη μας, ο τροπος που αγαπαμε καποιον που δεν ειναι σωστος για εμας, παντα θα τον ποναει, γιατι δεν μπορεις να τον αγαπησεις σωστα, να του δωσεις αυτο που χρειαζεται.''
Μενει εμβροντητη να τον κοιτα. Η πικρια σταζει απο τις λεξεις του. Που βρεθηκαν ομως αυτες οι λεξεις; Απο που ηρθαν;
Και κυριως,
Η 'αγαπη' μου σε ποναει;
---------------------------------------------------------------------------------
1η Ιουλιου.
''Θες να βγουμε το βραδυ;'' ρωτησε μολις βγηκε απο το ντουζ.
Η θαλασσα τον ειχε εξαντλησει.
Η Κυβελη φυσικα, με τα μαλλια βρεγμενα ακομα και προχειρα ρουχα, τον αγνοει.
Ειναι καθισμενη στο μπαλκονι και διαβαζει κατι λες και εξαρταται η ζωη της απο αυτο.
Ελεος πια!
Με τρεις μεγαλες δρασκελιες την πλησιαζει, πιανει το βιβλιο της και αρχιζει και περπαταει.
''Ει! Το διαβαζα αυτο!'' πεταγεται ορθια σαν ελατηριο και παει να το αρπαξει πισω. Εκεινος το σηκωνει στον αερα και αρχιζει και διαβαζει.
"Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια "
Γελαει.
Εκεινη αναπηδα για να το παρει, μα εκεινος καταφερνει να την απωθει.
Διαβαζει δυνατα τον τιτλο.
''Μονογραμμα; Τι σκατα διαβαζεις ;'' την ρωτα μπερδεμενος
''Ειναι Ελυτης!Κλασικος!'' τον μαλωνει αναφωνωντας, μα κοκκινιζει ελαφρως.
''Αλιμονο! Η κοπελα μου ειναι των κλασικων! Χθες δεν διαβαζες το after;''
''Εσενα τι σε νοιαζει;'' τον αγριοκοιταζει.
Γυριζει ατσαλα τις σελιδες και απαγγελει κοροιδευτικα.
''Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς.Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς. Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς;''
''Ορεστη!'' στριγγλισε σχεδον κανοντας τον να μορφασει.
''Και επεστρεψε κυριες και κυριοι!'' σαρκασε μα δεν κατεβασε το βιβλιο.
Αντι αυτου περασε το χερι του γυρω απο την μεση της και την τραβηξε πανω στο στερνο του.Στηθος με στηθος, ωστε να νιωθει την ανασα του.Την ακινητοποιησε και εκεινη κοκκαλωσε, σαν να κρατουσε μια εκπνη. Ο Ορεστης διατηρωντας ακομα τα βιβλιο ψηλα, διαβασε την τυχαια σελιδα στην οποια ειχε μεινει. Κοιταξε το χαρτι ανεξιχνιαστα, σαν καταβαθος να διαβασε κατι που του αρεσε.
Την κοιταξε.
Μαυρο μπλε και κυπαρρισι.
''Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς;
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς;''
Η Κυβελη σταματησε να αναπνεει στην βραχνη φωνη του. Απαλα και μελισταλαχτα ειχε προφερει τις λεξεις που εκαναν την καρδια της να χασει δυο χτυπους. Το μεταξι της χροιας του την ειχε ανατριχιασει. Το βλεμμα του εκρυβε κατι σχεδον συνομωτικο, σαν να της το φωναζε κι ο ιδιος.
Ή κανείς ή κι οι δυο μαζί, μ'ακους;
Προσπαθησε να αναπνευσει. Μα η αληθεια ηταν πως ειχε σκαλωσει πανω στα ματια του, που προσπαθουσαν κατι να της πουν. Για καποιον τοσο ετοιμολογο οσο εκεινον το να μην μπορει να εκφρασει τι νιωθει ηταν πρωτοφανες.
Την αποδεσμευσε δινοντας της απαξιωτικα το βιβλιο της.
''Ειμαι σιγουρος οτι τα ρομαντικα που διαβαζεις ευθυνονται για τα μισα νευρα που εχεις μαζι μου, περιμενεις τον πριγκιπα πανω στο λευκο αλογο!'' την κατηγορησε και εκανε μεταβολη.
Το μπασκετικο του σορτσακι που κρεμοταν σχεδον απο τα κοκκαλα της λεκανης του και το εριστικο V που της εκλεινε το ματι εκαναν την Κυβελη να αναρωτιεται αν ο αναθεματισμενος βιολιστης της κακιας ωρας ηταν ή το επαιζε χαζος.
''Α και μην ξεχασω! Εχω κανει κρατηση για το βραδυ!'' την ενημερωνει.
''Τι;;''
Της κλεινει το ματι παιχνιδιαρικα.
------------------------------------------------------------------------------
Γελαει μεθυσμενη.
Η εξορμηση τους στο εστιατοριο του νησιου κατεληξε καλυτερα απο οτι πιστευαν και οι δυο.
Το ουζο εκανε την δουλεια του, και τα 5 ποτηρια που ηπιε.
Ο Ορεστης μετα χαρας την επιασε απο την μεση και την κουβαλησε κυριολεκτικα μεχρι το σπιτι.
''Τους ειδες αυτους διπλα; Με το κρεας;'' του ξαναλεει γελωντας πνιχτα.
''Ναι. Μου το ειπες και πριν αυτο Κυβελη...'' κρυβει ενα χαμογελο.
Το να την ακουει να κακαριζει, αν και μεθυσμενη, του προκαλουσε μια ανεξηγητη ευφορια.
