Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει.
Μετά απο καιρο...μου λειψατε καλε!
Φοβείταί τις μεταβολήν; τι γαρ δύναται χωρίς μεταβολής γενέσθαι;
(–Φοβάται κανένας την αλλαγή; Αλλά τι μπορεί να γίνει χωρίς αλλαγή!)
Μάρκος Αυρήλιος.
Τα σχοινια ηταν σφιχτα δεμενα γυρω απο τους καρπους μου.
Το δωματιο γεματο υγρασια και μουχλα.
Ημιφως ή ημισκοταδο;
''Ορισε μου την αγαπη.Τι ειναι αγαπη;'' καθισε απεναντι μου.Υπερβολικα ομορφος και περιποιημενος για τον χωρο που βρισκοταν.
''Δεν ξερω.''τον εκνευρισα.
Μου χαιδεψε το μαγουλο οπως παλια. Τα ακροδαχτυλα του ανεσυραν αναμνησεις που για χρονια παλευα να πνιξω.
''Ορισε μου την ελπιδα. Τι ειναι;''
''Δεν ξερω'' επανελαβα και τον ειδα να σφιγγει το σαγονι του.
''Ορισε μου το δικαιο.'' ρωτησε για να με πονεσει.
Του χαμογελασα. Ηξερε.
''Δεν μπορω.''
Ανακαθισε. Μπροστα μου. Σαν να ηθελε να μου υπενθυμισει οτι ηταν εκεινος. Η πηγη και το τελμα της αληθειας μου.
''Και γιατι αυτο;''
''Γιατι δεν ξερω.''
Οργισμενος σηκωθηκε ορθιος, κλωτσησε την καρεκλα του μακρια. Τον νευριαζα.
''Μα πως γινεται να μην ξερεις;'' ρωτησε δυσπιστα
''Ειναι σχετικο, καθε απαντηση απεχει απο το σωστο, οσο απεχει και απο το λαθος.''
''Τιποτα δεν ειναι σχετικο.''
''Πιστευεις στην απολυτοτητα;''
''Πιστευω στις γνωσεις μου."
''Και αν οι γνωσεις σου σε προδωσουν;''
''Οι γνωσεις μονο σε επαληθευουν.''
''Και αν ολα οσα ηξερες μια μερα ανατραπουν;''
Με αγριοκοιταζει''Απο ποιον;''
''Απο καποιον καλυτερο.''
''Τι τον κανει καλυτερο;''
''Οι γνωσεις του.''
''Τοτε θα μαθω τα νεα."
''Κι ας συγκρουονται με οσα πιστευες;''
''Κι ας συγκρουονται''
''Πως θα τα μαθεις αν δεν τα πιστευεις;''
''Θα μαθω να τα πιστευω.''
''Και αν ησουν εξ'αρχης σωστος;''
''Θα το ανακαλυψω;''
''Και αν -ξαφνου!-μια τριτη αποψη, τοτε;''
''Ειμαι επιστημονας, δεν πρεπει να πιστευω στην σχετικοτητα, αυτο με κανει να φαινομαι αδαης."
''Η αλαζονεια σου σε κανει να φαινεσαι αδαης.''
''Ειναι αλαζονεια το να ξερεις;''
''Ειναι αλαζονεια να πιστευεις οτι ξερεις αρκετα για να μιλας."
''Και ποτε μιλας;''
''Οταν σιγουρευτεις οτι ξερεις;''
''Κι αυτο ποτε γινεται;''
''Οταν ωριμασεις αρκετα ωστε να μαθεις να ακους για να μαθαινεις κι οχι για να απαντας.''
''Λες ανοησιες.'' με κοιτα, γυαλιζουν τα ματια του, γρυλιζει.
Του χαμογελαω ξανα. Η επαρση του ειναι το νερο και η τροφη μου.
''Ισως εχεις δικιο.'' ανασηκωνω τους ωμους. Τον τρελαινει που υποκυπτω, που δεν μαχομαι.
''Θα επρεπε να υπερασπιζεσαι τα πιστευω σου, ειναι η επιστημη σου.''
''Αφηνω εσενα να το κανεις και για τους δυο μας.''
με κοιτα εκπληκτος, σαν να ειδε μολις την παγιδα, λες και μολις αντιληφθηκε οτι ηταν κι εκεινος δεμενος απεναντι μου.
Με ιδια σκοινια,αυτα που νομιζε πως κατορθωσε να κοψει.
Λεξη κλειδι : νομιζε.
2014
''Σταματα! Σε παρακαλω! Δεν βλεπεις οτι δεν σου κανει καλο; Σε σκοτωνει!'' ικετεψε, στα γονατα θα επεφτε αν χρειαζοταν, μα δεν ακουγε κανεναν πλεον. Ηταν αργα.
''Δ-δεν...δεν ...''
''Δεν μπορεις;'' εψαχνε στο βλεμμα την ελπιδα, την αγαπη, οσα ηξερε και ειχε μαθει. Δεν εβρισκε τιποτα, μοναχα κενο.
''Δεν θελω!''
Καταστρεφοταν, μα ηταν η πιο γλυκια καταστροφη.
Κοιταξε τον σωληνα, αηδιασε στο ξενο συναισθημα που προκαλουσε ετσι παρατημενος κατω.
Τα παπουτσια ηταν πεταμενα στο παντοτε τακτικο δωματιο. Δεν ειχαν πλεον κορδονια, που ειναι τα κορδονια;
Εψαχνε με μανια να βρει την εξηγηση, εκεινη την φωτεινη χαραμαδα λογικης που θα επανεφερε την ελπιδα μιας κανονικοτητας που πλεον φανταζε μακρινη.
Βυθιζοταν.
Παρον
Ηταν τρεις το πρωι. Παλι δεν μπορουσε να κοιμηθει. Ηταν θυμωμενη, οχι, κατι παραπανω, οργισμενη!
Ο Ορέστης φυσικά δεν είχε δώσει καμία απολύτως σημασία στην αϋπνία της και ροχαλιζε απαλά όταν σηκώθηκε και έφυγε από το υπνοδωμάτιο τους.
Τωρα φαινόταν ξεκάθαρα πλέον. Η ζωη της ηταν στημενη πανω σε τρεμαμενα σκοινια, σε ετοιμορροπα θεμελια.
Ειχε-αντικειμενικα- τα παντα. Ομως γνωριζε οτι κατω απο το ομορφο περιτυλιγμα, υπηρχε καρβουνο.
Στο απεναντι διαμερισμα εμενε ενα ζευγαρι, η κυρια Ριτσα της ειχε πει οτι συνεχεια τσακωνονταν. Στην αρχη δεν εδωσε σημασια, μα επιασε τον εαυτο της πολλα βραδια να κρυφοκοιτα προς το μερος τους. Ηταν στον τριτο και εκεινοι, οι κουρτινες τους παντα τραβηγμενες προς τα πισω.
Εκεινη πρεπει να δουλευε σε μπαρ, γιατι γυριζε τετοια ωρα καθε βραδυ. Το αγορι της βρισκόταν στο σαλονι, με το φως ανοιχτο και την τηλεοραση να παιζει. Καρτερικα περιμενε να γυρισει, και αλλοτε πηγαιναν στο δωματιο του αλλου χωρου, ή οπως τωρα, τσακωνονταν.
Η δικηγορινα δεν καταλαβαινε πολλα, μονο οσα μετα βιας φαινονταν. Εβλεπε τον αντρα να ουρλιαζει,αυτο το καταλαβαινε απο το βουητο που εφτανε μεχρι εκει, ενω εκεινη μιλουσε κοφτα, μα επαρκως για να τον φερει εκτος οριων. Μπορεί να τσακώνονταν για κάτι άσχετο, μπορεί αυτός να ζήλευε, ή το αντίστροφο.
Μα στο τελος συνεβαινε παντοτε το ιδιο. Η κοπελα εβγαινε στο μπαλκονι για να κανει τσιγαρο, ενω ο νεαρος εφευγε βροντωντας την πορτα πισω του.
Κοιταχτηκε με την Κυβελη σαν να μοιραζονται ενα μυστικο, στιγμιαια, κι υστερα επιστρεψε η καθε μια στο τσιγαρο και τις σκεψεις της.
Βεβαια το συγκεκριμενο βραδυ δεν κραταει πολυ, γιατι δεκα λεπτα αργοτερα, ο φιλος της επιστρεφει, βγαινει στο μπαλκονι και την αγκαλιαζει απαλα, μουρμουριζοντας της κατι που της προκαλει κλαμα ανακουφισης, ενω στην Κυβελη το απολυτο κενο.
Γιατι και η δικη της παρεα εφτασε, μετα προσκλησεως.
Παρε με τωρα, τι συμβαινει;
Ενιωθε την κρυφη του ελπιδα, ηταν γελοιο!
Οταν δεν απαντησε τιποτα, το κινητο της δονηθηκε απο την εισερχομενη κληση.
Χαμογελασε πικρα στην σκεψη οτι παλιοτερα η καρδια της χτυπουσε δυνατα.
Ελεγξε αλλη μια φορα οτι η πορτα ηταν κλειστη και ο Ορεστης πουθενα τριγυρω πριν απαντησει. Πηρε βαθια ανασα και ρουφηξε μια γερη τζουρα απο το τσιγαρο της.
Εξεπνευσε.
Σιωπη στην αλλη γραμμη, δεν μιλουσε κανεις τους. Μπορουσε να τον φανταστει να καθεται στο γραφειο του σπιτιου του, με μπιτζαμες και ενα ποτηρι ουισκι.
