Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί (Μερος ΙΙ)
Αναφη, Σαββατο- ημερα 1η, ωρα 11 και 24.
Ολο το σπιτι τρεμει, το νησι δονειται απο την τρεμαμενη ανασα της, την καρδια του που παλλεται, τις αναμνησεις που σφυροκοπουν και ροκανιζουν τα θεμελια.
«Ωραια λοιπον! Ας μιλησουμε!» καθεται πρωτη, αφηνει τα πραγματα της στη μεση του σαλονιου. Ουτε ανοιγει παραθυρα, ουτε συγυριζει τα ήδη συγυρισμενα.
«Ωραια.» πηδαει και προσγειωνεται διπλα της στον καναπε.Κολλαει πανω της, το χέρι του πισω απο την πλατη της, το βλεμμα του να καιει το δικο της, η κανέλα να την περιτριγυριζει. Ειναι σχεδον αποπνικτικο, το ποσο δυνατα χτυπαει η καρδιά της.
«Θα ειμαστε παλι μαζι.» της δηλωνει. Παιρνει μια ανασα τοσο κοφτη που κανει τα μάτια της να βουρκωσουν. Τα λογια του την χτυπουν κατευθειαν στο υποσυνειδητο.Η σιγουρια του...θα ειμαστε μαζι! Αυτό την κανει να χασκογελασει.
«Ενταξει.» τον ειρωνευεται, ευχεται να μην το εκανε. Ισως ακομη στο πισω μέρος του μυαλου της να νομιζει ότι κοιμαται μετα από κακο μεθυσι. Την κοιταζει απολυτα σοβαρος, σαν να προσπαθει να σιγουρευτει οτι ειναι εκατο τοις εκατό ειρωνική .
Ειναι.
Βεβαια ξερει επισης οτι η Κυβελη ευχεται να μην ηταν ειρωνικη.
Εκατο τοις εκατο το ευχεται.
«Ωραια τοτε.» παει με τα νερα της, πιο πολυ για να δει μεχρι που φτανει.
«Υποθετω τελειωσε η συζητηση, παμε στην θαλασσα.» σηκωνεται απο τον καναπε και την πιανει απο το χερι.
Η κινηση του την αιφνιδιαζει, το σημειο που αγγιζουν τα δαχτυλα του μουδιαζουν,σχεδον ιδρωνει. Ξεφυσαει και τον κοιταζει με νοημα.
Κοροιδευομαστε;
«Ορεστη.» τον σταματαει, οχι απο οτι εκανε, αλλα απο αυτο που προσποιειτο.
«Τι;» ρωτησε σαν να μην ειχε ιδεα τι εννοουσε.
«Ηρθε η ωρα.» του ανακοινωσε. Την κοιταξε στα ματια. Ξεφυσηξε.
Την ειχε απομονωσει σε εκεινο το νησι για να μιλησουν, για να τα ξεκαθαρισουν ολα μεταξυ τους, χωρις περισπασμους και υπεκφυγες.
Μα, ιδου, αλλος υπεκφευγει!
«Δεν ξερω αν θελω.» της παραδεχεται. «Μ' αρεσει ετσι.»
Δεν κρατιεται και γελαει. Η καρδια της βουλιαζει. Κι εμενα μ αρεσει, πολύ.
«Η σιωπη;»
«Παντα σε προτιμουσα σιωπηλη.» της κλεινει το ματι, ισα ισα για να ελαφρυνει το κλιμα.
«Δεν ειμαστε τελεια τωρα, αλλα ειμαστε καλυτερα από πριν...» εξηγει, μα δεν χωρουν εξηγησεις.
Αναμεσα τους υπαρχει η αναγκη να ειναι μαζι για παντα, και η ανασα που τους χωριζει ειναι μια ολοκληρη ζωη, που συνθλιβει το υποσυνειδητο και τον εγωισμο τους.
Και μιλανε...
---------------------------------------------------------
Αναφη. Ημερα πρωτη, ωρα 12:01
Ο Ορεστης ξεροκαταπινει, γερνει προς τον καναπε για να την κοιταζει, περναει τα χερια μεσα από τα μαλλια του, ξεφυσαει.Του είναι δυσκολο, παρα πολύ. Μα ταυτοχρονα και ευκολο, γιατι πιστευει ότι είναι οι λεξεις που θα την φερουν πισω σε εκεινον.
«Συγγνωμη που δεν γυρισα όταν ειπα ότι θα το εκανα, η αληθεια είναι ότι δεν ημουν ετοιμος. Τωρα όμως ειμαι, εγινα αυτος που ημουν, αξιζω μια ευκαιρια, αξιζουμε μια ευκαιρια.»
Και πεφτει γερη σιωπη. Η Κυβελη τον κοιταζει. Ξεροκαταπινει και εκεινη. Αντικριζει την ευτυχια διχως να φοβαται, γιατι να φοβαται τον Ορεστη;
Ο αντρας απεναντι την ειχε τραβηξει από το βαθυ της σκοταδι στο φως.
Κι υστερα χαθηκε στο δικο του σκοταδι, που λιγο μοναχα την αφησε να δει.
Και τωρα το σκοταδι απλα εξαφανιστηκε;
Οποτε του απανταει:
«Χαιρομαι που εκανες αυτό που επρεπε για τον εαυτο σου, αλλα εγω Ορεστη αληθεια, δεν... δεν μπορω να ειμαι μαζι σου παλι, το σκεφτηκα πολύ και απλα δεν γινεται. Λυπαμαι.»
Και κάθε τρυφερο συναισθημα χαθηκε από τα ματια του. Το πρασινο εγινε αγωνη γη και το γαλαζιο μπλε του παγου
Νυχτωσε αποτομα στην Αναφη,
και ξημερωσε παρελθον.
----------------------- ------------------------- --------------------------------
«Όχι.» της το αρνειται.
Η απαντηση του την πιανει απροετοιμαστη.
«Τι όχι;»
«Όχι, δεν το δεχομαι. Δεν εχω τον εγωισμο να το δεχτω.» είναι ξεκαθαρος, απολυτος.
Ποτε δεν ειχε εγωισμους ο Ορεστης, για αυτό δεν εμεναν χωρια, καβγαδιζαν, συζητουσαν, υπεφεραν ο ενας τον αλλον, μεχρι να τα ξαναβρουν.
Και τα καταφερναν.
«Δεν είναι κατι να δεχτεις, είναι κατι που απλα συμβαινει. Ειχαμε την ευκαιρια μας και την χασαμε. Υπαρχει ερωτας αναμεσα μας, δεν το αρνουμαι,αλλα ο χρονος είναι λαθος, περασε, πως να στο πω, ηταν καλο και χαλασε, και δεν φτιαχνει παλι.»
Την κοιταζει δυσπιστος, αφωνος σχεδον, σαν να μην μπορει να συλλαβει οσα του λεει.
«Πετας οσα ζησαμε ετσι;» την κατηγορει. Η χροια του σκληρη, ο τονος του κοφτος, σαν να μιλαει με δυσπνοια.
Και ποτιζεται ο αερας αναμεσα τους με ενταση και απωθημενα, και η δυσπνοια γινεται πραγματικοτητα.
«Δεν θυμασαι Ορεστη! Προσπαθεις να ξεχασεις! Και δεν σε αδικω. Ανταλλαξαμε φρικτα λογια, ειπες απαισια πραγματα, ανεχτηκα απιστευτη σκληροτητα, και δεν μου αξιζε. Μα αν εγω μπορεσα να το ξεπερασω αυτό, πρεπει, οφειλεις να ανοιχτεις και να μιλησεις για αυτό, μου αξιζει να μπει ένα τελος σε αυτά.»
Κάθε λεξη πρωτα ακούγεται και μετα γινεται σκεψη, και η σκεψη την ποναει με το ποσο βαθια χαρασσεται μεσα της.
Βλεπει τον αντρα στον καναπε απεναντι της να σηκωνεται ορθιος. Το προσωπο του, αγγελικο, καλυπτεται από πετρα, και ξαφνου γινεται μαρτυρας της καταρας της Αναγεννησης, τελεια, μα καλυμμενη από οσα ο χρονος διελυσε.
Ο Ορεστης δεν θα το αφηνε ετσι, κι οσο εκεινος αρνειτο να την αφησει, οσο την τραβουσε πισω, τοσο εκεινη διαλυοταν, τοσο πιο μακρια ενιωθε από αυτό που παλια θεωρουσε σπιτι.
Δεν αφηνει τα ματια της από πανω του. Σηκωνεται, κανει μια γυρα στο σαλονι, εχει χασει την αισθηση του τοπου και του χρονου, σαν να καθονταν ωρες σε εκεινον τον καναπε.
Πιανει την βαλιτσα του και ψαχνει νευρικα, βγαζει ένα πακετο τσιγαρα.
Πληρης σιωπη.
«Δεν θυμαμαι.» δηλωνει, θελει να επαναλαβει αυτό που ακουσε για να βεβαιωθει.
«Δεν σε κατηγορω.» σπευδει να τον κανει να νιωσει καλυτερα.
Γελαει ειρωνικα.
«Και δεν με κατηγορεις.» στεκεται από πανω της στον καναπε. Την κοιταζει μέσα στα ματια.
Θελει να φτασει στην ψυχη, φτανει μεχρι τα δακρυα που απειλουν να κυλησουν.
Μα θυμοταν...
Η Κυβελη περιμενε τον αντρα να βγει εντελως απο το σκοταδι του διαδρομου.
Αν και υπεθετε οτι ολοι οι μαυροι αγγελοι εκει ανηκαν. Ο αγνωστος αντρας, που της εκλεψε την καρδια ειχε μαλλια κοντοκουρεμενα, σχεδον στρατιωτικα, βλεμμα αυστηρο και αναστημα αγερωχο, την κοιταξε στα ματια.
Γαλαζιο, πρασινο και καφε. Ο κροτος της κουπας της που εγινε θρυψαλλα στο ξυλινο πατωμα ηταν που την ξυπνησε.
Εκεινος απεναντι, ηταν αναμφιβολα ο πιο ομορφος αντρας που ειχε αντικρισει ποτέ στην ζωη της.
Μα δεν ηταν ο Ορεστης...γιατι ο Ορεστης της ειχε μπουκλες και χαμογελο με λακκάκια.
Παιρνω αποσταση κι λεω πως σε μισω,σχεδον αποφαση εκτος που σ'αγαπω.
--------------------------
Ωρα 13.02
Δεν της μιλησε αλλο, βγηκε εξω για τσιγαρο.
Πηρε λιγοτερο απο τρεις μερες, σκεφτηκε η κοπελα μακαβρια.
Δεν ηξερε αν ειχε αντοχες να τον ακολουθησει στο μπαλκονι με τις ομορφες υπεροχες αναμνησεις τους και να το αμαυρωσει.
Το σαλονι αρκει.
Σηκωθηκε, μουδιασμενη ακομα και κινηθηκε προς την πορτα, οπου οι βαλιτσες τους ηταν ακομα εκει. Ασυναισθητα αρπαξε και την δικη του, ηταν μια συνηθεια της αυτή, να αδειαζει τα πραγματα του, παλιοτερα το αιτιολογουσε λεγοντας ότι απλα το κανει καλυτερα.
Η Νωρα έναν χρονο αφοτου ο Ορεστης εφυγε της μιλησε για τις γλωσσες της αγαπης, και καταλαβε ότι αυτή ηταν η δικη της, η φροντιδα.
Αφησε την βαλιτσα του κατω και συνεχισε μοναχα με την δικη της προς το μοναδικο υπνοδωματιο.
Το σπιτι ηταν ακριβως όπως το θυμοταν. Εξοχικο, μινιμαλιστικο, με μεγαλες επιφανειες και σχεδον καθολου διακοσμηση. Ένα γραφειο και ένα δωματιο που εμενε κλειστο, ένα μπανιο, ένα wc και ένα σαλονι σε ενιαιο χωρο με κουζινα που εβλεπαν στην θαλασσα.
Το κινητο της βουηξε οσο εβγαζε τα προχειρα ρουχα της και κρεμουσε τα πιο καλα.
Ηταν η Φαιη.
Αυτό μου ελειπε τωρα.
Πηρε μια βαθια ανασα και το εκλεισε.
Ηξεραν ολοι οι φιλοι της που ηταν, και το τελευταιο που ηθελε να κανει ηταν να συζητησει τις συνθηκες της δυσκολης συζητησης που εμενε μετεωρη.
«Θα φαμε;» η φωνη του ακουστηκε πισω της και την εκανε να τιναχτει στην θεση της.
Δεν γελασε όπως θα εκανε σε κάθε περιπτωση, ουτε κοροιδεψε το ποσο στην τσιτα ηταν.
Γελασε όμως εκεινη, πικρα.
«Δεν είναι λιγο περιεργο να τρωμε ενώ τσακωνομαστε;»
«Μπορουμε να το κανουμε και μετα το φαγητο.» απαντησε απαλα, το βλεμμα του οξυ, μα πιο απαλο.
Στις 14: 00 η ωρα και με μια πολύ βαρια και αποπνικτικη σιωπη, μια κατσαρολα με μακαρονια και άλλη μια με σαλτσα εφτασαν στο τραπεζι.
«Δεν αντεχω τους καβγαδες αυτους.» ομολογησε σοκαροντας και τον εαυτο της με το ποσο αβιαστα της βγηκε.
Ο Ορεστης χαμογελασε, καπως τρυφερα, και ακουμπησε την πλατη του στην καρεκλα γερνοντας πισω.
«Τοτε ελα να τα βρουμε.Να τα αφησουμε όλα πισω μας.»
«Μιλα μου τοτε.» η απαντηση της ηταν ακομη πιο απροβλεπτη.
Ο Ορεστης αφησε το πιρουνι του και την κοιταξε μη ξεροντας τι να πει.
«Να σου πω τι;» αναρωτιεται δυνατα. Πηρε μια μικρη ανασα, σαν να ειχε συγκεντρωσει πολλη δυναμη για εκεινη την απαντηση της.
«Τα παντα Ορεστη, από την αρχη.» Σοβαρεψε.
«Γιατι να στα πω Κυβελη; Δεν τα θυμασαι;»
Χαμογελασε. «Εσυ δεν τα θυμασαι! Εσυ!» υψωσε λιγο τον τονο της φωνης της.
«Που ξερεις τι θυμαμαι και τι δεν θυμαμαι;» η χροια του σκληρυνε.
«Αν θυμοσουν δεν θα ησουν τοσο αλαζονας, τοσο σιγουρος ότι θα γυρισω πισω, δεν θα μου την επεφτες, θα ησουν μετρημενος, θα ησουν....θα ησουν σοβαρος!» αφηνει το πιρουνι της με κροτο και κανει μια αποτομη κινηση σερνοντας την καρεκλα της προς τα εξω.
Σηκωνεται και εκεινος απεναντι της, αστραπιαια, σαν να φοβοταν μην φυγει. Η σκεψη αυτή την κανει να γελασει.
Να φυγω να παω που;
«Δεν ειμαι αλαζονας, εσυ εισαι εκδικητική, με εκδικείσαι που δεν γυρισα, που σε αφησα μονη σου, που σου μιλησα σκληρα, που σου εκρυψα την Ιασμη, το καταλαβαινω! Τιμωρησε με οσο θες, μα μην με τιμωρεις με την απουσια σου!» το ξεσπασμα του, κι ας ηταν ηρεμο και ηπιο, ηταν σαν σεισμος που κουνησε το νησι. Κι αυτό γιατι η απαντηση της εμελε να είναι λαβα που θα τον καψει.
«Εσυ με τιμωρησες με την απουσια σου, κι επειτα τιμωρησες τον εαυτο σου φευγοντας, ξεχνοντας πληρως ότι μαζι με εσενα τιμωρουμαι και εγω, γιατι εγω περιμενα, σοβαρα, ευλαβικα! Και δεν είναι ότι περιμενα, ηλπιζα Ορεστη! ΗΛΠΙΖΑ! Ονειρευομουν και σε συγχωρουσα, μεσα μου σε συγχωρουσα για οσα εγιναν. Και ναι, τοτε θα σε δεχομουν πισω χωρις καμια εξηγηση. Μα δεν γυρισες τοτε, γυρισες τωρα. Και τωρα, ευτυχως ή δυστυχως, η επανενωση αυτή που θελουμε δεν θα γινει διχως ορους.»
Σφιγγει τα δοντια και εκεινη το ιδιο, αυτος για να μην της φωναξει μεσα στο προσωπο ότι μισει τον τροπο που ποναει όταν εχει δικιο, κι εκεινη για να μην κλαψει στην λογικη που διαλυει τις ελπιδες που εχουν.
Γιατι, ειμαστε σε ένα δωματιο με δυο ανθρωπους που ελπιζουν βαθια ο ενας στον αλλον και οι δυο στο ιδιο μελλον.
Πιανει παλι το πακετο. Καθεται στον καναπε, εκεινη απεναντι, στην πολυθρονα, μην την νιωσει να τρεμει.
Εκεινη ετρεμε ή το εδαφος κατω από τα ποδια της;
Επειτα, υστερα και επιτελους, μιλαει. «Αυτό που δεν καταλαβαινεις είναι ότι δεν εφυγα για εμενα, μονο για εμενα! Εφυγα και για τους δυο μας! Εφυγα γιατι αν εμενα θα τα διελυα όλα! Θα με μισουσες!» της λεει, και βλεπει κατι πολύ γνωριμο στα λογια του, κατι πολύ βαθια ριζωμενο στα παιδικα της χρονια, που όμως δεν μπορει να εντοπισει. Σαν ένα φτερνισμα που δεν ερχεται ποτε, παρα μονο μενει να την τρωει.
«Δεν θα σε μισουσα.» αποκρινεται, όχι με τοση σιγουρια. Γιατι γυρναει πισω και δεν μπορει να θυμηθει τι ενιωθε πριν φυγει, περα από απογνωση, απογνωση να αγαπηθει από εκεινον, απογνωση να τον κρατησει κοντα της.
Ο Ορεστης γελαει πικρα. «Δεν ημουν εγω Κυβελη, ουτε ένα μερος μου ηταν. Ημουν ο,τι απεμεινε από την Ιασμη, ένα κουφαρι. Ειχα ξεχασει να υπαρχω χωρις εκεινη.»
Ακομα και τωρα βρισκει για εκεινη λεξεις τοσο πιο μεγαλες.
Την βλεπει να δαγκωνεται.
«Εγω ηθελα να ειμαι ολοκληρος, να ειμαι αρκετος, για σενα.» το βλεμμα του μαλακωνει, γερνει μπροστα και αναβει επιτελους το τσιγαρο, να μπει λιγη θερμη από τον αναπτηρα, γιατι το σπιτι είναι παγωμενο, κι ας είναι καλοκαρι, κι ας εχει καυσωνα.
Κρυωνει.
