Η ελπίδα πεθαίνει (πάντα) πρώτη.
Κάθε ζωή διαμορφώνεται από μια μοναδική στιγμή, τη στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί, μια για πάντα, ποιος είναι.
Jorge Luis Borges, 1899-1986
Με λενε Ελπιδα.
Ειμαι η πιο θανατηφορα αισθηση στον κοσμο.
Δεν εχω σωμα,ουτε προσωπο.
Ειμαι ομως λευκη,ημιδιαφανη.
Με αγαπουν σαν θεα και με λατρευουν.
Προχωρω αναμεσα τους και τους δινω για λιγο ζωη,
φυσαω σε νεκρα σωθικα πνοη δευτερολεπτων.
Ζουν λιγο παραπανω,μα επειτα καιγονται απο μεσα προς τα εξω.
Πεφτουν στα γονατα ,με κοιτουν σε σταση προσευχης και δακρυζουν.
Τους προσπερνω και η σκια μου τους μαυριζει.
Απο το φως τους τρεφομαι.
Η ψυχη τους ειναι το νεκταρ μου.
Το φορεμα μου ειναι ματωμενο,γεματο δαχτυλιες απο εκεινους που τολμησαν να με κρατησουν σφιχτα πριν χαθω.
''Ας πουμε πως ειμαι, μετα τι;'' τον ρωτα και εκεινος ανακαθεται στην θεση του.
''Αναλογως'' πινει μια γουλια απο τον καφε του και κοιτα την θαλασσα.Ειχε χαλαρωσει ελαφρως την γραβατα του.
''Αν θελω να το κρατησω;'' τον δοκιμαζει και την στιγμη που ψελλιζει τις λεξεις κατι μεσα της σκιρτα.
Δεν ξερω αν μπορω.
Το σκουρο του βλεμμα την εξεταζει,σαν να εχει στο μυαλο του εναν ανιχνευτη ψευδους και θελει να ελεγξει οτι δεν μπλοφαρει.
''Θες;'' ανασηκωνει το φρυδι του.Συγκρατει ενα μειδιαμα.
''Εξαρταται απο το πως θα ειμαστε εμεις'' του απανταει ειλικρινα και απολαμβανει το χαδι στο χερι της. Τις τελευταιες μερες ηταν κατι παραπανω απο υποστηρικτικος.Την αγγιζε απαλα,την προσεχε, την ρωτουσε παντα αν νιωθει καλα,της αρεσε ο τροπος του.
Μακαρι να ειναι παντα ετσι.
Αν το κρατησεις θα ειναι η φωνη στο μυαλο της την ανατριχιαζει.Τρομαζε σε αυτη της την σκεψη.
Ο Σπυρος ξεσφυξε την γραβατα του κι αλλο.Σαν να χρειαζοταν ολο τον αερα του κοσμου για να ξεστομισει αυτες τις λεξεις,ενω στην πραγματικοτητα περιμενε αρκετο καιρο για να το κανει.
''Αν εισαι εγκυος και αποφασισεις να το κρατησεις...''την κοιτα στα ματια σαν να την προετοιμαζει για κατι βαρυ.
''Θα δωσω στην γυναικα μου τα ετοιμα χαρτια του διαζυγιου,και σε εξι μηνες που θα βγει,θα σε αποκαταστησω''
Η Κυβελη δεν πιστευε στα αυτια της,πρεπει να φανηκε αυτο,γιατι τα χειλη της ειχαν μεινει μισανοιχτα και τα ματια της ειχαν γουρλωσει κι αλλο.
Θα με αποκαταστησει;
''Θα-θα παντρευτουμε;'' τον ρωτα σαν να κρυβοταν παγιδα απο πισω.
Στο βλεμμα της καπου ελοχευε μια μικρη ελπιδα.
Της χαμογελασε.
''Θα κανουμε ο,τι θες εσυ,αν και πιστευω οτι θα ηταν το πιο συνετο για να αποφυγουμε σκανδαλα και κουτσομπολια'' της τριβει το χερι τρυφερα.
''Και η γυναικα σου;Τα παιδια σου;Τι θα τους πεις;''οι ερωτησεις ερχονται στο μυαλο της σαν βροχη.
''Η γυναικα μου γνωριζει ηδη οτι δεν τρεφω αισθηματα για εκεινη,απλα επιμενει σε ενα ονειρο απατηλο.''της ξεκαθαριζει αυτο που ευχεται με τα λογια που ξερει πως την πεισουν.Κι οντως,η Κυβελη νιωθει τους ωμους της ελαφρυτερους.
''Τα παιδια μου ειναι 11 και 13,θεωρω πως δεν θα το παρουν καλα,δεδομενης της ψευδαισθησης που η Εβελινα τους εχει δημιουργησει πως ολα πανε καλα,αλλα θα εχω και αλλο παιδι να σκεφτω'' την κοιτα στα ματια και την βλεπει να λιωνει.
Θα εχω κι αλλο παιδι.
Φουσκωσε η καρδια της στην κυνικη του αγαπη.Παντοτε ετσι της την εδειχνε,απλα,πρακτικα και καπως τραχια.Μα εκεινη την στιγμη χρειαζοταν την επιβεβαιωση του οσο τιποτα αλλο.
''Ενω αν δεν ειμαι;'' η σκεψη της ξαφνου την εκανε να νιωσει αδεια.
Κι ο ιδιος σφιχτηκε καπως.
''Αν δεν εισαι θα περιμενουμε λιγο ακομα''της δηλωσε κοφτα.
''Θα περιμενουμε τι;''
''Να μεγαλωσουν τα παιδια μου''
Επιανε τον εαυτο της ποναει σε αυτη την σκεψη.Αφενος ηθελε να ρολλαρει τα ματια της και να του φωναξει οτι ενα διαζυγιο δεν ειναι τιποτα μπροστα στα υπολοιπα προβληματα του κοσμου,αλλα αφετερου σκεφτηκε ποσο καλος πατερας ηταν.
Ο μπαμπας δεν μπορουσε να περιμενει λιγο ακομα;
''Μαλιστα'' μουρμουρισε.
Υπηρχε αλλη μια ερωτηση στην ακρη της γλωσσας της,που δεδομενης της μετριας απαντησης του δεν διστασε να εκφρασει.
