Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί (Μερος Ι)
Οι άνθρωποι μπορεί να μη θυμούνται τι έκανες ή τι τους είπες, αλλά πάντα θα θυμούνται πώς τους έκανες να αισθανθούν.
Maya Angelou
Αφιερωμενο.
Και σε αγαπω.
Σε αγαπω κι ας σε πονεσα πολύ.
Σε αγαπω κι ας με πονεσες μεχρι να μουδιασω.
Σε αγαπω παρα το ότι εφυγες.
Σε αγαπω παρα το ότι σε αφησα.
Σε αγαπω αν και δεν το ξερεις.
Σε αγαπω αν και δεν στο ειπα ποτε.
Σε αγαπω λοιπον,με ολες τις σιωπες μου
και ολες τις σκιες μου, και το φως και το σκοταδι μου.
Σε αγαπω οσο δεν μπορεις να φανταστεις.
Σε αγαπω τοσο που αν μαθεις θα τρομαξεις.
Κι οσο εγω εγραφα αυτά, εκεινος εκανε σεξ με αλλη.
Οποτε παμε παλι από την αρχη.
Σ'αγαπουσα και δεν με αξιζες. Οποτε εφυγα.
Κεφαλαιο υπ΄αριθμον 76 : Πως να ραγισεις την καρδια σου πριν προλαβει εκεινος.
«Ερμιονη γιατι σε κοιταει αυτός ο καραγκιοζης;» Ο Βασιλης ηταν εξαλλος.
«Κανε ησυχια παιδι μου.» τον σκουντηξε, το μυστηριο εκτυλισσοταν με πληρη ευλαβεια.
«Δεν κανω τιποτα!» ανεβαζει λιγο τον τονο της φωνης του,
«Γιατι σε κοιταει;» την ρωταει κοφτα. Το βλεμμα του την καιει.
«Που να ξερω;» απανταει μεσα από τα δοντια της, γυριζει να τον κοιταξει μα το βλεμμα του δεν είναι πανω της, αλλα στον Στρατο, τον ξαδελφο του Γιαννη.
Τον σκουντηξε παλι.
«Βασιλη καρφωνεσαι.»
Σκυβει προς το μερος της. Το βλεμμα του κολλημενο στον νέο του εχθρο που ανιδεος ειχε πιασει συζητηση με μια συναδελφο της Φαιης από την δουλεια.
«Θα τα πουμε εξω.» σχεδον γρυλισε, εβαλε την παλαμη της μεσα στην δικη του και την κρατησε σφιχτα διπλα του.
Τιποτα δεν εμοιαζε όμως να την αγχωνει εκεινη την μερα.Το βλεμμα της ηταν κολλημενο πανω τους φιλους τους. Η Φαιη και ο Γιαννης ειχαν σκυψει ελαφρως τα κεφαλια και ακουγαν το μυστηριο ενώ ο Ορεστης κατι ψιθυριζε ευθαρσως στην Κυβελη που με την ακρη του ματιου της τον αγριοκοιταζε.
«Λιγος σεβασμος στον ιερο χωρο.» ψιθυρισε ο Κωνσταντινος διπλα τους και η Ιωαννα στριφογυρισε τα ματια της.
«Εχεις ακομα λιγο γκλιτερ από το μαγιο της στριπτιτζου χθες.» ο Βασιλης δεν του χαριστηκε, ο νεαρος εσφιξε τα δοντια και του εκανε μια ασεμνη χειρονομια που εκανε την μητερα του, την θεια του γαμπρου να αναφωνησει ψιθυριστα.
«Θα πεσει φωτια να σας καψει!»
«Ελπιζω να καψει πρωτα τον μαλακα απεναντι.» μουρμουρισε ο Βασιλης κοιτωντας τον Σταυρο. Η Ερμιονη του εσφιξε το χερι.
«Πρωτα θα καψει μαλλον τον Ορεστη, που κοιταζει την Κυβελη σαν ξερολουκουμο.» λεει για να αλλαξει θεμα, και πιανει, γιατι ο φιλος της αμεσως μειδια και κοιτα προς το μερος των κουμπαρων.
«Ο ασεβαστος ρε φιλε.» σχολιαζει γελωντας από μεσα του.
Ειχε σταθει διπλα της κολλητα, ο ωμος της αγγιζε τον ωμο του, η διαφορα υψους ηταν μικρη λογω των πολύ ψηλων τακουνιων της, οποτε κάθε λιγο εγερνε και της ψιθυριζε κατι στο αυτι που την εκανε να σφιξει τα δοντια.
«Η Κυβελη εχει φρικαρει.»
«Και θα φρικαρει κι άλλο.» ο Βασιλης ανοιγει το σακακι του και η Ερμιονη βλεπει στις εσωτερικες του τσεπες δυο σακουλακια ρυζι.
Γουρλωνει τα ματια.
«Δεν θα τολμησεις.»
Καυχαζει.
«Φυσικα και θα τολμησω μωρο μου, τωρα ησυχια να ακουσουμε ποτε θα πει το η δε γυνη να φοβηται τον ανδρα.»
«Λοιπον εκει δεν το ειχα ξανακανει. Ωραια ηταν, αν δεν πεσει φωτια να μας καψει.» μουρμουριζει καθως τιναζει τα φυλλα από το φορεμα της.
«Αυτό το φαινομενο λεγεται κεραυνος εδώ και χιλιετιες και εχει ηλιοφανεια σημερα.» Ο Ιακωβος ισιωνει τον γιακα του και μοιαζει τελειος, σαν να μην ειχαν μολις κανει ό,τι εκαναν κοντρα στον τοιχο της εκκλησιας και πισω από κατι θαμνους.
Τον αγριοκοιταξε.
«Μην επαναφερεις τον πονοκεφαλο που εδιωξες.» τον προειδοποιει και βαζει τα γυαλια της.
Ακουει τον Ιακωβο να γελαει καθως προχωρουν προς την μπροστα εισοδο της εκκλησιας οπου βρισκονται οι περισσοτεροι καλεσμενοι.
«Θα τον επαναφερω και θα τον διωξω οσες φορες γουσταρω.» το χερι του κατεβαινει από την μεση στα οπισθια της πριν ζουληξει δυνατα.
Η κοπελα αναπηδαει και πνιγει ένα αναφωνητο.
«Τρομερα ευδιαθετος.» σχολιαζει κοιτωντας τον να φοραει τα γυαλια ηλιου του με ένα μειδιαμα.
«Τρομερο σεξ.»
---------------------------------------------------
Ανοιγοκλεινει τα ματια. Και ξανα, και ξανα.
Τι ειπε;
Και η προσμονη ημερων, χρονων, συνετριβη μεσα σε τρεις λεξεις.
Σε αγαπω Κυβελη.
Και από τις σταχτες δεν αναγεννηθηκε τιποτα, πνιγηκε στον καπνο.
Σε αγαπω.
Με αγαπαει;
Το εννοει;
Τον κοιταξε στα ματια, το γαλαζιο ελαμπε κοντρα στο πρασινο.
Το εννοει.
Θεε μου, το εννοει.
Ο Ορεστης με αγαπαει.
Το γαλαζιο και το πρασινο την κοιτουν,
όμως ο κοσμος δεν αρχιζει και τελειωνει εκει,
ο παραδεισος ισως,
μα απειχαν μιλια μακρια από εκει.
--------------------------------------------------------------
Ορεστης.
Δεν μιλαει, δεν βγαζει αχνα. Σαν να μην ειχε ακουσει λεξη από οσα ειπα.
Αλλα εχει ακουσει.
Γιατι δεν λεει κατι γαμωτο;
Την πιεσα χαμηλα στην μεση, το καυτο της δερμα, τυλιγμενο στο λεπτο υλικο και την διαφανια εκαψε το δικο μου.
Η αναγκη μου να την ξυπνησω αναδύθηκε, να την ξυπνησω για να μου απαντησει, να μου απαντησει για να το πει πισω.
Ότι με αγαπαει κι εκεινη.
Τα μεγαλα σκουρα καστανα ματια με κοιτουν πισω, μα τα χειλη της μονο τρεμουν, δεν βγαζουν αχνα.
Μας χωριζει μια ανασα, ένα 'κι εγω', τρια δευτερολεπτα, από την ευτυχια. Μα δεν μιλαει.
Στην βασανιστικη της σιωπη το μυαλο μου επαναφερει ολες τις φορες που μου το ειπε, που μου το ειπε και με γεμισε ευτυχια, που μου το ειπε μα ημουν τοσο κενος που απλα την κοιταξα, που δεν της το ειπα πισω.
Ποτέ δεν της το ειπα πισω.
Όμως με αγαπαει, ακομα.
Παρα τα οσα εγιναν, παρα την αποσταση, παρα το γεγονος ότι την πληγωσα. Με αγαπαει.
Το ξερω.
Όμως γαμωτο, δεν το νιωθω.
Μονο με κοιταζει, και κοιταζει μεχρι τα ματια της να τσουξουν.
Το καφε, το σκουρο μαυρο, το γλυκο μελι, το δακρυσμενο λαδι, και όλα τα χρωματα που εχουν παρει τα ματια της όταν με κοιτουν.
Εκει βρισκω το χωμα, το εδαφος του κοσμου.
Ανοιγει τα χειλη, νιωθω τις λεξεις στον λαιμο της να σκαρφαλωνουν, να παλευουν να ελευθερωθουν.
Μιλα γαμωτο.
«Κυβελη φευγουμε.»
Κοκκαλωνουμε και οι δυο στιγμιαια. Γαμω την ατυχια μου.
Ο πατερας της στεκεται απεναντι μας, ακαμπτος και εκνευρισμενος από την μικρη μας αποσταση. Εκεινη εκανε ένα βημα πισω και εσπασε ολοκληρωτικα την οπτικη μας επαφη, διαλυοντας κάθε πιθανοτητα που ειχα να παρω απαντηση.