Ησουν αρκετος, σκεφτεται. Και υστερα μαλωνει τον εαυτο της που δεν το λεει,
«Ησουν!» και την πιανει το παραπονο. « Απλα δεν ηθελες να μεινεις, σταματησες να εισαι ερωτευμενος καπου στο τελος και επρεπε να το παραδεχτεις.»
Τον βλεπει να μορφαζει.
Πεταγεται ορθιος σαν να τον χτυπησε με ηλεκτρικο ρευμα.
«Μην τολμησεις να το ξαναπεις αυτό! Με ακους; Ποτε ξανα! Ημουν και θα ειμαι ερωτευμενος μαζι μου για παντα!» την μαλωνει.
Για παντα...
''Δεν πιστευω οτι θα χωριζα ποτε την Ιασμη για καμια αλλη εκτος απο εσενα. Δεν θα με εκανε καμια αλλη να θελω.'' της εξηγει μα οι λεξεις βγαινουν σαν βρισιες απο τα χειλη του.
''Το λες σαν να ειναι κακο.'' μετανιωνει της συζητηση.
''Ειναι, καπως, αν το σκεφτεις.''
''Ξερεις οτι τα παιδια που γεννιουνται απο γυναικες που κανουν χρηση εμφανιζουν ενα σωρο προβληματα;;''το ειπε πριν προλαβει να το καταπιει.
Ειδε τον Ορεστη να αλλαζει χρωμα. Σαν να τον χτυπησε αποτομα το ρευμα αναμεσα τους. Τα ματια του εβγαζαν φλογες.
''ΕΙΠΑ. ΦΤΑΝΕΙ!!"
Υψωσε το χερι και εκανε να την χτυπησει.
Η Κυβελη εκλεισε τα ματια και ζαρωσε απεναντι του.Περιμενε σχεδον με αποδοχη το χτυπημα που δεν ηρθε ποτε. Αφησε μια εκπνοη ελευθερη. Ανοιξε τα ματια και τον ειδε με το χερι μετεωρο απο πανω της.
Σφιγγει την παλαμη του και κατευναζει τα νευρα του. Σαν κυκλος οι αντιδρασεις του, τα χανει, καταλαβαινει τι πηγε να κανει και μια λαμψη τυψεων φωτιζει το προσωπο του.
Κατεβαζει το χερι και την κοιτα αυστηρα.
''Μην τολμησεις να μιλησεις ποτέ ξανα ετσι για εκεινη.''
Η σκεψη μεσα της σαπιζει κατι που η ληθη ειχε σωσει. «Δεν επρεπε να φυγεις, χαθηκαν τα παντα.» ψιθυριζει ξεπνοα και ηττημενα.
«Εφυγα για να εχουμε μια ευκαιρια.» της απανταει, απελπισμενος να τον ακουσει, να καταλαβει.
Κι ολοενα και πυκνωνε ο αερας στο δωματιο. Κι αυξανοταν ο καπνος.
Δεν του απανταει.
«Πιστευεις θα αντεχες;» την ρωταει, την προκαλει να τον πεισει.
«Ναι, στο ειχα πει.» δεν είναι τοσο σιγουρη οσο δειχνει. Γυρνωντας πισω στην μνημη της ερχονται απειρες στιγμες που ενιωσε τσαλακωμενη και τσακισμενη.
«Σε ξερω καλυτερα από τον καθενα πια.» κοβει κάθε περαιτέρω κουβεντα της. «Δεν θα αντεχες. Δεν επρεπε να μπορεις να αντεχεις τετοια πραγματα.» λεει τελεσιδικα.
«Κι όμως, μπορουσα, απλα σε χρειαζομουν εδώ.» καθεται παλι κατω, τρεμουν τα ποδια της.
Ο καπνος εχει αρχισει να μπαινει στα ματια της.
Εξω είναι μερα; Θα ορκιζοταν ότι νυχτωσε.
Ποιος θα μαζεψει το τραπεζι;
«Μα αυτο ειναι το θεμα! Δεν ημουν εδώ Κυβελη!» η φωνη του την κανει να πεταχτει στην θεση της.Φωναζει τωρα.
Οι κουρτινες είναι κλειστες, για αυτό νυχτωσε, γιατι μειναμε οι δυο μας. Και όταν ειμαστε εγω και αυτος δεν εχει σημασια τι ωρα είναι.
« Ημουν οπουδηποτε άλλο από εδώ. Θα ζουσες μαζι μου ποσο ακομα; Έναν χρονο; Έναν χρονο μεσα στην μιζερια, κατω από την σκια της Ιασμης και εν τελει θα χωριζαμε, γιατι δεν θα αντεχαμε να βλεπουμε ο ενας τον αλλον.» φτυνει τις λεξεις, οι λεξεις όμως αυτές εκρυβαν το αιμα που κρατουσε την ελπιδα της εν ζωη.
«Οποτε προτιμησες να με χωρισεις 1,5 χρονο νωριτερα, για να τελειωνεις.» η κυνικοτητα της τον εξοργιζει. Βρισκει τασακι και συνθλιβει το τσιγαρο, κι οσο το κανει σκεφτεται να συνθλιβει τις λεξεις που μολις του ειπε, να διαλυει εκεινη την απανθρωπη λογικη.
Ποιος γεμισε το ρομαντικο της μυαλο με κυνισμο;
«Με το να μην επιστρεψω αποφασισα να ειμαστε μαζι για παντα.» ψιθυριζει κοφτα.
Μεγαλα λογια για να καλυψεις τις πενιχρες σου πραξεις.
«Και το εκανες πραξη πως; Μενοντας στην άλλη ακρη του κοσμου; Μακρια μου;» σαρκαζει.
Ο Ορεστης δεν απανταει, γερνει πισω στην πολυθρονα και βγαζει δευτερο τσιγαρο από την θηκη του. Καπνιζει για να μην μιλαει.
Δεν την σηκωνει το κλιμα, πνιγεται,
Γιατι κλεισαμε τις κουρτινες; Ηταν εξ'αρχης ετσι;
Σηκωθηκε ορθια και τραβηξε τις διπλες κουρτινες να ανοιξουν.
Η θαλασσα απλωθηκε μπροστα της, μαζι με το μπαλκονι, με το τραπεζακι που της εμαθε ταβλι, το μικρο επιπλο που ακουμπουσε τα βιβλια και τον υπολογιστη της.
Με το υποστεγο από καλαμι και μεγαλα αποξηεραμενα φυλλα και την αιωρα που ουκ ολιγες φορες ειχαν κοιμηθει μαζι.
Πηρε ανασα και ας μην ειχε ανοιξει το παραθυρο.
Το μπαλκονι δεν ειχε παρα μονο ευχαριστες αναμνησεις. Ποτισμενο στο θαλασσινο αερακι και το αλατι, λουσμενο στο φως και βουτηγμενο σε γελια, συζητησεις μεχρι το πρωι, βογγητα, γεματο από αυτόν και εκεινη.
«Πες με σαχλη. ερωτοπαρμενη και ο,τι άλλο θες..» η φωνη της βγαινει πνιχτη, γιατι είναι απασχολημενος ο λαιμος της να λεει στον λυγμο να μην βγει εξω, είναι νωρις.
Τον νιωθει να την καιει με το βλεμμα του, μα μενει στο γαλαζιο, στα καλαμια, στην αιωρα. Στα βογγητα και τα γελια.
«Αλλα πως αντεχες Ορεστη;Πως αντεχεις; Να σκεφτεσαι ότι ειμαι εδώ μονη, ότι μπορει να βρω αλλον, να τον ερωτευτω και να τον αγαπησω. Πως δεν τρελαινοσουν; Που πηγε το 'παντα και παντου', το 'μονο εμεις' ; Που πηγαν όλα αυτά;» δεν αντεχε να δει στο προσωπο του ότι ειχε δικιο, οποτε δεν τον κοιταξε καθολου.
«Πιστευεις μου ηταν ευκολο;» η απαντηση του ηρθε λυτρωτικα γρηγορα.
«Σου ηταν εφικτο, για εμενα ηταν ανεφικτο.»
Αυτή είναι η διαφορα μας. Παντα εχεις επιλογη.
«Εζησες διπλα σε ανθρωπους που επελεξαν να μεινουν διπλα σε αυτόν που αγαπουσαν κι ας χρειαζοταν χρονο και χωρο για να θεραπευτουν, τους ειδες να καταστρεφουν οσους αγαπουν, κι επιμενεις να πιστευεις ότι αν εμενα εδώ θα ημασταν καλα;»
Η απαντηση του ηταν προμελετημενη, ηταν κοφτη και ετσουζε σαν χαστουκι, εκεινο που δεν τολμησε τοτε να της δωσει.
Γυρισε προς το μερος του αστραπιαια, σαν να εκαιγε η θεα της θαλασσας. Τον κοιταξε θιγμενη, σα να την ειχε πυροβολησει.
Αλλα τι ειχε κανει;
«Μην βαζεις τους γονεις μου σε αυτό!» του φωναξε.
«Εσυ τους βαζεις! Εγω δεν ειπα λεξη για αυτους!» την εκανε εξαλλη όταν πηγαινε να την βγαλει τρελη.
Λες και δεν μπορουσε να διαβασει πισω από τις λεξεις του.
«Εσυ-»
«Παω να κολυμπησω.» ανακοινωνει κοβωντας στην μεση αυτό που ηθελε να της πει και ανοιγει την πορτα. Βγαινει εξω και αρχιζει να περπαταει βγαζοντας ολο και κατι, αρχιζοντας από τα σανδαλια της.
Είναι αμεσως στο κατοπι της.
«Κυβελη μιλαμε.» νιωθει το εκνευρισμενο του βλεμμα να της καιει την πλατη.
«Σκαω!»
Ο καθαρος αερας του νησιου γεμιζει τους πνευμονες της τοσο αποτομα που νιωθει κατι μεσα της να ποναει. Οι πατουσες της βυθιζονται στην αμμο και το υποσυνειδητο στην ιδεα της φυγης.
Να φυγω να μην ακουσω αλλα.
Βγαζει τα ρουχα της και τα πεταει στον ξυλινο διαδρομο που οδηγει στην απομονωμενη παραλια. Την παραλια τους.
«Θα κολυμπησεις γυμνη;» σχεδον ακουει την παρανοια στην φωνη του.
Είναι αργα, είναι ηδη γυμνη.
Τρεχει προς το νερο, ξεροντας ότι είναι κρυο και ότι θα την φτασει.
Και πηδαει στα τρια μεγαλα βηματα.
Και είναι οντως κρυο. Και πηδαει οντως πισω της, ημιγυμνος.
Το παγωμενο νερο την αφηνει για λιγο να βυθιστει στην υγρη, καταπραιντικη του ικανοτητα. Την καλυψε παντου, και της εδωσε ανασα.
Ημουν και θα ειμαι για παντα ερωτευμενος μαζι σου.
Ηταν το χερι του που την τραβηξε εξω. Την σηκωσε ορθια, να στεκεται απεναντι του, με το νερο να φτανει κατω από το στηθος της. Κι εκεινος ηταν βρεγμενος, οι σταγονες σμιλευαν το προσωπο και το στερνο του, ισιωσαν τις μπουκλες του, που αρχισαν παλι να ατιθασουν και τονισαν το μπλε των ματιων του.
«Εχεις τρελαθει.» ασθμανει, το χερι του δεν αφηνει το δικο της. Μονο την νιωθει να τρεμει, από την ριζα των πορτοκαλλοκοκκινων μαλλιων της, μεχρι το στηθος της που ηταν εκτεθειμενο στον ζεστο αερα του μεσημεριου.
Μονο τον κοιταζει. Δεν αντιδραει όταν περναει το χερι του γυρω από την μεση της, ουτε όταν τραβαει το γυμνο κορμι της να κολλησει πανω στο δικο του.
Η καρδια του στραγγιζει και απορροφα πολύ γρηγορα το αιμα. Είναι που προσπαθει να τραβηξει μαζι και λιγη από την ευτυχια που νιωθει εκεινη την στιγμη, να την φυλαξει για αργοτερα. Είναι που μοχθει να διωξει λιγη από την απελπισια του, να στοιχειωνει την θαλασσα αντι για εκεινον.
«Εσυ Κυβελη μπορει να σκεφτοσουν ότι κοιμομουν ησυχος τα βραδια ξεροντας ότι πηδιεσαι δεξια και αριστερα. Δικαιωμα σου τι σκεφτεσαι.»
Την σφιγγει κι άλλο πανω του. « Υπεφερα, πονουσα στην σκεψη.» μορφαζει οσο το λεει, μαζι και εκεινη, που μοιαζει ασυναισθητα να αντιγραφει κάθε εκφραση του.
« Μα πιο πολύ από ολα με διελυε η σκεψη να σε χασω ενώ ειμαι διπλα σου. Να σε χασω όπως ο Σπυρος. Επειδη ειμαι τοσο απασχολημενος να κοιτω αυτό που εχασα για να εκτιμησω αυτό που εχω.»
Χανει για λιγο την ανασα της κι ας απεχει πολύ από την επιφανεια του νερου.
Δεν εχω μαθει δυστυχως να μην ανηκω, μια στο βοσκο, μια στο μαντρι και μια στο λυκο.
------------------------------------------------------
15.10
Κανει μπανιο πρωτος, κι εκεινη ξερει ότι αν γινει το αντιθετο, θα τρυπωσει μαζι της, οποτε προθυμοποιειται να μαζεψει τα πιατα.
Τα μαλλια της είναι τυλιγμενα στην μπλουζα που πρωτινός ειχε πεταξει στο ξυλο, και συγυριζει εντελως γυμνη, αισθηση που της επιβεβαιωνει ότι οντως είναι στην Αναφη, μονο εδώ θα μπορουσε να το κανει αυτό.
Ξαφνου την πιανει μια μικρη αγαλλιαση, σαν τωρα μολις να ειχε συνειδητοποιησει ότι βρισκοταν παλι εδώ. Στο νησι της θεραπειας των βασανισμενων. Η ιδια του το ειχε πει, ένα ξημερωμα, μετα από αρκετα ουζα.
Ακουει την πορτα του δωματιου τους να κλεινει, οποτε αφηνει το χαρτι και το καθαριστικο και κατευθυνεται στο μπανιο.
Εχει περασει το πρωτο σαπουνι στα μαλλια και εχει τριφτει παντου, όταν η πορτα ανοιγει. Δεν της εχει αφησει κλειδι. Φοραει μονο μποξερακι και φορμα. Οι μπουκλες του είναι ακομα βρεγμενες αλλα εχουν ένα υπεροχο ατημελητο σχημα. Δεν ξυριστηκε.
Την κοιταζει από πανω μεχρι κατω, λες και δεν την ειχε δει γυμνη ποτε ξανα.
Νομιζει ότι θα συνεχισουν την συζητηση τους μα εκεινη καθεται στην μπανιερα και πιεζει την εξοδο νερου να κλεισει.
Η σταθμη αρχιζει να ανεβαινει και εκεινη ριχνει σαπουνι για να αυξησει τους αφρους. Λες και θα κρυβοταν αναμεσα τους.
«Αν θες φαε παγωτο, ειμαι σιγουρη ότι το θυμασαι αφου εσυ το αγορασες.» μουρμουριζει και γερνει πισω για να ξαπλωσει καθως το ζεστο νερο καλυπτει την γυμνια της.
Την κοιταζει εντονα στα ματια, σαν να προσπαθει να αποφυγει το σωμα της.
Καθεται στο σκαμνακι διπλα, που παλια εβαζε το λαπτοπ του και ακουγαν μουσικη οσο εκαναν μαζι αφρολουτρο, ή εβλεπαν ταινια.
Ακουμπαει τους αγκωνες του στα γονατα και στηριζεται εκει για την κοιταζει. Τα κοκκινα μαλλια της είναι ένα χαος από φλογες και λευκους αφρους.
Το σωμα της γυαλιζει και μυριζει γιασεμι. Τον σκοτωνει.
«Ξεχνας Κυβελη.» την αιφνιδιαζει λεγοντας της, πολύ ηρεμος.
Ανακαθεται και νιωθει την καρδια της να συσπαται. «Ξεχναω; Εγω;»
«Ξεχνας ποσο ευτυχισμενοι ημασταν.»
Και νιωθει να βουλιαζει στους εξηντα ποντους νερου.Θελω να φυγει, δεν αντεχω άλλο.
«Θυμαμαι όμως που σε βρηκα με την βελονα στην φλεβα.» ηταν σιγουρη ότι αυτό θα αρκουσε.
Αυτό το θυμασαι Ορεστη;
Τον βλεπει να μορφαζει. Κλεινει τα ματια και παιρνει μια βαθια ανασα. Ξεφυσαει.
«Περασαμε έναν δυσκολο μηνα. Πολλες εφιαλτικες μερες. Αλλα πηγαινε λιγο πισω.»
«Πισω.» επαναλαμβανει, προσπαθει να καταλαβει.
«Ναι. Θυμησου.»
Γερνει πισω και τον κοιταζει. Δαγκωνεται. Όταν του ειπε ότι τα θυμαται όλα το εννοουσε.
«Ποσο ευτυχισμενοι μπορουμε να κανουμε ο ενας τον αλλον Κυβελη, αυτό θυμησου...» χαμογελαει νοσταλγικα.
«Αληθεια σου λεω,μονο μαζι σου εχω υπαρξει τοσο ευτυχισμενος. Και είναι αστειο, γιατι εκ πρωτης οψεος μοιαζουμε τοσο αταιριαστοι, αλλα γαμωτο! Τοση ευτυχια.»
Οι λεξεις γεμιζουν το μπανιο μαζι με υδρατμους, και την κρατανε ζεστη, οπου το δερμα της ξεφευγει από το νερο.
Ποση ευτυχια...
Κι όμως μενει ανεκφραστη.
«Θυμασαι που σε στριμωχνα στην κουζινα, στους διαδρομους, στο σαλονι, στον καναπε, στην τουαλετα ακομη!»
Εγνεψε θετικα και στο μυαλο της εφερε την χαρακτηριστικη της ατακα.
Προσωπικος χωρος!
«Θυμασαι που στησαμε μαζι το διαμερισμα;»
Καυχαζει.
«Μα πως να το ξεχασω!»
«Θυμασαι τις Πεμπτες μεξικανικου; Τις ατελειωτες βραδιες ταινιων στην καραντινα; Που σου εβαζα τζαζ και χορευαμε στο σαλονι; Που ξυπνουσαμε 12 το πρωι;»
Γνεφει, κι ο Ορεστης την βλεπει να βουρκωνει, να δαγκώνεται για να μην χαμογελασει. Και η καρδια του πεταριζει. Η Κυβελη το ενιωθε οσο εκεινος, υπηρχε ελπιδα! Μαζι με αυτό ηρθε και η μαυρη συνειδητοποιηση ότι δεν θα του το ελεγε ποτε, δεν θα αφηνε τον εαυτο της να χαμογελασει στις χαρουμενες αναμνησεις τους.