''Πως ειστε δεσποινις Πολιτη;Βαρεθηκατε κιολας τον εγγαμο βιο;'' ο τονος του εσταζε φαρμακι και κακια.Εκεινη εσφιξε τα δοντια για να τιθασευσει την οργη της που ολο και κοντοζυγωνε στην επιφανεια.
Γελασε λοιπον, πικρα.
''Καθε αλλο κυριε Δελή, τεινω μαλιστα και να σας κατανοω πλεον, ουτε εγω θα αφηνα την εγγαμη συμβιωση, ουτε για την Ελενα, ουτε και για καμια αλλη.''
Τον ακουει να χλευαζει. Αυτο που δεν ξερει ειναι πως για εκεινη θα αφηνε τα παντα,αν το ηξερε ισως να μην εκανε το λαθος που τωρα επροκειτο να κανει.
''Απλα αναρωτιομουν...'' τραβαει την σιωπη και νιωθει τους παλμους της εκτοξευονται. Οι παλαμες της εχουν ιδρωσει.
''Πως μπορεσες να κοιμασαι τοσο καιρο γνωριζοντας οτι μια μερα ο Ορεστης θα μου πει για την Ιασμη και εγω θα του πω για την Ελενα...δεν σε τσακιζε;''
Ο Σπυρος Δελής, απο την αλλη ακρη της Αθηνας εχασε την πνοη του.
Πηρε βαθια ανασα οταν ο εγκεφαλος του τον αναγκασε. Ειχε γινει κατακοκκινος. Ηξερε οτι εκεινη η στιγμη θα ερχοταν, το ηξερε και το απευχοταν.
Κι οχι επειδη κινδυνευε, καθε αλλο! Ειχε συνηθισει να κινδυνευει, ολη του η ζωη παιζοταν κορωνα γραμματα.
Φοβοταν οτι θα μετανιωνε αυτο που τον αναγκαζε να της κανει.
''Δεν καταλαβαινω τον λογο που θα επρεπε να φοβηθω.'' αταραχος της απαντάει και η Κυβελη πνιγει ενα γελακι.
''Δεν καταλαβαινω γιατι να μην φοβασαι. Την στιγμη που ο Ορεστης θα μαθει τι εκανες στην Ιασμη, θα σε καταστρεψει! '' ανεβαζει τον τονο της ελαχιστα.
''Θα κατεστρεφε τον ιδιο του τον πατερα ο Ορεστης πιστευεις;Γιατι ο Πετρος, καθε αλλο παρα με εμποδισε!'' της απαντα ψυχαγωγημενος.
''Ο Πετρος το εκανε για να προστατευσει το ονομα του. Το εγκλημα πεφτει στους ωμους σου. '' γρυλιζει, ουτε η ιδια δεν ξερει απο που προερχεται αυτος ο ηχος, αλλα το στηθος της βραζει.
''Να φανταστω οτι λειπατε στο μαθημα της συμμετοχης στο Ποινικο.'' την κοροιδευει.
''Θα του το πω οπως και να χει.''δηλωνει.
''Δεν θα κερδισεις τιποτα απο ολο αυτο Κυβελη, ισως μια κορεσμενη αισθηση αποδοσης της δικαιοσυνης, ισως.'' την τρομαζει το ποσο ηρεμος ειναι. Μα επειτα θυμαται, αυτος δεν ηταν αλλωστε και ο λογος που τον ερωτευτηκε; Ο συγκροτημενος χαρακτηρας του, η απροσιτη υποσταση του που στα ματια της τον εκανε ξενο προς τους ανθρωπους, η θεοποιηση του.
Τουβλο τουβλο επεφτε ο τοιχος, μα τα τουβλα ηταν το δερμα της. Διαλυοταν.
''Θελω να μην με ξαναενοχλησεις." θετει τον ορο της, απαραβιαστος για εκεινη, ενω για τον Δελή ενα ανεκδοτο.
Γελαει λοιπον.
''Μ'αρεσει ο τροπος που πειθεις τον εαυτο σου οτι ενοχλεισαι απο την παρουσια μου, ενω στην πραγματικοτητα εσυ η ιδια την αποζητας.''
Για λιγο δεν του απαντα.
Δεν εχει δικιο. Δεν εχει δικιο.
''Θελω να μεινεις μακρια μου, περασε με στα δυο μαθηματα σου με οσο σου γραψω και μην με ξαναενοχλησεις, εγω δεν ειμαι Ελενα, δεν θα μπεις στο μυαλο μου.''
Η ψυχρα αναμεσα τους ηταν αισθητη. Ο Σπυρος πλεον το ειχε καταλαβει. Ναι, η Κυβελη δεν ηταν η Ελενα.Ωστοσο, δυσκολευοταν να εντοπισει την αιτια.
''Η Ελενα σε ξεπερασε με καποιον αλλον. Σε ξεπερασε επειδη ερωτευτηκε. Εγω σε ξεπερασα επειδη σε σιχαθηκα.''η λεξη εμεινε να κουδουνιζει αναμεσα τους.
Η Αθηνα εγινε ενα τετραγωνικο και η ανασα του χτυπουσε στο αυτι της.
Σε σιχαθηκα.
Η φραση της τον παγωσε, εσβησε το μειδιαμα απο τα χειλη του μια για παντα.
''Ακομα και αν παψω αυριο να ειμαι ερωτευμενη με τον Ορεστη, δεν θα γυρισω ποτε πισω σε εσενα. Ποτέ!'' φωναζει τωρα, διχως να το ελεγχει, μα ευτυχως για εκεινη ο βιολιστης κοιμαται βαρια.
Ο Σπυρος ομως, δεν θα κοιμηθει για το υπολοιπο βραδυ, παρολο που η κληση τερματιζεται το ιδιο λεπτο.
Η Κυβελη μενει στο μπαλκονι κανοντας μηχανικα δυο τσιγαρα και κοιτωντας απεναντι, με δακρυα να τσουζουν τα ματια της.
''Αποζητας την παρουσια μου.''
Ανοιξε την μπαλκονοπορτα και αφου την εκλεισε πισω της κινηθηκε με βαρια βηματα προς το δωματιο οπου ο Ορεστης βρισκοταν.
Η αισθηση που αφησε στο παπλωμα καθως βουλιαζε διπλα του τον ξυπνησε λιγο, μουγγρισε κατι και γυρισε προς το μερος της με μισοκλειστα ματια. Την εκανε να χαμογελασε το ποσο εκτος τοπου και χρονου βρισκοταν.
''Πηγα να πιω νερο, κοιμησου.'' του ψιθυρισε γλυκα και τον ειδε να γνεφει σαν να καταλαβε ταχα, πριν πεσει παλι πισω στο μαξιλαρι, με τις μπουκλες του να αναπηδουν γοητευτικα. Χωθηκε κατω απο τα σκεπασματα και γυρισε ωστε να τον κοιτα. Ακομα να νιωσει σιγουρη για οσα αισθανεται.
Στιγμες οπως εκεινη ομως, επιανε τον εαυτο της να μην χορταινει. Καθε λεπτο που περνουσαν μαζι το ρουφουσε σαν να ηταν το οξυγονο της μετα απο μια μεγαλη βουτια στο νερο.
Και ηταν Μαρτιος, ο χρονος περνουσε, και η ιδεα δεν ελεγε να αποτυπωθει στο μυαλο της.
Φευγει.
Στην αλλη ακρη της Αθηνας, ο Σπυρος ειναι ακομη καθηλωμενος στο γραφειο του, εχει αναψει τσιγαρο, το ποτο του ανανεωμενο, η ανασα του λειψη και η καρδια του χανει χτυπους.
Ποια ηταν διαφορα της Ελενας και της Κυβελης;
Τι τις διαχωριζε στο μυαλο του; Δεν θα το ελεγε ποτέ δυνατα, μα ηξερε εδω και καιρο.
Ηταν αυτο που τον φοβιζε οσο τιποτε αλλο, το πιο καταστρεπτικο απο ολα τα πραγματα στον κοσμο, ο κρυπτονιτης μιας υπερανθρωπης υποστασης.
Πιστεψε για λιγο, αφελως, πως ηταν ιδιες, μα το μελλον τον τιμωρησε.
Κι αυτο γιατι την Ελενα την ερωτευτηκε και επειτα την μισησε με παθος. Την Κυβελη ομως, την ερωτευτηκε, κι υστερα την αγαπησε με ολο το σκοταδι που ειχε μεσα του.
Κι αυτη του την αγαπη, θα την πληρωνε ακριβα.
----------------------------------------------------------------------------
30 Μαρτιου.
717 νέα κρούσματα,σύνολο: 1.212
34 νέοι θάνατοι,σύνολο: 42
''Εχω διαβασει καπου οτι οσοι τρεχουν ειναι μαζοχιστες.'' ο Ορεστης μουρμουρισε κατω απο τις κοφτες ανασες του.
Η Κυβελη διπλα του στριφογυρισε τα ματια.
Αντε παλι.
Εν τω μεταξυ η πλατεια Κολωνακιου ηταν αρκετα ερημη, συγκριτικα με το πως την ειχε συνηθισει. Βεβαια και ο καιρος ηταν αποτρεπτικος, ολα προμηνευαν βροχη.
''Δεν καταλαβαινω γιατι με εσυρες σε αυτο το μαρτυριο 8 η ωρα το πρωι!'' γκρινιαξε παλι.