''Και αν θελω να κανω αμβλωση;'' αναρωτιεται.
Δεν κουνιεται,μενει ακαμπτος και την κοιτα,σαν να ψαχνει τις σωστες λεξεις για να απαντησει.
''Θες;'' ρωτα προσεκτικα.
''Ειμαι μονο 22,αμεσως επομενο δεν ειναι;''ξαφνου η ιδεα φωναζε λογικη στο μυαλο της σαν να ειχαν λυθει τα μαγια που θολωναν το μυαλο της.
''Η γνωμη μου μετραει;'' η ερωτηση του κρυβει κατι παραπανω απο απορια και το εμαθε με τον δυσκολο τροπο αυτο.
''Οταν μου ειπες πως ο,τι και να γινει θα με στηριξεις δεν εννοουσες και αυτο το ενδεχομενο;'' η απαντηση της τον παγιδευει.
Στενευει τα ματια του και της αφηνει το χερι καθως σφιγγει την γραβατα του.Κανει νοημα στον σερβιτορο να πληρωσει.
Ηταν καλυτερη μαθητρια απο οτι πιστευε.
''Λοιπον;'' ρωτα λιγο πριν πλησιασει ο υπευθυνος.
Της κοιτα αυστηρα,σαν μια προειδοποιηση να κατανοησει τις επομενες λεξεις του.
''Θα χωρισουμε.''
Ο σερβιτορος στεκεται απο πανω τους οταν ο Δελης του δινει το δερματινο φακελο.
Μενει να τον κοιτα παγωμενη στην θεση της.Φερεται φυσιολογικα,σαν να της ειχε πει το πιο απλο πραγμα στον κοσμο.
Αρχισε να θολωνει σε σημειο που δεν ηξερε αν εφταιγαν τα δακρυα ή παθαινε ανακοπη.Η καρδια της ακανονιστα χτυπουσε στο στηθος της και ενιωσε τα ακρα της να μουδιαζουν.
Θα χωρισουμε.
Δεν μπορουσε να σηκωθει οταν ιδιος φορεσε το παλτο του.Εμεινε παγωμενη να τον κοιτα.Σαν να μην πιστευε τις λεξεις που ξεστομισε.Στα αυτια της ακουγοταν σαν την μεγαλυτερη ιεροσυλια του κοσμου.
Πως μπορει να μιλαει για χωρισμο ελαφρα τη καρδία;
Ολο της το βαρος ειχε συγκεντρωθει στο στηθος της που ηταν ετοιμο να πεσει μπροστα απο την ξαφνικη πιεση.Ενιωσε την αναγκη να παρει μια βαθια ανασα,κι επειτα μια ακομη.
Συνεχισε να ανασαινει κατω απο το αυστηρο του βλεμμα μεσα σε εναν τυφωνα πανικου.
Θα χωρισουμε;
Κι αν χωρισουμε εγω μετα τι θα κανω;
-------------------------------------------------------------------------------------------
''Επιμενω να μεινω''μουτρωσε και σταυρωσε τα χερια της κατω απο το στηθος της.
Ζαλιζομαι.
''Να μεινεις να κανεις τι;Να κλαιμε μαζι την μοιρα μου;Δεν θελω!"αποκρινεται με νευρο.
Αν κανω παλι εμετο θα βαλω τα κλαμματα.
Η Φαιη την κοιτα σαν πληγωμενο ελαφι παρατηρωντας την προσεκτικα σηκωνεται ορθια στο μπανιο και να πλενει με σκληρες κινησεις τα δοντια της.
Ηταν η δεκατη φορα απο το πρωι.
''Δεν θελω να βγω και εσυ να εισαι ετσι'' μουρμουριζει και μετακινει το βαρος της καθως γερνει στην πορτα του μπανιου
Η Κυβελη την προσπερνα.
''Μην το κανεις χειροτερο απο οτι ειναι σε παρακαλω'' μουρμουρισε.
Η φιλη της διστασε να βαλει το παλτο της.
Ξεφυσηξε.
''Φαιη αληθεια,δεν σε χρειαζομαι,εγω στον καναπε θα κατσω να δω ταινια,βγες και αν σε χρειαστω κατι θα σε παρω αμεσως'' την διαβεβαιωσε και προσγειωθηκε στον καναπε αγκαλια με μια λεκανη.
''Σιγουρα δεν θες να-''
''Σιγουρα ναι.''την κοβει
''Ουτε να ερθεις μαζι μας;'' δοκιμαζει για πολλοστη φορα.
''Σε 12 ωρες απο τωρα θα εχει τελειωσει αυτη η μαρτυρικη αναμονη και μετα μπορειτε να με αγκαλιασετε και να με παρηγορησετε οσο θελετε'' σχολιασε πικρα.
Οι αναγουλες και οι ζαλαδες της ηταν ξεκαθαρα συμπτωματα,ενω τα δεκατα που το θερμομετρο της επαληθευσαν πως εχει ηταν αμεσο αποτοκο του αγχους της.
Ηταν ενα ρακος.
Ακομα πλανοταν στο μυαλο της το αδιεξοδο που ο Δελης ειχε θεσει μπροστα της.
Θα χωρισουμε.
Με το ζορι ειχε καταφερει να διωξει τους φιλους της ωστε να μπορεσει να βυθισει το σπιτι στην απολυτη σιωπη για λιγο.Εξω εβρεχε καταρρακτωδως και τα συννεφα ηταν σκουρα,ο ουρανος ειχε παρει μια εξαιρετικα σκουρα μαυρη αποχρωση,γεγονος που θεωρησε κακο οιωνο.
Οποτε εκλεισε τις κουρτινες για να μην βλεπει εξω και εβαλε απαλη μουσικη για να καλυψει τις βροντες.Το βιβλιο στα χερια της εκανε αξιολογη προσπαθεια να παρασυρει το μυαλο της σε αλλα μερη ενω το χαμομηλι μπροστα της καπως ζεσταινε το ψυχρο συναισθημα που φυσουσε μεσα της.
Χρειαζοταν την ηρεμια.
Ο Σπυρος απο την αλλη,ειχε κρατησει μια σιωπηλη σταση μετα την πρωινη τους συναντηση.Δεν της ειχε στειλει πολλα,μονο τα τυπικα.Ηξερε οτι ηταν μια νοητη τιμωρια για την σκεψη της περι εκτρωσης.Ομως ουτε η σκεψη ειχε φυγει,ουτε η επιθυμια.