Οποτε ο Ορεστης Νικολαϊδης προβαινει σε μια ερωτηση που έμελλε να σπασει το φραγμα της μεταξυ τους πολιτισμενης καταστασης, και να αφησει το ορμητικο νερο οσων ενιωθαν να τα ρημαξει όλα.
«Με αγαπας ακομα;» η ερωτηση του εκρυβε ελπιδα και πικρια.
Η καρδια της χτυπησε σε έναν αορατο τοιχο.
«Δεν σε εμπιστευομαι.» του απαντα σε κατι άλλο.
Τον βλεπει να σκοτεινιαζει, μη ικανοποιημενος από την εξελιξη των πραγματων. Δεν την ξαναρωτησε. Ισως γιατι δεν ηξερε αν το όχι θα πονουσε περισσοτερο από το τιποτα με το οποιο τον αφησε τωρα.
«Θα με εμπιστευτεις.»της δηλωνει.
«Δεν θα γινει ετσι.» καταπινει έναν κομπο στον λαιμο της και σφιγγει κι άλλο τα γονατα της πανω στο στηθος της. «Θα κοιταω παντα πισω από τον ωμο μου, για μια αποκαλυψη, για μια στιγμη αδυναμιας, που ισως κατι σκεφτεις, κατι θυμηθεις, κατι αποκαλυφθει, και γινεις παλι...» ετσι θελει να πει.
«Δεν θα γινω ποτε όπως παλια. Εχουν τελειωσει αυτά.» σκοτεινιαζει.
«Εισαι καλα, σχεδον.»
«Ειμαι καλα.» επιμενει εκεινος.
«Δεν θα φυγει ποτε εντελως το σκοταδι.»
«Εχεις θεμα με αυτό;»
«Δεν μπορω να ζησω με αυτό.» κραταει την ανασα του στην απαντηση της.
«Πριν δυο χρονια μπορουσες.»
«Εσυ όμως όχι.» αντιλεγει.
«Και αποφασισες τωρα να με μιμηθεις.» ειρωνευεται.
«Όχι απλα καταλαβα ότι εχεις δικιο, πρεπει να επουλωθουν οι πληγες.»
«Για αυτό εφυγα, επουλωθηκαν.»
«Οι δικες μου όμως όχι.»
«Μιλα μου. Πες μου για αυτά τα δυο χρονια.» επιμενει ξανα.
Εκεινος ξεφυσαει.«Κυβελη φτανει.»
Παλι Κυβελη. «Είναι τρεις μερες και προσπαθουμε...»
Τον διακοπτει. «Αυτό δεν καναμε παντα αγαπη μου; Λεγαμε τρεις μερες και τελος, τεσσερις μερες και ποτε ξανα, πεντε μερες και θα φυγεις. Θεε μου δεν μπορω να ξυπνησω σε άλλη μια τελευταια μας μερα.» ψιθυριζει και το δωματιο αδειαζει από τους υδρατμους και γεμιζει με την υγρη της απελπισια πλεγμενη αναμεσα σε πνιχτους λυγμους.
''Νομιζω οτι με κατηγορεις για ολο αυτο.'' του εξομολογειται διχως να σηκωσει το βλεμμα.
Περιμενει σιωπη.
Αντι αυτου ακουει την κουπα να ακουμπα με δυναμη στον γρανιτη, ευτυχως χωρις να σπασει.
''Γιατι θες να με νευριασεις πρωινιατικα;''
Τα ματια της συναντουν τα δικα του, που οργισμενα εκσφεντονιζουν φλογες.
''Απλα...αν δεν σε αναγκαζα να την χωρισεις για να ειμαστε μαζι δεν θα ειχε αυτοκτονησει.''
Ειναι κι αυτο ενα βαρος, οχι μεγαλυτερο απο εκεινο που θα δημιουργηθει αν ο Ορεστης συμφωνησει.
''Την χωρισα επειδη το ηθελα.'' απαντα διχως να της απαντησει.
Σφιγγει τα δοντια και οι γωνιες στην κατω γναθο του πετιουνται εξω.
''Το μετανιωσες;'' Η φωνη της ισα που ακουγεται,
''Οικτρα.'' της απανταει ειλικρινα. Την σκοτωνει.
Αναφωνει.
''Πως μπορεις να μου το λες ετσι αυτο;'' μπορεις να ακουσεις κατι μεσα της να ραγιζει.
"Με ρωτησες.'' της απανταει αταραχος.
Κρυψου για να μην σε ανακαλυψω, θα σε βρω μα αν θελεις κρυψου
------------------------------------------------------------
17.00
Το τηλεφωνο της χτυπησε μια ώρα αργότερα , όταν εκεινος επαιζε βιολι από τον χωρο που ειχε ως γραφειο, μια αηχη παραχωρηση χωρου, ενώ η Κυβελη μολις ειχε βγει από μπανιο και χτενιζε μηχανικα τα μαλλια της. Ενιωθε εξαντλημενη.
Ηταν ο μπαμπας της.
Η σκεψη ότι ισως κατι ξερει την ανακατεψε. Το τελευταιο που χρειαζοταν τωρα ηταν να αρχισει να δινει εξηγησεις. Δεν του απαντησε. Μαλωσε τον εαυτο της, μα εδωσε νοητη υποσχεση όταν επιστρεψει στην Αθηνα να το ελαττωσει.
«Ξερεις δεν είναι καθολου καλη συνηθεια αυτή, θα ανησυχησει.» η φωνη του εφτασε ευτυχως αφου ενιωσε την παρουσια του στο κατωφλι της πορτας.
Καυχασε.
«Να τον παρεις εσυ τοτε, να του εξηγησεις.» τον ειρωνευτηκε και εστρωσε το μαυρο φανελακι της.
Τον ειδε να γερνει στον τοιχο σκεπτικος, με ένα μειδιαμα να κρυβεται στα χειλη του.
«Ο πατερας σου είναι πεπεισμενος ότι θελω να σε παω καπου μακρια από ολους και να σε κρατησω για τον εαυτο μου.» της ειπε υπονοωντας ότι το βρισκει αστειο, και αφηνοντας να εννοηθει ότι ειχαν και πιο ιδιωτικες συζητησεις.
«Και βρισκεις αστειο το ποσο παραλογο εχεις κανει τον μπαμπα μου;»
«Όχι, αρχιζω και πιστευω ότι εχει δικιο.» εχει εκεινο το παιχνιδιαρικο χαμογελο, που κανει την Κυβελη να λιωνει.
«Ορεστη...γιατι δεν μου μιλας;» τον ρωταει απαλα, με απογνωση.
Χανει το χαμογελο του. Το πεισμα του την εξοργιζει.
«Δεν καταλαβαινω τι παραπανω-»
«Ενώ το να μου την πεφτεις, το να με φιλας, να με στριμωχνεις, να με φερνεις εδώ βοηθαει! Ας το παραδεχτουμε Ορεστη! Ετσι δεν γινεται τιποτα!»
«Που είναι το προβλημα με αυτό;»
«Δεν μπορώ να σε εμπιστευτώ, αυτό είναι το πρόβλημα.»
«Θα κοιτάζω πάντα πάνω από τον ώμο μου για να σιγουρευτώ οτι δεν σε ακολουθει η σκιά της. Κι έπειτα, μου το έχεις καταστήσει σαφές ότι εκείνη δεν θα γίνω.»
«Γιατί να γίνεις η Ιασμη; Προσδοκεις αυτό που είχαμε; Να γίνουμε δυο πρεζακια; Να γατζωθεις από πάνω μου και να μας ενώνει μόνο η ευθύνη;» Πρώτη φορά τον άκουσε να μιλάει έτσι για εκείνη.
Την παραγεμίζει η αίσθηση του αδιεξόδου, σαν νερό σε πηγάδι δεν της αφήνει οξυγόνο.
Δεν βρίσκει τις λεξεις να του εξηγήσει ποσο την πονάει και μπορεί να δει στα ματια του την δυσφορία ότι δεν εχει την ικανότητα να την καθησυχάσει.
«Να με αγαπας τόσο που να αρρωσταινεις, να με αγαπας όσο σε αγαπούσα ! Και παραπάνω!» Ο λαιμος της πονάει και δεν φωνάζει καν.
Βλέπει το πρόσωπο του να πετρώνει, να σκληραίνει στα όρια συνθλιψης.
«Αυτό είναι ίσως εν τελει το θέμα, καθαρά εγωιστικά δεν μπορώ να αφιερώσω σε κάποιον τον εαυτό μου, ξανά, εκ νέου, εξ ολοκλήρου, ενσυνείδητα αυτή τη φορά, όταν εκείνος ανήκει αλλου.»
Οι ώμοι της χαλαρώνουν σε μια ηττοπαθή παραδοχή. Δεν ήταν η αξιοπρέπεια της που την κρατούσε μακριά του, ήταν η κατωτερότητα, η γήινη μικροπρέπεια, η ανάγκη της να αγαπηθεί! Πολύ! Πολύ!
Κάθεται στο κρεβάτι με πόδια να τρέμουν, μα δεν παύει ούτε στιγμή την οπτική τους επαφή. Τα μάτια της ψάχνουν στα δικά του την σύνδεση, αυτό που θα τον κάνει να καταλάβει, να την νιώσει, με όλη την απελπισία και την υπερφίαλη, υπερβολική αγάπη της.
«Δεν αντέχω να φύγω άπ αυτό τον κόσμο ξέροντας ότι ήσουν ο έρωτας της ζωής μου και εκείνη ήταν ο δικός σου.» η καρδια του σταματησε για ένα δευτερολεπτο να χτυπαει και κολλησε πανω στις λεξεις.
Στις λεξεις. Μια μια τις λεξεις της.
Και ποσο ομορφες ηταν.
Ο ερωτας της ζωης μου. Φουσκωνε από ερωτα, εχανε το μυαλο του.
Γιατι να φυγει από αυτό τον κοσμο πιστευοντας κατι τετοιο;
Και αναρωτιοταν, αναμεσα στους καπνους του φλεγομενου σπιτιου...σαμπως δεν την ειχε αγαπησει με τον περιεργο τροπο του, κάθε μερα από την στιγμη που την γνωρισε;
«Αυτό δεν ισχυει.»
«Απόδειξε το, μιλα μου.»
«Πως το να ανοίξουμε παλιές πληγές θα βοηθήσει;» Ήταν και ο ίδιος εκνευρισμένος, ή μάλλον όχι, αμυντικός. Θα το αναγνώριζε παντού αυτό το ύφος. Μεγάλωσε με αυτό.
«Φοβάσαι να τσαλακωθείς πάλι.»
«Καμία σχέση, απλά δεν γουστάρω να λέμε πάλι τα ίδια και τα ίδια, μας φθείρει.»
«Τον εγωισμό σου φθείρει, να μιλάς για τις εποχές που ήσουν χαμένος, που ήσουν λιγότερο δυνατός, ισχυρός, που ήσουν κατώτερος.»
Σφίγγει τα δόντια, τον εξοργίζει!
«Δεν βρίσκω λόγο να ανατρέχουμε εκεί. Πόνεσα πολύ ναι, μα τώρα είμαι καλά, στο λέω , στο ορκίζομαι!»
«Δεν μπορώ να το πιστέψω αν δεν το συζητήσουμε, αν δεν μάθω την πραγματικότητα του παρελθόντος δεν μπορώ να κρίνω.»
«Κυβέλη.» την προειδοποιεί.
«Ορεστη.» Αντιλέγει.
«Θες να με πεισεις ότι ειμαι σημαντικη; Θες να μην νιωθω την σκια της από πανω μας; Παρτην από πανω μας λοιπον! Κανε αυτό που δεν εκανες ποτε με εκεινη! Μιλα μου! Εξηγησε μου!»
Κάνει μερικά βήματα προς το μέρος της και την κρατεί από τα χέρια. Παλεύει να την πείσει , δεν βρίσκει όμως τις λέξεις.
«Σε αγαπω Κυβελη...μην με κανεις να επιστρεψω σε αυτά.» ο τονος του ηταν σχεδον παρακλητικος.
Σε αγαπω.
Πες το πισω, πες το ....παρακαλεσε μεσα του.
Μα η γυναικα απεναντι του δεν ειπε λεξη, ουτε καν ένα νευμα, ένα βλεμμα αποδοχης.
Σιωπη.
Η ωρα πηγε 7 το απογευμα και ο Ορεστης ακουμπησε στο τραπεζακι του μπαλκονιου μπροστα της ένα πιατο με σουβλακια μπροστα της.
Πηρε το βλεμμα από το βιβλιο της και τον κοιταξε.
«Ειμαι πτωμα, φαε για να ξαπλωσεις.» μουρμουρισε, χωρις να την κοιταξει.
Εφαγαν σε πληρη σιωπη, με το κυμα να συντροφευει τις σκεψεις τους. Ακομα και ετσι δεν ηταν ασχημα.
Η Κυβελη μαλωσε τον εαυτο της που παρακαλεσε να μην ειχε δουλεια την Τριτη, και εκεινος ενιωσε κατι μεσα του να βυθιζεται σε πληρη συνειδητοποιηση όταν σκεφτηκε προτιμουσε να είναι παντοτε ετσι μαζι της, παρα καλα με καποια άλλη.
Ξαπλωνει πρωτη, χωρις βιβλιο. Μοναχα με την σκεψη του ότι θα ξαπλωσει εκεινος διπλα της ανατριχιαζε. Ηταν νηφαλια, και τα νευρα της τεντωμενο σκοινι.
Ο Ορεστης μπηκε στο δωματιο, με το λευκο κοντομανικο που του πηγαινε πολύ και την γκρι φορμα που ουκ ολιγες φορες ειχε φορεσει και η ιδια σπιτι.
Σπιτι, παλια...
Ξαπλωνει διπλα της κατω από τα σκεπασματα,γερνει στο πλαι να την κοιτα.
Φαινεται και εκεινος πολύ κουρασμενος. Ξεφυσαει. Είναι αρκετα κοντα ώστε να μυρίζει την κανελα στα χειλη του. Βλεπει την Nivea στο κομοδινο της, καιθυμαται, δενεται η καρδια του κομπος. Κοιταζει τα μαυρα μεγαλα ματια και κρέμεται στο ελεος τους.
«Μπορω;» η βραχνη φωνη του ψιθυρισε την λεξη που ετρεμε να ακουσει.
Δεν ηταν διεκδικητικος, δεν ηταν περα για περα ευθαρσως χυδαιος, αλαζονας. Ητανευαλωτος.
Φοβοταν ότι αν του επετρεπε να την αγκαλιασει δεν θα τον αφηνει ποτε.
Εγνεψε θετικα διχως να το σκεφτει.
Δεν της αφησε χωρο για δευτερες σκεψεις, κινηθηκε προς το μερος της και τυλιξετο χερι του γυρω από την μεση της, καλυπτοντας την ολοκληρη. Την τραβηξε προςτο μερος του και ακουμπησε το προσωπο του στην βαση του λαιμου της. Πηρε μια βαθιά ανασα στην κρεμα της, και αφησε το καταπραιντικα γνωριμο αρωμα φρεσκάδας και σπιτιου να τον γαληνεψει.
Ενιωσε το χερι της να τυλιγεται γυρω του.Το στηθος της πιεστηκε στο στερνο του,η καρδια της χτυπουσε κοντρα στο δερμα του.
Ανεπνεαν στην κανελα και την nivea, στον ρυθμο που η καρδια της εδινε στην δικη του, αναμεσα στους καπνους του χαους που τους περιβαλει, με το παρον και τοπαρελθον να τρεχουν να γινουν μελλον.
''Απλα κανε μου μια χαρη.'' την κοιταξε με σφιγμενο σαγονι.
''Κανε ενα ντουζ, μυριζεις το αρωμα του και δεν...δεν μπορω να τον σκεφτομαι πανω σου.''
Δεν αντεχει αλλο, σκυβει και την φιλαει. Αφηνει τα χειλη του να βυθιστουν στα δικα της, που τρεμουν μα κουβαλουν μελι, το νεκταρ που θα τον θεραπευσει.
Η Κυβελη βαθαινει το φιλι και βογγαει, απο ανακουφιση. Επιτελους!
Σπαει το φιλι τους και την κοιταζει. Ειναι ανεκφραστος, μα μπορει να δει την μαχη πισω απο τα ματια του.
''Σε ευχαριστω.'' ψιθυριζει και ενωνει το μετωπο του με το δικο της. Πιεζεται.
Βλεπει το χαμογελο της να φωτιζει κι αλλο το δερμα της.
Τον αφηνει να γειρει πανω της, με τα χερια του να την κρατουν σταθερη, και απλα αναπνεει, αναπνεει την ευτυχια οπως μπορει να την λαβει.
Και γεμιζει...γεμιζει αντοχη.
Μα η καρδια ποναει παντα όταν ψηλωνει, να το θυμασαι μικρη μου καρδια.
-----------------------------------
Αναφη, Ημερα 2η, ωρα 9.
Ξυπνησε μονος στο κρεβατι. Εκεινη αφαντη. Πεταχτηκε σχεδον και ανασηκωθηκε στην θεση του. Σκαναρε το δωματιο για οποιαδηποτε ενδειξη της.
Η καρδια του επιανε υψηλη συχνοτητα.
«Κυβέλη.»
Το μαρτυριο του κρατησε λιγο, γιατι συντομα εντοπισε την κρεμα της, και διπλα το κινητο της να φορτιζει, πανω απο το βιβλιο της. Δεν θα τα αφηνε πισω.
Αφησε μια ανασα να ελευθερωθει. Έπρεπε να ηρεμησει.
Βγαινει στο μπαλκονι φανερα πιο ηρεμος, σκεπτομενος ποσο θα γελουσε αν εβλεπε τον πανικο του εκει πισω.
Μαλλον πολυ.
Την βρηκε στην πολυθρονα εξω, με τα ποδια πανω στο καγκελο και με μαγιο, βρεγμενη ακομα εκανε ηλιοθεραπεια και κοιτουσε το νερο. Τα γυαλιά ηλίου της προσέδιδαν εκείνο το ύφος ντίβας που τον τρελαινε, και τον έκανε να θέλει να την φέρει στα όρια της.
Του ειχε λειψει αυτο.
«Δεν υπαρχει τιποτα για μας πλεον.» Σπάει την σιωπή.
Τον αιφνιδιάζει πάντοτε η ικανότητα της να διαλύει την ψυχολογία της υποσυνείδητα πριν καν πιει καφέ.
Η καρδιά του βουλιάζει.
«Καλημέρα και σε εσένα. Υπάρχουν άπειρα πράγματα ακόμα για εμάς.» το ύφος της τον τρομάζει, κουβαλάει έναν μακάβριο κυνισμό, κι ας φοράει σετ γαλάζιο μαγιό με τα μαλλιά της ας είναι πιασμένα με ροζ κλαμερ.
