Η μοναδική ανταμοιβή της αγάπης είναι ότι βιώνεις την εμπειρία να αγαπάς.

Αφιερωμενο στις : 
64stella2016 , skalmarika73polina_rau , nessian_acotar-ItsVal- , vasilikii_grmariaek19DespoinaKout , Orxidea39zeta_pap , evgeniascartox1cx4stesorina3271WhatTheWaterGaveMeLenastergkatrindelon , FaniaMtmeritaagolli , tzwtzwwwVictoriaPrais21, Danaipapkatanaa__,  konstantinaaa_bKaterinakateriniopennybariami , imchaossmy_jeon_jungkook-Honeyyyyaselhnesnyxtesmaro_tsi , Stella_Lydia , angel_st4

Ενιωθα οτι δεν μπορουσα να διαλεξω μια. Αλλα στελνω ενα γλυκο φιλι στην καθε μια ξεχωριστα και προσωπικα.
Ευχαριστω που ειστε πλαι μου στο ταξιδι.
Παμε παλι λοιπον!!




Λένε κάποιοι: αυτή η αγάπη δεν θα αντέξει στο χρόνο. Αλλά πώς μπορείς να το αξιολογήσεις αυτό; Γιατί η αντοχή στον χρόνο πρέπει να είναι κάτι καλό; Γιατί είναι προτιμότερο να αντέξει από το να καεί;

Roland Barthes, 1915-1980

Έπεσα σε ύπνο βαρύ για μέρες, εβδομάδες. Από εκείνους τους λήθαργους που δεν μπορείς να ξυπνήσεις. Το είπα στις φίλες μου και στην αρχή γέλασαν.
«Ανησυχείς επειδή κοιμάσαι καλά;»
Ανησυχώ επειδή δεν μπορώ να ξυπνήσω. Μου φωνάζω και με κουνάω, με τραντάζω και μου ουρλιάζω, αλλά δεν μπορώ να βγω από αυτό το άηχο, μουντό βουητό που βάζει τα πάντα σε αργή μάταιη κίνηση.
Φοβάμαι. Τι; Ο, τι δεν θα ξυπνήσω ποτέ. Το έχω δει να συμβαίνει.
Με τα μάτια ορθάνοιχτα κοιτούσα το ταβάνι και δεν μπορούσα να κουνηθώ, δεν ήθελα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Όλα μέσα μου ούρλιαζαν ότι κάτι πήγαινε λάθος. Απλά όσο και αν το σκεφτόμουν δεν μπορούσα να καταλάβω τι.
Δεν μπορείς να είσαι ειλικρινής με όλους τους αγαπημένους ανθρώπους της ζωής σου. Γι αυτό και οι μισοί μου φίλοι πιστεύουν ότι είμαι καλά, όχι αδίκως! Βγαίνω, γελάω, κάνω πλάκες, σαρκάζω και αυτοσαρκάζομαι. Καλά είμαι, αλήθεια, εκείνες τις ώρες ούτε εγώ δεν με αναγνωρίζω.
Οι άλλοι μισοί όμως ξέρουν, γιατί αυτοί οι μισοί με έχουν δει να κάθομαι στον καναπέ και να κοιτώ το κενό, να απαρνούμαι τον καφέ μου, να μην μπορώ να φάω, να μην θέλω να μιλήσω, να χάνω μαθήματα επί μαθημάτων στην σχολή και να μην αγγίζω τα βιβλία μου για μέρες ολόκληρες.
Και αρνούμαι.
αρνούμαι να ξυπνήσω στις 8, να πάρω τρεις βαθιές ανάσες, να πιω καφέ, μισό μισό,
αρνούμαι να καπνίσω, να βάλω ραδιόφωνο, τα φαρδιά μπλουζάκια σου, τα δαχτυλίδια και τα σκουλαρίκια μου.
Πεισματικά αρνούμαι να γράψω, γιατί όλες οι λέξεις μου είναι παλιές και ξένες.
Αρνούμαι το κρασί μου και τα μέρη που πηγαίναμε με τους φίλους μου, στο γνωστό τραπέζι, στο στέκι.
Και σαν αποφασίζω να μην κάνω όσα με θυμίζουν γίνομαι μια άλλη.
Γιατί εκείνη που ήμουν δεν είμαι ξάφνου εγώ.
Σαν να έχω βγει από το κορμί μου και το ξένο-πια- κουφάρι πίσω μου κείτεται, μα νέο κορμί για εμένα δεν υπάρχει.
Μια ξένη μετενσάρκωση λοιπόν, δίχως σάρκα και οστά, περιτριγυρισμένη από νάρκες μνήμης.
Με προστατεύω όμως, όπως και όσο μπορώ...
Εσύ στην θέση μου, τι θα έκανες;
Ένα βήμα προς την νοσταλγία ή ένα βήμα προς το άγνωστο;

Μεγάλα διλήμματα λοιπόν, λέγονται έτσι γιατί αμφότερες οι επιλογές, αν τις απαρνηθείς σε καίνε.
Κεφάλαιο υπ'αριθμόν αόριστον: Η πρώτη μέρα μετά.



Μέρα αναχώρησης.

   Πρώτος πετάγεται στις 6 ακριβώς. Μουδιασμένος ακόμη από τον ύπνο δεν μπορεί να καταλάβει ούτε τον λόγο που ξύπνησε, ούτε όμως να κοιμηθεί πάλι.
Γυρίζει προς το μέρος της και την κοιτά που κοιμάται, αγκιστρωμένη πάνω του, με την ανάσα της να χτυπά ρυθμικά στο στέρνο του, το πόδι της ανάμεσα στα δικά του και το χέρι της γύρω από την κοιλιά του. Τα μαλλιά της χύνονταν στα σεντόνια και γαργαλούσαν τον λαιμό του.
Φυσικά δεν σκόπευε να πέσει πάλι για ύπνο. 

   Αφουγγράστηκε στην γλυκιά σιωπή στο πλευρό της και πίεσε τον εαυτό του να θυμάται πως ένιωθε εκείνη την στιγμή, να δημιουργήσει το δέρμα του μνήμη και να μπορεί να επαναφέρει την αίσθηση του κορμιού της πάνω στο δικό του.
Μελαγχόλησε απότομα μα άφησε την μαυρίλα να τον καταπιεί εντός ορίων, σε μια ώρα θα ξυπνούσε κανονικά, και έπρεπε να είναι αισιόδοξος, ήρεμος.
Πετούσε στη μια το μεσημέρι, αλλά στις 10 έπρεπε να φύγει από το σπίτι του για να πάει να χαιρετήσει τα παιδιά, την Τατιάνα και την οικογένεια του. Ένας από τους λόγους που θα αποχωρούσε και νωρίτερα από το σπίτι είναι η ανάγκη του να αποφύγει το δράμα. Η Κυβέλη ήταν η βασίλισσα της υπερβολής, και πάντοτε γελούσε στις ακραίες αντιδράσεις της, μα εκείνη την φορά όχι μόνο θα ήταν σωστή, μα θα παρέσυρε και τον ίδιο.

   Στις 7 χτύπησε η ειδοποίηση στο κινητό του, και εντός λίγων δευτερολέπτων παρατήρησε την κοκκινομάλλα να βγαίνει από την κατάσταση βαθύ ύπνου και να ανοίγει τα μάτια.
Μπορεί σχεδόν να διαχωρίσει τα πρώτα πέντε κενά δευτερόλεπτα, που αντιλαμβάνεται ότι κοιμάται πάνω του και σέρνει το χέρι της σε ένα χάδι, από τα επόμενα, που συνειδητοποιεί ότι είναι η μέρα που έτρεμε. Ξημέρωσε και δεν ήξερε πως να νιώσει γι αυτό.

«Καλημέρα.» της είπε. Για τελευταία φορά από κοντά.
Δεν του απάντησε, μόνο τον έσφιξε κι άλλο, σε ένα κράτημα που έμοιαζε να κρατά για πάντα.
«Μην φύγεις.» νυσταγμένη ακόμη του ψιθύρισε. Δεν είχε αληθινή παράκληση μέσα, ήταν μια παιδική σχεδόν επιθυμία, από αυτά που λέγαμε μικροί στους γονείς μας χίλιες φορές μέχρι να μας τα κάνουν.
Τυλίγει το χέρι του γύρω της.
«Θα γυρίσω.» της υπόσχεται.

   Του φτιάχνει καφέ, σκέτο, όπως τον πίνει. Ανεβαίνει στον πάγκο και γέρνει στο ντουλάπι.
Τον παρατηρεί που πίνει τον καφέ του και προσπαθεί να βγάλει μια φωτογραφία της πραγματικότητας όπως δεν θα την ξαναδεί για καιρό ακόμη.
«Βγάζω τον σκύλο βόλτα, θα ντυθείς για τρέξιμο;» της προτείνει, ήρεμα, προσεκτικά, σαν να προσπαθεί να μετριάσει

   Κλείνει την πόρτα πίσω του. Αντί όμως να καλέσει το ασανσέρ προχωράει προς το σπίτι της κυρίας Ριτσας. Πριν καν χτυπήσει το κουδούνι η πόρτα ανοίγει. Πνίγει ένα γέλιο.
Θα μου λείψει αυτό.
«Τι θες;»
Η γειτόνισσα του πάντα του είχε αδυναμία. Ακόμα και τώρα, που κυριολεκτικά για μέρες δεν του μιλούσε μετά την ανακοίνωση του ότι θα φύγει.
Του έκανε εντύπωση το πόσο είχε νευριάσει μαζί του, απαράδεκτο τον είχε πει! Πού άφηνε το κορίτσι του και έφευγε!
Αλλά έβλεπε την έγνοια που τον είχε, διέκρινε την αγάπη.

«Κυρία Ριτσα μην μου πείτε ότι είστε ακόμη θυμωμένη;» επιστράτευσε το πιο γλυκό του χαμόγελο. Και δούλεψε. Η γυναίκα αναστέναξε.
«Έξαλλη είμαι, αλλά έχε χάρη που είσαι εσύ! Αντίο ήρθες να πεις;»
Κουνά το κεφάλι αρνητικά. Κοιτάζει πίσω του τον σκύλο που ανυπόμονα περιμένει.
«Έχω λίγο χρόνο, οπότε θέλω να σας ζητήσω μια χάρη.»
«Ωχ...»
«Θέλω να έχετε το νου σας στην Κυβέλη, να της πηγαίνετε κανένα φαΐ, να πηγαίνετε τάχα για κουτσομπολιό αλλά να ελέγχετε πως είναι.»
Στην χάρη του χαλαρώνει του ώμους.
«Είσαι όμως όταν θες...αχ τι θα σας κάνω!»
«Θα την προσέχω την μικρή γλωσσού. Δεν περίμενα εσένα να μου το ζητήσεις νεαρέ!» του απαντά θιγμένη.
«Τώρα όμως θέλω να το κάνετε διπλά.»
Η γειτόνισσα τον κοιτά στα μάτια κι όσο κι αν δεν το θέλει αντικρίζει την απόγνωση του κάπου βαθιά κρυμμένη σε κοινή θέα. Διχασμένος και αβοήθητος, είχε πέσει στην ανάγκη της για να προσέχει εκείνη που άφησε πίσω του.
Ξεφυσάει και γνέφει θετικά. Ανοίγει τα χέρια και του κάνει νόημα να την αγκαλιάσει. Ο ψηλος νεαρός σχεδον την καλύπτει με την μορφή του καθώς γέρνει προς το μέρος της. Τον σφίγγει και του χαιδεύει την πλάτη.
« Να προσέχεις τον εαυτό σου αγόρι μου.»


    Γυρίζει σπίτι και δεν την βρίσκει έτοιμη να πάει για τρέξιμο, αντί αυτού ακούει το νερό να τρέχει στο μπάνιο. Ανοίγει την πόρτα και διακρίνει την μορφή της μέσα από το τζάμι, τυλιγμένο σε ατμούς, να λούζεται.
«Κυβέλη δεν θα τρέξουμε;» ρωτάει δυνατά, σκεπτόμενος οτι ίσως ξεχάστηκε. Είναι 8 παρά το πρωί, και ο χρόνος τους περίπου δυο ώρες.

   Το νερό κλείνει, η πόρτα ανοίγει. Η όμορφη δικηγορίνα του ήτα τυλιγμένη στο νερό και τα δάκρυα της, σαν ρυάκια να τρέχουν όλα, και να ανακατεύονται πάνω στο δέρμα της, γλυκό και αλμυρό μαζί. Τον κοιτά σαν να βλέπει κάτι που είναι ήδη παρελθόν, τον σκοτώνει αυτό, αλλά σφίγγει τα δόντια σκεπτόμενος ότι του αξίζει.