Το μονο που ειχε προστεθει ηταν η αναγκη να τον κρατησει κοντα της,ηξερε πως ενα παιδι θα εκανε σε λιγους μηνες πραγματικοτητα αυτο τον τελευταιο καιρο ποθουσε, αποκλειστικοτητα, νομιμοτητα, διαφανεια.
Δεν θα κρυβοταν πια.
Κοιταξε το τελευταιο του μηνυμα.
Με το που τελειωσεις παρε με τηλεφωνο.
Κινησε να του απαντησει κατι,μα η οθονη φωτιστηκε με το ονομα της μαμας της και καρδια της δεθηκε σφιχτος κομπος.
Φανταστικα.
Πηρε μια βαθια ανασα και εσυρε το εικονιδιο προς τα δεξια.
''Ελα μαμα''
''Ελα αγαπη μου''η ευθυμη φωνη της μητερας της για καποιο λογο την πονεσε λιγο.
Δαγκωθηκε.
''Τι κανεις;'' ρωτησε οσο πιο χαλαρη μπορουσε ενα η φωνη της καπως ετρεμε.
''Τι να κανω,μαζευα λιγο το δωματιο της Φαιδρας,ερχεται την Δευτερα,το ξερεις;'' της υπενθυμιζει.
Νιωθει τα ματια της να τσουζουν καπως.Σαν να πιεζοταν απο το υποσυνειδητο της να πει στην μαμα της την αληθεια.
''Το θυμαμαι ναι.'' απαντησε οσο πιο κοφτα μπορουσε θελοντας να μην προδοθει.
Η σιωπη απο την αλλη γραμμη την εκανε να καταλαβει πως ειχε προδοθει.
''Συμβαινει κατι;Ολα καλα;'' μπορουσε σχεδον να δει την εκφραση της απο την αλλη γραμμη.
Πηρε μια βαθια ανασα που κατα την εισπνοη εσπασε αρκετες φορες απο εναν λυγμο και απομακρυνε το ακουστικο απο το αυτι της για λιγα δευτερολεπτα.
''Ναι μαμα,απλα διαβαζω.'' χρησιμοποιει την μονιμη δικαιολογια της.
''Σαββατο βραδυ;Αρρωστη εισαι;'' ξεφωνισε.
Αχ μαμακα...
''Παιζει και αυτο.'' απαντησε διπλωματικα.
''Να ξεκουραστεις και αυριο θα ερθω να σου φερω κοτοσουπα,να φανταστω δεν παιρνεις τις βιταμινες σου'' την μαλωνει.
Εδω ξεχναω τα σημαντικα χαπια,αυτα θα θυμηθω;
''Θα δω πως θα ξυπνησω το πρωι''
''Θα ερθω ετσι κι αλλιως''της δηλωνει και η κοπελα ξεφυσαει.
Να δω πως θα της κρυφτω απο κοντα.
''Ο μπαμπας αφησε και εναν φακελο με πληροφοριες για το Διπλωματικο σωμα''ευτυχως για την ιδια η Ιφιγενεια δεν το συνεχιζει.
''Αλιμονο!Μου το ειπε,αφου στο εφερε βεβαια!''σαρκαζει και η Κυβελη θυμαται την δευτερη υποχρεωση της για την επομενη μερα.
''Δεν το εχω ανοιξει καν ακομα'' της εξομολογειται και η μαμα της πνιγει ενα γελακι.
''Ο,τι θες κανε,εγω ημουν αντιθετη σε ολες αυτες τις βλακειες ,που θα φευγεις να πηγαινεις καθε εξι μηνες;'' παραπονιεται.
''Πληροφοριακα μου το αφησε,ειμαι σιγουρη'' προσπαθει να το εκλογικευσει.
''Ναι σωστα, λες και ειναι πιεστικος ο πατερας σου...''ειρωνευεται και η κοκκινομαλλα χαμογελαει στον τροπο της.
''Απλα θελει να τα παω καλα.''ξερει οτι αυτο ειναι αληθεια.
''Ναι Κυβελακι μου,ομως αυτο το κανει απο οταν διαλεγαμε νηπιαγωγειο,πρεπει καποια στιγμη να κανει πισω και να απολαυσει τα αποτελεσματα της αγωγης που σας δωσαμε.'' ο σοβαρος της τονος την αποπροσανατολιζει ελαφρως.
''Εσυ αυτο κανεις;''
''Φυσικα!Εγω ο,τι και να επιλεξεις θα ειμαι πολυ περηφανη για εσενα'' τα λογια της την χτυπουν σε ενα πολυ ευαισθητο σημειο που εκεινη την ωρα η γυναικα ουτε να διανοηθει δεν μπορουσε.
Ενα δακρυ κυλαει στο μαγουλο της και αλλα επονται.
Ο,τι και αν επιλεξω;
''Α-αληθεια;'' η φωνη της τρεμει καθως προσπαθει να σκουπισει τα ματια της.
''Μωρο μου κλαις;''η ανησυχια της την αναγκαζει να συγκροτησει τον ψυχισμο της γρηγορα.
''Απλα ηταν πολυ ομορφο αυτο που ειπες'' ψευδεται.Στην πραγματικοτητα κλαιει σκεπτομενη το ποσο γρηγορα θα επελθει η απαλειψη της περηφανιας της οταν μαθει τα παντα.
''Εχεις χαζεψει απο το διαβασμα νομιζω!Κλεισ'τα και δες καμια ταινια!'' διεταξε τρυφερα,κανοντας την κοπελα να γελασει μεσα απο τα δακρυα της.
''Εχεις δικιο μαμα'' μουρμουρισε σκουπιζοντας τα καυτα της μαγουλα.
''Δικιο εχω!Ποιος μου το δινει ομως!''αρχισε την γκρινια,που διαρκουσε λιγα λεπτα και σηματοδοτουσε το τελος της κλησης τους.
Μαζεψε τα ποδια της στον καναπε και σκεπαστηκε με την κουβερτα.Το χαμομηλι ειχε κρυωσει και το βιβλιο ηταν σαν να ειχε αλλαξει γλωσσα,δεν καταλαβαινε πια ουτε μια λεξη απο την συνεχεια.Το εκλεισε,μαζι και την μουσικη.
