Η ζωή είναι μια οριζόντια πτώση.
Ηταν λιγο μετα τις 8 και το αλσος της Νεας Φιλαδελφειας ηταν γεματο κοσμο, οπως καθε καλοκαιρι αλλωστε.
Ειχαμε φτασει πρωτοι, καθομουν μπροστα σε ολη την διαδρομη.
Παντα ηθελα καθομαι μπροστα και οι φιλοι μου -μετα διαμαρτυριων- με αφηναν.
Στην επιστροφη θα γυρνουσα με το μηχανακι του κολλητου μου για να ανοιξω τα χερια και να αφησω τον αερα να χαιδεψει το προσωπο μου, μου αρεσε να αγγιζω το κενο , ενιωθα οτι πετουσα.
Βρηκαμε τραπεζακι, ηρθαν οι αλλοι 5 με δυο σακουλες μπιρες και κατσαμε.
9 η ωρα.
10 η ωρα.
11 η ωρα.
Γελια, συζητησεις, πειραγματα και εξομολογησεις εδιναν κι επαιρναν.
Στις 11 και 11 τους ειπα να κανουν ευχη, καθε φορα το λεω και καθε φορα με κοροιδευουν, κι υστερα νοητα κανουν απο μια.
2 και 13 χτυπησε το τηλεφωνο της φιλης μου.
Σταματησα να χαμογελαω οταν την ειδα να ασπριζει.Σκουντηξα τον φιλο μου οταν ειδα τον μορφασμο στο προσωπο της.
''Τ-τι...τι λες; Ο ...ο δικος μας ; '' την βλεπω να τρεμει, παιρνει ανασα, δεν μας κοιταζει.
Ο δικος μας.
Η εκφραση της απεπνεε μια διαχυτη αισθηση θανατου.
Θα ορκιζομουν οτι μολις το εκλεισε, κανεις δεν μιλουσε στην παρεα, σχεδον κρατουσαμε τις ανασες μας.
''Ο Αλκης.'' εμένα με κοιταξε τριτη, δεν τον ηξερα τοσο καλα, πεντε- εξι φορες τον ειχα δει.
Την μια παιξαμε ταβλι θυμαμαι.
''Ο Αλκης τι;''
''Σε ενα στενο στην Ζωγραφου.Ενας μεθυσμενος, οδηγουσε αυτοκινητο''
''Ναι. Ο Αλκης τι;'' επεμεινε ο κολλητος μου διπλα.
Δακρυσε. Εγω αναγουλιασα και αφησα κατω την μπιρα μου.
''Με την μηχανη. Μα φορουσε κρανος, σιγουρα φορουσε,παντα φοραει.''μονολογει.
''Ο ΑΛΚΗΣ ΤΙ ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ;''χτυπησε το χερι το ξυλο και τρανταχτηκα ολοκληρη.
Τον κοιταξε στα ματια. Ο πονος της αβασταχτος.
Δεν μιλησε ομως. Στο κινητο μου ηρθε μια ασχετη ειδοποιηση.
2:16.
Πριν τρια λεπτα γελουσαμε πολυ δυνατα.
Στον γυρισμο, λιγο αργοτερα, καθισα στο πισω καθισμα και διπλα ο κολλητος μου. Του κρατουσα το χερι αμιλητη.
Την μηχανη του την αφησαμε παρκαρισμενη εξω απο το αλσος και επεστρεψε για εκεινη το πρωι με τον πατερα του.
Κι εγω ακομα κραταω την ανασα μου.
-----------------------------------------------------------
1997
Ηταν περιεργος γαμος κι αυτο το ηξεραν απο την αρχη. Συντομα οργανωμενος και λιτος, μα παραλληλα περιβαλλοταν απο μια κομψοτητα.
Ειχε ενδωσει στην περιορισμενη λιστα καλεσμενων, μονο και μονο γιατι ο Δημητρης σεβομενος την επιθυμια της δεν καλεσε παρα λιγους συνεργατες του. Ηταν απολυτη οταν του ειχε πει να μην συγχεει την εργασια με την ζωη.
Βεβαια καθως του το υπενθυμιζε, θυμοταν παλι κι η ιδια ποιος ηταν ο Δημητρης Πολιτης.
Οποτε, τον Ιανουαριο εκεινης της χρονιας, στην εκκλησια του Αγιου Διονυσιου του αρεοπαγιτου στην Αθηνα, στις 7 το απογευμα, ενωπιον 350 καλεσμενενων θα γινονταν επισημα συζυγοι.
Βεβαια, ο συζυγος της ειχε φροντισει συντομα να την επαναφερει στην πραγματικοτητα, υπενθυμιζοντας της τα γραφειοκρατικα και την νομικη διαδικασια, μα εκεινη δεν του εδινε σημασια.
Η ωρα ηταν 6:55 κι εβγαζε τις τελευταιες φωτογραφιες, συμφωνα με τις οδηγιες του φωτογραφου, ενω παραλληλα δαγκωνοταν για να μην υπενθυμισει στην μαμα της αλλη μια φορα οτι θα αργουσαν.
Ο Δημητρης δεν εκτιμουσε ιδιαιτερα το συγκεκριμενο εθιμο, κι η ιδια το ειχε καταλαβει απο το πρωτο κιολας ραντεβου τους, οταν της επισημανε οτι ειχε αργησει 6 λεπτα!
''Καλε αστον να περιμενει!''η Μαιρουλα ειχε φαει πανω απο 20 κουφετα και ειχε πιει τρια τσιπουρα μαζι με τον πατερα της, ο χωρισμος της απο τον Τασο της επεσε βαρυς, μα θα ηταν αναμφιβολλα η καλυτερη επιλογη που θα εκανε για τον εαυτο της.
''Προτιμω να μην εχω φωτογραφιες παρα να μην εχω αντρα να παντρευτω!'' δηλωσε και σηκωθηκε απο την παλια ξυλινη σκαλιστη καρεκλα. Η κολλητη της φιλη, η Αλεξανδρα, την κοιτουσε απο το κατωλφι της πορτας, οπου στεκοταν συγκινημενη πλαι στην μητερα της και κατι σιγοψιθυριζαν.
Το αγχος της κορυφωνοταν, και το νυφικο οσο περνουσε η ωρα ολο και περισσοτερο την εσφιγγε, σαν να ειχε ολως τυχαιως μικρυνει απο την τελευταια φορα που το δοκιμασε.
''Μπορουμε να φυγουμε;'' ρωτησε με νευρο και ολοι εσπευσαν να την καθυσηχασουν. Απο την ενταση της ειχε αρχισει να ζαλιζεται, ενω η αναγουλα δεν την αφηνε ησυχη εκεινο το πρωι.
''Ναι αγαπη μου. Εισαι μια κουκλα!'' η κυρια Φαιδρα σκουπισε για αλλη μια φορα τα ματια της με χερια που ετρεμαν και χαμογελασε στην κοκκινομαλλα.
Η κορη της ηταν αναμφισβητητα η ομορφοτερη νυφη που ειχε δει ποτέ της. Τα κοκκινα μαλλια της ψηλα σε εναν περιτεχνο κοτσο στολισμενο με μικρα μαργαριταρια και το προσωπο της ελαμπε! Βαμμενη λιτα και με το λευκο μακρυ νυφικο να κανει αντιθεση με τις φακιδες στο δερμα της, εκλεβε την παρασταση.Φαινοταν στα ματια της οτι αδημονουσε να πανε στην εκκλησια, λες και δεν ειχαν περασει μονο 24 ωρες απο την στιγμη που χωριστηκαν.
Την βοηθησαν να κατεβει τις σκαλες του πατρικου της, το ογκωδες φορεμα δεν ειχε ουτε μια λεπτομερεια πανω του, απεραντο απαλο λευκο την τυλιγε και χυνοταν στο πατωμα. Ετσι της αρεσε και ηθελε να την δει.
Το στολισμενο αυτοκινητο του πατερα της, το καμαρι του απο οταν συνταξιοδοτηθηκε, την περιμενε για το 10λεπτο ταξιδι της μεχρι την εκκλησια.
Μερικοι γειτονες ηταν καλεσμενοι, μα κι οσοι δεν ηταν ειχαν βγει στο μπαλκονι. Ο φωτογραφος οπως του ειχε ζητησει επιμονα δεν την αφηνε σε ησυχια.
Το δυσμοιρο παρανυφακι της περιμενε διπλα στην φιλη της κατω. Το κλιμα συγκινησης ηταν διαχυτο.
Η μουσικη δε;
Την εκανε να χαμογελαει ενω παραλληλα σκεφτοταν το ηρεμο κλιμα που ο Δημητρης και μονο με την παρουσια του θα επεβαλλε αν ηταν εκει.
Η κολλητη της ηταν στην θεση του συνοδηγου και τραγουδουσε το τραγουδι που ο πατερας της εσπευσε να βαλει. Ειχε ετοιμη κασετα!
Η Μαριατζελα διπλα της μετα μανιας προσπαθουσε να στερεωσει το στεφανακι απο μικρες περλες, ενω η μαμα της απο την αλλη, Γεναρη μηνα της εκανε αερα με την βενταλια!
Ξεκινησαν και η Ιφιγενεια ενιωθε την καρδια της ετοιμη να σπασει.
Αυτο ηταν, δεν υπαρχει επιστροφη πλεον.
Ειναι ομως ο σωστος;
Εσφιγγε τα δοντια και αγνοουσε το υποσυνειδητο της που φωναζε 'Ναι!'
Ο πατερας της το ιδιο θα της ελεγε, εκεινη που στην αρχη της ειπε οχι, ηταν η μητερα της.
Ακομη θυμοταν την μερα που ο Δημητρης ειχε ερθει στο σπιτι της λιγους μηνες πριν απο την προταση γαμου που θα της εκανε.
Ο μπαμπας της επιδοκιμαστικα εγνεψε θετικα οταν του το αποκαλυψε στην ιδιωτικη τους συζητηση, αλλα συντομα χαθηκε σε μια κουβεντα περι φορολογικων μαζι με τον 'γαμπρο' του,ηταν αρκετα κλειστος ανθρωπος, μα με τον τροπο του, του ειχε δωσει την ευχη του.
Η κυρια Φαιδρα ομως ειχε τελειως διαφορετικη αποψη. Σε ησυχια δεν την αφησε!
<<Και εισαι σιγουρη;>>
<<Μα με αυτον;>>
<<Κοριτσι μου γλυκο εσυ εισαι η χαρα της ζωης! Κι αυτος...τελος παντων οχι η χαρα!>>
Σιγομουρμουριζε στην κουζινα καθως γεμιζε το πλυντηριο πιατων.
Ολα αρχισαν οταν η Ιφιγενεια σχεδον χαζοχαρουμενα ειχε γειρει προς τον νεροχυτη και της αποκαλυψε οτι μαλλον εκεινος ηταν ο ενας.
Κοιταξε παλι την μητερα της, που εκανε αερα στον εαυτο της και ψιθυριζε μαλλον καποιο ξεματιασμα. Τα μαλλια της ειχαν θαμπωσει καπως, και δεν ηταν τοσο κοκκινα οσο της ιδιας. Η γιαγια της ηταν Γερμανιδα, απο εκεινη τα ειχε κληρονομησει και ηταν ευγνωμων, ειδικα μερες οπως εκεινη.
''Μαμα;'' ψιθυρισε κατω απο την ανασα της, για να μην την ακουσουν. Η γυναικα της εσφιξε το χερι και την κοιταξε χαμογελαστη.
''Τι ειναι αγαπη μου;''
Απο το βλεμμα αμφιβολλιας που μαλλον ειχε η Φαιδρα καταλαβε.
''Μην ανησυχεις Ιφιγενεια, ειναι φυσιολογικο να εχεις αγχος, εγω νομιζα οτι θα μου κοπουν τα ποδια!''αστειευεται μα δεν την καθησυχαζει ουτε λιγο.
''Φοβαμαι'' της εξομολογηθηκε, τα σκουρα καστανα ματια της συναντησαν τα δικα της κι ας της εκρυβε την ορατοτητα το πεπλο.
Της χαιδεψε το χερι.
''Τοσα χρονια ειστε μαζι, εσυ δεν ελεγες οτι ειναι ο ενας;''
Ξεροκαταπιε. Να που χρειαζοταν την βενταλια.
''Το πιστευα-το πιστευω δηλαδη! Ειναι! Απλα...''