Λες και πριν ειχες.
«Εεε...καληνυχτα. Θα μιλησουμε.» την παρατηρησα να αγκαλιαζει τον πατερα της , μουδιασμενη ακομη. Αυτος την αγκαλιαζει πισω, μα πανω από τον ωμο της με κοιταζει, πολύ απειλητικα.
Τον κοιτω πισω, δεν με νοιαζει, ουτε τρομαζω από το αχωνευτο υφος του.
«Θα ειμαστε σε επικοινωνια, μην πιεις άλλο, θα γινουν βλακειες.»
Το τελευταιο υποτιθεται της το ψιθυρισε, μα με κοιταξε κατευθειαν στα ματια.
Εγω ειμαι οι βλακειες;
«Ενταξει μπαμπακα.» του απανταει γλυκα.
Επιτελους με κοιταζει, και στην υπεροχη παρεα προστιθεται και η Ιφιγενεια, οπου χαμογελαστη με αγκαλιαζει πρωτο.
«Παντα αξιος αγορι μου, και στα δικα σου.»
Η αγαπημενη μου είναι.
«Και σε εσενα Ιφιγενεια, αντε και με ένα καλο παιδι.» την πειραζω και εκεινη γελαει σιγανα. Ο Δημητρης με καιει με το βλεμμα του.
Να αρχισω να κραταω σκορ;
«Και καλα να περασετε Σαντορινη!» προσθεσε η κοκκινομαλλα πριν αγκαλιασει την κορη της, σπρωχνοντας ελαφρως τον πρωην αντρα της.
Εχασα κατι;
«Να εμπιστευτω τον Ορεστη να σε παει σπιτι; Γιατι τα εχεις τσουξει λιγο αγαπη μου.» την κοιταζε στα ματια πριν μου ριξει ένα βλεμμα για επιβεβαιωση.
Αυτό ακριβωε χρειαζομουν.
«Βασικα λεω να παρω ένα ταξακι-»
«Θα γυρισουμε όπως ηρθαμε. Αυτό είναι κανονας.» την κοιταξα ολο νοημα.
Τον θυμοταν τον κανονα μας; Εναν από τους πολλους...
Στριφογυρισε τα ματια και δεν μπορεσα να συγκρατησω ένα πνιχτο γελακι.
Τον θυμοταν.
--------------------------------------------------
Σαν από μηχανης θεοι οι φιλοι τους δεν τους αφησαν σε χλωρο κλαρι για τις επομενες ωρες. Ειχαν φυγει μεχρι και οι γονεις τους, ειχαν μεινει εικοσι ατομα το πολύ πλεον, και η ωρα ηταν 6 παρα, ο ουρανος ειχε αρχισει σιγα σιγα να προμηνευει την ανατολη του.
«Εχω ξεθεωθει.» η Ερμιονη καθισε στην πισινα διπλα της, τα φορεματα του σηκωμενα μεχρι την λεκανη για να βουτανε τα ποδια τους στο νερο, και με ένα ποτηρι κρασι στο χερι, ειχαν βαρεσει επισημως διαλυση.
«Κοριτσια δεν αντεχω άλλο!» η Φαιη εμφανιστηκε από πισω τους. Μολις ειχε χαιρετησει την Ιωανννα, η οποια επρεπε να παει πιο νωρις σπιτι της για να φτιαξει βαλιτσα. Την μερα που ξημερωνε θα εφευγαν στις 12.30 για Σαντορινη, και οι 8.
«Λογικο, χορευουμε εδώ και 8 ωρες.» η Κυβελη ακουμπησε το κεφαλι της στον ωμο της νυφης.
«Κοριτσια παντρευτηκα.» τους ψιθυριζει, σαν να είναι μυστικο, η ξανθουλα.
Η Ερμιονη γερνει στον άλλο της ωμο και γελαει τρανταχτα.
«Σωπα, και εγω που τοση ωρα νομιζα ότι παντρευοταν άλλος.» σαρκαζει και η Κυβελη στριφογυριζει τα ματια. Σφιγγει το χερι της φιλης της.
«Πως νιωθεις;»
Ξεφυσαει.
«Σαν να εκανα ένα πολύ μεγαλο ακριβο παρτι.» παραδεχεται και τριβει το χερι της Κυβελης.
«Με τους καλυτερους μου φιλους.» κοιτα την Ερμιονη.
«Και τους συγγενεις μου να αγριοκοιταζουν τον Γιαννη και τα αγορια που κανουν καφριλες.»
«Ελα δεν εκαναν κατι ακραιο...»
Και πανω που παει να το πει αυτό η Ερμιονη η Κυβελη νιωθει ένα δυνατο σπρωξιμο από πισω, να διαλυει την ισορροπια της και να την ριχνει στο νερο. Πανικοβλητη κλεινει τα ματια και υποδεχεται το δροσερο νερο με αρωμα και γευση χλωριου να την αγκαλιαζει ανακουφιστικα.
Για λιγο παγωνει, μα συντομα δινει μια ωθηση με τα ποδια και ανεβαινει παλι στην επιφανεια.
Ο αερας που την χτυπαει στο προσωπο την γεμιζει και εκνευρισμο.
Ανοιγει τα ματια και βλεπει διπλα της την Φαιη και την Ερμιονη, βρεγμενες, με το μακιγιαζ διαλυμενο και τα μαλλια τους εδώ και εκει.
Ο Βασιλης και ο Ορεστης στεκονταν από πανω τους και ειχαν λυθει στα γελια, ενώ ο Γιαννης πιο πισω προσπαθουσε να κρατησει πισω ένα ηχηρο γελιο, ενώ παραλληλα εψαχνε καποιον από το κτημα να ζητησει πετσετες.
«Ειστε απαραδεκτοι!»
«Ζωα!»
«Βασιλη εχεις τελειωσει για μενα.»
Η Φαιδρα ετρεξε προς το μερος τους, η εκφραση της καπου αναμεσα στο γελιο και τον φοβο, φοβο για τον θυμο στα ματια της αδελφης της που τρεμοπαιζε με ένα μουδιασμα που θα ορκιζοταν πως ηξερε που οφειλοταν. Ο Βασιλης μπροστα της γελουσε σαν βλακας, και αυτό την εκανε να δρασει πριν σκεφτει. Με μια αποτομη κινηση εσπρωξε και εκεινον και τον Ορεστη μεσα στην πισινα, σχεδον πανω στα κοριτσια, που ικανοποιημενες από την εκδικηση υπερ τους γελασαν.
Η Κυβελη ειδε τον Ορεστη να βγαινει στην επιφανεια του νερου και τιναζει τα μαλλια του με ένα τιναγμα πριν σκουπισει τα ματια του.
«Φαιδρα τολμα να ερθεις πιο κοντα! Σε προκαλω!» Ο Βασιλης ειχε αρχισει ηδη της απειλες ενώ ο Γιαννης βοηθουσε την Φαιη να βγει από την πισινα με το νυφικο.
Το πουκαμισο ειχε κολλησει πανω το δερμα του, ειχε γινει ημιδιαφανο και το δερμα του λαμπυριζε κατω από το φως. Ηθελε να ακουμπησει πανω στο στερνο του και να τον αφησει να την βγαλει εξω.
«Κοιτας παλι.» ο ψιθυρος του ακουστηκε μονο στα αυτια της. Κοκκινισε ολοκληρη και όταν σηκωσε το βλεμμα το δικο του, γεματο αυταρεσκεια την κοιτουσε ηδη.
Ξεροκαταπιε και περασε τα χερια μεσα από τα μαλλια της.
«Ιδεα σου.»
Για να μην δει το ψεμα στα ματια της του γυρισε την πλατη.
«Επαιξες αρκετα; Μπορουμε να φυγουμε τωρα;» ο Ιακωβος στεκοταν πλεον διπλα της Φαιδρα, με το σακακι στο χερι και την υπομονη να εξαντλειται.
Η κοπελα ανασηκωσε το φρυδι.
«Γιατι; Σε περιμενει η γκομενα σπιτι;»
Η Κυβελη ειδε τον νεαρο να στριφογυριζει τα ματια, η ενοχληση ξεκαθαρη στα ματια του.
«Και να περιμενε θα την ειχε παρει ο υπνος τοση ωρα που κανεις.» αντιγυρισε και ετεινε το πανωφορι και την τσαντα προς το μερος της.
Η Φαιδρα, μετα βιας ξεκολλαει το βλεμμα της από το δικο του, πριν γυρισει στους υπολοιπους, που ακομη μεσα στην πισινα παρακολουθουσαν την σκηνη.
«Να ζησετε παιδια, καλους απογονους, βιον ανθοσπαρτον και καλο ταξιδι αυριο.» γυρισε προς το μερος της αδελφης της.
«Να προσεχετε.»
Ηταν δυσκολο με την Φαιδρα να ξερεις που τελειωνει η αληθεια και που αρχιζει η ειρωνια.
Ακολουθησε τον Ιακωβο που προχωρουσε με κοφτο βημα προς την εξοδο του κτηματος. Οι υπευθυνοι του catering ειχαν αρχισει ηδη να μαζευουν τραπεζια.
«Από εκει που δεν το περιμεναμε μας ηρθε.» ο Βασιλης πρωτος εσπασε την σιωπη.
Η Ερμιονη γελασε πνιχτα.
«Κωνσταντινε ελα να με βοηθησεις γιατι αν περιμενω από αυτά τα ζωα σωθηκα.» απευθυνθηκε στον μελαχρινο που στεκοταν ορθιος από πανω τους.
Σχεδον αθωα πλησιασε και της απλωστε το χερι, σιγουρα δεν περιμενε να τον τραβηξει ολη της την δυναμη μεσα, προκαλωντας έναν κυκλο γελιων.