Εμεινε κουλουριασμενη στο σαλονι, μεσα στην απολυτη σιωπη, να χαιδευει απαλα και μηχανικα το μπρατσο της.
Ολα θα πανε καλα.
Τα νεα της δακρυα ηταν πιο καυτα απο τα προηγουμενα.
''Ο,τι και να επιλεξεις θα ειμαι πολυ περηφανη για σενα.''
Θα εισαι ομως;
------------------------------------------------------------
Οταν το κουδουνι χτυπησε μανιασμενα πεταχτηκε ορθια.Καταλαβε οτι ειχε αποκοιμηθει στον καναπε και δεν ειχε ιδεα τι ωρα ηταν.
Με βαρια καρδια κινηθηκε προς την πορτα,για να ακουσει απο την αλλη πλευρα την εκνευρισμενη φωνη της Φαιης.
''Κατσε λιγο ακινητος,να βρω τα κλειδια μου!''
Η κοκκινομαλλα την προλαβε και ανοιξε την πορτα.
Στο κατωφλι φανηκε η κολλητη της μαζι με τον Γιαννη και τον Ορεστη.Δεν φαινονταν σε καλη κατασταση,ειδικα ο πρωτος.
"Τι επαθαν ;" Ρώτησε κάνοντας ένα βήμα πίσω αφήνοντας την ξανθούλα να μπει μέσα με τους δύο νεαρούς να χασκογελανε πίσω της.
"Σφηνάκια τεκιλα" λέει και η ίδια κάπως ζαλισμενη.
"Α τα γνωστά " ο Γιάννης είχε γνωστή αδυναμία στην τεκιλα και μεθούσε πάντα με το τριτο.
"Ναι ναι'' πέταξε την τσάντα της κατω και τον έβγαλε τα τακούνια της,σκουντηξε τον Γιαννη να κανει το ιδιο.
"Ωχ σωστά η Κυβέλη θα φρικαρει" μουρμουραει και πνίγει ενα γελάκι. Τα ματια του ήταν κατακόκκινα και η γερή κορμοστασιά του εγερνε πάνω στην Φαίη που μετα βίας στεκόταν μόνη της όρθια.
Η κοκκινομάλλα είδε τον Ορέστη να την προσπερνάει και να πέφτει με φορα στον καναπέ που πριν λιγο η ιδια κοιμοταν .
"Δεν περίμενα κάτι παραπάνω από εσένα "
Δεν την ακουσε καν .
Γυρισε να κοιταξει την φιλη της που συγκρατουσε οπως μπορουσε τον Γιαννη ο οποιος την αγκαλιαζε ατσουμπαλα και την φιλουσε οπου να ναι.
"Κυβελη είναι ο Κωνσταντίνος πάνω με μια κοπέλα που γνώρισε και δεν ανοίγει. Θα τον πάω στο δωμάτιο μου " Για λίγο τον λυπήθηκε που θα έπρεπε να αντικρίσει το χάος που η κολλητή της αποκαλούσε δωμάτιο. Αλλά γρήγορα θυμήθηκε το αληθινό της πρόβλημα.
"Και αυτός ;" έδειξε τον Ορέστη που είχε μάλλον ήδη αποκοιμηθεί με τα παπούτσια στον καναπέ. Η Φαίη σαν να τον είχε ξεχάσει και με τον Γιάννη να κρέμεται από πάνω της κοίταξε τον φίλο της.
"Ξέχασε τα κλειδιά του σπιτι " ήταν και η ίδια ξεκάθαρα ζαλισμενη και η ώρα ήταν ήδη 6.
''Συγγνωμη αν σε ξυπνησαν'' απολογηθηκε μαλακωνοντας το βλεμμα της με ενα κυμα τυψεων.
Η Κυβελη ανασηκωσε τους ωμους της ως ενδειξη οτι δεν την πειραξε. Σε δύο ώρες ειχε ραντεβού οπότε θα ξυπνούσε σύντομα έτσι κι αλλιώς.
"Όταν γυρίσεις θα είμαι ξυπνια και θα σε περιμένω ναι;" την ρώτησε η ξανθούλα και η Κυβέλη της χαμογέλασε γλυκόπικρα γνεφοντας θετικα.
Προσπαθούσε ώρες τώρα να το ξεχάσει. Ήταν η μέρα της οποιας η αφιξη την ανακουφιζε και την τρομοκρατούσε ταυτοχρονα.
Και είχε δίκιο,γιατί θα ήταν μια από τις μέρες της ζωής της που δεν θα ξεχνούσε ποτέ, η αρχή μιας νέας ζωής.
Έμεινε ορθια να κοιτάει τον Ορέστη να κοιμάται μπρούμυτα στον καναπέ της με το στόμα μισάνοιχτο και τις μπούκλες να αγγίζουν ελαφρως τα μάτια του. Ακόμα και έτσι,ήταν χάρμα οφθαλμών!
Το ψηλό του σώμα κάλυπτε τελείως το έπιπλο και το δεξί του χέρι κρεμόταν κάτω.Ειχε πεταξει τα δυο δακοσμητικα μαξιλαρια και η κουβερτα ειχε χαθει καπου.
Μα ακομα και οταν κοιμαται πρεπει να ειναι τοσο ακαταστατος;
Εκανε ενα ζεστο μπανιο και πηρε τον χρονο της να χτενισει τα μαλλια της.Εβαλε κρεμα σωματος και παρατηρησε οτι οι μελανιες της ακομη δεν ειχαν φυγει.Πλεον ομως δεν πονουσαν.Ψηλαφισε απαλα κοιτωντας την αντανακλαση.
Θα χωρισουμε.
Ακομη και η ιδεα ως ιδεα την τρομαζε.Δεν μπορουσε να θυμηθει πως ηταν πριν απο εκεινον.Ακομη και ο Στεφανος,ο μεγαλος ερωτας της εφηβικης της ηλικιας,φανταζε μακρινος και παιδικος.Σαν να ηταν λιγο αυτο που ενιωσε για εκεινον,λιγο και μικρο.
Στεγνωσε τα μαλλια της και απλωσε ενυδατικη στο προσωπο της.Τα μελι της φρυδια ηταν σε μια ενταση που δεν μπορουσε να προσδιοριζει.Ολοκληρη ηταν σφιγμενη,απο το κουτελο μεχρι τα δαχτυλα των ποδιων,σαν να συμμετειχε και το σωμα της στο δραμα της.