''Φοβασαι μην παψει να ειναι. Και δεν μπορεις να γυρισεις πισω μετα.''μαντευει ευκολα, σαν να το σκεφτοταν τοση ωρα κι η ιδια, αυτο κι αν φοβησε την Ιφιγενεια που δεν απαντησε καν.
''Was lange währt, wird endlich gut.'' της ειπε το γερμανικο ρητο, σε μια αποτυχημενη προσπαθεια να την καθησυχασει.(Ότι διατηρείται για πολύ καιρό , στο τέλος θα είναι καλό.)
''Οποτε να υπομενεις εκεινους που αγαπας, και να μην τα παρατας.''
Η μητερα της ποτε δεν μπορουσε να εκφραστει συναισθηματικα τοσο ευκολα οσο εκεινη. Οποτε σε μια στιγμη οπως αυτη, επιανε τον εαυτο της να νιωθει αβοηθητο.Κρατησε ωστοσο τα λογια της και θα τα επαναλαμβανε στον εαυτο της σε καθε δυσκολια.
Οταν εφτασαν στο ιερο συνοδευομενοι απο μια βοη κορναρισματων, η ωρα ηταν 7:06, γεγονος που εκανε την Ιφιγενεια να χαμογελασει στην συμπαντικη συμπτωση.Βγηκε εξω και ο φακος την τυφλωσε.Ο πατερας της, συγκινημενος την βοηθησε να σταθει ορθια, ενω η μαμα της και η κολλητη της σουλουπωνονταν και εστηναν το παρανυφακι.
Ευτυχως ετοιμαστηκαν γρηγορα γιατι σχεδον μπορουσε να νιωσει το βλεμμα του να την κατακεραυνωνει, κατω απο ενα μειδιαμα, κι ας ηταν 15 σκαλια και ενα σωρο κοσμο μακρια. Σιγουρα πιστευε οτι ειχε αργησει επιτηδες, και αποκλειεται να του αλλαζε γνωμη!
Οποτε οταν ανεβηκε τα σκαλια,και ο πατερας της την παρεδωσε στον μελλοντα συζυγο της, δεν παραξενευτηκε καθολου οταν εσκυψε και αντι να την φιλησει στο μαγουλο της ψιθυρισε.
''Αν η αργοπορια ηταν σπουδαιος λογος ακυρωσης γαμου θα το ειχα κανει.''
Γελασε πνιχτα και τον ακουμπησε το χερι της στον αγκωνα του.
Θα επρεπε να κατσουφιασει που δεν της ειπε ποσο ομορφη ηταν, μα το ειδε στιγμιαια στο βλεμμα του, πριν τα χειλη του επιστρεψουν στην λεπτη ισια γραμμη τους.
Εκεινη αντιθετως τον θαυμαζε κλεφτα σε ολη την διαρκεια της τελετης, οπου σοβαρος στεκοταν πλαι της και ευλαβικα ακουγε τον παπα να διαβαζει τα ιερα κειμενα.
Ενιωθε την καρδια της να τρεμει στο στηθος της, ηταν η ευτυχια, η απολυτη, πληρης και μεταρσιωτικη ευτυχια που της προσφερε.
Κι οταν λιγες ωρες αργοτερα χορεψαν τον πρωτο τους χορο μαζι, εκεινος και τον τελευταιο για την υπολοιπη βραδια, μπορουσε να δει την μαμα της να γκρινιαζει στον πατερα της, για το ποσο αναποδος ανθρωπος ηταν που δεν διαλεξε ενα ομορφο τραγουδι για τον πρωτο χορο, ή πιο συγκεκριμενα το ''Θελω κοντα σου να μεινω'' που τους ειχε προτεινει.
Ανασηκωσε το κεφαλι απο το στερνο του και τον κοιταξε. Με το χερι του περασμενο γυρω απο την μεση της και το αλλο να την κρατα σταθερα, ο Δημητρης βλοσυρα την παρατηρουσε, σαν να την εβλεπε πρωτη φορα.
Το ''Stand by me'' ηταν το μονο τραγουδι που ανεχοταν να χορεψει, μα ασυναισθητα της ειχε επιβεβαιωσει αυτο που ηδη ηξερε, οτι ηταν φτιαγμενος για εκεινη.
If the sky that we look upon
Should tumble and fall
And the mountains should crumble to the sea
I won't cry, I won't cry, no I won't shed a tear
Just as long as you stand, stand by me
Εκλεισε τα ματια και αφεθηκε στην αγκαλια του.
''Σ' αγαπω πολυ Δημητρη.'' του ψιθυρισε.
Κι αν δεν εμπαινε το ρεφρεν θα ηταν σιγουρη οτι ειχε ακουσει ενα σιγανο ''Κι εγω''. Αλλα ισως και οχι.
Τα λογια της μαμας της ομως εβγαζαν ξαφνικα νοημα, με μια δικη της παρεμβαση βεβαια. Κι οπως τα επλασε στο μυαλο της, χρονια αργοτερα ετσι ακριβως θα τα χρησιμοποιουσε για να συμβουλεψει την κορη της, που ειχε αρχισει ηδη το ταξιδι της γι αυτον τον κοσμο και συντομα θα της φανερωνε την υπαρξη της.
Οταν κατι χαλαει σε μια σχεση το φτιαχνεις, δεν πετας ολοκληρη την σχεση στα σκουπιδια.
Ή οπως η γερμανοτραφης γυναικα της ειχε πει,
Να υπομενεις (για) εκεινους που αγαπας.
-----------------------------------------------------------------------------------
Εχοντας περασει το μαθημα με 7 η Ερμιονη αποφασισε οτι της αξιζε αλλο ενα ποτό, μα βλαστημησε στην θεα της αδειας παγοθηκης.
''Φαιη;;;'' φωναξε την ξανθια που αμεριμνη επινε το ποτο της παραπερα, μιλωντας με την μια παλια της συμμαθητρια, η αλλη αφαντη!
''Τι ειναι;''
''Δεν εχει παγακια.'' της εδειξε τα αδεια πλαστικα και η φιλη της ξεφυσηξε.
''Εχει πανω.'' μουρμουρισε βαριεστημενα.
Η κοπελα εκλεισε την πορτα του ψυγειου και σηκωθηκε ορθια.
''Βρες τον Γιαννη να μας δωσει τα κλειδια.''
''Ειναι ηδη πανω, δεν ενιωθε καλα, ανακατεψε τα ποτα.'' της απαντησε με νοημα και την επιασε απο τον καρπο για να βγουν εξω, μα την σταματησε η φωνη της Στελλας, συμφοιτητριας της.
''Φαιη μου με βοηθας να βρω το μπουφαν μου;'' την παρακαλεσε ευγενικα και η ξανθουλα κοιταξε απολογητικα την φιλη της που απλα ανασηκωσε τους ωμους οτι ηταν ενταξει, πριν δειξει τον δρομο για το δωματιο της στην κοπελα.
Ο Γιαννης αναδευτηκε και βλεποντας τους στην εισοδο πεταξε την κοπελα απο πανω του.Ηταν μουδιασμενος, ζαλισμενος, πιωμενος απο ολες τις αποψεις.
Ποια ειναι αυτη ειπαμε;
Ο Ορεστης εκλεισε την πορτα πισω του με το το ποδι και επιασε την Κυβελη που στιγμιαια εσβησε.
''Γαμωτο''βλαστημησε καθως η κοκκινομαλλα 'χυθηκε' κυριολεκτικα στην αγκαλια του.Περασε τα χερια του γυρω της και την συγκρατησε, ακουμπωντας την στο στερνο του.Το κινητο του εσκασε με δυναμη στο πατωμα.
Ολα τωρα επρεπε να συμβουν;
''Κυβελη!'' την κρατα σταθερη πανω του και χτυπα απαλα τα μαγουλα της, μια το ενα και μια το αλλο.Ο Γιαννης παραλληλα προσπαθει να καταλαβει τι συμβαινει. Διπλα του, η Νικη του χαμογελα ενοχα.
Η δικηγορινα εν τω μεταξυ σιγα σιγα επανερχεται οποτε ο Ορεστης δεν απελπιζεται. Ανοιγει τα ματια της λιγο λιγο, ενοχλημενη απο τα μικρα χτυπηματα.
''Μωρο μου ανοιξε τα ματακια σου σε παρακαλω εχουμε σοβαρα προβληματα εδω!'' το βλεμμα του συναντα εκεινο της κοπελας, που θολο ακομα προσπαθει να επεξεργαστει οσα εγιναν.
''Εγω...Ορεστη.'' μουρμουρισε μπερδεμενα και ακουμπησε πανω του για να σταθει παλι στα ποδια της που ειχαν γινει ζελε.
Ο Γιαννης και η ...ωχ Θεε μου τι θα πω στην Φαιη;;
Και τι θα κανω με τον Σπυρο; Ο πατερας μου θα υποπτευθει!
''Μην υστεριαζεις ρε Κυβελη!Κωνσταντινε!!'' ο βιολιστης ουρλιαξε κυριολεκτικα το ονομα του φιλου του που πριν εικοσι λεπτα ειχε αποσυρθει στο δωματιο του με πονοκεφαλο.
Πεταχτηκε ημιγυμνος εξω και ειδε τους τεσσερις τους σε μια περιεργη κατασταση στο σαλονι. Δεν αργησε να κανει τη συνδεση.
''Φερε νερο!'' διεταξε
Εξισου ζαλισμενη, η κοπελα ανακαθισε στον καναπε και σηκωθηκε ορθια, μετα βιας στεκοταν.
''Εγω...'' τραυλισε και αρπαξε το τζιν πανωφορι της μαζι με το μικρο της τσαντακι. Κινηθηκε γρηγορα προς την πορτα κρατωντας το βλεμμα της μακρια απο ολους.
''Κλεισε την πορτα πισω σου.'' ο Ορεστης χαμογελασε χαλαρος και η Κυβελη γουρλωσε τα ματια και τον εσπρωξε μακρια της.
'' Πως τολμας και της μιλας ομ-''
Η πορτα εκλεισε πριν η κοκκινομαλλα εξαπολυσει την οργη της στην πρωην συμμαθητρια της.
Πηρε ομως το ποτηρι νερου που ο Κωνσταντινος ετεινε προς το μερος της,αγουροξυπνημενος ακομα, και οπως ηταν εριξε ολοκληρο το περιεχομενο του στο προσωπο του Γιαννη.Μαζι με αυτο του εδωσε κι ενα μεγαλο χαστουκι.
Ο βιολιστης την αρπαξε και την τραβηξε πισω οταν καταλαβε οτι δεν θα εμενε εκει.Ο φιλος του ομως στεκοταν ακαμπτος στην θεση του, σαν να μην το ειχε νιωσει καν. Κοιτουσε το κενο χαμενος.
''Δεν ντρεπεσαι ρε; Και μας το παιζεις και πιστος, τρυφερος γκομενος!Ξεφτιλισμενε!'' φωναξε εν βρασμω ψυχης.
Ο Γιαννης φανερα 'καμμενος' προσπαθησε να δικαιολογηθει. Ο Ορεστης ομως επενεβη.
''Κυβελη σταματα!'' την τραβηξε πισω του.
Η κοκκινομαλλα εξοργισμενη τιναχτηκε απο το κρατημα του. Οταν νευριαζε δεν ηθελε να την αγγιζουν.
''Τι εγινε ρε παιδια;''απο την μισανοιχτη πορτα εμφανιστηκε η Φαιδρα χαμογελασε αβολα καθως μπερδεμενη κοιτουσε γυρω γυρω.
''Το παρτι τελειωσε" η Κυβελη απαντησε κοφτα.
"Τι;'' η Ερμιονη εκεινη ακριβως την στιγμη ανεβηκε και το τελευταιο σκαλι για τον οροφο, εμοιαζε μπερδεμενη, ο Βασιλης διπλα της κατι φαινεται καταλαβε, απο το νοημα που του εκανε ο Ορεστης, γιατι εσπευσε να κανει μεταβολη και να κατεβει κατω.
''Διωξτους ολους!" ο Κωνσταντινος αφουγγραζομενος τον χαμο να ερχεται ακολουθει τον φιλο του κατω.
Κι ετσι κι εγινε.
Η Φαιη οταν βγηκε απο το δωματιο της μαζι με την Στελλα, ειδε ενα σπιτι ανω κατω να αδειαζει σιγα σιγα.
''Που πηγαν ολοι;'' αναρωτηθηκε φωναχτα, δεν ελαβε καμια απαντηση ομως.