''Μα να πας σε ψαροταβερνα και να παραγγειλεις κοτοπουλο; Κοτοπουλο;'' γελαει μονη της.
Φοραει ενα γαλαζιο φορεμα μεχρι την γαμπα, ανοιχτο και ριχτο, της τονιζει ομορφα το στηθος μα αφηνει και μια αισθηση ατημελητης τουριστριας.
Η Κυβελη ακομα και σε βαθια θλιψη ηξερε να ντυνεται ωραια.
Την κατευθυνει προς το δωματιο τους κλεινοντας την πορτα με το ποδι του, εκεινη κρεμασμενη πανω του αναρωτιεται.
''Που παμε;;''
''Να κοιμηθουμε;''
''Απο τωρα;;''
''Ειναι τρεις το πρωι δικηγορινα!''
Ξεφυσαει μουτρωμενη.
''Θα μιλησουμε τουλαχιστον λιγο;'' ρωτα σαν μικρο παιδι.
''Θα κανουμε ο,τι θες '' την διαβεβαιωνει και την οδηγει στο δωματιο.
Της βγαζει τα ρουχα και ανοιγει το κλιματιστικο. Μεχρι να αλλαξει και εκεινος εχει ξαπλωσει κατω απο τα σεντονια και τον περιμενει.
''Ελα!'' γελαει παλι, του φαινεται αστειο πια. Υπακουει ωστοσο, μπορει να κανει κι αλλιως. Κλεινει το φως και πεφτει διπλα της.
Σηκωνει το χερι της απο το στρωμα, το νιωθει απιστευτα βαρυ και χαιδευει απαλα το μαγουλο του. Τα μουσια του την τρυπουν μα δεν την νοιαζει.
''Ξερεις οτι αυτο το νησι ειναι μαγικο;'' του ψιθυριζει σαν να ειναι μυστικο.
Κι εκεινος, γερμενος στο πλαι μαγεμενος την κοιτα.
Η Κυβελη, μεθυσμενη, ειχε μια ξεχωριστη θεση στην καρδια του.
''Μαγικο;'' το παιζει ανηξερος.
Του γνεφει θετικα πιο ενθουσιασμενη απο οτι πρεπει. Γελαει σαν μικρο παιδι μες το σκοταδι.
''Ναι! ''
''Πως ειναι μαγικο;''
''Ειναι το νησι του Απολλωνα! Το νησι σου!" φανερωνει εναν αιωνιο συνειρμο της.
''Το νησι μου;'' φανερα ψυχαγωγημενος προσπαθει να μην γελαει.
''Ναι! Αφου μοιαζετε! ''
''Το νησι αυτο φτιαχτηκε για τους ταλαιπωρημενους , για να ξαποστασουν μεχρι να αρχισουν παλι το ταξιδι πισω.''
''Πισω;'' την ρωτα νομιζοντας οτι κατι ακουσε λαθος.
''Στην πατριδα,σπιτι τους.''
''Κι εσυ γι αυτο εισαι εδω;'' την δοκιμασε.
''Μα φυσικα!"' αναφωνησε
''Και μετα θα πας σπιτι;'' την ρωτησε.
''Μαζι θα παμε βλακα.'' τον σκουνταει περιπαικτικα και της ξεφευγει ενα γελακι.
''Κι αν εγω φυγω μακρια;'' βρισκει ευκαιρια. Η κοκκινομαλλα κανει σχεδια με το δαχτυλο της στο στερνο του αφηρημενη.
Τον κοιτα σαν να ξερει.
''Κι εγω;'' το παραπονο στην ακρη της γλωσσας της τον λυγιζει.
''Εσυ θα μεινεις οπου θες.'' της απαντα συγκαταβατικα.
''Εγω θελω εσενα...'' απαντά με νάζι που τον λιωνει.
''Κυβελη μου!'' περναει το χερι του γυρω της και την κολλαει πανω του.
Την ακουει να γελαει.
Το σκοταδι τους καταπινε καθως η μερα τελειωνε, μα ξημερωνε.
---------------------------------------------------------------------------------
5 Ιουλιου.
Γυρισε ανασκελα στο νερο. Μεσα στο απολυτο γαλαζιο και κατω απο το απολυτο μπλε, ενιωθε ελευθερη. Προσπαθησε να τυλιξει το μυαλο της γυρω απο αυτη την στιγμη, να κρατηθει απο πανω της.
Ενιωθε την αλμυρα να θεραπευει τα σημαδια στο σωμα της, να μακραινει τα μαλλια της. Το βουητο του βυθου την νανουριζε, ο ηλιος ακομα δεν εκαιγε.
Ηταν 9 το πρωι.
Και φυσικα εκεινος επρεπε να το χαλασει.
Την επιασε απο την μεση και την τραβηξε μεσα. Τσιριζοντας το στομα της γεμισε νερο, της εκανε πατητη!
Εχασε για λιγο την αισθηση του τοπου, μα συντομα αναδευτηκε και πατησε γερα τα ποδια στην αμμο. Τον βρηκε να την κοιτα σαν διαβολεμενο δεκαχρονο, με ενα πονηρο μειδιαμα.
Κωλοπαιδο!
Του πεταξε νερο εκνευρισμενη και εβηξε.
''Εισαι βλακας!'' αναφωνησε και τον εβρεξε παλι. Ο Ορεστης δεν υπολογιζε τιποτα ομως. Την επιασε απο την μεση και την τραβηξε πανω του ενωνοντας τα χειλη τους σε ενα παθιαρικο φιλι.
Η πενταμελης οικογενεια στην αλλη ακρη της παραλιας τους παρακολουθουσε αντι για τηλεοραση. Προσπαθησε να τον σπρωξει μα δεν συνετιζοταν.