«Μπραβο το κοριτσι μου.» Ο Βασιλης την κρατησε πανω του και την φιλησε ατσαλα στα χειλη, κανοντας την να χαμογελασει.
«Ερμιονη εχεις τελειωσει.» Ο Κωνσταντινος μουρμουρισε βηχοντας καθως βγηκε στην επιφανεια.
Η καρδια της Κυβελης χτυπησε ακανονιστα. Γυρω της οι φιλοι της επι επταετιας σχεδον, γιορταζαν μια μερα οροσημο. Οντως, ηταν το τελος μιας εποχης, και η αρχη μιας νεας. Όμως τιποτα δεν ηταν πιο εκδηλο από την αναγκη τους να κρατησουν αυτή την φιλια ιδια, κι ας αλλαξουν όλα τα υπολοιπα.
Ενιωθε τα ματια του να την καινε, να της θυμιζουν οσα εγιναν λιγη ωρα πριν.
Σε αγαπω Κυβελη.
Με αγαπαει;
Με αγαπαει.
Κι εγω;
------------------------------------------------------------
11 το πρωι. Πειραιας.
Επεμενε να φτασει μονη της στο λιμανι. Ξυπνια μολις μια ωρα, οση ηταν και στον δρομο, χωρις καφε και με πονοκεφαλο που σκοτωνε. Εδειχνε όπως και ενιωθε, παρα τις προσπαθειες της να μοιαζει επιμελημενη. Φορουσε μια μπεζ φουστα μεχρι το γονατο σε αλφα γραμμη, σκισιμο στο ένα ποδι και ένα λευκο τοπακι, συνδυασμενο με φαρδυ πουκαμισο και ιδιου χρωματος αθλητικα.
Τα καφε γυαλια ηλιου της όμως δεν μπορουσαν να κρυψουν την εξαντληση της, η οποια αυξηθηκε όταν αναγκαστηκε να ξυπνησει από τις 9 για να αφησει και τα σκυλια και το αυτοκινητο στην μαμα της στο Μαρουσι, κι επειτα να παρει το τρενο από εκει και να κατεβει στο λιμανι
Εφτασε ολως παραδοξως τελευταια, κι όταν πατησε το ποδι της στο λιμανι, ειδε μια παρεα που αναγνωρισε ως την δικη της. Ο Βασιλης από μακρια φαινοταν ότι γκρινιαζε, η Φαιη με τον Γιαννη ηταν μεσα στα μελια και ο Κωνσταντινος κατι κοιτουσε σε έναν χαρτη- μαλλον της Σαντορινης- με την Ερμιονη.
Που είναι ο Ορεστης.
«Γεια σας παιδια.» μουρμουρισε, και δεν μπορουσε να κρυψει την απορια της. Οσο πιο διακριτικα μπορουσε κοιταξε εδώ και εκει.
Που είναι; Δεν θα ερθει;
Ηταν αναντιρρητα απογοητευση αυτό που ενιωσε να βουλιαζει στο στομαχι της.
Επειδη δεν του ειπα ότι τον αγαπω;
Τον αγαπω;
Η ερωτηση που εκανε στον εαυτο της ηταν αχρειαστα περιπλοκη για τις ωρες υπνου που ειχε καταφερει να απολαυσει.
Μπορει να αργησε απλα, ή κατι να του ετυχε, ή να αποφασισε να φυγει για παντα στο εξωτερικο-
«Ψαχνεις κατι δικηγορινα;» η ερωτηση του την εκανε να αναποδησει.
Γυρισε να τον κοιταξει, με την καρδια της να χτυπα στον ρυθμο του ενθουσιασμου εφηβης. Ηταν εδώ!
Θεε μου Ορεστη....
Αφυδατωθηκε, και επειτα το στομα της υγρανθηκε...πολύ.
«Ε...όχι.» μαλωσε τον εαυτο της που τραυλισε.
«Ε...όχι.» την μιμηθηκε χαιδευτικα
Φορουσε μπεζ βερμουδα και ένα λευκο κοντομανικο που επεφτε πανω του σαν να ειχε ραφτει για εκεινον. Οι μπουκλες του ηταν ατημελητες και πλασιωναν το προσωπο του που ειχε αφησει αξυριστο, οι γωνιες του της δημιουργουσαν ταχυκαρδια, ενώ τα λακκακια του ειχαν φανει μεσα από ένα αυταρεσκο χαμογελο.
Ηταν κουκλος και το ηξερε.
«Ωραια θα περασουμε και σε αυτές τις διακοπες.» κοροιδεψε ο Κωνσταντινος και περασε το χερι του γυρω από τους ωμους της Ιωαννας, που κατι ψιθυριζε συνομωτικα με την Ερμιονη.
------------- --------------- ---------------- ---------------
«Εγω θα την πεσω λιγο.» ο Βασιλης χασμουρηθηκε και εγειρε προς τα πισω στον καναπε, εβαλε τα γυαλια ηλιου και τα ακουστικα του, και σε λιγα λεπτα θα αποκοιμιοταν.
«Φαιη, Ιωαννα, παμε να παρουμε καφε.» η Ερμιονη τεντωθηκε εξισου κουρασμενη.
«Εγω με τον Γιαννη θα παμε στην καμπινα.» η κοπελα ειπε οσο πιο φυσικα μπορουσε και ο μελαχρινος διπλα της κατεστησε σαφες ότι δεν θα επρεπε να τους ενοχλησει κανεις.
«Ατομα σαν εσας κανουν τον Βασιλη να μην θελει να κοιμηθει στις καμπινες των πλοιων.» ο Κωνσταντινος κατεβασε επισης τα γυαλια του.
«Κυβελακι θες να παμε να κοιμηθουμε;» ο Ορεστης περασε το χερι του γυρω της και της χαρισε ένα χαμογελο που την αφυδατωσε.
Στριφογυρισε τα ματια της με ξινιλα.
«Μαζι σου όχι, παω για καφε.» σηκωθηκε ορθια και εκανε νοημα στις άλλες δυο να πανε μαζι της.
Ο νεαρος γελασε πνιχτα και κουνησε το κεφαλι του συγκαταβατικα.Θα του το εκανε δυσκολο, το ειχε δεχτει, απλα δεν ειχε φανταστει ποσο...Το μονο που ηξερε ειναι οτι θα αξιζε. Το αξιζε.
-----------------------------------------------
«Κοιτα την, την βλεπεις; Μαλακα πως το επιτρεπεις αυτό;» Ο Βασιλης ειχε ακουμπησει τους αγκωνες στο τραπεζι του μπιτσομπαρου και κοιτουσε από πανω μεχρι κατω την κοκκινομαλλα που μολις ειχε βγει από την θαλασσα, το διαφανο μαυρο παρεο της κολλουσε όλα τα υγρα σημεια του κορμιου της και σταγονες νερου εγλυφαν το δερμα της σε έναν αγωνα δρομου κατω από τον καυτο ηλιο που εδινε στο νερο μορφη χρυσοσκονης.
Ελαμπε.
Ο Ορεστης ξεροκαταπιε και ηπιε άλλη μια γουλια από το ποτο του. Η ωρα ηταν 1 το μεσημερι, ειχαν παραγγειλει δυο μπουκαλια, η μουσικη ηταν δυνατη, ο κοσμος χορευε χαλαρα στον ρυθμο, το ιδιο και εκεινη.
Πως δεν την βλεπω...Εγω και ολοι οι αλλοι.
«Μεγαλο κοριτσι είναι, θα βαλει ό,τι θελει.» ανασηκωσε τους ωμους του και εγειρε παλι πισω.
Και πιστευε ότι εκεινη θα εμενα αφωνη μαζι του.
«Μωρε ας βαλει ότι θελει, αρκει να βαλει, αυτή ολο βγαζει.» ο φιλος του δεν ηταν τοσο δημοκρατικος, αν και η Ερμιονη διπλα του δεν πηγαινε πισω.
Βεβαια η Ερμιονη δεν πινει σφηνακια με τους Αγγλους στο απεναντι τραπεζι εδώ και ένα τεταρτο.
«Να σας φερω κατι άλλο;» η σερβιτορα επεστρεψε, διαφορετικη εκεινη την φορα. Κοιταξε τους δυο νεαρους με ένα χαμογελο ναζιαρικο, που υπονοουσε πολλα.
«Ειμαστε καλα.» Η Φαιη της το ξεκοψε ακουμπωντας το χερι της μπροστα στους φιλους της.
Κοιταχτηκε με την κοπελα για λιγο, πριν η δευτερη γνεψει ελαφρως ξινισμενα και αποχωρησει.
«Α δηλαδη η φιλη σου μπορει να φλερταρει με τον κάθε τουριστα και εγω όχι;» ο Ορεστης ρωτησε μεταξυ αστειου και σοβαρου.
Δεν επαιρνε τα ματια του από πανω της, κι εκεινη το ενιωθε, το καυτο βλεμμα του να της καιει την πλατη, μα τον αγνοουσε.
Οσο μπορουσε.
Ο Ορεστης ειχε επιστρατευσει τα μεγαλα μεσα, ειχε βγαλει την μπλουζα του, ειχε ανακατεψει τις μπουκλες του και ειχε μαυρισει ελαφρως.
Και τελος, αυτό ηταν, πλεον ουτε οι πιο εξωτικοι τουριστες δεν τον ξεπερνουσαν. Αυτό πιστευαν τουλαχιστον οι κοπελες από τα διπλανα τραπεζια, που ολο περνουσαν από εκει τυχαια, ή οι σερβιτορες, που τετοιο σερβις ειχε χρονια να δει.
«Ky-be-li?» ο Αγγλος, που ειχε κατακαει, αλλα ειχε μια γοητεια, προσπαθησε μεσα στο μεθυσι του να προφερει το ονομα της.
Οι φιλοι του γελασαν.