Και την στιγμη που αποφασισε να ανεβει πανω, η Φαιδρα και η Ερμιονη βγηκαν απο την κουζινα, μαζι με δυο φιλες του Ορεστη απο την ορχηστρα.
''Καλε που πηγαν ολοι;'' ρωτησε παραξενεμενη.
''Το παρτι διαλυθηκε, μας εκαναν παρατηρηση.''απαντησε κοφτα η Ερμιονη συνοφρυωμενη.
''Μα ειναι μονο δυο! Ενημερωσα οτι θα κρατησει μεχρι τις 5! Εσυ μου ειπες οτι δικαιουμαι-''
''Ειπα ξειπα!'' απαντησε η μελαχρινη καπως πιο εντονα, κανοντας την Φαιδρα διπλα της να την σκουντηξει.
''Καλα ντε..'' υποχωρησε ''Που ειναι οι αλλοι; ''
Οι δυο κοπελες κοιταχτηκαν μεταξυ τους. Η προσωρινη τους συμμαχια παραξενεψε κι αλλο την ξανθουλα.
''Κατεβαινουν'' ειπαν σχεδον ταυτοχρονα.
Η Φαιη τις κοιταξε εξονυχιστικα.
''Εγινε κατι; Τσακωθηκες με τον Βασιλη;''
Μακαρι να ειχα τσακωθει με τον Βασιλη.
''Οχι Φαιη μου, καλα ειναι. Απλα εκνευριστηκε που διαλυθηκε το παρτι.''επεμβαινει η Φαιδρα.
Το παγωμενο μπανιο που εκανε ο Γιαννης τον ξυπνησε αποτομα. Δηλαδη...σχεδον μπανιο.Ο Ορεστης τον εσυρε κυριολεκτικα μεχρι το ντουζ, ανοιξε το κρυο νερο και εβαλε το κεφαλι του απο κατω.
Σκουπιστηκε οπως οπως με μια πετσετα και ακολουθησε τους αλλους κατω. Κοιταξε τους φιλους του για βοηθεια, μα ηξερε οτι εφοσον τον ειχε δει η Κυβελη, κατι τετοιο θα ηταν ανεφικτο. Δεν τον τρομαζε τοσο το ξεσπασμα της, οσο η μετεπειτα σταση της. Ηταν γεγονος οτι του ειχε αδυναμια και στις μικρες του διαφωνιες με την Φαιη παντοτε τον στηριζε.
Περασμενα μεγαλεια.
Στα 23 του χρονια ελαχιστες φορες ηθελε να κλαψει απο νευρα, ή να χτυπησει τον εαυτο του, μα εκεινα τα λεπτα ανακτησης εν μερει της νηφαλιοτητας του το ενιωθε εντονα.
Κατεβηκε τις σκαλες αργα, τα βηματα του βαρια, ηλπιζε η δικηγορινα να σταματησει στα μισα και να του χαριστει, να τον χτυπησει παλι εν αναγκη! Να τον βαλει να ορκιστει οτι δεν θα το ξανακανει, και μετα να κρατησει το μυστικο.
''Ρε παιδια τι εγινε;'' η Φαιη ανοιξε την πορτα φανερα απογοητευμενη απο το μικρης διαρκειας παρτι της.
Η Κυβελη την προσπερασε και μπηκε μεσα.
Η κοπελα του αναζητησε στο βλεμμα του την εξηγηση που δεν ειχε να της δωσει. Ηταν αναγκη να ειναι ολοι μπροστα; Ηταν σιγουρα η μονη επιβεβαιωση οτι δεν θα δειλιαζε τελευταια στιγμη.
''Εμπρος! Πες της!'' η κοκκινομαλλα σταυρωσε τα χερια της κατω απο το στηθος της.
''Κυβελη!'' ο Ορεστης την επιπλητει. "Δεν σε αφορα!''
''Πως δεν με αφορα; ΠΩΣ ΔΕΝ ΜΕ ΑΦΟΡΑ; Μηπως να μην της το πει κιολας;'' μιλουν για κατι που η Φαιη δεν καταλαβαινει.
''Δεν λεει αυτο κοπελα μου απλα ηρεμησε''ο Βασιλης εκνευριζεται απο τον τονο της.
Η Ερμιονη τσιτωνει''Να ηρεμησει; Γιατι να ηρεμησει, αυτο που εγινε δεν ειναι σημαντικο; Μηπως ειναι και συνηθισμενο;'' ο ξανθος απεναντι της στριφογυριζει τα ματια και πεφτει φαρδυς πλατης σε μια πολυθρονα.
''Αρχισαμε με τις υστεριες σου τωρα.''
''Υστεριες;''η Κυβελη περασε στην υπερασπιση. Κοιταξε εναν εναν τους νεαρους '' Ειστε σοβαροι ρε;''
''Νομιζω το χανουμε λιγο.'' Ο Κωνσταντινος -ντυμενος πλεον- επεμβαινει.
Η Φαιη κοιταξε τον Γιαννη περιμενοντας να της εξηγησει γιατι οι φιλοι τους παλι τσακωνονται
''Φαιη εγω φταιω.''τραυλισε. Προσπαθουσε να βρει τις λεξεις της λογικης. Ο καπνος και το αλκοολ ειχαν θολωσει το μυαλο του και επαιζαν με τη γλωσσα του.
Η κοπελα δεν καταλαβε εξ αρχης. Εκανε ενα βημα προς το μερος του, μαλλον για να τον καθισει κατω και να του φερει λιγο νερο.
Μα στο προσωπο του που για καποιο ανεξηγητο λογο εσταζε νερο, η σταμπα απο ενα σκουρο ροζ κραγιον δεν ειχε φυγει απο την ακρη του κατω χειλους του.
Ανοιγοκλεισε τα ματια της πολλες φορες, νομιζοντας οτι ειδε λαθος.
Κοκκαλωσε.
Μα ποσο βλακας! Βρηκε γκομενα με mat κραγιον!
Και μεσα στην απολυτη σιωπη, το καστρο της τελειοτητας ραγισε σαν τον παγο πανω απο την λιμνη, κι εκεινη επεσε στο νερο.
Παλευε να πιαστει απο το σωσιβιο της σκεψης οτι κατι καταλαβε λαθος, οτι παρερμηνευσε, οτι εσφαλε. Μα δεν υπηρχε τιποτα, μονο εκεινη στα ανοιχτα παρεα με δυο κυματα και μια φουρτουνα.
''Βγειτε εξω'' ο Γιαννης βλεποντας την κοπελα να καταλαβαινει, ειπε στους φιλους του.
''Μην τολμησει κανεις να βγει εξω!Ολοι εδω θα μεινουμε! Ολη η παρεα.'' απαντησε με παγερη ειρωνια.
''Να βγουν ολα τα κερατα στην φορα.'' συριξε, το βλεμμα της δεν εφευγε λεπτο απο εκεινο του Γιαννη.
''Ποιος αλλος κερατωσε;'' η Ερμιονη τσιτωθηκε.Η Κυβελη της εκανε νοημα οτι η Φαιη ελεγε ασυναρτησιες.
''Κανενας δεν κερατωσε.''ο Βασιλης αγριοκοιταξε την 'κερατωμενη', η ξανθουλα παντοτε,οσο και να τον συμπαθουσε, ελεγε στην φιλη της να βρει καποιον πιο 'συναισθηματικα' διαθεσιμο.
''Και η Φαιη τι λεει τοτε;'' η κοπελα του τον κοιταξε εξαλλη.
''Την Φαιη την τσουζει που ενω εγω εχω το ονομα, ο γκομενος της απεκτησε την χαρη!''
Γυρισε και τον κοιταξε σαν να την ειχε χτυπησει, εκανε ενα βημα προς το μερος του, μαλλον για να ανταποδωσει. Ο Γιαννης την επιασε απο το μπρατσο.
Ο Ορεστης βλεποντας την φουρτουνα να ερχεται ανοιξε την πορτα και εκανε νοημα στους υπολοιπους.
''Θα περιμενουμε εξω, δεν μας αφορα.'' ανακοινωσε και η Κυβελη τον κοιταξε σχεδον προδωμενη.
Σοβαρα τωρα;
Ετσι, θελοντας και μη, τα δυο ζευγαρια, ο Κωνσταντινος και η Φαιδρα, βρεθηκαν εξω απο το σπιτι, με την πορτα σχεδον κλειστη, βυθισμενοι στην αβολη σιωπη.
''Παμε πανω;'' προτεινε ο Βασιλης που δεν ηθελε να ακουσει τον καβγα.
''Ξεχασα τα κλειδια μου πανω, ο Γιαννης εχει αφησει ενα αντικλειδι καπου στο δωματιο της Φαιης.'' ο Κωνσταντινος μουρμουρισε και η Φαιδρα φανερα ξενερωμενη απο την εξελιξη των πραγματων ακουμπησε στον τοιχο και κυλησε μεχρι το πατωμα.
''Βολευτειτε, θα ακουσουμε ταινια.''
Η Φαιη οταν εμειναν οι δυο τους καταλαβε οτι ηθελε να κλαψει.
''Μην με ακουμπας'' γρυλισε και τιναξε το μπρατσο της μακρια, εκεινος μορφασε στο ακουσμα των λεξεων, ενιωθε αβοηθητος. Το μυαλο του ηταν θολο.
''Φαιη μου δεν-''
''Δεν ειναι αυτο που νομιζω;''καυχασε.
''Οντως δεν ειναι!''
''Καθε φορα που ενας αντρας μου λεει οτι δεν ειναι αυτο που νομιζω συνηθως ειναι ακριβως αυτο που νομιζω και κατι ακομη χειροτερο που απλα δεν ειχα φανταστει.''
''Ημουν ανασκελα στον καναπε και εκεινη ηρθε και-''
''Σκονταψε και επεσε πανω στον π-''
''Απλα με φιλησε!'' την εκοψε.
''Κι εσυ τι εκανες;''
''Απλα καθομουν εκει, δεν ενιωθα'' φωναχτα βλεπει το προβλημα αυτου του επιχειρηματος.
''Αυτο ελειπε.'' ειρωνευτηκε. ''Γιατι δεν την εσπρωξες;''
Ουτε εγω ξερω.
''Δεν μπορουσα Φαιη μου, ημουν τερμα ζαλισμενος.''
Φυσικα δεν τον πιστευει.
''Δεν μπορουσες ή δεν ηθελες;''
''Σοβαρα ημουν χαλια, με ειδες!''
''Εγω σε ειδα δεσμευμενο και ζαλισμενο, τωρα εισαι ξυπνιος, βρεγμενος και με ροζ κραγιον!''
Σαν τα λογια της να ηταν καθρεφτης ο Γιαννης εσπευσε να καθαρισει το ροζ υπολειμμα, βριζοντας τους φιλους του που δεν το προσεξαν.
Η Φαιη γελασε πικρα στην εικονα του. Δεν πιστευε ποτέ οτι θα το ζουσε ολο αυτο. Της φαινοταν τερμα σουρεαλιστικο. Καθισε στον ξαναπε και κοιταξε το κενο αναμεσα τους.
''Ρε κοριτσι μου, εσυ εισαι λογικη, σε παρακαλω, ακου με.''
Λογικη χλευασε, η λογικη μου με εφαγε.
''Οχι!'' τον εκοψε. Η φωνη της χαμηλη και αποτομη.
''Τι οχι;''
''Οχι, δεν σε ακουω'' αρνειται να τον κοιταξει, κατι που του γιγαντωνει την ανασφαλεια.
''Και πως θα γινει τοτε ρε Φαιη;'' φοβοταν.
''Δεν θα γινει'' Σιωπη. Το ρολοι εδειχνε 2 και 23.
''Τι εννοεις δεν θα γινει;'' η φωνη του βγαινει σαν ψιθυρος.
Αρνειται.
''Δεν θα γινει, θα χωρισουμε'' του ανακοινωνει και τον κοιτα.
Πισω απο την μισανοιχτη πορτα ακουγεται μια ανασα που κοπηκε, ηταν του Βασιλη.
''Η Ερμιονη ειχε κολλησει διπλα στην πορτα για να ακουει. Επικρατησε για λιγο νεκρικη σιγη.
''Νιωθεις πιεσμενος; Βαρεθηκες;'' τον ρωτα αξαφνα.
''Εσενα; Ποτέ!'' διχως να περασει λεπτο της επιβεβαιωνει.