Η κανελα συναντησε το αλατι.
Κολλημενη πανω στο σμιλευμενο του κορμι εψαχνε την ανασα της,ματαια.
Ηθελε να ξεφυγει μα και ταυτοχρονα ηθελε να φυλακιστει πανω του.
-----------------------------------------------------------
10 Ιουλιου.
''Περιμενεις να σου κραταω το κινητο για ολοκληρο το λαιβ; Να σε βλεπουν 11 χιλιαδες ατομα να παιζεις βιολι χωρις μπλουζα;;'' εξαλλη τον ρωταει.
Εκεινος την φιλαει απαλα στο μαγουλο και της δινει το κινητο.
''Μωρο μου ειναι μερος της δουλειας.''
''Γιατι; Σε στριπτιτζαδικο δουλευεις;''
''Μμμ...''ειρωνευεται ''Κρυαδες.''
Και αρχιζουμε.
Ο Ορεστης παιρνει θεση και αρχιζει να παιζει.
Παναγια μου ακομα δεν αρχισε και συνδεθηκαν 80 ατομα...
100...
250!
500!!!
Με καθε δευτερολεπτο ο αριθμος πολλαπλασιαζοταν, ωσπου στα δυο λεπτα ο βιολιστης ειχε κοινο 5 χιλιαδων θεατων.
Τα σχολια βροχη, ικανα να ανεβασουν την πιεση της Κυβελης στα υψη.
Παιξε εμενα οπως παιζεις το βιολι!
Θεε μου!!
Κουκλος!
Σωμα!!!!
Θελουμε κι αλλο!
Ποιος σε τραβαει;
Που εισαι;
I love you!!!
Greek god!
Τα σχολια μαρτυρουσαν μια πολιπολιτισμικοτητα που εβαλε την Κυβελη σε σκεψεις.
Μηπως να γινω συνδιαχειριστρια;
Βεβαια δεν αδικουσε ολες εκεινες τις κοπελες. Το θεαμα ηταν αδιαμφισβητητα χαρμα οφθαλμων. Ο τροπος που οι μυες του παλλονταν την αφυδατωνε.
Ενιωθε υπερτατα τυχερη βλεποντας τον, απο τις ατημελητες καστανοξανθες μπλουκλες, μεχρι τα μυωδη ποδια του, ο Ορεστης ηταν ονειρο θερινης νυκτος.
Και ηταν δικος της, ολοδικος της.
--------------------------------------------------------------
Ετρωγαν πεπονι στο σαλονι οταν την κοιταξε στα ματια και μιλησε.
''Νομιζω χρειαζεσαι ενα γαμησι υπενθυμισης.''
Κοντεψε να πνιγει.
''Τι;''
''Γδυσου.'' διεταξε.
Τα ματια του ειχαν μεσα τους κατι τρομερα σκοτεινο, εναν ποθο που οταν εμφανιζοταν, η ατιθαση κοκκινομαλλα σχεδον μηχανικα υπακουε.
''Σημερα εχουμε μαθημα βιολιου.''της ανακοινωσε και την επιασε απο τον καρπο. Απαλα μα επιτακτικα την σηκωσε απο τον καναπε και την εφερε στο κεντρο του σαλονιου σπρωχνοντας το τραπεζακι στην ακρη.
Ξερει την διαδικασια, ακολουθει τα βηματα, αργα, επιτηδες.
Βγαζει την μπλουζα και την ακουμπα στον καναπε πισω της.
Λυνει τα μαλλια της και τα φερνει πισω.
Κλεινει τα ματια και ανασαινει βαθια.
''Ισιωσε την πλατη σου.'' της λεει κοφτα, εχοντας ενα μικρο χαμογελο στα χειλη.
Κανει ο,τι της λεει.
Πιανει το κινητο του και βαζει Paganini,αλλο κομματι, γρηγορο και κοφτο.
Νιωθει ενα καψιμο χαμηλα, την ερεθιζε η μουσικη πριν καν αρχισουν!
Στο απολυτο σκοταδι αισθανεται αποπροσανατολισμενη.Τον νιωθει να κινειται γυρω της, γεγονος που της προκαλει μια αγχωτικη, γλυκια και πλεον γνωριμη προσμονη.
Η μουσικη την γεμιζει ομορφα, ανεβαζει τους παλμους της ενω παραλληλα την ερεθιζει με τροπους που ειχε καιρο να νιωσει.
''Οι χορδες στο βιολι εχουν χρωματα. Η καθε μια το δικο της.''
Νιωθει κατι να την αγγιζει, κανοντας την να πεταχτει ελαφρως.
Δεν ειναι δερμα, κι αυτο το θυμαται το ιδιο δευτερολεπτο, ειναι κατι ξενο.Συντομα καταλαβαινει οτι ειναι οι χορδες του δοξαριου που χαιδευουν απαλα τον ωμο της.
''Η G ειναι πλουσια, χαρακτηριστικα γεματη και μαλλον σκοτεινη σε ποιοτητα.''
Νιωθει το δοξαρι να ακουμπα το κεντρο της κλειδας της. Μια ριγη συμπορευεται με το ξυλο καθως κατεβαινει μεχρι και αναμεσα στα στηθη της.
Ασθμαινει και νιωθει τις ρωγες της να διεγειρονται.
Το παγωμενο υλικο κανει εναν μικρο, σχεδον νοητο, κυκλο γυρω απο το δεξι της στηθος και επειτα φτανει στην αριστερη της ρωγα.
''Η χορδη D ειναι λιγοτερο σκοτεινη και οχι τοσο γεματη.'' βρισκεται πισω της, κοντα της, η καυτη του ανασα χτυπα τον αυχαινα της και η πλατη της ευθυγραμμιζεται ευθεως. Αναριγει.