   «Συμφωνώ ότι το τρέξιμο είναι μαζοχιστικό. Έχεις δίκιο.» η παραδοχή της, ότι σε αυτή τη σχέση είχε επιτελούς και εκείνος κάπου δίκιο, τον τσάκισε στην προκειμένη περίπτωση.
Έπνιξε ένα γέλιο, πικρό.
 Του φάνηκε εντελώς σουρρεαλιστική η κουβέντα που έκαναν, με εκείνον ντυμένο με το λουρί στο χέρι και την Κυβέλη γυμνή και βρεγμένη.
«Νόμιζα ότι είναι κάτι δικό μας.» ανασήκωσε τους ώμους του δίνοντας τέλος σε αυτό τον διάλογο, δίνοντας της το αλάθητο.
«Δυστυχώς πολλά πράγματα έχουν γίνει δικά μας. Μικρά πράγματα, καθημερινά.» κάνει ένα βήμα προς τα μέσα και του κάνει νόημα να μπει και εκείνος.

   Μουδιασμένος ακόμα πετάει κάτω το λουρί και βγάζει το φούτερ και τα σταράκια του. Πετάει το παντελόνι του και κλείνει την πόρτα πίσω του.
Ανάμεσα τους υπάρχουν ατμοί, μα την εντοπίζει, αδύνατον να μην. Ξεχωρίζει τις νοητές γραμμές που ορίζουν το κορμί της και ακουμπά τα χέρια του στην λεκάνη της, την τραβάει πάνω του.
   Τεντώνεται για να τον φτάνει και τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του.
Τα χείλη της χαϊδεύουν τα δικά του καθώς τα μάτια της τον γδέρνουν.
Το ζεστό νερό αρχίζει να πέφτει ανάμεσα τους, και την νιώθει να ασθμαίνει βάρια, πριν τον αφήσει -πριν αναστενάξει και υποχωρήσει- να την φιλήσει, βαθιά, πεινασμένα, σαν όλο αυτό το νερό να ήταν θαλασσινό και εκείνος ναυαγός.
Να ξεδιψάσει μόνο από τα χείλη της μπορούσε.

Αναστέναξε και βόγγηξε, και ξεχάσαν το πατζούρι ανοιχτό.
Είδαν οι γείτονες ατμό σαν καπνό, δάκρυα από φωτιά, βογγητά λυγμών.

-------------------------------------

    Την τύλιξε με μια πετσέτα και την ανέβασε στο μάρμαρο του νιπτήρα, έμοιαζε συγκεντρωμένος σε αυτό. Η πετσέτα δεμένη χαμηλά στους γοφούς του, το νερό να στάζει και να γλύφει το δέρμα του, σε κάθε μυ και εκατοστό του. Τα μαλλιά του, κοντοκουρεμένα ακόμα, να στάζουν ελαφρώς και να ελευθερώνουν μικρές σταγόνες στο συνοφρυωμένο του πρόσωπο.
Απόλυτα συγκεντρωμένος στην δουλειά του έτριβε την απαλή πετσέτα όπου έβρισκε υγρά σημεία στο κορμί της, στεγνώνοντας της σιγά σιγά. Αγνοούσε το βλέμμα της, γιατί αν μη τι άλλο απέφευγε την ίδια την πραγματικότητα.

    Δεν του παραπονέθηκε όμως, αφέθηκε στα χέρια του και τον άφησε να κάνει τα μαγικά του μαζί της, να της απλώσει κρέμα σώματος και να της βάλει εσώρουχα. Να την φροντίσει όπως άπειρες φορές είχε κάνει. Σύντομα παύει κάθε του κίνηση.

   Για λίγο κοντοστέκεται, σκεπτόμενος κάτι έντονα. Η Κυβέλη κυρτώνει την πλάτη και ετοιμάζεται να τον ρωτήσει. Όμως ο Ορέστης είχε την ίδια στιγμή ήδη αποφασίσει, και έσκυψε να πιάσει το παντελόνι του, έβγαλε από την τσέπη του κάτι και στάθηκε πάλι μπροστά της.
Έφερε απέναντι από τα μάτια της το κολιέ που της είχε πάρει, με την φωτιά και το βιολί, εκείνο που με λύσσα του είχε πετάξει μέσα στα μούτρα καιρό πριν.
Η κοπέλα ένιωσε έναν λυγμό να ανεβαίνει στον λαιμό της. Το γαλάζιο και το πράσινο επιτέλους την κοίταξαν.
«Δεν σε αφήνω χωρίς αυτό.» της δήλωσε τελεσίδικα, με εκείνο το σοβαρό ύφος που αγαπούσε.
Τα δικά της μάτια, μπορεί να μην έλαμπαν όπως εκείνου, αλλά μέσα τους είχαν εκείνο το φως, το μακρινό και αχνό φως που έκανε το μαύρο καφέ. Και με αυτό το φως- αν θες πες το ελπίδα- του έγνεψε.

  Το κούμπωσε και το παγωμένο ροζ χρυσό υλικό επέστρεψε στον αφέντη του, πάνω στην καρδιά που το τράνταζε μήνες τώρα.
«Δεν θέλω να σταματήσεις να κάνεις όσα έκανες επειδή τα κάναμε μαζί.» η φωνή του βγαίνει πιο απαλή από ότι και ο ίδιος είχε σχεδιάσει, γιατί την έπιασε απροετοίμαστη.
Έσυρε το βλέμμα της, εξεταστικό, πάνω του.
Ένα χαμόγελο, πικραμένο μα ειλικρινά φτιαγμένο από γέλιο, απλώθηκε στο πρόσωπο της.
Ένιωσε μια κλωτσιά στην καρδιά όταν του γέλασε, πόσο φωτίστηκε το πρόσωπο της! Τι αντίθεση έκανε με τον πορτοκαλοκόκκινο καταρράκτη, πόσο φως!
«Ορέστη μου μαζί σου κοιμάμαι, ξυπνάω, πίνω καφέ, τρέχω, κάνω μπάνιο, μαζί σου τρώω, βλέπω σειρές, διαβάζω, βλέπω τους φίλους μου, την οικογένεια μου! Όλα μαζί σου! Να μην κάνω τι; Να μην ζω; Είναι επιλογή αυτό; Δεν νομίζω.» η κυνική της διάθεση τον πάγωσε και τον ανακούφισε ταυτόχρονα.

Ώρα 9: 58

   Σέρνει την τελευταία βαλίτσα και την πετάει στο πορτ-μπαγκάζ, όλα είναι έτοιμα. Όλα εκτός από εκείνον. Της άφησε πέντε φόρμες, άλλα τόσα φούτερ, μερικές παρτιτούρες του στο γραφείο, τα βιβλία του, τους δίσκους και το πικάπ. Δυο πακέτα τσίχλες που είχε καιρό να φάει, το αφρόλουτρο που μύριζε πάνω του και το σαμπουάν που της άρεσε να βάζει για να μυρίζει σαν εκείνον. Δεν της το είπε, αλλά πήρε μια μπλούζα της και την καταχώνιασε σε μια σακούλα, μην χαθεί το άρωμα.

   Την βρίσκει να στέκεται στην μέση του σαλονιού. Κοιτά γύρω της περιμένοντας να είναι άδειο το σπίτι, μα προς έκπληξη της, τίποτα δεν είναι άδειο, όλα μοιάζουν όπως πριν.
Ο Ορέστης πιάνει τον εαυτό του να συνειδητοποιεί ότι αλλιώς το είχε σκεφτεί όλο αυτό. Εκείνη πάλι έτσι θα στεκόταν, νοσταλγικά θα κοιτούσε, μα γύρω της θα υπήρχαν μόνο κούτες, και τα πράγματα της θα στριμώχνονταν πλάι στα δικά του.
Τον κοιτάζει που έχει γείρει στο κατώφλι, έτοιμος. Δεν τον ρωτά αν τα πήρε όλα, ενδόμυχα εύχεται να έχει ξεχάσει τα μισά και να γυρίσει σε εκείνη, μα δεν του το λέει αυτό, μόνο ανταλλάσουν δυο ματιές γεμάτες αγωνία.
Και τώρα τι;

  Δεν θα ανάγκαζε τον εαυτό της να ακούσει κάτι τόσο άθλιο όσο το «έφτασε λοιπόν η ώρα», οπότε μίλησε πρώτη.
«Αν δεν επιστρέψεις σε 6 μήνες εγώ θα φύγω από εδώ. Μέχρι τότε είναι η προθεσμία σου.» τον απειλεί απαλά, παρακλητικά σχεδόν.
Της χαμογελά τρυφερά.
«Αχ Κυβελάκι.» μονολογεί και περπατάει προς το μέρος της, την τραβάει στο στέρνο του και την σφίγγει πάνω του. Όπως ακριβώς περιμένει, ανασηκώνει το κεφάλι και τον κοιτά γεμάτη ανυπομονησία για εκείνο το φιλί. Το τελευταίο.
Σκύβει και της το χαρίζει. Το νιώθουν και οι δυο.
Νοσταλγικά και μόνο, η κανέλα συναντά τον καφέ.
Όπως παλιά.

  «Έξι μήνες Νικολαϊδη.» μουρμουρίζει κόντρα στα χείλη του.
«Να αφήνεις το φως ανοιχτό το βράδυ.» της απαντά κάτι που νομίζει ότι θυμάται από κάποιο βιβλίο, μα η Κυβέλη πρώτη φορά άκουγε. Γεμίζει ελπίδα.
Κοιτά το γαλάζιο και το πράσινο, τα δυο χρώματα στα μάτια του βιολιστή που της είχε κλέψει την καρδιά. Εκείνου του απίστευτου, τραγικού, ενοχλητικού, απίστευτου άντρα.
Που αγαπούσε τόσο.

Η πόρτα κλείνει, και το διαμέρισμα μένει άδειο.
Δηλαδή, όχι ακριβώς, γιατί είναι εκείνη ακόμη μέσα
Μισοάδειο.

--------------------------------------------------------------------

   Προσπάθησε να μείνει ψύχραιμη και αφέθηκε στο καθάρισμα του διαμερίσματος.
Από τα κουρτινόξυλα, μέχρι τις γωνίες των ντουλαπιών και τα πατζουρια, η Κυβέλη καθάρισε κάθε σπιθαμή του χώρου.
Έτσι το μυαλό της κάπως απομακρύνθηκε από τις σκέψεις που την ωθούσαν να τον πάρουν τηλέφωνο, ή εκείνες τις άλλες που της έφερναν δάκρυα στα μάτια.

   Βέβαια όλα αυτά έλαβαν τέλος με τον χτύπο του κουδουνιού.
«Άνοιξέ Κυβελακι!» η Φαιή φώναξε επίτηδες δυνατά.
Τι θέλουν από την ζωή μου;
Σιχτίρισε που δεν την άφησαν στην μιζέρια της, αλλά και μια γλυκιά θέρμη προσγειώθηκε στην καρδιά της, είχε τουλάχιστον τους φίλους της.
Άνοιξε την πόρτα και στην θέα των πέντε ανθρώπων που αγαπούσε τόσο δαγκώθηκε να κλάψει με το πως την κοιτούσαν.
Την λυπουνταν κατα βάθος.

   Πρώτη κάλυψε την απόσταση η Φαιή, που έπεσε κυριολεκτικά πάνω της, και την αγκάλιασε σφιχτά. Η Ερμιόνη δίπλα, ακολούθησε το παράδειγμα της ξανθούλας.
«Θα περάσει ο καιρός πριν να το καταλάβεις, στο υπόσχομαι. Είναι για καλό.» της ψιθύρισε η Φαιή.
Η Κυβέλη κοίταξε πάνω για να μην βουρκώσει.
Στην πορεία είδε τους τρεις φίλους της να βγάζουν παπούτσια και να μπαίνουν στο διαμέρισμα.
Κρατούσαν σακούλες.
Ο Γιάννης έβγαλε ένα μπουκάλι κρασί από την μια, δείχνοντας ότι έχει κι άλλα. Η κίνηση του έκανε την κοπέλα να ξεσπάσει σε γέλια.
«Είναι μια το μεσημέρι!» απομακρύνθηκε από τις φίλες της και ένιωθε ήδη κάπως καλύτερα.
Ο Βασίλης ανασήκωσε τους ώμους.
«Για αυτό δεν θα πιούμε ακόμα το ουίσκι.»

   Ο Κωνσταντίνος γέλασε καθώς άρχισε να πηγαίνει τις αηδίες που έφεραν στην κουζίνα.
«Θα παίξουμε παντομίμα! Εγώ χωρίς κρασί δεν την παλεύω.»
Η κοπέλα τους κοίταξε να κάθονται στο σαλόνι, να μετακινούν πράγματα, να φέρνουν σνακ και ποτά. Να την κοιτούν έτοιμοι να την αγκαλιάσουν, έτοιμοι να την ακούσουν, αλλά και να της πάρουν το μυαλό μακριά.
Κι ήξερε ότι εκείνοι οι μήνες θα μπορούσαν να είναι και πολύ δυσκολότεροι, μα εξαιτίας τους δεν θα ήταν.