''Βαρεθηκες, λες ψεματα!'' η Κυβελη σμιγει τα φρυδια οταν ακουει τον λυγμο στην ακρη της γλωσσας της, απο το μικρο ανοιγμα βλεπει την κολλητη της να καθεται στον καναπε ετοιμη να κλαψει.
''Τεσσερα χρονια ειμαστε μαζι,δεν με εμπιστευεσαι;Και δεν ειναι κατι ιδιαιτερο, ενα φιλακι μονο, δεν ειναι οτι σε βαρεθηκα κιολας'' ο Γιαννης προσπαθει να ελαχιστοποιησει το κακο.
Ο Κωνσταντινος κουναει το κεφαλι του.
''Λαθος κινηση''
''Δεν ειναι κατι ιδιαιτερο; '' η κοπελα αναφωνει ''Αυτο ελειπε! Να βαριεσαι στα τεσσερα χρονια! Το λες και χαιρεσαι σαν να ειναι κατορθωμα! Αν ηταν ολοι να βαριουνταν πως παντρευεται ο κοσμος; ''
Παλι σιωπη. Ο Γιαννης εκνευρισμενος περπαταει πανω κατω στο σαλονι. Βρισκεται σε ενταση, θελει να αδειασει το στομαχι του και να κοιμηθει.
''Αρα το ηθελες και την φιλησες'' η φωνη της ακουστηκε παλι
''Οχι δεν το ηθελα, Φαιη το ξερεις οτι οταν καπνιζω και πινω διαφορετικα ποτε βγαινω γκολ!''
''Ναι !Βγαινεις γκολ, δεν βγαινεις με αλλες!''
Δεν ξερει τι να της πει. Το μυαλο του ηδη υπολειτουργει, μα κι υπο αλλες συνθηκες ηξερε οτι ειναι λαθος.
''Εχεις δικιο, εκανα βλακεια.'' την κοιτα στα ματια απολογητικα. Χαμογελα ηττημενη, το προτιμουσε οταν την εβγαζε λαθος.
''Συγχωρεσε με, ξερεις οτι δεν θα ξαναγινει.'' επιμενει.
''Δεν το ξερω.'' τα ματια της βουρκωνουν.
''Φαιη!Ξεκολλα γαμω! Κανεις ετσι για ενα φιλακι! Εγω ειμαι, ο Γιαννης!'' απελπισμενος της φωναζει, σαν να θελει να την ξυπνησει.
''Ο Γιαννης δεν θα γλωσσοφιλιοταν με μια ασχετη'' τον κατηγορει.
''Ηταν απλα ενα φιλι! Δεν αλλαζει τιποτα μεταξυ μας.''
''Ξερεις οτι εφαγα κερατο απο τον Μαρκο.'' του υπενθυμιζει κατι που κανει τον Βασιλη και τον Ορεστη να κοιταχτουν με απορια.
''Αγαπη εγω-''πεφτει στα γονατα μπροστα της, διχως να υπολογιζει τους αλλους. Λες και δεν ηταν απεξω και παρακολουθουσαν ή ακουγαν.
Η Φαιη ειχε δακρυσει.
"Ειχες πει οτι δεν θα με πληγωνες ποτέ'' του ψιθυρισε με τρεμουλο.
Η Κυβελη κοιτα απο την αλλη, της φαινεται φρικτο να παρακολουθει την δυστυχια της φιλης λες και ειναι ταινια στην τηλεοραση.
''Ποτέ!Ποτέ δεν θα σε πληγωσω'' επαναλαμβανει.
''Τοτε γιατι αυτη τη στιγμη ποναω παντου;''λεει απαλα κατω απο την φωνη της.
Η Ερμιονη βουρκωνει στην θεα τους.
''Μωρο μου...συγχωρεσε με, ημουν λιωμα, ημουν χαλια, εγω μονο εσενα θελω!"
''Βαρεθηκες Γιαννη, βαρεθηκες επειδη δεν τσακωνομαστε; Επειδη δεν σου κανω σκηνες; Επειδη σε εμπιστευομαι;Αν ειναι αυτο να ξερεις πλεον ουτε σε εμπιστευομαι ουτε σε σεβομαι.''
''Οχι!''
Γελαει και σκουπιζει τα ματια της. Συγκρατει για λιγο το προσωπο της στα χερια της και ανασαινει βαθια.
''Παντα με θεωρουσα τοσο τυχερη που σε βρηκα. Ησουν ενα πατωμα μακρια, σαν να σε εβαλε η ιδια η μοιρα εκει, για να σε συναντησω! Κι επειτα... εβλεπα τους υπόλοιπους, τον Βασιλη και την Ερμιονη, που καβγαδιζαν ολη μερα, την Κυβελη που με τον Ορεστη καθε φορα γινεται εξαλλη, και μεσα σε ολα αυτα ενιωθα ξερεις... ένιωθα καπως τυχερή, γιατι σε κοιτουσα κι εβλεπα τον ανθρωπο μου.''
Το προσωπο της αποτομα σκληραινει με αυτο που θα του πει. Δεν τον κοιτα.
'' Εδινα συμβουλές. ΣΥΜΒΟΥΛΈΣ!!! Το επαιζα γκουρου!Πιστευα οτι ειχα βρει το ιδανικο και ημουν σε θεση να συμβουλεψω!'' Χλευαζει.
"Κάποιος πρέπει να γελάει μαζί μου αυτή τη στιγμή" ψιθυριζει.
Ο Γιαννης νιωθει αβοηθητος. Την πλησιαζει γονατιστος ακομα και βρισκονται στο ιδιο υψος. Την κραταει απο τους ωμους και την αναγκαζει να σηκωσει το βλεμμα της πανω του.
''Φαιη δεν το ηθελα, το ξερεις! Δεν θα σε απατουσα ποτε!'' της το λεει σαν να θελει την ιδια στιγμη να την πεισει. Μα ξερει εκ των προτερων οτι ειναι αδυνατον.
Δεν μιλησε.
''Ισως χρειαζομαστε χρονο.'' συμπεραινει εκεινος, συμπεραινει γιατι φοβαται.
''Θελω να φυγεις.'' ο φοβος του γινεται η φωνη της , που αμειλικτα τον ισοπεδωνει.
''Δεν το θες.'' αυτο ειναι ψεμα. Το βλεπει στα ματια της οτι το θελει. Εκεινος ειναι που το απερχεται.
''Πιστεψε με.Θελω να φυγεις απο το σπιτι μου αυτη ακριβως τη στιγμη ωστε να φτιαξω τα πραγματα μου και να παω στο πατρικο μου με το που ξημερωσει. '' γινεται λιγο πιο εντονη.
Τα χανει ο Γιαννης και προσπαθει να γινει διαλλακτικος.
''Εγω λεω να ξεκουραστουμε και αυριο το πρωι να μιλησ-''
''Θα μου το ελεγες;'' τον διακοπτει παλι.
''Φυσικα!'' αναφωνει
''Πότε;''
''Αυριο.''
''Αν δεν εμπαιναν μεσα οι αλλοι ουτε κι εγω δεν ξερω ποσο θα ειχατε συνεχισει''
Κουναει το κεφαλι της σαν να θελει να διωξει την εικονα που της ηρθε.
''Δεν θα ειχα συνεχισει.'' ο τονος του κρυβει εναν πονο. Ο Γιαννης ποναει.
Χαμογελαει πικρα.
''Το θεμα ειναι να μην ειχε αρχισει ποτέ''
Κοιταζει αλλου, προσπαθει να μην βουρκωσει.Μα της φαινοταν πρακτικα αδυνατον. Η σκεψη του Γιαννη να μην απομακρυνει την πρωην συμμαθητρια της απο πανω του την πικραινε, της αφηνε μια ασχημη γευση στο στομα.
Ολοι εχουν σοκαριστει.
''Στην αρχη της σχεσης μας εβγαινα και με εναν αλλον.'' του ψιθυριζει, θελοντας να τον πονεσει.
Ο Βασιλης κοιταζει την Ερμιονη με την ακρη του ματιου του.
Η κοπελα του εχει βουρκωσει και ξερει ηδη τι σκεφτεται.Αλιμονο! Σχεδον ειναι γραμμενο στο κουτελο της.
Αν δεν μπορουν αυτοι, τοτε εμεις ειμαστε καταδικασμενοι.
Η Κυβελη γυρνα στους δυο φιλους της
''Καλυτερα να φυγετε παιδια.''
''Τι;Τι λες τωρα;Ρε παιδια ας αφησουμε αυτη την παρεξηγηση πισω μας κι ας-'' ο Κωνσταντινος νιωθει οτι δημιουργειται ενα χασμα αναμεσα τους.
''Καλυτερα να φυγετε.'' επιμενει η Ερμιονη.
''Δεν θα μεινεις σε εμενα;'' ο Βασιλης σχεδον νιαουρισε, βασικα ειχε απελπιστει.
Η κοπελα επιστρατευσε καθε ειδους υπομονη ειχε μεσα της για να μην χλευασει, μα ηταν αναποφευκτο.
''Τωρα με θες;''
''Ποτε ειπα οχι;'' η Κυβελη ξεροβηξε και η Φαιδρα επνιξε ενα γελακι.
''Καλα καλα, το πρωι αν θες, ελα να με παρ-''
''12 και πεντε θα ειμαι απο κατω.'' της δηλωνει. Ξαφνικα νιωθει οτι θα εχει ιδια μοιρα με τον κολλητο του, και σαν να παυει να πνιγεται στην ιδεα της σχεσης.
''Ο,τι θες.'' του απαντα αδιαφορα εκεινη.
Την ιδια στιγμη ο Γιαννης βγαινει εξω, εξαλλος, δειχνοντας τους ετσι οτι κατι ειπωθηκε που δεν ακουσαν. Με μεγαλες δρασκελιες ανεβηκε τα σκαλια προσπερνωντας τους παντες και οι τρεις φιλοι του ξεφυσωντας ακολουθησαν.
''Ωραια θα περασουμε και σημερα.'' μουρμουρισε ο Κωνσταντινος.
Ο Βασιλης πριν ανεβει πανω πιανει την Ερμιονη απο την μεση και την φιλα δυνατα. Σαν να θελει επι τοπου να επιβεβαιωσει οτι ειναι μαζι και ειναι καλα.
Ο Ορεστης κοιταξε την Κυβελη σαν να περιμενε μια εξηγηση, μα η κοπελα τον αγνοησε επιδεικτικα και μπηκε μεσα στο σπιτι οπου βρηκε την Φαιη να ανοιγει μια συσκευασια νευρικα.
''Φαιη;'' η κοκκινομαλλα ψιθυριζει μη θελοντας να γευτει την οργη της.
Την αγνοει επιδεικτικα και μαζευει προχειρα ο,τι πλαστικο βρισκει μπροστα της και το πεταει στην τεραστια μαυρη σακουλα σκουπιδιων.
''Θες να ξαπλωσεις; Θα τα κανουμε εμεις! Η Φαιδρα θα κοιμηθει μαζι μου σημερα οποτε εχουμε βοηθεια'' η Ερμιονη μπαινει μεσα πισω απο την αδελφη της φιλης της.
''Οχι κοριτσια μου αν θελετε ξαπλωστε.Θα μαζεψω, θα σφουγγαρισω κιολας, και μετα θα παω σε ενα παιδικο παρτι!'' μουρμουρισε και οι κοπελες κοιταχτηκαν μεταξυ τους.
''Τι παιδικο παρτι; Τι λες;''
''Παιδικο παρτι βεβαια! Τετοιος κλοουν που ειμαι! Ας πληρωθω τουλαχιστον!''
''Τωρα λες χαζα''
----------------------------------------------------------------------------
Ολα κυλουν ομαλα, μαζευουν στην πληρη σιωπη, οταν δεκα λεπτα αργοτερα του κουδουνι χτυπαει κι ο Ορεστης βαδιζει καπως νευρικος προς το μερος της. Την πιανει απο το μπρατσο και της κανει νοημα να πανε μεσα.
''Αουτς!'' υπερβαλλει .
''Τι θες;'' τον ρωτα με την τραβαει κυριολεκτικα προς τα μεσα.
Κλεινει την πορτα του δωματιου της και μπροστα της βλεπει την οθονη φωτισμενη απο τον λογαριασμο της στο mystudies...την αποτυχια της.