''Δεν σε καλεσα καν!Μονος σου ηρθες!'' αναφωνησε εκνευρισμενη, πιο πολυ ομως γιατι ηξερε οτι αν ο Ορεστης ειχε εστω και λιγο προσεξει γυρω του θα γεμιζε αλαζονεια με το ποσες κυριες τον ειχαν κοιταξει εστω και κλεφτα.
Βεβαια δεν τις αδικουσε. Το αγορι της φορουσε γκρι φουτερ και μαυρη φορμα, μα τα εκανε να μοιαζουν με κουστουμι. Ψηλος και γεροδεμενος, με τις μπουκλες του να αναπηδουν εδω κι εκει και τα δυο του ματια να σου κλεβουν ανασες, μαγνητιζε οποιον περνουσε.
''Και τι να εκανα; Να σε αφηνα μονη σου;''ρωτα κρυφογελωντας καθως στριβει στο στενο τους.
Ναι!!
''Θα το εκτιμουσα.'' απαντησε προσπαθωντας να ακουστει σαν να το εννοει. Ομως ειχε εξαντλησει τον εαυτο της εκεινο το πρωινο.
''Μην λες ψεμματακια Κυβελη, το λαγουδακι του Πασχα δεν θα σου αφησει σοκολατενιο αβγο.'' αστειευτηκε βγαζοντας τα κλειδια απο το φουτερ του.
Η κοπελα σταματησε να τρεχει και επνιξε ενα γελακι, ευτυχως ειχε προχωρησει μπροστα και δεν την ειδε.
Τι βλακας!
''Εχεις χαζεψει το ξερεις;'' τον ρωτα καθως πλησιαζει για να περασει μεσα απο την πορτα που της ανοιγει.
Περναει με τουπε και εκεινος βρισκει την ευκαιρια να της δωσει μια ξυλια στα οπισθια, κανοντας την να τιναχτει μπροστα.Αναφωνει και τον κοιταξει αποδοκιμαστικα.
''Χυδαιε!''
''Ακριβως οπως σ'αρεσει δηλαδη!''της κλεινει το ματι και μπαινει μεσα στην εισοδο.
Γελαει.
---------------------------------------------------------------------
3 Απριλιου.
697 νέα κρούσματα
Κατέληξαν 41
217 ασθενείς έλαβαν εξιτήριο
Να γραψω ''Μπανσκο 2019'' ; Ή να βαλω και μηνα;
Μηπως να βαλω αυτην κατω απο την αλλη; Να εχουν ιδια θεματικη.
Βαζει την φωτογραφια πανω και αριστερα και πιανει το μαυρο στυλο. Το μικρο γυαλινο μπουκαλακι με αρωμα γιασεμι περιμενε να ποτισει τις σελιδες.
Ο Ορεστης, τελειωνοντας την προβα του, εκλεισε το skype και βγηκε χαλαρος στο σαλονι, πανετοιμος να ενοχλησει την κοπελα του, που μονο δυο ωρες ειχε να δει και ηδη ενιωθε την αναγκη να παει κοντα της.Για εκεινον, ηταν ξενο μα και ταυτοχρονα γνωριμο πλεον να την εχει γυρω του. Κι ας ηταν στην ενοχλητικη -υστερικη με την καθαριοτητα- μορφη της.
Πρωτα μυρισε το γιασεμι, η καρδια του βαρυνε.
Επειτα ειδε τον κοκκινο καταρρακτη, και καπως ελαφρυνε. Ειδε την μαυρη του μπλουζα να καλυπτει το σωμα της, και τελος το προφιλ του προσωπου της, αβαφο και συνοφρυωμενο να κοιτα μπροστα.
''Σου ελειψα;'' ρωτησε πειρακτικα και αναπηδησε διπλα της στον καναπε, κανοντας την να τσιριξει, νομιζοντας οτι πατησε τις φωτογραφιες που επιμελως ειχε απλωσει γυρω της.
Τον κατακεραυνωσε με τα ανοιχτα μελι της φρυδια να γινονται μια γραμμη.
''Εισαι βλαμμενο αγορι μου;''
Φυσικα και θα γελουσε. Περασε το χερι του γυρω απο τους ωμους της και την φιλησε στον κροταφο.
''Τι κανεις;'' κοιταξε μπροστα του το σχεδον γεματο αλμπουμ και τους φακελους με φωτογραφιες.
''Για μαντεψε!'' τον ειρωνευτηκε και τεντωθηκε για να πιει μια γουλια απο το κρασι της.
''Ψαχνεις αφορμη για να πιεις κρασι;''
''Μηπως εσυ ψαχνεις αφορμη για να τσακωθουμε;''αντιγυρισε και ο βιολιστης επιστρατευσε το πιο αθωο του υφος.
''Εγω;Λογω τιμης οχι!''
''Εισαι ανυποφορος, ωρες ωρες αληθεια απορω πως σε αντεχω!'' ξεσπα ταχα πειραγμενη. Ο βιολιστης το βρισκει τρομερα αστειο ολο αυτο.
''Ξερουμε και οι δυο δικηγορινα μου οτι χωρις εμενα δεν μπορεις!'' το αλαζονικο του χαμογελο επιβεβαιωσε οτι το ηξερε.
Η Κυβελη αναφωνησε.
''Ποιος τις διαδιδει αυτες τι κακοηθειες;''
Τον πιανει απροετοιμαστο και δεν ξερει τι να της πει.Οποτε με μια αποτομη κινηση την ξαπλωνει πισω.Η κοπελα ανελπιστα προσγειωνεται πανω στο μαξιλαρι και δεν μπορει να συγκρατησει ενα χαμογελο. Πλησιαζει το προσωπο του πολυ κοντα στο δικο του, σε αποσταση αναπνοης αναστεναζει στην κανελα. Ασθμαινει βαθια και αχορταγα.
''Εχω ενα αλμπουμ να τελειωσω.''
Χλευαστικα αγνοησε αυτο που του ειπε και επιτεθηκε με τα χειλη του στον λαιμο της, κατω απο το αδυναμο σημειο της, που την εκανε παντα να βογγα. Το χερι του, αφησε την λεκανη της και κατηφορισε, σε επικινδυνα μα πλεον χαρτογραφημενα μερη.
Η Κυβελη βογγιζε ασυναισθητα οταν αρχισε να την τριβει. Ξεχασε και το αλμπουμ και τα παντα.
Τι ηταν αλλωστε οι αναμνησεις μπροστα στο παρον της;
-------------------------------------------------------
10 Απριλιου
''Ορεστη, βρεχει.Που εισαι;'' τον ρωτα προσπαθωντας να ακουστει χαλαρη, μα δεν ειναι. Η καρδια της χτυπαει δυνατα στο στηθος της στην σκεψη οτι ειναι εκει εξω με το αυτοκινητο.
''Μωρο μου παρκαρω, ηρεμησε,σε ενα λεπτο ειμαι πανω.'' μπορουσε σχεδον να τον δει να χαμογελαει καθησυχαστικα απο την αλλη γραμμη.
''Περιμενω.''
''Σου εχω μια εκπληξη.'' της δηλωσε και η Κυβελη δεν συγκρατηθηκε.
"Ωχ...''
Αυτο την εκανε ακομα πιο νευρικη. Τον ηξερε πλεον αρκετα για να γνωριζει οτι η 'εκπληξη' ηταν ικανη να της φτιαξει ή να της καταστρεψει την μερα.
Ακουσε το κλειδι στην πορτα και σχεδον αναπηδησε στον καναπε.
Το κεφαλι του ξεπροβαλε απο την πορτα, και της χαρισε ενα φωτεινο χαμογελο, αδυνατον να αντισταθει.
''Γεια σου κουκλα...'' προσφωνησε .
Ωχ.
''Τι θες; Και γιατι δεν μπαινεις μεσα; Τι εκανες;'' με καθε ερωτηση ολο και πιο υποπτη γινοταν, οταν δε σηκωθηκε ορθια για να δει μονη της τον ειδε να πισωπατα.
''Θα σου δειξω, θα σου δειξω! Απλα υποσχεσου μου οτι δεν θα φωναξεις.''
Αυτο ηταν που την εκνευριζε πιο πολυ σε εκεινον, ανεκαθεν.
''Μα πως μπορεις να μου ζητας κατι τετοιο; Αφου ξερεις οτι κατα πασα πιθανοτητα θα θυμωσω!'' σταυρωνει τα χερια της κατω απο το στηθος και τον αγριοκοιταζει.
Οσο αξιολατρευτα και αν της χαμογελα εκνευριζεται.
Δεν με ριχνεις αναθεματισμενε βιολιστη...οχι αυτη τη φορα.
Το προσωπο του χανεται απο το ανοιγμα της πορτας και για λιγο τον ακουει να παλευει με κατι στον διαδρομο. Οταν ανοιγει παλι την πορτα, κουβαλαει μαζι του ενα κουτι,χαρτινο και βρεγμενο.
''Τι ειναι αυτο;'' σμιγει τα φρυδια μπερδεμενη και πλησιαζει. Τον βλεπει που χαμογελα νευρικα.
Το εσωτερικο την επιβεβαιωνει. Μεσα βρισκεται ενα μελι προς τζιντερ κουταβακι, απροσδιοριστης για τις γνωσεις της ρατσας,περιπου πεντε με εξι μηνων, μικροσωμο. Μοιαζει υποσιτισμενο και ειναι σιγουρα βρεγμενο.
Τον κοιταζει δυσπιστη. Δεν θελει να πιστεψει οτι συμβαινει αυτο που συμβαινει.