  Η ώρα ήταν οκτωμιση και η Κυβέλη είχε γίνει λιώμα. Η απαγόρευση θα άρχιζε σε μισή ώρα και έπρεπε να φύγουν όλοι. Αρνήθηκε πεισματικά να αφήσει τις κολλητές της να κοιμηθούν σε εκείνη, με την πρόφαση ότι το πρωί θα πήγαινε στον πατέρα της. Όποτε τώρα, την κουβαλούσε ο Βασίλης στο δωμάτιο της όσο οι υπόλοιποι μάζευαν.
Δεν άντεχε να μην ρωτήσει, αυτό που ώρες κρατούσε μέσα της. Ο ξανθός της φίλος την βόηθησε να ξαπλώσει στην πλευρά του και την σκέπασε. Έτοιμος ήταν να γελάσει με τα χάλια της.
«Καλά είσαι;» την ρώτησε για δέκατη φορά.
Καλά ήταν.
«Πως τον είδες;» τον ρωτάει τελικά.«Όταν χαιρετηθήκατε πως τον είδες;» καιγόταν να μάθει.
«Χάλια ήταν, όπως πρέπει.«Αλλά θα γίνει καλύτερα.» την ενθάρρυνε.
«Δεν ήθελα να φύγει.» του γκρινιάζει «Εσύ δεν θα έφευγες ποτέ ...» παραπονιέται και ο φίλος της κοντοστέκεται για λίγο.
Έπειτα κάθεται πλάι της στο κρεβάτι.

«Εγώ Κυβέλη δεν είμαι τόσο μεγάλος και ώριμος όσο ο Ορέστης. Είμαι εγωιστής, παρτάκιας. Είδες τι έκανα για να μην φύγει μακριά μου.» η αφοπλιστική του ειλικρίνειά την ξύπνησε από τον λήθαργο της.
«Ο Ορέστης δεν θα με παντρευόταν ούτε για πλάκα.» σάρκασε και γέλασε πικρά.
Και τι δεν είχε ακούσει από προοδευτικές απόψεις κατά του γάμου.

Ήταν η σειρά του να πνίξει ένα γέλιο.
«Ο Ορέστης μέχρι πριν σε γνωρίσει ήταν το πιο χαλαρό άτομο που ξέρω. Ήθελε τον χώρο του και τον χρόνο του. Γούσταρε αυτό που έκανε και ήταν πρώτο για αυτόν. Σε γνώρισε, και έκτοτε τον έχω δει να βγαίνει εκτός εαυτού, να ουρλιάζει, να φωνάζει, να μένει σκρυθρωπός σε μια γωνία σαν καημένος και να καπνίζει. Τον είδα και πολύ ευτυχισμένο, τον μαλάκα, έλαμπαν και τα μουστάκια του.» κάνει μια παύση και ξεφυσάει.
Την κοιτάζει για να σιγουρευτεί ότι η κοπέλα παρακολουθεί ακόμα. Παρακολουθούσε όντως, με μάτια θολά.

«Πολύ ευτυχισμένος. Πονούσε μόνο όταν πονούσες κι εσύ.»
«Εγώ κοιτάζω την φίλη σου Κυβέλη και βλέπω πως ο, τι και να κάνω δεν θα μπορέσω να προχωρήσω μετά από εκείνη, είναι της μοίρας μου να τσακώνομαι με αυτή τη βλαμμένη, και το δέχομαι ρε φίλε. Κι ας λένε όλοι ότι δεν κάνουμε ο ένας για τον άλλον, κι ας το βλέπω και εγώ πολλές μέρες. Πάει μακριά όλο αυτό, μακριά και μπροστά.»
«Και επειδή είμαι φίλος του πέρα από δικός σου, του έχω μιλήσει και μπορώ να σου πω ότι στα δικά μου μάτια αυτό ήταν. Έκλεισε σαν άντρας. Είχε έναν πρώτο ερωτά καταστροφικό, πήδηξε, φλέρταρε, όλα αυτά ασύστολα. Και στα 25 του σε γνώρισε και όλα όσα ήξερε δεν έπιαναν.»
«Είστε η Κυβέλη και ο Ορέστης. Αυτός θα σε κάνει έξαλλη σαν να είναι η δουλειά του και εσύ θα γίνεσαι έξαλλη και ερωτευμένη. Γιατί αυτό εκείνος δεν κάνει αυτό τι θα κάνει; Και αν εσύ δεν νευριάσεις με τον Ορέστη, τι θα νιώσεις; Και με ποιον;»
Δαγκώνεται να μην κλάψει.

«Δεν-δεν ξέρω...» παραδέχεται και η ίδια στον εαυτό της.
«Φανταζέσαι σε δέκα χρόνια από τώρα; Και λιγότερο μάλλον, θα είμαστε όλοι εδώ, και μερικοί θα έχουμε παιδιά, θα έχουμε παντρευτεί. Και άσε εμένα με την Ερμιόνη, μπορεί να έχουμε σκοτώσει ο ένας τον άλλον, εσύ ρε φίλε φαντάζεσαι κάτι διαφορετικό από ένα μέλλον με τον Νικολαϊδη; Όπως αυτό μπορεί να είναι, και εξωτερικό να είστε, και εξ αποστάσεως να προσπαθείτε. Μαζί όμως.»

«Βασίλη ήρθες εδώ για κάλο;»
Γελάει «Ήρθα να δω πώς είσαι αχάριστο κορίτσι.»
«Με υποχρέωσες.»
«Πάω να σου φέρω νερό και την κάνω. Σκεπάσου και κοιμήσου.»
«Βασίλη.» τον σταματάει.
«Ναι Κυβελάκι;»
«Ο Γιάννης και η Φαιή;»
Κοντοστέκεται λίγο. Με την άκρη του ματιού του βλέπει τον κολλητό του και την ξανθούλα να τον κοιτούν από την άλλη άκρη του σαλονιού χωρίς ξέρουν τι ειπώθηκε, γεμάτοι αγωνιά για την φίλη τους, με την Φαιή έτοιμη να επέμβει.
«Όλοι υποφέρουν για αυτούς που αγαπάνε.» της δηλώνει τελεσίδικα.
«Απλά νομίζω ότι καλύτερο είναι να έρθει μια δυσκολία στην αρχή, για να ξέρεις ποιον επέλεξες να σταθεί δίπλα σου στα πάντα.»
«Είσαι ποιητής.»
«Η αλήθεια είναι ότι αυτά τα χείλη έχουν κάνει πολλές να αναστενάξουν.»
Η Κυβέλη πνίγηκε με το σάλιο της και ξέσπασε σε γέλια βήχοντας παράλληλα.
«Σιχαμένε.»
                                                            

                                                         ------
  Άξαφνα ανοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω της προσπαθώντας να εντοπίσει την αιτία αφύπνισης της. Το κινητό της. Όμως το κινητό εκείνο δεν ήταν ακριβώς το δικό της, μα ήταν σαν να είναι.
Που ειμαι;
Κατάλαβε ευθύς αμέσως ότι βλέπει όνειρό, απλά δεν μπορούσε να ξυπνήσει από αυτό.
Το σπίτι είναι ξένο, μα σαν δεδομένο της δίνεται ότι είναι δικό της, στην Νέα Υόρκη.
Το κινητό της εν τω μεταξύ ακόμα χτυπάει. Κάτι την παρακινεί να το σηκώσει.
Είναι ο πατέρας της.
«Έλα μπαμπά.»
«Καλήμερα Κυβέλη μου. Πώς είσαι;» η απαλή του φωνή της κλωτσά περίεργα.
Απογοητεύτηκε που δεν προχώρησα μετά το πτυχίο;

    Το μπερδεμένο μέρος του υποσυνείδητου της, που ήξερε ότι είχαν φυλακιστεί αμφότεροι σε όνειρο, της είπε ότι αυτό είναι άλλο ένα ακόμη γεγονός. Πήρε πτυχίο και δεν το αξιοποίησε επαρκώς. Σε αντίθεση με εκείνον, που είναι πλούσιος! Της πήρε αυτό το υπέροχο διαμέρισμα, της έδωσε ο,τι ποθούσε.
Σφίχτηκε η καρδιά της.
«Καλά είμαι. Εσύ; Πώς είναι εκεί τα πράγματα;»
«Σας περιμένουμε. Θα έρθετε για Πάσχα ε;» Το μυαλό της της λέει ότι είναι στο εξωτερικό, και λείπουν πάνω από έναν μήνα.

    Προχωράει και το κινητό εξαφανίζεται από τα χέρια της, σαν σιγά σιγά να θολώνει και να λήγει η συζήτηση της.
Βλέπει στο κέντρο του σαλονιού ένα καλαθάκι, όπου μέσα σαν γνώση είχε ότι κοιμόταν το μωρό της, ενώ μπροστά του, με ένα τρίποδο γεμάτο παρτιτούρες, βρισκόταν ο Ορέστης, και έπαιζε βιολί χωρίς κανένα λάθος.
Μη τυχόν ξυπνήσει η κόρη του από φάλτσα νότα.

  Σαν από γνώση προϋπάρχουσα, απέξω ήξερε ότι θα δει την πόλη της Νέας Υόρκης, και έχουν περάσει χρόνια. Τους πλησίασε και ένιωθε περίεργα. Την πιο όμορφη ευτυχία στον κόσμο. Την πιο γεμάτη εκδοχή του εαυτού της την βίωσε κοιτώντας εκείνος τον άντρα, που φορούσε ο, τι και την μέρα που τον γνώρισε και είχε πάλι μπούκλες, και μούσια.

  Σταματάει να παίζει και τεντώνεται για να βεβαιωθεί ότι το μωρό ακόμα κοιμόταν, πριν αφήσει το βιολί του κάτω και την πλησιάσει ανοίγωντας τα χέρια.
«Καλημέρα μωρό μου.» εκείνη σαν να πετά χώνεται στην αγκαλιά του και στο οσφρητικό της πεδίο έρχεται το άρωμα κανέλας και το αφρόλουτρο του.
«Είναι νωρίς.» ψιθύρισε.
«Με έχει ξυπνήσει εδώ και τρεις ώρες. Αλλά στις 8 άρχισα να παίζω. Σε ξύπνησα;» αφήνει ένα μαλακό φιλί στα μαλλιά της.
«Σε ξύπνησε 6 το πρωί; Η αδίστακτη!» σχολίασε αστειευόμενη, κατά βάθος ευγνώμων που ο Ορέστης της έδωσε λίγο χρόνο ξεκούρασης.
«Είχε να πάρει.»
Γέλασε άηχα και ακούμπησε το σαγόνι της στο στέρνο του, για να τον κοιτάξει, το χαμόγελο που της χάρισε, γεμάτο λακκάκια και φως, γέμισε την καρδιά της θέρμη.
«Θα πάμε στους δικούς μας έτσι;»
Της γνέφει, δεν μιλάει για λίγο. Του κακοφαίνεται. Είχε συνηθίσει να την έχει όλη δική του.
«Δυο εβδομάδες Ελλάδα, το κανόνισα.» της κλείνει το μάτι, πριν σκύψει και την φιλήσει, πριν η κανέλα όμως συναντήσει τα χείλη της ένα μικρό κλάμα ακούγεται.

Ο Ορέσης πνίγει ένα μικρό γελάκι απόγνωσης.
«Νομίζω οτι τελικά ανυπομονώ.»

--------------------------------------------------------------

«Μαμά θα είναι και η Αντιγόνη;» η μικρή της κόρη την ρώτησε από το κάθισμα της.
«Όχι μωρό μου. Θα είναι μόνο η Άννα και ο Γιώργος, της νονάς και του νονού, και νομίζω θα έρθει ο Άγγελος»

  Ο γιος της, που καθόταν στο καθισματάκι για μεγάλα παιδιά πανηγύρισε. Ο Άγγελος, του Κωνσταντίνου και της Ιωάννας, ήταν ο κολλητός του.
«Και ο νονός;» ξαναρώτησε το αγοράκι. Ο οδηγός την κοίταξε με την άκρη του ματιού του και η γυναίκα μείδιασε πνίγοντας ένα γελάκι.
«Θα είναι σίγουρα η Ερμιόνη. Ο νονός δεν ξέρω αν θα μπορέσει. Μα στην έδωσε την λαμπάδα σου δεν στην έδωσε;»
«Και το δώρο σου ε!» ο σύζυγός της υπενθύμισε στον γιο τους και τον κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη.
Την κονσόλα που πολύ συγκεκριμένα του είπε να μην πάρει γιατί την θεωρώ ακατάλληλη για ένα εξάχρονο.
«Σήμερα θα πάρεις εσύ το δικό σου Αθηνά.» γύρισε πίσω να κοιτάξει την κόρη της που ανυπομονούσε και είχε ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Τεσσάρων χρονών και τους έκανε όλους ο, τι ήθελε στο σπίτι. Μέτα από πολλή επιμονή και κλάμα, να τη με το κόκκινο φραμπαλέ φόρεμα, που η μαμά της ευτυχώς συνδύασε με ένα ωραίο γκρι παλτό και μπαλαρίνες, ώστε να είναι στυλάτη και όχι απλά 'πριγκίπισσα'.
Γιατί περνάμε αυτή την φάση τώρα...