«Κυ-βε-λη» του εξηγησε παλι, προσπαθωντας να συγκρατησει ένα πνιχτο γελακι.
«You are beautiful.» αλλαζει θεμα και γερνει λιγο προς το μερος της. Μυριζε αλκοολ.
«I know, thank you.»
Η αλαζονεια της φερνει ένα νέο κυμα γελιου.
«Beautiful and smart.» ο φιλος του προσθετει. Ηταν γυρω στα 28 με 30, όχι αρκετα νεοι για να κανουν ασχημα μεθυσια στην Ιο, μα όχι και αρκετα μεγαλοι για να μην μεθανε μεσημερι σε μια παραλια.
Τα μαλλια της αγγιζαν το δερμα λιγο πιο κατω από τους ωμους της και ειχαν σγουρυνει ελαφρως από την επαφη με το νερο, το μαγιο της, ένα μαυρο τριγωνακι για πανω, και ένα κοφτο μπικινι με κορδονια για κατω, απλα και ηρεμα, εφεραν φουρτουνα. Και λιγο ηρεμησε τα πραγματα το ημιδιαφανο παρεο που δεν εκρυβε τιποτα.
«Hi!» ακουσε την φωνη της Ιωαννας και συντομα η ψηλολυγνη κοπελα με τα μαυρα μαλλια βρεθηκε διπλα της, δινοντας στην παρεα ακομα ομορφοτερη θεα.
«Hey love, want a drink?» της προσφεραν αδειαζοντας ηδη ένα ποτηρι.
Εκεινη όμως εγνεψε αρνητικα και περασε ένα χερι γυρω από την Κυβελη, τραβωντας την παραλληλα πισω.
«I'm here for my friend, we're leaving, sorry.»
Η κοπελα υπακουσε, βαριοταν ετσι κι αλλιως την συζητηση. Τους ειπε ένα βιαστικο γεια και ακολουθησε την φιλη της προς το τραπεζι.
«Ο άλλος καθεται σε αναμενα καρβουνα.» της ψιθυρισε αναμεσα από τα δοντια της.
Ανασηκωσε τους ωμους αδιαφορα.
«Βρε καλως την...» ο Βασιλης δεν ειχε ιδια αποψη.
«Τι εγινε Κυβελακι; Θα εχουμε εξοχικο στην Αγγλια;» Η Ερμιονη εκανε χιουμορ, και ο Γιαννης, την αγριοκοιταξε. Ο Ορεστης επινε το ποτο του χαλαρος, κοιτωντας την σαν να μην ετρεχε τιποτα.
Νομιζει ότι μπορει να με φερει στα ακρα; Αυτή,εμενα;
Η κοπελα το επαιξε ανηξερη. Τον κοιταξε που εγειρε πισω στην ψηλη καρεκλα του, οι κοιλιακοι του τελειωναν σε V, και με το σκουρο μπλε μαγιο του εμοιαζε με εκεινα τα μοντελα καταλογου.
Νομιζει ότι θα τον αφησω ετσι;
---------------------- --------------------- ---------------------------
Ηταν το απογευμα, και εκεινοι ετοιμοι να φυγουν τελειωναν το ποτο τους, ενω το πρωινο παρτι στο beach bar που βρισκονταν τελειωνε.
«Είναι εδώ.» Η Ερμιονη ξαπλωσε μπρουμυτα διπλα της στην ξαπλωστρα και την εβγαλε από την ζαλη της ηλιοθεραπειας.
Φορεσε τα γυαλια ηλιου της κανονικα και την κοιταξε παραξενεμενη.
«Οριστε;»
«Η Νικη, αυτή που φασωνοταν με τον Γιαννη πριν κατι χρονια, η παλια σας συμμαθητρια, είναι εδώ, τον χαιρετησε, τρια τραπεζια πιο κει, τον κοιταει επιμονα.»
Η Κυβελη ανασηκωνεται ελαφρως και κοιταζει προς το μερος της παρεας της. Ο Γιαννης φαινεται καπως νευρικος, ο Ορεστης Ο Βασιλης και ο Κωνσταντινος πινουν ανενοχλητοι, ενώ η κολλητη τους ευτυχως λειπει στην τουαλετα με την Ιωαννα.
«Τι κανουμε; Δεν είναι ότι μπορουμε να την διωξουμε.»
«Τιποτα δεν κανουμε, εχουν περασει χρονια από τοτε, το εχουν ξεπερασει.» ειπε και ευχηθηκε να ισχυε κιολας.
Φορεσαν τα παρεο τους και πηγαν στο τραπεζι για να πιουν ταχα και εκεινες.
Με την ακρη του ματιου της την ειδε να περναει από διπλα τους, δεν ειχε λογο να περασει από εκει, κι ακομη περισσοτερο, δεν ειχε λογο να ακουμπησει το μπρατσο της στο δικο του ταχα μου ότι δεν χωρουσε.
Ο Γιαννης την κοιταξε πανικοβλητος, σαν να ηθελε να εχει μαρτυρα ότι δεν το ειχε προκαλεσει.
«Επαιξε με την τυχη της.» μουρμουρισε η κοπελα στον εαυτο της και κατεβασε τα γυαλια ηλιου της ώστε να τα φοραει κανονικα.
«Κυβελη τι κανεις;» η Ερμιονη μουρμουρισε.
«Σοου δεν θελει; Σοου θα της δωσω.» της απαντησε και τιναξε τα μαλλια της για να στρωσουν.
Χαλαρωσε λιγο το παρεο και απομακρυνθηκε από το τραπεζι τους, ενιωσε τον Ορεστη να την κοιτα, σαν μολις να ειχε συνειδητοποιησει τι συνεβαινε.
Πηρε το ποτο στο χερι και κινηθηκε προς το μερος της κοριτσοπαρεας τρια τραπεζια μακρια.
Ακουσε το ονομα της από την παρεα της πισω μα δεν εδωσε σημασια, ο βιολιστης ειχε το βλεμμα του πανω της και προσπαθουσε να καταλαβει τι ειχε βαλει με το μυαλο της.
Είναι τρελη, είναι επικινδυνη.
Φορεσε το πιο πειστικο της χαμογελο και προχωρησε αναμεσα στις παρεες που λικνιζονταν στην μουσικη.
«Κοπελια κοπελια...» ένας μεθυσμενος εσπρωξε τον φιλο του πανω της, μα δεν ειχε χρονο για αυτά.
Κοιταξε τον αναψοκοκκινισμενο 20χρονο που μαλλον ταξιδευε με τους συμφοιτητες του για να παρουν δυναμεις για την εξεταστικη.
Τον εσπρωξε απαλα μακρια. «Κανε μας την χαρη.»
Ο συγκεκριμενος, μελαχρινος με γυαλια ηλιου κοιλιακους και αδυνατο κορμο, ηταν δικαιολογημενος για το θρασος του, φαινοταν λιωμα, μονο εκει μπορουσε να αποδωσει την ανοσια του στο παγερο της υφος.
Πρωτα την ειδε η Μαιρη, η οποια μολις την ειδε να πλησιαζει, γιατι την ειχαν δει από πριν, χλωμιασε και σκουντηξε την Νικη.Ηταν άλλες δυο μαζι τους, αγνωστες στην μνημη της Κυβελης.
Κατι ηξερα που δεν τις συμπαθουσα στο λυκειο.
«Η Κυβελη Πολιτη, θα τρελαθω!» η Μαιρη προσπαθησε να δημιουργησει ένα κλιμα πιο ευχαριστο μα ηταν ανωφελο.
Η Νικη την κοιτουσε αμετανοητη, και ακομη χειροτερα; Με θρασος! Εκνευρισμενη και ακρως ειρωνικη που η δικηγορινα ειχε τολμησει να την κοιταξει ετσι εξ αρχης.
Οποτε φορεσε το πιο αληθινο χαμογελο που διεθετε και ηπιε μια γουλια από το ποτο της.
«Ποσο καιρο εχω να σας δω κοριτσια! Ειπα να περασω να πω ένα γεια, χαθηκαμε!» ο υποκριτικος της τονος σχεδον τις επιασε απροετοιμαστες.
«Πανε πολλα χρονια οντως...Ειδαμε και τα παιδια από εκει, η Φαιη που είναι;» Η Νικη δεν τολμουσε να μιλησει, εκανε πως δεν ακουγε από την δυνατη μουσικη.
Αλλα η Κυβελη ηξερε ακριβως τι σκεφτοταν. Πιστευε ότι μπορουσε να αδραξει την ευκαιρια που ειχε απλωθει μπροστα της, γιατι εκεινη δεν γνωριζε τον Γιαννη παρα μονο ως τον μεθυσμενο τυπο που απατησε την κοπελα του. Δεν ειχε ιδεα ποσο αγαπουσε την πρωην συμμαθητρια της.
«Επρεπε να μεινετε για ένα ποτο. Ο Γιαννης κερναει απόψε!» χαριτολογησε και τους εκλεισε το ματι.
«Αα ναι; Ποια η περισταση;» επιτελους μιλησε.
«Ο γαμος του, reunion εχουμε;» Η βραχνη φωνη του ακουστηκε πισω της και ισιωσε απότομα την πλατη της. Ηταν πολύ κοντα της, ενιωθε την παρουσια του να ανατριχιαζει το κορμι της, και μια θερμη να χτυπαει την πλατη της.
Μα ακομα και αν δεν ηξερε ηδη ότι ηταν εκεινος θα το καταλαβαινε από τα βλεμματα των γυναικων απεναντι της. Η απολυτη υποκρισια και ξινιλα εγιναν γλυκυτητα και ποθος, θαυμασμος για τον νεαρο που καποτε κινειτο στους κυκλους τους και τωρα μπορουσαν να λενε ότι τον ηξεραν.Σταθηκε διπλα της και τους χαμογελασε γοητευτικα.
Κοψε κατι!