''Τι το εφερες αυτο εδω;'' ο Ορεστης αναφωνει σαν να μην πιστευει στα αυτια του.
''Ντροπη σου!'' την μαλωνει και φερνει το κουτι πιο κοντα του.
''Κατι ρωτησα.'' το αυστηρο της υφος τον γυρνα πισω στην νεαρη του ηλικια, οταν η μαμα του τον μαλωνε καθε φορα που κουβαλουσε αδεσποτα σπιτι.
''Ρε Κυβελακι ...'' της <<νιαουρισε>>, "Ηταν δεμενο σε μια κολωνα, καποιος το παρατησε εκει...'' τα λογια του, αν και δεν ξερει αν πρεπει να τα πιστεψει, της προκαλουν ενα σκιρτημα μισους για τον δραστη της αποτροπαιας αυτης πραξης.
''Σοβαρα; ''τον κοιτα περιμενοντας την αληθεια. Ο Ορεστης σοβαρευει.
''Ναι σου λεω!Περνουσα με το αυτοκινητο και το ειδα τυχαια να χτυπιεται για να λυθει.''
Η κοπελα το κοιτα, κουλουριασμενο τρεμει στο αδειο χαρτινο κουτι.
''Και δεν μπορουσες να το...'' οταν ο βιολιστης της ριχνει το τελεσιδικο υφος του, η Κυβελη ξερει οτι πρεπει να βουλωσει.
''Εν μεσω καραντινας ποιο καταφυγιο θα δεχτει ζωα;''την <<μαλωνει>>
''Και θα το κρατησουμε εμεις;'' αυτη ειναι η πραγματικη της ερωτηση.
Ουτε εκεινος εχει απαντηση στην πραγματικοτητα.
''Ε για λιγο..μεχρι να μπορουμε να το δωσουμε καπου.'' αυτοσχεδιαζει και αυτο βγαινει προς τα εξω.
''Αυτο εννοειται, εδω δεν μπορεις να μαζεψεις τα ρουχα σου απο το πατωμα θα εχεις και σκυλο;''
Τον ειδε να στριφογυριζει τα ματια του.
''Αντε παλι, σου εξηγω οτι δεν ειναι το ιδιο!'' επιμενει με πεισμα παιδικο.
Κι ετσι ξεκινησε ο καβγας.
''Και πως ειναι δηλαδη; Για εξηγησε μου, πως γινεται να εισαι ανευθυνος γενικα και υπευθυνος σε αυτο;''
Ο βιολιστης στενευει τα ματια.
''Οπως ειμαι υπευθυνος στο βιολι αλλα δεν κατεβαζω το καπακι της τουαλετας.''
Θα τον σκοτωσω.
''Σε τιμαει αυτο νομιζεις;''
''Οχι'' ανασηκωνει τους ωμους χαλαρος. ''Ιδίως οταν το κανω τις μισες φορες επιτηδες.''
Οριστε;
Δεν ξερει τι να του πει. Τον κοιταζει εμβροντητη, καπου αναμεσα στο γελιο και στον εκνευρισμο βρισκεται η αληθεια της.
''Εσυ ανθρωπε μου δεν υποφερεσαι, αληθεια!'' αναφωνει το τελευταιο και τον βλεπει να την προσπερναει και να βαδιζει προς το μπανιο, με το κουτι μαζι.
Εσπευσε να τον ακολουθησει.
''Περιμενε Ορεστη περιμενε!!''
Την αγνοησε και εσπρωξε την πορτα να ανοιξει.
''Και αν εχει ψυλλους;''
Ω Θεε μου ψυλλοι! Πανικος την επιασε στην σκεψη και μονο.
Ακουμπησε το κουτι στο μαρμαρο διπλα στον νιπτηρα.
''Δεν νομιζω. Ειχε λουρακι, και φαινεται φροντισμενο, μεχρι προτεινος δηλαδη.'' η φωνη του βαρυνε και η κοπελα τον ειδε να σφιγγει τα δοντια κοιτωντας το υποσιτισμενο κουταβακι.
''Αν εχει λυσσα;'' ξαναρωτησε οταν τον ειδε να βαζει τα χερια μεσα για να το πιασει.
''Αν εχει λυσσα, παρακαλα να μην σε δαγκωσει, αν και αμφιβαλλω.''
Το μικρο σκυλακι, στο μεγεθος της αποστασης του καρπου μεχρι τον αγκωνα, εβγαλε μια ανορθρη κραυγη που εμοιαζε με κλαμα,κανοντας ακομα και την Κυβελη να μαλακωσει λιγο.
''Φερε μου μια πετσετα.'' το βλεμμα του ηταν στυλωμενο πανω στο κουταβακι, που μαλλον φοβοταν το χλιαρο νερο που επροκειτο να το καθαρισει.
Η κοπελα βγαινοντας στον διαδρομο για να του παει μια προχειρη πετσετα, βρηκε στο ανοιγμα της πορτας μια μεγαλη σακουλα με σκυλοτροφη, ενα μαξιλαρι, μπολακια, λουρι, και τα παντα.
Ηταν που θα με ρωτουσε καυχασε.
Ακουμπησε την πετσετα ανοιχτη διπλα του και καθισε στον παγκο. Αρχισε να τον παρατηρει.
Το μακρυμανικο μακο του ηταν ανεβασμενο μεχρι τους αγκωνες προχειρα, τα χερια του, με τους μυς να της κλεινουν το ματι, δουλευουν με φροντιδα και δεξιοτεχνια. Η καρδια της συσπαται στην εικονα του.
Το σκυλακι ομως δεν εδειχνε να το συμμεριζεται αυτο, καθως ετρεμε φοβισμενο στο σταθερο του κρατημα.Με καθε του κινηση τιναζοταν και με καθε τιναγμα η Κυβελη μπορουσε να δει τους κομπους στο τριχωμα, και τα κοκκαλα που δεν θα επρεπε να φαινονται.
''Σσσσσ...ολα καλα...τελειωσαμε.'' ο Ορεστης του ψιθυρισε απαλα. Ριχνοντας αλλη μια χουφτα νερο πανω του.
Ασυναισθητα αναστεναξε,βλεποντας τον να ακουμπαει την πορτοκαλοκοκκινη μπαλα στην χνουδωτη πετσετα και να την τυλιγει .
Αναθεμα σε βιολιστη...
Οταν δε εφερε το κουταβακι στην αγκαλια του και το φιλησε απαλα στο κεφαλακι για να το 'ηρεμησει' η δικηγορινα ενιωσε το βιολογικο της ρολοι να χτυπα κοκκινο!
Λιγο νερο!
''Το κακομοιρο...'' σχολιασε απο οικτο οταν το ειδε, δυο λεπτα αργοτερα, να πινει με λαιμαργια, το δευτερο μπολ γαλα.
Ο Ορεστης το παρατηρουσε απο την ακρη της κουζινας σκεπτικος. Σπανιο φαινομενο, που εκανε την κοπελα να νιωσει αβολα.
''Ολα καλα;''
Σαν να τον εβγαλε απο βαθια σκεψη τιναχτηκε ελαφρως. Την κοιταξε αποπροσανατολισμενος, αναγκαζοντας την να επαναλαβει την ερωτηση της.
''Απλα αναρωτιεμαι, ποσο ακαρδος μπορει να ειναι καποιος, ωστε να παρατησει ενα ζωο δεμενο μονο του να πεθανει.''τα δοντια του τριζουν καθως προφερει το τελευταιο
Δεν ηξερε τι να απαντησει σε αυτο, το οτιδηποτε της φαινοταν λιγο και ανουσιο, οποτε εμεινε στην σιωπη της, μια σιωπη που ομως δεν εκρυβε θλιψη, αλλα ενα γλυκοπικρο συναισθημα τρυφεροτητας. Ο Ορεστης Νικολαϊδης ηταν ενας ιδιαιτερα περιπλοκος ανδρας, κι ομως κατι της ελεγε οτι δεν θα προλαβαινε να τον γνωρισει εξ'ολοκληρου.
---------------------------------------------------------------------------------
''Ειπα οχι!''
Ο Ορεστης την κοιταξε με το πιο αθωο του υφος.
''Γιατι οχι ρε μωρο μου;''
Η επικληση στο συναισθημα την πειραξε ακομα περισσοτερο.
Του πεταξε το ενα διακοσμητικο μαξιλαρι.
''Γυρνα το πισω! Στο κρεβατι μου δεν κοιμαται!''
Ο βιολιστης εγειρε το κεφαλι στο πλαι. Το κουταβι στην αγκαλια του δεν ξεκολλουσε. Ουτε η Κυβελη ομως υπεκυπτε.
''Οχι Ορεστη, μιλησα! Στο σαλονι τωρα!'' διεταξε και ξαπλωσε καλυτερα. Εκεινος ξεφυσηξε και εφυγε απο το δωματιο ηττημενος.
Στις 3 η ωρα το πρωι, το κλαμα ενος σκυλου που ηθελε να το παιξει λυκος, την εβγαλε απο τον υπνο της, κανοντας την να αναρωτιεται απο που προερχεται.
Της πηρε ενα λεπτο να συγκεντρωθει, και αλλο ενα να βρει τον διακοπτη για το φως, που μολις ανοιξε ο Ορεστης διπλα της εσμιξε τα φρυδια.
''Τι στο διαο-''
Ανασηκωθηκε μπερδεμενος και την κοιταξε περιμενοντας εξηγηση. Μα πανω στην ωρα, το κουταβακι αρχισε παλι να κλαιει. Του πηρε κι εκεινου ενα λεπτο να ενωσει τα κομματια, πριν πεταχτει ορθιος για να παει στο σαλονι.