''Ποτε περιμενες να μου το πεις;'' την ρωτησε και ενας εκνευρισμος ελοχευε πισω απο την μασκα ηρεμιας του
''Μου κανεις πλακα; Η παρεα διαλυεται κι εγω θα ασχοληθω με αυτο;''
Καυχαζει.
''Υπερβολικη οπως παντα. Τιποτα δεν διαλυεται, αντιθετως ο θειος μου σε εκοψε με 1 σε ενα μαθημα που σε ειδα να διαβαζεις μερες ολοκληρες.''
Ξεροκαταπιε.
''Ωραια, και που φταιω εγω σε αυτο για να μου επιτιθεσαι ετσι;''
''Τι εγινε μεταξυ σας;''
Σχεδον αναφωνησε ακουγοντας τα λογια του αυτα.
''Τιποτα! ''
''Σιγουρα;'' ρωτα και κρατα ακομα ψηλα την οθονη που κατω κατω αναγραφοταν με κοκκινα γραμματα η αποτυχια της.
''Με αμφισβητεις;''
''Απλα αναρωτιεμαι...γιατι να το κανει αυτο;''
Ο υδραργυρος σαν να ανεβηκε αποτομα μεσα της γιατι δεν την χωρουσε το δωματιο, χρειαζοταν αερα, και μαλιστα συντομα.
''Ε...δεν ξερω'' ειρωνευτηκε ''Μηπως γιατι θελει να με δει να υποφερω μεχρι να γυρισω σε εκεινον;''
''Και θα το κανεις;'' την ρωταει χαλαρος, γεγονος που την νευριαζει ακομα περισσοτερο.
''Εισαι σοβαρος;''
''Απολυτα.'' επιβεβαιωνει.
''Δηλαδη μου το ρωτας σοβαρα αυτο.'' επαναλαμβανει.
''Να θεωρησω την υπεκφυγη σου θετικη απαντηση;''
Τον σπρωχνει μακρια.
''Συρε και γαμησου!''
Ο βιολιστης μειδιασε.
''Αλιμονο!''εκανε μεταβολη να φυγει μα σαν κατι να τον σταματησε γυρισε παλι πισω. Την κοιταξε βλοσυρα στα ματια.
''Θα γυρνουσες;''η φωνη του ειναι σιγανη. Η Κυβελη βλεπει κατι που δεν περιμενε να δει, μια μικρη, σχεδον ανεπαισθητη παρουσια ανασφαλειας.
''Ουτε καν το σκεφτηκα.'' του απανταει ειλικρινα.
Ξεφυσαει. Οι ωμοι του χαλαρωνουν και την κοιτα σκεπτικος. Εν τελει αποφασιζει να την πλησιασει, φτανει ενα βημα μακρια της.
''Τι θα κανεις;'' την ρωτα φανερα προβληματισμενος.
''Θα ζητησω αναβαθμολογηση, αλλα δεν θελω να την καψω εκει, δικαιουμαι μονο 6, και οπως παει θα χαραμισω τις 2 σε εκεινον.''
''Δεν εισαι θυμωμενη;'' την ρωτα σαν να εξεπλαγην.
Η κοπελα ανασηκωσε τους ωμους σκεπτικη.
''Πολυ υποθετω, αλλα τι μπορω να κανω; Να το πω στον μπαμπα μου;'' χλευασε.
''Με εμενα εννοω, δεν εισαι θυμωμενη με εμενα;'' το σοβαρο του βλεμμα, κι ακομη χειροτερα, ο ηπιος αυστηρος του τονος την εκανε να σφιξει τα δοντια.
Περιμενε να νευριασω μαζι του;
''Γιατι να ειμαι θυμωμενη μαζι σου;'' ρωτησε παραξενεμενη.
''Εγω φταιω καπως, αν δεν ημουν εγω δεν θα σου εκανε ολα αυτα.''της εξηγει και η κοπελα δεν μπορει να μην γελασει.
''Εισαι αλαζονας!''τον αιφνιδιαζει.
''Οριστε;''
''Αυτο που σου λεω!'' καθεται στο κρεβατι αποκαμωμενη.
''Δεν ειμαι'' της το ξεκοβει σαν να μην το θεωρει καν πιθανοτητα.
''Κι ομως! '' στεκεται μπροστα της, η ψηλη κορμοστασια του την καλυπτει σχεδον.
Του χαμογελα με ενα ανεξιχνιαστο βλεμμα.
''Νομιζεις οτι αφησα τον Σπυρο για εσενα.'' του δηλωνει.
Δεν της απαντα, επιβεβαιωνοντας εμμεσα οτι οντως το πιστευει.
Γελαει κι αλλο.
''Τον Σπυρο τον αφησα για αλλους λογους, δεν λεω πως δεν σε ερωτευτηκα, αλλα πλανασαι πλανην οικτραν αν νομιζεις οτι θα τον αφηνα απλα για εναν αλλον. ''
Καταλαβαινει τι ειπε οτι αντιλαμβανεται στο προσωπο του Ορεστη εναν μορφασμο.
Για εναν αλλον.
''Και γιατι τον αφησες;'' την ρωταει μεσα απο τα δοντια του. Παιρνει βαθια ανασα. Θελει να του πει, πρεπει να ξερει.
''Βασικα οχι-'' υψωνει το χερι του αναμεσα τους και κανει ενα βημα πισω.
''Δεν θελω να ξερω!'' ειναι πληγωμενος, εκνευρισμενος, σαν να μην το περιμενε αυτο το πληγμα στον εγωισμο του.
''Δεν το βλεπεις καθαρα.'' του λεει ηρεμα.
''Α δεν το βλεπω καθαρα;''την ειρωνευεται, ηρεμα ολα αυτα.
''Για καντο κατανοητο τοτε!''
''Οπως δεν με σταματαει η απειλη του απο το να ειμαι ερωτευμενη μαζι σου, ετσι ακριβως δεν με σταματησε κι ενα φλερτ απο το να ειμαι ερωτευμενη με εκεινον. Αυτα που νιωθω δεν αλλαζουν ευκολα, εκτος αν εσυ το επιθυμεις.''
''Δεν μ αρεσει να μιλας ετσι γι αυτον.'' της εξομολογειται, παιδικα σχεδον, με ενα πεισμα γελοιο.
''Συνεβαλλε κι εκεινος στο να γινω αυτη που ειμαι τωρα.''
''Εννοεις μια κοπελα με ανασφαλειες, δευτερες σκεψεις και θεματα εμπιστοσυνης; Να τον χαιρεσαι!'' χλευασε και η Κυβελη για καποιο λογο προσβληθηκε.
Ειχε δικιο στο οτι ο Σπυρος δεν ηταν καλος ανθρωπος, μα τα συναισθηματα της για εκεινον ηταν περα για περα αγνα κι αληθινα.
''Εννοω μια κοπελα με κατανοηση, υπομονη, ανεκτικοτητα και ευαισθησια. Εκτος αν ξεχνας-''
Ξερει που το παει, κι οτι εχει χασει το παιχνιδι το ξερει, αλλα την σταματαει οπως και να χει.
''Δεν ξεχναω. Αλλα δεν γουσταρω να σκεφτομαι οτι μια απο αυτες τις μερες θα πας στο γραφειο του για ασχετο λογο κι εκεινος θα σε γδυνει στο μυαλο του.'' κανει παυση καθως το σκεφτεται αυτο και παιρνει ανασα.
''Γενικα δεν το αντεχω! Δεν θελω να το σκεφτομαι!Δεν αντεχω στην σκεψη των χεριων του πανω σου, των χειλιων του στο δερμα σου. Γαμωτο σου Κυβελη τον σκεφτομαι να χυνει μεσα σου και αρρωσταινω!''
Περναει τα χερια του μεσα απο τα μαλλια του και ξεφυσαει. Κινειται πανω κατω στο δωματιο της νευρικα, σαν να μην ξερει που να παει, ή τι να πει. Εκεινη σοκαρισμενη απο το ξεσπασμα του καθεται στο κρεβατι. Στην σκεψη του οτι θα βρισκοταν σε αντιστοιχη θεση με εκεινη της ανεβαινε η πιεση.
''Ελα εδω...'' του εκανε νοημα να καθισει διπλα της. Ο βιολιστης με τις ατιθασες μπουκλες παραδοθηκε στο καπως παρακλητικο της υφος και το στρωμα διπλα της βυθιστηκε ελαφρως.
Σηκωθηκε ορθια και καθισε πανω του, ακουμπωντας τα γονατα της δεξια και αριστερα του.
Τυλιξε τα χερια της γυρω απο τον αυχενα του και χαιδεψε το απαλο σημειο εκει. Τον κοιταξε τρυφερα. Την εκανε παντα αλοιφη.
''Αναθεματισμενε βιολιστη της κακιας ωρας...'' μουρμουρισε αφηρημενη καθως μελετουσε τα ματια του, που γυαλιζαν και την κοιτουσαν με προσμονη.
Χαμογελασε παιχνιδιαρικα σε αυτο, μα ακομα μπορουσε να διακρινει κανεις την ζηλια και την ανασφαλεια του. Τυλιξε τα χερια του γυρω απο την μεση της και περιμενε τα λογια της.
''Ο,τι και να κανω το παρελθον μου δεν αλλαζει. Δεν θα σου πω ψεματα, ισως αν γυρνουσα τον χρονο πισω να μην τον ειχα ερωτευτει, μα δεν μπορω να στο εγγυηθω. Αυτο που μπορω να σου εγγυηθω ομως, ειναι οτι τωρα, και για οσο ειμαστε μαζι, για μενα δεν θα υπαρχει αλλος, ουτε στην ζωη μου ουτε στην καρδια μου. Εισαι ο μονος.'' του ψιθυριζει και τον βλεπει που παλευει με ενα μειδιαμα.
''Ουτε με τον βλακα τον Στεφανο παιζει κατι;'' ρωτα-μαλλον για να ελαφρυνει την ατμοσφαιρα- και η κοκκινομαλλα γελαει και γνεφει αρνητικα.
''Οχι! Με τιποτα!''
''Και ο Σπυρος;''
''Τι με αυτον;'' επιλεγει την αντωνυμια της αδιαφοριας για να απαλλυνει τον πονο του.
''Θα τον ερωτευοσουν ποτέ ξανα;''
Σμιγει τα φρυδια στο ποσο πονο της προκαλεσε η ερωτηση του.
''Αυτο ηταν!'' εχει απηυδησει και τον σπρωχνει πισω, για να πεσει ανασκελα στο κρεβατι.
Λυνει την ζωνη της και την πετα στην αλλη ακρη του δωματιου.Ο Ορεστης προσπαθει να μην της χαμογελασει για να την ενθαρρυνει, αλλα αποτυγχανει παταγωδως.
Περναει το φαρδυ φορεμα πανω απο το κεφαλι της και μενει με τις ψηλες μποτες και τα λευκα ημιδιαφανα εσωρουχα της...κι ως γνωστο, του αρεσει το ασπρο.
Τον νιωθει να σκληραινει και επιτηδες λικνιζεται ρυθμικα πανω του, οι γοφοι της κανουν αργες κυκλικες και κινησεις και τον βλεπει που δαγκωνεται.
''Δικηγορινα μην με προκαλ-''
''Εδω'' του δειχνει τον λαιμο της.
''Ρουφουσε καθε φορα πριν τελειωσει ο Στεφανος.''το βλεμμα του Ορεστη σκουραινει.
''Τι λες γαμω ξεκολ-''
''Κι εδω'' σερνει τον δεικτη της μεχρι να φτασει αναμεσα στα στηθη της, τον νιωθει να ανασαινει κοφτα απο κατω της.
''Τελειων-''
Πρωτου καταλαβει τι συμβαινει την αρπαζει και την πεταει διπλα του στο κρεβατι, ανοιγει τα ποδια της με τους μηρους του και χωνεται αναμεσα.Επιτιθεται στο στομα της με ορμη και παθος, με μια υποβοσκουσα οργη και κτητικοτητα. Η κανελα εισχωρει βαθια και δυνατα στο στομα της. Η Κυβελη ξαφνιαζεται απο την κινηση του αλλα ειναι πλεον ανικανη να τον σταματησει, εκεινη το προκαλεσε στον εαυτο της αλλωστε.
Ειναι αρκετα απασχολημενη να νιωθει το κορμι της να τρεμει καθως πιεζει τους γοφους του πανω της. Το χερι της κατεβαινει στα οπισθια της και ζουλαει με δυναμη στο πλαι, κανοντας την να βογγηξει.Την κολλαει κι αλλο πανω του, αν αυτο ειναι εφικτο, και τριβεται πανω της.