  «Θα πεις ευχαριστώ και θα φιλήσεις την νονά και τον νονό, ναι αγάπη μου;» ο άντρας της καθώς έστριβε στο στενό του Γιάννη και της Φαιής υπενθύμισε στην κόρη του.
«Ναι μπαμπά.» το νάζι και η αδυναμία που του είχε δεν κρύβονταν.
«Και εσύ Δημήτρη κανόνισε να πειράζεις πάλι την αδελφή σου.» η Κυβέλη δεν συγκρατήθηκε και επέπληξε το αγοράκι που έγνεψε θετικά, αν και ήταν σίγουρη ότι δεν θα το τηρούσε.
Πάρκαραν έξω από την μεζονέτα.
«Μην βγείτε, σας ανοίγω εγώ.» βγήκε πρώτος έξω και άνοιξε την πόρτα στον γιο του που είχε λυθεί μόνος του και περίμενε καρτερικά, έπειτα πήγε στην πριγκίπισσα που όταν έσκυβε να της λύσει τα λουριά του άφησε ένα φιλάκι.

   Όλα είχαν ξεκινήσει από το γεγονός ότι την μάλωσε το πρωί που δεν άκουγε την Κυβέλη. Μα η καρδιά του φούσκωνε στο παιδικό της βλέμμα και μόνο.
«Πάμε στην Νόνη;» της ψιθύρισε ενθουσιασμένος και την σήκωσε στην αγκαλιά του.
Ήταν ψηλός και το κοριτσάκι λάτρευε να βλέπει από τα χέρια του πως ήταν ο κόσμος.
«Ναιι!! Νόνη!!»
Νόνη έλεγε την Ερμιόνη, γιατί ποτέ δεν μπορούσε να πει το όνομα της κοπέλας, έτσι βρέθηκε η μέση λύση, και έγινε μόνιμη.

  Η Κυβέλη είδε τον άντρα της να της ανοίγει την πόρτα και πήρε βαθιά ανάσα.
Μπορεί να ήταν Σάββατο αλλά οι δουλείες έτρεχαν. Είχε αναλάβει μια υπόθεση για την οποία έπρεπε να διαβάσει πολύ και να ανατρέξει σε παλιές εκδικασμένες για να αποφασίσει ποια αντιμετώπιση θα ευνοούσε περισσότερο τον πελάτη της.
Στα 35 της χρόνια, και με δυο υπέροχα παιδιά, ένιωθε να επιστρέφει στο παιχνίδι πολύ πιο δυναμικά από ότι το άφησε. Ήταν πλέον πλήρως συγκεντρωμένη εκεί.

  Την έβγαλε από τις σκέψεις της.
«Να σε κουβαλήσω και εσένα;» ο πειρακτικός του τόνος επέφερε το χαμόγελο της. Πήρε τα γλυκά και τα δώρα για την μεγάλη της βαφτιστήρα, που δεν θα ερχόταν σήμερα, και βγήκε από το μαύρο τζιπ.
«Μην την κουβαλάς, θα μάθει έτσι.» μαλώνει τον άντρα της που μόνο περισσότερο έσφιξε το κοριτσάκι πάνω του προχωρώντας δίπλα της. Έτεινε το χέρι στον γιο της.
«Πάμε αγάπη μου;» έβαλε το χέρι μέσα στο δικό της και ανυπόμονος προχώρησε μαζί της στο δρομάκι της εισόδου. Από τον κήπο πίσω ακούγονταν φωνές παιδιών, ενθουσιάζοντας τα δικά της,.
Γύρισε προς το μέρος της κόρης της και κοίταξε μια την Αθηνά, μια τον Δημήτρη.
«Σοβαροί και μετρημένοι, μην δω καβγάδες και φωνές, σας πήρα και φύγαμε!»  

   Ο Νίκος έπνιξε ένα γέλιο.
«Φτάνει βρε αγάπη μου.» ήταν και εκείνος αυστηρός, αλλά στεκόταν αδύναμος μπροστά στην θλίψη των παιδιών του, κι ας ήταν παραπλανητική.
Τον κοίταξε αγριεμένα.
«Μίλησα.» είπε τελεσίδικα και χτύπησε το κουδούνι.

   Σάλος ξέσπασε όταν άνοιξε η πόρτα. Η κολλητή της και νονά της μικρής της τους καλωσόρισε ένθερμα και πήρε στην αγκαλιά της την πριγκίπισσα κανακεύοντας την, αφού φιλήσει πρώτα το γλυκό αγόρι της δικηγορίνας και τον σύζυγο της σταυρωτά.
«Έχει τέλειο καιρό και νομίζω το barbeque επιβάλλεται!» ήξερε τι αδυναμία είχε ο Νίκος σε αυτά, και τα μάτια της άστραψαν στο χαμόγελο που της χάρισε ο κουμπάρος της.
«Που είναι το μωρό μου;» η Κυβέλη έβγαλε τα τακούνια της πριν μπει και έβγαλε τα πανωφόρια των παιδιών της που κρατιούνταν.
Η ξανθούλα στάθηκε μαζί της στην είσοδο.
«Να πάρω τα γλυκά!» την αποδέσμευσε.
«Αγάπη μου θα είμαι έξω. Θα έχω το νου μου.» της κλείνει το μάτι και φεύγει βιαστικός προς τον κήπο.
«Να πας. Έρχομαι και εγώ να χαιρετήσω σε λίγο.» του χαμογέλασε και τον χάζεψε λίγο να απομακρύνεται. Του πήγαινε τρελά το σκούρο ναυτικό μπλε. Μαζί με την μπεζ βερμούδα του, τον έκαναν να μοιάζει με τον άντρα που ήταν την μέρα που τον γνώρισε.

   Στην λέσχη Τέννις Γλυφάδας είχε πάει για έναν πελάτη. Μα εκτός από αυτόν, βρήκε και τον έρωτα στα μάτια του Νίκου Κεχαγιά, μηχανικό πετρελαίου και ορυκτών. Δεν ήξερε κανέναν που να ασχολείται με κάτι τέτοιο. Αντίστοιχα, ο νεαρός τότε, 29χρονος, δεν είχε δει ποτέ καμιά γυναίκα σαν την Κυβέλη, που ντυμένη με ένα απλό γκρι φόρεμα με μανίκι τρία τέταρτα σε Α γραμμή διέσχυσε το πάρκινγκ της λέσχης κάνοντας τον να αστοχήσει και να χάσει το σετ. 

   Του πήρε εβδομάδες να την πείσει να βγουν. Και μήνες να την κάνει να τον ερωτευτεί όσο αυτός εκείνη. Την μέρα που έκλεισε τα 27 και ούτε καν δυο χρόνια μέσα στην γνωριμία τους της ζήτησε να τον παντρευτεί, και λίγους μήνες μετά τον γάμο γεννήθηκε ο γιος τους, που δίχως δεύτερη σκέψη πήρε το όνομα του πεθερού του, με τον οποίο είχαν άριστες σχέσεις.
Τώρα, εννιά χρόνια από την μέρα που την είδε για πρώτη φορά και δυο παιδιά αργότερα, την θαύμαζε και την αγαπούσε με πάθος και λατρεία.

«Κυβέλη!» η Ερμιόνη έντρομη σχεδόν μπήκε μέσα στο σπίτι, και αν έκρινε από το κρασί που είχε στο χέρι και το κραγιόν της που είχε ελαφρώς χαλάσει, ήταν εδώ ο Βασίλης, και είχε γεμίσει φιλιά τον Δημήτρη, την αδυναμία της.
Η γυναίκα κατάλαβε ότι κάτι πήγαινε λάθος, όχι μόνο από τον τόνο της φίλης της, αλλά και από το βλέμμα που της έριξε η Φαιή. Όταν είδε τον άντρα της να βγαίνει στον κήπο κλείνοντας ελαφρώς την μπαλκονόπορτα πίσω του τις κοίταξε.
«Έξω είναι και ο Ορέστης.»

   Από την ταραχή της η τσάντα και τα δώρα της βαφτισιμιάς της έπεσαν όλα στο πάτωμα, μαζί με το αίμα της, που έφυγε από όλο της το σώμα.
Κατάλαβα λάθος.
«Ο Ορέστης; Ο Νικολαΐδης;» ρώτησε πνιχτά και έσκυψε να πιάσει ο, τι έπεσε.
«Κυβέλη!» η Ιωάννα μπήκε μέσα στο σπίτι από τον κήπο, που μάλλον πήγε να βάλει μια τάξη στα παιδιά που δεν μαζεύονταν. Κοίταξε τις άλλες και ύστερα την ίδια.
«Της το είπατε ε;»
«Από που και ως που;» την αρχική της έκρηξη διαδέχτηκε ένας πανικός. Είναι τα παιδιά μου εκεί έξω! Ο Νίκος!

   Ο Νίκος δεν ήξερε πολλά για τον Ορέστη, μόνο ότι υπήρξε ερωτευμένη μαζί του. Η κατανόηση του και η μη ανάγκη του να μάθει αχρείαστες λεπτομέρειες ή να τον ανταγωνιστεί ήταν που της έδειξαν πως ήταν ο άνθρωπος που θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής της μαζί.
Ένιωθε βεβαία ενοχές, γιατί ήξερε πολύ καλά ότι από τα λεγόμενα της ο καλός της ο άντρας πίστευε ότι ο Ορέστης ήταν ως επί το πλείστον πολύ πολύ καλός της φίλος, που απλά υπήρξαν για λίγο μαζί, αλλά δεν δούλεψε, και δίχως δράματα εκείνος έφυγε.
Ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να καταλάβει βέβαια, ότι ο άντρας που δεν είχε δει ποτέ του ευθυνόταν εν μέρει για την πληγωμένη καρδιά της συζύγου του.

   Προσπάθησε να ηρεμήσει, και να θυμίσει στον εαυτό της ότι είχαν περάσει 12 χρόνια.
«Γύρισε από Νέα Υόρκη;»
«Πριν μια εβδομάδα, ήρθε για ξεκούραση, δεν ξέρω πόσο θα κάτσει, σε εμάς σήμερα ήρθε, έκπληξη ήταν! Οι άλλοι κάνουν σαν μικρά παιδιά.»
Χρειάζομαι κρασί.
Άφησε τα πράγματα της όπως όπως και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη όπως πήγαινε στην κουζίνα, με τις φίλες της στο κατόπι να συζητούν, μπορεί να μιλούσαν και σε εκείνη.
Πως να είναι άραγε; Ο Ορέστης ήταν 37, άραγε είναι ακόμα το ίδιο γοητευτικός;
Αποκλείεται να ήταν τόσο όσο ο σύντροφος της, που σχεδόν στα 40 του έμοιαζε και σχεδόν δέκα χρόνια μικρότερος.

   Μπροστά της στον πάγκο της φίλης της βρέθηκε ένα ποτήρι παγωμένο λευκό κρασί, που η Κυβέλη ήπιε μέχρι την μέση σαν να ήταν νερό.
«Σε νιώθω.» μουρμούρισε η Ερμιόνη, που βίωνε το ίδιο κάθε φορά με τον Βασίλη, με τον οποίο ήταν παγιδευμένοι σε ένα αδιέξοδο. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι ο Βασίλης δεν της μιλούσε καν.
«Εντάξει όλα καλά.» ψιθύρισε, πιο πολύ στον εαυτό της.
Γύρισε προς το μέρος της Φαιής,
Ελεύθερος είναι;

   Δεν ήξερε αν μπορούσε να αντιμετωπίσει την γυναίκα που επέλεξε ο Ορέστης, ειδικά εφόσον αρνείτο πεισματικά να μαθαίνει για εκείνον, ή αν την έθλιβε η μοναξιά του.
«Ελεύθερος Κυβέλη, πάντα.» η ξανθούλα στριφογύρισε τα μάτια και άρχισε να κόβει σαλάτα.
«Πήγαινε χαιρέτησε και έλα να με βοηθήσεις. Ευτυχώς φέρατε γλυκά γιατί το μιλφέιγ μου βγήκε απαράδεκτο. Παντόφλες σου έχω αφήσει δίπλα στην πόρτα, μην βγεις ξυπόλυτη στο γκαζόν.»
   Γύρισε την πλάτη στην πολυλογία της κολλητής της και αφήνοντας τις τρεις γυναίκες στην κουζίνα, με το κρασί στο χέρι και την καρδιά στα γόνατα, βημάτισε προς την μπαλκονόπορτα, που οδηγούσε στον κήπο, στο στεγασμένο μπάρμπεκιου με ένα μακρόστενο τραπέζι και καναπέδες, και στην άλλη άκρη του κήπου ένα τραμπολίνο και ένα τέρμα.

   Με την άκρη του ματιού της είδε τον γιο της να παίζει με την κόρη της και τα υπόλοιπα παιδιά κάτι που της έμοιαζε με μήλα. Πήρε βαθιά ανάσα και ίσιωσε το λευκό μπλουζάκι της που χωμένο μέσα την φαρδιά αέρινη παντελόνα χρώματος γκρι, έδινε την αίσθηση ότι είναι σαββατοκύριακο, άρα επιτρέπονταν χαλάρωση και άνετα ρούχα, με όσα κολιέ και δαχτυλίδια ήθελε.
  Κατευθύνθηκε προς την αντροπαρέα που έπινε μπίρες και έψηνε.Πρώτο είδε τον Νίκο της, που γερμένος στον τοίχο έλεγε κάτι στον Γιάννη και τον Κωνσταντίνο γελώντας, κι έπειτα ένα βλέμμα δυο μέτρα πιο κει, στην ψησταριά, την έκαψε.