Και αν το κρατησω,τι θα πουν οι γονεις μου;
Θεε μου ο πατερας μου θα φρικαρει,θα με ξεγραψει.
Ναι αλλα θα αλλαξουν ολα με τον Σπυρο της φωναξε η μια φωνη.
Το θεμα ειναι, θες να αλλαξουν; η δευτερη φωνη ψιθυρισε.
Εβαλε μια φορμα και ενα πλεχτο πουλοβερ και κατεβηκε στην κουζινα για την ιεροτελεστια της.
Σημερα την αξιζω.
Εβγαλε την κουπα της απο το ραφι,το γαλα απο το ψυγειο και την ζαχαρη.
Τραβηξε την καφετιερα εξω και στο μη γνωριμο της κινησης ενιωσε αλλο ενα καψιμο στο στηθος.
Μ'αρεσει να πινω καφε.
''Θελω κι εγω ''
Σχεδον τσιριξε,πεταχτηκε ομως ορθια με αποτελεσμα να τρανταχτει η κουπα στα χερια της.
Γυρισε απο την αλλη με αρρυθμιες μονο και μονο για να δει το γνωστο αυταρεσκο χαμογελο με τα βαθια λακκακια και τα δυο διαφορετικα ματια.
''Εισαι τρελος αγορι μου;Θες να με πεθανεις;'' του φωναξε ψιθυριστα.
Ειχε γειρει στον τοιχο της κουζινας,φορωντας ενα μαυρο επωνυμο φουτερ και τζιν.
Ετσι βγαινει το βραδυ εξω;
''Λογω τιμης οχι'' ακουμπα το χερι του πανω στην καρδια του θεατρινιστικα και γελαει.
Που την βρισκει την ορεξη τοσο νωρις το πρωι;
''Δεν εισαι μεθυσμενος;''ρωτα βγαζοντας μια δευτερη κουπα.
''Μπαα..''
''Ετσι κανεις νηφαλιος;''σαρκαζει και πιανει την κανατα.Τον βλεπει με την ακρη του ματιου της να την πλησιαζει χαλαρος.
Αφηνει κατω τον καφε και γυριζει προς το μερος του για να τον κοιταζει.
Ενα μερος της αδημονει να μυρισει την κανελα.
Οσο πιο κοντα της ερχεται τοσο πιο πολυ πανικοβαλλεται.
''Τι ..τι κανεις'' χανει τα λογια της οταν κλεινει την αποσταση αναμεσα τους.
Κολλαει στον παγκο και στηριζεται στις παλαμες της, γρηγορα το σωμα του καλυπτει το δικο της στελνοντας ισχυρα κυματα ριγης.
Η κανελα ειναι οπως παντα γλυκια και χαιδευει το προσωπο της,ενω το βλεμμα του ειναι αλαζονικο και την εκνευριζει με την σιγουρια του.
Τα χειλη του αιωρουνται πανω απο τα δικα της.Γερνει κι αλλο,σε σημειο που η Κυβελη θελει να σηκωσει το χερι της και να τυλιξει το δαχτυλο της γυρω απο την μπουκλα που ειναι πιο κοντα της.
''Μπορεις να πας σε παρακαλω πολυ να ξεραθεις στον καναπε και να με αφησεις στην ησυχια μου;'' ρωτα οσο πιο ψυχραιμα μπορει.
Εκεινος της χαμογελαει φωτεινα και κολλαει κι αλλο τον κορμο του πανω στον δικο της κανοντας την να αναφωνησει και να τον σπρωξει μακρια.
''Μα εχω καιρο να σε στριμωξω'' ψιθυριζει παραπονιαρικα και τα ματια του πετανε σπιθες.
''Τι εγινε;Δεν σου καθεται η Τατιανα και ηρθες εδω;'' ρωτα με ζηλια πριν προλαβει να το επεξεργαστει.
Και φυσικα το χαμογελο του μεγαλωνει.Την παραμεριζει και βαζει στον εαυτο του μια κουπα σκετο καφε.
Πεφτει σιωπη για λιγο και παιρνει τον χρονο του να της απαντησει.
''Μου καθεται ενίοτε,αλλα ειμαστε και φιλοι οποτε καταλαβαινεις...'' περιγραφει ''Οι αδρες γραμμες...'' το αφηνει μετεωρο και πινει αλλη μια γουλια.
''Νομιζω σου βγηκε λιγο βαρυς.'' Η Κυβελη εν τω μεταξυ;Εμβροντητη!
''Εισαι χυδαιος!'' τον κατηγορει ''Εσυ ετσι φερεσαι στις φιλες σου;'' ρωταει καθως βαζει στον εαυτο της καφε.
Κατσε να το πω στον Βασιλη.
''Μονο στις πολυ καλες μου φιλες'' της κλεινει το ματι παιχνιδιαρικα και πινει αλλη μια γουλια πριν σμιξει τα φρυδια.
''Ναι...πολυ βαρυ τον εκανες'' σχολιαζει και αφηνει την κουπα στον παγκο.
''Πραγματικα Ορεστη δεν θελω να ξανατσακωθουμε,ειναι δυσκολη μερα,οποτε πηγαινε κοιμησου.'' γυρισε απο την αλλη και ανακατεψε τον καφε της πριν πιει μια γερη γουλια.
Τελειος ειναι.
''Γιατι εχουμε τσακωθει ποτέ;'' την ρωτα με ψευτικη απορια θελοντας να την τσιγκλισει.
Φυσικα επιασε.
''Μου κανεις πλακα;''
Ανασηκωνει τους ωμους του ταχα ανηξερος.
Θελει να με τρελανει;
''Τσακωνομαστε καθε φορα που-''δεν προλαβαινει να τελειωσει,γιατι ενα καυτο παχυρευστο κυμα με τα υπολειπομενα της πεψης της αρχισε να αναρηχαται στο εσωτερικο του λαιμου της.Γουρλωσε τα ματια και καλυψε το στομα της πριν τρεξει στο μπανιο,στην γνωστη της θεση.Ο κρυος ιδρωτας και το τρεμουλο επανηλθαν δριμυτερα.