Ω Θεε μου.
Μουγγριζει καθως με σταθερο ρυθμο κουνα τους γοφους του και την αναβει. Πνιγεται στην κανελα και νιωθει οτι την γλιτωσε. Οταν την αφηνει και απομακρυνεται λιγο. Την κοιτα εντονα στα ματια, ασθμαινει βαθια και το βλεμμα του δειχνει μια πεινα, μια οργη.
''Τωρα ας ξεκαθαρισουμε μερικα πραγματα'' της λεει μεσα απο μικρες κοφτες ανασες.
Βγαζει την μπλουζα του και την πετα μακρια.Ξεκουμπωνει το παντελονι του και το κατεβαζει ελαχιστα, ελευθερωνοντας μερος της στυσης του.
Περναει το χερι του κατω απο την μεση της και την ανασηκωνει ελαφρως, για να της δειξει οτι εχει τον ελεγχο.
''Εισαι χειριστικη.''
Αν φερω αντιρρηση ισως γινει πιο σκληρος.
''Θες να με φερνεις στα ορια μου.''
Σκυβει και την φιλα, της περναει την τσιχλα του και την αφηνει να γευτει την πηγη της ηδονης της.
''Αλλα μ'αρεσει δικηγορινα.'' στριφογυριζει του γοφους του και την κανει να θελει να ανασηκωθει κολλωντας πανω του για να ανακουφιστει απο τα συνεχομενα κυματα ηδονης.
Μενουν προσωπο με προσωπο.
''Ομως μην ξεχασεις ουτε μια στιγμη, οτι οσο εισαι μαζι μου, κουμαντο στο κρεβατι σου κανω εγω.'' στην εν δυναμει κτητικη του δηλωση δεν αντιστεκεται, περναει τα χερια της γυρω του και τον φιλα.
Ο Ορεστης ομως εχει αλλα σχεδια.
Πιανει τα χερια της και τα φερνει πανω απο το κεφαλι της.
''Τα χερια σου μακρια.'' διαταζει και γονατιζει απο πανω της, θαυμαζοντας το εργο τεχνης απο κανω του. Με τα δυο του δαχτυλα χτυπα απαλα τον μηρο της, της κανει νοημα να ανασηκωθει. Εκεινη γεματη δεος υπακουει, και τον παρακολουθει να της βγαζει το εσωρουχο, αργα και σταθερα, ξεροντας οτι τρεμει κατω απο τα δαχτυλα του. Κανει το ιδιο με το σουτιεν και επαναφερει τα χερια της πανω απο το κεφαλι της.
''Μολις τελειωσω μαζι σου, δεν θα αφησω εκατοστο στο δερμα σου στο οποιο να μην εχω χαρακτει πανω ανεξιτηλα.'' η φωνη του ειναι χαμηλη, βαθια ηδονικη και εκεινη ανασαινει βαθια.
Καντο επιτελους! Τι με βασανιζεις;
''Το θεμα ομως ειναι απο που θα αρχισω...'' την τιμωρει, αυτο κανει!
Φερνει τα ακροδαχτυλα του σε στιγμιαια επαφη με τον λαιμο της, στο πρωτο σημειο της οργης του. Καιγεται.
''Να αρχισω απο εδω;'' την ρωτα και γερνει προς το μερος της, η καυτη ανασα του χτυπα το προσωπο της.
Τα δαχτυλα του κατεβαινουν το μικρο μονοπατι προς τα κατω, αναμεσα στα στηθη της.
'' 'Η απο εδω;'' η βραχνη φωνη του προδιδει την διολου ηρεμη διαθεση του, καθως κανει μικρους κυκλους γυρω απο την ρωγα της.
''ή μαλλον...τι λες να παμε μεσα; '' την πειραζει μα εκεινη τα χανει.
Οχι!
''Εισαι τρελος;'' αναφωνει σχεδον απελπισμενα και λαμβανει ως ανταλλαγμα ενα μειδιαμα γεματο λακκακια και θρασος.
''Αποφασισα οτι σημερα θα κατακτησω το κεντρο.'' με το που προφερει τις λεξεις αυτες απομακρυνεται παλι.
Γιατι με βασανιζει ετσι;
''Στησου στα τεσσερα.'' την διαταζει και απο τον τονο του καταλαβαινει οτι δεν μπορει να πει οχι. Τρεμει ολοκληρη και τα γονατα της εχουν λυθει. Μετα βιας καταφερνει να σταθει στα γονατα. Το σκοτεινο του βλεμμα την καιει.Ακουει τον ηχο απο το περιτυλιγμα του προφυλακτικου.
''Τελειωνε.''
Ξεροκαταπινει και γυριζει απο την αλλη. Δισταζει να πεσει στα τεσσερα. Την τελευταια φορα που το εκανε ηταν τραυματικη, μα ηξερε οτι αν του το ελεγε θα γινονταν χειροτερα τα πραγματα.
Ο Ορεστης ομως μετα βιας κι ο ιδιος μπορει να περιμενει, την πιανει απο την μεση και την τραβαει ακρη ακρη το στο κρεβατι. Τα χερια του ακουμπουν στην λεκανη της.
Σκυβει προς το μερος της, ακουμπαει τα χειλη του στην αρχη της σπονδυλικης της στηλης και φιλαει απαλα, αφηνοντας ενα καυτο υγρο φιλι την σπρωχνει μπροστα πιεζοντας την πλατη της μπροστα.
''Μην λυγιζεις τα χερακια σου.'' ισιωνει την πλατη της και διορθωνει τα χερια της πριν κανει ενα βημα προς τα πισω για να θαυμασει την θεα.Τα οπισθια της τουρλωμενα τον προκαλουν.
Παιρνει καλυτερη θεση αναμεσα στα ποδια της. Η πιεση χαμηλα την κανει να σφιξει με τα νυχια της τα σεντονια για να ανακουφισει τους σπασμους της. Κι αυτος ειναι τερμα ερεθισμενος.Καθως γερνει ελαφρως προς το μερος της, το δαχτυλο του παραλληλα ακολουθει ενα υγρο μονοπατι προς το εσωτερικο του ποδιου της ψηλα, ο αντιχειρας του μεσα της κανει αργους κυκλους χιλιοστα μακρια απο την κλειτοριδα της.
Η αναπνοη της βγαινει κοφτη και ελεγχεται δυσκολα.
Ζαλιζεται ηδη.
Το χερι του πιανει την λεκανη της και ζουλαει τα οπισθια της πεινασμενα, η στυση του την πιεζει, μα πρωτα, κυλα το δαχτυλο του κατα μηκος της λεπτης γραμμης, και εκεινη νιωθει εκρηξεις ηδονης με εναν εκατομμυριο διαφορετικους τροπους.Βυθιζει τον δεικτη του και με μια κυκλικη κινηση εισχωρει και τον μεσο.
Η Κυβελη καιγεται. Μουγγριζει πνιχτα.
Θα μας ακουσουν.
Τον ακουει να χαμογελαει.
''Μωρο μου εισαι μουσκεμα''
''Με θελεις;''ρωτα βραχνα.
Δεν μπορει να μιλησει σχεδον, μα ξερει οτι αν δεν το κανει κινδυνευει να μεινει ετσι. Οποτε γνεφει.
Τον νιωθει να στηνεται πισω της και το δευτερο χερι του, απλωνει τα υγρα της στην μεση της και κρατα το κοκκαλο της λεκανης της.
''Πες το.'' διαταζει.
Κλαψουριζει ''Σε θελω.''
''Πιο πολυ απο ολους;''ρωτα παλι.
''Πιο πολυ απο ολους!'' με μια ανασα απαντα.
''Εισαι ετοιμη δικηγορινα;''
Δεν εχεις ιδεα.
''Τις ανασες σου.'' την προειδοποιει καθως νιωθει το κεφαλακι του να συσπαται, κανοντας την να σφυροκοπα καθως συγκεντρωνεται στο να αναπνεει.
Θεε μου αυτος ο αντρας με κανει να ξεχναω να αναπνεσω!
Μπαινει αποτομα μεσα της, σαν σε δευτερολεπτα να εχει χασει καθε αυτοελεγχο!
Δαγκωνεται για να μην τσιριξει.
''Δεν θα με προκαλεις ετσι!'' βρυγχαται, σπρωχνοντας τους γοφους του και εισχωρωντας ολο και πιο βαθια, πηγαινοντας την κατευθειαν στα αστερια.
Κι οι δυο βογγουν ταυτοχρονα απο αυτη τη διεισδυση.Σφιγγει καθε εκατοστο του μεσα της.
Οι ανασες της συγχρονιζονται με τις ωθησεις, ωσπου οι δευτερες σταματουν κι η Κυβελη μενει διωχως οξυγονο.
''Απαντα μου!'' απαιτει μα εκεινη εχει χασει το μυαλο της. Με το ζορι μπορει να σταθει.
''Δεν...θ-θα...'' δυσανασχετει και εισχωρει βαθυτερα, σαν τιμωρια.
Εκεινη βογγαει και νιωθει βρωμικη.
''Απαντησε μου ειπα!"
Εκεινη ψαχνει να βρει τις λεξεις καθως δεχεται τα κυματα ηδονης του αδικαιολογητα σκληρου ρυθμου του.
Νιωθει φανταστικα, οσο ο ρυθμος ανεβαινει τοσο πιο σπασμωδικα τρεμει. Αν δεν ηταν το βαρυ του κρατημα στην μεση της θα ειχε καταρρευσει.
Αξαφνα βγαινει απο μεσα της. Η Κυβελη τα χανει στην αξαφνη απουσια του και σηκωνεται στα γονατα. Θελει να κλαψει απο την ενταση. Μα δεν προλαβαινει ουτε αυτο να κανει γιατι την πιανει απο τον καρπο και την γυριζει προς το μερος του πριν την σπρωξει προς τα πισω ωστε να πεσει ανασκελα.
Απειλητικος, απαιτητικος και οργισμενος ο Ορεστης θελει να τον κοιτα καθως του δινει μια απαντηση.
Τα χερια της πανω απο το κεφαλι και εκεινος σε αποσταση αναπνοης. Τα χειλη της σχεδον χαιδευουν τα δικα του. Τα γαλαζιο στο ημιφως της φαινεται μαυρο και το πρασινο πιο σκουρο μαυρο.
Τρεμει και δεν ξερει τι να κανει με τον εαυτο της.Κοιταζει το ταβανι για να κατευνασει την ταραχη της, ομως συντομα την γεμιζει ξανα. Σπρωχνει με δυναμη μπροστα, τοση, που την κανει να ανασηκωσει την μεση της. Κλεινει τα ματια σφιχτα και αφηνεται.
''Ανοιξε τα ματια σου γαμω!''
Δεν μπορει ομως, μετα βιας ανασαινει.
Ειναι εκπληκτικο, ειναι ανεπαναληπτο. Πως αντεξα τρεις μερες;
Τα κορμια τους συγκρουονται με ορμη και η ανασα της βαθαινει καθως προσπαθει να χαλιναγωγησει την πιεση που νιωθει.Ακομα και μεσα στο απολυτο χαος ομως η Κυβελη βρισκει την δυναμη να τυλιξει τα ποδια της γυρω απο την μεση του, οσο πιο σφιχτα μπορει, βαθαινοντας την διεισδυση.
Νιωθει το κυμα να την πλησιαζει, σχεδον βλεπει την σκια του.
''Αν δεν το πεις θα σταματησω.'' την απειλει μεσα απο κοφτες ανασες.
''Δεν..'' ανασα.
''Θα..." ανασα.
''Σε.." ανασα.
Την κοιτα προειδοποιητικα, δεν πρεπει να πει το ονομα και το ξερει.
''προκαλω.'' το καλυπτει και της χαμογελα.
Αφηνεται στο ελεος του και προσπαθει να διαχειριστει τις συσπασεις που την πιεζουν σε σημειο να νιωθει αδυναμη.
Την κοιτα ανησυχος, και χαμηλωνει τον ρυθμο του.
''Μη! Μην σταματας!'' φωναζει και παυει να προσπαθει να κρατηθει μακρια του. Τα χερια της -μουδιασμενα- πλεον ακουμπουν στην ιδρωμενη πλατη του και μπηγει τα νυχια της στο δερμα του.