«Δεν θυμαμαι να ησουν στην ταξη μας.» η Μαιρη δεν εχασε ευκαιρια.
Ο Ορεστης γελασε «Μακαρι να ημουν Μαιρουλα.» της εκλεισε το ματι και αυτό, σε συνδυασμο με τα λακκακια την εκανε να καταπιει έναν αναστεναγμο, δεν το εκρυβε καν!
Οι δυο φιλες τους το ιδιο, τον κοιτουσαν εντονα εκλιπαρωντας για την προσοχη του.
Η Νικη από την άλλη ειχε σοκαριστει, δεν μπορουσε να παρακολουθησει καν την σκηνη που εκτυλισσοταν αναμεσα στην κολλητη της με τον Ορεστη. Ουτε η Κυβελη όμως εδινε σημασια, απορροφουσε την εκφραση της, την μικρη ηττα που ειχε ζαρωσει αναμεσα στα φρυδια της.
«Παντρευτηκε ο Γιαννης;Ποια; Ποτε;» ρωτησε επιστρατευοντας το πιο αδιαφορο εκπληκτο υφος της.
«Χθες, την Φαιη!» αναφωνησε η Κυβελη « Χασατε που δεν ηρθατε!» ηπιε άλλη μια γουλια από το ποτο της και ο Ορεστης εγειρε λιγο προς το μερος της, μια αηχη διαταγη να μην το παρατραβηξει.
Η Νικη γυρισε προς το μερος της, ένα υφος τοσο εχθρικο οσο προσπαθουσε τοση ωρα να κρυψει.
«Δεν θυμαμαι να ημασταν καλεσμενες.»
Η δικηγορινα γελασε.
«Θα χαθηκαν οι προσκλησεις στο ταχυδρομείο, μεγαλη ατυχια.» η προσποιηση της ηταν σχεδον προκλητικη, οι δυο γυναικες εκαιγαν η μια την άλλη με το βλεμμα.
«Λοιπον ηταν πολύ ευχαριστη αυτή η ξαφνικη συναντηση. Ελπιζω να τα ξαναπουμε.»Ο Ορεστης περασε το χερι του γυρω από την μεση της και χαρισε ένα κινηματογραφικο χαμογελο στις τεσσερις γυναικες, οι τρεις εκ των οποιων ανταπεδωσαν, πριν την τραβηξει προς το τραπεζι τους.
«Θα βεβαιωθω ότι θα λαβετε τις προσκλησεις της βαφτισης!» προλαβε να φωναξει πριν ο Ορεστης την παρει σηκωτη.
Μολις η Νικη και η γελοιποιημενη της εκφραση εφυγε από το προσκηνιο η Κυβελη συνειδητοποιησε ότι βρισκοταν κολλημενο πανω στον Ορεστη, με το χερι του περασμενο γυρω από την μεση και την κοιλια της. Αποδεσμευτηκε με βαρια καρδια, εκνευρισμενη μαζι του που δεν την αφησε να πει οσα ηθελε.
Τον αγριοκοιταξε. Της χαμογελασε πλατια, σαρδονια.
Θα με πεθανει.
«Δεν είναι αναγκη να με νταντευεις, δεν θα ελεγα κατι πολύ κακο.» του πεταξε.
«Εγω για ενισχυσεις ηρθα!» σηκωσε τα χερια του τονιζοντας την ειλικρινεια του και της χαμογελασε συνομωτικα.
«Για ενισχυσεις;» δεν τον πιστευε.
Περασε το χερι του γυρω από τους ωμους της χαλαρα, και την τραβηξε λιγο προς το μερος του.
«Ηταν τεσσερις και ησουν μια Κυβελακι, και κοντη.» αστειευτηκε και της εκλεισε το ματι.
Η καρδια της χτυπουσε στον ρυθμο της μουσικης, ή μαλλον, η μουσικη στον ρυθμο της καρδια της.
Δεν ειχε σημασια. Χτυπουσε, γρηγορα. Η καρδια της.
------------- ------------------- ----------------------- ---------------- ---------------- ------------------
Ηταν μεσημερι, ειχαν καθισει σε ενα ταβερνακι για φαγητο, και το ουζο εδινε και επαιρνε. Το κλιμα ειχε ελαφρυνει αισθητα, σαν μαζι με την απομακρυνση τους απο την Αθηνα να επηλθε και η απομακρυνση απο την πραγματικοτητα.
Ηταν παλι 23 χρονων, φοιτητες, σε δυο γειτονικα διαμερισματα στην Ζωγραφου.
«Παιδια όχι! Εκεινη η καραντινα μας διελυσε, από την πρωτη μερα κιολας!» η Φαιη μουρμουρισε, το υπονοουμενο ελαφρυ πια, καθως ο Γιαννης απλα περασε το χερι του γυρω της.
«Ημασταν μαζι κάθε μερα ολη μερα, θα διαφωνησω.» της εκλεισε το ματι και εκεινη χαχανισε.
«Εγω περασα τελεια στην καραντινα παντως.» Η Ερμιονη μουρμουρισε και εβαλε λιγο ακομα ουζο στην Κυβελη διπλα της, που ειχε ένα χαζο χαμογελο, εκεινο του ουζου, το χαρακτηριστικο της.Τα μαγουλα της εκαιγαν και τα ματια της ελαμπαν αλκοολ.
«Φυσικα! Αφου εμενες σπιτι μου, ετρωγες το φαϊ της μανας μου, ειχες εμενα.» Ο Βασιλης προσπαθει να την μαλωσει αλλα πιο πολύ καταληγει να χαμογελαει οσο μιλαει. Η Ερμιονη του βγαζει την γλωσσα και η Ιωαννα απεναντι τους αναστεναζει.
«Κι εγω δεν εχω παραπονο.» μουρμουριζει ο Κωνσταντινος μα δεν προσπαθει καν να το παιξει σκληρος. Λιωνει για την νοσηλευτρια ακομα, χρονια αργοτερα.
«Πες και εσυ κατι ρε αναισθητε!» η Κυβελη φωναξε στο Ορεστη μεθυσμενη
Και ενώ ολοι σοκαριστηκαν, εκεινος το περιμενε. Την εβλεπε με την ακρη του ματιου του ωρα τωρα να πινει, λες και δεν ηξερε ποσο την χτυπαει...ή τι υπεροχα μεθυσια κανει.
Θα μπορουσε να την εχει σταματησει. Μα να χασει το σοου;
«Τι να πω αγαπη μου;» την κοιταξε ταχα αθωα, και περασε το χερι του γυρω από την καρεκλα της, κατ'επεκταση και από εκεινη. Η φλογερη κοκκινομαλλα του εριξε μια αγκωνια ολη δικη του, απλωνοντας γελια στο τραπεζι.
«Πες τι ωραια που περασες στην καραντινα μαζι μου!»λεει με παραπονο και πινει άλλη μια γουλια ουζο βυσσινο.
Και τα ματια της λαμπουν ολες τις αποχρωσεις καφε του κοσμου.
Χασκογελασε και εγειρε προς το μερος της. Το βλεμμα του σκουραινει και γλυφει τα χειλη του λαιμαργα. Την αγαπαει λιγο παραπανω όταν μεθαει.
«Παιζουμε δυο αληθειες και ένα ψεμα και δεν το εχω καταλαβει;» την πειραζει.
Και πιανει, γιατι η κοπελα αναφωνει και οι φιλοι τους λυνονται.
«Αδιορθωτος εισαι!» κανει να απομακρυνθει αλλα ο Ορεστης βαζει το χερι του στην βαση της καρεκλας της και την τραβαει προς το μερος του.
«Κι αν θες να ξερεις Ορεστη, δεν ησουν καλυτερος! Ακαταστατος! Παντου παρτιτουρες, χαρτια, ένα χαος ηταν εκει μεσα! Για δουλα με πηρες!»
Γελαει και την αφηνει να συνεχισει το παραληρημα της,
«Νομιζω γινεσαι αδικη Κυβελακι!Δεν εισαι καλυτερη με τα βιβλια σου» ριχνει λαδι στην φωτια.
«Αδικη; Εγω;» κοιταζει τους φιλους της για στηριξη αλλα δεν βγαζει ακρη.
«Ενταξει αυτό ηταν, εχεις τελειωσει για μενα Ορεστη.» μουρμουρισε κανοντας και ένα σαρδαμ λογω του ποτου.
Πνιγει ένα γελακι την ωρα που οι αλλοι κοιτουν μια εκεινον μια την Κυβελη σαν να βλεπουν το νέο επεισοδιο της αγαπημενης τους σειρας.
«Ελα ελα παιδια μην μου την τσιτωνετε.» λεει η Φαιη και επειτα γυριζει στην φιλη της.
«Κι εσυ τερμα με το ουζο, λιωμα σε κανει.» της λεει μαμαδιστικα και παιρνει το ποτηρι από μπροστα της.
Η Κυβελη αναφωνει, μεσα στην θολουρα της, οντως πληγωμενη που δεν θα επινε άλλο.
«Λοιπον θα παρουμε γλυκο;» ρωταει ο Γιαννης και κοιταζει τον καταλογο.
«Ναι ρε Γιαννη, ναι! Επιτελους καποιος το προτεινε!» Ο Βασιλης δεν μπορει χωρις επιδορπιο.
Ο Ορεστης γερνει προς το μερος της και κανει να της μιλησει.
«Ασε με.» του ψιθυριζει και προσπαθει να ενταχθει στο νέο θεμα συζητησης, αποτυγχανει να συγκεντρωθει.
«Σου εχω μια συμφωνια.» πλησιαζει κι άλλο, τα φρεσκολουσμενα μαλλια της τον καλωσοριζουν να ερθει πιο κοντα.
«Σου ειπα εχεις τελειωσει για μενα, παρατα με.» κανει ναζια κατω από την ανασα της.