Η Κυβελη κουνησε το κεφαλι αποδοκιμαστικα.
''Αρχισαμε.'' ο φιλος της ειχε ηδη χαθει στον σκοτεινο διαδρομο, και δευτερολεπτα αργοτερα τον ακουσε να μιλαει στο σκυλακι, που επαψε να κλαιει.
Ακουσε τα βηματα του να πλησιαζουν παλι και επιστρετευσε καθε ψηγμα υπομονης που της ειχε απομεινει για να τον αντιμετωπισει χωρις υστεριες.
Οταν τον ειδε ομως να στεκεται στο κατωφλι της πορτας, μαζι με τον σκυλο και το μαξιλαρι του δεν συγκρατηθηκε.
''Ουτε να το σκεφτεσαι!'' του το ξεκοψε.
''Μα ρε Κυβελη!Κοιτα το!Φοβαται!'' χαμογελασε στο μικρο πλασματακι στα χερια του, ομως η δικηγορινα ηξερε καλυτερα απο το να υποκυψει.
Πηρε το μαξιλαρι του απο διπλα και του το πεταξε. Με δεξιοτεχνεια το απεφυγε και την κοιταξε με υφος 'Πλακα κανεις τωρα;'.
''Κοιμηθειτε αγκαλια στον καναπε τοτε!''
Ηττημενος ο Ορεστης αποχωρησε, μα η Κυβελη τον ακουσε να ψιθυριζει στο κουταβακι κατι που την εκανε να χαμογελασει μεσα στα νευρα της.
''Αστην, θα της παρει λιγο καιρο να σε συμπαθησει, ακου κι εμενα.'' η φωνη του εσβησε στον διαδρομο, και συντομα σιωπη επικρατησε και παλι στο σπιτι.
Το επομενο πρωι ξυπνησε ανελπιστα βαρια. Θεωρησε ονειροπαρμενα αφελες το να γινει αιτιο του περιεργου υπνου της η απουσια του Ορεστη διπλα της, μα δεν εβλεπε αλλη επιλογη.
Το ρολοι εδειχνε 9 και για καλη της τυχη δεν ειχε μαθημα μεχρι τη μια. Επλυνε το προσωπο και τα δοντια της, εβαλε προχειρα ρουχα και με ακουστικα στα αυτια αποφασισε να συμμαζεψει οσο περιμενε τον καφε της να ετοιμαστει.
Εφτανε σιγα σιγα στο τελος του δισκου, εκεινη την εβδομαδα σειρα ειχε το ''Η καρδια ποναει οταν ψηλωνει.'' . Επισης πολυ ρομαντικα θεωρησε οτι ο Ορεστης το επελεξε για χαρη της.
''Απο μικροί, μαθαίνουμε να χάνουμε...η απωλεια θα μπορουσε να ναι κουνια μας..
Δεν μπορεις, να τα χεις ολα...πρωτη φραση που μαθαινουμε..'' τραγουδησε μονη της ψιθυριστα καθως ανοιγε τα συρομενα παντζουρια.
Το τραγουδι της κοπηκε και εμεινε να κοιταει τον καναπε πισω της. Και ειδικοτερα, τον βιολιστη κοιμισμενο με τα μαλλια ανακατα, ενω απο πανω του απλωμενο το μικρο κουταβακι, να νανουριζεται απο το στομαχι του που ανεβοκατεβαινε με καθε του ανασα.
Συγκρατησε ενα αναφωνητο και χαμογελασε με νοημα.
Αυτο μας ελειπε τωρα.
Κρυφα, δεν την ενοχλουσε τοσο το σκυλακι, μα ακομη πιο κρυφα, πονουσε στην σκεψη του γιατι δεν μπορουσαν να το κρατησουν.
13 Απριλιου.
2.224 νέα κρούσματα
''Και συγγνωμη...δηλαδη τωρα δεν σου μιλαει;'' ο Γιαννης ρωτησε μπερδεμενος πινοντας μια γουλια απο την μπυρα του. Με την ακρη του ματιου του κοιταξε την Κυβελη που εβαζε κρασι στις φιλες της και καθοταν στον υπερυψωμενο παγκο. Ολα αυτα αγριοκοιταζοντας παραλληλα τον Ορεστη.
''Μπαα...''ο βιολιστης εν τω μεταξυ δεν ειχε παρει χαμπαρι. Ανενοχλητος επαιζε fifa με τον Βασιλη διπλα του.
''Γυναικες φιλε..'' μουρμουρισε ο Κωνσταντινος που εστριβε τσιγαρο.
''Και ολα αυτα τωρα για το σκυλι!''ο Ορεστης σχολιαζει χαμηλοφωνα, στο κρεβατακι απεναντι του εχει κουρνιασει το 'μηλο της Εριδος' που καθεται ησυχο, γνωριζοντας οτι και εκεινο το βραδυ θα κοιμηθει με το 'αφεντικο' του αγκαλια στον καναπε.
Στην κουζινα η συζητηση ειχε λαβει μια εντελως διαφορετικη τροπη.
''Και θα τον στειλεις παλι στον καναπε;'' η Ερμιονη προσπαθουσε μετα βιας να συγκρατησει ενα γελακι.
''Φυσικα και θα τον στειλω!''δηλωσε τελεσιδικα.
''Βρε Κυβελη μου...''η Φαιη προσπαθησε να ειναι διαλλακτικη.
''Οχι οχι! Δεν ακουω λεξη, αν θελει το σκυλι κι ας τσακωνομαστε, στο κρεβατι μαζι μου δεν θα κοιμαται!''
Ο Ορεστης ομως το ακουσε αυτο.
''Τεχνικα δεν τσακωνομαστε!'' υπεθυμισε χωρις παρει το βλεμμα του απο την τηλεοραση.
''Δεν τσακωνομαστε;'' φωναξε και περπατησε στην ακρη της κουζινας.
''Οχι βασικα, εσυ τσακωνεσαι, εγω ειμαι απολυτα λογικος!'' πανηγυρισε οταν σκοραρε και ο Βασιλης διπλα του βλαστημησε κλωτσωντας τον καναπε.
Η Ερμιονη κουνησε το κεφαλι απογοητευμενη και εκανε νοημα στην Κυβελη να δωσει τοπο στην οργη.
''Επιτηδες το κανει.'' της ψιθυρισε η Φαιη. Η κοκκινομαλλα ξεφυσηξε και ηπιε αλλη μια γουλια απο το κρασι της. Ομως δεν θα το αφηνε ετσι.
''Ανυπομονω να τελειωσει η καραντινα να γυρισω σπιτι αληθεια.'' <<ψιθυρισε>> ταχα στα κοριτσια, αρκετα δυνατα ομως ωστε να ακουστει.
Ο Ορεστης, που εκεινη την ωρα εδινε το χειριστηριο του στον Γιαννη γυρισε και την κοιταξε.
''Αν θες μπορεις να φυγεις και τωρα Κυβελακι, ο δρομος ειναι ανοιχτος και το σκυλι κοιμαται.'' κοροιδεψε χωρις ιχνος εκνευρισμου.
Οι φιλοι κοιταξαν, φανερα αμηχανα, ο καθενας αλλου.
''Και για πες, βρηκες διαμερισμα τελικα;''Ο Κωνσταντινος αποφασισε να αλλαξει θεμα πριν η Κυβελη πει κατι που θα πυροδοτουσε καβγα.
Ο Ορεστης τον κοιτα για λιγο μπερδεμενος, σαν να μην καταλαβαινει.
''Στο Αμστερνταμ.'' επεξηγει και τον βλεπει να φωτιζεται ολοκληρος.
''Αααα... ναι ρε προφανως. Ειμαι αναμεσα σε δυο.'' απαντησε με φανερο ενθουσιασμο.
Στην απαντηση του η δικηγορινα ενιωσε το στομαχι της να κλωτσαει. Η Ερμιονη την κοιτουσε με προσμονη. Σαν να ηθελε να τους παραδεχτει την ιδια στιγμη κιολας οτι ενιωθε χαλια.
Ο Βασιλης, που δεν ειχε παρει χαμπαρι τοση ωρα, φανηκε να συμμεριζεται τον ενθουσιασμο του φιλου του.Μονο ο Γιαννης εμεινε σιωπηλος, ταχα διαλεγοντας παιχτη.
''Ελα ρε μαλακα οντως; Δειξε μας φωτογραφιες! Ερμιονη ελα να δεις!'' η μελαχρινη συνοφρυωθηκε μα μη θελοντας να φανει η δυσανασχετηση της 'συρθηκε' κυριολεκτικα μεχρι το σαλονι, με την Φαιη να ακολουθει διπλα. Εσκυψαν πανω απο τον καναπε και ο Ορεστης ενθουσιασμενος αρχισε να τους δειχνει φωτογραφιες.
Η Κυβελη στεκοταν με το ποτηρι κρασι μπροστα της στον παγκο. Ενιωθε την καρδια της να εχει πεσει χαμηλα στο στομαχι και να εχει παψει να χτυπαει. Ηξερε οτι δεν μπορουσε να παραπονεθει. Της το ειχε ξεκαθαρισει, μηνες τωρα και το ειχε δεχτει, εβδομαδες τωρα.
Μα δεν μπορουσε να μην στενοχωριεται, ηταν και εκεινο το αναθεματισμενο τραγουδι που της ειχε κολλησει στο μυαλο, σαν σχεδον επιτηδες να της το 'συστησε'.