   Ο Ορέστης ήταν εκεί, δίπλα στον Βασίλη που σίγουρα από το συνοφρυωμένο ύφος του έψαχνε τρόπους να αποτρέψει αυτή τη συνάντηση.
Ο Κωνσταντίνος σκούντηξε ελαφρώς τον Γιάννη και ο δεύτερος έκανε νόημα στον Νίκο ότι ερχόταν να την χαιρετήσει. Ο σύζυγος της την κοίταξε με ένα βλέμμα σχεδόν γεμάτο από άγνοια. Την πλάκωσαν οι τύψεις.
«Καλώς την κουμπάρα!» ο Γιάννης πρώτος από όλους έσπευσε να την αγκαλιάσει.
Ανταποκρίθηκε στο ζεστό του κράτημα.
«Δεν ήξερα ότι θα έρθει, συγγνώμη.» της ψιθύρισε στο αυτί την ώρα που απομακρυνόταν.
Όταν την απελευθέρωσε, άθελα της κλαψούρισε, δεν ήταν έτοιμη για αυτό, και σήκωσε το βλέμμα να τον κοιτάξει, αυτή τη φορά από πιο κοντά. Και οι λέξεις της έγιναν καπνός.
Γαλάζιο και πράσινο στο καφέ. Ξανά.

«Ορέστη...» μονολογεί, σοκαρισμένη ακόμα, ψέμα, ένα ερείπιο! Ο βιολιστής, για να την σώσει, την τραβάει σε μια ευγενική και όχι ιδιαίτερα διάχυτη αγκαλιά.
«Πόσα χρόνια ε;» την ρωτά καθώς την απομακρύνει.
Έμοιαζε ίδιος, λίγο πιο ώριμος και γεροδεμένος. Ακόμη πιο γοητευτικός, αναίτια ομορφότερος.
Βασανιστικά απαράλλαχτος. Η αγκαλιά του μύριζε κανέλα, από την τσίχλα που μασούσε.
«12; 13; Ίδιος έμεινες.» ήταν το μόνο που βρήκε να πει.
«Μιλάω εδώ με τον άντρα σου, έχω πάθει πλάκα! Δυο παιδιά!»
Προσπαθεί να βγει από το σοκ. Να ξεκολλήσει από το όνειρο αυτό, μα δεν γινόταν.
«Ναι!» η φωνή της βγήκε αχρείαστα λεπτή.«Τα γνώρισες;» τον ρώτησε.
Έγνεψε θετικά.
«Reunion!» σχολίασε ο Κωνσταντίνος που πλησίασε τους δυο πρώην εραστές.
«Πήρες στην 8χρονη κόρη μου μίνι φούστα για το Πάσχα;» την αγριοκοίταξέ και η Κυβέλη πιάστηκε από την σωσίβια λέμβο.
«Δεν πήρες το μέρος μου όταν ο Βασίλης πήρε στον δικό μου αυτό το πράγμα που σκοτώνονται μεταξύ τους!» του είπε προσπαθώντας να μην γελάσει με την έκφραση του.
«Το τι παίρνω στο αγόρι μου είναι δικό μας θέμα.» της λέει πειρακτικά ο ιθύνοντας και ο Νίκος γελάει.
Φυσικά, εκείνος έπαιζε μέχρι το ξημέρωμα.
«Αν δεν σας αρέσει ας τον βάφτιζε η φιλενάδα σου.» μουρμούρισε απαξιωτικά για την Ερμιόνη και ήπιε την μπίρα του.

  Όλοι ξεφύσηξαν στην γραφικότητα του. Ο Βασίλης ακόμα δεν μπορούσε να ξεπεράσει την φυγή της πριν 12 χρόνια.
«Το επόμενο Βασίλη μου.» ο άντρας της του είπε και η Κυβέλη παραλίγο να πνιγεί με το σάλιο της. Όλοι γέλασαν, εκτός από τον Ορέστη, που έμοιαζε καταβάθος κάπως μπερδεμένος με την κατάστασή της.

   Φυσικά και ήξερε ότι ήταν παντρεμένη, και ότι είχε κάνει δυο παιδιά. Την έβλεπε, από μακριά, αλλά την παρακολουθούσε και μάθαινε ανά τακτά χρονικά διαστήματα για εκείνη. Όταν γνώρισε τον Νίκο στα παιδιά ο Γιάννης του μίλησε για μια απλή περιπέτεια, για ένα φλερτ.
Έξι μήνες αργότερα, μια τυχαία Τετάρτη, τον πήρε μες την νύχτα- για τα δικά του δεδομένα- και του είπε κάτι που δεν θα ξεχνούσε ποτέ.
«Είναι η τελευταία σου ευκαιρία να αναστρέψεις την κατάσταση μαζί της.»
Ίσως ήταν η πίστη του ότι είχε ακόμα χρόνο, ίσως η αυτοκαταστροφική του τάση που όλο τον ήθελε να αυτοτιμωρείται...αλλά δεν έκανε τίποτα.

   Έξι ώρες αργότερα, στο γήπεδο του τέννις που την είδε για πρώτη φορά, κλεισμένο και φωταγωγημένο για εκείνος μόνο, ο Νίκος έπεσε στο ένα γόνατο και της έκανε την μαγική ερώτηση.
Επτά μήνες αργότερα, ο Ορέστης ξύπνησε γνωρίζοντας ότι η γυναίκα που αγαπά παντρευόταν άλλον.
Έξι χρόνια πριν, ο κολλητός του τον πήρε μέσα στην νύχτα, να του πει ότι θα έκαναν παιδί, ένα παιδί που θα έπρεπε να είναι δικό του, αλλά δεν ήταν.

   Όλοι έτρωγαν και το κλίμα ήταν επιτέλους χαλαρό, οι άντρες σχεδόν διπλωματικά μιλούσαν μόνο για αθλητικά, και από την άλλη άκρη του τραπεζιού συζητούσαν για οτιδήποτε άλλο πέρα από το προφανές. Η Κυβέλη ούτε που άντεχε να σηκώσει το βλέμμα και να κοιτάξει προς την μεριά του, μη τυχόν και την αντιληφθεί ο Νίκος, ή χειρότερα...μην την κοιτάζει ήδη ο Ορέστης.
Ένας δυνατός γδούπος που συνοδεύτηκε από μια τσιρίδα έκανε τους πάντες να πεταχτούν πάνω. Η Κυβέλη και ο Νίκος αναγνώρισαν εύκολα το κλάμα της κόρης τους, που πέντε μέτρα μακριά, είχε πέσει με τα γόνατα στα χαλίκια.

  Η γυναίκα ένιωσε την καρδιά της να ηρεμεί, από το άκουσμα και μόνο, η Αθηνά προμήνευε κάτι πολύ χειρότερο.
  Το μικρό κοριτσάκι έκλαιγε με λυγμούς και κρατούσε το γόνατο της που είχε γίνει ίδιο χρώμα με το φόρεμα της. Ο Νίκος έτρεξε προς το μέρος της, ενώ η Κυβέλη που σηκώθηκε επίσης προετοιμάστηκε για ένα κλάμα που θα κρατούσε ώρες. Η Αθηνά ήταν ένα βάσανο, από μωρό. Τρομερά γκρινιάρα, καλομαθημένη και ντίβα. Είχε ξανθά μαλλιά, σαν του μπαμπά της, και όμορφα μεγάλα καστανά μάτια. Κανένα από τα δυο της παιδιά δεν πήρε τα χρώματα της.
«Χτύπησε;» σηκώθηκαν και άλλοι, μα η Κυβέλη ήξερε ήδη ότι με λίγο μπεταντίν θα ήταν μια χαρά, παρά το δράμα του κοριτσιού.
«Ναι μια χαρά είναι, απλά είναι λίγο δραματική, καθίστε και έρχομαι.» 

    Κινήθηκε προς το μέρος του άντρα της που την κοίταξε κάπως ανήσυχος, κρατώντας το τετράχρονο που έκλαιγε σαν να είχε κάποιο φρικτό ατύχημα ενώ στην πραγματικότητα ήταν ένα απλό σκίσιμο στο γόνατο, από εκείνα που παθαίναμε όλοι, πιο πολύ ήταν ο τρόμος της παρά ο πόνος.
Την πήρε από την αγκαλιά του και το κοριτσάκι γκρίνιαξε γιατί ήξερε ότι η μαμά δεν έκανε τα στραβά μάτια και το κανάκεμα τελείωσε.
«Μπαμπά...» σχεδόν έτεινε τα χέρια της προς το μέρος του και η Κυβέλη είδε με τα ίδια της τα μάτια τον Νίκο να μην μπορεί να επανέλθει στην πραγματικότητα του τραύματος.
«Θες βοήθεια;» η Ιωάννα ρώτησε και η Φαιή είχε ήδη σηκωθεί όρθια.
«Πάτε καλά; Καθίστε και ερχόμαστε, ξέρω που είναι τα πάντα.» του καθησύχασε.

  Την βόλεψε στην αγκαλιά της, προσπαθώντας να μην λερωθεί, και μπήκε μέσα στο σπίτι κλείνοντας την μπαλκονόπορτα πίσω της.
Αναστέναξε στα τραβηγμένα από το κλάμα μάτια της κόρης της, και για λίγο ένιωσε τύψεις που δεν την καθησύχασε περισσότερο.
Την έσφιξε πάνω της καθώς προχώρησε προς το μπάνιο των ξενών.
«Έλα μωρό μου θα το κάνει η μαμά να περάσει.» μονολόγησε και την ακούμπησε πάνω στο μάρμαρο δίπλα στον νιπτήρα.

   Άνοιξε το φως και όπως περίμενε, αντίκρισε τρεις μεγάλες γρατζουνιές και αίμα, λίγα χαλίκια και χώμα.
«Δεν σου έχω πει να μην παίζεις με τα αγόρια ποδόσφαιρο όταν φοράς αυτά τα παπούτσια; Δεν σου έλεγα ''Αθηνά έλα να βάλουμε τα αθλητικά μας να είμαστε άνετες'';» την μάλωσε πάλι, κάπως πιο απαλά και η κόρη της πήρε μια κοφτή ανάσα ανάμεσα σε λυγμούς που την έκανε να τρανταχτεί ολόκληρη.
    Έβρεξε την γάζα με χλιαρό νερό και ετοιμάστηκε να καθαρίσει την 'πληγή', όταν το κοριτσάκι άρχισε κυριολεκτικά να τσιρίζει σαν να επρόκειτο να της κόψει το πόδι.

«Αναρωτιέμαι από που κληρονόμησε το δράμα.» η φωνή του την έκανε να τιναχτεί πάνω.
Γύρισε προς την ανοιχτή πόρτα του μπάνιου και είδε τον Ορέστη, γερμένο στο κατώφλι, να κοιτάζει τρυφερά το κοριτσάκι.Το ύφος του της έδωσε κλωτσιά στην κοιλιά.

«Έλα μου ντε.» αποφάσισε να μην δώσει συνέχεια και γύρισε προς το μέρος της κόρης της, προσπαθώντας να την κρατήσει ακίνητη.
Ο Ορέστης όμως δεν έφευγε. Τι θέλει;
«Έχει πάνω μπάνιο αν θες»
«Ξέρω που έχει, ήρθα να δω αν θες βοήθεια.» η ειλικρίνεια του δεν έπαυε να την αφήνει άφωνη, χρόνια μετά.
«Όπως βλέπεις η κατάσταση είναι τετελεσμένη.» κοίταξε το κοριτσάκι που μόνο ζούσε το δράμα του κλαίγοντας με δάκρυα.

   Ο Ορέστης την πλησίασε και με ένα νεύμα ζήτησε άδεια, η Κυβέλη δεν ήξερε τι να του πει.
«Παρακαλώ.» του έδωσε το ελεύθερο να κάνει αυτό που ήθελε.Ακούμπησε τα χέρια του αριστερά και δεξιά της κόρης της και έγειρε ελαφρώς προς το μέρος της. Η στάση του σώματος του της θύμιζε το πως φυλάκιζε εκείνη, μόνο που τώρα το ύφος του ήταν τρυφερό και κάπως νοσταλγικό.

  Ο Ορέστης πάντα τα πήγαινε υπέροχα με τα παιδιά, ειδικά με τα κορίτσια, κάθε ηλικίας.
Η κόρη της στην παρουσία του ξένου ντράπηκε και σιώπησε το κλάμα της, μειώνοντας το στο ελάχιστο. Σήκωσε το βλέμμα προς το μέρος του και τον κοίταξε με απορία.
«Πονάς;» την ρώτησε απαλά χαμογελώντας της με εκείνο το χαμόγελο που η Κυβέλη παλιά είχε αποκλειστικά για τον εαυτό της. Του έγνεψε θετικά.
«Τότε γιατί δεν αφήνεις την μαμά να το φροντίσει για να περάσει;» την ρώτησε σαν να έκανε κάποια διαπραγμάτευση.
Η μικρή θεατρίνα επιστράτευσε το πιο θλιμμένο της ύφος.
«Θα με πονέσει.» του εξήγησε.
Ο Ορέστης κοίταξε στιγμιαία την Κυβέλη, πριν γυρίσει πάλι προς το μέρος του κοριτσιού που έμοιαζε μαγεμένη από τα μάγια της γοητείας του.
«Ναι, αλλά αν δεν το φροντίσουμε πως θα ξανατρέξεις;» γέρνει το κεφάλι του προς το μέρος της και της χαμογέλασε ξέροντας ότι την έχει ρίξει.