Νιωθει την θερμη του σωματος της και την στυση του να πιεζει ελαφρως την μεση της.
Το δοξαρι κατεβαινει ελαφρως προς τα κατω.
Ο ρυθμος της μουσικης γινεται εντονοτερος, οι νοτες αποτυπωνονται στο δερμα της, οπως τοτε.
''Η A ειναι αρκετα πιο λαμπερη.'' ο σταθερος βαθυς του τονος την κανει να τρεμει.
Ανασαινει κοφτα οταν τραβα μια μικρη γραμμη με τις χορδες κατα μηκος της λεκανης της.
''Τελος,η E ειναι εκπληκτικα διαπεραστικη, κορυφωτικη.''Εγειρε πισω το κεφαλι και βογγηξε πνιχτα, μικρα καψιματα και μια ταλαντωση αυξημενου ρυθμου την κατεβαλε .
''Ωχ..''αναστεναξε.
''Σημερα θα ξεκινησουμε οπως στις ορχηστρες, σε πρωτη θεση.'' το δοξαρι ακολουθει την γραμμη της εισοδου της και η Κυβελη τιναζεται. Νιωθει την ερωτικη συμφορηση μεσα της να κορυφωνεται απο την ελλειψη επαφης.
Μικρα κυμματα ηδονης σκανε χαμηλα στην κοιλια της.Η μικρη πιεση την ωθει στα ακρα.
''Πρωτη θεση ειναι οταν το αριστερο χερι του μουσικου ειναι τοποθετημενο στην χορδη D με το πρωτο δαχτυλο στο Ε και τα άλλα δαχτυλα ετοιμα να παιξουν G F A.''
Τα δαχτυλα του μαλλασουν κυκλικα τις ρωγες της. Βαριανασαινει. Δεν ξερει τι να κανει με τον εαυτο της
Κλαψουριζει και ανοιγει τα ματια.Νιωθει την πιεση πισω της ακομη πιο εντονη.
Την αγριοκοιτα.
''Ματια!'' διαταζει αυστηρα. Υπακουει και σφιγγει τα ματια να κλεισουν. Τρεμει.
''Για δευτερη θεση στην χορδη Ε το δαχτυλο θα επαιζε G. '' το ενα το χερι κατεβαινει χαμηλα, χαρτογραφει ενα δρομακι προς το κεντρο.
Αγγιζει το μουνι της σαν να ειναι μερος του δικου του σωματος.
Ειναι βρεγμενη, τρεμει. Εισχωρει ενα δαχτυλο μεσα.
''Τι θεση παιζω τωρα Κυβελη;'' την ρωτα βραχνα.
Μεσα της γινεται πανικος. Δεν ξερει! Αναθεμα ουτε πως την λενε δεν ξερει!
''Δ-δευτερη;'' τραυλιζει.
Εκεινος αν και δεν τον βλεπει χαμογελα.
Εισχωρει και δευτερο δαχτυλο.
''Καλο κοριτσι.''
Το δοξαρι πετιεται ατσαλα στην πολυθρονα μαζι με το βιολι και ο Ορεστης την γυρνα αποτομα προς το μερος του.
''Για τριτη θεση στην χορδη G θα επαιζε C.''
Ανοιγει τα ματια οταν εισχωρει επιτηδες πιο εντονα τριτο δαχτυλο.
Την κοιτα ολο νοημα.
Ειναι ενας βιολιστης διαβολος!
''Εισαι ετοιμη να παιξουμε;''
Πριν προλαβει να παρει ανασα συνθλιβει τα χειλη του με τα δικα της.Δαγκωνει το κατω χειλος της για να αποκτησει προσβαση και την κατακτα πεινασμενα.
Τα χερια του κατεβαινουν στους γλουτους της και χτυπα απαλα σε εκεινο το σημειο κανοντας της νοημα να ανεβει πανω του. Η κοπελα υπακουει και ο Ορεστης την σηκωνει ευκολα στον αερα, ενω εκεινη τυλιγει τα ποδια της γυρω απο την μεση του διχως να σπασει το φιλι τους.
Την οδηγει στα τυφλα σχεδον στον καναπε και ανεβαινει απο πανω της.
''Τα ποδια σου γυρω απο την μεση μου'' διαταζει κατεβαινοντας προς τον λαιμο της.Ρουφαει εκεινο το σημειο και δαγκωνει απαλα.
''Θα ειναι λιγο σκληρο'' της λεει προειδοποιητικα.
''Μην φωναξεις'' διαταζει.Αποτομα εισχωρει μεσα της κανοντας μια κραυγη απελπισιας να βγει απο τα χειλη της.
Ω Θεε μου..
Η γλυκια ενθυμηση την κατακλυει. Την φιλαει σκληρα, βογγωντας καθως οι γλωσσες τους μπλεκονται με δυναμη και διψα.
Η καρδια της κοντευει να σπασει.
Στην καυτη και αποτομη διεισδυση παιρνει οσο πιο κοφτη ανασα μπορει και αρπαζεται απο τον πλατη του σε μια προσπαθεια να μεινει νηφαλια.
Με μια αποτομη κινηση των γοφων της μπαινει πιο βαθια μεσα της, με καθε ωθηση ολο και βαθυτερα, με δυναμη, κτητικοτητα που δεν ειχε ξαναδειξει.
Την γεμιζει ολοκληρη και η Κυβελη λουζεται απο ενα καυτο κυμα απολαυσης.
Ολα μπαινουν στην σιγαση και τον κοιτα καθως εισχωρει παλι με ορμη.
Η ανασα του πανω στην δικη της και το βλεμμα της πανω στο δικο του.