Και τα χρόνια περνάνε
και ό, τι τρώμε κερνάμε
δίνουμε ό, τι αποκτάμε
ώσπου κάτι τελειώνει...
''Θες να δεις κι εσυ να μου πεις;'' η φωνη του την εβγαλε απο τις σκεψεις που ετσουζαν τα ματια της. Κοιταξε τον σκυλο που τεντωνοταν, επειτα την οθονη του κινητου του, με φωτογραφιες απο το αμεσο μελλον του. Σε καμια απο τις δυο εικονες δεν ειχε συμφωνησει.
Ειναι αδικο αυτο, δεν μου αξιζει.Αξιζω κατι πολυ καλυτερο.
''Κυβελη!'' η Φαιη την κοιταξε με νοημα για να ανασυγκροτηθει.
Ο λαιμος της αρχισε να ποναει.
Το χαμογελο του μεχρι τα αυτια την εκνευριζε.
Τοσο πολυ θελει να φυγει; Και τοτε εγω τι κανω εδω;
''Οχι!!''
Αξαφνα εκανε μεταβολη και με μεγαλες δρασκελιες εφυγε για το υπνοδωματιο, του οποιου την πορτα εκλεισε με δυνατο κροτο. Πηρε μια κοφτη ανασα, πιο τρεμουλιαστη απο οτι φανταζοταν.Ηταν τοσο καιρο μπροστα της και δεν το εβλεπε, ο Ορεστης δεν την υπολογιζε, ζουσε σαν να μην υπηρχε στην ζωη του, εκανε σχεδια σαν να μην ηταν εκει.
Πρεπει να φυγω απο εδω μεσα.
Ανοιξε το αριστερο φυλλο της ντουπαλας και εντοπισε κατω την μαυρη της βαλιτσα. Την εβγαλε εξω και την πεταξε στο κρεβατι. Δρουσε υπο κλιμα απολυτης συνειδητοποιησης. Ενας κουβας παγωμενου νερου την ειχε λουσει και δεν μπορουσε να καταλαβει αν βρισκοταν σε κατασταση πνευμονιας ή αν ηταν πιο ξυπνια απο ποτε.
Τρεμωντας ανοιξε τα συρταρια της και αρχισε να πιανει ο,τι εβρισκε μπροστα της.
''Κυβελη τι κανεις; Μπορεις να ηρεμησεις σε παρακαλω;'' η φωνη του την αφησε ακαμπτη για δευτερολεπτα.
Δεν ηταν δυσκολο για τον Ορεστη να καταλαβει τι της συνεβαινε, μα τον πονουσε η οψη της, κατωχρη και εκνευρισμενη με το προσωπο της να σπαει σε εκφρασεις που ειχε καιρο να δει.
''Να ηρεμησω;Να ηρεμησω;Με κοροιδευεις;'' αναπαντεχα τσιριζει, κανοντας τον να πισωπατησει και να σπρωξει την πορτα πισω του ωστε να κλεισει και να μην ακουγονται.
Την πλησιασε.
''Δεν θα το ελεγα.''
Παει να την πιασει απο τους ωμους για να την ηρεμησει μα εκεινη τον σπρωχνει μακρια της σχεδον με παιδικοτητα.
''Τι κανεις;'' αιφνιδιασμενος την ρωτα, με ενα νευρικο χαμογελο.
''Περιμενω.'' τον ξανασπρωχνει ''Μια'' και ξανα ''Γαμημενη'' αυτη τη φορα πιο δυνατα.''ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ.'' τον κολλαει σχεδον στην ντουλαπα. Ο Ορεστης μενει εμβροντητος να επεξεργαζεται τι ειχε μολις συμβει.
Ποια ειναι αυτη;
''Κοριτσι μου εισαι τρελη; Τι υστεριες ειναι αυτες;'' ανεβαζει ελαχιστα τον τονο του.
Η Κυβελη γινεται πιο κοκκινη και απο τα μαλλια της. Σφιγγει τα δοντια της σε σημειο που φτανουν να τριζουν.
''Φευγω!'' τον προσπερναει και με νευρο ανοιγει την ντουλαπα παλι ωστε να βγαλει τα ρουχα της.
Ο βιολιστης την κλεινει με κροτο και την κοιταζει αγριεμενος.
''Κυβελη.'' επαναλαμβανει κοφτα, το υφος του σοβαρο.
''Ναι! Βγες κι απο πανω κιολας! Σε ειχα για πιο εξυπνο.''τον ειρωνευεται και παει να την ξανανοιξει, μα την σταματαει. Το βλεμμα του εχει σκουρυνει πολυ, σφιγγει κι εκεινος τα δοντια.
''Κοφτο.''
Το ευχαριστιεται και αυτο φαινεται''Ωχ τι εγινε; Νευριασες;''χειροκροτα χλευαστικα ''Σου πηρε μονο κατι μηνες! Συγχαρητηρια!''
''Κυβελη, ξεκολλα.'' με δυο λεξεις καταφερνει να σβηνει το ειρωνικο γελακι απο τα χειλη της
''ΕΓΩ; ΕΓΩ ΝΑ ΞΕΚΟΛΛΗΣΩ;'' τον σπρωχνει παλι και απομακρυνεται. Περπατα πανω κατω, σαν να μην την χωρα το δωματιο,ασθμαινει βαθια και κατα βαθος θελει απλα να κλαψει. Ο λαιμος της καιει.
''Καθεσαι και κανεις σχεδια μπροστα μου για το πως θα φυγεις και που θα μεινεις, και ποσο τελεια θα ειναι εκει, με τις νεες σου γκομενες και την τελεια ορχηστρα σου.''
''Μα ξερεις οτι θα φυγω!'' ο τονος του ειναι σιγανος, σαν να θελει να βαλει μια τελεια σε ολο αυτο.Μονο που χρησιμοποιει το λαθος επιχειρημα, εκεινο που σε δευτερολεπτα πατα το κουμπι αυτοκαταστροφης μεσα της.
''Ναι!''αναφωνει.''Πως δεν το ξερω! Μ'αφηνεις και να το ξεχασω; Την μια μονο που δεν βαζεις αντιστροφη μετρηση στο σαλονι και την αλλη φερνεις αδεσποτα σπιτι και το παιζουμε οικογενεια.Γιατι παιζεις με το μυαλο μου γαμω το κερατο μου; Ε; Τι σου εχω κανει;''
Ο Ορεστης περνα το χερι του μεσα απο τις μπουκλες του αναστατωμενος, ξεφυσαει και προσπαθει να διατηρησει την ψυχραιμια του.
''Κυβελη εσυ δεν ελεγες προχθες οτι ανυπομονεις να φυγω; Εσυ δεν λες οτι ειναι η ευκαιρια μου, οτι θες να φυγεις κι εσυ, οτι εχεις στοχους και σχεδια, εσυ δεν ειπες οτι αυτο δεν θα δουλεψει καν τοσο μακρια;Δεν ειπαμε οτι θα ρισκαρουμε και θα κανουμε μεγαλα βηματα; ''
Το οτι θυμαται τις βλακειες που του ελεγε την κανει να θελει αφενος να κλαψει απο συγκινηση, ενω αφετερου εκρουσε μεσα της εναν κωδωνα απογοητευσης.
Ο Ορεστης κρατιεται σφιχτα απο το οτι δεν του ζητω να μεινει.
''Εισαι βλακας, κάνεις οτι δεν καταλαβαινεις! Εθελοτυφλεις!'' τον κατηγορει.
Κουναει το κεφαλι του απογοητευμενος και κινειται προς την πορτα.
''Ολο αυτο ειναι για τον σκυλο;Τοσο πολυ τον απεχθανεσαι;''
Θελει να τον σκοτωσει.
''Εσυ αυτο καταλαβες απο ολα οσα σου ειπα; Και για να σου απαντησω, ναι! Ο σκυλος με πειραζει. Αγαπω τα ζωα, αλλα δεν μπορω να νιωθω οτι κανουμε ενα βημα μπροστα, ενω ξερω οτι σε 7 μηνες θα φυγεις και θα μεινω μονη μου με τον σκυλο που πηραμε μαζι!''
Ειναι πλεον επισημο οτι θελει να κλαψει.
''Μην ανησυχεις για τον σκυλο.Θα τον παρω μαζι μου.''
Τον κοιτα ξαφνιασμενη, την μασκα του πονου καλυπτουν πεντε δακρυα, αυτη την φορα τα βλεπει και εκεινος. Η Κυβελη δεν αναπνεει, στεκεται ακινητη απεναντι του, στην μεση του δωματιου, με μια μπλουζα στο ενα χερι και ενα τζιν στο αλλο, και αφουγγραζεται αυτο που μολις της ειπε.
Θα τον παρω μαζι μου.
Το μαυρο συναντα στο γαλαζιο στην πιο σκοτεινη μορφη του και το πρασινο εξασθενημενο.
''Θα-θα παρεις και τον σκυλο μαζι σου;Με κοροιδευεις;''η φωνη της ραγιζει στο τελος, κανοντας τον να μορφασει.
Ξεφυσαει.
''Κοπελα μου, αν θες στον αφηνω εδω, δεν ειχα καταλαβει οτι σ'αρεσει τοσο-''
Η εκρηξη μεσα της συμβαινει, καιγεται ζωντανη και θελει να βγει, πνιγεται απο μεσα προς τα εξω.