   Η Αθηνά κοίταξε την μαμά της με μια κοφτή ανάσα, απόρροια του κλάματος της νωρίτερα, και άπλωσε το πόδι της πάνω στο μάρμαρο. Η Κυβέλη μουδιασμένη κινήθηκε στον ίδιο χώρο με εκείνο, με το μπράτσο της να ακουμπά στιγμιαία το δικό του καθώς έβρεξε ένα βαμβάκι με το κόκκινο-καφε υγρό.
  Στην θέα του και μόνο η κόρη της κλαψούρισε και έκανε να τραβηχτεί, ο Ορέστης όμως με δυο δάχτυλα πίεσε το γόνατο της κάτω.
«Θες να μου κρατάς το χέρι;» η δικηγόρος είδε ότι και ο ίδιος προσπαθούσε να μην γελάσει όπως και η ίδια.
Η Αθηνά όμως δεν έχασε χρόνο. Το μικρό της χεράκι βρέθηκε μέσα στο δικό του.
Τουλάχιστον ξέρω ότι έχουμε ίδιο γούστο σκέφτηκε μόνη της καθώς έπαιρνε έναν μικρό επίδεσμο.

Και αυτό είναι κάλο; Ένα μέρος του υποσυνειδήτου της ξύπνησε, μια φωνή που κοιμόταν 11 χρόνια τώρα.
«Πόσο χρονών είσαι Αθηνά;» την ρώτησε για να της αποσπάσει την προσοχή και να την αναγκάσει να τον κοιτάξει.
«Είμαι 4, εσύ;» η Κυβέλη έβρισκε διασκεδαστική την αθώα της ερώτηση.
«Εγώ είμαι 37 χρονών.» στην δήλωση του πάγωσαν στιγμιαία και οι δυο. Πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια;
«Και τι...» έψαχνε την λέξη μα εκείνος έκανε υπομονή.«Τι δουλειά κάνεις;» τον ρώτησε κοιτώντας τον όλο ενδιαφέρον με τα μεγάλα σκούρα της μάτια.
Ίδια με εκείνα της Κυβέλης...και στο χρώμα και στο βλέμμα.
Κάτι μέσα του σκίρτησε στην πιθανότητα.
«Παίζω βιολί. Είμαι μουσικός.»
Σχεδόν κάποιος τρίτος ψιθύρισε 'της κακιάς ωρας', ήταν απλά ταιριαστό.
«Ουαου!» αναφώνησε ενθουσιασμένη, κυρίως γιατί καταλάβαινε την δουλειά αυτή, σε αντίθεση με του μπαμπά της.

Έπεσε για λίγο σιωπή.
«Είσαι φίλος της μαμάς;» η ερώτηση της μικρής έπιασε και τους δυο κάπως απροετοίμαστους.
«Ναι, από παλιά, όταν ήμουν φοιτήτρια» η Κυβέλη τον προλαβαίνει και ο Ορέστης την κοιτάζει απορώντας στο πόσο σοβαρά της μιλούσε. Κι οι δυο της απευθύνονταν σαν να ήταν ενήλικη.
«Ήταν μαθήτρια, δηλαδή...» κάνει να της εξηγήσει.
«Ξέρω τι σημαίνει.» του απαντά με τουπέ και υπερηφάνια για την γνώση της.
Ο Ορέστης γέλασε και σήκωσε τα χέρια του υποχωρώντας.

   Το κλίμα σαν να ελάφρυνε, οπότε η Κυβέλη βρήκε την ευκαιρία να κάνει αυτό που άρχισε.
Ακούμπησε το βαμμένο κόκκινο βαμβάκι πάνω της και η κόρη της έσφιξε το χέρι του Ορέστη και κλαψούρισε δραματικά. Ο άντρας κοίταξε την μητέρα της με συνομωτικό βλέμμα.
Τα παιδιά κοιμούνταν στα καθίσματα τους και η επιστροφή ήταν όπως πάντα ήσυχη με μια ηρεμία διάχυτη στον χώρο.

  Ο Νίκος οδηγούσε τραγουδώντας κάτι που έπαιζε στο ραδιόφωνο. Εκείνη ήταν ακόμα μουδιασμένη από την συνάντηση που είχε προηγηθεί, και σχεδόν ανυπομονούσε να κάνει τα παιδιά μπάνιο και να τα βάλει για ύπνο, πριν πιάσει το κινητό της και κάνει μια εκτενή βιντεοκλήση με τις φίλες της από το αφρόλουτρο.
«Είχατε να τον δείτε πολλά χρόνια τον Ορέστη ε; Όλοι φάνηκαν να ενθουσιάζονται.» αφηρημένα της είπε, όχι πως είχαν ανάγκη να μιλάνε για να είναι άνετα.
«Παρά πολλά...δεκα...εντεκα...κάπου εκεί.» προσπάθησε να μην είναι πολύ ακριβής.
«Πριν γνωριστούμε.» συμπέρανε εκείνος.

   Γύρισε ελαφρώς προς το μέρος του, νυσταγμένη καθώς ήταν έγνεψε απλά θετικά.
«Πάντως να σου πω την αλήθεια τον συμπάθησα αρκετά, καταλαβαίνω τι του έβρισκες.» από τον τόνο του και μόνο καταλάβαινε ότι ο άντρας της παρά τις προσπάθειες του να το παίξει χαλαρός είχε ζηλέψει και αποζητούσε επιβεβαίωση, την οποία ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμη να του χαρίσει.

    Ακούμπησε το χέρι της πάνω στο δικό του, στον λεβιέ των ταχυτήτων και έσφιξε απαλά.
«Να ανησυχώ;» αστειεύτηκε, βλέποντας με την άκρη του ματιού της και τον ίδιο να χαλαρώνει αισθητά και να χαμογελά.
«Ποτέ.» τον διαβεβαιώνει.
   Επαναπαύεται στην σιωπή και γέρνει πάλι στο παράθυρο, ωστόσο με την άκρη του ματιού της τον είδε να χαμογελάει με κάτι που σκεφτόταν έντονα.
«Τι είναι;» τον ρωτάει με ένα σιωπηρό 'ωχ' στην αρχή.
«Τίποτα τίποτα.» αρνείται και το ένοχο χαμόγελο στα χείλη του εμφανίζεται. Αυτό κάνει και την ίδια να χαμογελάει.
«Πες.» επιμένει ψιθυριστά.

   Ανασηκώνει τους ώμους καθώς στρίβει στο στενό τους, μόλις δέκα λεπτά με τα πόδια από το σπίτι του πατέρα της.
«Απλά νιώθω τυχερός που σε έχω.» στην γλυκιά, τρυφερή του παραδοχή λιώνει και η ίδια. Ανασυγκροτείται αμέσως στην γεμάτη αυτοπεποίθηση γυναίκα που εκείνος αγάπησε.
«Όπως και θα έπρεπε, γιατί όμως;» ρωτά χιουμοριστικά κάνοντας τον άντρα της να γελάσει, με κίνδυνο να ξυπνήσει δυο πολύ ξεθεωμένους επιβάτες.
«Απλά ρε Κυβέλη, όταν γνωριστήκαμε και μιλήσαμε για πρώην, μεγάλες σχέσεις και τέτοια, μου είχες αφήσει την εντύπωση ότι εσύ τον ήθελες πολύ, πολύ παραπάνω. Λάθος μου αλλά αυτό πίστευα, και σήμερα είδα έναν τύπο, πετυχημένο και πλούσιο, εντάξει, αλλά έχει προχωρήσει; Όχι! Μόνος του είναι, Και το πως σε κοιτούσε όταν νόμιζε ότι δεν τον έβλεπε κανείς, ούτε εσύ; Άστο. Δεν ξέρεις πόσο κρατήθηκα να μην κάνω σκηνή, ειδικά όταν σε ακολούθησε με την Αθηνά στο μπάνιο.»

  Η σιωπή που πέφτει αυτή τη φορά ανάμεσα τους είναι νεκρική.
Η Κυβέλη νιώθει την καρδιά της να σταματά επί τόπου. Ο Νίκος την κοιτάζει πριν πατήσει τον κωδικό για το γκαράζ.
«Με κατηγορείς για κάτι;» ο αμυντικός της τόνος τον κάνει νευρικό.
«Απλά λεω...εμένα μου φάνηκε ότι ήταν μάλλον πολύ πιο ερωτευμένος μαζί σου από ότι εσύ με εκείνον, γιατί εσύ προχώρησες, παντρεύτηκες, έκανες παιδιά, ενώ αυτός έμεινε μόνος, και νιώθω τυχερός, γιατί διάλεξες εμένα να προχωρήσεις.» είδε την γυναίκα του να χλωμιάζει και έσπευσε να ρομαντικοποιήσει την κυνική του παρουσίαση των πραγμάτων.

    «Φτάσαμε;» η κλαψιάρικη φωνή της κόρης την έβγαλε από τον μικρό λήθαργο, κάνοντας και την ίδια να συνειδητοποιήσει ότι είχαν φτάσει. Ο Νίκος δεν έκανε καμιά κίνηση να βγει. Την κοίταξε στα μάτια περιμένοντας μια ένδειξη ότι είναι καλά.
Του χαμογέλασε και έτεινε το χέρι της προς το μέρος του για να τον χαιδέψει στον ώμο.
«Απλά κατάλαβα ότι έχεις δίκιο, και είναι λυπηρό.» είπε ψέματα και είδε το χρώμα να επιστρέφει στο πρόσωπο του.
Αυτός ο άντρας είναι ανυπόφορος! Λες και τον άφηνα ποτέ!

  «Μαμά..» η κόρη της απαίτησε την προσοχή και η γυναίκα αμέσως έβγαλε την ζώνη της για να μεταφέρει την πριγκίπισσα πάνω.
Όσο την έλυνε ο γιος της που μόλις είχε ξυπνήσει αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του.
«Να παίξω play station;» κοίταξε από την απέναντι πλευρά του τζιπ τον άντρα της που κρυφογελούσε, έμοιαζε με δική του υπόσχεση.
Πήρε στα χέρια της το κοριτσάκι που κυριολεκτικά αφέθηκε στην αγκαλιά της και έπειτα μέτρησε μέχρι το τρία για να μην βρίσει.
«Μωρό μου είναι βράδυ, 8. 30 πήγε η ώρα, θα κάνουμε μπάνιο και θα κοιμηθούμε και αύριο το πρωί σου υπόσχομαι θα σε ξυπνήσω νωρίς για να παίξεις αρκετά.»
Δεν άκουσε την γκρίνια που έλαβε ως απάντηση γιατί έκλεισε την πόρτα πίσω της αφήνοντας τον ιθύνοντα να ασχοληθεί.

  Οι κινήσεις της από ένα σημείο και έπειτα έγιναν μηχανικές. Να κάνει μπάνιο τα παιδιά να τους βάλει να φάνε κάτι μικρό, να βεβαιωθεί ότι είναι έτοιμα για ύπνο και επιτέλους στις 9 και κάτι να κλείσει τα φώτα στα δυο διπλανά δωμάτια.
Προχώρησε μέχρι το σαλόνι, όπου είδε τον άντρα της να συνεχίζει την σειρά που υποτίθεται είχαν ξεκινήσει μαζί.
«Βλέπεις χωρίς εμένα;» τον αιφνιαδίασε, κάνοντας τον σχεδόν να πεταχτεί. Την κοίταξε συνομωτικά.
«Με τρόμαξες, και επίσης ξέρω ότι είδες δυο επεισόδια κρυφά προχθές που γύρισες νωρίτερα σπίτι γιατί ξέχασες να το πας πίσω.»
Η Κυβέλη πνίγει ένα ενοχικό γελάκι κάτω από το βλέμμα του συζύγου της.
«Πάω να κάνω ένα μπάνιο και έρχομαι να προσποιηθώ ότι πρώτη φορά τα βλέπω.»
Τον ακούει κάτι να μουρμουρίζει κάτω από την ανάσα του και γελάει καθώς ανεβαίνει την σκάλα.