Πιεζει το κεφαλι της ολο και πιο μεσα στο στρωμα προσπαθωντας να διαχειριστει ολο αυτο που βιωνει. Μα καθισταται αδυνατον. Ο ελεγχος, ο ρυθμος , η διαρκως αυξανομενη δυναμη του την ξεπερνουν.
Δεν αντεχει αλλο.
''Ορεστη...ειμαι ..''αρχιζει να γινεται υποτονικη.Το κυμα πλησιαζει. Η γη απο κατω της σειεται.
''Περιμενε λιγο!'' την σταματα και αυξανει τον ρυθμο του φτανοντας την στα ακρα.
Βογκαει και τρεμει αφηνοντας λεπτες μικρες ανασες να φυγουν απο τα πνευμονια της.
''Τωρα!''
Αφηνει τον εαυτο της ελευθερο. Το κυμα ερχεται, κι ειναι τεραστιο, την καλυπτει απο την κορυφη εως τα νυχια. Σαν μια φωτια απλωνεται παντου στο κορμι της. Εκεινος ουρλιαζει και τελειωνει βαθια μεσα της.
Κοιτιουνται στα ματια, δυο ζευγαρια γυαλιστερων κοσμων που γινονται ενα.
Πεφτει ανασκελα διπλα της και η Κυβελη πιανει τον εαυτο της να μην μπορει να παρει τα ποδια της. Σκεφτεται οτι δεν θα μπορει να σηκωθει την επομενη μερα, αλλα στην σκεψη οτι δεν εχει λογο να σηκωθει αποκτα λιγη ενεργεια για να τον πλησιασει.
Σερνεται προς το μερος του στο στρωμα και ο Ορεστης της χαμογελαει ανοιγοντας την αγκαλια του.
Σηκωνει την παλαμη του ψηλα.
''Κολλα πεντε δικηγορινα''
Η κοπελα του δινει το χερι της νωχελικα , με το ζορι κουνιεται. Πλεκει τα δαχτυλα του με τα δικα της και την τραβα κι αλλο προς το μερος του.
Ενωνει τα χειλη τους και γευεται την κανελα του απο το στομα της.
''Καθε φορα και καλυτερα μωρο μου.'' ψιθυριζει και εκεινη κουρασμενη κουρνιαζει στο στερνο του και χαλαρωνει.
''Κυβελακι οσο και να θελω να σε κανω μπανιο και να κοιμηθουμε μαζι πρεπει να φυγω κι εσυ να πας στην Φαιη.'' της υπενθυμιζει.
Η κοκκινομαλλα ξεφυσα.
''Ναι. Το ξερω, απλα πρεπει να βρω δυναμεις.'' μουρμουριζει και κλεινει τα ματια.
Χρειαζομαι λιγο υπνο μονο...να ξεκουραστω.
Ο Ορεστης την σπρωχνει απαλα προς τα αριστερα και σηκωνεται ορθιος. Εκεινη νυσταζει τοσο που δεν κανει καν τον κοπο να ανοιξει τα ματια.Βρισκει το μικρο υφασμα και στεκεται παλι μπροστα της.
Περναει το ημιδιαφανο εσωρουχο αναμεσα απο τα ποδια της και με την βοηθεια της, της το φοραω παλι, καρφωνοντας την με το βλεμμα του.
Μολις ακουμπησε το λαστιχο στο δερμα της εφερε τα χειλη του κοντα στο κεντρο και αφησε ενα μικρο φιλακι στο σημειο που πριν λιγα λεπτα κατεκτησε.
''Το πρωτο φρουριο επεσε δικηγορινα.'' της κλεινει το ματι κι εκεινη γνεφει αρνητικα.
''Ειχε πεσει καιρο τωρα.'' σπευδει να του παρει την χαρα πισω υπενθυμιζοντας του το Μπανσκο.
Κουνα το κεφαλι του και φιλα παλι σε εκεινο το σημειο. Πλεον το μονο ζωντανο μερος του σωματος της ειναι αυτο, που μαλλον δεν κατανοει την εξαντληση της.
''Εκατοστο προς εκατοστο Κυβελη. Κι ομως επεσε σημερα.''
Ηταν κατι στον τονο του που την εκανε να ξεροκαταπιει.
Αυτη η καραντινα θα εχει πολυ ενδιαφερον.
Της περναει το φορεμα και της δενει την ζωνη λες και ειναι μικρο παιδι. Θελει να του την πει μα νιωθει τα ακρα της βαρια και τις δυναμεις της να την εγκαταλειπουν.
Στεκεται αναμεσα στα ποδια της και καλυπτει με τα χερια του τα μαγουλα της.
''Ξεθεωμενη;'' ρωτα με ενα πονηρο μειδιαμα.
''Ξεθεωμενη.'' απαντα ξεπνοη.
''Τοτε η δουλεια μου εδω τελειωσε.''
Οταν βγαινουν παλι στο σαλονι, ο Ορεστης κρατωντας την βαλιτσα για την 'μετακομιση' της, η Ερμιονη και η Φαιδρα βαζουν στην θεση τους τα επιπλα, ενω μια σφουγγαριστρα ειναι στην μεση του χωρου. Η Φαιη στο μπαλκονι καπνιζει.
''Τι εγινε; Εσεις την βολη σας κι εμεις δουλοι εδω; Ειλωτες; Υποχειρια;'' η Φαιδρα το επαιξε θιγμενη μα ο Ορεστης γελασε.
''Οσο και να θελω να μεινω σε αυτη την παρεα, παω πανω, με περιμενουν τα παιδια για να βγουμε.'' τους ανακοινωνει και οι δυο 'δεσμευμενες' κοιτιουνται μεταξυ τους.
''Τι;''
Ανασηκωνει τους ωμους του.
''Για ενα ποτο, δεν τον χωραει το σπιτι τον αλλον. Μετα θα ερθουν σε εμενα, μην ανησυχειτε ειμαι νηφαλιος! Θα οδηγησω και θα προσεχω!''
''Εγω δεν ξερω αν θα ερθω Ορεστη, η Φαιη μπορει να με χρειαζεται εδω.'' του δηλωσε κοιτωντας την πρωτοβουλια του να κουβαλησει την βαλιτσα.
''Αυτο αποκλειεται, δεν θελει να μεινει εδω.'' η αδελφη της πεταγεται ως συνηγορος στον συνηθη υποπτο.
''Οπως και να χει, θελω να μου το πει η ιδια. Ασε την βαλιτσα στην εισοδο και θα την φερω εγω αν ερθω αυριο.'' τον κοιτα στα ματια εντονα για να του δειξει οτι το εννοει.
Γερνει προς το μερος της με την φιλα απαλα κουτελο, τα μαλακα του χειλη την προκαλουν να ενδωσει.
''Οπως θες.''ενδιδει.
------------------------------------------------------------------
Γύρισες; πρέπει να φας.
Ποτέ σου πια δε με φιλάς
''Απαπα καλε τι ειναι αυτο;'' η Φαιδρα σμιγει τα φρυδια.
Οι τεσσερις κοπελες απλωθηκαν στο σαλονι κουρασμενες κατα τις 4 με ενα ουισκι για παρεα και την μουσικη να παιζει.
''Ειναι απο τον δισκο που της εδωσε ο Ορεστης!" περηφανευεται η Ερμιονη αντι της Κυβελης, που κοιτα την Φαιη να καπνιζει,μεσα στο σπιτι, σκεπτικη.
λες κι έχεις κάτι.
''Στο εδωσε γιατι του ταιριαζαν τα τραγουδια; Εμενα ολα ασχετα μου φαινονται!'' παραδεχεται η αδελφη της ακουγοντας τον ''Μονολογο''.
Ουτε εμενα μου θυμιζουν κατι, ηθελε να της πει, αλλα αρκεστηκε σε ενα γνεψιμο.
Δεν είχα ύπνο
ήρθα να πιω λίγο νερό
και σ' άκουσα
δεν είναι τόσο τρομερό.
''Φαιη;'' προσπαθει να της εφιστησει την προσοχη.
Η ξανθουλα σχεδον βουρκωμενη γυρνα προς το μερος της, δεν εχει ακουσει λεξη απο την συζητηση περι ανεμων και υδατων.
''Θες να το συζητησεις;''
Γνεφει γρηγορα αρνητικα.
''Οχι, ας ακουσουμε απλα μουσικη.'' ανεβαζει τα ποδια στον καναπε και μενει σιωπηλη.
Η Φαιδρα απο απεναντι της κανει νοημα να επιμενει, οχι τιποτα αλλο! Εχει παει 5 το πρωι και νυσταζει!
''Θα τον συγχωρεσεις πιστευεις;''
Να προσέχεις
να μην μπλέκεις
ό, τι θες εδώ το έχεις.
Η Κυβελη χαμηλωνει εκνευρισμενη το 'ασχετο΄τραγουδι και γερνει προς το μερος της φιλης της, που επεξεργαζεται ακομα την ερωτηση της Ερμιονης.
''Δεν ξερω κοριτσια. Θελω λιγο χρονο μονη μου. Ξερετε οτι ετσι διαχειριζομαι καποια πραγματα. Νομιζω σε μια δυο μερες θα μπορω να το συζητησω ανοιχτα μαζι σας.''
Γνεφουν ταυτοχρονα.
''Σημερα θα κοιμηθουμε αγκαλιτσα ομως;'' την δελεαζουν και θελοντας και μη χαμογελαει.
Η Κυβελη κανει να πιει, μα βλεπει οτι το ποτηρι της ειναι αδειο, το μισοαδειο μπουκαλι εχει πλεον τελειωσει επισης.
''Παω να φερω νερο.'' δηλωνει και σηκωνεται.
Η μερα εκεινη της φανηκε ατελειωτη και καθως στεκεται στην κουζινα και ακουει το τηλεφωνο της αδελφης της, ευχεται να μην την αγκαρεψει να κανει κατι. Ακουει ομως πρωτα ενα ποτηρι να σπαει.
Παγωνει.
Ωχ.
''Πως; Που ;'' η Φαιδρα μιλαει στο τηλεφωνο, δυνατα.Τρεχει στο σαλονι.
Οι αλλες δυο την κοιτουν εξισου ανησυχα.
Η αδελφη της εχει εκεινη την εκφραση ανησυχιας που η αναισθητη αντιμετωπιση της δεν φερνει συχνα στην επιφανεια.
Σιωπη.
''Ναι, ξερεις πως ειναι;''ρωτα απαιτητικα.
''Δεν σου ειπαν τιποτα;''μορφαζει.
''Γαμωτο! Καλα!''το κλεινει στα μουτρα του ατομου που μιλα και κοιταει τις τρεις κοπελες.
''Θελω να ειστε ψυχραιμες'' ξεκιναει και η καρδια της Κυβελης βουλιαζει στο στηθος της, το κακο προαισθημα μεσα της ξυπναει.
''Εδω και μιση ωρα εχουν τα παιδια στο ΚΑΤ, τροχαιο, δεν ξερουμε-''
''Ποια παιδια;''
Για ποιους λεει;
''ΤΙ;;'' η Φαιη πεταγεται ορθια.
''Δεν ξερουμε πως ειναι, μπορει να μην ειναι κατι σοβαρο, απλα -'' κανει μια παυση.
Αποκλειεται.
Η Κυβελη στεκεται με το ποτηρι νερου στο χερι και μετρα ανασες και παλμους.
''Λεγε!''
''Ηταν με το αυτοκινητο, δεν ξερουν τι και πως, αλλα ο Ιακωβος που περνουσε απο εκει για να παει στο νοσοκομειο το ειδε και φαινοταν διαλυμενο.''
Και το νερο γινεται θρυψαλα.
''Ειμαι νηφαλιος μην ανησυχειτε, θα οδηγησω και θα τους προσεχω!"
Το κεφαλι της βουιζει, το ρολοι χτυπαει, η ωρα περναει και οι τεσσερις κοπελες βυθιζονται στην απολυτη σιωπη του διαμερισματος. Μονο η γλυκια γυναικεια φωνη ακουγεται...
Πες μου μόνο, είσαι εντάξει;
Να προσέχεις με τ' αμάξι.
Να μην πίνεις με τ' αμάξι.
Σφιγγω τα ποδια μου γυρω απο την μεση του και τον νιωθω που τρανταζεται ενω γελαει.
Ανοιγω τα χερια και κλεινω τα ματια.
Τα μαλλια μου εχουν μπλεχτει και κυματιζουν πισω.Το καλοκαιρινο αερακι χτυπα ομορφα το προσωπο μου.