Η τριχρωμια της ευτυχιας της.
Φτανει σιγα σιγα στην κορυφωση, κι εκεινος το ιδιος.
''Σε νιωθω υπεροχα'' μουγγριζει στον λαιμο της, τα γενια του την γαργαλανε και μπουκλες του την χαιδευουν.
''Εσυ;'' την ρωτα.
''Εσυ με νιωθεις Κυβελη;''
Ειναι τρελαμενη, λαχανισμενη, τυφλωμενη, δεν ξερει τι να πρωτονιωσει.
Ριχνει το κεφαλι της κι αλλο πισω και ανασηκωνει λιγο την μεση της μουγγριζοντας ενα 'Ναι'.
Νιωθει αβοηθητη απο κατω του.Σαν να βρισκεται στο ελεος του.
Και φτανει, ταυτοχρονα με εκεινον, στο απολυτο.
Κλεινει τα ματια και αφηνεται στην απολαυση.
Νιωθει σαν να πεφτει, μα παραλληλα και σαν να πεταει, ο καναπες καιει το κορμι της απο την τριβει.Αισθανεται το τρεμουλο του απο την σφοδροτητα της ενωσης τους.Καθε κυτταρο της να αναζωπυρωνεται και καιγεται.
Την φιλα για να καλυψει την κραυγη της.Γιατι η Κυβελη εν τελει ουρλιαζει.
Μα δεν ειναι ενα οποιοδηποτε φιλι, ειναι πεινασμενο, κτητικο, γεματο ενταση.
''Αχ Ορεστη...''βαριανασαινει ''Σε παρακαλω'' ουρλιαζει πανω στα χειλη του.Νιωθει αβοηθητη, δεν ξερει τι να κανει με τον εαυτο της.Σφιγγει κι αλλο το κρατημα της γυρω απο την μεση του, αν και δεν νιωθει τα ποδια της.
''Πιο δυνατα Κυβελη;'' την ρωτα ξεπνοος.
Πιο δυνατα;Παει πιο δυνατα απο αυτο;
''Ναι!'' ουρλιαζει παρ'αυτα.
Παιρνει βαθια ανασα και αυξανει τον ρυθμο του, ακολουθωντας εκεινον του Paganini.
Την τρελαινε, την πηγαινε σε αλλο επιπεδο.Δεν ενιωθε τιποτα αλλο γυρω της, ηταν απολυτα και αναμφιβολα συγκεντρωμενη σε αυτο.
Εκεινος και εγω.
Σφιγγει τα ποδια της σε σημειο που τον βλεπει να μορφαζει.Μα δεν κρατα πολυ.Ξερει οτι πλησιαζουν απειλητικα κοντα και οι δυο.
''Ειμαι ...'' ειμαι κοντα θελει να του πει μα εκεινος την κοιτα στα ματια και γνεφει, σαν να της δινει την αδεια.
Τελειωνει γυρω του σχεδον ουρλιαζοντας.
Το τρεμουλο και η τριβη του κορμιου του μεσα στο δικο της της δειχνει οτι τελειωσε και εκεινος.
''Κυβελη..'' φωναζει το ονομα της που στα χειλη του εχει αλλη γευση και ακουγεται ομορφο.
Κλεινει τα ματια και βλεπει αστερακια.Αισθανεται τα παντα πιο εντονα. Η ακοη της εχει συνηθισει την μουσικη και εχουν γινει πλεον ενα.
Πεφτει διπλα της γυμνος και εκεινη γερνει πανω του ξεπνοη και σοκαρισμενη.
Ηταν σαν να ξαναγεννηθηκε.
Ακουμπα το μαγουλο της στον ωμο του και της κανει χωρο να χωθει στην αγκαλια του.Το βλεμμα της χανεται στο κενο.Τα ποδια της τρεμουν.
Το χερι του σηκωνεται στον αερα.Ενα γελακι ξεφευγει απο τα χειλη της.
''Κολλα πεντε δικηγορινα''
--------------------------------------------------------------
19 Ιουλιου.
''Οποτε μετα απο τοσα χρονια μου ζητας να παρανομησω για να μπεις μια για παντα στο βαθυ δημοσιο.''
''Νομιζω ειναι κατι αρκετα απλο αν σκεφτεις τι διακυβεβεται.'' ανορεκτα απαντησε, σαν να μην ηταν αυτη η εξελιξη που περιμενε.
Το εστιατοριο ηταν γεματο.
''Εγω παλι νομιζω οτι καθολου δεν σε νοιαζει πια για την θεση.'' συμπερανε βαζοντας λιγο ακομα κρασι.
Τον κοιτα δυσπιστα.
"Ναι ναι.'' επιμενει '' Καθολου δεν σε νοιαζει, μαλιστα νομιζω οτι ποτέ δεν ποθουσες μια θεση σαν αυτη λιγοτερο απο οτι τωρα.''
''Στην αρχη ειχες εναν στοχο, αλλα ξερεις τι συνεβη; Λυγισες. Ανοιχτηκες. Υπεκυψες και στο τελος επεσες στην ιδια σου την παγιδα. Ερωτευτηκες την κορη μου και σαν να μην εφτανε αυτο, την αγαπησες βαθια! ''κι ο ιδιος εξοργιζοταν και μονο που το ελεγε.
''Θα σε συνεφερε πολυ αυτο ε; Θα σε εβγαζε απο την δυσκολη θεση.'''
Ο Δημητρης ομως δεν ψαρωνει, αντιθετως, γελαει.
''Ουδεποτε βρεθηκα σε δυσκολη θεση. Εσυ ομως φιλε μου...'' χλευαζει.