Γνέφει αρνητικά, δεν τον κοιτάζει καν.
«Κι όμως,τα καναμε όλα. Γνωριστηκαμε,φλερταραμε, πηγαμε κοντρα ο ενας στον αλλον, ζησαμε στιγμες παθους, ποθου, ζηλιας, ψωνισαμε μαζι , μετακομισαμε μαζι, φροντισε ο ενας τον αλλον όταν δεν ηταν καλα, περασαμε κρισεις υγειας, οικογενειακα δραματα, ατυχηματα, μετακομισαμε μαζι, ταξιδεψαμε μαζι, καβγαδισαμε, τα ξαναβρηκαμε, απειρες φορες. Όλα τα καναμε, κι υστερα χωρισαμε. Να τα ξαναβρουμε για να κανουμε τι;»
Γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της κατακόκκινα. Τον τσάκισε.
«Μωρό μου...» την πλησίασε και γονάτισε στην καρέκλα δίπλα της, της έπιασε το χέρι, σφιχτά, παρα τις διαμαρτυρίες της.
«Ορεστη μη...» φόρεσε καλύτερα τα γυαλιά ηλίου και πετάρισε τις βλεφαρίδες της.
Γονάτισε ανάμεσα στα πόδια της, οι παλάμες του πίεσαν τα γόνατα της σταθερά κάτω, στέλνοντας κύματα ανατριχίλας παντού.
Η Κυβέλη ένιωθε το γνώριμο συναίσθημα της επερχόμενος ηδονής να την κατακλύζει.
«Μπορουμε να γνωριστουμε από την αρχη, ή εστω από εκει που το αφησαμε.» Η βαριά, βραχνή γνώριμη φωνή του έστειλε ένα βουητό στο δέρμα της.
Τα μάτια του τρυπούσαν τα δικά της, το γαλάζιο και το πράσινο την απορροφούσαν, την τραβούσαν μέσα.
« Να ζησουμε στιγμες παθους και ποθου παλι, να μετακομισουμε μαζι παλι, να παρουμε τριτο σκυλο ή και τεταρτο, να με αφηνεις να σε φροντιζω όταν δεν εισαι καλα και να σε ανησυχω που οδηγω σαν μαλακας, μπορούμε να ταξιδεψουμε μαζι ολο τον κοσμο, να ζησουμε στο εξωτερικο, να καβγαδισουμε ένα εκατομμυρια φορες ακομα γιατι γουσταρουμε να τα ξαναβρισκουμε...Και φυσικα μπορουμε να κανουμε και νεα πραγματα, που δεν ειχαμε την ευκαιρια να κανουμε, όπως να παμε σινεμα, να βγουμε εξω για φαγητο πιο πολύ, να ...»
«Και ποιος σου ειπε ότι θελω να κανουμε παλι τα ιδια;» τον διακόπτει.
«Και ποιος σου ειπε ότι θα είναι όπως πριν;» Αντίγυρίζει
«Τι σε κανει να πιστευεις ότι θα διαφερουν;»
«Εσενα τι σε κανει να πιστευεις ότι θα είναι ιδια;»
«Παιζεις Ορεστη,αυτό όμως δεν είναι παιχνιδι.» τον αποπαιρνει.
«Επειδη χανεις;» την κοιροιδεψε.
«Τιποτα από οσα καναμε πρωτη φορα δεν ηταν ιδια με την τελευταια φορα που τα καναμε. Το πρωτο φιλι ας πουμε, σκεψου την τελευταια φορα, ή ακομη πιο πρακτικα, θυμησου την πρωτη φορα που κοιμηθηκες σπιτι μου, ή μαγειρεψαμε μαζι, φαγαμε μαζι ,αλλαξαμε θεσεις τα επιπλα. Θυμησου το πρωτο ταξιδι που πηγες μαζι μου, κι επειτα το τελευταιο, την πρωτη φορα που με ειδες στο νοσοκομειο, και τωρα την τελευταια, την πρωτη φορα που σου αφιερωσα ένα τραγουδι, και την τελευταια.»
Δεν έχει βρει ακόμα την ανάσα της.
«Και αν θυμηθω τι;»
«Αν.» καυχαζει «Λες και μπορεσες να ξεχασεις.»
''Εγω ειμαι, μην τρομαξεις.'' η βαθια του φωνη την ηρεμησε, μα ανακαθισε και ανοιξε το πορτατιφ, δινοντας λιγο αχνο φως στο απολυτο σκοταδι.
Γονατισμενος πλαι στο κρεβατι, με τα χερια να κανουν ενα μαξιλαρι στο προσωπο του, την παρατηρει, σαν να ειναι και εκεινος ξαπλωμενος κοντα της.
''Τι κανεις τοσο αργα ξυπνιος;'' τον μαλωνει αγουροξυπνημενη, ενω προσπαθει να συντονισει τις σκεψεις της. Το ρολοι πλαι της λεει 3:45 το ξημερωμα.
Δυο ζευγαρια ματια που γυαλιαζουν στο σκοταδι κοιτουν τα δικα της, που καθε μερα γυαλινα ηταν.
''Σε πληγωσα.''.
''Πολυ.'' του παραδεχεται.
''Καιρο τωρα, πιο πολυ απο οτι νομιζα.'' συνεχιζει.
''Αντεχω Ορεστη.'' τον διαβεβαιωνει.Το νιωθει στα κοκκαλα της οτι αντεχει!
Της χαμογελαει πικρα, σαν να ξερει κατι παραπανω.
''Δεν νομιζω.''
''Εγω δεν θελει να γινω εκεινος.'' ακουει τον φοβο να τρεμοπαιζει αναμεσα στις λεξεις του.
'' Σε πληγωνω με οσα ειμαι, κι αυτο δεν το ελεγχω, ουτε αλλαζει.''
''Απλα περνας μια σκοτεινη φαση.'' του ψιθυριζει.
''Δεν καταλαβαινεις Κυβελη, νιωθω σαν να μην μπορω να επιστρεψω πισω.'' τρεμει ο αερας αναμεσα τους.
''Πισω;'' ρωτα ξεπνοη.
''Σε οσα ημουν, στο 'φως', νομιζω τελειωσε αυτο για μενα.'' η φωνη του ραγιζει, την ποναει
αυτο.
''Μετα το σκοταδι παντα ερχεται το φως, μονο αυτο μπορει να ερθει.'' απανταει σιγουρη.
''Και ποιος το λεει αυτο; Οτι μετα το σκοταδι ερχεται το φως; '' την αμφισβητει.
''Η αγαπη ζει και στα δυο. Αυτο το ξερω σιγουρα.'' τεινει το χερι της προς το μερος του και αγγιζει το χερι του, που ακουμπα στον κροταφο του. Διχως να μπορει να τον δει χαιδευει τις χτυπημενες του αρθρωσεις.
''Εσυ με αγαπας και στο σκοταδι;'' την προκαλει. Για να την κανει να καταλαβει οτι τοσες μερες ειναι εκει, στο σκοταδι, τοσες μερες γι αυτο υπεφερε. Η Κυβελη το σκεφτεται.
''Ναι.'' καταληγει ''Μακαρι να μπορουσα να μην σε αγαπω στο σκοταδι. Δεν θα πονουσε τοσο, αλλα σε αγαπω.'' δακρυζει παλι και η φωνη της τρεμει.
Το χερι του χωρις το τσιγαρο βρισκει το δικο της και το τυλιγει απαλα. Το φερνει κοντα στα χειλη του το πιεζει απαλα, σε ενα παρατεταμενο φιλι.
''Με αγαπας.'' επαναλαμβανει, θα ορκιζοταν οτι ειχε δακρυσει. Τον ενιωθε να τρεμει.
Πεφτει παλι σιωπη αναμεσα τους, εκεινη βολευεται καλυτερα στο μαξιλαρι του, που πια δεν μυριζει κανελα.
''Ορεστη να σου πω κατι ;'' τον ρωταει και εκεινος μουγγριζει ενα 'ναι'.
''Η αγαπη -νομιζω- πρεπει να ποναει, αλλιως δεν ειναι αγαπη.''
Πανε μερες που λειπεις κι ειμαι ακομα μαζι σου.
Δευτερη Μερα, ωρα 16:05
Εκαναν βολτα στην μικρη πολη, κυριως για να πανε σουπερ μαρκετ. Ολα μοιαζουν φυσιολογικα, μονο που ειναι στην μεση ενος 24ωρου καβγα. Την κραταει απο το χερι, τον αφηνει, μονο αυτο μπορει να του χαρισει, την ψευδαισθηση. Γιατι η Κυβελη αυτη τη φορα δεν θα συμβιβαστει με ψιχουλα.
Μολις η γυναικα πισω από το ταμειο τους αντικριζει αναφωνει.
«Θα τρελαθω!! Γιωργο ελα να δεις ποιοι ηρθαν!» δεν ηταν εκει όταν ο Ορεστης ειχε παει την προηγουμενη μερα για να προμηθευτει ηδη πρωτης αναγκης, και δεν ειχε πιστεψει τον αντρα της όταν της το πε.
Ειχαν περασει δυο χρονια, σχεδον τρια από την τελευταια φορα που τους ειχε δει, ειχε πεπειστει ότι ειχαν χωρισει. Και για καποιον περιεργο λογο, της ειχαν κανει τρομερη εντυπωση.
Θα δεις, ελεγε και ξαναελεγε στο κακομοιρο παντοπωλη που δεν αντεχε τα κουτσομπολια, αυτοι δα θα παντρευτουν.
«Γεια σας!!» ο Ορεστης χαιρετησε ενθερμα την γυναικα με μια μικρη αγκαλια, ενώ η Κυβελη της χαμογελασε νοσταλγικα.
Την τελευταια φορα που ειχαν ειδωθει την ειχε δει στα χειροτερα της.
«Τι κανετε εσεις ; Που χαθηκατε;» τους μαλωσε μαμαδιστικα με μια συγκινηση, που ηταν ακομα μαζι.
«Υποχρεωσεις πολλες.» Ο βιολιστης προλαβε την κοπελα και αφησε να εννοηθει ότι είναι μαζι ακομα.
Η Κυβελη δεν μιλησε, κι ας ενιωθε το εξεταστικο βλεμμα της γυναικας πανω της.
«Λοιπον αποψε το βραδυ σας περιμενω στην ταβερνα του Ακη!Δεν δεχομαι όχι για απαντηση!» επεμεινε.
«Θα ερθουμε!» δεχτηκε εκεινη πριν προλαβει αυτος να αρνηθει, κανοντας την παλια τους φιλη να αναφωνησει ενθουσιασμενη και να τους αγκαλιασει.
«Απλα αυριο το βραδυ, το τελευταιο μας, γιατι αποψε εχουμε μια δουλιτσα.» κοιταξε την Κυβελη και της εκλεισε ταχα παιχνιδιαρικα το ματι, ελπιζοντας το θεατρακι τους να πεισει.
Η δικηγορινα στριφογυρισε τα ματια.
Πιστευε ότι θα τα εβρισκαν και την επομενη νυχτα θα ηταν μαζι εκει ως ζευγαρι. Εκεινη από την άλλη πιστευε ότι θα είναι τσακωμενοι, οποτε το να είναι εξω μονο περισσοτερο θα εντεινει την κατασταση.
Επιστρεφουν από το σουπερ μαρκετ και τακτοποιουν τα πραγματα σιωπηλα.
Ανοιγει ένα μπουκαλι κρασι καθως βγαζει απ την σακουλα το ετοιμο μαγειρευμενο φαγητο
Καλη επιλογη, σκεφτεται η κοπελα.
«Όταν γυρισα στο διαμερισμα στο Κολωνακι, παρατηρησα ότι ο δισκος που σου εκανα δωρο ηταν ανεγγιχτος, εκει.»
Κοκκαλωσε, με τις κουταλες της σαλατας να αιωρουνται πανω από το μπολ.
«Μου αρκουσαν τα εντεκα προηγουμενα, δεν ηθελα αλλα να σε θυμιζουν.» του απαντησε ειλικρινα.
Ειχε γειρει στον παγκο πισω της, την κοιτουσε διχως ντροπη με ένα βλεμμα λαγνο, με ποθο στα ματια. Απεφυγε να γυρισει να συναντησει αυτό που υποψιαζοταν.
«Τα εντεκα τραγουδια στα εδωσα γιατι μου θυμιζαν εσενα, εμενα, εμας, δεν ηταν κατι τοσο στοχευμενο.» ο τονος του εκρυβε μια ενταση μασκαρεμενη με χαλαροτητα.
«Δεν με ηξερες καν τοτε.» μουρμουρισε και αρχισε μανιασμενα να ανακατευει παλι.
Αραγε ξερει τι κανουν στην καρδια μου τα λογια του;
«Σε ηξερα αρκετα για να σε ερωτευτω.»
Σηκωσε το βλεμμα αργα από το πρασινο και κοιταξε τον τοιχο απεναντι της, επειτα ακομη πιο αργα γυρισε προς το μερος του.
Το γαλαζιο εκρυβε κυνικοτητα και το πρασινο τρυφερη εξομολογηση.
«Εκεινη ειχε ένα, για εμενα χρειαστηκες 11, για να πεισεις τον εαυτο σου ότι την ξεπερναω; Για να μην νιωθεις τυψεις;»
Τον ειδε να γερνει προς το πισω, σαν να τον ειχε σπρωξει, αιφνιδιασμενος εσμιξε τα φρυδια.
«Τωρα λες απλως πραγματα για να δικαιολογησεις το γεγονος ότι θες να με παρατησεις για εκδικηση.»
Κάθε φορα που της το ελεγε αυτό την νευριαζε πιο πολύ από την προηγουμενη.
«Μην λες πραγματα που κανουν εξαλλη Ορεστη! Θα σηκωθω να φυγω, στο ορκιζομαι!» τον απειλησε.
Φωτια στην φωτια.
«Τι είναι αυτό που σε καιει Κυβελη; Δεν μπορω να καταλαβω! Αληθεια δεν μπορω! Εχω περασει 24 ωρες να σου λεω ότι σε αγαπω, να σου ζηταω συγγνωμη! Τι είναι αυτό που κανω λαθος; Τι σου λειπει;» η φωνη του γινεται πιο δυνατη, όχι αρκετα όμως για να ταραξει το σπιτι.
Θα ορκιζόταν όμως ότι ο τοιχος πισω του ετρεμε.
Τι μου λειπει;
Και βραζει μεσα της, μια ακατασβεστη επιθυμια, ένα ανειπωτο παραπονο, που ηταν τοσο αβασταχτο, τοσο εντονο, που το ενιωθε τοσο πολύ ωσπου επαψε να το νιωθει, να το αναγνωριζει ως υπαρξη.
«Δεν ειμαι η γυναικα της ζωης σου.»
Πεφτει για λιγο σιωπη.
«Τι μαλακιες λες; Ακους ; Δυο μερες τωρα το πιπιλας αυτό, αληθεια δεν ξερω που σκεφτεσαι αυτές τις λεξεις και τις λες!» ξεσπαει, αγανακτει, της γυρναει την πλατη και γερνει στον παγκο, παιρνει βαθιες ανασες και περναει τα χερια του μεσα από τα μαλλια του, ενδειξη της συγχυσης του.
«Το νιωθω Ορεστη, και αν δεν το ενιωθα θα το θυμομουν. Με όλα οσα εγιναν, αναμεσα μας, το θυμαμαι. Οι πραξεις και τα γεγονοτα το δειχνουν. Και μην με παρεξηγεις, δεν ειμαι τοσο επιφανειακη για να θελω να ειμαι η μονη. Απλα δεν μπορω να ερχομαι δευτερη. Με φθειρει!» δεν χρειαζεται να δαγκωθει, κλαιει ηδη, τα δακρυα κυλουν καυτα και μεγαλα στα μαγουλα της. Η καρδια της αιμορραγει και η δικη του σφιγγεται.
«Εισαι γαμωτο.» την αποπαιρνει, και ο τονος του πιο πολύ σαν να την βριζει ακουγεται παρα σαν να την αγαπαει.
Ξεφυσαει, σαν να κρατουσε την ανασα του μαζι με λεξεις που τον εκαναν ευαλωτο. Το υπεροχο προσωπο του τσαλακωνεται σε έναν μορφασμο. Ναι, ο πονος της του προκαλει σωματικη δυσφορια, τον καιει.
«Φυσικα και εισαι η γυναικα της ζωης μου, ο ερωτας της ζωης μου, ή όπως σκατα θες να το πεις! Εφτασα τριαντα χρονων και πλεον στο λεω με σιγουρια, εσυ εισαι Κυβελη.» προχωραει προς το μερος της και στεκεται απεναντι της, σε αποσταση ανασας. Η θερμη του σωματος του να την καιει.
« Νομιζω ότι εκανες τον εαυτο σου την γυναικα της ζωης μου όταν διαλεξες τα επιπλα του σπιτιου μου, το γαλα που πινω, το φαγητο που τρωω και με εδιωξες από το κρεβατι μου γιατι εφερα έναν σκυλο που δεν ηθελες στο σπιτι μου. Ησουν εκτοτε. Και δεν το ηξερα ουτε καν εγω.» η φωνη του απαλαινει, η καρδια της μαλακωνει, την στυβει σαν σφουγγαρι, στραγγιζει το αιμα από μεσα της.
Γέρνει από πάνω της, το γαλάζιο και το πράσινο την φέρνουν στα όρια της. Θέλει να τον αρπάξει και να τον φιλήσει, να πιάσει το λευκό μπλουζάκι του και να τον τραβήξει πάνω της.
Μα η αγάπη έχει ευθύνες , και εκείνη αγαπά πια τον εαυτό της.
«Δεν είναι η Ιασμη; Δεν ηταν ποτε;» δεν αναγνωριζει την φωνη της, είναι βραχνη, γεματη κομπους αλυτων λυγμων.
Γνέφει αρνητικά, σαν να ακούγεται το πιο παράλογο πράγμα στον κόσμο «Αρνιομουν πεισματικα να πιστεψω ότι ο ερωτας της ζωης μου προοριζοταν να είναι τοσο ματαιος και αδοξος.»
«Αυτό δεν αλλαζει το πως νιωθουμε για τους ανθρωπους. Και ξερω ότι ευχεσαι να ειχε-»
«Δεν ευχομαι τιποτα.» την κοβει αυστηρα, σαν να τελειωσε η υπομονη του.
Σκυβει προς το μερος της και φτανουν σχεδον στο ιδιο υψος, όπως όταν θες να εξηγησεις κατι σε ένα μικρο παιδι που δεν καταλαβαινει.