''Εσυ θελω να μεινεις!ΕΣΥ!ΒΛΑΚΑ!"' του φωναζει δυνατα, σαν να θελει να του το εντυπωσει καλα.Τα δακρυα της κυλουν σαν ποταμι. Τρεμει ολοκληρη και δαγκωνεται για να μην γινει χειροτερο. Ο Ορεστης απεναντι της σχεδον ανεκφραστος την κοιτα.
''Τ-τι ειπες;'' η φωνη του φανταζει ξενη και η Κυβελη σαν μολις να ειχε καταλαβει τι ξεστομισε εκανε ενα βημα πισω.
Τα λογια πετουν, σκεφτηκε, ομως ειχε αδικο.
''Εκ παραδρομης....απλα εχω ενταση.Ξεχνα το.'' απαντησε βιαστικα και αρχισε να κανει αερα στον εαυτο της.
Εκανε δυο βηματα προς το μερος της. Βλεμμα απολυτα σοβαρο, σχεδον νευριασμενο και δοντια σφιγμενα, η κοπελα ολο και πιο πολυ μετανιωνε αυτο που ξεστομισε.
Την επιασε απο τους ωμους και πριν προλαβει να ελευθερωθει την εφερε απεναντι του, κολλωντας την πανω στο στερνο του.
''Πες το μου παλι.'' ηταν προσταγη, αμετακλητη και κοφτη, μα παραλληλα ηταν και παρακληση, κατι πολυ τρυφερο κρυβοταν πισω απο τα ματια του.
Για λιγο επεσε σιωπη αναμεσα τους. Τα δακρυα του εκνευρισμου της εφταναν μεχρι τα χειλη.
''Δεν-Δεν αντεχω ουτε να το σκεφτομαι.'' παραδεχτηκε και εκλεισε ματια ηττημενη. Αυτο ελευθερωσε ακομα περισσοτερα δακρυα και την αφησε απεναντι του γυμνη και ευαλωτη. Ο Ορεστης τα χασε. Την κρατουσε μα ενιωθε μουδιασμενος σαν να μην μπορουσε να κουνηθει.
''Ορεστη χωρις εσενα-'' σμασμενος λυγμος,''Δεν ξερω...δεν μπορω να σκεφτω το 'μετα' απο εσενα, το μυαλο μου θολωνει, σαν να μην μπορει να διανοηθει αυτη την πιθανοτητα.'' του εξομολογειται.Τρανταζοταν κατω απο το κρατημα του κι η οψη της τον ξεσκιζε.
''Κυβελη ξερω τι νιωθεις αλλα μερικες φορες-''η φωνη του σβηνει, δεν ξερει τι να πει.
''Δεν εχεις ιδεα Ορεστη!'' ξαφνου σαν να θυμωνει παλι. ''Δεν ξερεις ποσο δυσκολο ειναι για μενα! Ολη μου η ζωη γυρισε αναποδα απο την μερα που σε γνωρισα! Μπηκες με το ετσι θελω σε καθετι γνωριμο εκανα, και τωρα περιμενεις απλα να ειμαι ανετη στην ιδεα του οτι θα φυγεις για παντα! Λυπαμαι αλλα δεν ειναι ετσι η αγα-'' αναφωνει και καλυπτει ασυναισθητα το στομα της.
Γαμωτο, γαμωτο, γαμωτο. Στο μυαλο του επικρατουσε το χαος μετα την πτωση χειροβομβιδας.
Την κοιτουσε εντρομος, σαν να ειχε μολις ανοιξει μπροστα του ο ασκος του Αιολου.
''Δηλαδη μου λες οτι με α-'' ξαναπροσπαθει και τον κοβει φοβισμενη.
Δεν ηθελε να το ακουσει, το ποσο εγωιστρια ηταν. Κλεινει παλι τα ματια της ντροπιασμενη και του γυριζει πλατη. Εχει κοκκινισει.
Ηταν αληθεια, αυτο που πηγε να πει. Μα δεν θα του εδινε την 'ικανοποιηση'.
''Μπορεις να φυγεις απο το δωματιο; '' ζηταει παρακλητικα.
''Να φυγω;'' ρωτα μπερδεμενος, στο μυαλο του η συζητηση ειχε μολις αρχισει.
''Ναι.Θελω λιγο χρονο'' οταν γνεφει υποτονικα και ξεφυσωντας καθεται στο κατω μερος του κρεβατιου.Εμμονικα τριβει τους κροταφους της.
Υπακουει απροθυμα.
Και οι άνθρωποι φεύγουν
και εμείς δεν αντιδράμε
μάθαμε να ξεχνάμε
και να μένουμε μόνοι...
Ο Ορεστης ειχε μουδιασει. Το κεφαλι του γυριζε.
Οχι παλι, οχι παλι, οχι παλι. Του φαινοταν ασυλληπτο, αδιανοητο.Μα πως μπορουσε να τον αγαπαει; Ισα που τον ηξερε.Βεβαια, πιο πολυ τον τρομοκρατουσε η καρδια του, που φουσκωσε στο ακουσμα της λεξης.
Ηθελε να καπνισει, οχι, να πιει! Οχι! Ακομα χειροτερα!
Στο κλειδωμενο ντουλαπακι του γραφειου του μια φωνη τον καλουσε, μα ευθυς ο Γιαννης τρυπωσε στο μυαλο του.
Με τρεμαμενα χερια βγηκε στο σαλονι και κοιταξε τον φιλο του. Οι υπολοιπο το επαιζαν απασχολημενοι. Του εκανε νοημα να βγουν για τσιγαρο.
Αν η Κυβελη χρειαζοταν λιγο χρονο να ηρεμησει, εκεινος χρειαζοταν χρονο για να βεβαιωθει, οτι ο χειροτερος του φοβος δεν γινοταν πραγματικοτητα.
-------------------------------------------------------------------------------
Μια ωρα αργοτερα, κι ενω ετοιμαζονταν να παραγγειλουν βραδινο, η Κυβελη εκανε την εμφανιση της εμφανως ανανεωμενη και ηρεμη, για να τους βρει ολους στο σαλονι, τις φιλες της δε...να παιζουν με τον παιχνιδιαρικο 'φιλοξενουμενο' τους.
Το βλεμμα της συναντηθηκε με εκεινο του Ορεστη, που καθοταν φανερα νευρικος στην πολυθρονα. Αμεσως πεταχτηκε ορθιος, σαν να ηθελε να της μιλησει. Τον αγνοησε και μπηκε στην κουζινα.
''Θελει κανείς κατι να πιει;'' ρωτησε και πηρε ως απαντηση αναμεικτα <<ναι>> και <<οχι>>.
Την ακολουθησε στωικα μεχρι την κουζινα και εγειρε στα συρταρια, παρατηρωντας την να γεμιζει ενα ποτηρι με κρασι.
''Δεν ηξερα οτι επηρεαζοσουν τοσο απο αυτα.Συγγνωμη.'' φαινοταν πως ουτε κι ο ιδιος ηξερε τι να της πει.
Εκνευρισμενη σταματησε αυτο που εκανε και τον κοιταξε."Λοιπόν ναι! Επηρεάστηκα! "
"Κακώς.. απλή κουβέντα κάναμε, δεν φευγω αυριο"
"Λες και δύο τρεις λέξεις δεν κάνουν πάντα την διαφορά Ορεστη" επιχειρηματολογει μα βλεπει πισω απο τα ματια του να παιζει η εξομολογηση της.
Ο βιολιστης σαν να το ανακαλει στην μνημη του χαμογελα και την πλησιαζει.
''Οχι οχι οχι!'' κανει δυο βηματα πισω.
Δεν πρεπει παλι να υποκυψω!
"Θες μηπως να συνεχισεις αυτο που ελεγες;"
Και να το παλι...το αλαζονικο του χαμογελο με τα λακκακια. Η Κυβελη πηρε βαθια ανασα και αφησε τον εαυτο της να εγκλωβιστει στο βλεμμα του.
Την πλησιαζει μέχρι να ακουμπήσει τον πάγκο της κουζίνας.
"Να μαστε πάλι λοιπόν" χαμογέλασε σαρδονια.
''Νικολαϊδη αν νομιζεις οτι με ενα χαμογελο τελειωσε αυτη η συζητηση, κανεις μεγαλο λαθος, δεν θα αφησω τον εαυτο μου να πληγωθει απο εσενα.'' του λεει οσο πιο σοβαρα μπορει. Της χαμογελα συνετα.
''Συμφωνω.'' κολλαει πανω της και ακουμπα τα χειλη του στο κουτελο της. Φλεγεται ολοκληρη.
"Αν πιστευεις οτι θα μεινω εδω πλανασαι πλάνην οικτράν και - "
Τυλιξε τα χερια του γυρω της και κάρφωσε με το βλέμμα του τα χείλη της , με τρόπο τέτοιο που θα έφερνε κάθε γυναίκα σε αμηχανία.
"Δεν θα σε αφησω να φυγεις Κυβελη..." Της ψιθυριζει και γέρνει προς το μέρος της.
Η κανέλα την χαϊδεύει και εισπνέει βαθιά.
"Εσυ με αναγκαζεις.''
Τον βλεπει να γελαει.
''Εγω; Αναθεματισμενη γυναικα με εχεις τυλιγμενο γυρω απο το μικρο σου δαχτυλακι! Με παιζεις και με το παραπανω!''
Η Κυβελη αναφωνει μη μπορωντας να πνιξει ενα γελακι. Το γαλαζιο και το πρασινο χαιδευουν οποιο σημειο του δερματος της κοιτουν.