''Εφτασες εδω. Και να που αυτο που νομιζες οτι θες δεν ειναι πλεον αυτο που επιθυμεις.''
''Οποτε -αν με ρωτας- νομιζω οτι δεν ηρθες εδω σημερα για να συζητησουμε το πως θα επηρεασω την επιτροπη, αλλα για το πως θα διαλυσω ενα ζευγαρι.''
''Εισαι ομως εδω.''
''Ειμαι ναι.''
''Ξερουμε και οι δυο οτι δεν ειναι σωστος για την Κυβελη.''
''Αυτο δεν σε καθιστα σωστοτερο.'' διορθωνει.
''Αναλογως ποιο απο τα δυο λαθη σου φαινεται σωστοτερο.''
Για λιγο το σκεφτεται.
''Για να καταλαβω καλα, μου ζητας να χωρισω τον Ορεστη και την Κυβελη.''
''Ξερεις ηδη πως'' τον προλαβαινει.
''Ετσι ουτε θα παρανομησεις, και την κορη σου θα σωσεις.''
''Και πως ξερεις οτι θα γυρισει σε εσενα;'' δεν ειναι σιγουρος οτι θελει να ξερει αυτη την απαντηση.
''Απλα το ξερω.''
20 Αυγουστου.
Ο Σπυρος μπηκε στο γραφειο μπερδεμενος.Του φανηκε περιεργο. Δεν περιμενε κανεναν φακελο.
Το στικακι εισχωρησε στο λαπτοπ.Καθε ειδους ενοχη σκεψη τον κατεκλυσε. Αμεσως εμφανιστηκε ενας φακελος, που πανω πανω ειχε ενα κουτακι.
(1ο/ Καλοκαιρι 2020)
Τι σημαινει αυτο; Το πρωτο; Το πρωτο απο τα πολλα;
Δεν μπορουσε τιποτα να τον ετοιμασει για αυτο που ερχοταν.
20 φωτογραφιες.
Σκηνη πρωτη.
Εκεινη, στην θαλασσα, ο ηλιος δυει, φοράει ενα λευκο ημιδιαφανο φορεμα. Δεν βλεπει τον Ορεστη που πισω και πλαι της βγαζει φωτογραφιες. Τα μαλλια της λουζονται στο πορτοκαλι φως και μοιαζουν με κοκκινο καταρρακτη.
Το προσωπο της λαμπει, οι φακιδες της κατω απο το πεπλο του ηλιου κανουν την εμφανιση της. Τα ματια της γυαλιζουν.
Σκηνη δευτερη.
Ιδιο μερος, το επομενο ακριβως λεπτο, τον καταλαβαινει που την βγαζει φωτογραφιες. Γυριζει προς το μερος του και χαμογελα.
Ο Σπυρος τα χανει και σχεδον χαμογελαει στο φωτεινο της χαμογελο και το ζεστο της βλεμμα. Μα υστερα θυμαται οτι δεν προοριζεται για εκεινον, αλλα για τον φωτογραφο, τα χανει. Οργιζεται.
Σκηνη τριτη.
Φοραει μονο ενα λευκο του μπλουζακι, ισα που την καλυπτει, αυτη την φορα κοιταζει καταματα τον φακο. Ανεβασμενη στον παγκο της κουζινας, με τα ποδια ανοιχτα και μια εφημεριδα αναμεσα, προκαλει τον φωτογραφο με τον τροπο της.
Γρυλιζει. Θελει να την ντυσει. Ή μαλλον οχι! Να την γδυσει εντελως. Και επειτα να την αφησει να κοιμηθει πανω του, να νιωσει τις απαλες κοκκινες τουφες να τον γαργαλουν.
Σκηνη δεκατη.
Διαβαζει Ελυτη στην αιωρα. Το μονογραμμα, γιατι ειναι πιο ρομαντικη απο οτι φαινεται. Τα μαλλια της ειναι πιασμενα με ενα κλαμερ ατημελητα.
Φοραει μαγιο, μοιαζει προσηλωμενη στις λεξεις.
Κανεναν αντρα δεν κοιταξε ποτέ της οπως κοιταξε τις λεξεις.
Σκηνη δωδεκατη.
Ταβερνα, στα αριστερα της θαλασσα, στα δεξια ενα ποτηρι ουζο. Το κραταει ετοιμη για την επομενη γουλια. Στο πιρουνι ειναι ακομα καρφωμενο το καλαμαρακι.
Γελαει με κατι που της λεει, γελαει ευτυχισμενη. Βλεπει τα λακκακια που σε πολλα χρονια θα γινουν ρυτιδες γελιου.
Τα ματια της λαμπουν.
Ειναι μεσημερι.
Σχεδον ακουει τα τζιτζικια, σχεδον μυριζει τα θαλασσινα, σχεδον νιωθει την θαλασσα κοντα του.
Και τι δεν θα εδινε να ειναι εκεινος μαζι της.
Σκηνη δεκατη ενατη.
Ειναι στην μεση του σαλονιου της Αναφης, αναμεσα στους δυο καναπεδες, με προχειρα ρουχα, τα μαλλια κοτσο, και μια σφουγγραριστρα.
Φαινεται οτι καθαριζει μηχανικα και κατα συνηθεια.
Σχεδον φαινονται τα χειλη της να μουρμουριζουν ενα τραγουδι.
Σκηνη εικοστη.
Εκεινη κραταει την καμερα, με τροπο τετοιο ωστε να φαινονται.
Την καμερα polaroid που εκεινος ειχε δωρισει στον Ορέστη για τα γενεθλια του, τωρα την κρατουσε η γυναικα που αγαπουσε.