«Η Ιασμη δεν ηταν, ουτε είναι η γυναικα της ζωης μου, ηταν η πρωτη μου αγαπη, ο καταστροφικος μου ερωτας. Όμως την γυναικα, τον ερωτα της ζωης μου τον κοιταω αυτή τη στιγμη στα ματια, και με κανεις εξαλλο γαμωτο σου, γαμας την αυτοκυριαρχια μου σαν να είναι η δουλεια σου με τις μαλακιες που μου λες!» της φωναζει, λογια αγαπης, και τεντωνει ο τενωντας στο σαγονι του, και γεμιζει ο λαιμος του φλεβες, και γινεται ολοενα και πιο παθιασμενος. Και εκεινο το παθος ποσο ομορφαινει τους ανθρωπους...
«Επελεξες όμως-» προσπαθει να το εκλογικευσει η Κυβελη. Την πιάνει από τους ώμους σφιχτά, σχεδόν την ταρακουνά.
«Εσενα, παντα, από τοτε, μεχρι και τοτε, εως τωρα, ακομη και τωρα. Παντα θα επιλεγω εσενα.»
Η ανασα του μυριζει κανελα, και η δικη της απεγνωσμενη αναγκη να τον πιστεψει, να γαληνεψει, να αφεθει.
Δεν της κανει την χαρη να την βγαλει από την μιζερια της και να την φιλήσει. Κανει αναστροφη και βγαινει εξω από την κουζινα.
«Παω να κολυμπησω.»
Η ψηλολιγνη μορφη του απομακρυνεται με μεγαλες δρασκελιες, και εκεινη μενει εμβροντητη να τον χαζευει μεχρι που η μπαλκονοπορτα εκλεισε πισω του με κροτο.
Εσενα, παντα, από τοτε, μεχρι και τοτε, εως τωρα, ακομη και τωρα. Παντα θα επιλεγω εσενα.
Και τρεμοντας γυριζει προς το μερος του, τον αντικριζει να κοιμαται, με τις αγγελικες του μπουκλες να λειπουν. Βουρκωνει και ανασαινει βαρια. Προσπαθει να το αντιμετωπισει ψυχραιμα, μα της ειναι αδυνατον.Το αυτοκαταστροφικο της μυαλο σερνεται πανω στις λεξεις και της ψιθυριζει τα λογια που ακουσε στο Παρισι, εκεινα που την σημαδεψαν.
''Την μερα που θα μαθαινε ποιος πραγματικα ειναι, τοτε θα ηταν η καταστροφη της αγαπης τους.''
Υπαρχουν καποιοι που αγαπουν μεχρι θανατου και στην επομενη ζωη απ την αρχη.
----------------------------------- ---------------------------- ------------------
Ωρα 20:00
Μπαινει στο σαλονι όταν η ωρα εχει παει 8, λειπει 4 ωρες, θα ειχε ανησυχησει υπο άλλες συνθηκες.
Μα ο βιολιστης είναι ολη μερα εκει εκει, πλαι στο κυμα, ξαπλωμενος κατω από ένα δεντρο, να κοιταζει το κενο.
Από το παραθυρο του δωματιου τους τον ειδε να παιρνει το αυτοκινητο και να φευγει, υστερα τον ακουσε να επιστρεφει, σαν να μην τον χωραει ο τοπος.
Μπορουσε να νιωσει την συγχυση του. Γιατι δεν τον συγχωρουσε επιτελους;
Η δικη του αισθηση αδικιας δεν ξεπερνουσε την δικη της.
Γιατι δεν μιλαει; Γιατι δεν μου εξηγει πως ηταν; Πως ενιωθε;
Κοντοστεκεται και την κοιταζει, μια εκεινη, μια το βιβλιο της. Θυμωνει ξαφνικα. Θυμωνει με το ποσο κουρασμενος νιωθει, με το ποσο την θελει και δεν μπορει να την εχει. Οργιζεται.
«Αρκετά δεν σε έχω παρακαλέσει; Σε έχω πάρει με το καλό, με το πολύ καλό, με το άγριο, δεν καταλαβαίνεις! Το κανεις επίτηδες, για να με βασανίσεις, γίνεσαι εκδικητική!» την κατηγορει.
Η Κυβελη δεν ταραζεται, θα αναγνωριζε από παντου αυτή την απογνωση, εκεινη ηταν αλλωστε η αφεντρα της.
Δεν του απανταει τιποτα. Με δυο μεγαλες δρασκελιες φτανει μπροστα στον καναπε και γονατιζει μπροστα της. Την πιανει από τους ωμους. Οι ζεστες παλαμες του σφιγγουν τα χερια της. Η ανασα του μυριζει αλκοολ.
Επινε;
Δεν φαινοταν παντως μεθυσμενος, καθολου μεθυσμενος. Μονο απελπισια ειχε ποτιστει. Τα μάτια του γυάλιζαν. Τα χείλη του έτρεμαν.
«Κυβέλη Κοιτα με. Εγώ είμαι.» την ταρακουνησε, σαν να ηταν καποιου ειδους αμνησια το προβλημα αναμεσα τους.
Δεν του απανταει παλι.
Το προσωπο του σπαει στο παραπανω.
«Γαμωτο! Μεθαυριο φευγουμε, γαμωτο σου! Δεν θα ειμαστε ποτε ξανα μαζι;» ο μορφασμος τον κανει παλι μικρο παιδι, πληγωμενο, ενας αγγελος με φτερα τσακισμενα.
Και καταπνιγει την αναγκη της να τον αγκαλιασει και του χαιδεψει τα μαλλια, να ξεμπλεξει με τα δαχτυλα της τις μπουκλες του και να τον φιλησει παντου, να μην ποναει πια.
Ένα μοναχικο δακρυ κυλαει στο μαγουλο της. Και εκεινη εχει παραπονο, και εκεινη εχει απογνωση, απελπισια.
«Δεν το πιστεύω ότι αφήνεις την μόνη σου ελπίδα να είμαστε μαζί γιατί δεν θες να μιλήσεις.» ψιθυριζει σιγανα, παραμεριζει το βιβλιο, τα χερια του πεφτουν στα ποδια της, την εγκλωβιζει απεναντι του.
Σφιγγει τα δοντια και ανεβαζει τους τονους. Δεν είναι θυμωμενος με εκεινη, αλλα με τον εαυτο του, οργισμενος που δεν μπορει να σπασει το τοιχος που μονος του υψωσε.
«Αν με αγαπούσες πραγματικά θα ανοιγόσουν με κάθε ρίσκο.» συνεχιζει εκεινη.
«Αν με αγαπούσες πραγματικά θα με δεχόσουν πίσω χωρίς καμία εξήγηση.» αντεπιτιθεται.
«Αυτό είναι χαζό. Γιατί να αγαπάς μια χαζή;»
Δεν της απανταει. Με την σιωπη του τα λεει όλα. Δεν μιλαει.
«Άρα δεν έχουμε κάτι να συζητήσουμε.» συμπεραινει εκεινη, του δινει μια ευκαιρια.
Τον κοιταζει στα ματια.
Δεν θυμασαι Ορεστη; Δεν θυμασαι...
Μιλα μου Ορεστακο.
«Όχι.»
Θεε μου αυτος ο αντρας ειναι φτιαγμενος απο μαρμαρο, ομορφος σαν αγαλμα, ψυχρος σαν το υλικο του.
Να προσεχεις, να μην μπλεκεις, ο,τι θες εδώ το εχεις.
-------------------------------------------------------------------------------------
22.00
Το βραδυ μαγειρευει εκεινος. Οι μυρωδιες από μεξικανικο την κανουν να βγει από το δωματιο τους, οπου εχει απομονωθει τις τελευταιες δυο ωρες.
Χωρισαμε; Για παντα;
Οι λεξεις επαναλαμβανονται στο μυαλο της ξανα και ξανα.
Δεν θα φιληθουμε ξανα, δεν θα ξανακανουμε ερωτα. Δεν θα αγκαλιαστουμε πολύ σφιχτα, δεν θα κολυμπησουμε γυμνοι στο νησι μας.
Στο σπιτι αντηχει αγαπημενη μουσικη.
Fly me to the moon...and let me play among the stars...
Περπαταει στις μυτες, αγχωμενη για το τι θα δει.
Είναι ημιγυμνος στην κουζινα. Φοραει μονο ένα μπασκετικο σορτσακι και στον ωμο του κρεμεται η πετσετα κουζινας που ειχε αφησει για διακοσμηση αφου συμμαζεψε.
Ο νεροχυτης είναι γεματος. Στον έναν παγκο είναι αραδιασμενα πιατα με διαφορα φαγητα, κοκκινο ρυζι, κοτοπουλο με γλυκοξινη σαλτσα, καραμελωμενα λαχανικα, sour cream, τορτιγιες γεμιστες με κιμα τυρι και κρεμμυδι και τηγανισμενες με λιωμενο τυρι.
Στον αλλον παγκο βρισκοταν το μπλεντερ, μαζι με τα υλικα για μαργαριτα.
Ειναι βραδια Μεξικανικου, σκεφτηκε και καταπιε έναν κομπο.
Ηταν εκεχειρια, ο δικος του τροπος να την προτεινει.
Σταθηκε στο κατωφλι της κουζινας, μη ξεροντας αν πρεπει να πλησιασει, και μονο στην θεα του ενιωθε τα γονατα της να κοβονται.
«Θα κανουμε διαλειμμα.» της ανακοινωνει καθως τσιγαριζει λιγο ακομα κρεμμυδι.
Και εννοει διαλειμμα από τον παρανοϊκο 40ωρο καβγα του χωρισμου μας.
Βουρκωνει λιγο, ανακουφισμενη. Πιανει τον εαυτο της να θελει να τον αγκαλιασει. Μα ξερει ότι περνωντας εκεινη την λεπτη κοκκινη γραμμη θα βρεθουν σε καποιο από τα δυο ακρα.
«Τι περιμενεις δικηγορινα;» την κοιταζει πανω από τον ωμο του.
«Το βασιλειο σου σε περιμενει, τα υλικα για τις μαργαριτες είναι εκει.» της κανει νοημα, πριν συνεχιζει να κουναει το τηγανι, με κάθε κινηση οι μυς του κινούνταν , και εκεινη αναγκαζοταν να σφιξει τα χερια για να καταπνιξει την αναγκη να βυθισει τα νυχια στο δέρμα της γεροδεμένης του πλάτης .
Επνιξε ένα γελακι και στρωθηκε στην δουλεια. Μαγειρικη και τζαζ, αυτό τους χαρακτηριζε πλεον.
Ηταν μια μικρη συνηθεια που δυσκολα θα ξεχνουσαν. Η δυσκολια εγκειται στο ότι δεν ηθελαν, ουτε μπορουσαν, αμφοτεροι, να ξεχασουν.
«Πως ηταν στο εξωτερικο; Που πιστευεις ότι εισαι καλυτερα;» εσπευσε να βρει ένα θεμα συζητησης όταν καθισαν στο μπαλκονι να φανε. Μα δεν χρειαζοταν, γιατι όταν ο Ορεστης ζητησε διαλειμμα, το εννοουσε.
Καταπιε προσεκτικα και ηπιε λιγο από το ποτο του.
«Το εξωτερικο το ξερεις, το εχεις δει, εκει νιωθω ότι ταιριαζω καλυτερα. Το προτιμω.»
Πινει και εκεινη.
«Ταιριαζεις καλυτερα;» ακουμπα τους αγκωνες στο τραπεζι, εντελως χαλαρη και κατεβαζει το υπολοιπο ποτο της.
«Ωπα..ηρεμα!» την μαλωνει, αλλα της ξαναγεμιζει το ποτηρι.
«Τι εννοεις;» επιμενει, γεματη απορια.
«Η Ελλαδα δικηγορινα μου.» η καρδια της σκονταφτει στο 'μου' «Είναι η πιο ομορφη χωρα του κοσμου, αλλα όταν λεω ότι παιζω βιολι, με ρωτανε ποια είναι η βασικη μου δουλεια.» χαριτολογει, μεταξυ αστειου και σοβαρου.
Η Κυβελη αφηνει κατω το ποτηρι της. Την προβληματιζει η απαντηση του.
«Δεν σε παιρνουν στα σοβαρα.» μουρμουριζει, μια θλιψη περναει σαν αστραπη από τα ματια της.
Την εντονη αντιδραση της την αποδιδει στο ποτο ο Ορεστης, οποτε απλα γελαει.
«Καλα, μην βαλεις και τα κλαμματα.» προσπαθει να ελαφρυνει το κλιμα.
«Είναι λογικο να θες να ζησεις στο εξωτερικο τοτε.» μουρμουριζει.
«Εκει η καριέρα μου απογειωνεται, ασε που ο ανταγωνισμος με κανει καλυτερο.» γερνει πισω στην καρεκλα του, απολαμβανοντας το τριτο του ποτο.
«Εκει τους συμπαθεις τους πιανιστες;» Η ερωτηση της, αποτομη, γεματη παλια μνημη και πειραγμα, τον κανει να γελασει, προκαλωντας και το δικο της γελιο.
«Όχι φυσικα!»αρνειται, ταχα θιγμενος.
«Η πιο περιεργη αντιπαθεια που εχω ακουσει, αληθεια.» κουναει το κεφαλι παραδιδοντας τα οπλα και τελειωνει σιγα σιγα το τριτο της ποτο.
«Λεει το πιο περιεργο πλασμα στον κοσμο.» μουρμουριζει και εκεινη αναφωνει.
«Ντροπη!»
«Τουλαχιστον εγω ειμαι σταθερος στις αποψεις μου!» την κοροιδευει.
«Γιατι εγω τι ειμαι;» τα μαγουλα της πονανε από εκεινο το χαμογελο που δεν φευγει, για το οποιο εν μερει ευθυνεται και το αλκοολ.
«Κυρια-δεν θελω σκυλο αλλα τωρα εχω δυο- εσεις;»
Πνιγει ένα γελακι.
«Άλλο αυτό.»
«Αλιμονο.» ανασηκωνει το φρυδι, κοιτωντας την δυσπιστα.
Πεφτει για λιγο ησυχια.
Της χαμογελαει. «Αυτό είναι ωραιο.» σχολιαζει απαλα.
«Ναι...» συμφωνει.
«Παντα ετσι είναι μαζι σου Κυβελη, για αυτό ...» η φωνη του σβηνει.
Για αυτό επιστρεφω; Γι αυτό σ αγαπω;
Δεν θα μαθει ποτε.
Δεν κρατιεται και ειρωνευεται. «Μαλλον ξεχασες τα τελευταια τρια χρονια.»
Και σαν το λεει αυτό, το κλιμα παλι παγωνει. Το προσωπο του σκοτεινιαζει.«Όχι γαμωτο δεν τα ξεχασα τα τελευταια τρια γαμημενα χρονια, ελεος πια με αυτή την καραμελα. Δεν τα ξεχασα! Μαλλον εσυ ξεχασες!» την κατηγορει, εξαλλος!
Και μονο που της το λεει αυτό την προσβαλλει.
«Εγω ξεχναω Ορεστη; Αν ξεχνουσα τωρα θα ημασταν μαζι. Αλλα δεν ξεχναω.» τιναζεται ορθια στην θεση της. Ζαλιζεται ελαφρως, φταιει το αλκοολ. Κρατιεται από το τραπεζι σφιχτα και τον κατακεραυνωνει με ένα βλεμμα.
«Εσυ ξεχνας Ορεστη, θες δεν θες να το πιστεψεις ξεχνας! Ξεχνας οτι δεν μιλουσες σε ανθρωπο, που ησουν σαν μια σκια στο σπιτι, που αναρωτιομουν αν ειμαι πια ευπροσδεκτη εκει ορισμενες φορες. Δεν σε κατηγορω που ξεχνας! Είναι αμυνα, αλλα μην με κανεις να νιωθω παρανοϊκη που δεν μπορω να αφεθω.»
Σηκωνεται ορθιος απεναντι της, την κοιταζει σαν να τον εχει μολις πυροβολησει.
«Ξεχνας ότι μπορει να μην μιλουσα σε ανθρωπο, μα μιλουσα σε εσενα.»
Ζαλιζεται από τα λογια του.
«Δεν μου μιλους-»
«Τωρα μιλαω εγω.» την διακοπτει, οι παλαμες του ακουμπουν το τραπεζι και εχει γειρει προς τα εκεινη, για να σιγουρευτει ότι τον κοιτα, ότι ακουει και αισθανεται κάθε λεξη.
« Ξεχνας Κυβελη, οτι μπορει να μην αντεχα να κοιταχτω στον καθρεφτη, μα σε κοιτουσα να κοιμασαι,και σε κοιτουσα γιατι ησουν το μονο ατομο που με εκανε να νιωθω ασφαλεια, σε έναν κοσμο που ειχε γαμηθει αναποδα εσυ ησουν η σταθερα μου, το κεντρο αναφορας μου. Μπορει να μην ειχα την Ιασμη, να μην εμπιστευομουν την οικογενεια μου, να μην αντεχα να κοιταξω τον Γιαννη και την Τατιανα στα ματια, μα ηξερα ότι ειχα εσενα.» παιρνει μια βαθια ανασα, μπορει και την δικη της, γιατι εκεινη δεν εχει πια.
«Οποτε ναι, τουλαχιστον για μενα ηταν ευκολο να ειμαι μαζι σου, παντα και παντου, με κάθε κοστος, μαλιστα, μου ηταν τοσο ευκολο που εγινε δυσκολο, μου δυσκολεψε την ζωη το ποσο ευκολα σε εβαζα πανω από ολους. Και μην μου πεις ότι εσενα δεν σου ηταν ευκολο Κυβελακι, μετακομισαμε μαζι στους τρεις μηνες! Στον χρονο ειχαμε πει να παμε μαζι εξωτερικο. Ηταν ευκολο, και ηταν ευκολο γιατι ηταν σωστο, πονουσε σωστα, τοσο ώστε να το νιωθουμε μα όχι να μας μουδιαζει.»
Την κοιταξε, από τα κατακοκκινα μαλλια που λατρευε να λουζει, πιασμενα με ένα κλαμερ που ηθελε να σπασει, μεχρι τα κατακοκκινα ματια, που ηθελε να φιλησει, μεχρι τα αχρειαστα δακρυα να φυγουν μακρια.
«Λες όλα αυτά τα υπεροχα πραγματα, που μονο η καρδια μου ξερει ποσο λαχταρουσα να ακουσω, μα δεν λες όλα εκεινα που χρειαζομαι να ακουσω, που χρειαζεσαι να πεις, που χρειαζομαστε για να λειτουργησει ολο αυτό. Το σκοταδι του παρελθοντος παραλιγο να μας χωρισει, και εχουμε μια ευκαιρια, ο μονος τροπος είναι να μιλησουμε για αυτό, για το πως ηταν, πως βγηκαμε από αυτό, τι αλλαξε, τι εμεινε ιδιο...Ορεστη αν με αγαπας...θα μου μιλησεις.» ο τονος της ηταν ικετευτικος.