«Απειρες φορες, αλλα ας μην το κανουμε θεμα.» η καυτη ανασα του χτυπαει το αυτι της, και βλεπει ένα ριγος να σκαρφαλωνει στο δερμα της.
Τον κοιταζει αναψοκοκκινισμενη, εχει οντως κοκκινισει, και δεν είναι μονο από το αλκοολ.
Νιωθει περηφανος.
«Τι συμφωνια;» υποχωρει.
«Θα σου δωσω λιγο από το ουζο μου, μυστικα.» βλεπει τα ματια της να γουρλωνουν από ενθουσιασμο.
«Αλλα θα το πιεις εδώ.» χτυπαει απαλα το ποδι του, ακολουθει το χερι του και μειδιαζει.
Είναι σιγουρα μεθυσμενη αν της φαινεται αστειο και όχι αισχρο.
«Δεν καταλαβαινω που κερδιζεις εσυ εδώ.» μουρμουριζει και διχως να το σκεφτει δευτερη φορα εγκαταλειπει την καρεκλα της και τυλιγει το χερι της γυρω από τους ωμους του ανεβαινωντας στην αγκαλια του.
Αυτό δεν μενει απαρατηρητο από την παρεα.
«Παιδια είναι μεσημερι.» ο Βασιλης τους μαλωνει.
«Τρομερη παρατηρηση Βασιλη, ευχαριστουμε.» Η Φαιη τον ειρωνευεται.
«Ειχαμε μια συμφωνια.» η Κυβελη τους εξηγει.
Ο Ορεστης δαγκωνεται να μην χαμογελασει πλατια και της δινει το ποτηρι με το ουζο του, το πιανει και με τα δυο χερια, και χωνεται πιο βαθια στην αγκαλια του, ακουμπωντας την πλατη της στο στερνο του.
Τριβεται πανω του μεχρι να βολευτει.
«Ηρεμα δικηγορινα.» περναει το χερι του γυρω από την μεση της και την κραταει σταθερη πανω του.
«Λοιπον εχω να πω και εγω κατι για την καραντινα.» Η Κυβελη ειχε το χαρισμα να μιλαει πολύ, βγαζοντας τους παντες από την δυσκολη θεση.
«Ωχ.» Η Ερμιονη και η Ιωαννα μουρμουριζουν ταυτοχρονα.
«Όχι όχι , είναι η καλυτερη ιστορια της καραντινας, και την ξεχνατε.» πινει μια γερη γουλια παιρνει το θεατρινιστικο υφος της.
«Ηταν Μαρτιος, ημασταν στο ΚΑΤ, ξημερωματα, ο Βασιλης γκρινιαζε, ο Γιαννης εκανε λιστα με το τι επρεπε να κανει για να ζητησει συγχωρεση, ο Ορεστης τα δικα του κλασικα, και ξαφνικα...» κανει μια παυση.
«Ανοιγει η κουρτινα, και τι να δω Ιωαννα;» γυριζει προς το μερος της νοσηλευτριας, που ηδη ξερει τι θα πει και χαμογελαει ντροπαλα.
«Βλεπω τον Κωνσταντινο χωρις βλεμμα ειρωνιας στα μουτρα, και λεω ωχ...κατι παει λαθος.»
Η πλατη της τρανταζεται καθως γελαει, μαζι και οι αλλοι, εκτος του Κωνσταντινου, που κοκκινιζει.
Ο Ορεστης κανει απαλους κυκλους με το χερι του στο ποδι της, καθως την κραταει σφιχτα πανω του, και κοιτα το προφιλ της οσο σατιριζει το πως γνωριστηκαν οι φιλοι τους, την βλεπει να γελαει, τα ματια της να λαμπουν απο αναμνησεις, νοσταλγια και ουζο, τα χειλη της να μυριζουν γλυκανισο και βυσσινο, τα μαλλια της θαλασσινο αερα, το δερμα της νιβεα.
Που κερδιζω εγω σε αυτό, ε; Δεν εχεις ιδεα.
----------- ---------------- ---------------- ------------- ---------------- -------------
Ηταν το βραδυ, τοτε εφτασε στα ορια του.
Αυτό ηταν. Η Σαντορινη ειχε μπει στην μαυρη λιστα του, οσο ηταν στο χερι του δεν θα ξαναπατουσε εκει, κι αν δεν εφταναν οι τελευταιες δυο μερες, εκεινη η βραδια αρκουσε.
Ειχαν βγει για φαγητο ολοι μαζι, και στο διπλανο τραπεζι καθονταν, ποιοι αλλοι;
Οι Αγγλοι από το πρωι! Αυτή την φορα ηταν ολοι λιγοτερο μεθυσμενοι και καλυτερα ντυμενοι.
Και φυσικα, φυσικα καλεσαν την Κυβελη στο τραπεζι τους. Ο Ορεστης την αγριοκοιταξε. Επρεπε να πειθαναγκασει τον εαυτο του να μην την πιασει από το χερι και την καθισει κατω. Όλα εγιναν πολύ χειροτερα όταν οι αλλοι τεσσερις τουριστες βρηκαν μια δικαιολογια να φυγουν, κι ετσι στο τραπεζι εμεινε μονο εκεινη και ο καμμενος Βρετανος.
«Ορεστη μπορω να παω εγω να την παρω.» ο Βασιλης εσκυψε προς το μερος του και του ψιθυρισε.
Εγνεψε αρνητικα, πινοντας άλλη μια γουλια από το ουζο του.
«Ας κανει ότι θελει.» μουρμουρισε και εστρεψε το βλεμμα του μακρια της, να μην την βλεπει, να μην γινεται εξαλλος.
Οι υπολοιποι αλλαξαν γρηγορα θεμα, με την Ερμιονη να επαναφερει μερικα σκηνικα από τον γαμο και τον Κωνσταντινο να αρχιζει να κραζει τους καλεσμενους.Επιασε τον εαυτο του να κοιταζει παλι προς τα εκει.
Τον αγγιζει. Τον αγγιζει!
Του τριβει το χερι, τα δαχτυλα της κανουν κυκλους στην ανοιχτη παλαμη του.
Τα παραταω.
Και πανω στην ωρα την ειδε να σηκωνεται. Η καρδια του εκανε διαλειμμα επιτελους.
Η κοπελα ειχε γοητευτει πιο πολύ από την προφορα του, η βρετανικη προφορα ειχε κατι βαθυ, πλουσιο, ποιητικο. Βεβαια δεν μπορεσε να μην αναρωτηθει πως θα ηταν η χροια της φωνης του Ορεστη με βρετανικη προφορα. Μαλωσε τον εαυτο της όταν στην σκεψη και μονο χρειαστηκε να κλεισει τα ποδια της σφιχτα. Ένα καυτο κυμα εξαψης την ελουσε.
Δικαιολογηθηκε και σηκωθηκε για να παει στο μπανιο, επρεπε να ριξει επειγοντως λιγο νερο στο προσωπο της.
Αφου ζητησε οδηγιες, ανεβηκε στον δευτερο οροφο, και προχωρησε στον ημισκοτεινο διαδρομο που ηταν οι αποθηκες και οι τουαλετες.
Ένα χερι την αρπαξε και την τραβηξε πισω, η πλατη της βρεθηκε στον τοιχο και οι παλμοι της εκαναν ένα ακροβατικο επικινδυνα μεγαλο.
Πηρε την κοφτη ανασα που θα προμηνευε την κραυγη, η οποια όμως καταπνιχτηκε όταν συναντησε το γαλαζιο και το πρασινο. Το σκοτεινο του βλεμμα την μαστιγωσε στο προσωπο.
Τα χερια του την κρατουσαν από τους ωμους σταθερη.
«Τι νομιζεις ότι κανεις;» τον ρωταει προσπαθωντας να ηρεμησει την καρδια της.
«Εσυ τι νομιζεις ότι κανεις τοση ωρα γαμω το κερατο μου;» ανεβαζει τους τονους, μα δεν κανει τον κοπο να του πει να χαμηλωσει την φωνη του, εχει θρασος που απαιτει από εκεινη!
«Φλερταρω.» τον εξοργιζει η απαντηση της, το θρασος της πιο πολύ από όλα, μα τι θρασος!!
«Φλερταρεις;»
«Ναι, εσυ δεν με ρωτησες τι κανω;»
«Πιστευεις δεν το παρατηρησα;»
«Τοτε η ερωτηση σου απαντηθηκε, ασε με.»
Η απαντηση της φανηκε να τον εξοργιζει.«Σκασε Κυβελη μα τον θεο στο ορκιζομαι θα κανω εγκλημα. Μην μιλας.»
«Μα να τον χαιδευεις; Τον αγνωστο; ΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ; Εμενα σου πηρε μισο μηνα αλλα με τον ξενο τα βρηκατε καλυτερα ε;»
«Από ποτε εισαι εσυ μετρο συγκρισης..»
Σαν να θυμαται τον αρχικο λογο για τον οποιο εκνευριστηκε την κοιταζει από πανω μεχρι κατω.
«Αυτό διαλεξες να φορεσεις σε μια χαλαρη εξοδο με φιλους;»
Το μαυρο σατεν φορεμα που φτανει μεχρι λιγο πανω από το γονατο, στενευει και ανοιγει σε όλα τα σωστα σημεια, είναι ένα ονειρο θερινης νυκτος πλασμενο στα ταρταρα της κολασης. Σταυρωνει τα χερια κατω από το στηθος.
«Ναι υπαρχει προβλημα;»
«Αν αυτό το φορεμα καταληξει στο πατωμα του δωματιου μου στο τελος της βραδιας, τοτε όχι, δεν υπαρχει κανενα προβλημα.»
Δεν του απανταει, δαγκωνει το κατω χειλος της, πιπιλωντας μαζι και τον εκνευρισμο της, μα το μονο που πιπιλαει ειναι το μυαλο του, γιατι δεν μπορει να σταματησει να την κοιταζει.