Και ηταν πανεμορφη. Στα ασπρα ντυμενη, μαυρισμενη, τα μαλλια της λιτα και αγερωχα να πεφτουν στους ωμους και το στηθος της. Ο Ορεστης ειναι διπλα της.
Εχει περασμενο το χερι της γυρω του, ειναι σαν να καθεται πανω στην αγκαλια του.
Εξω, σε καποιο εστιατοριο, νυχτα.
Ο Σπυρος νιωθει κατι μεσα του να σπαει.
Οχι στο ποσο ομορφη ηταν, ουτε στο ποσο ταιριαζαν.
Αλλα στο πως τον κοιτουσε.
Θεε μου πως τον κοιτουσε, μεσα στα ματια, φως αντανακλαται απο παντου. Τον κοιτα σαν να μην υπαρχει αλλος ανθρωπος στο αιθριο, γαμα το αιθριο, σε ολοκληρο το νησι, την γη!
Τα χειλη της, χαμογελαστα πλησιαζουν τα δικα του επικινδυνα πολυ. Ηταν μια ανασα μακρια.
Τα μουσια του σχεδον αγγιζαν το προσωπο της.
Οι μπουκλες του γαργαλουσαν το μετωπο της.
Σιγουρα φιληθηκαν μετα.
Μα ποιος νοιαζεται;
Ειδες πως τον κοιτουσε; Ενα ζευγαρι ματια γεματα οχι απλα αγαπη και ερωτα, αλλα λατρεια, τον λατρευε αναθεμα!
Οπως εμενα τοτε, πιο πολυ απο εμενα τοτε, πιο δυνατα, πιο επιμονα, πιο ευτυχισμενα, πιο φωτεινα, πιο σωστα.
Μα πως γινεται να ειναι πιο σωστο απο το δικο μας;
Κι ενιωσε ξαφνου πολυ αδειος, σαν να τον κοροιδευε τοσο καιρο, να τον ειχε εξαπατησει οτι ταχα του εδινε ολο της το ειναι.
Υπαρχει κι αλλο.
Στο εικοστο πρωτο αρχειο υπηρχαν μοναχα εξι λεξεις.
Μια διαφανεια Word με 29 χαρακτηρες.
Η αγαπη δεν πρεπει να ποναει.
---------------------------------------------
Το τελευταιο βραδυ κυλησε ηρεμα, με μια διαχυτη νοσταλγια για ενα επερχομενο παρελθον.
Επεσαν για υπνο στις 4 το πρωι, κατακοποι μα ευτυχισμενοι.
Η Κυβελη ενιωσε ενα σκουντηγμα μολις λιγα λεπτα αργοτερα, στην πραγματικοτητα ηταν ωρες.
Λιγο μετα τις 6 το πρωι ο Ορεστης την ταρακουνησε.
''Παμε να δουμε μαζι το ξημερωμα.''
Προς εκπληξη του δεν εφερε καν αντιρηση.
Ο ηλιος ειχε βαφτισει τον ουρανο μοβ, ροζ, γαλαζιο, σκουρο μπλε, ανοιχτο μπλε, και καθε λογής χρώμα μπορούσε να σκεφτεί.
Σαν ολόκληρη η γη να ετοιμαζόταν για το ξημέρωμα εκείνο.
Η θαλασσα ηταν παγωμενη, μα δεν την ενοιαζε.
Έτεινε το χέρι του προς το μέρος της, όπως είχε κάνει μήνες πριν.
Πλέκει τα δάχτυλα της ανάμεσα στα δικά του και την τραβάει δίπλα του. Το νερό ανάμεσα τους παφλαζει.
Κοιταχτηκαν στα ματια.
Τοσο νεοι, τοσο παθιασμενοι, αμυαλοι, ερωτευμενοι. Κυριως το τελευταιο και ειδικα εκεινο το πρωινο.
Τα ματια της εκτοξευαν ενα φως αμυθητο.
Έσκυψε προς το μέρος της.
Το άρωμα κανέλας εισχώρησε στο οσφρητικό της πεδίο.
Αντίκρισε το γαλάζιο και το πράσινο.
Όμορφα όπως την μέρα που τον γνώρισε.
"Το τελευταιο φρουριο επεσε. Νικησα" ηταν αυτο που με τα ματια της ψιθυρισε.
Την ειχε παγιδεψει;
''Ορεστη;''
''Ναι δικηγορινα;''χαμογελασε με τα λακκακια του να γινονται πιο διακριτα.
Τον κοιταξε με νοημα.
Σ'αγαπω ειπε νοητα.
Ο Ορεστης το ενιωσε στο βλεμμα της, δεν ηταν ακομα ετοιμη, μα ουτε κι ιδιος.
Κι εγω, πολυ αποκριθηκε μέσα του και εσκυψε κι αλλο προς το μερος της δενοντας τα χερια του γυρω απο την μεση της.
Βουτηγμενοι στο νερο μεχρι την μεση, με την θαλασσα και τον ουρανο γυρω τους να μεταμορφωνονται με καθε λεπτο που περναε, μαζί κι εκείνοι.
Νικησα
Ναι, ειχε ριξει αλλο ενα τειχος της Κυβελης.
Και πισω απο ολα αυτα τα τειχη, τα ταχα απορθητα και ψηλα, που μετα κοπων και βασανων κατεδαφισε, την ειδε να στεκεται στο κεντρο του δωματιου, γυμνη, ευαλωτη και μονη.
Οπως πραγματικα ηταν.
Αυτο που ο Ορεστης αθελα του ειχε κανει, ηταν να κατακτησει το πιο σημαντικο μερος της, εκεινο που την εκανε ολοδικη του,την καρδια της.
Το νημα της μοιρας πλεχτηκε περιτεχνα στο νησι της Αναφης.