« Αν με αγαπας...» παραληρεί «αν σε αγαπω θα σου μιλησω...εσυ όμως Κυβελη; Εσυ με αγαπας;»
Τον κοιταζει, δακρυα κυλανε παλι στα ματια της. Δεν βλεπει τιποτα πισω τους, δεν νιωθει την καρδια της να χτυπαει σε ολο το σπιτι. Μονο τον φοβο της νιωθει, τον δισταγμο και την αμφιβολια της.
''Κυβελη δεν ειναι καλα τα νευρα μου αυτη τη στιγμη. Δεν θελω να ξεσπασω πανω σου.'' μουρμουριζει μεσα απο σφιγμενα δοντια.
Πιεζει κι αλλο τον εαυτο της πανω του, σαν μια αγκαλια να μπορει να κολλησει ολα του τα σπασμενα κομματια. Τα χερια της δενουν γυρω απο την μεση του και δεν τον αφηνει.
''Ειμαι εδω, και δεν παω πουθενα. '' Νιωθει την καρδια του να χτυπαει δυνατα.
Καθώς τα δευτερόλεπτα περνούν τον νιώθει να ηρεμει στο κράτημα του. Οι ώμοι του χαλαρώνουν και οι μύες της πλάτης του μαλακώνουν.
''Κοιτα με Κυβελη.'' διεταξε, μα η κοπελα δεν αντεχε να δει το πληγωμενο του υφος, θα εκλαιγε.
''Θελω να μου υποσχεθεις οτι δεν θα μου πεις ποτέ ψεματα.'' Τα χειλη του σχηματιζουν τις λεξεις κοφτα και βασανιστικα ομορφα. Εισπνεει με καθε ανασα του. Γνεφει θετικα. Δεν σκοπευε ποτέ να του κρυψει κατι.
''Ποτέ.''του υποσχεται.
''Μην με προδώσεις Κυβελακι...σε παρακαλω.'' ψιθυριζει βραχνα και η λεξη φευγει ασυναισθητα. Η κοπελα χαμογελαει και βουρκωνει.
''Ποτέ.'' του υποσχεται και τεντωνεται για να τον φιλησει. Τα χειλη του ειναι μαλακά, ζεστα και εχουν γευση καπνου, την ζαλιζουν, μα βαθαινει το φιλι του πεινασμενα. Τυλιγει τα χερια του γυρω της και την αγκαλιαζει, επιτελους, σφιχτα!
Δεν σε πενθω στο δακρυ μου, ουτε στο αδειο κρεβατι μου, εγω εσενα αγαπη μου σε κλαιω στα μεθυσια.
-----------------------------------------------------
Τρεχει στο δωματιο τους. Κυριολεκτικα, τρεχει.
Κλεινει την πορτα πισω της με κροτο, και γερνει πανω στο παγωμενο ξυλο, ασθμαινοντας βαθια, ελπιζοντας να μην χρειαστει να τον αντιμετωπισει. Δεν την ακολουθει.
Η καρδια της ελαφραινει και βουλιαζει στην συνειδητοποιηση.
Ξαπλωνει ανασκελα στο κρεβατι, κλεινει το φως και ανασαινει στο αερακι της Αναφης, ανακατεμενο με το λουλουδενιο μαλακτικο των σεντονιων και της κανελας που αιωρειται, από εκεινον, που περιφερεται και ανασαινει στο δωματιο, δυο μερες τωρα.
Σ'αγαπω Κυβελη.
Μου ηταν τοσο ευκολο που εγινε δυσκολο, μου δυσκολεψε την ζωη το ποσο ευκολα σε εβαζα πανω από ολους.
Ηταν ευκολο, και ηταν ευκολο γιατι ηταν σωστο, πονουσε σωστα, τοσο ώστε να το νιωθουμε μα όχι να μας μουδιαζει.
Το ένα μερος της την σπρωχνει, της φωναζει, την ταρακουναει να τον συγχωρεσει, να τρεξει στο σαλονι και να τον αγκαλιασει, να τυλιξει τα ποδια της γυρω του και να τον κολλησει πανω της, μεχρι το δερμα της να μην ξεχωριζει από το δικο του.
Το άλλο...το άλλο μερος της ακομα ποναει, ακομα την εκλιπαρει να βρει την ευτυχια αλλου, κι ας είναι μικροτερη, κι ας είναι λιγοτερη. Καπου να είναι μοναχα δικη της, από την αρχη εως το τελος. Καπου να μην αμφιβαλλει ποτε. Καπου οπου το παρελθον δεν θα είναι τοσο ζοφερο.
Ο μορφεας την αγκαλιαζει όταν οι σκεψεις γινονται τοσο δυσβασταχτες και το ποτο την ανακουφιζει, ζαλιζοντας την στον υπνο.
Ξυπναει όταν το στρωμα διπλα της βουλιαζει αποτομα και την τρομαζει. Είναι ακομα στην ιδια θεση που ξαπλωσε, μονο που τωρα το προσωπο της εχει γειρει προς τα αριστερα. Και αυτή την φορα, είναι εκατοστα μακρια από το δικο του.
Και αυτή την φορα, την κοιταζει.
Της κοβεται στιγμιαια η ανασα.
«Με τρομαξες.» μονολογει, ψιθυριστα, μεσα στο σκοταδι.
Η κουρτινα κουνιεται με τον αερα ρυθμικα.
«Συγγνωμη.» της ψιθυριζει, απαλα. Το προσωπο του στο ημιφως είναι γεματο από σκιες και δυο ματια που λαμπουν. Θελει να σειρει το δαχτυλο της κατά μηκος του δερματος του, να αγγιξει το κουτελο, τον κροταφο, το μαγουλο και τα γενια τεσσαρων ημερων που εχει, να ακουμπησει τα χειλη του και να νιωσει στα ακροδαχτυλα της την ανασα του, να κατεβει στον λαιμο του, να νιωσει τον παλμο του να σφυροκοπα για εκεινη.
«Σε αγαπουσα πολύ Κυβελη, ακομα και τοτε.» δεν είναι εντονος, ουτε προσπαθει να την πεισει.
«Κι εγώ Ορεστη.» ξερει ότι κλαιει όταν ένα δακρυ ακουμπα στο μαξιλαρι κατω από το μαγουλο της.
«Αλλα όχι πια.» μουρμουριζει εκεινος. Δεν τον διορθωνει. Φοβαται.
«Μου φαίνεται λάθος αυτό.» ξαναγεμιζει εκεινος το κενο.
«Μας αξίζει.» του απαντα. Ειμαστε αναξιοι να αντεξουμε μεγαλο ερωτα.
«Δηλαδή αν δεν ξέρεις δεν...»
«Δεν θέλω να συνεχίσω όχι.»
Ξεφυσαει. Σερνεται προς το μερος της. Δεν ζηταει αδεια αυτή τη φορα. Κατεβηκε πιο χαμηλα, περασε το χερι του γυρω από τους γοφους της και ακουμπησε το κεφαλι του στην κοιλια της, την αγκαλιασε σφιχτα.
«Θα περασω να παρω τα πραγματα μου καποια στιγμη. Αφησα τα βιβλια μου σπιτι σου, όλα εκτος από δεκα.» μουρμουριζει αφηρημενα.
Το χερι της κατεβαινει τα μαλλια του, τα δαχτυλα της μπλεκονται στις μπουκλες του. Τραβαει απαλα και χαιδευει, ξεμπλεκει και χαιδευει.
«Να πας οποτε θες, δεν θα σε ενοχλησω, μενω στην Βουλιαγμενη από την μερα που γυρισα.»
Σταματησε για λιγο, το χερι της εμεινε μετεωρο πανω από τα μαλλια του. Την εσφιξε λιγο περισσοτερο, σαν να την σπρωχνει να συνεχισει. Υπακουει.
«Γιατι δεν μενεις στο Κολωνακι;»
«Οι προβες γινονται στο Φαληρο, και δεν μου αρέσει ιδιαιτερα το κέντρο, ή το σπιτι.»
Μένει εμβρόντητη στα λογια. Πως μιλάει έτσι για το διαμέρισμα που άλλοι θα σκότωναν να έχουν;
Αντικειμενικά τα είχε όλα, θεα, κεντρική τοποθεσία, υπέροχα έπιπλα. Πως μιλαει ετσι για το σπιτι που περασε σχεδον 1,5 χρονο;
Κανει απαλους κυκλους, πλεκει τα μαλλια του αναμεσα στα δαχτυλα της. Η μεταξενια τους υψη την εθιζει.
« Γιατί δεν σου αρεσει το σπιτι ;» Το σπίτι, μπράβο Κυβέλη.
Ξεφυσάει, με το ζορι παλεύει ένα μειδίαμα, κι αυτό γιατί ξέρει ότι αν νιωσει την αλαζονεία του θα αφήσει την συζήτηση τους στην μέση.
«Ηταν σπιτι γιατι ησουν εσυ εκει.»
Η καρδιάς της χάνει χτύπους σαν μπουκάλι ανοιχτό που χάνει σταδιακά όλες τις σταγόνες νερό.
Μέσα της κάτι ανοίγει και χάνει αίμα.
«Κι όμως επέμενες να μείνω εκεί.» του χτυπάει.
«Εσυ ανήκεις εκει, όλα μέσα στο σπιτι είναι εσυ, από τα έπιπλα μέχρι διακοσμητικά.»
«Μπορεις να το αλλαξεις αν θες...δεν παρεξηγω.» μουρμουρισε, τα δακρυα ποταμι, ευγνωμων που ειχε χωθει στην κοιλια της και δεν την εβλεπε να κλαιει σαν μωρο.
«Δεν θα αλλαξει κανεις τιποτα εκει μεσα.» ο τονος του είναι σχεδον εμμονικος, πεισματικος.
«Κι αν αποφασισετε να το νοικιασετε;»
«Δεν θα το αποφασισουν.» την διαβεβαιωνει.
«Θα το κανετε στοιχειωμενο;» ρουφαει μερικα δακρυα γελωντας.
«Καλυτερα στοιχειωμενο, παρα καινουργιο.» μουρμουριζει.
Αλλαξε η ωρα, και ξημερωσε άλλη μια τελευταια μερα τους.
Η τελευταια τετοια.
''Υπαρχει και κατι αλλο που ο νεος σου 'μεντορας' παρελειψε να σου πει για τους καλλιτεχνες Κυβελη.'' η φωνη του ειναι βαρια, βραχνη, φτανει σε βαθος σκοτεινο, οσο το βλεμμα του.
Ξεροκαταπινει και η ανασα της βγαινει κοφτη.
Ακομα και ετσι, ακομα και ετσι τον ηθελε οσο τιποτα αλλο.
Γερνει να τον φιλησει, μια κινηση που ειχε αναγκη οσο τιποτα αλλο τις τελευταιες μερες.
Σφιγγει το κρατημα του γυρω απο τον λαιμο της για να μεινει μακρια του. Η απορριψη την καιει.
''Οχι φιλιά.''
''Εμεις οι καλλιτεχνες Κυβελη ειμαστε τερατα.'' η ανασα του χτυπα στο προσωπο της και σιγα σιγα κατεβαινει στον λαιμο της. Κλεινει τα ματια και προσπαθει να σταθεροποιησει την ανασα της.Αδυνατον. Σφυροκοπα και τρεμει.
''Ειμαστε θηρια ανημερα.'' ο τονος του ειναι απειλητικος, σχεδον την τρομαζει. Την τρομαζει και την εξιταρει.
''Τρεφομαστε απο τον φοβο, τον ποθο και την ηδονη.'' της ψιθυριζει στο αυτι, σαν καποιος δαιμονας που μολις την κατακτησε.
Το κοιταξε βαριανασαινοντας ακομα, εξαψεις να την καινε κυκλικα και να την πονανε.
''Ρουφαμε λαιμαργα ο,τι ζωντανο εχεις στην ψυχη σου, κι υστερα πεταμε το αχρηστο κουφαρι σου μακρια.''
είσαι μόλις τριάντα και εντελώς καθαρός
Έρχονται οι μέρες του φωτός
----------------------------
Κυριακη.
Ημερα 3η – Ωρα 11.
Δεν θυμοταν τι ωρα κοιμηθηκαν το προηγουμενο βραδυ, μα ξυπνησε από το κινητο της που χτυπουσε, μονη της στο κρεβατι.
Ανασηκωθηκε αναμαλλιασμενη και αδεια, ψαχνοντας αναμεσα στα σεντονια για την προελευση του ηχου.
Ο στοχος ηταν να το κλεισει. Μα όταν ειδε το προσωπο που καλουσε κοντοσταθηκε για ένα λεπτο. Ηταν ο πελατης που ειχε επισκεφθει πριν εβδοαμδες στο τεννις της Γλυφαδας. Τι ηθελε;
Ξεροκαταπιε για να μην ακουγεται κοιμισμένη και απαντησε τριβοντας τα ματια της για να ξυπνησει.
«Παρακαλω;» καλα τα καταφερες με την φωνη, ειρωνευτηκε τον εαυτο της.
«Κυβελη καλημερα! Εμαθα ότι εισαι σε αδεια, ελπιζω να μην ενοχλω.» εκεινος από την άλλη ακουγεται σαν να εχει ηδη πολλες ωρες ξυπνιος.
Ανασηκωθηκε και προσταξε τον εαυτο της να συκγεντρωθει.
«Όχι αλιμονο τι λετε, συνεβη κατι;» την τσιμπησε το αγχος της πιθανοτητας να ακυρωσει την συμφωνια.
Αυτό θα ολοκληρωνε τον μηνα μου.
«Στον ενικο σε παρακαλω. Όλα καλα, απλα θα ηθελα να σε προσκαλεσω σε μια εκδηλωση, σε ένα μικρο παρτι που κανει η λεσχη σε δυο μερες, την Τριτη το βραδυ. Είναι η επετειος ιδρυσης και θα γινει κατι σαν εορτασμος, ενώ παραλληλα και καποια νεα μελη θα εχουν την ευκαιρια για μια εμπειρια πρωτης γνωριμιας.»
Γιατι επιμενει τοσο;
Επιστρατευει την πιο ιδανικη απαντηση για το κλείσει το συντομοτερον δυνατον.
«Με τιμαει η προταση σας-σου, θα βαλω τα δυνατα μου να παρεβρεθω.»
«Είναι στις 7.30 το απογευμα.»
«Ανευ απροοπτου θα ειμαι εκει.» τον διαβεβαιωσε, και παραλληλα εκανε εσωτερικη σημείωση να το περασει και στην ατζεντα της, δεν ειχε κατι να χασει αλλωστε.
«Εξοχα, αρα θα τα πουμε την Τριτη.»
«Την Τριτη. Καλη σας ημερα.»
Το επομενο λεπτο περασε την σημειωση στο κινητο.
Την Τριτη θα πηγαινε παλι.
Και μιλησε η τσιγγανα για φωτια και σταχτες.
Ο πρωτος ειθε να σε καψει και ο δευτερος να βαλει φωτια μεσα σου.
Μα αναλογιζοταν, που ειναι η φωτια μεσα σε εκεινο το κοριτσι;
Το τελος ειναι στην αρχη. Το τελος ειναι στην αρχη.
Και σβουριζει μεσα μου η σκεψη, σκιζει το δερμα μου και χωνεται απο κατω.
Το κακο με το παρον στην θεωρια του χαους, ειναι οτι στο επομενο δευτερολεπτο θα γινει παρελθον,
και το ακομη χειροτερο με το παρον ειναι οτι εκ της απαρχης του θα βαφτιστει μελλον ή παρελθον.
Αν δεν εχει ηδη καθοριστει.
Και μου ειπε να προσεχω, καθε κινηση μετραει, καθε λεξη σκαλιζεται στο δερμα μου για παντα.
'Κι σαν νομισεις πως το μελλον από το οποιο ξεφυγες εχαθει, τοτε ειθε εκεινο να φανει εμπρος σου, τιμωρια για εκεινο που απεταξες, μα ποθησες βαθια.'
Τον βρηκε στο μπαλκονι να πινει καφε. Της ειχε ετοιμασει πρωινο, και δεν τολμησε να το αρνηθει. Θα τηρουσε τον κανονα του, για μια τελευταια φορα.
Σε αυτο το σπιτι τρωμε πρωινο.
«Θα κολυμπησουμε;» τον ρωτησε, ένα ελπιδοφορο χαμογελο τρεμοπαίζει στα χειλη της, δεν εφτανε όμως στα ματια, εκεινα ηταν βουτηγμενα στην θλιψη.
«Βεβαιως.» δεν θα της αρνιοταν τιποτα, το ειχε αποφασισει.
Της Κυβελης της αξιζουν τα καλυτερα, κι εγω δεν ειμαι αυτά.
Εκει εμενε η σκεψη του. Δεν αντεχε να σκεφτει ποιος μπορει να ηταν, αηδιαζε και αρρωσταινε.
Πηγαν στην αγαπημενη τους παραλια και κολυμπησαν μεχρι να μεσημεριασει. Ξαπλωσαν ανασκελα κατω από ένα δεντρο, οι αχτινες του ηλιου να ξετρυπωνει αναμεσα στις φυλλωσιες.
Ηρεμια. Γαληνη. Η νηνεμια του επερχομενου τελους.
Κανεις δεν τολμουσε να μιλησει για αυτό που συνεβαινε.
«Ορεστη;» εκοψε την σιωπη και γυρισε προς το μερος του, εκανε και εκεινος το ιδιο, ευλογωντας την με εκεινα τα απιστευτα διχρωμα ματια.
Που θα βρω αλλου ματια σαν εκεινα;
«Ναι Κυβελακι;» η βραχναδα στην φωνη του, ικανη να την αρχισει και να κατευνασει μπορες μεσα της, εστειλε ένα γουργουρητο στο στηθος της.
«Γιατι η Αναφη;» αναρωτηθηκε.
Εσμιξε τα φρυδια, σαν να το σκεφτοταν ξαφνου και ο ιδιος, σαν να μην ηταν εντελως δικη του επιλογη.
«Υποθετω μου αρεσει η ηρεμια. Μεσα στο χαος των υποχρεωσεων και της κοινωνικης ζωης που πρεπει να εχω αν θελω να μεινει επικαιρος, όταν κανω διακοπες θελω ησυχια, απομονωση.»
Γνεφει, το επεξεργαζεται λιγο μεσα της. Η απαντηση που ελαβε κουβαλαει οικειοτητα, σαν να την ηξερε από παντα, μα τωρα να την ακουγε από εκεινον.
Δεν απανταει κατι, κι ας την κοιτα περιμενοντας αυτό ακριβως.
Αξαφνα αλλαζει θεμα.
«Θα με πας για θαλασσινα; Νομιζω τα λιγουρευομαι.» σουφρωνει τα χειλη. Της χαμογελαει, σαν να αποδεχεται ότι δεν μπορει να της αντισταθει.