Οταν βεβαιωθηκε οτι ειχε τελειωσει τραβηξε το καζανακι και στηριχθηκε οπως μπορουσε για να σηκωθει.Πηρε μια βαθια ανασα και σκουπισε τα ματια της που ειχαν θολωσει.
Ο Ορεστης ειχε ακουμπησει στο κατωφλι του μπανιου και την κοιτουσε με μια ελαφρια περιεργεια.
Αρχισε να πλενει τα δοντια της.
''Στο ειπα οτι ο καφες ηταν βαρυς'' ειπε πειρακτικα και η Κυβελη με την οδοντοβουρτσα στο στομα τον αγριοκοιταξε.
Γελασε και σηκωσε τα χερια του ως ενδειξη οτι παραδινεται.
''Παω μεσα'' της υποσχεθηκε.
Ευτυχως για τον ιδιο το εκανε.Και δεκα λεπτα μετα και ενα ντουζ αργοτερα μπηκε και εκεινη.Η ωρα στο ψηφιακο ρολοι της τηλεορασης ελεγε 7 και 40.
Ο κομπος στο στομαχι της επανηλθε.Κοιταξε τον βιολιστη που επινε τον καφε του αραχτος στον καναπε και την παρατηρουσε προσπαθωντας να καταλαβει τι σκεφτεται.
''Που πας;'' ρωτησε αθετοντας την υποσχεση του να μην την ενοχλησει αλλο.
''Στον γιατρο μου''του λεει χαλαρη.
''Να κανεις τι;'' πινει αλλη μια γουλια καφε και φροντιζει να δει τον μορφασμο του, ισα ισα για να εκνευριστει.
''Εχω μια γυναικολογικη εξεταση που πρεπει να γινει πρωι.''αλιμονο,ενα ψεμα μπορουσε να πει!
''Αφου εισαι αρρωστη,στον γυναικολογο θα πας;'' αφησε τον καφε του στο τραπεζι και ζυγισε το βλεμμα της.
Το γαλαζιο την μαλωσε που του ελεγε ψεματα,ενω το πρασινο την παρακαλεσε να του πει τι εχει.Το μονιμο μειδιαμα στα χειλη του ομως δεχτηκε το ψεμα της.
''Θες να σε παω;'' προσφερθηκε πιανοντας την απρετοιμαστη.
''Καλυτερα οχι,εχεις πιει και εισαι αυπνος και...ναι καλυτερα να μην θεσω τον εαυτο μου σε κινδυνο''
Και καλυτερα να μην μαθεις οτι ειμαι εγκυος με το παιδι του Δελη.
''Μα δεν εχω πιει,και εχω προβα στις 10,οποτε πρεπει να πιω καφε,γιατι αυτη η αηδια που εφτιαξες μοιαζει με πετρελαιο''σηκωθηκε και χτυπησε τις τσεπες του για να βεβαιωθει οτι εχει τα πραγματα του.
Πετρελαιο ;Ο καφες μου;
Συγκρατησε την ορμη της να του την πει για την προσβολη του.
''Εαν εχεις προβα στις δεκα καλυτερα να ξεκουραστεις''επικαλεστηκε το τελευταιο της επιχειρημα.
Την αγνοησε πληρως και ανοιξε την πορτα.
''Διευθυνση πες μου''
Η κοπελα ηττημενη τον ακολουθησε και μεσα της προσευχηθηκε να μην την καταλαβει.
Του εδωσε την διευθυνση της κλινικης και βολευτηκε στο δερματινο καθισμα του θεορατου μαυρου τζιπ που ο Ορεστης παντα με δυο δαχτυλα και γερμενος προς τα πισω οδηγουσε.
Προς εκπληξη της δεν της μιλησε πολυ και προς δικη του δεν του ειπε τιποτα οταν σταματησε να παρει καφε.
Στην διαδρομη προς την κλινικη η Κυβελη ενιωθε σαν να εβλεπε την ζωη να περναει μπροστα απο τα ματια της.
Μπαινει στο παρκινγκ.
''Ασε με εδω,καλα ειμαι '' του λεει απαλα,ξεψυχισμενα σχεδον.Ο Ορεστης γυρναει να την κοιταξει.Εχει χλωμιασει και μοιαζει τρομοκρατημενη.
Φοβαται τους γιατρους;
''Θα ερθω κι εγω,βαριεμαι να γυρναω πισω'' της απαντησε σαν να ηταν το πιο απλο πραγμα στον κοσμο και η κοπελα μονο που δεν επαθε ανακοπη.
''Εισαι τρελος;Που να καθεσαι εδω;Εγω θα κανω πολλες ωρες!Θα χασεις την προβα!" απο την ταχυτητα που εκτοξευε τα επιχειρηματα της καταλαβε οτι δεν ισχυε κανενα.
''Μα χθες δεν ειπες οτι στις 10 θα ερθει η μαμα σου σπιτι και να μην αρχισουμε τις βλακειες;'' την ρωτησε με ενα μισο χαμογελο,το βλεμμα του φωναζε 'σε επιασα!'
''Με ακους οταν μιλαω;''
Τωρα βρηκες;
Γελαει ''Αναγκαστικα.Εχεις ιδεα ποσο τσιριχτη ειναι η φωνη σου;''
Θελει να τον χτυπησει αλλα συγκρατειται.Βγαινει απο το αυτοκινητο και ξερει οτι ειναι απο πισω της οταν φτανει στο ασανσερ για τον δευτερο.
Πινει χαλαρος τον καφε του και δειχνει σαν να μην εχει ξενυχτησει.
Αυτος ο αντρας δεν πρεπει ποτε να μαθει ποσο πολυ του πανε τα φουτερ.
Φτανουν στον δευτερο οροφο και ξαφνικα η Κυβελη νιωθει τα ποδια της να ριζωνουν στην θεση της.Περναει το χερι του γυρω απο τους ωμους της και την σερνει κυριολεκτικα προς τα μεσα.
''Ελα Κυβελακι μην φοβασαι,ενα τσιμπηματακι θα νιωσεις και μετα θα φαμε παγωτο'' κοροιδεψε.
Εβγαλε το χερι -χωρις απαραιτητα να το θελει- απο πανω της και του εδειξε τον εναν καναπε.
Εκεινη πηγε στην γραμματεα που μολις την ειδε της χαρισε ενα μεγαλο χαμογελο.