Κλωστες με χρωματα του ουρανου οταν ξημερωνει, δεθηκαν, εγιναν κομποι σφιχτοι και δεσμοι γορδιοι.
''Ωστε θελουν να ειναι μαζι;''
''Ετσι ειναι.''
''Μπορουν;''
''Ετσι φαινεται''
''Αντεχουν;''
''Ετσι νομιζουν.''
Γελαει.''Νομιζουν, ομως δεν εχουν ιδεα πως να αντεξουν ο ενας τον αλλον.''
''Θα μαθουν;''
''Για τα καλα.'' διαβεβαιωνει.
Καπου στα Εξαρχεια, η χαρτοριχτρα ξυπναει.
Η προφητεια ειχε σχεδον εκπληρωθει, μονο το δευτερο μερος εμελλε να παρει σαρκα και οστα.
''Ο δευτερος θα βαλει φωτια μεσα σου.'' ψιθυρισε με μια φωνη ξενη.
Κι επειτα, το ξημερωμα.
Ή μαλλον, οχι! Θα σε παω λιγα δευτερολεπτα πριν.
(Ή στην περιπτωση μας, λιγες εβδομαδες πισω)
Νυχτερινο μπανιο, Αυγουστος, πανσεληνος.
Ειχα τυλιξει τα ποδια μου γυρω απο την μεση σου.
Δεν κρυωνα μες το νερο, ηθελα απλα να με κρατας.
Κοιτουσα το προσωπο σου σαν να ησουν ο πρωτος ανθρωπος που ειχα δει ποτε μου.
Κοιτουσες τα ματια μου σαν να προσπαθουσες να μαντεψεις το χρωμα, τα χειλη μου σαν να εκρυβα πισω ενα μεγαλο μυστικο σου.
''Δεν φοβασαι;'' με ειχες ρωτησει.
Γυρω μας το απολυτο σκοταδι.
Η ακτη αρκετα μετρα μακρια, οι φιλοι μας ειχαν αναψει φωτια και κουβαλουσαν μπιρες.
''Τι να φοβηθω;'' αποκριθηκα και εγειρα προς το μερος σου.
Το σκοταδι εννοουσες, μα δεν το ειπες, αντι αυτου με φιλησες.
Δεν με φοβιζε ποτέ εκεινο το σημειο της νυχτας, σκοτεινο, βαθυ και απορθητο μαυρο.
Και δεν το φοβαμαι, γιατι δεκα δευτερολεπτα αργοτερα, ανοιξα τα ματια μου, και -για δες!- λιγο φως!
Ο ουρανος εγινε βαθυ μπλε, ο ηλιος σκαρφαλωνει σιγα σιγα απο τις βουνοκορφες.
Με κοιταξες που κοιτουσα το ξημερωμα.
Τα ματια μου ειναι σκουρα, και τα χειλη μου λιγο πασαλειμενα με κραγιον.
Δεν φοβαμαι το σκοταδι πριν το ξημερωμα, γιατι ξερω οτι κατι αρχιζει.
Και η αρχη προύποθετει χαος.
Οποτε, ευχαριστω την κολλητη μου για εκεινη την φωτογραφια που μας εβγαλε.
Και αν ρωτας, γι αυτο μενω μεχρι τοσο αργα ξυπνια με την παλια μου καμερα στο χερι.
Κι αν αγαπω τα πεντε δευτερολεπτα του τελους, λατρευω την αρχη σε ολη της αιωνιοτητα.
Το πρωτο βλεμμα, το πρωτο φιλι, την πρωτη φορα που με αγγιξες,η πρωτογνωρη αφροδισιακη ντροπη μου οταν με κοιτας να βγαζω τα ρουχα μου.
To δευτερολεπτο πριν ενωθουν τα χειλη μας, η αναμονη πριν ενα καλο νεο, η εναλλαγη απο το σκοταδι στο φως με εναν διακοπτη.
Ημουν στο κενο, μα δεν με πειραζε, γιατι ηξερα οτι το ξημερωμα ερχοταν, οτι το φιλι σου ηταν γλυκο, οτι κατι καλο ερχεται, οτι το δωματιο θα φωτιστει.
Σε φιλω λοιπον το ξημερωμα.
Κι αν λαχει, θα σε παντρευτω σε αυτο.
Μα ξερουμε κι οι δυο οτι αυτο δεν θα γινει, γιατι απο 'τυχη' εσυ λατρευεις το τελος, τον λυτρωτικο κορεσμο, ενω εγω ποθω την αρχη, την ακατασβεστη πεινα του καινουργιου.
Ciao Bellas
Πώς είστε τι κάνετε.
Και που λες ειναι Σεπτεμβρης πια.
Κατεβασα ολες τις μακριες ζακετες μου (με κλιματιστικο στους 19) και βρηκα μια τελεια συνταγη για μηλοπιτα.
Εχω εξεταστικη σαν σωστη φοιτητρια που σεβεται τον εαυτο της, δουλευω για να ανανεωσω την φθινοπωρινη γκαρνταρομπα μου βεβαιως βεβαιως, και διαβαζω αρκετα, οποτε καταλαβαινεις οτι για να το γραψω αυτο το κεφαλαιο, ειδα τον μικρο δεικτη να χαιδευει το 4.
Αν το απολαυσα; Απολυτα.
Αγαπημενο κεφαλαιο.
Αφιερωμενο στην maro_tsi . Σε ευχαριστω για τα σχολια και την παρεα!
Και στην user57735966 . Ευχαριστω πολυ για την μαμαδιστικη συμβουλη. Νιωθω παντα τοσο τυχερη για την ανταποκριση που λαμβανω.
Σας αγαπώ πολύ .
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top