''Οπως πριν, μεσα στο δωματιο. Ηξερες πολυ καλα τις λεξεις που χρησιμοποιουσες.''με τα ακροδαχτυλα του κανει ενα μικρο ταξιδι στο προσωπο της.
''Και ξέρεις τι λενε ε; "
Συναντα το πιο ομορφο μαυρο του κοσμου.
"Η γλώσσα, κόκκαλα δεν έχει και -"
"Κόκκαλα τσακίζει." Τον διακόπτει.
Γελάει ο βιολιστής. "Και κόκκαλο στον κάνει."
Θεε μου!
"Ρε Ορέστη!" Τον σπρώχνει μακριά μα εκείνος χαζογελαει ύπουλα.
"Έλα εδώ δικηγορινα μου "
Την αρπάζει δίχως καμία προειδοποίηση και την φιλα, βαθιά, κτητικα και ανυποχώρητα εισχωρεί την γλώσσα του ανάμεσα από τα δύο της χείλη και της δίνει μια καλή ιδέα κανέλας και "Ορέστη" βογγαει οταν της επιτρεπει να παρει ανασα.
"Θα σταματήσεις τώρα να κάνεις σαν κωλόπαιδο όσο είμαστε με τους φίλους μας; Ή θα χρειαστεί να σε τιμωρήσω μολις φυγουν;"
Τον κοιταξε ντροπαλά, πράγμα που ξεφουσκωσε μέσα του την αλαζονεία.
"Θα σταματήσω...προς το παρόν, αν σταματήσεις να μιλάς για το Άμστερνταμ."
"Θα σταματήσω.''της δηλωνει ''Ικανοποιημένη;"
Γνέφει θετικά και του χαμόγελα,
"Πολύ"
Προς το παρον.
Την φιλά πεταχτά και ζουλαει επί της ευκαιρίας τους μηρούς της.
"Η δουλειά μου εδώ τελείωσε υποθέτω."
Στο μυαλο του δεν παυουν να παιζουν τα λογια της για την υπολοιπη βραδια.
Θελω να μεινεις.
---------------------------------------------------------------------------
Ξηεμρωματα 16ης Απριλιου.
Την κοίτα που κοιμάται ήρεμη, στο κάτω χείλος της τρεμοπαιζει μια νοσταλγία για κάτι που ακόμη δεν έχει φύγει. Σφίγγει το σεντόνι που τον σκεπάζει, σαν τάχα να φοβοταν ότι μέσα στην άγρια νύχτα θα έφευγε μακριά της για Ολλανδία.
Το λευκό μακό φωτιζε τα κατακόκκινα μαλλιά της που στο σκοτάδι έμοιαζαν καστανα.
Τι θα κάνω μαζί σου δικηγορινα;
Η σκέψη μέσα του αναπηδά για μέρες τώρα. Αμφιταλαντευεται.
Δεν θα το έκανε ποτέ αυτο, ποτέ... εδώ δεν το έκανα όταν έπρεπε.
Πειθαναγκαζει τον εαυτό του ότι οι παγκόσμιες συνθήκες τον ωθούν σε αυτή του την απόφαση και σπρώχνει τις σκέψεις ότι ξεφεύγει κάτω από το χαλί.
Πιάνει το λεπτό γκρι λάπτοπ του από το κομοδίνο. Το ανοίγει και αμέσως κατεβάζει την φωτεινότητα όταν βλέπει την Κυβέλη να μουγκρίζει κάτι ακαταλαβιστικα και να γυρίζει από την άλλη.
Την κοιτά άλλη μια φορά για να μαζέψει δυνάμεις.
Μαζεύει ταυτόχρονα και αμφιβολία.
Γράφει γρήγορα δίχως να το σκέφτεται ιδιαίτερα και πατάει την αποστολή πριν το μετανιώσει. Κλείνει τον υπολογιστή και ξαπλώνει δίπλα της. Σαν να τον διαισθάνεται γυρίζει προς το μέρος του και περνάει το χέρι της πάνω από την κοιλια του.
Ακουμπά το ποδι της ανάμεσα στα δικά του και ξεκουράζει το πρόσωπο της κάτω απ' το σαγονι του.
Την βλέπει να ασθμαινει την κανέλα. Μυρίζει και εκείνος τα νωπά απ' το ντους μαλλιά της. Η θερμή της του προκαλεί λήθαργο.
Το ξανασκέφτεται. Δεν μπορεί να βρει ανασταλτικούς παράγοντες. Έχει τα χρήματα, και την ευχέρεια να ρυθμίσει μόνος του το πρόγραμμα του.
Η εισαγωγή του λοιπόν ηταν μεγάλη και η προσφώνηση δεν ειχε καμια σχεση με τον προφορικό του λόγο.Όμως η ουσία ήταν η ίδια.
Εν όψει των πρωτογνωρων καταστασεων που βιώνουμε, δη εμείς οι καλλιτέχνες, και επιθυμώντας να ειμαι σωστός απέναντι στα συμβόλαια μου με την Εθνική και την Φιλαρμονική ορχήστρα της Αθηνας, ζητώ να αναβάλουμε την εκκίνηση της συνεργασίας μας έτσι ώστε να παραστώ σε κάθε προκαθορισμένη μου εμφάνιση στην Ελλάδα.
Και με την δική σας συγκατάθεση θα ειμαι στο Άμστερνταμ αντί για 10 Δεκεμβρίου, 10 Απριλίου.
Με εκτίμηση,
Ορέστης Νικολαΐδης.
Την κοιτάζει στα κλεφτα άλλη μια φορά πριν τυλίξει τα χέρια του γύρω απο την μεση της. Την φιλά απαλα στο κουτελο ακουγοντας την να ξεφυσαει μεσα στον υπνο της. Σαν τον τρελο χαμογελαει αηχα στο σκοταδι.
Είναι σίγουρος πλέον.
Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει
να το θυμάσαι μικρή μου καρδιά
η καρδιά πονάει πάντα όταν ψηλώνει
πάντα...
Δεν ειχε ταχα ανακαλυψει οτι ηταν κι εκεινος δεμενος μαζι μου.
Δεμενος στην αγνοια του, οπως ολοι. Και δη, δεμενος πανω μου σαν να εψαχνε σε εμενα τις απαντησεις σε οσα φοβοταν να ρωτησει.
''Δεν υπαρχει σπηλαιο'' μου ειπε κλαιγοντας εκεινο το βραδυ ''ουτε δεσμωτες υπαρχουν, η φωτια εσβησε, νυχτωσε. Ειναι γυαλινο το κουτι,τα σκοινια ειναι απο οξυγονο,δεν φαινονται.Δεμενοι ειμαστε ολοι, για να λυθουμε πρεπει να αγγιξουμε την γνωση, αυτη ειναι το κλειδι, μα πως;''
Δεν υπηρχαν αλλοι, μονο εμεις, στον ερωτα ομως μονο ο ενας μπορει να πλανηθει.
''Η γνωση,ή εστω η οψη της, σε... σε μουδιαζει.'' του ψιθυρισα.
''Πρεπει να επιμεινεις και να κοιταξεις παλι τον ηλιο στα ματια, οχι ομως πολυ αποτομα -γιατι προσεξε!- θα τυφλωθεις!''
Ο ουρανος φωτιζεται. Σε λιγο ο ηλιος θα φανερωθει και θα σε χασω για παντα.
Καποιοι λοιπον ειναι και τυφλοι. Εκεινοι πως -αφελως- νομιζουν οτι κατεκτησαν την γνωση.
Τυφλοι στεκουν μπροστα σε καθε μονοπατι της αληθειας, μεσα σε εναν παραδεισο <<κουτιου>>, φτιαγμενο απο καθε τουβλο της πλασματικης τους γνωσης.
Τον κοιτω τρυφερα. Επεξεργαζεται το μερος γυρω του σαν μολις να καταλαβε που βρισκεται. Στο βλεμμα του αντικριζω την αγνοια.
Ξαφνου, γυρνα και με κοιτα στα ματια, απορω. Γιατι εμενα, ενω απο πανω του βρισκεται ο ηλιος;
Αιφνιδιαστικα μου χαμογελα, το βλεμμα του μεσα στο δικο μου, νιωθω τα ματια του στα σωθικα μου.
''Τυφλοι-Μαγδα-ειμαστε και στον ερωτα,ειδικα οταν νομιζουμε οτι προκειται μοναχα για αυτο.'' ειπε.
Κοιταξα τα χερια μου, τα σκοινια ειχαν λυθει, εκεινος με αποδεσμευσε.
Και ξαφνου- ποναω, παλι.
Ησουν η αληθεια μου, μια ευτυχια στιγμιαια, εκτυφλωτικη,μα σαν χανοσουν...σκοταδι.
Ciao Bellas!!!
Νιωθω σαν να περασε ενας αιωνας, σκουριασα!
Πειτε μου τα νεα σας, πως ειστε τι κανετε, πως πηγαν τα πτυχια, οι εξετασεις, οι εξεταστικες;
Το κεφαλαιο ελπιζω να σας καλυψε, σκουριασα λιγο, το ξαναλεω. Υπομονη.
Ειδαμε αρκετα απο το ζευγαρι μας
Μια περιεργη πρωτη σκηνη.
Μια σκηνη με Δελη.
Και φυσικα....ο Ορεστης τι εκανε;;;;;;
Στην Αναστασια μου (SiaGomez25 )
Δεν ηξερα οτι μπορεις να αγαπας απο τοσο μακρια. Ευχαριστω για τα τοσα χρονια εξ'αποστασεως (και μη) φιλίας και αγαπης
Σας αγαπω πολυ.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top