«Ωραια Κυβελη, ωραια, νικησες, εχεις την προσοχη μου, εχεις την ζηλια μου, τον εκνευρισμο μου.»
«Τι σε κανει να πιστευεις ότι τα θελω;»
Γελαει, το προσωπο του χαλαρωνει σε ενα αλαζονικο μειδιαμα.
«Ωωω μωρο μου τα θες, το θεμα είναι, αντεχεις τις συνεπειες;» το χερι του κλειδωνει χαμηλα στην μεση της και την τραβαει πανω του κοβοντας της την ανασα.
Τριτη μερα, 10 το πρωι.
«Λοιπον μαγκες, καλα περασαμε, σας σιχαθηκα ολους, αυριο εγω με Ερμιονη την κανουμε, νοικιασα σκαφακι για εκδρομη σε κοντινα νησακια.» Ο Βασιλης εσπασε πρωτος την σιωπη.
Ο Κωνσταντινος μουγγρισε καταπινοντας γρηγορα το κρουασαν του.
«Ναι κι εγω με Ιωαννα αυριο θα κανουμε τα δικα μας.»
«Κι εγω που ηθελα να βλεπω τα μουτρα σας σε ολο το ταξιδι μου.» ο Γιαννης σαρκασε και κοιταξε από μακρια την Φαιη που γυριζε πλευρο για να κανει ηλιοθεραπεια.
«Εσυ;» ο Βασιλης ρωτησε τον Ορεστη.
Ο βιολιστης ηξερε ακριβως τι θα εκανε, μα δεν σκοπευε να το πει τοσο νωρις, με κινδυνο καποιος από τους αδυναμους φιλους του να το εξομολογηθει στην δικια του και να πανε όλα στραφι.
«Αν μεινετε εσυ και η Κυβελη εδώ μας κανετε ολους να φαινομαστε αρχιδια.» ο Κωνσταντινος τονισε.
«Αθηνα θα γυρισουμε μαλλον. Εκεινη εχει δουλειες, κι εγω εχω πολλες προβες για τις συναυλιες του Αυγουστου.»
«Ρε καθιστε εδώ, θα περασουμε ωραια και οι τεσσερις μας.» Ο Γιαννης επεμεινε με ειλικρινεια.
«Δεν αμφιβαλλω, απλα δεν ειμαι σε φαση για διακοπες. Και τα πραγματα με την Κυβελη είναι περιεργα, εχουμε πει να μιλησουμε όταν γυρισουμε.» τους εξηγει και οι φιλοι του σοβαρευουν.
«Όπως θες εσυ, παντως ξανασκεψου το.» ο κολλητος του εβγαλε την μπλουζα του και εφυγε από το τραπεζι κατευθυνομενος προς τα που αλλου;
Προς τις τεσσερις κολλημενες ξαπλωστρες που χρησιμοποιουσαν οι κοπελες για ηλιοθεραπεια.
Ο Κωνσταντινος ακολουθησε το παραδειγμα του χωρις καν να τελειωσει το πρωινο του.
Εμειναν οι δυο τους. Ο Βασιλης τον κοιταξε.
«Κατι εχεις σχεδιασει, και το εχουμε καταλαβει ολοι, δεν ειμαστε βλακες.» του λεει.
«Ειστε βλακες, απλα εγω δεν προσπαθω να το κρυψω.» ο Ορεστης αντιλεγει για να ελαφρυνει το κλιμα.
Ο Βασιλης καυχαζει.
«Θελω χαρη.» του ζητα, ο φιλος του σοβαρευει και ελεγχοντας ότι δεν τους ακουει κανεις γερνει προς το μερος τους.
«Ακουω Ορεστακο.» τον ειρωνευεται.
--------------- ------------------------ ------------------------- ------------------------------------
Η πορτα του δωματιο της χτυπαει κατά τις 3 το πρωι, μολις ειχαν γυρισει από νυχτερινη εξοδο, οποτε της φανηκε αδυνατον καποιος να μην ηταν κατακοπος. Από την άλλη, η σκεψη να την επισκεφθηκε ο Ορεστης στο δωματιο της εκανε κατι μεσα της να πεταρισει.
Οποτε δεν μπορουσε να ελεγξει την απογοητευση που σαλεψε στο στομαχι της όταν ειδε τον Βασιλη στο κατωφλι της, και δεν ηταν και αρκετα νηφαλια για να το κρυψει.
«Τι θες;» τον ρωτησε καθως αρχισε να ξεβαφεται.
Ο φιλος της εγειρε στο κατωφλι της πορτας του μπανιου.
«Ποτε γυρνας στην δουλεια;»
«Την Τριτη, σε τεσσερις μερες.» εριξε νερο στο προσωπο της, ελπιζοντας να βγει ολο της το μακιγιαζ ώστε να μπορεσει επιτελους να κοιμηθει.
«Ενταξει, ακου τι λεγαμε με τα παιδια....αφου δεν εχουμε κλεισει επιστροφη ακομα, να παμε αυριο μια βολτα με το σκαφος που νοικιασα για μενα και Ερμιονη, αφου θα καβατζωθουν ετσι κι αλλιως ο Κωνσταντινος και η Ιωαννα, ας παμε μια μονοημερη σε ιδιωτικες παραλιες.Συμφωνεις;»
«Ποτε το ειπαμε αυτό;» μουρμουρισε τριβοντας τα ματια της σχηματιζοντας μαυρα ρυακια.
«Όταν επινες το τεταρτο σφηνακι σου με τους Σουηδους.» την ειρωνευτηκε και η κοπελα, ισως λογω του ποτου το βρηκε ξεκαρδιστικο.
«Τι ωρα να ειμαι ετοιμη;» ρωτησε απλα, αποδεχομενη την εξελιξη του ταξιδιου, που το προτιμουσε από το να περασει τοσες ωρες σε ένα καραβι με τον Ορεστη.
«9 το πρωι, και βαλιτσα κανε τωρα, ισως φυγουμε κατευθειαν.»
Μουγγρισε στην ιδεα ότι θα επρεπε να κατσει κι άλλο ξυπνια, αλλα εγνεψε θετικα και σκουπισε το προσωπο της με την πετσετα.
To παρατεταμενο χτυπημα της πορτας την συνταραξε από τον υπνο της. Αλαφιασμενη ανακαθισε και με χερια να τρεμουν από την ασταθεια του υπνου αρπαξε το κινητο της και κοιταξε την ωρα.
8 παρα πεντε.
Σχεδον παραπατησε δυο φορες μεχρι να φτασει στην πορτα, μεταξυ υπνου και ξυπνιου. Ουτε καν σκεφτηκε να κοιταξει από το ματακι ποιος ηταν, ή εστω να ελεγξει αν είναι κοσμια.
Δεν ηταν, κάθε άλλο παρα κοσμια θα την ελεγε κανεις. Φορουσε ένα φαρδυ λευκο μπλουζακι από τα αντρικα του H&M, μια από τις καλυτερες αγορες της.
Στο κατωφλι της πορτας της στεκοταν ο Ορεστης, ντυμενος, ετοιμος.
Πανεμορφος.
Η θεα του και μονο την ελουσε με κρυο ιδρωτα.
Γιατι είναι ετοιμος πριν από εμενα;
«Που εισαι ρε Κυβελη τοση ωρα; Αργησαμε!» ο τονος του ηταν καπως εκνευρισμενος, μα όχι οσο θα ηταν ο δικος της αν ειχε συμβει το αντιθετο.
Αργησα, εγω...
Η καρδια της βουλιαξε. Αν τα ματια της δεν εκλειναν από την νυστα θα ειχαν γουρλωσει.
«Μα ειπαμε....ο Βασιλης χθες ειπε 9.» μουρμουρισε.
Τον ειδε να στριφογυριζει τα ματια του. Τα ματια του ψηλαφησαν το προσωπο της, στο χαμενο της βλεμμα ξεφυσηξε.
«8 αγαπη μου, 8...» η φωνη του μαλακωσε, παντα μαλακωνε όταν την μαλωνε για μικρα χαζα πραγματα.
Βουλιαξε η καρδια της.
Θα ορκιζομουν ότι μου ειπε 9.
«Και τωρα;» δεν εκανε καν τον κοπο να κουνηθει, να τρεξει να ετοιμαστει.
Την παραμερισε και μπηκε στο δωματιο κλεινοντας την πορτα της.
Εκεινη ειχε μεινει στο κατωφλι της πορτας.
«Τους ειπα να φυγουν, θα παμε με το επομενο και θα τους βρουμε στην πρωτη παραλια. Θα μας περιμενουν. Απλα ετοιμασου.»
Η καρδια της, που ουτε ειχε προλαβει να αυξησει ρυθμο, βιωσε ένα σκαμπανευασμα που την ξυπνησε αποτομα.
«Ενταξει.» συμφωνησε, αγνοωντας ότι ηταν στον χωρο της, αγνοωντας το αγχος που δεν αναβλυζε, γιατι δεν αγχωνοταν για την εκδρομη, διακοπες ηταν αλλωστε! Αυτο που την αγχωνε ηταν το οτι εμεινε μονη μαζι του...
«Φερε μου την βαλιτσα σου.» ετεινε το χερι του προς το μερος της και η Κυβελη ενιωσε τυψεις που δεν του ειχε πει ουτε καλημερα. Μα ηταν με 4 ωρες υπνο! Μετα βιας λειτουργουσε!
Ο Ορεστης, σαν να αντιληφθηκε την εξαντληση της, γελασε πνιχτα και πηρε την μικρη χειραποσκευη από το κρατημα της.