«Νομιζω ξερω ένα καλο μερος.» αστειευεται, πριν γελασει, εμφανιζοντας εκεινα τα λακκακια που εκαναν βαθουλωμα στην καρδια της.
Αργα το απογευμα αποδεχονται ότι πρεπει να πανε στην ταβερνα, όπως ειχαν υποσχεθει.
Κι οσο κυλουσε η μερα, τοσο πιο πολύ βαραιναν, και ολο και δυσκολευε η συνυπαρξη τους, αναιμακτα τουλαχιστον.
Φορουσε ένα λευκο φορεμα αερινο, με μεγαλο χαμογελο στην λαιμοκοψη και πλισε φουστα να πεφτει μεχρι και πανω από το γονατο.
Την κοιταξε μεσα από τον καθρεφτη του δωματιου τους, οσο φορουσε ένα λινο μπεζ πουκαμισο. Εκεινη σχεδον κοκκαλωσε, με τα σκουλαρικια χιλιοστα μακρια από το αυτι της.
Της χαμογελαει, αυτή τη φορα χωρις λακκακια, μονο με νοσταλγια.
«Το λευκο είναι το χρωμα σου δικηγορινα.»
Δαγκωνεται.
«Θα σε περιμενω στο μπαλκονι.» προφαινεται ότι είναι ετοιμη και βγαινει από το δωματιο φουριοζα.Αφηνοντας τον πισω, με το αρωμα και την απουσια της.
Και βγαινουν, για τελευταια φορα στο νησι,
και πινουν, ουζο. Λιγο ο καθενας, αργα, προσεκτικα. Σαν να ειχαν συμφωνησει το τελευταιο βραδυ που θα ξαπλωσουν μαζι να είναι νηφαλιοι, να τα θυμουνται όλα.
Καπως καταφερνουν και προσποιουνται, γελανε, με αφορμη το ψεμα τους αγγιζονται, αγκαλιαζονται, γερνει πανω του και περναει το χερι του γυρω της. Σταματουν όταν καταλαβαίνουν ότι είναι πεινασμενοι, τρελαμενοι και δεσμιοι κατι ανωτερου.
«Θα τα πουμε τον Αυγουστο, θα σας δουμε ε;» η γυναικα τους φιλαει σταυρωτα, και τους ρωταει ολο ελπιδα.
«Εχουμε πολλες δουλειες στην Αθηνα, αλλα θα προσπαθησουμε.» ο Ορεστης την διαβεβαιωνει.
«Θελουμε πολύ.» Η Κυβελη της λεει την κατά βαθος αληθεια.
23:00
Παρκαρει το αυτοκινητο, και για λιγο μενουν ακινητοι.Κοιτιουνται.
Προχωρουν πλαι πλαι, ο ωμος της αγγιζει λιγο πιο κατω από τον δικο του.
Μπαινουν στο σπιτι, πληρης σιωπη. Εκεινη στο μυαλο της κανει ηδη προγραμμα για την επιστροφη. Εκεινος μαχεται τον εαυτο του. Τρεμει, φοβαται να εκτεθει.
Τρεμει και φοβαται μην την χασει.
Στην ζωη του δεν ηθελε να σταθει δειλος, απεχθανοταν οσους δεν παλευαν μεχρι τελους. Και τωρα ηταν ενας από αυτους. Τους καταλαβαινε πλεον, αυτό τον πονουσε διπλα.
«Θα ξαπλωσουμε;» τον ρωταει δαγκωνοντας το εσωτερικο από το μαγουλο της. Θα εκλαιγε.
Τον κοιτουσε μοναχα και ηθελε να κλαψει.
Τοσες αναμνησεις στροβυλιζονταν γυρω από το προσωπο του, μια ολοκληρη ζωη , άλλη μια Οδυσσεια, μια τριτη χαμενη, η τριτη ηταν εκεινη που θα ερχοταν.
Αν δεν την ζουσε μαζι του με ποιον θα την ζουσε;
Και δεν την ζουσε μαζι του, ουτε όμως τον περιμενε να γυρισει, τοτε τι θα ειχε να περιμενει;
«Ναι.» της απανταει εξισου βαρυς.
«Θα μπω για ένα μπανιο, μην κοιμηθεις.» του χαμογελαει ενώ το πισω μερος των ματιων της τσουζει.
Θα κλαψω λιγο στο μπανιο και θα ειμαι καλα.
Το γαλαζιο και το πρασινο την συναντουν.
«Θα περιμενω.» Τον κοιταζει οσο μπορει.
και προσπαθει να πεισει τον εαυτο της ότι δεν είναι ο πιο ομορφος αντρας που θα αντικρισει ποτε της.
Αποτυγχανει παταγωδως.
Κλαιει σιγανα στο μπανιο για δεκα λεπτα οσο ξεπλενεται. Αποφασιζει ότι δεν αντεχει άλλο, δεν θελει να χασει ουτε ένα ακομη λεπτο.
Δεν απεμειναν αλλωστε πολλα.
Η σκεψη αυτή εκαψε κι άλλο το στηθος της.
Σκουπιζεται μηχανικα, αναρωτιεται γιατι δεν εχει εισβαλλει ακομη στο μπανιο. Ηταν η τελευταία του ευκαιρια.
Τα μαλλια της ακομη σταζουν λιγο όταν φοραει το φαρδυ λευκο μπλουζακι και το μαυρο εσωρουχο της.
Απλωσε την νιβεα ευλαβικα και κοιταχτηκε στον καθρεφτη μια τελευταια φορα. Καπου αναμεσα στους υδρατμους εβλεπε τα κοκκινα ματια της.
Πηρε μια βαθια ανασα και ανοιξε την πορτα. Ηταν καθιστος στην ακρη του κρεβατιου. Δεν ειχε κανει καν τον κοπο να ανοιξει το φως, μονο το πορτατιφ εσπαγε το σκοταδι.
Εξω το φεγγαρι ειχε αρχισει την μικρη του παρασταση στον εναστρο ουρανο.
Ακουμπουσε τους αγκωνες στα γονατα του και ειχε στηριξει το προσωπο στα χερια του. Φαινοταν χαμενος. Την τσακιζε η εκφραση που διεκρινε οσο μπορουσε.
«Νυσταζεις; Γιατι εγω-» αποπειραθηκε να σπασει την σιωπη.
«Κι όταν βρεθηκαμε για πρωτη φορα; Θυμασαι; Μου απλωσες το χερι σου τοσο τρυφερα σαν να με γνωριζες από χρονια.»η φωνη του ακουστηκε βραχνη. Η καρδια της επαψε να χτυπαει.
«Σε κοιταξα και σκεφτηκα 'Θεε μου τι αποτομη ευτυχια είναι αυτή' Δεν παω πουθενα, μ'ακους; Ή κανείς ή κι οι δυο μαζι, μ'ακους;»
Τον ειδε να κλεινει ματια. Ο πανικος της χτυπησε κοκκινο, μουδιασε ολοκληρη.
«Μεινε μαζι μου Ορεστη!» ουρλιαξε κλαιγοντας.
Πασχιζε να θυμηθει την συνεχεια. Τον εσφιξε αναισθητο στην αγκαλια της. Το κλαμα της αποκοσμο και ξενο.
Τα παντα μεσα της ουρλιαξαν καθως η καρδια της εκανε ελευθερη πτωση στο κενο.
Τα δυο διαφορετικα σκουρα ματια την κοιταξαν.
«Θυμαμαι Κυβελη.»
Τα γονατα της λυθηκαν.
Οι κόμποι την επνιξαν. Ξεσκισαν το δερμα της, εκαψαν τα οργανα που δεν ειχαν παψει να χτυπουν ηδη.
Καλυπτει την αποσταση αναμεσα τους και ενωνει τα χειλη της με τα δικα του. Τον αιφνιδιάζει.
Τον φιλα πεινασμενη, διψασμενη, απεγνωσμενη για να τον νιωσει πληρως, για να βυθιστει το δερμα της στο δικο του, να γινουν ένα, να μην τους χωριζει ουτε το οξυγονο τους.
Τυλιγει τα χερια του γυρω της και την σηκωνει πανω του. Διχως να απομακρυνθεί ουτε λεπτο σφιγγει τα ποδια της γυρω από την μεση του και περναει τα χερια της μεσα από τα μαλλια του.
Την κοιταζει.
Και τον κοιταζει πισω.
Το πρασινο στο καφε
και το γαλαζιο στο μαυρο.
Γιατι οπου κοιτουσε το πρασινο το καφε, ηταν γονιμο χωμα
κι οπου κοιτουσε το γαλαζιο το καφε, ηταν μαυρη τρυπα.
Ισορροπησε πανω στην κομμενη της ανασα, και τολμησε.
«Εισαι ετοιμη δικηγορινα;»
Σκιρτησε η καρδια της στην πιο γνωριμη φραση, πριν την πιο απολαυστικη της αναμνηση. Δεν μπορουσε καν να βρει τις λεξεις, ή τις ανασες, οποτε εγνεψε.
Τυλιγει το χερι του πιο σταθερα γυρω από την μεση της και την κατεβάζει αργά στο κρεβάτι, σφραγίζει τα χείλη τους. Η Κυβελη βογγα στην εκρηξη κανελας, ολο της το είναι ζωντανεύει από την ζεστή, υγρή γλώσσα του που μπαίνει ανάμεσα στα χείλη της και γλιστράει γύρω στο στόμα της.
Είναι λαιμαργος, πεινασμενος, διψασμενος. Για εκεινη.
Οι αργές του, σταθερές αναπνοές της δείχνουν ότι έχει τον πλήρη έλεγχο καθώς στηρίζεται στον βραχίονά του και χρησιμοποιεί το αριστερο του χέρι για να τρέξει τα δάχτυλά του από το κόκκαλο των γοφών της, μέχρι το γυμνο στήθος της κατω από την μπλουζα.
«Ορεστη...» τρεμει, ένα σταθερό κύμα από ρίγη ταξιδεύει σε όλο της το κορμί ταυτόχρονα με το άγγιγμά του, και κάνει την αναπνοή της δυσκολη και ακανόνιστη.
Με μια κινηση μεθοδικη και ευκολη, σηκωνει την μπλουζα της ψηλα, και εκεινη την βγαζει χωρις να περιμενει δευτερη κουβεντα. Μενει γυμνη από κατω του.
Πιάνεται από τους ώμους του, και νιωθει όλα τα χαμένα συναισθήματα να επανέρχονται κάτω από το τρυφερό άγγιγμα του.
Την κοιταζει σαν να είναι το μονο που βλεπει στον κοσμο, απεναντι σε όλα τα αλλα είναι τυφλος.
«Γαμωτο.» μουρμουριζει και βυθιζει το προσωπο του στον λαιμο της.
Περνάει τα δάχτυλά της αναμεσα από τα μαλλιά του, και απολαμβανει την τριβη από τα γενια του στο πρόσωπο της.Κυλά την παλάμη του κατά μήκος του κορμιού της, αργά πάνω στα στηθη της και αμέσως μετά την κοιλια της.Σταματα όταν βρεθει στο κεντρο του κορμιου της.
Νιωθει το μειδιαμα του στον λαιμο της. Μετακινείται έτσι ώστε να βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια της.
Ακουμπαει το ένα το χερι διπλα στο κεφαλι της στο στρωμα, και με το άλλο την κραταει σταθερη. Τρεμουν και οι δυο, αδημονουν, λαχταρουν το κάθε λεπτο που περναει πριν γινει παρελθον και ο χρονος παγωνει με κάθε μελλον που ερχεται.
Αφήνει ένα μικρό φιλί στα χειλη της και χαμογελάει καθώς σηκώνει τους γοφούς του ενώ την κοιτάζει στα μάτια, η λεκάνη της κινείται για να τον συναντήσει.
«Κυβελη...» δεν μπορει καν να μιλησει.
Ουτε όμως και εκεινη, βογγα από αγνή, χωρίς τύψεις ευχαρίστηση καθώς αργά, χωρίς βιασυνη-σαν να εχουν ολο τον χρονο του κοσμου- και ευλαβικα σχεδον γλιστράει βαθιά μέσα της. Κλείνει τα μάτια και γλιστραει τα χέρια στον αυχενα του καθώς την γεμίζει ολοκληρωτικά.
Προσπαθει να ελεγξει το χαος στις σκέψεις της, αλλά ένα βογκητό δραπετεύει. Μαρτυραει τι συμβαινει στο μυαλο της.
Σταματάει να κινείται εντελώς, οι ανάσες τους ορμητικές και ακανονιστες καθώς κρατάει τα χέρια της ακίνητα και την κοιταζει από πανω της. Το στερνο του γυαλιζει, καθως ανεβαοκατεβαινει ρυθμικα.
Λαμπει ολοκληρος στο ημιφως. Και εκεινη χανεται.
Ξερει τι επεται, ανασαινουν μαζι.
Σπρώχνει με απόλυτη έκσταση καθώς γραπώνεται από την μουσκεμένη πλάτη του, για να κρατηθει όσο πιο σφιχτά μπορει. Τον κολλαει πανω της μανιασμενα.
Διαλυεται. Σβηνει και χανεται.
Η συνοχή των ελεγχόμενων, βίαιων διεισδύσεων απλωνει ενα ριγος στο κορμι της. Σφιγγεται γύρω του καθώς τα παντα μεσα της συσπονται.
«Δεν μπορώ να ανασάνω» λέει, αφήνει τα χερια της ελευθερα. Ασυναισθητα αμεσως τυλίγονται γυρω από την ζεστή, δυνατή πλάτη του και λιώνει από κάτω του. Νιώθει το κεφάλι του να σηκώνεται, να σέρνεται στο πλάι του προσώπου της μέχρι να βρει αυτό που μανιασμενα ψαχνει, τα χειλη της. Την φιλάει βαθιά.
Το κορμί της σπαρταράει στο άγγιγμά του. Κλείνει τα μάτια για να παψει τα δάκρυα που έχουν μαζευτεί καθώς ενας οργασμος χτιζεται με κάθε διεισδυση και απειλει να την διαλυσει.
«Κρατησου γερα μωρο μου.» ψιθυριζει ξεπνοος.
Και ναι,πεντε ανασες μετα, και εκατο καρδιοχτυπια, την ωθεί και εκεινη τον τραβαει μαζι της σε μια ελεύθερη πτώση ενός έντονου τρέμουλου καθώς τα κορμια τους γινονται ένα.
Και θυμουνται...
Το κορμι της σκληραινει την στιγμη που η καρδια της λιωνει στα τσαλακωμενα σεντονια, και το μυαλό της αδειάζει, μονο εκεινος υπαρχει. Χαράσσεται μεσα της ανεξιτηλα.
Ένα μεγάλο κύμα χτυπάει μέσα της,
μιας ανασας παυση,
και βρίσκονται ξάφνου, παλι καπου αναμεσα στα αστερια.
Η γλυκια σιωπη, που νανουριζαν οι μικρες ασυγχρονιστες ανασες τους, τα τζαμια που θολωσαν, η κανελα που επλεε αναμεσα τους, τα βλεμματα που εκαιγαν, τα ανειπωτα λογια, που εκαναν σταχτη τα παντα.
Διχως να την αφησει, γερνει στο πλαι, την κραταει πανω του σφιχτα, με έναν φοβο, μην τωρα, που τελείωσε ο ποθος, και περασε η εξαψη, φυγει και εκεινη.
Μα ελευθερωνει το ένα του χερι για να κανει αυτό.
Την φιλαει πεταχτα στα χειλη, ισορροπωντας την ρηχη, κοφτη της ανασα.
«Κολλα πεντε δικηγορινα.»
Τα δυο ματια που τον τσακιζαν με ένα τους δακρυ, του χαρισαν ολο τον κοσμο, όταν τα δαχτυλα της μπλεχτηκαν με τα δικα του, και ο χαρακτηριστικος ηχος ακουστηκε.
Με το χερι που του χαρισε την τραβηξε πανω του, φιλωντας την σαν να μην την ειχε φιλησει ποτε ξανα.
Και την αφησε ζαλισμενη να πεσει στο στερνο του, τα μαλλια της ελευθερα και ανακτωμενα να κυλουν στο δερμα του.
Εκεινη γεματη και αδεια ταυτοχρονα να κυλαει πανω του.
Εκεινος και εκεινη δεσμιοι και αφεντες ενός ερωτα αλησμονητου και λυτρωτικου, που όμως δεν εμελε να τους ελευθερωσει.
Και προσπαθησε να μην κλαψει οσο τον κοιτουσε. Παλεψε με ολο της το είναι να μην λυγισει μπρος στο μελλον που ολακερο καιγοταν μπροστα της.
Εκεινος ηταν όλα οσα θελησε ποτε της.
Μα δεν ανηκε πλαι της, ανηκε στο παρελθον του.
Της χαιδευει τα μαλλια αφηρημενα, ακουμπαει το μαγουλο της στο στερνο του και απολαμβανει την στενη επαφη με την καρδια του να την νανουριζει.
Σπαει την σιωπη λιγο αργοτερα. Οταν εκεινη ειναι ακομα γυμνη ανασκελα, κι αυτος φοβουμενος μην του ξεφυγει εχει γειρει πανω της, το κεφαλι του στο στηθος της, το χερι του περασμενο απο πανω της, κρατημα σφιχτο και ακινητο.Φοβισμενο.
«Γιατί δεν μ αγαπάς πια ; Πως γίνεται ;» παραπονιέται, ένα παράπονο που θα τον στοιχειώνε για πάντα. Ότι έχασε την αγάπη της.
«Δεν είναι...»δεν μπορεί να βρει τις λέξεις.
«Στην ερώτηση 'μ αγαπας;' δεν υπάρχει σωστή και λάθος απάντηση. Είναι αυτό που είναι, και είναι περίπλοκο. Δεν εξαρτάται μόνο από εμένα.» Νιώθει την καρδιά του κάτω από το μάγουλο της να βυθίζεται.
Πέφτει σιωπή. Τον νιώθει να σκέφτεται έντονα.
«Κανεις περιεργα πραγματα στην καρδια μου Κυβελη.»της ψιθυρίζει. Χαϊδεύει το δέρμα κάτω από στηθος της. Τα επιδέξια δαχτυλα του ζωγραφίζουν στο κορμί της παρτιτουρες. Κρέμεται από τα λόγια του.
«Και εσυ μπορει να εχεις να θυμασαι τις φορες που σου εκανα απιστευτα δωρα, ή τις ρομαντικες χειρονομιες μου, ή τις ακραια μη ρομαντικες, αλλα εγω σε θυμαμαι από τον τροπο που ξυπναγες διπλα μου, ή που τεντωνοσουν στην κουζινα όταν διαβαζες μεχρι αργα, ή από τον τροπο που ετρωγες νευρικα κοιτωντας το κενο, ή οταν σε επαιρνε ο υπνος στον καναπε. Με τα πιο απλα πραγματα, τα καθημερινα, και τα εκανες κάθε μερα, κι αλλα πολλα, πολλα!» γελαει καθως θυμαται ποσο καιρο του πηρε να το αποδεχτει, οτι ηταν χαμενος απο χερι.