Ώρα 21: 57.
Το νερό έχει παγώσει, το τσιγάρο που έκανε στα μουλωχτά μετά από 11 χρόνια αποχής έχει τελειώσει.
'Απλά λέω, ότι μάλλον εκείνος ήταν πιο ερωτευμένος μαζί σου από ότι εσύ, γιατί αυτός δεν προχώρησε ποτέ, ενώ εσύ είσαι παντρεμένη, έχεις παιδιά. '

Αυτή ήταν η απόδειξη της αγάπης του; Και αν ναι, τότε η ζωή της τι ήταν ολάκερη;

Η απόδειξη του πόσο λίγη στάθηκε απέναντι του;

Η Κυβελη πεταχτηκε στο κρεβατι μονη, λουσμενη στον ιδρωτα και με την ανασα κομμενη.
Δεν ηξερε αν η υγρασια στο προσωπο της ηταν απο την ζεστη, ή αν ηταν δάκρυα, μα ένας λυγμός που ακολούθησε την έκανε να καταλάβει περι τίνος πρόκειται.

Ξεσκεπάστηκε, ξαφνου δεν την χωρούσε το δωμάτιο και είχε ανάγκη να πάρει καθαρό αέρα.
Η Λαίδη είχε σηκώσει ήδη το κεφάλι και την κοιτούσε. 
Οι πληροφοριες ειχαν κατακλυσει το κεφαλι της, ενιωθε να ποναει παντου. 
Τι ειδα μολις; Απο που προεκυψε αυτο;
Κατα βαθος ηξερε οτι επροκειτο για μια υποσυνειδητη σκεψη που τα λογια του Βασιλη ξυπνησαν.
Αν οχι με τον Ορεστη, τοτε με ποιον;

Προσπαθησε να σκεφτει το προσωπο του αντρα της στο ονειρο μα της ηταν θολο, οπως και των παιδιων της. Αυτο που ομως που πιο ξεκαθαρα απο ποτε πρωταγωνιστουσε στη σκεψη της ηταν το ενδεχομενο να μην καταληξει μαζι του.
Τρομαξε! Φοβηθηκε το ποσο φυσιολογικο της φανηκε, ποσο ανωδυνα ενιωθε πια το αδοξο τελος. Σιχαθηκε! Αηδιασε με τον εαυτο της που ευτυχισε μακρια του αφηνοντας τον να δυστυχει.

Μα επειτα, εδωσε μια μικρη ανασα στο εγω της, με εναν νεο φοβο, που ευθυς της την πηρε μακρια.
Δεν πειραζει που προχωρησες, γιατι εκεινος ποτέ δεν γυρισε.

Χρειαζομαι νερο.
Με ποδια που ετρεμαν βγηκε απο το δωματιο και ανοιξε το φως της κουζινας. Εβαλε νερο σε μια κουπα και το ηπιε μονοκοπανια.
Πηρε μερικες βαθιες ανασες κοιτωντας τον λευκο γρανιτη του παγκου αφηρημενη.
θα γυρισει, σωστα;

Το ρολοι του φουρνου ελεγε 3 και 10 τα ξημερωματα και πλεον υπνος δεν της κολλουσε.Η Λαιδη ξαπλωσε στο μαξιλαρι της στο σαλονι, ετοιμη να την ακολουθησει παλι αν παει στο δωματιο.
Αποφασισε να διαβασει λιγο. Οποτε μετακινηθηκε στο σαλονι, διαβαζοντας τιτλους για να σκεφτει τι χρειαζοταν.
Θελω να κλαψω; Θελω να πιστεψω στον ερωτα; Θελω να ξεχαστω;

Τιποτα δεν της αρκουσε ομως.
Με την ακρη του ματιου της εντοπισε το πικαπ, που πανω ειχε τον δισκο. Ομως δεν τον ειχε τοποθετησει εκεινη εκει.
Ο Ορεστης το αφησε; Πριν φυγει το αφησε εκει για μενα;
Η καρδια της βαρυνε κι αλλο. 
Ηρθε η ωρα να δοθει το τελος, το ειχε αποφασισει πια. Εφτασε η στιγμη ο Ορεστης να φυγει εξ' ολοκληρου.

Δυο τραγουδια εμεναν. Μαζοχιστικα θα τα ακουγε ολα, και ισως ολο τον δισκο παλι απ΄την αρχη.
Πηρε το πικαπ με τρεμαμενα χερια και το εβαλε πανω στην εισοδο υποδοχης, κατεβασε την βελονα και απαλα την ακουμπησε πανω στην μικρη πτυχωση.

Για λιγο επικρατησε σιωπη. Αυτο της εδωσε χρονο να επιστρεψει στον καναπε και κουλουριαστει εκει.
Αυτοκαταστροφη;
Ας ειναι.

Το πρώτο σου φιλί
δεν το λαχτάρησα πολύ,
το πήρα γιατί έτυχε. 

Η πρώτη ανάμνηση σχεδόν ταυτόχρονα έγινε ένα με τους στιχους.  Εκείνο το βράδυ, που μεθυσμένη την άφησε σπίτι της...
«Τα έχω με έναν παντρεμένο Ορέστη! Είμαι η άλλη γυναίκα!»
Σχεδόν αναφωνεί όταν πιάνει το πρόσωπο της και συνθλίβει τα χείλη του με τα δικά της. Η καυτή ανάσα από κανέλα συναντά την δική της που τρεμοπαίζει και μυρίζει οδοντόκρεμα. Η γλώσσα του διείσδυσε στο στόμα της αργά, σαν να μην βιαζόταν, σαν να είχε όλο τον χρόνο του κόσμου. Η Κυβέλη μουγγρίζει ελαφρώς. Οι παλάμες του βρέθηκαν στα μπούτια της και με επιδεξιότητα την γύρισε ανάσκελα χωρίς να πάψει το φιλί τους. Βρέθηκε από πάνω. Και προς έκπληξη της έσπασε το φιλί τους και ανασηκώθηκε από το κρεβάτι. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό να τον κοιτά. Ο Ορέστης βλέπει το σοκ της και γελάει. Την σκεπάζει καλύτερα και στέκεται από πάνω της στο κρεβάτι.
 « Ξεκουράσου δικηγορίνα.»

Έν' άλλο πιο μετά
σ' έφερε λίγο πιο κοντά,
διψούσα και με πέτυχε.

«Όλα καλά δικηγορίνα; Πάμε για παγωτό; »αστειεύτηκε, βλέποντας την να βγαίνει από το γραφείο της γυναικολόγου.
Τον κοίταξε χαρούμενη και γέλασε με το αστείο του, που δεν ήταν εν τέλει και τόσο αστείο.
Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του, σηκώθηκε στις μύτες και κόλλησε τα χείλη της πάνω στα δικά του επιτρέποντας στο άρωμα κανέλας να δώσει χαρακτήρα στην ευτυχία της.
« Τι κάνεις-»
Η γλώσσα της επιθετικά χώρισε τα χείλη του σε ένα έντονο φιλί.
« Με στρίμωξες»


Κι από φόβο ή δειλία
« Είσαι... είσαι... » σκύβει ανάμεσα στα πόδια της και την παίρνει στο στόμα του.
Η Κυβέλη καταρρέει. « Είσαι η ένοχη απόλαυση μου... »

είπα αγάπη τη φιλία
κι ένιωθα λίγο σαν να φταίω.
« Όσο περνάει ο καιρός, όλο και περισσότερο αμφιβάλλω για εσένα. Όλα όσα μου λες δείχνουν ότι με αντιπαθείς σφόδρα, οι λέξεις σου, η στάση σου, ο προσωπικός σου χώρος, μα έπειτα, με αφήνεις να σε αγγίξω, μου ανοίγεσαι και κλαις στην αγκαλιά μου, με κοιτάς με εκείνα τα μάτια που... γαμώ! » βλαστημά και ξεφυσάει περνώντας τα χέρια του μέσα από τις μπούκλες του.
Την κοιτά θυμωμένος.«Κι έπειτα γυρνάς σε εκείνον, αδιαφορώντας για εμένα, σαν να μην σε ενδιαφέρει, σαν να θες να με τιμωρήσεις! » την κατηγορεί


Κι έτσι δεν έβγαλα μιλιά
σ' όλα τα επόμενα φιλιά


«Ας περνάμε κάθε μήνα σαν να είναι ένας χρόνος, μετακόμισε εδώ, μαζί μου.»
«Στο κρεβάτι κάνω κουμάντο εγώ.»

μέχρι το τελευταίο.
«Έξι μήνες Νικολαϊδη»
«Άσε το φως ανοιχτό»

Το πιο όμορφο φιλί
Ο ήλιος είχε βαφτίσει τον ουρανό μοβ, ροζ, γαλάζιο, σκούρο μπλε, ανοιχτό μπλε, και κάθε λογής χρώμα μπορούσε να σκεφτεί. Σαν ολόκληρη η γη να ετοιμαζόταν για το ξημέρωμα εκείνο. Η θάλασσα ήταν παγωμένη, μα δεν την ένοιαζε. Έτεινε το χέρι του προς το μέρος της, όπως είχε κάνει μήνες πριν.

σ' ένα νησί μι' ανατολή

Ξημερώνει στην Ανάφη. Το νερό ανάμεσα τους παφλαζει.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Τόσο νέοι, τόσο παθιασμένοι, άμυαλοι, ερωτευμένοι. Κυρίως το τελευταίο και ειδικά εκείνο το πρωινό. Τα μάτια της εκτόξευαν ένα φως αμύθητο. Έσκυψε προς το μέρος της. Το άρωμα κανέλας εισχώρησε στο οσφρητικό της πεδίο. Αντίκρισε το γαλάζιο και το πράσινο.
Όμορφα όπως την μέρα που τον γνώρισε.

με βρήκε ζαλισμένη.
Ένωσε τα χείλη της με τα δικά του σε ένα φιλί παθιασμένο. Βάθυνε και την άκουσε να βογγά, Διψασμένος ξεδιψούσε από τα χείλη της, και εκείνη του έκλεβε ανάσες.
Βουτηγμένοι στο νερό μέχρι την μέση, με την θάλασσα και τον ουρανό γύρω τους να μεταμορφώνονται με κάθε λεπτό που πέρναγε, μαζί κι εκείνοι.


Και ύστερα από κει
Η γυναίκα της ζωής του.
ένιωθα κάπως να μου αρκεί
«Την αγαπάς ακόμα.» Δεν διστάζει, της απαντά αμέσως.«Ναι.»
η γεύση που απομένει.
«Γιατί έτσι νιώθουμε! Ότι μεγαλώνουμε ο ένας για τον άλλον!!»


Κι από φόβο ή δειλία
είπα αγάπη τη φιλία
«Η Ιάσμη Ορέστη.... πήδηξε από την ταράτσα...»
κι ένιωθα λίγο σαν να φταίω.

«Εκείνος σε πληγώνει με όσα είναι ενώ εγώ σε πληγώνω με όσα είμαι.»
Κι έτσι δεν έβγαλα μιλιά
«Η αγαπάει πρέπει να πονάει Ορέστη.»
σ' όλα τα επόμενα φιλιά
«Είσαι η μόνη που εμπιστεύομαι Κυβέλη, η μόνη. Σε παρακαλώ, μην με προδώσεις.»
«Ποτέ.» του υπόσχεται και τον φιλά κάτω από το νερό
μέχρι το τελευταίο
«Θα επιστρέψω.»

Το τραγούδι τελείωσε...και η Κυβέλη δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Ένιωθε μια φρίκη, ένα δέος, μια αποστροφή.
Δεν άντεχε να ακούσει άλλο, αλλά δυνάμεις να σηκωθεί δεν είχε άλλες δυνάμεις.

Στο άδειο μου το σπίτι θα κλειδωθώ
Επίκαιρο
σκέφτηκε πικρά

κανείς να μη χτυπήσει, δεν είμαι εδώ
τραβάω τις κουρτίνες, ν' αλλάξω σκηνικό
μεγάλες οι ευθύνες να σε σκηνοθετώ

Και άρχισε να θυμάται... Δεν ξέρεις ποτέ πόσο καλή μνήμη έχεις, μέχρι να προσπαθήσεις να ξεχάσεις κάτι.
Ποιος είσαι Ορέστη Νικολαϊδη;

Παίρνω απόσταση και λέω πως σε μισώ
«Μην μιλάς έτσι για εκείνη! Ακούς;»
σχεδόν απόφαση, εκτός που σ' αγαπάω
«Όπως μου τον δίνεις τον θέλω τον έρωτα. Ζωντανό, έντονο, παιχνιδιάρικο και τρυφερό, να με νευριάζεις, να με αφήνεις άφωνη, σύξυλη, έξαλλη!»γελάει λίγο και νιώθει τα καυτά της δάκρυα να ανανεώνονται. Τα αφήνει να σχηματίσουν ρυάκια στο πρόσωπο της. Του χαμογελάει.
«Μόνο έτσι θέλω, μόνο μαζί σου.»

Έτσι ειν' αυτά, έτσι ειν' αυτά
«Φοβάμαι Κυβέλη...πως δεν μπορώ, δεν μπορώ πλέον να γυρίσω πίσω.»
«Πίσω που;»
«Στο φως.»
Έτσι ειν' αυτά, έτσι ειν' αυτά
«Έχω ευθύνη Κυβέλη..»
Στο άδειο μου κρεβάτι θα σε σκεφτώ
5 Ιανουαριου : Έχω αποδεχτεί πλέον οτι δεν αντέχω την απώλεια ούτε σαν ιδέα. Δεν μπορέι το μυαλό μου να την συλλάβει. Προτιμώ να μην έχω κάτι καθόλου, από το να το έχω, να ξυπνήσω μία μέρα, και να το έχω χάσει.
σαν να χρωστάς σε κάτι, παίζεις κρυφτό
«Το μετάνιωσες; Πού την χώρισες;»
«Ναι.»