Περασε το χερι του γυρω από τους ωμους της και την τραβηξε πανω του. Ηρθε σε επαφη με το σωμα του, και κοκκαλωσε το δικο της. Μυριζε αφρολουτρο, φρεσκαδα, κανελα, φαινοταν τελειος, γραψε λαθος, ηταν, ενώ εκεινη μυριζε ακομα το χθεσινο βραδινο της αρωμα, και ηταν σιγουρη ότι εμοιαζε τοσο ερηπειο οσο ενιωθε.
Στην νευρικοτητα της την εσφιξε λιγο ακομα πανω του και ακουμπησε τα χειλη του στην κορυφη του κεφαλιου της.
«Δεν θα μιλησουμε ακομα, μην φοβασαι, σε θελω ξυπνια και σε εγρηγορση. Εχω παρκαρει απεξω, παμε να παρεις καφε πριν φυγουμε.»
Εκλεισε τα ματια ανακουφισμενη και ελευθερωσε ένα μουγγρητο ικανοποιησης καθως αφηνοταν στην αγκαλια της. Ο αγαπημενος της Ορεστης ηταν ο χαλαρος που όμως καταφερνε να τα ελεγχει όλα.
Εφτασαν στο λιμανι της Σαντορινης και προχωρησαν ολο κατω, ο ενας διπλα στον αλλον, με τον Ορεστη να τραβαει τις δυο μικρες βαλιτσες, εκει ένα μικρο σκαφος περιμενε, και απεξω στεκοταν ενας μεσηλικας μαζι με δυο νεαρους, γεγονος που εκανε την Κυβελη να ντραπει που εκανε τοση ωρα να διαλεξει τι θα φαει. Ο Ορεστης την ειδε να μορφαζει από ενοχες και μειδιασε, εβγαλε τα γυαλια ηλιου του και εσπευσε να αναλαβει τις συνεννοησεις.
«Καλως τα παιδια! Καλημερα! Ετοιμοι;»
«Καλημερα, πανετοιμοι!» αποκριθηκε εκεινος, και από τα βλεμματα τους αποκλειστικα ειχε καταλαβει ότι ηξεραν ποιος είναι, και τι κανει, και ακομη, ηταν σιγουρος ότι μεσα στις επομενες μερες θα εβλεπε παλι το προσωπο του σε καποιο σκανδαλιστικο περιοδικο με ενισχυση 'ανωνυμων πηγων' , μα δεν τον ενοιαζε, δεν ειχε κατι να κρυψει.
«Μονο που η κυρια θα ξαπλωσει λιγο, την ξυπνησα αποτομα.» εκανε ένα νευμα προς το μερος της δικηγορινας, η οποια χαμογελασε ντροπαλα εκπλησσοντας τον εκανε ένα βημα προς το μερος του.
Θα με πεθανει.
Ειχε ψυχρα το πρωι και η κοπελα οντως χωθηκε οσο πιο μεσα στο υποστεγο του σκαφους μπορουσε για να κοιμηθει εστω και μιση ωρα ακομα μηπως και υποχωρησει ο πονοκεφαλος της.
«Καλα εισαι;» ο Ορεστης εσκυψε για να κατσει διπλα της, το προσωπο του ανιχνευσε αμεσως την δυσφορια της.
«Καλα ειμαι, απλα νυσταζω και εχω φρικτο πονοκεφαλο.»
Και καθολου διαθεση για μερα εξερευνησης.
Οι ωμοι του χαλαρωσαν και της χαρισε ένα από εκεινα τα πολύ επικινδυνα χαμογελα του. Ηρθε πιο κοντα της στο δερματινο καναπε που προοριζοταν για ηλιοθεραπεια και γερνοντας πισω την τραβηξε μαζι του.
«Ρε Ορεστη...» ηταν παλι τσιτωμενη.
«Κυβελη.» διεταξε, όχι τοσο κοφτα οσο ηθελε. Μα αρκουσε για να την νιωσει να χαλαρωνει πανω του και να απλωνεται στον καναπε. Τα μαλλια της ηταν πιασμενα οσο γινοταν με ένα κλαμερ, και ετσι οι πυρηνες τουφες ασφυκτιουσαν κοντρα στο φουτερ του να ελευθερωθουν. Ηταν δυσκολο να συγκρατηθει και να μην της λυσει τα μαλλια.
Μα ειχε άλλο στοχο, επρεπε να την κοιμησει. Οποτε αυτό εκανε, της ετριψε την πλατη ρυθμικα και αφησε τις ανασες της ολοενα και να βαραινουν, εως οτου τα βλεφαρα της υποχωρησουν στην βαρυτητα και εκεινη την κουραση.
Ο ενας νεαρος, που οδηγουσε, και ο μεσηλικας, που τελικα μαλλον ηταν ο πατερας του, καθονταν πισω από το τιμονι και την μηχανη, αμιλητοι και τους κοιτουσαν διακριτικα.
Δεν εχετε ιδεα, θελει να τους πει.
Δεν εχετε ιδεα τι θα εκανα για εκεινη.
----------------------------------------------------------------
Της πηρε δεκα λεπτα αφοτου το σκαφος εφυγε, και ανεβηκε σε ένα γνωριμο ενοικιαζομενο αυτοκινητο, για να καταλαβει ότι πρωτον, οι φιλοι τους δεν θα ηταν εκει, και δευτερον, βρισκοταν στην Αναφη.
Μα ηταν πια αργα, και το μονο που της ειχε μεινει το εκανε, εβαλε τις φωνες.
«Αυτό λεγεται παραπλανηση! Με ρωτησες αν θελω να ειμαι εδώ; Αυτό είναι παραμονο! Θελω να παω σπιτι μου.» ειχε αρχισει να πανικοβαλλεται, πιο πολύ από όλα στην ιδεα ότι την ειχε απομονωσει. Ηταν οι δυο τους. Εκεινος από την άλλη εμοιαζε αταραχος.
«Θελω μονο να μιλησουμε.» της εξηγησε καθως εψαχνε το σωστο κλειδι για να μπουν.
«Μπορουσαμε να μιλησουμε στην Αθηνα Ορεστη! Ελεος!»
«Στην Αθηνα, οπου θα εβρισκες ένα σωρο δικαιολογιες για να με αποφυγεις. »
Δεν μιλησε.
«Καλα το καταλαβα.» πηρε την απαντηση του και ξεκλειδωσε το σπιτι.
Ένα μερος της γεμισε αγαλλιαση, ανακουφιση που εβλεπε ξανα εκεινο το μερος. Ένα κομματι της ειχε πειστει ότι δεν θα ξαναερχοταν ποτε.
Μπηκε πρωτος μεσα. Γυρισε και την κοιταξε αφηνοντας τις βαλιτσες στην μεση.
Μεσα της εκρουσε κωδωνας συνειδητοποιησης.
Εγω και εκεινος, στην Αναφη.
Οι δυο μας.
Η φωνη στο μυαλο της ειχε περιεργη χροια, σαν να μην ηξερε ουτε το υποσυνειδητο της αν η απομονωση τους θα τους εβγαινε σε καλο.
Το σπιτι ηταν ηδη ανοιχτο, με παραθυρα κλειστα και πατζουρια ορθανοιχτα, κουρτινες τραβηγμενες για να μην κρυβουν την θεα, πατωματα σφουγγαρισμενα, και καμια ενδειξη ότι ειχε μεινει κλειστο για χρονια.
Ειχε μεινει όμως ετσι;
Η σκεψη και μονο ο ότι ο Ορεστης θα εφερνε καποια άλλη εκει της εφερνε αναγουλα.
«Η Νεφελη το κανονισε με μια γειτονισσα που εχει κλειδι να ερθει να το σουλουπωσει λιγο. Κι εγω πεταχτηκα χθες να παρω τα βασικα.» την ενημερωνει, βλεποντας τα φρυδια της να σμιγουν από την εντονη σκεψη. Ηταν και η μαμα του στο κολπο;
Αυτό την οδηγησε σε μια ακομη αναλαμπη.
«Ξερουν τα παιδια ότι με απηγαγες;»
Γελασε, περηφανος!
«Όχι, τα κοριτσια μαλλον ξυπνησαν τωρα, ολοι ακομα Σαντορινη είναι, μονο ο Βασιλης συμμετειχε σε αυτό το απιστευτο σχεδιο.»
Τον αγριοκοιταξε μα δεν συμορφωθηκε, ηταν ολο χαρα, το χαμογελο του σχεδον μεταδοτικο. Τα ειχε καταφερει, την ειχε στριμωξει στο νησι!
Εκλεισε την πορτα πισω της, υποχωρωντας πιο ευκολα απο οτι πιστευε.
Ειχε αντισταθει αρκετα, πολυ, και για πολυ καιρο. Οι παρατασεις ομως ειχαν τελειωσει, οι υπεκφυγες το ιδιο.
«Ωραια λοιπον. Ας μιλησουμε.»
Κοιταχτηκαν,
το γαλαζιο και το πρασινο αντικρυσαν το καφε....
Και ανοιξε ο ασκος του Αιολου.
Φυσηξε αερακι αναμεσα τους,
και μυρισε καλοκαιρι στην Αναφη,
και μυρισαν αναμνησεις.
(Συνεχιζεται...)
Ciao Bellas!!
Καλη χρονια! Ευχομαι το 2022 να σας βρει υγιεις, ευτυχισμενους, και με αισιοδοξια, να ερθουν καλυτερες μερες, και οσο δεν ερχονται να τις φτιαχνουμε.
Αυτο ηταν το πρωτο μερος, ειπα να το χωρισω, το δευτερο ειναι ως επι το πλειστον γραμμενο απλα μαλλον θα ανεβει αργοτερα σημερα, οποτε ηθελα να σας δωσω το πρωτο μισο σιγουρα να το εχετε!
Μαζι με αυτο και το υπολοιπο παραλληλο.
Ανυπομονω αληθεια, ειναι τοσο περιεργο κεφαλαιο και το αγαπω!!!
Σας αγαπω πολυ.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top