''Σε πεντε λεπτα θα σε φωναξει,μολις ηρθε''την ενημερωνει.
Πεντε λεπτα.
Στο κεφαλι της εχει κρουσει ο κωδωνας κινδυνου.
Και μεσα σε ολα αυτα,εχει και τον Ορεστη,που καθεται χαλαρος στον καναπε και πινει καφε νομιζοντας οτι εχουν ερθει για τεστ ΠΑΠ!
Καθετα διπλα του και προσπαθει να ηρεμησει τον εαυτο της.Ασυναισθητα τα ποδια της τρεμουν πανω κατω και οι παλαμες της τριβονται εμμονικα πανω στην βελουτε φορμα.
Η ωρα δεν περναει,με τιποτα.
Και μονο αυτη μοιαζει να το νιωθει!
Ο,τι και να επιλεξεις θα ειμαι πολυ περηφανη για σενα.
Θα χωρισουμε.
''Μπορω να μυρισω το μυαλο σου να καιγεται'' ακουγεται η φωνη του και την κοιτα που καθεται στην ακρη της καρεκλας της με την πλατη ισια λες και εχει καταπιει καποιο κονταρι.
Η κοπελα ξεφυσαει και προσπαθει να ηρεμησει τον εαυτο της ,κατι που γινεται γρηγορα αντιληπτο.
Ο Ορεστης ξεφυσαει και την τραβαει πισω και μεσα στην αγκαλια του,παρεα με την κανελα και το αρωμα που φορουσε χθες και αμυδρα μπορουσε να μυρισει πλεον.
Δεν του αρχιζει το κηρυγμα για τον προσωπικο χωρο,πραγμα που βρισκει σχεδον τρομακτικο.
Τρεμει στο κρατημα του και ειναι σφιγμενη.
Της ετριψε το μπρατσο απαλα και την κολλησε κι αλλο πανω του,μια υστατη προσπαθεια να σταματησει το τρεμουλο της.
Το κλιματιστικο εστελνε μεγαλα κυματα θερμης στο προσωπο της και το αρωμα του αντισηπτικο την εκανε να νιωθει ηδη αρρωστη,πιο πολυ απο οτι πριν.
Εγειρε το κεφαλι της στον ωμο του και τον αφησε να την σφιξει πανω του.
Δεν ξερω τι θελω.
Ενα παιδι ειναι ενας γαμος,μια αποκλειστικη,φανερη,ολοκληρωμενη σχεση.
Ενα παιδι ειναι ομως κατι που δεν θελω.Ειναι ευθυνη, ειναι μια λελογισμενη αποφαση.
''Τι φοβασαι;'' η ερωτηση του την πιανει απροετοιμαστη.
Δεν τον κοιταει,ξερει οτι τα ματια του ειναι επικινδυνα απο τοσο κοντα.
''Φοβαμαι πως οι εξετασεις μου δεν θα βγουν καλες'' μουρμουριζει και νιωθει το βλεμμα του να της καιει το προσωπο.
Γελαει.
Φυσικα γελαει!
''Τι ανησυχεις ρε Κυβελακι...ολα καλα θα πανε''της απαντα χαλαρος.
''Ευκολο για σενα να το λες,εισαι παντα αναισθητος'' μουρμουριζει πικρα.
''Δεν ειμαι αναισθητος,απλα δεν αγχωνομαι για πραγματα που δεν μπορω να ελεγξω.Προσπαθησε να ηρεμησεις.'' ακουμπαει το μαγουλο του στην κορυφη του κεφαλιου της και γερνει απαλα.
Δεν αντιδρα.
''Τωρα με τρομαζεις,που ειναι η νευρωτικη δικηγορινα;'' αστειευεται και η Κυβελη γελαει.
Αν εμενες εγκυος απο τον Ορεστη ολα θα ηταν πολυ πιο ευκολα.
Η σκεψη τρανταξε τον κοσμο της.
Θεε μου τι σκεφτηκα!
Παιρνει μια βαθια ανασα και προσπαθει να διωξει τις σκεψεις.Μα καθισταται αδυνατον.Αναλογιζεται ολα τα προβληματα που δεν θα ειχε αν στην θεση του Δελη ηταν ο βιολιστης.
Θα χωρισουμε.
Θελω να μεινω μαζι του για παντα;Με τον κινδυνο να χασω ατομα που αγαπω;
Θελω να ειναι ο ανθρωπος μου; Ειναι;
Οταν η γιατρος βγαινει εξω πεταγεται ορθια.Κοιταει τον Ορεστη φοβισμενη και ο νεαρος της κλεινει το ματι και της κανει νοημα να μπει πριν γειρει παλι πισω με το κινητο του.
Ολα θα πανε καλα.
Δεν μπορεις να αγχωνεσαι για ο,τι δεν ελεγχεις.
Μπαινει μεσα στο ιατρειο και τρεμει ακομη.
Καθεται στην ακρη της καρεκλας και περιμενει τα νεα της γιατρου.
Η γυναικα κραταει τα χαρτια στα χερια της.Της χαμογελα γλυκα.
Εκει περα ειναι γραμμενο το μελλον μου σκεφτεται
Δεκα δευτερολεπτα.
Σε δεκα δευτερολεπτα θα αλλαξει ολοκληρη η ζωη μου.
''Ειχες συμπτωματα αυτη την εβδομαδα;'' στην ερωτηση της το στηθος της βουλιαζει.
Δηλαδη...ειμαι.
''Εε...'''δεν μπορει να μιλησει.Αδυνατει.
Θα χωρισει και θα παντρευτουμε.
Το στομα της ειχε μεινει ανοιχτο διχως να λεει κατι,δεν εβρισκε τις σωστες λεξεις.
''Αναγουλες;''παιρνει πρωτοβουλια και αρχιζει τις ερωτησεις.
Θα κανω παιδι.Πρεπει να το πω στην μαμα μου.
''Οτι και να επιλεξεις θα ειμαι πολυ περηφανη για σενα''
Τωρα να σε δω μαμα.
''Ναι'' βουρκωνει.
''Γαστρικες κενωσεις;Εμετοι;''ξαναρωτα και κοιτα παραλληλα το χαρτι.
Θα παντρευτω τον Σπυρο.Θα ειμαστε ευτυχισμενοι.