«Και ισως σου φαινομαι τοσο καιρο απιστευτα αδιαφορος, χαλαρος, αλαζονας, ισως φερθηκα ετσι, μα δεν ηταν τιποτα παραπανω από την σιγουρια ότι θα ειμαστε μαζι, δεν ξερω που σκατα βρηκα αυτή τη σιγουρια αλλα σε κοιτουσα και ηξερα ότι μπορει να ερθουν τα πανω κατω, να διαλυθει κι ο κοσμος ολος, αλλα εμεις μαζι θα ειμαστε.»
Δεν μπορει να αποφασισει αν εχει αγνοια του αντικτυπου οσων λεει, ή αν απλα προσδοκει να την διαλυσει σπιθαμη προς σπιθαμη.
«Και τωρα;» δεν κρατιεται και ρωταει.
«Και τωρα τι;»
«Που πηγε ολη αυτή η σιγουρια;»
Γελαει, πικρα. «Εγινε φοβος, τρομος. Τι θα κανω που δεν θα ειμαστε μαζι;»
Χωλαινει κατι μεσα της.
Γιατι εγω τι θα κανω; «Θα εισαι αυτος που εισαι.»
«Δεν ξερω αν το καταλαβαινεις αλλα δεν είναι με ολες το ιδιο.»
Στριφογυριζει τα ματια. Την τσιμπαει απαλα, κανοντας την αναπηδησει και να τον αγριοκοιταξει.
Ακουμπαει παλι το κεφαλι του στο μαλακο της δερμα, που μυριζει ακομα νιβεα, και ηρεμει το χαος μεσα του.
«Πιστευεις σοβαρα ότι σε κάθε μου σχεση, σε κάθε συναναστροφη μου ηταν όλα όπως μαζι σου;» την ρωταει απορημενα.
«Ξερω ότι ημουν η μονη σοβαρη σου σχεση μετα την Ιασμη.»
«Και παλι, πριν από αυτό υπηρξες χαλαρη σχεση, και πριν από αυτό υπηρξες ξεπετα.»
Κανει μια παυση, δεν του απανταει. Δεν υπαρχει λογος.
«Δεν θελω άλλη, δεν θελω να προσπαθησω.» της εξομολογειται.
«Βαριεσαι.» συμπεραινει.
«Όχι!»
«Είναι ευκολο, μαζι σου.»
«Είναι ευκολο μαζι μου;» δεν κρατιεται, γελαει.
«Δυσκολευομαι να το εμπεδωσω μερικες φορες, μπορει να νομιζεις ότι το κανω από αλαζονεια, που σε αγκαλιαζω, η σε στριμωχνω, μα αληθεια δεν το ελεγχω, μου βγαινει αυθορμητα, όπως όταν βλεπεις μια λεξη, και την διαβαζεις, δεν μπορω να δω μια λεξη και να μην την διαβασω, ουτε να σε εχω κοντα μου μα όχι μαζι μου. Δεν μπορει ο εγκεφαλος μου να το επεξεργαστει το πολιστισμενο, το φιλικο μαζι σου. Εισαι η Κυβελη.»
Δεν μιλαει κανεις για λιγο.
Εισαι η Κυβελη για μενα.
Η Κυβελη, που σπαρακτικα τον παρακαλεσε να γινει Ιασμη.
«Να φύγεις. Δεν θα το αντέξω αν μείνεις.» του ψιθυριζει.
Παγωνει το αιμα του, μα υποχωρει. Το μισει που υποχωρει.
«Θα φύγω Κυβέλη.»
«Θα φύγεις.» ψιθυριζει για να το εμπεδωσει. Οτι δεν θα της ανοιχτει, οτι δεν μπορει, οτι δεν αντεχει. Και πως εκεινη δεν υποχωρει, δεν συμβιβαζεται. Τα συνειδητοποιει ολα αυτα.
«Δεν θα σε ξανά ενοχλήσω. Θα έρχομαι, πιο συχνά από παλιά αλλά δεν θα σε ενοχλώ. Θα σε αφήσω να ευτυχησεις.» της υποσχεται.
Πως θα ευτυχησω αν με αφησεις; αναρωτιεται.
Τυλιγει τα χερια της γυρω του και προσπαθει να αποτυπωσει στο μυαλο της για παντα εκεινη την αισθηση, την οψη τους, την οσμη του, την υφη του πανω της, τον ηχο της σταθερης ανασας του.
Και υστερα κοιταζει γυρω της, την περασμενη ευτυχια, που παλλεται και ξεψυχα με καθε δευτερολεπτο που αφηνει πισω της η νυχτα, με αρωμα κανελας.
Του το κραταω αυτου του κοσμου που δεν μου ανηκει ο εαυτος μου.
———— —————- ——————-
7.00
Και άρχισε ο ήλιος να αναδύεται πίσω της, το βόρειο δωμάτιο, του έλεγε ο πατέρας του όταν του έκαναν δωρο τα κλειδιά του σπιτιού, το βόρειο δωμάτιο είναι σαν πίνακας ζωγραφικής.
Είχε καταλάβει ότι εννοούσε τον τρόπο που το φως έλουζε με ζεστά χρώματα τους τοίχους, μα αυτό που τώρα συνειδητοποιούσε ήταν ότι ο Πέτρος εννοούσε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Είχε ξυπνήσει και απλά χουζουρευε, η μικρές ανάσες της κουνούσαν τα λευκά σεντόνια. Εκείνος κρατούσε την δικη του, φοβούμενος μην καταλάβει ότι την είχε πάρει χαμπάρι πως δεν κοιμόταν.
Ο ήλιος της Κυβέλης ανέκαθεν της χαριζοταν, οι ακτίνες του μπλέκονταν στα κατακόκκινα μαλλιά της και δημιουργούσε ένα πυρόξανθο θαύμα.
Φώτιζε τις φακίδες του προσώπου της και μαλακωνε τις εκφράσεις της, όλα πάνω της γίνονταν πιο απαλά, πιο αθώα.
«Πάλι κοιτάς πολύ.» Η αγουροξυπνημένη φωνή της τον βγάζει από το σύννεφο σκέψεων.
Πνιγεί ένα γελακι.
«Παντα.» Αρκείται σε αυτό, δεν χρειάζεται και κάτι παραπάνω για να υπάρχει αλήθεια.
«Γιατί;» Τεντώνεται και παίρνει μια περίεργη έκφραση που τον κάνει να θέλει να γελάσει.
Πεταρίζει τα μάτια της ενοχλημένη από το φως καο ανάμεσα στα φρύδια της σχηματίζονται ρυτίδες.
«Γιατί είσαι πολύ όμορφη όταν κοιμάσαι.»
Η καρδιά της χτυπάει σαν χαλασμένο εκρεμμες.
«Ίσως φταίει από την άλλη το ότι δεν μιλάς, βοηθάει πολύ.» Προσθέτει κι προς έκπληξη του η κοπέλα γελάει.
Για λίγο δεν μιλάει κανεις. Της μάτια της τον καίνε, η μικρή του αγάπη τον είχε αποπλανήσει δίχως να του τραγουδήσει όμορφα ψέματα .
Ανασηκώνεται και άλλο πάνω του. Η καρδιά της χτυπάει στο στέρνο του, το γυμνό της κορμί μπλέκεται με το δικό του.
Είναι άυπνη μα πανέμορφη.
«Ορεστη;» Τον ρωτάει τεμπέλικα, νυσταγμενα.
Δένει τα χέρια του γύρω από την μέση της.
«Ναι δικηγορίνα;»
«Υπαρχει σωστη απαντηση στην ερωτηση σου....» του ψιθυριζει το μυστικο της . «Κι εγώ σ αγαπώ.» σκύβει και τον φιλάει, πριν αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του, αφήνοντας τον να καεί με τους δαίμονες του.
'Κι αν εσυ ολο αυτο που ζουμε, το θεωρεις μετριο, λιγο και κακο, τοτε ας ειναι! Μ' αρεσει το μετριο, το λιγο και το κακο σου. Γιατι εγω σε αγαπω ετσι οπως σε γνωρισα.Κι οταν σε γνωρισα ολα οσα τωρα μαθαινω τα ειχες ζησει, και αυτα σε εκαναν τον ανθρωπο που προσπθησε για εμενα οσο κανείς αλλος, και οσο κι αν θελω να το ξεχασω, δεν μπορω.»
Την τραβαει να πεσει πανω του, το βαρος της να την κολλησει ασφυκτικα πανω του, να την νιωσει παντου, να την νιωσει κομματι του.
Την λατρευε, το ενιωθε εκεινη ακριβως την χρυση στιγμη σε ολο της το μεγαλειο την αγαπη. Κι ομως δεν εβρισκε ουτε μια λεξη να την εκφρασει σωστα, ή μαλλον οπως αξιζε στην Κυβελη.
''Ειμαι ακομα εγω ξερεις.'' της υπενθυμισε. Ουτε ο ιδιος δεν ηξερε γιατι.
''Το ξερω.''
Την κραταει απο τους ωμους και την κοιτα μεσα στα ματια.''Δεν εχει αλλαξει τιποτα.'' της δηλωνει καπως κοφτα, αυστηρα, μα βλεπει την αναγκη του για την επιβεβαιωση της.
''Δεν εχει αλλαξει τιποτα.'' του ψιθυρισε. Σκυβει και την φιλαει.
Και θυμασαι τοτε; Που η τυχη ευνοησε τους τολμηρους;
Δεν εχει αλλαξει τιποτα Σπυρο.
Εχουν αλλαξει τα παντα Ορεστη.
Το πιο ομορφο φιλι σε ένα νησι μια ανατολη με βρηκε ζαλισμενη.
To ξημερωμα τους βρηκε αγκαλια. Και ηταν αδικο πολυ, δυσβασταχτο, βαρυ και αοσμο το παρον. Μα επρεπε να κανουν το καθηκον τους.
Γιατι η αγαπη εχει ευθυνες. Η Κυβελη οφειλε να αγαπησει τον εαυτο της οπως αγαπουσε εκεινον, κι ο Ορεστης να την αφησει να ζησει στο φως οπου πρωτος της χαρισε.
Ήταν τρεις μέρες στον Παραδεισο...μα τελειωσαν.
Οποτε επεσα στα ποδια της μοιρας και της ζητησα το φιλτρο της απαθειας.
«Να ζεις διχως να πληγωνεσαι; Αυτό ζητας κορη μου;» με ρωτησε.
Το ανακτορο ετριζε από μαρμαρο που ελαμπε στο σκοταδι και αερα που σφυριζε αναμεσα στους κιονες.
Εσκυψα το κεφαλι και εριξα ένα δακρυ.
Και ραγισε το μαρμαρο και εβρεξε το χωμα,
κι απ'του χωματος τα βαθη βγηκε ενας ανθος, γιασεμι που μυριζε νυχτα κι αθωοτητα.
«Ειθε η ζωη σου να είναι μια σειρα γεγονοτα που ξερεις μα δεν νιωθεις.»
Πηρα την ευλογια αγκαλια και σηκωθηκα από το νεκροκρεβατο μου.
Ηξερα τον θανατο μου πριν τον νιωσω.
Και γυρισα στο γηροκομειο,
ηξερα την ανοια πριν νιωσω την ληθη.
Και ζητησα να μην εχω επισκεπτες.
Ηθελα να ξερω την εγκαταλειψη πριν την νιωσω.
Και διαλεξα τον ταφο του πριν φυγει,
για να ξερω και να νιωθω λιγοτερο.
Και αγορασα παιδικα ρουχαλακια,
ηθελα να ξερω την ευτυχια του πρωτου εγγονιου πριν την νιωσω.
Κι υστερα, καλωσορισα την κοπελα του γιου μου στην οικογενεια πριν της ζητησει να είναι μαζι για παντα.
Ηθελα να ξερει την εκπληξη πριν την νιωσει.
Κι επειτα, ειδα τα παιδια μου να αποφοιτουν, να γινονται φοιτητες, τους προετρεψα να φυγουν μακρια.
Ηθελα να τα δω να γινονται ανεξαρτητα, πριν νιωσω ότι με αφηνουν.
Κι επειτα αποφασισα ότι θα κανω υπομονη, πριν νιωσω την οικογενεια του να με πιεζει.
Ηθελα να ειμαι δυνατη, απροσπελαστη, πριν νιωσω αδυναμη, αβοηθητη.
Και μετα, πηρα αποφαση να του κανω το χατιρι, να κανουμε ενα παιδι, δυο!
Ηθελα να το κανω δικη μου επιλογη πριν μου γινει βαρος.
Και στην συνεχεια του ειπα να με παντρευτει,
ηθελα να ξερω ότι θα ειμαι καλα μαζι του, ανετα, πριν νιωσω ότι θα ειμαι μετρια, μιζερα.
Και στην πορεια του εκανα την χαρη και ειπα ναι στο ραντεβου που προτεινε,
ηθελα να γλιτωσω χρονο από την αυτολυπηση μου.
Παυση, ανασα.
Όλα εγιναν για αυτό(ν). Για εσενα
Και στην συνεχεια ειπα σε ολους ότι το διαλυσαμε.
Ηθελα να νιωσω ότι ηταν δικη μου αποφαση πριν γινει παρακαλητο μου που δεν εισακουστηκε.
Κι επειτα δεν σε συγχωρεσα.
Ηθελα να το κανω πραγματικοτητα που λυτρωνει πριν γινει πειρασμος που με γεμιζει τυψεις.
Κι υστερα εμαθα ότι με απατησες, πολύ, παλι.
Ηθελα να το ξερω πριν το νιωσω.
Κι ετσι δεν το ενιωσα.
Κι υστερα σου ειπα ότι σε αγαπω νωρις μεσα στην σχεση μας.
Ηθελα να το πω, να υπαρχει , πριν προλαβει να ριζωσει μεσα μου.
Κι ετσι δεν το ενιωσα.
Κι επειτα με εφτασες στα ακρα, εκλαψα και γελασα και ειδα τον ερωτα πριν τον νιωσω.
Σου ειπα ότι ειμαι ερωτευμενη πριν νιωσεις την καρδια μου να βρονταει κοντρα στο στερνο σου.
Γιατι αυτό θα σημαινε ότι σου ανηκε.
Κι επειτα, με κυνηγησες για δυο μηνες και ηξερα ότι θα σου πω ναι στους δυο μηνες και τρεις μερες ακριβως.
Γιατι ηξερα πριν νιωσω και γνωριζα ότι τα ορια της αθωοτητας μου εφταναν εκει.
Θα ενεδιδα, αυτή τη φορα ενσυναισθητα.
Και επεσα πανω σου επιτηδες πλεον, καθως εβγαινες από εκεινο το ρακαδικο στο αιγαλεω.
Σε κοιταξα και ηξερα ότι θα σε ερωτευτω πριν νιωσω το καψιμο να με αποσυνθετει γλυκα.
Και εζησα μια ζωη ιδια, μα αναποδα, από τον θανατο στην γεννηση.
Και τιποτα δεν αλλαξε, μονο πλεον πρωτα ηξερα και μετα ενιωθα.
Το μυαλο μου νικουσε παντου την καρδια.
Και τα γονατα μου γδαρθηκαν από το ραγισμενο μαρμαρο, τα χερια μου γεμισαν χωματα.
Τα δακρυα μου δημιουργησαν γυρω μου έναν κηπο από γιασεμι βαμμενο με το αιμα μου.
Μα η μοιρα δεν ειχε τελειωσει.
«Να η ευχη σου κορη μου, να ξερεις πριν νιωσεις ώστε να μην πονας. Πονεσες στην ζωη σου;»
Ανασαινα στην βροχη και βυθιζομουν στο εδαφος, γινομουν η ριζα, όχι ο ανθος, γιατι η αρχη μου προοριστηκε να γινει το τελος μου.
«Όχι.» αποκριθηκα.
Μα δεν ενιωθα όπως περιμενα...
«Τοτε γιατι κλαις;» σταθηκε από πανω μου.
«Δεν-δεν..»
Μα δεν ενιωθα όπως....
«Εζησες την ζωη σου όπως ηθελες; Φυγοπονα;»
«Εζησα το κενο.» της απαντησα.
Μα δεν ενιωθα...
Ουτε πονο, ουτε αγαπη.
Μουδιασα, παγωσα τον εαυτο μου για να μην τον πονεσω
και τελικα τον πονεσα στερωντας του την λιακαδα της ευτυχιας, την ανασα της αγαπης, το φιλι του ερωτα.
Και τελος, πηρα πισω την ευχη και αφησα το νημα σε εκεινη.
«Σκοτωσε με, λυτρωσε με, δωσε μου δακρυα και χαμογελα, ερωτα και θλιψη. Δωσε μου ο,τι θες, μονο δωσε μου, κι ασε με πρωτα να το νιωσω, να το ψιλαφησω, να το μυρισω, να το δω, να το γευτω, να το ακουσω.... κι υστερα ασε με να το μαθω.»
Κεφαλαιο υπ'αριθμον 75 : Η ζωη που φοβαται την ζωη, δεν είναι ζωη.
Ciao Bellas.
Καλησπερα!!
Εκανα δυο μερες γιατι προσθεσα 7000 λεξεις.
Συνολο :15 μισο.
Ελπιζω να σας βρισκει καλα αυτο το κεφαλαιο, εμενα με βρισκει αυπνη.
Να πω σε περιπτωση που μπερδευτειτε οτι σε καθε κομματι οπου τελειωνει μια σκηνη εχω βαλει ενα κομματι απο το παρελθον, με πλαγια γραμματα.
Κοριτσια αυτο ηταν! Τελειωνουμε!!!!!!
Πως σας φανηκε;
Θεωρειτε οτι η Κυβελη εκανε καλα;
Ουσιαστικα ολο το κεφαλαιο περιστρεφεται γυρω απο τον Ορεστη που αρνειται να της μιλησει γιατι τις δυσκολες μερες του, οχι για τα γεγονοτα, αλλα για το μετα.
Πως ξεπερασε την υπερβολικη δοση; Πως ξεπερασε την Ιασμη; Την σκεφτεται ακομα;
Δεν θα το χαρακτηριζα ακριβως εγωιστικο, αλλα καποιοι ανθρωποι δεν μπορουν να γινουν ευαλωτοι, δις.
Οποτε η Κυβελη επελεξε τον εαυτο της.
Και η θεωρια του χαους τρεχει.
Ελπιζω να σας αρεσε. Τα υπολοιπα σχολια δικα σας.
Αφιερωμενο στην Νουλα και την Νιτσα μου.
Σας αγαπω πολυ
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top