την πόρτα θ' ασφαλίσω, θα λύσω τα σκυλιά
«Προσωπικός χώρος! Έλεος Ορέστη άσε με!» φώναζε ψιθυριστά στην κουζίνα, όταν την στρίμωχνε δίχως κανένα έλεος.


τα μάτια μου να κλείσω, να δέσω τα φιλιά
«Μακάρι να μπορούσα να βάλω σε αυτά τα χάδια και σε αυτά τα φιλιά όλη μου την αγάπη Κυβέλη...»
Παίρνω απόσταση και λέω πως σε μισώ
«Τέλος Νικολαϊδη! Χωρίζουμε, έχεις τελειώσει για μένα!» του φώναξε έξαλλη.
σχεδόν απόφαση, εκτός που σ' αγαπάω
« Όλα καλά Κυβελάκι. Δεν σε αφήνω έτσι εύκολα. »της ψιθυρίζει καθώς την ξαπλώνει πάνω του στο νοσοκομειακό κρεβάτι του ΚΑΤ.

Έτσι ειν' αυτά,
«Η αγάπη δεν πρέπει να πονάει.» της φιλάει τον ωμό απαλά.
έτσι ειν' αυτα
«Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς;»
«Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς; »
Έτσι ειν' αυτά,
«Αυτό είμαστε εμείς οι καλλιτέχνες, ρουφάμε λαίμαργα ο, τι ζωντανό έχεις στην ψυχή σου, κι ύστερα πετάμε το κουφάρι σου μακριά.»

έτσι ειν' αυτά
«Ορέστη! Ορέστη!» Θεέ μου.. τι έκανε; Τι του έκανα;
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την μέρα, σε κοίταξα και σκέφτηκα...Θεε μου τι απότομη ευτυχία είναι αυτή;»

έτσι ειν'αυτά
«Κόλλα πέντε δικηγορίνα.»

Η σιωπή επέστρεψε στο σαλόνι. Ο δίσκος είχε τελειώσει. Το πιο φρικτό τελος που είχε βιώσει ποτέ της.
Όλα ήταν εκεί, ήταν γραμμένα...και η αρχή και το τέλος, σαν να γράφτηκαν για εκείνους πριν καν αυτοί υπάρξουν.

Δεν εκλαίγε πια. Από τα ζεστά της μάγουλα κατάλαβε ότι δάκρυα κυλούσαν σταθερά. Δεν μπορούσε ομως να πάρει ανάσα, πως να κλάψει;

Το κινητο της, που φορτιζε στον παγκο της κουζινας εβγαλε εναν ηχο που σηματοδοτούσε νέα ειδοποίηση. Στην σκέψη της ώρας και μόνο πετάχτηκε όρθια, και με κάθε βήμα η καρδια της όλο και περισσότερο βροντοχτυπούσε.
Ευτυχώς δεν την απογοήτευσε η πραγματικότητα.

Ορεστάκος : Μόλις έφτασα, όλα καλά. Θα σου στείλω φώτο αύριο. Κοιμήσου.
Καληνύχτα.
x

Η καρδια της επέστρεψε στην θέση της. Και ένα κύμα ελπίδας την καλύπτει.
Θα τα καταφέρουμε...Θα τα καταφέρουμε.

   Ο σκύλος την ακολουθεί στο δωμάτιο τους, και η Κυβέλη κατ΄εξαίρεσιν την αφήνει να κοιμηθεί στην πλευρά της, όσο εκείνη ξαπλώνει στην δική του, φέρνει το μαξιλάρι του κοντά στο πρόσωπο της και εισπνέει αργά και σταθερά. Τα μάτια της τσούζουν.

Στο απέναντι μπαλκόνι η κοπέλα βγαίνει να καπνίσει. Είναι κουρασμένη αλλά δεν μπορεί να κάνει και αλλιώς, το έχει ανάγκη για να χαλαρώσει.
Παρατηρεί το απέναντι διαμέρισμα, της φαίνεται περίεργο που 4 το πρωί το φως των απέναντι στο σαλόνι είναι ανοιχτό.
Εκείνο το φως θα έμενε ανοιχτό κάθε νύχτα έκτοτε.
Μήπως και κάποιο βράδυ γυρίσει...


Και κάπως έτσι, άδοξα,  μετά τιμών και βασάνων, αρχίζει εκείνο το σημείο του τρίτου μέρους που μου αρέσει να αποκαλώ:  Μέρος ΙΙΙ. 1: Εκείνη που περίμενε.



Ξύπνησα εκείνο το πρώτο πρωινό άξαφνα στις 7. 29, την ώρα που είχα ρυθμισμένο το ξυπνητήρι μου στο Λύκειο, μα το σχολείο τελείωσε, και λόγο να ξυπνήσω δεν είχα.
Άνοιγα τα μάτια και για λίγο δεν θυμόμουν τίποτα, ήμουν ελαφριά και ήρεμη πάνω στο μαλακό μου σύννεφο.
Η λήθη όμως ήταν ανέκαθεν ερωμένη εκδικητική, σαν σε αφήνει να αγγίξεις τα χείλη της σε δαγκώνει με μνήμη ισχυρή και ακαριαία.
Και θυμάμαι ξάφνου -μα τι κακό με βρήκε- πως χθες ήταν η τελευταία μέρα ευτυχίας για μένα.
Ανακαλώ βουβά εκείνο το λεπτό, που προχώρησα ξυπόλυτη στο ξύλο του σπιτιού μου, και με ένα βάρος στην καρδιά άκουσα τα λόγια που άλλαξαν την ζωή μου.
Και πέρασα ένα βράδυ εφιαλτικό.
Ένα ξημέρωμα γεμάτο μελαγχολία, και 45 λεπτά βαρύ άστατου ύπνου.
Για να ξυπνήσω τώρα εδώ και να κοιτώ το ταβάνι κλαίγοντας σιγανά, θρηνώντας.

Η πρώτη μέρα μακριά σου από μακριά φαινόταν ίδια.
Μόνο που άνοιξα τα ματιά και το κινητό το άφησα στην άκρη.
Στάθηκα μπρος στην καφετιέρα και καφέ δεν είχα πια επιθυμία να πιω.
Το μυστικό μου πακέτο τσιγάρα πλέον δεν φάνταζε δέλεαρ.
Το ραδιόφωνο δεν άρχισε να ηχεί σε όλο το σπίτι καθώς έπινα καφέ και καθάριζα αφηρημένα.

Το βιβλίο που είχα αφήσει στον πάγκο της κουζίνας έμεινε εκεί, δεν το συνέχισα, ούτε καν το μετακίνησα.
Κάθισα στον καναπέ, σε εκείνη την γωνιά που σπάνια καθόμουν γιατί δεν ήταν κοντά σε πρίζα.
Έβαλα ένα κανάλι τυχαίο και μια εκπομπή άγνωστη, τράβηξα τα πόδια μου κοντά στο στήθος μου και έμεινα εκεί.

Πήγε 11 και απαρνήθηκα το γεμιστό κουλούρι μου, δοκίμασα για πρώτη φορά βρώμη.
Στις 12 πέρασαν τα παιδιά να με πάρουν να πάμε βόλτα και έκανα ότι παρακοιμήθηκα.
Δεν έβαλα κανένα από τα ρούχα που φοράω συχνά, διάλεξα εκείνο το φόρεμα, το απλό παστέλ γαλάζιο που ποτέ δεν με τρέλαινε η υφή του και έπιασα τα μαλλιά μου ψηλά.

Η αδελφή μου με κοίταξε ύποπτα.«Φέρεσαι περίεργα.»
Το μεσημέρι δεν έφαγα τίποτα. Ούτε έγραψα με το τετράδιο και τις σημειώσεις δίπλα.
Πήγε η ώρα 8 και για να βγω έβαλα ένα καινούργιο τζιν και τιραντάκι. Έβαλα eyeliner, απέφυγα το αγαπημένο μου κραγιόν, τα σκουλαρίκια και το δαχτυλίδι μου.
Όλοι το αντιλήφθηκαν ότι κάτι έχω. Κανείς δεν ήξερε ακόμα τι, και δεν θα μάθαινε μέχρι μια εβδομάδα αργότερα, όταν θα τον έβλεπαν να με πλησιάζει για να μου εξηγήσει και εγώ να τον απαρνηθώ.
Κρασί δεν ήπια, ούτε καν μύρισα, άρχισα το ούζο.
Και έρρεε το ποτό, και απείχα από το τσιγάρο, και καφέ δεν είχα πιει ούτε γουλιά.
Ένιωθα άλλη, σαν να ήμουν σε μια παράλληλη διάσταση, μια σουρεάλ μορφή του εγώ μου.
Ήταν ένα πλασίμπο, μια προσπάθεια μου να ανακουφιστώ από αυτόν τον ανήκουστο πόνο που με βάραινε.

Σαν πειθανάγκαζα τον εαυτό μου ότι όλα αυτά δεν συνέβαιναν σε εμένα, γιατί εγώ δεν είμαι εγώ! Δεν τρώω και δεν πίνω όσα θα έπινα, δεν φοράω ο, τι θα φορούσα, δεν ακούω την ίδια μουσική και δεν συμπεριφέρομαι έτσι.
Είναι ένα παράξενο όνειρο και θα ξυπνήσω, ένα μακρύ, 24ωρο, ατελείωτο και βασανιστικό όνειρο.
Και δεν κοιτώ ρολόγια, γιατί στα όνειρα δεν υπάρχει χρόνος.
Και τρέμω...τρέμω μην δω αριθμούς και δείκτες, και καταλάβω τι ψέματα λέω στον εαυτό μου.

Και από την άλλη, λίγο μετά τις 3, όταν φτάνουμε στην θέα, και βλέπω από το εκκλησάκι κάτω από τον Λυκαβηττό.

Με πιάνει το παράπονο που λες-


«Είστε έτοιμη κυρία;» την βγάζει από τις σκέψεις της η υπηρέτρια που κρατά το στέμμα με χέρια να τρέμουν. Η γυναίκα γνέφει, επιτρέποντας της να πλησιάσει. Κοίταζει για άλλη μία φορά την αντανάκλαση της στον καθρέφτη.
Ανεβαίνει στο σκαλοπάτι πίσω της και με ευλάβεια το ακουμπά στην κορυφή του κεφαλιού της.
Χρυσό, βαρύ και πολύτιμο, το στέμμα της ελευθερίας κοσμεί εκείνη.
Ανοίγει τις πόρτες με κρότο, εξέρχεται από την κορυφή του πύργου και κατεβαίνει την μαρμάρινη σκάλα. Οι χρυσοί πολυέλαιοι αντανακλούν πάνω στο κόκκινο της φόρεμα ένα χρυσό ίδιο με εκείνο που την στολίζει.

Στο τέλος της ατελείωτης σκάλας βρίσκονται όλοι, θνητοί και αθάνατοι, σκυμμένοι με το κεφάλι να ακουμπά το έδαφος, διστάζοντας ακόμη και να την κοιτάξουν στα μάτια, φοβούμενοι μην κοκκαλώσουν.
«Καλώς ήρθατε στον Όλυμπο.» προφέρει αργά και σταθερά, να στάζει από τα χείλη της φαρμάκι στο χρώμα του μελιού.

Γυρνώ και σε κοιτώ, με αγωνία να διαβάζεις όσα γράφω, περιμένοντας στις λέξεις να βρεις την λύτρωση, μα αυτή την ιστορία την διαβάζεις ανάποδα.
"Μα πως μπόρεσες να μην το δεις; Να μην το καταλάβεις; Όλες οι ευλογίες είμαι εγώ, κι όλες οι καταστροφές πάλι εγώ, εγώ είμαι, η Έχιδνα. "

Ανέκαθεν εγω ημουν.



Ciao Bellas!

Καλως σας βρηκα!
10.000 λεξεις για να καλυψουν το κενο, μου λειψατε πολυ.

Δεν θα πω πολλα.

Μονο οτι ειδαμε τον αποχωρισμο.

Ειδαμε μια παρεα πολυ ενωμενη.

Ειδαμε μια παραλληλη πραγματικοτητα που φρικτη δεν ειναι. Τοσο κακο ειναι να καταληξει με αλλον; 
(ΝΑΙ θα μου πεις, το ξερω!)

Η Εχιδνα τελικα ημουν εγω. Ανεκαθεν 

Στελνω φιλι γλυκο.

Μην ξεχασετε να πατε στο προφιλ akrws-empisteutika και να συμπληρωσετε μια γλυκυτατη φορμα με τα αγαπημενα σας βιβλια. Ληγει την Κυριακη!!

Σας αγαπω πολυ και ελπιζω μεσα απο αυτες τις δυσκολες και αβεβαιες μερες που ζουμε να μπορειτε ακομα να βρισκετε την θεληση για ζωη και ευτυχια.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top