''Εισαι καλα εκει πισω;'' με ρωταει και ξερω οτι χαμογελαει.
''Ναι!'' φωναζω και ανασαινω βαθια.
Μαζι του παντα ειμαι καλα.
Ειναι το αλλο μου μισο!
Φρεναρει αποτομα. Ταρακουνιεμαι. Τι γινεται;
Δαγκωνω την γλωσσα μου, γευομαι το αιμα.
Πεφτω με δυναμη πανω στην πλατη του, μα δεν σταματαμε.Του φωναζω να πατησει φρενο.
Ο ουρανος γυρω μου κανει σβουρες.Κλεινω με δυναμη τα ματια.
Το κεφαλι μου αναπηδα στην μαυρη ασφαλτο.Οι εικονες ειναι σπασμωδικες. Μαυριζουν ολα για λιγο.
Οταν πεταριζω παλι τις βλεφαριδες μου, ειμαι μπρουμυτα στον δρομο.
Η πισσα ειναι ζεστη, μα δυο χαλικια πρεπει να τα καταπια.
Δεν ποναω καθολου, κι αυτο ειναι καλο. Σημαινει θα γινω καλα.
Περναει λιγη ωρα που με το βλεμμα μου τον ψαχνω. Πανικοβαλλομαι που δεν τον βρισκω.
Μα δεν μπορω να σηκωθω, νιωθω κουρασμενη.
Ακουω σειρηνες απο μακρια και αφηνω μια ανασα που κρατουσα ωρα.
Θα με βοηθησουν επιτελους να σηκωθω για να τον βοηθησω!
Πλησιαζουν δυο αντρες. Μορφαζουν οταν με βλεπουν.
''Βοηθεια!'' φωναζω. Μα δεν με ακουνε.
Κοιτουν αν εχω παλμο. Ο πρωτος γνεφει αρνητικα.
Μα πως; Αφου νιωθω την καρδια μου να σφυροκοπα!
Ελεγχουν ξανα.
Ο δευτερος πρεπει να εχει παιδια, με κοιτα σαν να λυπαται τους γονεις μου.
Εμενα θα επρεπε, γιατι η μαμα μου θα με τιμωρησει για αυτο! 18 χρονων γυναικα, μα ξερω πως θα κανω μηνες να βγω παλι.
Με γυρνουν ανασκελα, πανω σε ενα φορειο.
Ερχεται εκεινος. Ειναι ματωμενος, φοραει ακομα το κρανος του.
Κλαιει ομως, σαν μωρο.
''Μην κλαις αγαπη μου... ολα θα πανε καλα. '' του λεω.
Τον κοιτω εξονυχιστικα, δεν φαινεται πολυ χτυπημενος. Φοβαται ομως τις βελονες, μακαρι να ειμαι εκει να του κρατω το χερι στα ραμματα.
Με σκουνταει να ξυπνησω.
''Ξυπνια ειμαι! Μην κλαις!'' του φωναζω, μα δεν ακουει.
Με σκεπαζουν με ενα λευκο σεντονι, και το κεφαλι μαζι.
Μα δεν κρυωνω, γιατι με σκεπαζουν;
Ειμαι καλα!
Προσπαθω να μιλησω, να τους πω οτι πρεπει να παρουν τηλεφωνο τη μαμα μου.
Της ειχα υποσχεθει οτι στις 3 θα ειμαι σπιτι.
Δεν θελω να ανησυχησει οταν ξυπνησει για την δουλεια και δεν ειμαι εκει.
Ομως δεν με ακουνε.
Με γδυνουν. Σκιζουν τα ρουχα μου. Ευτυχως φοραω απλο μπεζ εσωρουχο.
Η μαμα μου λεει οτι αν ποτέ πηγαινα στο νοσοκομειο με εκεινα τα παρδαλα, θα την εκανα ρεζιλι.
Προσπαθω να ρωτησω αν ο φιλος μου ειναι καλα, σιγουρα εχει στενοχωρηθει για την μηχανη του, πριν δυο εβδομαδες την πηρε.
Ωρες αργοτερα με βαζουν σε ενα μεταλλικο κουτι, εχει σκοταδι και ειναι παγωμενο. Μα ευτυχως δεν νιωθω το κρυο.
Ειμαι πολυ κουρασμενη αλλωστε, ας κοιμηθω μεχρι να ερθουν οι γονεις μου. Με περιμενει μεγαλο κυρηγμα.
Ξυπναω παλι οταν με βγαζουν εξω. Ειναι φωτεινο το δωματιο ευτυχως.
Ειμαι γυμνη, μεσα σε ενα τεραστιο sleeping bag, ποτέ δεν ημουν φαν του καμπινγκ.
Ακουω μια κοφτη ανασα στο ηχοχρωμα φωνης που αναγνωριζω.
Βλεπω την μαμα μου απο πανω μου, διπλα της ο πατερας μου. Χαμογελαω ενοχικα.
Περιμενω να με επιπληξουν.
Μα δεν το κανουν, απλα κλαινε, κι ο μπαμπας μου δεν κλαιει ποτέ, καλα τοσο πολυ φοβηθηκαν;
''Ειμαι καλα μαμα! Μπαμπα στο υποσχομαι δεν θα ξανανεβω σε μηχανη!''
Τα νυχια της γυναικας που με γεννησε μπηγονται στο δερμα του ωμου μου, με κουναει δεξια και αριστερα και φωναζει να ξυπνησω. Κλαιει και ωρυεται. Το προσωπο της σπαει με τροπο περιεργο. Ο μπαμπας την κραταει απο τους ωμους και δαγκωνεται.
Βγαινουν εξω.
Που πανε χωρις εμενα;
''Μην με αφησετε εδω! Δεν μου αρεσει το σκοταδι!''
Με σκεπαζουν παλι.
Οταν ανοιγω τα ματια μου βλεπω το ταβανι της εκκλησιας.
Τι κανουμε εδω;
Τι μερα ειναι και ποσες ωρες κοιμαμαι;
Ποναει το κεφαλι μου.
Προσπαθω να σηκωθω μα μου ειναι αδυνατον.
Ποιος μου εβαλε αυτο το φορεμα; Δεν μου αρεσει το ασπρο! Αν δεν εχω μαυρισει με χλωμιαζει.
Βλεπω στα ποδια μου ενα μπλε βελουτε κουτακι, εκει μεσα κραταω τα δαχτυλιδια μου.
Με την ακρη του ματιου μου διακρινω τις κολλητες μου. Κλαινε γοερα σφιχταγκαλιασμενες, διπλα τους δυο φιλες μας προσπαθουν να μην κανουν το ιδιο.
Ανησυχα προσπαθω να βγω εξω για να τις καθησυχασω.
Ποιος τις πειραξε;
Στα δεξια μου στεκεται η αδελφη μου, διπλα στους γονεις μου.
Τα ματια της ειναι πρησμενα.
Τι επαθε το μικρο και κλαιει; Αυτη ποτέ δεν κλαιει!
Η μαμα μου φοραει τα μεγαλα μαυρα γυαλια ηλιου της και καθεται σε μια καρεκλα.
Αρχιζω και καταλαβαινω.
Ψαχνω εκεινον, μα δεν ειναι πουθενα.
''Που ειμαι;'' ρωταω, μα οπως παντα δεν μου απανταει κανεις.
Γιατι δεν μου απαντανε;
Μια μορφη πλησιαζει.
Τον αντικριζω και του χαμογελαω.
''Που ησουν; Ανησυχα! Βγαλε απο εδω σε παρακαλω!"
Κλαιει, σαν μικρο παιδι, με παραπονο.
''Μωρο μου...μην κλαις'' θελω να σηκωσω το χερι και να σκουπισω τα δακρυα του.
''Συγγνωμη.'' μου ψιθυριζει και με κοιτα στα ματια. Με τα ακροδαχτυλα του χαιδευει το μαγουλο μου, μορφαζει.
Γιατι μου ζηταει συγγνωμη;
Φευγει κι εκεινος, φευγει μα δεν μπορω να τον ακολουθησω.
Κλαιω κι εγω πλεον.
''Μαμα!!Μπαμπα!! Εκαναν λαθος! Ειμαι ζωντανη!Ακουστε με!'' ουρλιαζω με ολη μου την δυναμη.
Σιωπη.
Ο παπάς ψελνει.
Αποκλειεται να πεθανα.
Μα αναπνεω ακομα!
Βλεπω καθαρα! Ακουω! Νιωθω την καρδια μου!
Ειμαι μικρη ακομα!
Η μαμα μου στεκεται απο πανω μου, με κοιτα στα ματια, που απο εκεινη πηρα.
Σταματω να προσπαθω.
Τα δακρυα της βρεχουν το δερμα μου, καινε πολυ.
Μου χαιδευει το χερι, σκυβει, μυριζει μαμα, ακουμπα τα χειλη της πανω στα δικα μου, οπως οταν ημουν μικρη.
''Καληνυχτα αγαπη μου.''
Με βαζει για υπνο λοιπον.
Και κλαιω πιο πολυ.
Ειναι αδικο αυτο!
Δεν εκανα οσα ηθελα! Δεν προλαβα. Θελω λιγο χρονο ακομα.
Ειχα ενα σωρο βιβλια στην λιστα αναγνωσης μου, και αυριο πρεπει να αρχισω να μελεταω τις σημειωσεις μου.
Ειχα υποσχεθει στις κολλητες μου να παμε να δουμε εκεινη την ρομαντικη κωμωδια στο σινεμα.
Ειχα ταξει στην γιαγια μου να κατεβω για φαγητο το μεσημερι.
Ειχα ακομη, ενα σωρο ταξιδια που δεν προλαβα να οργανωσω.
Την Δευτερα θα πηγαινα για καφε με εκεινη τη φιλη που δεν ειχα δει καιρο.
Θα εδειχνα στην μαμα μου πως λειτουργει ο υπολογιστης της.
Θα του ελεγα οτι ειμαι ερωτευμενη μαζι του.
Ουτε αγκαλιασα την αδελφη μου, ουτε φιλησα τον αδελφο μου.
Μακαρι να ξερουν οτι τους αγαπω.
Μακαρι οι γονεις μου να ξερουν οτι λυπαμαι.
Με σκεπαζουν, πανω στην ωρα, γιατι τα βλεφαρα μου κλεινουν.
Γινομαι ενα με την γη, προσποιουμαι οτι το σκοταδι ειναι απλως το ροζ φωτακι νυχτος που χαλασε, παντα τρεμοπαιζε.
Παιρνω βαθια ανασα, και στην εκπνοη οι πνευμονες μου αδειαζουν.
Σκοταδι.
Γυρνω συχνα εκτοτε τον χρονο πισω, καθομαι στο γρασιδι της θεας, διπλα στον παρελθοντικο εαυτο μου, και με κοιτω να γελαω.
Με κανει πολυ χαρουμενη. Ημουν ομορφη οταν γελουσα τελικα. Κι εκεινος, με κοιτουσε σαν να ημουν το κεντρο του κοσμου του, δεν θα με εβλαπτε ποτέ. Ήταν τελικα κι αυτος ερωτευμενος.
Μα νευριαζω.
Παντα την ιδια στιγμη.
2:05
Οταν μου λεει να φυγουμε, γιατι <<ο δρομος για το σπιτι ειναι μακρυς και θα αργησεις.>>
Και καθε φορα, ουρλιαζω στην κοπελα που γνεφει να του προτεινει να γυρισουν με το βραδινο λεωφορειο, να ζησουν μια νεα εμπειρια, να ζησουν.
Επειτα προσπαθω να της φορεσω κρανος. Να ζησει.
Δεν τα καταφερνω ποτέ, δεν με ακουει.
Οποτε, παντα ιδια ωρα, στις 3:05, κλαιω διπλα στο αψυχο κορμι μου στην ζεστη ασφαλτο ακουγοντας τις σειρηνες να πλησιαζουν.
Συγγνωμη που αργησα να γυρισω μαμα.
Ο δρομος για το σπιτι ομως, ειναι πλεον μακρυτερος απο οτι πιστευα.
Να προσεχετε στον δρομο! Ειτε ως πεζοι, ειτε ως οδηγοι, ειτε ως συνοδηγοι!
Ηταν μια μαχη με την συνειδηση μου αυτο το κεφαλαιο για πολλους λογους! Ειναι και 9600 λεξεις οποτε λυπαμαι αν δεν αρεσε σε πολλες.
Σας αγαπω.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top