Γνεφει μονο θετικα.
''Ζαλαδες;''
Σκουπιζει ενα δακρυ.
Εκτος αν δεν το κρατησω,τοτε ομως θα χωρισουμε.
Δεν πρεπει να χωρισουμε.
Δεν θελω.
''Κατι παραπανω;Μηπως ειχες δεκατα;Ριγη;''
''Ειχα δεκατα,καθε φορα που αγχωνομαι εχω,ειναι ψυχοσωματικο''δικαιολογει με τρεμαμενη φωνη.
''Ενταξει γλυκια μου...ολα εξηγουνται τωρα.''την κοιτα σαν να εχουν γιορτη.
''Τι;'' ρωτα ανυπομονη.
Βαλε τελος στην μιζερια μου!
''Πρεπει να εχεις στομαχικη γριπη,γαστρεντεριτιδα,κατι τετοιο,γιατι μια φορα εγκυος δεν εισαι!''
Και ξαφνου,
σαν μεγαλος θαλαμος αεριων,
ολο το οξυγονο την γεμισε παλι,φουσκωσε το στηθος της,και ελαφρυνε την καρδια της.
Δεν ειμαι ;
''Δεν ειμαι;''η βραχνη της φωνη και το σοκαρισμενο βλεμμα της πρεπει να ηταν αστεια,γιατι η γυναικολογος γελασε.
''Οχι!Θα αδιαθετησεις μαλλον σε μια δυο μερες,θα συμπεσει με την γριπη, κριμα'' μονολογει και η Κυβελη δακρυζει.
Ενα μεγαλο χαμογελο ζωγραφιζεται στα χειλη της.Μια ανακουφιση πνεει τον ανεμο της ζωτικοτητας στα σωθικα της.
Δεν θα κανω παιδι,δε θα το πω στη μαμα μου,δεν θα παντρευτω στα 22,ουτε ομως θα χωρισω.
Το τρεμουλο δεν λεει να φυγει.Ειναι σε απολυτο σοκ.
Ζαλιζεται και εχει αναγουλες.
Μα νιωθει παραλληλα και υπεροχα!
Η ζωη ειναι ομορφη!Ειμαι απλα αρρωστη!Ειναι μια γριπη,θα περασει!
Θα ειμαι καλα.
Ανυπαντρη ατεκνη και αρρωστη.
Ο,τι καλυτερο!
Ευχαριστει θερμα την γιατρο και ανοιγει την πορτα του ιατρειου.Εχει μουδιασει και τα κατω ακρα της κοντευον να παραλυσουν. Το βλεμμα του Ορεστη πεφτει πανω της και σηκωνεται καπως μπερδεμενος οταν τον πλησιαζει σχεδον χοροπηδωντας.
Βλεπει τα κατακοκκινα ματια της και το τεραστιο χαμογελο της.Τα μαγουλα της ειναι ποτισμενα με δακρυα μα δεν την εχει δει πιο ευτυχισμενη.
''Ολα καλα δικηγορινα;Παμε για παγωτο;''αστειευτηκε.
Τον κοιταξε χαρουμενη και γελασε με το αστειο του,που δεν ηταν εν τελει και τοσο αστειο.
Τυλιξε τα χερια της γυρω απο τον αυχενα του,σηκωθηκε στις μυτες και κολλησε τα χειλη της πανω στα δικα του επιτρεποντας στο αρωμα κανελας να δωσει χαρακτηρα στην ευτυχια της.
''Τι κανεις-''
Η γλωσα της επιθετικα χωρισε τα χειλη του σε ενα εντονο φιλι.
Η ανακουφιση της εγινε ενδορφινη και επειτα αδρεναλινη.
Ο Ορεστης αν και σοκαρισμενος την τραβηξε πανω του και βαθυνε.
Το αρωμα του βασιλικο της οδοντοκρεμας συναντησε την κανελα και αναμεσα τους πλανοταν η ριγη.
Το κορμι της εκαιγε,σαν να ειχε πυρετο.
Τα χειλη τους κινηθηκαν για λιγα δευτερολεπτα σε απολυτη αρμονια με διτη συγκαταθεση σε ενα φιλι που ξεπερασε καθε προσδοκια τους και τους χαρισε ταχυκαρδια.Μεχρι που ο βιολιστης την απομακρυνε λιγο και την κρατησε απεναντι του.
Η κοπελα αναψοκικκινισμενη και σοκαρισμενη τον κοιτουσε μη μπορωντας να πιστεψει τι ειχε κανει.Εμεινε να βαριανασαινει απεναντι στο υπεροχο -με λακκακια- αυταρεσκο χαμογελο του.
''Δικηγορινα,με στριμωξες.''
Με λενε Ελπιδα.
Οσοι με πιστευουν πλαντουνται πλανην οικτραν.
Οσοι παλι αλλαξοπιστουν γευονται την νεμεση.
Με λενε Ελπιδα,
Με φωναζουν Θεο,Αλλαχ,Γαια.
Επικαλουνται και καταριουνται σε εκκλησιες,ναους και νοσοκομεια.
Μα δεν ακουω,τα αυτια μου εχουν ματωσει χρονια τωρα,
ουτε βλεπω,κοιτω μονο ψηλά.
Μυριζω ομως την απελπισια τους,γευομαι τα δακρυα τους.
Το ονομα μου ειναι Ελπιδα,
και για μενα οι ανθρωποι εχουν πει πολλα ψεματα.
Με μονο σωστο οτι ενας αναγραμματισμος αρκει,
μια βαθια καθετη γραμμη φτανει,
για να τελειωσουν ολα.
Ciao Bellas!!
Καλησπερα και καλη βραδια που λεει και μια ψυχη.
Πως ειστε;
Ειχα επισημως την πιο περιεργη εβδομαδα.Μην ρωτησετε καν.
Οριστε το κεφαλαιο!
Ειδαμε τον Δελη να απειλει.
Την Ιφιγενεια την γλυκουλα.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΕΓΚΥΟΣ!
Γαστρεντεριτιδα λοιπον!
Ενταξει...φιλησε και τον Ορεστη.
Αυτα πανω κατω.Χαλαρα.
Φιλακια μεχρι το επομενο και περιμενω να μου πειτε τα σχεδια για σκ!
Σας αγαπω πολυ πολυ.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top